Εστιατόριο Χρύσανθος Παφίτης Λτδ και Άλλος ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2016) 2 ΑΑΔ 390

ECLI:CY:AD:2016:D249

(2016) 2 ΑΑΔ 390

[*390]24 Μαΐου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΠΑΦΙΤΗΣ ΛΤΔ,

2. ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΠΑΦΙΤΗΣ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πoινική Έφεση Αρ. 184/2013)

 

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Η υποχρέωση παράδοσης εγγράφου μαρτυρικού υλικού από την κατηγορούσα αρχή εκ του Άρθρου 7 της Ποινικής Δικονομίας Κεφ.155 ― Απορριπτική κατάληξη σε έφεση η οποία στηρίχθηκε σε εισήγηση για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ― Τα έγγραφα που δεν παραδόθηκαν στους εφεσείοντες πριν από την Ακρόαση, δεν αφορούσαν νέα δεδομένα ή στοιχεία για τα οποία οι εφεσείοντες είχαν άγνοια ή στοιχεία τα οποία απεκρύβησαν και παρουσιάστηκαν με αιφνίδιο τρόπο.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Η δικαιότητα της δίκης δεν κρίνεται αφηρημένα, ούτε αποσπασματικά ― Πρέπει να καταδειχθεί ότι πράγματι ένα πρόσωπο έχει επηρεαστεί δυσμενώς και μόνο τότε, η καταδίκη ακυρώνεται.

 

Πρωτοδίκως, οι εφεσείοντες ομού με ένα άλλο πρόσωπο, αντιμετώπισαν κατηγορία παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου ποσού ΦΠΑ που είχε βεβαιωθεί κατά παράβαση των Άρθρων 46(11), 49(1) και (2), 48, 57 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίαν Νόμων 2000-2008. Συγκεκριμένα ότι παρέλειψαν να καταβάλουν στην Έφορο ΦΠΑ, ως εταιρεία η εφεσείουσα 1 και ως διευθυντές ο εφεσείων 2 και το άλλο πρόσωπο, εντός 30 ημερών από τη λήψη σχετικής ειδοποίησης ημερ. 2.6.2008 οφειλόμενο φόρο ύψους €54.072,24 που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω Νόμων.

 

Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε εύρημα ενοχής εναντίον των δύο εφεσειόντων ενώ για [*391]την 3η κατηγορουμένη, κατεχωρήθη αναστολή ποινικής δίωξης, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής η οποία κάλεσε 3 μάρτυρες και κατατέθηκαν 4 τεκμήρια.

 

Επίσης επιβλήθηκε χρηματική ποινή €3.000 στην εφεσείουσα 1, ενώ στον εφεσείοντα 2 ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η οποία ανεστάλη για τους λόγους που εξηγήθηκαν πρωτοδίκως.

 

Το παράπονο των εφεσειόντων επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι το υλικό το οποίο δεν αποκαλύφθηκε στους εφεσείοντες από τον εφεσίβλητο, δεν ήταν απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης τους.

 

Προβλήθηκε δε, ότι το γεγονός αυτό τους είχε επηρεάσει δυσμενώς με αποτέλεσμα η δίκη να μην είναι δίκαιη, έχοντας υπόψη ότι η κατηγορούσα αρχή όχι μόνο δεν το παρείχε με βάση τη νομοθεσία αλλά και ουδεμία εξήγηση δόθηκε για την παράλειψη της αυτή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχολήθηκε με το θέμα αυτό, αφού είχαν υποβληθεί σχετικές ενστάσεις στην κατάθεση των τεκμηρίων 1-4. Σε σχέση με την μη αποκάλυψη των τεκμηρίων 2, 3 και 4, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν προέκυπτε  με ποιο τρόπο επηρεάστηκαν δυσμενώς οι κατηγορούμενοι στην υπεράσπιση τους επειδή η κατηγορούσα αρχή δεν τους εφοδίασε με αντίγραφα της σχετικής αίτησης της εφεσείουσας 1 στο Μητρώο ΦΠΑ από το 1999 και των πιστοποιητικών από τον Έφορο Εταιρειών που καταδεικνύει την εγγραφή της εταιρείας και τους διευθυντές της. Σημειώθηκε μεταξύ άλλων, ότι δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε γραμμή υπεράσπισης ότι η εφεσείουσα 1 δεν ήταν εγγεγραμμένη ως εταιρεία και δεν ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο ΦΠΑ, ή ότι ο εφεσείων 2 δεν ήταν διευθυντής.

 

Όπως καταγράφηκε μεταξύ άλλων στην πρωτόδικη απόφαση, δεν είχε επεξηγηθεί με ποιο τρόπο έχει επηρεαστεί η υπεράσπιση των κατηγορουμένων ουσιαστικά και δυσμενώς από την παράλειψη αυτή. Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν από την αρχή ότι η υπόθεση βασιζόταν στη συγκεκριμένη Βεβαίωση Φόρου, αντίγραφο της οποίας όχι μόνο παρέλαβε ο κατηγορούμενος 2 προσωπικά από 2.6.2008, αλλά και παραδόθηκε στην υπεράσπιση πριν από τη δίκη.  Το γεγονός ότι η χειρόγραφη βεβαίωση παραλαβής δεν περιλαμβανόταν στο αντίγραφο που παραδόθηκε, πέραν του ότι δεν αποτελεί «παραποίηση» του εγγράφου ως η αναφορά του συνηγόρου υπεράσπισης, δεν καταδείχθηκε σε κα[*392]μία περίπτωση να είχε πράγματι επηρεάσει δυσμενώς την υπεράσπιση με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον η παραλαβή είναι γεγονός το οποίο όχι μόνο γνώριζε ο διευθυντής της εταιρείας κατηγορούμενος 2, αλλά και γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε επί της ουσίας. Όπως κατέθεσε η ΜΚ1, παρέδωσε η ίδια τη Βεβαίωση Φόρου τεκμ.1 στον κατηγορούμενο 2 στις 2.6.2008 και ο ίδιος υπέγραψε επί ενός αντιγράφου της Βεβαίωσης ότι την έχει παραλάβει».

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η υποχρέωση παράδοσης έγγραφου μαρτυρικού υλικού από την κατηγορούσα αρχή εκ του Άρθρου 7 της Ποινικής Δικονομίας, εναρμονίζεται πλήρως με τη συνταγματική επιταγή εκ του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος το οποίο επιτάσσει ότι πρέπει να γνωστοποιούνται στον κατηγορούμενο λεπτομερώς μεταξύ άλλων, το μαρτυρικό υλικό στο οποίο θεμελιώνεται η κατηγορία.

 

2.  Επανειλημμένα δε, έχει εξηγηθεί ότι η δικαιότητα της δίκης δεν κρίνεται αφηρημένα, ούτε και αποσπασματικά. Πρέπει να καταδειχθεί ότι πράγματι ένα πρόσωπο έχει επηρεαστεί δυσμενώς και μόνο τότε η καταδίκη ακυρώνεται.

 

3.  Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων εξετάστηκαν με βάση την υπάρχουσα νομολογία. Η εισήγηση για παραβίαση της δίκαιης δίκης δεν μπορούσε να επιτύχει.

 

4.  Τα έγγραφα που δεν παραδόθηκαν στους εφεσείοντες πριν από την ακρόαση, δεν αφορούσαν νέα δεδομένα ή στοιχεία για τα οποία οι εφεσείοντες είχαν άγνοια ή στοιχεία τα οποία απεκρύβησαν και παρουσιάστηκαν με αιφνίδιο τρόπο.

 

5.  Υπήρξαν στοιχεία τα οποία αφορούσαν τους ίδιους τους κατηγορούμενους και προέρχονταν από τους τελευταίους, ως απόδοση στοιχείων προς τις αρμόδιες αρχές και κατά συνέπεια ήταν στη σφαίρα της γνώσης τους.

 

6.  Η εγγραφή της εταιρείας άλλωστε παρουσιαζόταν στο ίδιο το κατηγορητήριο αφού αναγραφόταν στην περιγραφή της εταιρείας ο αριθμός εγγραφής της. Το ίδιο συνέβαινε και με τον αριθμό εγγραφής στο Μητρώο ΦΠΑ, η δε ιδιότητα τους ως διευθυντές, επίσης αναφερόταν στο κατηγορητήριο.

 

7.  Σε σχέση με το τεκμ.1 για το οποίο υπήρξε η θέση για παραποίηση επειδή το παραδοθέν αντίγραφο δεν περιείχε την ιδιόγραφη Βε[*393]βαίωση Αποδοχής εκ μέρους του εφεσείοντα 2, ήταν απόλυτα λογικά τα όσα εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

8.  Εν πάση περιπτώσει δεν προέκυπτε ότι οι εφεσείοντες επηρεάστηκαν με οποιονδήποτε τρόπο, δυσμενώς στην αντιμετώπιση του τεκμηρίου αυτού.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τους Καταδικασθέντες εναντίον των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηκυριάκου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 6484/2009), ημερομηνίας 10/12/2012 και 19/4/2013.

 

Δ. Μιχαηλίδης για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.

 

Χ. Καραολίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Εx tempore

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Πρωτοδίκως, οι εφεσείοντες ομού με τη Φωτούλα Πιερή Παφίτη, αντιμετώπιζαν κατηγορία παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου ποσού ΦΠΑ που έχει βεβαιωθεί κατά παράβαση των Άρθρων 46(11), 49(1) και (2), 48, 57 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 2000-2008. Συγκεκριμένα ότι παρέλειψαν να καταβάλουν στην Έφορο ΦΠΑ, ως εταιρεία η εφεσείουσα 1 και ως διευθυντές ο εφεσείων 2 και το άλλο πρόσωπο, εντός 30 ημερών από τη λήψη σχετικής ειδοποίησης ημερ. 2.6.2008 οφειλόμενο φόρο ύψους €54.072,24 που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω Νόμων.

 

Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε εύρημα ενοχής εναντίον των δύο εφεσειόντων ενώ για την 3η κατεχωρήθη αναστολή ποινικής δίωξης, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, μάλιστα κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ανακοινώθηκε από το δικηγόρο της ότι είχε αποβιώσει. Πρόκειτο για τη σύζυγο του εφεσείοντα 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής η οποία κάλεσε 3 μάρτυρες και κατατέθηκαν 4 τεκμήρια.

[*394]Να σημειωθεί επίσης ότι επιβλήθηκε χρηματική ποινή €3.000 στην εφεσείουσα 1, ενώ στον εφεσείοντα 2 ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η οποία ανεστάλη για τους λόγους που εξηγούνται πρωτοδίκως. 

 

Το παράπονο των εφεσειόντων διά της παρούσης έφεσης εστιάζεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι το υλικό το οποίο δεν αποκαλύφθηκε στους εφεσείοντες από τον εφεσίβλητο δεν ήταν απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης τους και το γεγονός αυτό τους έχει επηρεάσει δυσμενώς με αποτέλεσμα η δίκη να μην είναι δίκαιη, έχοντας υπόψη ότι η κατηγορούσα αρχή όχι μόνο δεν του παρείχε με βάση τη νομοθεσία αλλά και ουδεμία εξήγηση δόθηκε για την παράλειψη της αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δια ενδιάμεσων αποφάσεων του ουσιαστικά συμφώνησε με τις ενέργειες της κατηγορούσας αρχής ότι το υπό κρίση υλικό ήταν σχετικό και ουσιώδες, πλην όμως οι εφεσείοντες εισηγούνται, ότι η μη λήψη του από την υπεράσπιση εγκαίρως δημιούργησε ρήγμα στην καταδίκη. Επίσης διατυπώνεται η θέση ότι μέρος του υλικού και συγκεκριμένα το τεκμ.1 αποκαλύφθηκε στους εφεσείοντες κατά τρόπο ελλιπή και παραποιημένο με την παράλειψη και την τροποποίηση να αφορά συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δηλαδή τη γνωστοποίηση της λήψης του εν λόγω τεκμηρίου και τη χρονική αφετηρία αυτής της λήψης, γεγονός το οποίο παραπέμπει σε συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια η οποία όφειλε να ικανοποιηθεί πριν την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης. Αυτό επενέργησε κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων επί της αρχής ότι η αμφιβολία σε σχέση με την ερμηνεία αλλά και τη μαρτυρία θα έπρεπε να είναι υπέρ των εφεσειόντων. 

 

Στη διαδικασία καταχωρήθηκαν εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής τα εξής τεκμήρια:

 

τεκμήριο 1 - επιστολή ημερ. 2.6.2008 (Bεβαίωση Φόρου)

 

τεκμήριο 2 - πιστοποιητικό Εφόρου ΦΠΑ

 

τεκμήριο 3α, β, γ, - δέσμη πιστοποιητικών Εφόρου Εταιρειών

 

τεκμήριο 4 - έντυπο για εγγραφή στο Μητρώο ΦΠΑ στο οποίο επισυνάπτεται Πιστοποιητικό Σύστασης Εταιρείας.

 

Εκ μέρους δε της υπεράσπισης κατατέθηκαν τα ακόλουθα τεκμήρια:

 

τεκμήριο 5 – επιστολή ημερ. 2.11.2009

[*395]τεκμήριο 6 – επιστολή 20.1.2006

 

τεκμήριο 7 – ιατρική έκθεση ημερ. 3.1.2012

 

Σύμφωνα με την Ποινική Δικονομία, Άρθρο 7, η κατηγορούσα αρχή έχει την ακόλουθη υποχρέωση:

 

«7.(1) Πρόσωπο, το οποίο συλλαμβάνεται και κρατείται, δικαιούται να ζητήσει όπως χορηγηθεί εγκαίρως στο ίδιο ή το δικηγόρο του πρόσβαση στα ουσιώδη έγγραφα, που είναι σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση και βρίσκονται στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής και τα οποία είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική αμφισβήτηση της νομιμότητας της σύλληψης και της κράτησής του. Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου «ουσιώδη έγγραφα» θεωρούνται το αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης και κράτησης και το αντίγραφο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης βάσει των οποίων εκδόθηκε το ένταλμα.

 

(2) Όταν κλήση ή ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 44 του παρόντος Νόμου επιδοθεί στον κατηγορούμενο, αυτός δικαιούται με γραπτό αίτημά του προς την κατηγορούσα αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:

 

Νοείται ότι, εφόσον, περιέλθει στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής νέο υλικό, το οποίο αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη διαδικασία, παραχωρείται στον κατηγορούμενο περαιτέρω πρόσβαση στο υλικό αυτό.

 

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος αιτείται γραπτώς την παροχή αντιγράφων τέτοιου υλικού, καταβάλλεται το τέλος, το οποίο καθορίζεται εκάστοτε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

 

(4) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (2), εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου, ή στην περίπτωση που τέτοια άρνηση θεωρεί[*396]ται απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, ή που η πρόσβαση ενδέχεται να διακυβεύσει τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) η κατηγορούσα αρχή δεν παρέχει στον κατηγορούμενο πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των έγγραφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αυτός δύναται κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, στον όρο «αντίγραφο» περιλαμβάνονται φωτοαντίγραφα των καταθέσεων και των εγγράφων στην κατάσταση στην οποία αυτά βρίσκονται.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχολήθηκε με το θέμα αυτό, αφού είχαν υποβληθεί σχετικές ενστάσεις στην κατάθεση των τεκμηρίων 1-4. Σε σχέση με την μη αποκάλυψη των τεκμηρίων 2, 3 και 4 σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί με ποιο τρόπο επηρεάστηκαν δυσμενώς οι κατηγορούμενοι στην υπεράσπιση τους επειδή η κατηγορούσα αρχή δεν τους εφοδίασε με αντίγραφα της σχετικής αίτησης της εφεσείουσας 1 στο Μητρώο ΦΠΑ από το 1999 και των πιστοποιητικών από τον Έφορο Εταιρειών που καταδεικνύει την εγγραφή της εταιρείας και τους διευθυντές της. Σημειώνεται ότι δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε γραμμή υπεράσπισης ότι η εφεσείουσα 1 δεν ήταν εγγεγραμμένη ως εταιρεία και δεν ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο ΦΠΑ, ή ότι ο εφεσείων 2 δεν ήταν διευθυντής. Όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν τα πιο πάνω, αλλά ούτε καν ζητήθηκε από τους εφεσείοντες αναβολή μετά την προσκόμιση των σχετικών τεκμηρίων για να προετοιμαστούν κατάλληλα στην υπεράσπιση τους. Τονίζεται ότι δεν πρόκειται για νέα δεδομένα ή στοιχεία που αγνοούσαν ή είχε καταδειχθεί δόλος ή αλλότριο κίνητρο της κατηγορούσας αρχής. Αντιθέτως, ήταν τυπικά στοιχεία για την εταιρεία και δη προέρχονταν από στοιχεία που δόθηκαν από τους ίδιους τους εφεσείοντες στις αρμόδιες αρχές. Σε σχέση με το τεκμήριο 1 για το οποίο υπήρξε ισχυρισμός ότι ενώ παραδόθηκε σχετικό αντίγραφο (πρόκειτο για τη Βεβαίωση Φόρου) δεν περιλάμβανε χειρόγραφη βεβαίωση παραλαβής του εφεσείοντα 2. Ενώ αυτό που κατετέθη, το οποίο κατά τα άλλα ήταν πανομοιότυπο, περιλάμβανε αυτή τη χειρόγραφη βεβαίωση παραλαβής. Σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.12 και 13: «… δεν έχει επεξηγηθεί με ποιο τρόπο έχει επηρεαστεί η υπεράσπιση των κατη[*397]γορουμένων ουσιαστικά και δυσμενώς από την παράλειψη αυτή. Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν από την αρχή ότι η υπόθεση βασιζόταν στη συγκεκριμένη Βεβαίωση Φόρου, αντίγραφο της οποίας όχι μόνο παρέλαβε ο κατηγορούμενος 2 προσωπικά από 2.6.2008, αλλά και παραδόθηκε στην υπεράσπιση πριν από τη δίκη. Το γεγονός ότι η χειρόγραφη βεβαίωση παραλαβής δεν περιλαμβανόταν στο αντίγραφο που παραδόθηκε, πέραν του ότι δεν αποτελεί «παραποίηση» του εγγράφου ως η αναφορά του ευπαιδεύτου συνηγόρου υπεράσπισης, δεν καταδείχθηκε σε καμία περίπτωση να έχει πράγματι επηρεάσει δυσμενώς την υπεράσπιση με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον η παραλαβή είναι γεγονός το οποίο όχι μόνο γνώριζε ο διευθυντής της εταιρείας κατηγορούμενος 2, αλλά και γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε επί της ουσίας. Όπως κατέθεσε η ΜΚ1, παρέδωσε η ίδια τη Βεβαίωση Φόρου τεκμ.1 στον κατηγορούμενο 2 στις 2.6.2008 και ο ίδιος υπέγραψε επί ενός αντιγράφου της Βεβαίωσης ότι την έχει παραλάβει».

 

Η υποχρέωση παράδοσης έγγραφου μαρτυρικού υλικού από την κατηγορούσα αρχή εκ του Άρθρου 7 της Ποινικής Δικονομίας, εναρμονίζεται πλήρως με τη συνταγματική επιταγή εκ του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος το οποίο επιτάσσει ότι πρέπει να γνωστοποιούνται στον κατηγορούμενο λεπτομερώς μεταξύ άλλων το μαρτυρικό υλικό στο οποίο θεμελιώνεται η κατηγορία.  Συμβαδίζει δε απόλυτα η αρχή αυτή με τις νομολογιακές κατευθύνσεις από τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ. (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, υπό Γ. Μ. Πική, 2η αναθεωρημένη έκδοση, σελ.161-164).

 

Επανειλημμένα δε έχει εξηγηθεί ότι η δικαιότητα της δίκης δεν κρίνεται αφηρημένα, ούτε και αποσπασματικά. Πρέπει να καταδειχθεί ότι πράγματι ένα πρόσωπο έχει επηρεαστεί δυσμενώς και μόνο τότε η καταδίκη ακυρώνεται.

 

Έχουμε λοιπόν στη βάση της υπάρχουσας νομολογίας εξετάσει τους επί μέρους ισχυρισμούς των εφεσειόντων. Κρίνουμε ότι η εισήγηση για παραβίαση της δίκαιης δίκης δεν μπορεί να επιτύχει. Και εξηγούμε γιατί. Τα έγγραφα που δεν παραδόθηκαν στους εφεσείοντες πριν την ακρόαση, τεκμ. 2-4 δεν αφορούσαν νέα δεδομένα ή στοιχεία για τα οποία οι εφεσείοντες είχαν άγνοια ή στοιχεία τα οποία αποκρύφτηκαν και παρουσιάστηκαν με αιφνίδιο τρόπο. Υπήρξαν στοιχεία τα οποία αφορούσαν τους ίδιους τους κατηγορούμενους και προέρχονταν από τους τελευταίους, ως απόδοση στοιχείων προς τις αρμόδιες αρχές και κατά συνέπεια ήταν στη σφαίρα της γνώσης τους. Η εγγραφή της εταιρείας άλλωστε παρουσιάζεται στο ίδιο το κατηγορητήριο αφού αναγράφεται στην [*398]περιγραφή της εταιρείας ο αριθμός εγγραφής της. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αριθμό εγγραφής στο Μητρώο ΦΠΑ, η δε ιδιότητα τους ως διευθυντές, επίσης αναγράφεται στο κατηγορητήριο.

 

Σε σχέση με το τεκμ. 1 για το οποίο υπήρξε η θέση για παραποίηση επειδή το παραδοθέν αντίγραφο δεν περιείχε την ιδιόγραφη Βεβαίωση Αποδοχής εκ μέρους του εφεσείοντα 2 θεωρούμε απόλυτα λογικά αυτά που εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πιο πάνω απόσπασμα. Εν πάση περιπτώσει δεν έχουμε πεισθεί ότι με οποιονδήποτε τρόπο οι εφεσείοντες επηρεάστηκαν δυσμενώς στην αντιμετώπιση του τεκμηρίου αυτού.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι η έφεση στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο