Τasev Georgi ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2016) 2 ΑΑΔ 416

ECLI:CY:AD:2016:B256

(2016) 2 ΑΑΔ 416

[*416]26 Μαΐου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

GEORGI TASEV,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (AP. 1),

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 72/2016)

 

 

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του ― Ο χρόνος κράτησης για 3 περίπου μήνες, δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις ότι ξέφευγε από το ανεκτά επιτρεπόμενο όριο ― Δεδομένης της απουσίας δεσμών του εφεσείοντα με την Κύπρο και ανεξαρτήτως του ύψους της ποινής που θα του επιβαλλόταν σε περίπτωση καταδίκης, ο κίνδυνος φυγοδικίας εκρίθη ορατός, παρά το ότι αντιμετώπιζε κατηγορία πλημμελήματος.

 

Ποινική Δικονομία ― Κράτηση μέχρι τη δίκη ― Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που έχει ενώπιον του με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο.

 

Μεταξύ  παραπεφθέντων, για απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν και ο εφεσείοντας (κατηγορούμενος 5 στη διαδικασία παραπομπής), στον οποίο καταλογιζόταν πως από κοινού με δύο συγκατηγορούμενους του - τους κατηγορούμενους 1 και 3 στο κατηγορητήριο - συνωμότησαν να διαπράξουν το αδίκημα της τέλεσης εικονικού γάμου κατά παράβαση των Άρθρων 372, 5 και 35 του Ποινικού Κώδικα και πως στις 28.8.2015 στη Λευκωσία ο ίδιος τέλεσε εικονικό γάμο με την κατηγορούμενη 3, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 7Α και 7Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και του Άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα.

[*417]Κατ’ ακολουθία στις 28.4.2016 της παραπομπής, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα για κράτηση όλων των υποδίκων μέχρι την 1.6.2016, στη βάση διαφαινόμενου κινδύνου φυγοδικίας, αίτημα που προσέκρουσε σε ένσταση μόνο εκ μέρους του εφεσείοντα και δύο εκ των συγκατηγορουμένων του.

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε πως από το μαρτυρικό υλικό δεν διαφαινόταν πιθανότητα καταδίκης και εν πάση περιπτώσει σε τέτοια περίπτωση η ποινή που ενδεχομένως θα του επιβαλλόταν δεν θα υπερέβαινε τους εννέα μήνες, τονίζοντας περαιτέρω πως μέχρι 1.6.2016 ο εφεσείων θα στερείτο αδικαιολόγητα της ελευθερίας του για κατ’ ισχυρισμό αδίκημα για το οποίο ο Νομοθέτης προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινής τα 3 χρόνια φυλάκισης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως ικανοποιούνταν τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζονται από τη νομολογία - σοβαρότητα των αδικημάτων, πιθανότητα καταδίκης και ενδεχόμενο επιβολής σοβαρής ποινής - και πως ο εφεσείοντας, ο οποίος κατάγεται από τη Βουλγαρία, δεν είχε οποιοδήποτε δεσμό με την Κύπρο που να εξάλειφε τον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Η απόφαση αμφισβητήθηκε με έφεση η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως υπάρχει πιθανότητα καταδίκης.

 

β)  Δεν έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσείων  κατηγορείται για πλημμέλημα και κατά συνέπεια η ποινή που ενδεχομένως να του επιβληθεί δεν προδιαγράφει κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η εισήγηση ότι το μαρτυρικό υλικό δεν αποκάλυπτε πιθανότητα καταδίκης στερείτο ερείσματος.

 

2.  Όπως είναι νομολογημένο για σκοπούς κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που έχει ενώπιον του, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη.

 

3.  Κατ’ εξοχή δε, σε θέση να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού  είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει [*418]εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμή του είναι έκδηλα πτωχή, στοιχείο που στην παρούσα περίπτωση δεν είχε καταδειχθεί και μάλιστα στη βάση ερμηνευτικής ανάλυσης του Άρθρου 2 του Νόμου που κι αυτή ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

4.  Σ’ ότι δε αφορούσε στο ύψος της ποινής που ενδεχομένως θα επιβληθεί στον εφεσείοντα σε περίπτωση καταδίκης, σχετικό είναι το προβλεπόμενο από το Νόμο ανώτατο όριο που έχει ως οροφή τα τρία έτη φυλάκισης και κατά συνέπεια η θέση του  συνηγόρου ότι αυτή δεν θα υπερβαίνει τους εννέα μήνες επίσης δεν είχε έρεισμα.

 

5.  Ικανοποιούνταν επομένως τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η νομολογία για σκοπούς κράτησης ενός υποδίκου και η κράτηση του εφεσείοντα ήταν θέμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει στοιχειοθετηθεί ότι ασκήθηκε εκτός των επιτρεπτών ορίων.

 

6.  Δεν παραγνωριζόταν το γεγονός ότι για σκοπούς παραπομπής του εφεσείοντα στο Κακουργιοδικείο του καταλογίστηκε πλημμέλημα για το οποίο ο Νόμος προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινή τα 3 χρόνια φυλάκισης, στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς εκτίμησης του κινδύνου φυγοδικίας.

 

7.  Όμως σε κάθε περίπτωση συνεκτιμώνται και περαιτέρω στοιχεία,  όπως οι δεσμοί ενός κατηγορουμένου με την Κύπρο και αναλόγως του δεσμού, ανάλογος και ο κίνδυνος.

 

8.  Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων δεν έχει απολύτως κανένα δεσμό με την Κύπρο και ανεξαρτήτως του ύψους της ποινής που θα του επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι ορατός.

 

9.  Η σοβαρότητα ενός αδικήματος, όπως αυτή ταξινομείται από το Νομοθέτη με το προβλεπόμενο όριο ποινής, είναι στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με το χρόνο κράτησης ενός υποδίκου εφόσον μόνο σε πολύ σοβαρά αδικήματα μπορεί να δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση πολύμηνη κράτηση.

 

10. Στην παρούσα όμως περίπτωση ο χρόνος κράτησης του εφεσείοντα για 3 περίπου μήνες δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις ότι ξεφεύγει από το ανεκτά επιτρεπόμενο όριο και κατά [*419]συνέπεια ούτε και σ’ αυτό το θέμα περιέπεσε σε σφάλμα το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337,

 

Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135

 

Έφεση κατά Κράτησης.

 

Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μηλιώτου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8639/2016), ημερομηνίας 28/4/2016.

 

Π. Παφίτης, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Ματθαίου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Ex tempore

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 28.4.2016 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας παρέπεμψε σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνεδριάσει στη Λευκωσία στις 1.6.2016, έξι αλλοδαπούς για αδικήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα Κεφ. 154, το Νόμο που Αναθεωρεί το Νομικό Πλαίσιο που Διέπει την Πρόληψη, την Καταπολέμηση της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμο του 2014 (Ν.60(Ι)/2014) και τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105. Με πιο σοβαρό το αδίκημα στο κατηγορητήριο αυτό της εμπορίας ενηλίκων προσώπων, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5, 6(ε) και 14 του Ν.60(Ι)/2014 για το οποίο ο Νομοθέτης προνοεί κατά ανώτατο όριο 10 έτη ποινή φυλάκισης.

 

Μεταξύ των παραπεφθέντων για απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν και ο εφεσείοντας (κατηγορούμενος 5 στη διαδικασία παραπομπής), στον οποίο καταλογίζεται πως από κοινού με δύο συγκατηγορούμενους του – τους κατηγορούμενους 1 και 3 στο κατηγορητήριο – συνωμότησαν να διαπράξουν το αδί[*420]κημα της τέλεσης εικονικού γάμου κατά παράβαση των Άρθρων 372, 5 και 35 του Ποινικού Κώδικα και πως στις 28.8.2015 στη Λευκωσία ο ίδιος τέλεσε εικονικό γάμο με την Ινδή Babita (κατηγορούμενη 3 στη διαδικασία), κατά παράβαση των Άρθρων 2, 7Α και 7Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και του Άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα.

 

Κατ’ ακολουθία της παραπομπής η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα για κράτηση όλων των υποδίκων μέχρι τις 1.6.2016 στη βάση διαφαινόμενου κινδύνου φυγοδικίας, αίτημα που προσέκρουσε σε ένσταση μόνο εκ μέρους του εφεσείοντα και δύο εκ των συγκατηγορουμένων του. Συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε πως από το μαρτυρικό υλικό δεν διαφαίνεται πιθανότητα καταδίκης και εν πάση περιπτώσει  σε τέτοια περίπτωση η ποινή που ενδεχομένως θα του επιβληθεί δεν θα υπερβαίνει τους εννέα μήνες, τονίζοντας περαιτέρω πως μέχρι 1.6.2016 ο εφεσείων θα στερηθεί αδικαιολόγητα της ελευθερίας του για κατ’ ισχυρισμό αδίκημα για το οποίο ο Νομοθέτης προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινής τα 3 χρόνια φυλάκισης. Χωρίς όμως οι θέσεις του να γίνουν αποδεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε πως ικανοποιούνταν τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζονται από τη νομολογία – σοβαρότητα των αδικημάτων, πιθανότητα καταδίκης και ενδεχόμενο επιβολής σοβαρής ποινής – και πως ο εφεσείοντας, ο οποίος κατάγεται από τη Βουλγαρία, δεν είχε οποιοδήποτε δεσμό με την Κύπρο που να εξάλειφε τον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση, την οποία και προσβάλλει με την παρούσα με δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως υπάρχει πιθανότητα καταδίκης και, ο δεύτερος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι κατηγορείται για πλημμέλημα και κατά συνέπεια η ποινή που ενδεχομένως να του επιβληθεί δεν προδιαγράφει κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τον πρώτο λόγο έφεσης στη βάση των ιδίων επιχειρημάτων που ανέπτυξε και πρωτοδίκως. Ό,τι δηλαδή απουσιάζει το συστατικό στοιχείο της τέλεσης εικονικού γάμου εφόσον σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Κεφ.105 ο γάμος δεν μπορεί να θεωρηθεί εικονικός καθότι κατά το χρόνο τέλεσης του δεν ήταν μόνιμος κάτοικος Κύπρου και, περαιτέρω, η κατηγορούμενη 3 είχε άδεια παραμονής στην Κύπρο ως οικιακή βοηθός και κατά συνέπεια δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο «γάμος» που τέλεσε μαζί της ο εφεσείοντας έγινε με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή της στη Δημοκρατία όπως αναφέρεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος που αντιμετωπίζει. Σ’ ό,τι δε αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, τόνισε πως από τη θεώρηση της νομολογίας στην οποία προέβη – την οποία δεν καθόρισε – η ποινή που θα επιβληθεί στον εφεσείοντα σε περίπτωση καταδίκης δεν αναμένεται να είναι μεγαλύτερη των 9 μηνών φυλάκισης και επομένως, αφενός, δεν υφίσταται κίνδυνος φυγοδικίας και, αφετέρου, δεν δικαιολογείται η κράτηση του εφεσείοντα για τόσο χρονικό διάστημα για αδίκημα της εξεταζόμενης φύσεως.

 

Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης υποδεικνύοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε με τον ορθό δικαστικό τρόπο τα αναγνωρισμένα από τη Νομολογία αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια και το διάταγμα κράτησης του εφεσείοντα ήταν υπό τις περιστάσεις προϊόν ορθής άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία κατά ή υπέρ της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς πως η εισήγηση ότι το μαρτυρικό υλικό δεν αποκαλύπτει πιθανότητα καταδίκης στερείται ερείσματος. Όπως είναι νομολογημένο για σκοπούς κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που έχει ενώπιον του με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135). Κατ’ εξοχή δε σε θέση να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού  είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμή του είναι έκδηλα πτωχή, στοιχείο που στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί και μάλιστα στη βάση ερμηνευτικής ανάλυσης του Άρθρου 2* του Νόμου που κι αυτή ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Σ’ ότι δε αφορά το ύψος της ποινής που ενδεχομένως θα επιβληθεί στον εφεσείοντα σε περίπτωση καταδίκης, σχετικό είναι το προβλεπό[*422]μενο από το Νόμο ανώτατο όριο που έχει ως οροφή τα τρία έτη φυλάκισης και κατά συνέπεια η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι αυτή δεν θα υπερβαίνει τους εννέα μήνες επίσης δεν έχει έρεισμα. Ικανοποιούνταν επομένως τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η νομολογία για σκοπούς κράτησης ενός υποδίκου και η κράτηση του εφεσείοντα ήταν θέμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δεν έχει στοιχειοθετηθεί ότι ασκήθηκε εκτός των επιτρεπτών ορίων.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Σ’ ό,τι αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι για σκοπούς παραπομπής του εφεσείοντα στο Κακουργιοδικείο του καταλογίστηκε πλημμέλημα για το οποίο ο Νόμος προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινή τα 3 χρόνια φυλάκισης, στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς εκτίμησης του κινδύνου φυγοδικίας. Όμως σε κάθε περίπτωση συνεκτιμώνται και περαιτέρω στοιχεία, όπως οι δεσμοί ενός κατηγορουμένου με την Κύπρο και αναλόγως του δεσμού ανάλογος και ο κίνδυνος.

 

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων δεν έχει απολύτως κανένα δεσμό με την Κύπρο και ανεξαρτήτως του ύψους της ποινής που θα του επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι ορατός. Να τονίσουμε όμως ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος, όπως αυτή ταξινομείται από το Νομοθέτη με το προβλεπόμενο όριο ποινής, είναι στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με το χρόνο κράτησης ενός υποδίκου εφόσον μόνο σε πολύ σοβαρά αδικήματα μπορεί να δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση πολύμηνη κράτηση. Στην παρούσα όμως περίπτωση ο χρόνος κράτησης του εφεσείοντα για 3 περίπου μήνες – τελεί υπό κράτηση από 22.2.2016 - δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις ότι εκφεύγει από το ανεκτά επιτρεπόμενο όριο και κατά συνέπεια κρίνουμε πως ούτε και σ’ αυτό το θέμα περιέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σφάλμα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι η πρωτόδικος Δικαστής άσκησε ορθά τη διακριτικής της ευχέρεια επί του ζητήματος και κατά την κρίση μας δεν υπάρχει βάσιμος λόγος επέμβασης του Εφετείου.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο