Μαρκίτσης Άριστος ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 353

ECLI:CY:AD:2016:D212

(2016) 2 ΑΑΔ 353

[*353]21 Aπριλίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΡΙΣΤΟΣ ΜΑΡΚΙΤΣΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πoινική Έφεση Αρ. 23/2015)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Κεφ.154 όπως τροποποιήθηκε ― Επικύρωση καταδίκης και απόρριψη λόγων έφεσης οι οποίοι στηρίχθηκαν σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αντιφάσεις σε μαρτυρία ― Είναι γνωστό ότι μικροαντιφάσεις ή μικρές ανακρίβειες, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά πολλές φορές, την ενδυναμώνουν γιατί ακριβώς δεικνύουν έλλειψη προσχεδιασμού.

 

Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορία κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Κεφ.154 όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, ο κατηγορούμενος κατηγορείτο ότι στις 02.03.11 στην Κρήτου Τέρρα της επαρχίας Πάφου εσκεμμένα και παράνομα προκάλεσε ζημιά ύψους €350,00 σε περιμετρικό πέτρινο τοίχο  εστιατορίου, περιουσία του παραπονούμενου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε 2 μάρτυρες κατηγορίας, τον ΜΚ1 αστ. 1692 και τον παραπονούμενο (ΜΚ2) και αφού κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία, ο τελευταίος άσκησε το δικαίωμα της σιωπής, καλώντας ένα μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Ο εφεσείων εκρίθη ένοχος και του επεβλήθη χρηματική ποινή €700 και δέσμευση προσωπικής εγγύησης €1.000 για καλή διαγωγή και τήρηση της τάξης και του νόμου για περίοδο 2 ετών.

 

Τα σχετικά επίδικα γεγονότα εμφαίνονται στα αποφασισθέντα.

[*354]Ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου με 3 λόγους έφεσης. Ο πρώτος, αφορούσε στην εισήγηση ότι το Δικαστήριο εισήγαγε λανθασμένα κριτήρια ώστε να κρίνει ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ2. Ως αιτιολογία δε αυτού του λόγου, αναφερόταν κυρίως ότι η μαρτυρία του ΜΚ2, ερχόταν σε αντίφαση με ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας του ΜΚ1 ως η διαφορετική θέση του αυτοκινήτου, το μη εύλογο της παρουσίας του αυτοκινήτου του παραπονουμένου, χωρίς να γίνει αντιληπτό από το πρόσωπο που οδηγούσε το αυτοκίνητο που συγκρούστηκε στον τοίχο, ή ακόμη και ο εντοπισμός πετρών σε αντίθετη φορά με βάση τους «νόμους της φυσικής».

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορούσε στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα «στηριζόμενο σε μαρτυρία που δεν δόθηκε, ενώ αγνόησε μαρτυρία που δόθηκε». Ως αιτιολογία δε, αναφερόταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του στηριζόμενο στις δικές του σημειώσεις «όπως ο εν λόγω μάρτυρας ακόμη είπε, πάνω από τις πέτρες παρά τα σημεία σύγκρουσης εντοπίστηκαν ίχνη αλλά δεν περιείχαν τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να συνδεθούν πέραν πάσης αμφιβολίας με τα ελαστικά του επίδικου οχήματος». Ενώ στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το λόγο έφεσης, ο ΜΚ1 σε ερώτηση αν είχε ίχνη ελαστικών, ανέφερε «είχε, όμως δεν μπόρεσα να τα συνδέσω με τα λάστιχα του συγκεκριμένου αυτοκινήτου. Δεν είχαν τα χαρακτηριστικά για να συνδεθούν».

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορούσε στην εισήγηση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «οι εξ ακοής αναφορές του ΜΚ1 ασφαλώς δεν λαμβάνονται υπόψη». Επρόκειτο για τον εξεταστή της υπόθεσης και οι δηλώσεις του ΜΚ2 προς αυτόν, δεν έπρεπε να αγνοηθούν, εφόσον η μαρτυρία του ΜΚ1 έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι αρχές επί των οποίων επεμβαίνει το Εφετείο σε ευρήματα αξιοπιστίας έχουν πάγια νομολογηθεί και η παρούσα έφεση εξετάστηκε υπό το φώς αυτών.

 

2.  Όλο το φάσμα του έργου της αξιολόγησης όλων των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έγινε με αναφορά στα επίδικα γεγονότα και στο σύνολο των γεγονότων που ο κάθε μάρτυρας προέβαλε. Σε κάθε πτυχή της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αιτιολογία για την αποδοχή των ΜΚ1 και 2.

 

3.  Επεσήμανε την αντίφαση που ο εφεσείων επικαλείτο ως καταλυτική μεταξύ μέρους της μαρτυρίας του ΜΚ1 και μέρους της μαρ[*355]τυρίας του ΜΚ2. Όπως ορθά προβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, βιωματική των γεγονότων μαρτυρία, έδωσε ο παραπονούμενος και το σημαντικό ήταν ότι αμέσως μετά, καταγγέλλει το περιστατικό στην Αστυνομία και δη στον ΜΚ1.

 

4.  Όντως υπήρχε μια μικρή διαφοροποίηση στο κομμάτι της μαρτυρίας του ΜΚ1 που αφορούσε στα σημεία σύγκρουσης του επίδικου οχήματος στον πέτρινο τοίχο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολόγησε με επαρκή αιτιολογία τη διαφορά αυτή.

 

5.  Έδωσε πλήρη αιτιολόγηση γιατί αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΚ2 και γιατί αγνόησε το ελάχιστο μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ1 στο σημείο που υπήρχε η διαφορετικότητα ως προς τα σημεία σύγκρουσης.

 

6.  Είναι γνωστό ότι μικροαντιφάσεις ή μικρές ανακρίβειες, όπως αναμφισβήτητα συνέβαινε εδώ, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά πολλές φορές, την ενδυναμώνουν  γιατί ακριβώς δεικνύουν έλλειψη προσχεδιασμού.

 

7.  Η κάλυψη και η αιτιολογία που αφορούσε στην αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ2 υπήρξε πλήρης και απόλυτα πειστική. Η αναφορά του εφεσείοντα ότι κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορούσε να δεκτεί ότι από τη θέση που βρίσκετο ο ΜΚ2 δεν θα μπορούσε να γίνει ορατός από τον οδηγό του επίδικου αυτοκινήτου, αποτελεί μια θεωρητική και άνευ ουσίας εικασία η οποία δοκιμάστηκε στην αντεξέταση του ΜΚ2 και προφανώς απέτυχε.

 

8.  Το ίδιο ίσχυε και για την περίεργη εισήγηση που γινόταν στην αιτιολογία του πρώτου λόγου «για τον εντοπισμό πετρών σε αντίθετη φορά απ’ αυτή που επιβάλλουν οι νόμοι της φυσικής». Η πλήρης αιτιολογία αυτής της πτυχής της απόφασης, οδηγούσε άνευ ετέρου στην απόρριψη και του πρώτου λόγου έφεσης.

 

9.  Όσον αφορούσε στο δεύτερο λόγο με τον οποίο βάλλονταν τα πρωτόδικα ευρήματα τα οποία σύμφωνα με τον εφεσείοντα στηρίχθηκαν σε μαρτυρία που δεν δόθηκε, και πάλι θα έπρεπε να υποδειχθεί, ότι η απομόνωση λέξεων και φράσεων από την πρωτόδικη απόφαση και η συνακόλουθη ερμηνεία που διδόταν από την πλευρά του εφεσείοντα δεν ήταν ορθή.

 

10. Είναι σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με τις πιο πάνω φράσεις είχε σκοπό να υποδείξει ότι από την πραγματική μαρτυρία δεν μπορούσε να εξαχθεί ασφαλές ή όποιο συμπέρασμα σύνδεσης [*356]του συγκεκριμένου οχήματος με τον πέτρινο τοίχο.

 

11. Όμως, η μαρτυρία του ΜΚ2 ήταν αρκετή ώστε να διατυπωθούν σχετικά ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα ότι δηλαδή στις 2.3.2011 εσκεμμένα και παράνομα ενήργησε παίρνοντας το όχημα του δύο φορές, αρχικά με το μπροστινό του μέρος να συγκρούεται στον υπό ανέγερση τοίχο, μετακινώντας μερικές πέτρες και στη συνέχεια με όπισθεν ταχύτητα να συγκρούεται σε δεύτερο σημείο του τοίχου, με αποτέλεσμα να μετακινηθούν και άλλες πέτρες, οι οποίες όλες μαζί αποτελούσαν, όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κομμάτι του μερικώς φρεσκοκατασκευασμένου τοίχου του εστιατορίου του παραπονούμενου.

 

12. Οι ενέργειες αυτές αποτελούσαν στοιχειοθέτηση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317,

 

Subatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286,

 

Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485,

 

Ευγενίου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 540,

 

Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 345,

 

Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68,

 

Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391.

 

Έφεση κατά Απόφασης.

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Βλάμης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 6577/2011), ημερομηνίας 7/1/2015 και 13/1/2015.

 

Μιχ. Βασιλειάδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Σ. Συμεού, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Ex tempore

[*357]ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορία κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Κεφ.154 (όπως τροποποιήθηκε). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, ο κατηγορούμενος κατηγορείτο ότι στις 02.03.11 στην Κρήτου Τέρρα της επαρχίας Πάφου εσκεμμένα και παράνομα προκάλεσε ζημιά ύψους €350,00 σε περιμετρικό πέτρινο τοίχο του εστιατορίου με την ονομασία «Κεφαλόβρυσο», περιουσία του Χρίστου Λάμπη (παραπονούμενου) από την Κρήτου Τέρρα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε 2 μάρτυρες κατηγορίας, τον ΜΚ1 αστ. 1692 Π. Νικολάου και τον παραπονούμενο (ΜΚ2) και αφού κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία, ο τελευταίος άσκησε το δικαίωμα της σιωπής, καλώντας ένα μάρτυρα υπεράσπισης τον ΜΥ Α.Χαραλάμπους.

 

Ο εφεσείων εκρίθη ένοχος και του επεβλήθη χρηματική ποινή €700 και δέσμευση προσωπικής εγγύησης €1.000 για καλή διαγωγή και τήρηση της τάξης και του νόμου για περίοδο 2 ετών.

 

Ο ΜΚ1 ήταν εξεταστής της υπόθεσης και έδωσε μαρτυρία σε σχέση με τα ανακριτικά διαβήματα. Στις 2.2.2011 και περί ώρα 22:20 ενώ ήταν καθήκον στον Αστυνομικό Σταθμό Πόλεως Χρυσοχούς, ο παραπονούμενος του κατάγγειλε τηλεφωνικώς ότι 5 λεπτά προηγουμένως το όχημα με αριθμ. KVD668 (διπλοκάμπινο) προκάλεσε ζημιά σε πέτρινο τοίχο του εστιατορίου του. Όταν δε έφθασε επιτόπου, ο παραπονούμενος του εξήγησε ότι ενώ βρισκόταν εντός του σταθμευμένου οχήματος του με σβηστά φώτα, σε απόσταση 20 μέτρα από το εστιατόριο του, πρόσεξε το εν λόγω αυτοκίνητο να συγκρούεται αρχικά με το μπροστινό του μέρος πάνω στο τοίχο του εστιατορίου του παραπονούμενου και στη συνέχεια με όπισθεν, σε δεύτερο σημείο του τοίχου. Επρόκειτο για ανεγειρόμενο πέτρινο τοίχο ύψους 40 εκ. στα σύνορα του τεμαχίου με το δημόσιο χώρο και χρησιμοποιείτο ως ανθώνας. Στη συνέχεια ο ΜΚ1 διαπίστωσε ότι το εν λόγω όχημα είναι ιδιοκτησίας του εφεσείοντα. Ζήτησε να τον δει και ενώ ο εφεσείων του υπέδειξε συγκεκριμένο χώρο συνάντησης, τελικά δεν προσήλθε σε αυτή. Ακολούθησε τηλεφωνική συνομιλία όπου ο εφεσείων του είπε πού βρισκόταν. Βρισκόταν στο μέρος όπου σύμφωνα με την καταγγελία συνέβη το επίδικο περιστατικό. Σε ερώτηση του πώς αντιλήφθηκε το μέρος, ο εφεσείων απάντησε ότι το υπολόγισε. Ο ΜΚ1 κατέ[*358]φθασε εκ νέου στο χώρο όπου συνάντησε τον εφεσείοντα και τον πατέρα του, χωρίς όμως το όχημα του. Μάλιστα όταν του ζήτησε να το παρουσιάσει για έλεγχο, αυτός αρνήθηκε. Επίσης ο ΜΚ1 ανέφερε ότι πάνω στο πέτρινο τοίχο, παρά τα σημεία σύγκρουσης,  δεν εντοπίστηκαν ίχνη που να συνδέουν το όχημα με τον τοίχο, πέραν πάσης αμφιβολίας. Επίσης από εξετάσεις στο όχημα δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε ενδείξεις που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω αυτοκίνητο ήλθε σε επαφή με τα σημεία σύγκρουσης στον τοίχο. Εν πάση περιπτώσει ανέφερε ότι το όχημα το είδε και το φωτογράφισε μετά από πάροδο 20 ωρών από το κατ’ ισχυρισμόν επεισόδιο και ύστερα που αυτό είχε πλυθεί. 

 

Ο ΜΚ2 στη δική του κατάθεση, ανέφερε ότι λίγες ημέρες πριν την επίδικη ημερομηνία είχε αναθέσει σε συνεργείο να του κτίσουν πέτρινο τοίχο με ανθώνα και δύο φορές το συνεργείο ενώ έκτισε κομμάτι του τοίχου «βρέθηκε χαλασμένο το επόμενο πρωί». Στις 2.3.2011 το συνεργείο τον έκτισε για τρίτη φορά και ο ΜΚ2 αποφάσισε να παραμονεύει ούτως ώστε να δει τι συνέβαινε, οπότε και είδε το εν λόγω όχημα οδηγούμενο από τον εφεσείοντα «να συγκρούεται στον τοίχο», όπως κατήγγειλε στην Αστυνομία. «Αρχικά με το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του στον τοίχο» και μετά «με πισινή ταχύτητα να συγκρούεται σε δεύτερο σημείο του τοίχου» (βλ. και τεκμήριο 3). Εκείνη τη στιγμή είδε καθαρά τι έγινε εφόσον η περιοχή είχε επαρκή οδικό φωτισμό από δύο πασσάλους. Το δε εφεσείοντα τον γνώριζε και προσωπικά. Η ζημιά ανήρχετο σε €350 περίπου. Επίσης απέδωσε τα κίνητρα των ενεργειών του εφεσείοντα σε προσωπικές αντιζηλίες που δημιουργήθηκαν εναντίον του από ομάδα προσκείμενη στο νυν κοινοτάρχη της Κρήτου Τέρρα, επειδή ο ίδιος είναι φίλος με τον πρώην κοινοτάρχη. 

 

Ο ΜΥ, αδελφός του νυν κοινοτάρχη, άρα στην αντίπαλη ομάδα με τον εφεσείοντα, τοποθετεί τον εαυτό του όπως και τον εφεσείοντα την επίδικη μέρα και ώρα σε άλλο χώρο. 

 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο ο ΜΚ1 όσο και ο ΜΚ2 ήσαν αξιόπιστοι. Όμως θεώρησε ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των δύο μαρτύρων «στο κομμάτι της μαρτυρίας τους, που αφορά στο σημείο σύγκρουσης του επίδικου οχήματος στον πέτρινο τοίχο» και επί τούτου έκρινε ότι υπερισχύει η μαρτυρία του ΜΚ2 εφόσον ο ΜΚ1 απλώς αναπαρήγαγε αυτά που ο ΜΚ2 του ανέφερε και ενδεχομένως να μην τα ανακάλεσε ορθά ενόψει του χρόνου που πέρασε. 

 

Εν αντιθέσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εντελώς ανα[*359]ξιόπιστο τον ΜΥ αφού κατά την εκφρασθείσα θέση του (σελ.15) της απόφασης ήταν προφανές ότι ο μάρτυρας ήλθε στο Δικαστήριο όχι για να καταθέσει την αλήθεια, αλλά με σκοπό να βοηθήσει την υπόθεση του εφεσείοντα, με τον οποίο είναι στενός συγγενής.  Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει εύστοχα ότι ο μάρτυρας προσπάθησε να αποκρύψει εντέχνως το γεγονός αυτό.  Σημείωσε ακόμη ότι ο ισχυρισμός του ΜΥ πως ο εφεσείων παρέμεινε στον αναφερόμενο χώρο (ένα Σύλλογο του χωριού) μαζί με τον ΜΥ μέχρι η ώρα 23:00 καταρρίπτεται από τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή ο οποίος στις 23:00 συνάντησε τον εφεσείοντα μαζί με τον πατέρα του στο χώρο όπου κατ’ ισχυρισμόν διαδραματίστηκε το επίδικο περιστατικό.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου με 3 λόγους έφεσης. Ο πρώτος, αφορά στο ότι το Δικαστήριο εισήξε λανθασμένα κριτήρια ώστε να κρίνει ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ2. Ως αιτιολογία δε αυτού του λόγου αναφέρεται κυρίως ότι η μαρτυρία του ΜΚ2 έρχεται σε αντίφαση με ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας του ΜΚ1 ως η διαφορετική θέση του αυτοκινήτου, το μη εύλογο της παρουσίας του αυτοκινήτου του παραπονουμένου, χωρίς να γίνει αντιληπτό από το πρόσωπο που οδηγούσε το αυτοκίνητο που συγκρούστηκε στον τοίχο, ή ακόμη και ο εντοπισμός πετρών σε αντίθετη φορά με βάση τους «νόμους της φυσικής.»

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα «στηριζόμενο σε μαρτυρία που δεν δόθηκε, ενώ αγνόησε μαρτυρία που δόθηκε». Ως αιτιολογία δε καταγράφεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του στηριζόμενο στις δικές του σημειώσεις «όπως ο εν λόγω μάρτυρας ακόμη είπε, πάνω από τις πέτρες παρά τα σημεία σύγκρουσης εντοπίστηκαν ίχνη αλλά δεν περιείχαν τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να συνδεθούν πέραν πάσης αμφιβολίας με τα ελαστικά του επίδικου οχήματος». Στην πραγματικότητα ο ΜΚ1 σε ερώτηση αν είχε ίχνη ελαστικών ανέφερε «είχε, όμως δεν μπόρεσα να τα συνδέσω με τα λάστιχα του συγκεκριμένου αυτοκινήτου. Δεν είχαν τα χαρακτηριστικά για να συνδεθούν».

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «οι εξ ακοής αναφορές του ΜΚ1 ασφαλώς δεν λαμβάνονται υπόψη.» Πρόκειτο για τον εξεταστή της υπόθεσης και οι δηλώσεις του ΜΚ2 προς αυτόν δεν έπρεπε να αγνοηθούν, εφόσον η μαρτυρία του ΜΚ1 έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη.

[*360]Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι και οι 3 λόγοι έφεσης έχουν ως στόχο το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας στο οποίο προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως είναι γνωστό το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. 

 

Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή ότι οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Επεμβαίνει δε το Εφετείο όταν θεωρήσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317 και Subatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286). Εξάλλου στη Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485 λέχθηκε ότι επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η πρωτόδικη αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή όλως διόλου λανθασμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση. Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου (βλ. Ευγενίου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 540).

 

Στη βάση λοιπόν των πιο πάνω αρχών έχουμε εξετάσει το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων υπό του εφεσείοντος λαθών.

 

Όλο το φάσμα του έργου της αξιολόγησης όλων των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο έγινε με αναφορά στα επίδικα γεγονότα και στο σύνολο των γεγονότων που ο κάθε μάρτυρας προέβαλε. Σε κάθε πτυχή της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αιτιολογία για την αποδοχή των ΜΚ1 και 2. Επεσήμανε την αντίφαση που ο εφεσείων επικαλείται ως καταλυτική μεταξύ μέρους της μαρτυρίας του ΜΚ1 και μέρους της μαρτυρίας του ΜΚ2. Όπως ορθά προβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, βιωματική των γεγονότων μαρτυρία έδωσε ο παραπονούμενος και το σημαντικό είναι ότι αμέσως μετά καταγγέλλει το περιστατικό στην Αστυνομία και δη στον ΜΚ1. Όντως υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση στο κομμάτι της μαρτυρίας του ΜΚ1 που αφορά τα σημεία σύγκρουσης του επίδικου οχήματος στον πέτρινο τοίχο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογεί ως εξής τη διαφορά αυτή. 

 

«Ειδικότερα τα σημεία που υποδείχτηκαν ως κατ’ ισχυρισμό θέ[*361]σεις πρόσκρουσης του επιδίκου οχήματος στον τοίχο είναι διαφορετικά. Δεδομένου των συνεχών αναφορών του εν λόγω μάρτυρα ότι αυτά που αναφέρει είναι αυτά που θυμόταν ότι ο παραπονούμενος του είχε πει και ότι έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε αλλά και το ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών όταν το επίδικο περιστατικό κατ’ ισχυρισμό διαδραματίστηκε, εξηγήσεις που κρίνω ότι δικαιολογούν τη διάσταση στις μαρτυρίες, οι διαφορές αυτές δεν επηρεάζουν την αξιοπιστία του, το επίπεδο της οποίας παρέμεινε αλώβητα υψηλό μέχρι τέλους. Οι εξ ακοής αναφορές του αυτές ασφαλώς δεν λαμβάνονται υπόψη. Έτσι και αλλιώς το πρόσωπο που γίνεται αναφορά ότι ήταν παρών στο επίδικο επεισόδιο και το άτομο που εξιστόρησε τα κατ’ ισχυρισμό γεγονότα του επιδίκου περιστατικού ήταν ο παραπονούμενος, ο οποίος ήλθε και κατάθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας στο Δικαστήριο, η μαρτυρία του οποίου αξιολογείται πιο κάτω».

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στο να αξιολογήσει τη μαρτυρία του ΜΚ2 τον οποίο αξιολογεί ως ακολούθως:

 

«Με λεπτομέρεια και παραστατικότητα περίγραψε το επίμαχο περιστατικό σε τέτοιο βαθμό και έκταση που μόνο ένας που ήταν παρών μπορούσε να το πράξει. Η δε μαρτυρία του παραπονούμενου συνάδει με τη χρονική πτυχή των γεγονότων που παρουσιάστηκαν ενώ παράλληλα, ειδικότερα σε σχέση με την παρουσία του κατηγορουμένου στο χώρο του επιδίκου περιστατικού, ενισχύεται σε κάποιο βαθμό από την μαρτυρία του ΜΚ2. Στοιχεία της αποδεκτής μαρτυρίας του ΜΚ2 όπως η μετάβαση του κατηγορουμένου στο χώρο του περιστατικού όταν ο ΜΚ1 ζήτησε συνάντηση μαζί του χωρίς να του πει από πού προερχόταν η καταγγελία ή τον χώρο του επιδίκου περιστατικού, η απάντηση του κατηγορουμένου στο ερώτημα του ΜΚ2 ότι υπολόγισε σε τι προηγουμένως αναφερόταν ο αστυνομικός εξεταστής καθώς και η άρνηση του κατηγορουμένου να παραδώσει αμέσως το επίδικο όχημα του στην αστυνομία για επιθεώρηση του παρά μόνο αυτό κατέστη δυνατό μετά από 20 ολόκληρες ώρες περίπου, απλά επιβεβαιώνουν την εκδοχή του παραπονούμενου για εμπλοκή του κατηγορουμένου στην υπόθεση αυτή. Ενίσχυση στην εκδοχή του παραπονούμενου αποτελεί η μη αμφισβήτηση του γεγονότος ότι το όχημα με αριθμούς εγγραφής KVD668, το οποίο ο ΜΚ2 αναγνωρίζει ως το όχημα που οδηγείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο του περιστατικού από τον κατηγορούμενο, είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του κατηγορουμένου. Επιπλέον ενίσχυση στην εκδοχή του παραπονούμενου είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη [*362]χρόνο του περιστατικού ο κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής KVD668.

 

Ένα ακόμη θετικό χαρακτηριστικό που καταγράφεται για τον μάρτυρα αυτό είναι το ότι απαντούσε στις διάφορες ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν με αμεσότητα, σαφήνεια και αυθορμητισμό χωρίς προσχεδιασμό και δίχως τάση υπερβολής. Η όλη στάση του από το εδώλιο του μάρτυρα φανερώνουν ένα άτομο σίγουρο και ειλικρινή. Τα αλλότρια κίνητρα περί κατασκευασμένης εκδοχής που του αποδόθηκαν από το συνήγορο υπεράσπισης για να πλήξει άτομα της παράταξης του νυν κοινοτάρχη Δέρβη Χαραλάμπους με τα οποία δεν φαίνεται να διατηρούσε φιλικές σχέσεις προκειμένου να διασώσει την κατοχή του εστιατορίου του και κατ’ επέκταση το εισόδημα του, εκτός από το ότι έτυχαν κατάλληλης και δικαιολογημένης απάντησης από τον παραπονούμενο που αποδεικνύουν ότι είναι αβάσιμα στη βάση της κατακυρωμένης προσφοράς και κατοχής του υποστατικού δυνάμει σε ισχύ σχετικού συμφωνητικού εγγράφου, παρέμειναν απλές θεωρίες του κατηγορουμένου στη σφαίρα της φαντασίας του χωρίς να συνοδεύεται από το απαραίτητο πραγματικό υποστηρικτικό υπόβαθρο που τουλάχιστο θα τα καθιστούσε ένα υπαρκτό ενδεχόμενο. Η παράλειψη προσκόμισης από μέρους της υπεράσπισης μαρτυρίας σχετικής με τον ισχυρισμό περί αλλότριων κινήτρων τον οδηγεί σε απόρριψη χωρίς δεύτερη σκέψη.»

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο περιγράφει τη θετικότητα, τη σιγουριά και τη σαφήνεια της μαρτυρίας του παραπονουμένου, ο οποίος με κάθε λεπτομέρεια ανέφερε κάθε δική του κίνηση αλλά και κάθε ενέργεια του εφεσείοντα από τη στιγμή που προσέγγισε το χώρο του επίδικου υποστατικού. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο με γλαφυρό τρόπο ανέδειξε την ευθύτητα και αμεσότητα των απαντήσεων του παραπονούμενου και πώς αυτός ανέτρεψε με φυσικότητα τις θεωρίες περί αλλότριων κινήτρων οι οποίες και παρέμειναν σε θεωρητικό και αναπόδεικτο επίπεδο.  Απαντώντας και στους 3 λόγους έφεσης θα αναφέρουμε ότι αφενός το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πλήρη αιτιολόγηση γιατί αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΚ2 και γιατί αγνόησε το ελάχιστο μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ1 στο σημείο που υπήρχε η διαφορετικότητα ως προς τα σημεία σύγκρουσης. (3ος λόγος).

 

Είναι γνωστό ότι μικροαντιφάσεις ή μικρές ανακρίβειες, όπως αναμφισβήτητα συμβαίνει εδώ, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά πολλές φορές, την ενδυναμώνουν γιατί ακρι[*363]βώς δεικνύουν έλλειψη προσχε διασμού (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 345, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391). Έπεται ότι ο τρίτος λόγος δεν έχει βάση.

 

Προσθέτως θεωρούμε ότι η κάλυψη και η αιτιολογία που αφορά την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ2 υπήρξε πλήρης και απόλυτα πειστική. Η αναφορά του εφεσείοντα ότι κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να δεκτεί ότι από τη θέση που βρίσκετο ο ΜΚ2 δεν θα μπορούσε να γίνει ορατός από τον οδηγό του επίδικου αυτοκινήτου, με όλο το σεβασμό, αποτελεί μια θεωρητική και άνευ ουσίας εικασία η οποία δοκιμάστηκε στην αντεξέταση του ΜΚ2 και προφανώς απέτυχε. Το ίδιο ισχύει και για την περίεργη εισήγηση που γίνεται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου «για τον εντοπισμό πετρών σε αντίθετη φορά απ’ αυτή που επιβάλλουν οι νόμοι της φυσικής». Η πλήρης αιτιολογία αυτής της πτυχής της απόφασης οδηγεί άνευ ετέρου στην απόρριψη και του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Όσον αφορά το δεύτερο λόγο όπου «κατηγορείται» το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προέβη σε ευρήματα στηριζόμενο σε μαρτυρία που δεν δόθηκε, ως αναλύεται πιο πάνω, και πάλι θα υποδείξουμε ότι η απομόνωση λέξεων και φράσεων από την πρωτόδικη απόφαση και η συνακόλουθη ερμηνεία που δίδεται από την πλευρά του εφεσείοντα δεν είναι ορθή. Είναι σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με τις πιο πάνω φράσεις είχε σκοπό να υποδείξει ότι από την πραγματική μαρτυρία δεν μπορούσε να εξαχθεί ασφαλές ή όποιο συμπέρασμα σύνδεσης του συγκεκριμένου οχήματος με τον πέτρινο τοίχο. Όμως, η μαρτυρία του ΜΚ2 ήταν αρκετή ώστε να διατυπωθούν σχετικά ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα ότι δηλαδή στις 2.3.2011 εσκεμμένα και παράνομα ενήργησε παίρνοντας το όχημα του δύο φορές, αρχικά με το μπροστινό του μέρος να συγκρούεται στον υπό ανέγερση τοίχο, μετακινώντας μερικές πέτρες και στη συνέχεια με όπισθεν ταχύτητα να συγκρούεται σε δεύτερο σημείο του τοίχου, με αποτέλεσμα να μετακινηθούν και άλλες πέτρες, οι οποίες όλες μαζί αποτελούσαν, όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κομμάτι του μερικώς φρεσκοκατασκευασμένου τοίχου του εστιατορίου του παραπονούμενου. Οι ενέργειες αυτές αποτελούν στοιχειοθέτηση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα. Ως εκ τούτου και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν έχει αντίκρισμα.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο