Κρασοπούλη Σκορδέλλη Έλλη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 436

ECLI:CY:AD:2016:B267

(2016) 2 ΑΑΔ 436

[*436]6 Ιουνίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 101/2013)

 

ΕΛΛΗ ΚΡΑΣΟΠΟΥΛΗ ΣΚΟΡΔΕΛΛΗ,

 

Eφεσείουσα,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 102/2013)

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΡΑΣΟΠΟΥΛΗΣ,

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 103/2013)

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

Eφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 104/2013)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

 

Eφεσείων,

[*437]ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις 101/2013, 102/2013, 103/2013, 104/2013)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Φόνος εκ προμελέτης ― Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι για το φόνο εκ προμελέτης του Άντη Χατζηκωστή, ως επίσης και για συνομωσία προς διάπραξη φόνου ―   Απορριπτική κατάληξη ― Δεν προέκυπτε λανθασμένη προσέγγιση στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα εφόσον προειδοποιούσε τον εαυτό του κατάλληλα, πράγμα το οποίο έπραξε, να στηριχθεί στη μαρτυρία συνεργού χωρίς ενίσχυση.

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Η ανθρώπινη μνήμη δεν λειτουργεί μηχανιστικά και σίγουρα ο ανθρώπινος νους δεν εργάζεται ως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ― Στο κάθε άτομο, ενδεχομένως να εντυπώνονται διαφορετικές λεπτομέρειες με βάση τα προκρίματα και τα ενδιαφέροντα του.

 

Μαρτυρία ― Μάρτυρες με βεβαρυμένο παρελθόν ― Εφαρμοστέες αρχές και νομολογία.

 

Απόδειξη ― Τεκμήρια ― Ο εντοπισμός του φονικού όπλου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση απόδειξης του ποινικού αδικήματος.

 

Δικαστική απόφαση ― Δεν είναι ορθό να κρίνεται μικροσκοπικά και αποσπασματικά ― Είναι αρκετό να διαφαίνεται η διεργασία σκέψης του Δικαστηρίου κυρίως στην αιτιολόγηση της κρίσης με τρόπο καθαρό και να οδηγεί στα απαραίτητα για τα επίδικα θέματα ευρήματα.

 

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Αντιφάσεις ― Τα κριτήρια αποτίμησης των αντιφάσεων σχετίζονται άμεσα με τους λόγους προβολής διισταμένων θέσεων ― Η πρωτόδικη απόφαση έδιδε επαρκή και ικανοποιητική εξήγηση στο ότι δεν θα έπρεπε να είναι καταλυτική η προη[*438]γούμενη συμπεριφορά μάρτυρα κατηγορίας προς τους ανακριτές.

 

Δίκαιη δίκη ― Ανακριτικό έργο ― Η εξέταση της δικαιότητας και του «καθαρού» τρόπου δράσης της Αστυνομίας κατά την ανάκριση είναι έκφανση και μάλιστα σημαντική για να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη και κατά συνέπεια την καταδίκη ανασφαλή.

 

Δίκαιη δίκη ― Ανακριτικό έργο ― Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού. Αποτελεί καθήκον κάθε ανθρώπου να έρχεται αρωγός στην απονομή της δικαιοσύνης.

 

Δικηγόροι ― Έκδηλα ανίκανη δικηγορία ― Η καταδίκη μπορεί να ακυρωθεί λόγω των χειρισμών του δικηγόρου της υπεράσπισης μόνο όταν ο χειρισμός του δικηγόρου αποκαλύπτει έκδηλα ανίκανη δικηγορία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κακή απονομή της δικαιοσύνης, ή ότι το όλο θέμα δημιουργεί αμφιβολίες, έκδηλες ή υποβόσκουσες ― Η δικανική διαμόρφωση και η προβολή της υπεράσπισης, η οποία αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του συνηγόρου, δεν κρίνονται εκ του αποτελέσματος της δίκης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Δικηγόροι ― Κακοδικία ― Έκδηλα ανίκανη δικηγορία ― Για να γίνει λόγος για κακοδικία λόγω έκδηλα κακής δικηγορίας, πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ένα λάθος και μετά να κριθεί αν πρόκειται για θεμελιακό ή μη.

 

Δικαστές ― Εξαίρεση Δικαστών ― Γνωριμία, απλή σχέση, απλή συνεργασία σε κοινωφελή ιδρύματα δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει δικαιολογημένη εντύπωση προκατάληψης του Δικαστή ― Μόνο προσωπική φιλία υψηλού βαθμού και στενή είναι δυνατό να προκαλέσει δικαιολογημένα την εντύπωση της πιθανότητας πραγματικής ύπαρξης προκατάληψης και έλλειψης αμεροληψίας.

 

Στις 13.6.2013, εξεδόθη καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και για τους 4 - εφεσείοντες - κατηγορούμενους, στην υπόθ. αρ. 19325/2010 για το φόνο εκ προμελέτης που διαπράχθηκε στις 11.1.2010.

 

Συγκεκριμένα, βρέθηκαν ένοχοι ότι την 11.1.2010 στην Έγκωμη της επαρχίας Λευκωσίας μαζί με τον Θεοφάνη Χατζηγεωργίου από την Ανθούπολη, εκ προμελέτης και με παράνομη πράξη, δηλαδή με [*439]δύο πυροβολισμούς με κυνηγετικό όπλο επέφεραν το θάνατο του Άντη Χατζηκωστή τέως από την Έγκωμη, κατά παράβαση των Άρθρων 20, 203 και 204 του Ποινικού Κώδικα (3η κατηγορία).

 

Το κατηγορητήριο περιλάμβανε και ακόμη δύο κατηγορίες, στις οποίες επίσης κρίθηκαν ένοχοι ήτοι συνωμοσίας για φόνο, κατά παράβαση του Άρθρου 217 του Ποινικού Κώδικα, ως εξής:

 

Οι εφεσείοντες Γρηγορίου, Κρασοπούλης, Σκορδέλλη (κατηγορούμενοι 1-3) σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.12.2009 και 25.12.2009 στο χωριό Πέρα Ορεινής της επαρχίας Λευκωσίας, συνωμότησαν μεταξύ τους και με τον Θεοφάνη Χατζηγεωργίου από την Ανθούπολη να φονεύσουν τον Άντη Χατζηκωστή (1η κατηγορία). 

 

Επίσης ότι όλοι οι εφεσείοντες - κατηγορούμενοι σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 2.1.2010 και 11.1.2010 στη Λευκωσία συνωμότησαν με το πιο πάνω πρόσωπο να φονεύσουν τον Άντη Χατζηκωστή (2η κατηγορία).

 

Από το ίδιο το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου προέκυπτε, ότι ο Θεοφάνης Χατζηγεωργίου (ή Φάνος), ΜΚ41 στη διαδικασία, είχε εμπλοκή στη διάπραξη του φόνου. Παράλληλα ήταν και ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας.

 

Το γεγονός αυτό ομού με το επίσης αδιαμφισβήτητο ότι η καταδικαστική απόφαση είχε έρεισμα κυρίως τη μαρτυρία του ΜΚ41, δημιούργησε τους κυριότερους και ουσιαστικότερους λόγους έφεσης για όλους τους εφεσείοντες. 

 

Απετέλεσε βασική υπερασπιστική γραμμή πρωτοδίκως ότι τα αποδιδόμενα στους εφεσείοντες εγκλήματα είναι παντελώς αβάσιμα κατά νόμο και ότι αυτοί αποτελούν θύματα αστυνομικής πλεκτάνης με πρωταγωνιστή τον ΜΚ41 σε μια εντελώς φανταστική εκδοχή του τελευταίου ώστε να εξασφαλίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη από την ιδιοτελή ένταξη του στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης («σχέδιο προστασίας μαρτύρων»), βάσει του Άρθρου 16 του Περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου Ν. 95(Ι)/2001 («ο Περί της Προστασίας Μαρτύρων Νόμος 2001»), μετά από σχετική απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με επιπρόσθετο αντάλλαγμα, την παντελή αποσύνδεση των φίλων του, Κώστα Προεστού (Μ.Κ.37) και Κούλλη Κοσιάρη, όπως και της συμβίας του, Γιώτας Πεντόντζιη (Μ.Κ.51), προκειμένου να καταστεί ευχερής η υλοποίηση των αλλότριων στοχεύσεων της Αστυνομίας για καταδίκη των Κατηγορουμένων [*440]και ιδιαίτερα της Ε.1 Σκορδέλλη.

 

Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, ο ΜΚ41 ανέφερε πως αρχές του Δεκέμβρη του 2009 τον προσέγγισε ο Α.Γρηγορίου - εφεσείων 4 - ο οποίος ήταν φίλος του και του πρότεινε ουσιαστικά την εκτέλεση ενός ατόμου. Συγκεκριμένα του πρότεινε να οδηγά ο ίδιος τη μοτοσικλέτα και ο πυροβολισμός να γίνει από τον ΜΚ41. Ο τελευταίος δέχτηκε και τότε ο εφεσείων 4 διευθέτησε μια συνάντηση με τα πρόσωπα που έδωσαν την οδηγία εκτέλεσης. Η συνάντηση έγινε στις επόμενες μέρες όταν ο εφεσείων 4 τον πήρε με τη μοτοσικλέτα στο κέντρο «Ταμασιάνα» στα Πέρα Ορεινής. Εκεί επισκέφθηκαν το σπίτι του E2 Κρασοπούλη, (κουμπάρου του Ε4 Γρηγορίου) και ιδιοκτήτη του «Ταμασιάνα». Στην εν λόγω συνάντηση ο E2 τους ανέφερε ότι ήθελε να σκοτώσουν τον Άντη Χατζηκωστή του ΣIΓΜΑ επειδή ενώ ο ίδιος και η αδελφή του Ε1 Σκορδέλλη έδωσαν €4.000.000 να αγοράσουν μετοχές, απόλυσαν την τελευταία από το ραδιοσταθμό που εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Στο σπίτι βρισκόταν η σύζυγος και ο παρουσιαζόμενος στο μάρτυρα ως πεθερός του Ε2 αλλά δεν είχαν λάβει μέρος στη συνάντηση. Μετά από λίγη ώρα κατέφθασε στο κέντρο «Ταμασιάνα» όπου συνέχισαν τη συζήτηση, η Ε1 η οποία και έλαβε ενεργά μέρος στη συνάντηση. Ενώ ο Ε2 τους επαναλάμβανε τα πιο πάνω, η Ε1 τους είπε «θέλω να πεθάνει τούτος ο άνθρωπος». Συμφώνησαν αμοιβή για €50.000 για τον καθένα τους, ενώ μέρος της συμφωνίας ήταν ότι θα τους εργοδοτούσαν στο ΣΙΓΜΑ με μισθό €2.000 €3.000 το μήνα, εφ’ όρου ζωής, όταν ο έλεγχος του ΣΙΓΜΑ θα ερχόταν στα χέρια τους.

 

Μετά την πιο πάνω συμφωνία ο ΜΚ41 και ο Ε4 Γρηγορίου άρχισαν τις παρακολουθήσεις γύρω στις 19-23 Δεκεμβρίου. Παρακολουθούσαν τον Άντη Χατζηκωστή από το Σταθμό ΣΙΓΜΑ έως το σπίτι του στην Έγκωμη, οδός Αγίας Ελένης και προσπαθούσαν να βρουν κατάλληλο σημείο για να τον εκτελέσουν.

 

Στις 25 Δεκεμβρίου 2009 κάποιοι τοποθέτησαν βόμβα στο αυτοκίνητο του Ε4 και ο τελευταίος τραυματίστηκε με αποτέλεσμα τα σχέδια να ανασταλούν για λίγες ημέρες. Όμως μετά την πρωτοχρονιά ο Ε4 Γρηγορίου είπε στον ΜΚ41 πως ο Ε2 Κρασοπούλης θέλει να τελειώσει αυτή η κουβέντα «που συμφωνήσαμε» και τότε ο Ε4 του ζήτησε να βρει ένα άνθρωπο εμπιστοσύνης του για να προχωρήσουν. 

 

Ο ίδιος ο ΜΚ41 πρότεινε τον Ε3 Ξενοφώντος που ήταν φίλος του και τον γνώριζε και ο Ε4 Γρηγορίου. Ο τελευταίος τον αποδέ[*441]χτηκε. Ο ΜΚ41, επειδή τις τελευταίες ημέρες ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο, πρότεινε στον Ε4 Γρηγορίου να αναλάβει την εκτέλεση ο Ε3 Ξενοφώντος. Ο τελευταίος δέχτηκε, σε μια συνάντηση των τριών τους στο Ιπποκράτειο, όπου νοσηλευόταν ο Ε4, λέγοντας τους ότι ήταν οικονομικά πολύ στριμωγμένος. Εν πάση περιπτώσει μαζί με τον Ε3 δεν συμφώνησαν συγκεκριμένο ποσό αλλά ο Ε4 του είπε ότι «θα εσάζετο τζιαι τούτος καλά». Μετά απ’ αυτό ο Ε3 ανέλαβε παρακολουθήσεις μόνος του με το αυτοκίνητο της δουλειάς του.

 

Στη συνέχεια αφού προηγήθηκαν παρακολουθήσεις, ακολούθησε η εκτέλεση του θύματος με βάση τις λεπτομέρειες τις οποίες έδιδε στην κατάθεση του ο ΜΚ 41.

 

Οι εφέσεις, οι λόγοι των οποίων αφορούσαν συνδιαστικά τους εφεσείοντες κατ’ ομάδες και από κοινού, επικεντρώθηκαν στα εξής σημεία:

 

Ομάδα Λόγων Έφεσης αναφορικά με τη μαρτυρία του ΜΚ41:

 

«Το έργο της αξιολόγησης ως προς το μάρτυρα αυτό, με κύρια συνισταμένη τη μολυσμένη του μαρτυρία, εφόσον κατά τη δική του ομολογία, είναι ένας από τους εκτελεστές της δολοφονίας». 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Από τη μελέτη της εκκαλούμενης απόφασης προέκυπτε ότι το Δικαστήριο ήταν πλήρως ενήμερο και είχε πλήρη συναίσθηση ως προς την ιδιαίτερη προσοχή και επιφύλαξη με την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το μάρτυρα αυτό.

 

2.  Με ένα ιδιαίτερα συμπυκνωμένο και λεπτομερή τρόπο, το Κακουργιοδικείο καταγράφει την εντύπωση του από το μάρτυρα αυτό μη περιοριζόμενο φυσικά στη διάγνωση απλώς της συμπεριφοράς του στο εδώλιο αλλά και δίδοντας εξαντλητικά και επιμέρους εξηγήσεις για όλα τα θέματα. Σε συνάρτηση δε με τα επιχειρήματα της Υπεράσπισης, αναλύει και εντέλει καταλήγει στη θεώρηση του ότι ο μάρτυρας αυτός ήταν μάρτυρας της αλήθειας.

 

3.  Αναφέρθηκε το Δικαστήριο στη μαραθώνια, όπως τη χαρακτήρισε, αντεξέταση του μάρτυρα που διήρκεσε σχεδόν 1 μήνα, επεσήμανε το βιωματικό τρόπο εξιστόρησης των γεγονότων και έδωσε απτά παραδείγματα στο πώς αντιμετώπισε συγκεκριμένες ερωτήσεις της Υπεράσπισης απαντώντας αφοπλιστικά, [*442]όπως ανέφερε το Κακουργιοδικείο, σε ερωτήσεις για όλα τα στάδια της σύλληψης, της εκτέλεσης του σχεδίου δολοφονίας, της διαφυγής και εν γένει δράσης του ιδίου αλλά και όλων των εμπλεκομένων προσώπων χωρίς να αποστεί από τον κύριο κορμό της ομολογίας του στην Αστυνομία, όταν πλέον θεώρησε ότι έπρεπε να πει την αλήθεια.

 

4.  Πριν από την γραπτή ομολογία του προηγήθηκαν 4 καταθέσεις του, μεταξύ 12.1.10-18.1.10, στις οποίες αρνείτο την εμπλοκή του ιδίου και των λοιπών εφεσειόντων στο έγκλημα. Το Κακουργιοδικείο το επεσήμανε και το οριοθέτησε σε πλαίσια λογικής εξήγησης αναφέροντας ότι η στόχευση του ΜΚ41 κατά τις πρώτες του καταθέσεις ήταν να αποτρέψει την προσοχή της Αστυνομίας από το πρόσωπο του αλλά και από τους φίλους του που γνώριζαν ότι ήταν μπλεγμένος στο έγκλημα και να προστατεύσει την οικογένεια και τη συμβία του.

 

5.  Αποτέλεσε εισήγηση της Υπεράσπισης ότι η συνειδητή αυτή επιλογή παραπλάνησης του ανακριτικού μηχανισμού αναδεικνύει ένα αναξιόπιστο άτομο και η γραπτή ομολογία που επακολούθησε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από προϊόν αθέμιτης συναλλαγής με τις ανακριτικές αρχές.

 

6.  Το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας προσεκτικά το μέρος αυτό της μαρτυρίας του, διαπίστωσε την αλήθεια των πραγμάτων που ο μάρτυρας εξέφρασε και βρήκε τις εξηγήσεις που έδωσε απόλυτα φυσιολογικές από απόψεως ανθρώπινης αντίδρασης αν και όχι βέβαια ιδανικές από απόψεως δικαίου.

 

7.  Με αναφορά στην υπόθεση Πουτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, η οποία ασχολείται με το ζήτημα προσέγγισης τέτοιου είδους αντιφατικών καταθέσεων σε συνάρτηση με την προφορική μαρτυρία στη δίκη, τόνισε ότι τέτοιες ενέργειες δεν καθιστούν τη μαρτυρία αυτή εκ προοιμίου αναξιόπιστη.

 

8.  Τα κριτήρια αποτίμησης των αντιφάσεων σχετίζονται άμεσα με τους λόγους προβολής διισταμένων θέσεων. Η πρωτόδικη απόφαση δίδει επαρκή και ικανοποιητική εξήγηση τόσο στα επιμέρους όσο και συνολικά στο ότι δεν θα έπρεπε να είναι καταλυτική η προηγούμενη συμπεριφορά του ΜΚ41 προς τους ανακριτές.

 

9.  Αυτό που τελούσε υπό εξέταση ήταν το κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια που ορίζει η νομολογία ως [*443]προς το έργο της αξιολόγησης.

 

10. Είναι βέβαια γνωστό ότι η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του δικάζοντος Δικαστηρίου. Δεν προέκυπτε τέτοια λανθασμένη προσέγγιση στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εδόθη ιδιαίτερη σημασία στο ότι ο ΜΚ41 παρέλειψε κάποιες λεπτομέρειες ειδικά στη βασική του εκδοχή, δηλαδή στη γραπτή του κατάθεση. Ήταν εντελώς επουσιώδεις οι κατ’ ισχυρισμόν παραλείψεις.

 

11. Η ανθρώπινη μνήμη δεν λειτουργεί μηχανιστικά και σίγουρα ο ανθρώπινος νους δεν εργάζεται ως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ώστε να καταγράφει εξομοιωτικά και να αναπαράγει με τον ίδιο τρόπο λεπτομέρειες περιγράφοντας μια σκηνή ή ένα επεισόδιο.  Στο κάθε άτομο, ενδεχομένως να εντυπώνονται διαφορετικές λεπτομέρειες με βάση τα προκρίματα και τα ενδιαφέροντα του.

 

12. Σύμφωνα με την εισήγηση στην έφεση, η αδιαμφισβήτητη ασυλία που έτυχε ο ΜΚ41 στη μη δίωξη του ενώ ήταν ένας από τους δράστες έθετε το θέμα ευρύτερα ως προς τη δικαιότητα της όλης διαδικασίας από την ανάκριση μέχρι το τέλος. Η εν λόγω προβληθείσα πτυχή εξετάστηκε με βάση τη νομολογία και  τον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο, Ν. 95(Ι)/2001 και με βάση ακριβώς αυτά τα κριτήρια προέκυπτε ότι η ασυλία του ΜΚ41 λειτουργούσε μόνο ως ένα ιδιαίτερα σημαντικό κριτήριο ώστε η μαρτυρία του να ειδωθεί με ιδιαίτερη περίσκεψη και με άκρως βαρύνουσα προσοχή.

 

13. Δεν προέκυπτε περαιτέρω, ότι η ασυλία ή και η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα με βάση τα δεδομένα που παρουσιάζονται λειτουργεί αυτόνομα και καταλυτικά ώστε η δίκη να γίνει μη δίκαιη.

 

14. Ήταν εσφαλμένη δε η εισήγηση ότι δεν υπήρξε ενισχυτική μαρτυρία και το Δικαστήριο λανθασμένα καταδίκασε τους εφεσείοντες χωρίς ενίσχυση. Το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα εφόσον προειδοποιούσε τον εαυτό του κατάλληλα, πράγμα το οποίο έπραξε, να στηριχθεί στη μαρτυρία συνεργού χωρίς ενίσχυση.

 

15. Τη μαρτυρία του ΜΚ41 το Κακουργιοδικείο την υπέβαλε στη βάσανο της αντιπαραβολής με κάθε μια από τις λοιπές μαρτυρίες, όπως κυρίως του ΜΚ37. Πρόσθετα εξάντλησε τη δυνατότητα επαλήθευσης των δεδομένων που παρουσίαζε ο ΜΚ41 ως προς το θέμα των αποστάσεων από το χώρο της εκτέλεσης στο χώρο διαφυγής, ως προς το θέμα της παρακολούθησης, ως προς το θέμα της αλλοίωσης της μοτοσικλέτας όπως το εξήγησε και δεκάδες άλλα θέματα.

[*444]16.    Το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας του Δικαστηρίου ήταν να προκύπτει ένα σύνολο γεγονότων, από την αφετηρία τους ως το τέλος, το οποίο δοκιμάστηκε με την εκδοχή του ΜΚ41 τόσο μέσω της ανάκρισης όσο και άλλων μαρτύρων ώστε να μην υπάρχει ρήγμα στην εκδοχή του μάρτυρα.

 

17. Παρόλο λοιπόν που το Δικαστήριο δεν εντόπισε stricto sensu ενίσχυση, το εν τέλει ζητούμενο ήταν κατά πόσο οι δεκάδες πτυχές του ανακριτικού έργου και της λοιπής μαρτυρίας καθιστούσαν την καταδίκη ασφαλή. Επ’ αυτού η ενασχόληση του Κακουργιοδικείου υπήρξε ενδελεχής και πλήρης.

 

Λόγοι έφεσης αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων:

 

α)  Οι εφεσείοντες δι’ αυτής της ομάδας, αμφισβητούσαν ποικιλοτρόπως το έργο της αξιολόγησης και ως προς άλλους μάρτυρες που κατέθεσαν αλλά και της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των ίδιων των εφεσειόντων οι οποίοι και κατέθεσαν ενόρκως. 

 

β)  Δεν υπήρχε ασφάλεια των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου σε συνάρτηση με τα κλειστά κυκλώματα και τη συναφή μαρτυρία επ’ αυτών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το βασικό παράπονο αφορούσε στη γενικότητα του, στο πως ήταν δυνατό το Κακουργιοδικείο να απορρίψει αρκετούς από τους μάρτυρες υπεράσπισης και να αποδεχθεί σχεδόν συνολικά τους μάρτυρες κατηγορίας, και αποτελούσε τον πυρήνα της κατ’ ισχυρισμόν πλημμέλειας του δικαστικού έργου επί του θέματος της αξιοπιστίας.

 

2.  Τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν μεμπτό εάν το Κακουργιοδικείο ακολουθούσε τέτοια συλλήβδην πρακτική και μέθοδο για να κρίνει τους μάρτυρες. Όμως το Δικαστήριο είναι ακριβώς το αντίθετο που έπραξε με πλήρη σεβασμό και υπερβολική σχολαστικότητα σε ανάλυση θέσεων, ενστάσεων, επιχειρημάτων και αμφιβολιών της υπεράσπισης.

 

3.  Μάλιστα η ενασχόληση του Κακουργιοδικείου με τόσες λεπτομέρειες σε απάντηση θέσεων της υπεράσπισης ως προς την αντιμετώπιση του καθενός των μαρτύρων ήταν τέτοια ώστε εκτός του μέ[*445]ρους της απόφασης που αφορούσε τον ΜΚ41 χρειάστηκαν ακόμη δεκάδες σελίδες από τη σελ. 126 έως τη σελ. 241 για να αναλυθούν οι μάρτυρες αυτοί και να γίνει η ανάλογη κατάταξη τους ως θετική ή αρνητική.

 

4.  Ως προς το θέμα της αξιολόγησης των μαρτύρων αστυνομικών και ειδικά των εξεταστών, ΜΚ87 και ΜΚ84 το Δικαστήριο απασχολείται εκτενώς και σε άλλο μέρος της απόφασης του υπό το πρίσμα της εξέτασης επιμέρους εισηγήσεων των δικηγόρων των εφεσειόντων τότε ως προς την πλημμέλεια του ανακριτικού έργου.

 

5.  Εξετάστηκαν οι επιμέρους αναφορές του Κακουργιοδικείου υπό το πρίσμα των πιο πάνω λόγων έφεσης. Το μόνο που μπορούσε να σχολιαστεί ήταν η ιδιαίτερα σχολαστική ενασχόληση που επέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην καταγραφή και την εκτενέστατη αιτιολογία αποδοχής ή μη, του κάθε μάρτυρα.

 

6.  Ειδικά για τον ΜΚ37 Προεστό για τον οποίο υπήρξε υπερασπιστική θέση ότι αυτός ήταν ο δεύτερος δολοφόνος με τον ΜΚ41, σε εκατοντάδες προτάσεις το Δικαστήριο και με άπειρες αναφορές στη λοιπή μαρτυρία κατέδειξε γιατί παρά την αρχική του σιωπή υπήρξε στη συνέχεια αληθινός και απεκάλυψε όσα γνώριζε για το έγκλημα.

 

7.  Είναι δε εκ των αυθορμήτων απαντήσεων του ΜΚ37 Προεστού εκ των οποία προέκυπτε από τα πρακτικά ότι  αναδύθηκε ένα άτομο που όχι μόνο κατασκεύαζε μαρτυρία για να αποενοχοποιηθεί αλλά μάλλον ένα απλοϊκό, από πολλές απόψεις, άτομο (σίγουρα όχι αμέμπτου συμπεριφοράς, αφού προέκυψε ότι είναι τοκογλύφος)  που μπλέχτηκε άθελα του σε γεγονότα, που προτιμούσε να μην του είχαν συμβεί.

 

8.  Εύλογα δε και αναμφίβολα, προέκυπτε το αληθές άλλοθι του για το πού βρισκόταν την ώρα του φόνου, όπως αποδείχθηκε από άλλη μαρτυρία η οποία συνέπιπτε συντριπτικά με τη δική του εκδοχή. Η ίδια επιμέλεια επεδείχθη και στην αξιολόγηση του ΜΚ25 Ζαβράντωνα.

 

9.  Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ως θέμα εμπειρίας, δεν είναι ασύνηθες να επιδεικνύεται αρχικώς απροθυμία αποκάλυψης ή και άρνηση της αλήθειας η οποία τελικώς αποκαλύπτεται κάτω από την πίεση διαφόρων παραγόντων ή κυρίως από συνειδησιακούς λόγους.

 

10. Προβλήθηκε με την έφεση ότι επί του έργου της πρωτόδικης αξιο[*446]λόγησης, το Κακουργιοδικείο κατέταξε θετικά μάρτυρες με βεβαρημένο παρελθόν. Εκτός του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την αυξημένη εγρήγορση περί αυτού κατά πάντα χρόνο, δεν υπήρχε τέτοια αρνητική προδιάθεση σε σχέση με την κρίση του Δικαστηρίου εάν ένα άτομο λέει την αλήθεια επί των επιδίκων γεγονότων.

 

11. Με βάση τη μνημειώδη φράση του Lord Atkins στην κλασσική υπόθεση Liversidge v. Anderson a.ο. [1941] All E.R. vol.3 p.338 και δη στη σελ. 338 ".... the judges are no respecters of persons...", δήλωση που ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται ενώπιον των Δικαστηρίων ανεξαρτήτως φήμης, τυχόν αξιώματος ή κοινωνικής θέσης.

 

12. Επί των γεγονότων λοιπόν το Δικαστήριο έδωσε πληθώρα ικανοποιητικών εξηγήσεων ως προς την αποδοχή μαρτύρων που είχαν βεβαρημένο παρελθόν.

 

13. Για τον ΜΚ10 - Μιχάλη Κουρσάρο και τη ΜΚ11 - Milda Montecalvo υπήρξαν έμμεσες εισηγήσεις σε συνάρτηση με την ασφάλεια διαπιστώσεων που προκύπταν από τα κλειστά κυκλώματα ή με την παρουσιαζόμενη από την Υπεράσπιση αντίφαση της μαρτυρίας τους με αυτά που είπε ο ΜΚ41.

 

14. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι οι απαντήσεις που έδιδαν οι μάρτυρες αυτοί συνηγορούσαν ότι ο εκτελεστής ήταν ο ΜΚ41 ο οποίος δεν περιορίστηκε στο να οδηγεί τη μοτοσικλέτα. Δεν προέκυπτε κάτι τέτοιο από τη μαρτυρία τους.

 

15. Ήταν απόλυτα λογικό το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι από τα κυκλώματα δεν εξαγόταν θετικό εύρημα για το ποίος είναι ο εκτελεστής, αλλά αυτά που προκύπτουν από τα κυκλώματα δεν αντιμάχονταν με κανένα τρόπο όσα ανέφερε ο ΜΚ41.

 

16. Όσον αφορούσε στη θέση ότι σ’ ένα από τα κυκλώματα φαίνεται μόνο ένας να είναι πάνω στην επίδικη μοτοσικλέτα τον επίδικο χρόνο, ο ΜΚ42 εξήγησε ότι το κύκλωμα αυτό ήταν χαμηλής ευκρίνειας και ο όγκος που φαίνεται μπορούσε να σημαίνει στην πραγματικότητα δύο πρόσωπα.

 

17. Αμφισβητήθηκε επίσης το αποτελεσματικό της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής λόγω του ότι το όπλο που χρησιμοποιήθηκε για το έγκλημα δεν ανευρέθη.

 

18. Αυτό κατά τις εισηγήσεις των συνηγόρων των εφεσειόντων θα [*447]έπρεπε να ήταν καταλυτικό στο αποτέλεσμα της δίκης.Το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στο έγκλημα ήταν ένα κοντόκαννο κυνηγετικό, όπως το περιέγραψε ο ΜΚ41, λέγοντας ακόμη ότι χρησιμοποιείτο και από τον ίδιο και από τον Ε4 στο λαθροκυνήγι στο οποίο συχνά προέβαιναν.

 

19. Μάλιστα ως μέρος που συχνά λαθροκυνηγούσαν ήταν το μέρος που τελικά το απέκρυψε. Όπως ορθά επισημαίνει το Κακουργιοδικείο ο εντοπισμός του φονικού όπλου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση απόδειξης του ποινικού αδικήματος.

 

20. Σημασία έχει ότι ο ΜΚ41 έδωσε πλήρη εκδοχή επί των πράξεων που αφορούσαν το όπλο και οι εξηγήσεις αυτές κρίθηκαν υπό τις περιστάσεις απόλυτα λογικές.

 

21. Όπως εύλογες επίσης κρίθηκαν οι ενέργειες της Αστυνομίας στην προσπάθεια εντοπισμού του όπλου με δεδομένες τις έντονες και πρωτοφανείς για την εποχή βροχοπτώσεις (γι’ αυτό και στις υποδείξεις σκηνών, στις 22.1.2010 ο ΜΚ41 υπέδειξε την παλλούρα που ήταν μέσα στο νερό πλέον, λόγω της μεγάλης βροχόπτωσης) και χωρίς να αποκλείεται άλλη λογική εξήγηση.

 

22. Το αποτελεσματικό της κρίσης του Κακουργιοδικείου επεκτεινόταν και στον τρόπο που αντιμετώπισε τη μαρτυρία εκ των κλειστών κυκλωμάτων καθώς και των ειδικών που μαρτύρησαν επ’ αυτών.

 

23. Το Κακουργιοδικείο υπήρξε άρτιο και δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης του Εφετείου, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα. Η δικαστική απόφαση δεν είναι ορθό να κρίνεται μικροσκοπικά και αποσπασματικά. Είναι αρκετό να διαφαίνεται η διεργασία σκέψης του Δικαστηρίου κυρίως στην αιτιολόγηση της κρίσης με τρόπο καθαρό και να οδηγεί στα απαραίτητα για τα επίδικα θέματα ευρήματα.

 

Λόγοι Έφεσης που αφορούσαν στο δίκαιο ή την ορθότητα του ανακριτικού έργου και εν γένει τη συμπεριφορά της κατηγορούσας αρχής:

 

«Υπήρξε πλημμέλεια στο έργο των ανακριτικών αρχών και στη           σημασία που είχε η συνομιλία του τότε Γενικού Εισαγγελέα με τον ΜΚ41 στα χρονικά πλαίσια της εν γένει ανάκρισης».

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι αναντίλεκτο και πηγάζει ως σύμφυτο της έννοιας της δίκαι[*448]ης δίκης ότι η εξέταση της δικαιότητας και του «καθαρού» τρόπου δράσης της Αστυνομίας κατά την ανάκριση είναι έκφανση - και μάλιστα σημαντική - για να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη και κατά συνέπεια την καταδίκη ανασφαλή.

 

2.  Εάν αυτό το πρωτογενές βάθρο ενεργειών είναι σαθρό, μοιραία αυτό επηρεάζει - πολλές φορές με θανάσιμο τρόπο - ό,τι επακολουθεί, ακόμη και αν η διαδικασία στο Δικαστήριο είναι άψογη.

 

3.  Δεν θα υπήρχε κανένας απολύτως δισταγμός να ακυρωθεί η καταδίκη εάν η δράση των Διωκτικών Αρχών ήταν μολυσμένη από αλλότρια κίνητρα και αθέμιτες συναλλαγές ως οι εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων.

 

4.  Και αυτό βέβαια, διότι είναι εντός του σταδίου των ανακρίσεων και εξετάσεων υπόπτων που συντελέστηκε η μεταστροφή του ΜΚ41 ώστε να προβεί στην ομολογία αναφορικά με αυτό το φοβερό έγκλημα που είχε σαν αποτέλεσμα τη βίαιη αφαίρεση της ζωής ενός νέου ανθρώπου.

 

5.  Ιδιαίτερη λοιπόν βαρύτητα είχε το πώς λειτούργησαν πρωτίστως οι δυο επικεφαλής των ανακρίσεων. Αν λειτούργησαν βεβαίως σύννομα, καλόπιστα και με δίκαιο και αντικειμενικό τρόπο.

 

6.  Η κύρια πτυχή του ανακριτικού έργου που αμφισβητήθηκε ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι αστυνομικοί μεταχειρίστηκαν τον ΜΚ41 τροχοδρομώντας τα πράγματα ώστε να οδηγηθούν στην ένταξη του στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.

 

7.  Ενώ κατά πάντα χρόνο πριν την ομολογία γίνονται ανακριτικά διαβήματα και ανάκριση αυτού, ο ΜΚ41 είχε δικηγόρο. Κατέστη φανερό στους ανακριτές από τα λεγόμενα, συμφραζόμενα, ενέργειες ή κινήσεις του ΜΚ41 ότι φοβόταν πως είχε μπλέξει σε μια κατάσταση που θα έπληττε τον ίδιο και αυτούς που αγαπούσε.

 

8.  Φαινόταν επίσης ταραγμένος και πολύ προβληματισμένος κάθε φορά που οι ανακριτές του ανέφεραν περί του καλού χαρακτήρα του θύματος. Οι ανακριτές του εξήγησαν τότε ότι υπήρχε η δυνατότητα να προστατευθεί ως μάρτυρας με βάση τις παρεχόμενες νομοθετικές δυνατότητες.

 

9.  Ο ΜΚ41 δεν μπορούσε να αποφασίσει και δεν εμπιστευόταν τους αστυνομικούς ανακριτές γι’ αυτό και λέει στους ΜΚ87 και ΜΚ84 ότι ήθελε να μιλήσει με κάποιο άλλο πρόσωπο.

[*449]10.    Οι δύο ανακριτές αξιολόγησαν τα πράγματα και θεώρησαν ορθό να ενημερώσουν την ηγεσία της Αστυνομίας εφόσον ήταν πεπεισμένοι ότι γνώριζε λεπτομέρειες για το φόνο, πλην όμως φοβόταν να μιλήσει.

 

11. Την ίδια μέρα δηλαδή στις 17.1.2010 πληροφόρησαν τον ΜΚ41 ότι θα του μιλούσε σε σχέση με το αίτημα του ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και τον μετέφεραν για το σκοπό αυτό στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας στο γραφείο του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας.

 

12. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Πέτρος Κληρίδης συνάντησε τον ΜΚ41 στο γραφείο εκείνο και απευθυνόμενος προς αυτόν, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη συνομιλία ή ερώτηση, του ανέφερε «πε την αλήθεια γιε μου και δεν έχεις να χάσεις και όποιος είπε την αλήθεια δεν έχασε».

 

13. Ο ΜΚ41 ικανοποιήθηκε όταν άκουσε αυτά από το Γενικό Εισαγγελέα όμως εξακολουθούσε να προβληματίζεται. Στο μεσοδιάστημα με κανένα τρόπο δεν ανεστάλησαν οι εν γένει ανακριτικές ενέργειες για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.

 

14. Αυτό, όπως ορθά εκρίθη από το Κακουργιοδικείο, δεικνύει τη γνησιότητα των προθέσεων των ανακριτικών αρχών αλλά και τη συναίσθηση ευθύνης που διακατείχε τους επικεφαλείς και την ομάδα. Στις επόμενες ημέρες η διάθεση του ΜΚ41 μεταβαλλόταν συνεχώς με έντονα σημάδια αμφιταλάντευσης.

 

15. Εν τέλει αποφασίζει την 21.1.2010 να δώσει κατάθεση και επ’ αυτού ενημέρωσε σχετικά το δικηγόρο του δύο φορές ενώ την τελευταία φορά του ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε πλέον να τον αντιπροσωπεύει και θα προχωρούσε να πει την αλήθεια. Μεταφέρεται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο πώς βίωσαν οι ανακριτές την κατάσταση του ΜΚ41 ειδικά όταν αναφερόταν στο πρόσωπο του θύματος.  Ήταν συντετριμμένος και σαφώς μετανιωμένος.

 

16. Εκείνο που διεφάνη ήταν η προτροπή στον ΜΚ41 να πει την αλήθεια. Τα λεχθέντα υπό του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορούσαν καν να υποδηλώσουν αθέμιτη συναλλαγή. Ισχύουν απόλυτα αυτά που λέχθησαν στη Ρόπας (κατωτέρω).

 

17. Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη [*450]μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού. Αποτελεί καθήκον κάθε ανθρώπου να έρχεται αρωγός στην απονομή της δικαιοσύνης.

 

18. Φόβοι μάρτυρα, για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειάς του, μπορεί να τον καταστήσουν διστακτικό να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Εφόσον οι φόβοι του έχουν έρεισμα, η πολιτεία μπορεί να του παράσχει προστασία, η μορφή και το είδος της οποίας ποικίλλει, ανάλογα με τα αίτια του φόβου, υπό τον όρο πάντα, ότι ποτέ ο μάρτυρας δε θα ενθαρρυνθεί άμεσα ή έμμεσα να καταθέσει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια.

 

19. Η αναζήτηση της αλήθειας, για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, πρέπει να αποτελεί την αμετάβλητη συνισταμένη των ανακριτικών αρχών. Το εύλογο του φόβου του μάρτυρα κρίνεται υπό το φως των πραγματικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα ή σε συγκεκριμένη περιοχή.

 

20. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αθέμιτη παρέμβαση προς το μάρτυρα ΜΚ41 και επίσης δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το ανακριτικό έργο υπήρξε άψογο από όλες τις απόψεις.  Οι σχετικές λοιπόν αιτιάσεις περί του αντιθέτου των εφεσειόντων ήταν απορριπτέες.

 

Λόγοι έφεσης επί της κρίσεως του Κακουργιοδικείου σε διάφορα νομικά θέματα όπως η εγκυρότητα και ή νομιμότητα της λήψεως μαρτυρικού υλικού, του αποκλεισμού μαρτυρίας ως επίσης και ζητήματα όπως:

 

α)  Η κατηγορούσα αρχή δεν φέρθηκε δίκαια ως προς το θέμα της μη κατάθεσης εντέλει των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων.

 

β)  Το αίτημα ακύρωσης της καταδίκης λόγω κακής δικηγορίας εκ μέρους των τότε δικηγόρων των εφεσειόντων και συγκεκριμένα των δικηγόρων της εφεσείουσας 1 και του εφεσείοντα 2.

 

γ)  Η απόρριψη του αιτήματος εξαίρεσης των μελών του Κακουργιοδικείου.

 

δ)  Το θέμα στην καθυστέρηση εκδίκασης, η δημοσιότητα που δόθηκε στην υπόθεση.

 

ε)  Το ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στον εφεσείοντα να εντοπίσει την μπαταρία της μοτοσικλέτας τεκμ.16, κ.ά..

[*451]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σε σχέση με την παρουσιαζόμενη παράλειψη που αφορούσε τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ειδικά τον αριθμό 97796767, ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε υποθετικός αφού δεν συναγόταν αφενός το σε ποίον ανήκει ο αριθμός αυτός αναμφίβολα και αφετέρου τι σημασία θα είχε τούτο εν τοις πράγμασι.

 

2.  Το οικοδόμημα των επιχειρημάτων των εφεσειόντων βέβαια στηρίχθηκε στην αξία που θα είχε αυτός ο αριθμός στο να καταδείξει κινήσεις εμπλεκομένων προσώπων και δη του ΜΚ41. Όμως η συλλογιστική των επιχειρημάτων των εφεσειόντων παρέμεινε θεωρητική και νεφελώδης. Δεν είχε καταδειχθεί ότι ο ΜΚ41 ήταν ο κάτοχος του εν λόγω τηλεφώνου.

 

3.  Η δε αναφορά που γίνεται στον αριθμό αυτό στην Αίτηση αρ. 25/10 και στην ένορκη δήλωση του ΜΚ81 Γενναδίου δεν έχει άλλο σκοπό παρά να παραθέσει γενικά το ανακριτικό έργο. Ούτε επίσης από τη μαρτυρία της ΜΚ51 Πεντότζιη προέκυπτε ότι ο κάτοχος του εν λόγω αριθμού ήταν ο συμβίος της.

 

4.  Περαιτέρω η εισήγηση της πλευράς των εφεσειόντων θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει και τον εξίσου υποθετικό συλλογισμό, (ακόμη αν ήθελε θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο τηλέφωνο είναι του ΜΚ41), ότι το κρατούσε μαζί του κατά την επίδικη περίοδο, ενώ ο ΜΚ41 ανέφερε για κατοχή αρκετών κινητών τηλεφώνων.

 

5.  Δεν διαπιστωνόταν οτιδήποτε μεμπτό είτε στο ανακριτικό έργο είτε στο μηχανισμό της δίωξης αλλά ούτε στη δίκη. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο σχετικός νόμος για λήψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κρίθηκε αντισυνταγματικός.

 

6.  Και ως εκ τούτου δεν τίθετο θέμα διακριτικής ευχέρειας της κατηγορούσας αρχής να τα θέσει σαν μαρτυρία. (Αυτό βέβαια πλέον δεν ισχύει ως εκ της τροποποίησης του Συντάγματος).

 

7.  Προέκυπτε δε, εύλογα το ερώτημα πως ήταν δυνατό να τίθεται εισήγηση για παραλείψεις ή και εσκεμμένες ενέργειες της κατηγορούσας αρχής ως προς το θέμα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, αφού δια της νομολογίας οι όποιες προσπάθειες κατάθεσης τέτοιας μαρτυρίας θα ήταν αντισυνταγματικές.

 

8.  Αναφορικά με την εισήγηση περί έκδηλα κακής δικηγορίας, δεν είναι άγνωστη στην κυπριακή έννομη τάξη και νομολογία η έννοια [*452]της ως πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της καταδίκης.

 

9.  Δεν υπήρχε διαφωνία ότι με βάσεις τις αυθεντίες, το κριτήριο είναι πάντα η ασφάλεια καταδίκης. Ως προς αυτό τον παράγοντα δεν έχουμε αμφιβολία ότι η καταδίκη ήταν ασφαλής και δεν παρεχόταν οποιονδήποτε πεδίο επέμβασης.

 

10. Δεν επρόκειτο για λάθη ή παραλείψεις των συνηγόρων. Αντίθετα υπήρξε ένας συνεπής υπερασπιστικός σχεδιασμός και μια γενικότερη στρατηγική που ακολουθήθηκε στη δίκη και σε κανένα σημείο δεν προέκυπτε ότι οι δικηγόροι παραπλανήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο από την κατηγορούσα αρχή.

 

11. Δεν είναι εκ του αποτελέσματος που θα κρίνονται τα πράγματα. Ήταν φανερό ότι ως εκ του αποτελέσματος δηλαδή της καταδίκης, διαμορφώθηκε η σκέψη για λανθασμένους χειρισμούς χωρίς βάσιμη αιτία ώστε εντέλει να παρουσιάζεται το εξής παράδοξο: να εμφανίζονται παραπονεμένοι οι εφεσείοντες επί θεμάτων για τα οποία υπήρξε πλήρης αποκάλυψη και πλήρης δυνατότητα αυτών ή των συνηγόρων τους να σχεδιάσουν την υπεράσπιση τους και να προβούν στις σχετικές εξετάσεις, αντεξετάσεις και κλήσεις μαρτύρων σύμφωνα με αυτό το σχεδιασμό.

 

12. Για να μιλούμε για κακοδικία λόγω έκδηλα κακής δικηγορίας, πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ένα λάθος και μετά να κριθεί αν πρόκειται για θεμελιακό ή μη.

 

Λόγοι έφεσης αναφορικά με άλλες θεωρήσεις για πλημμέλειες ή λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Υπήρξαν πολλές τέτοιες αναφορές και κάλυπταν διάφορες πτυχές της δικαστικής διαδικασίας, όπως το αίτημα εξαίρεσης, των δικαστών, την παραβίαση του εύλογου χρόνου, την εισήγηση για μη αποκάλυψη όλου του υλικού, τη σημασία της μη κλήσεως συγκεκριμένων μαρτύρων για τους οποίους υπήρξε εισήγηση, της προτεινόμενης ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου, της μη στοιχειοθέτησης των αδικημάτων του Κακουργιοδικείου, της μη επιδίκασης εξόδων σε μάρτυρες υπεράσπισης (μετά που μαρτύρησαν), της ανισότητας μεταχείρισης και ομοίως και άλλα παρεμφερή.

 

2.  Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε τις εισηγήσεις της Υπεράσπι[*453]σης που επαναλήφθησαν ενώπιον του Εφετείου ουσιαστικά ως αντίστοιχοι λόγοι έφεσης αφού ακριβώς απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, με βάθος και με περισσή λεπτομέρεια, εξετάζοντας τις από κάθε γωνία και κάθε πτυχή με εξαντλητική αναφορά σε κυπριακή, αγγλική και ευρύτερη ευρωπαϊκή νομολογία, ώστε με ευχέρεια και χωρίς αμφιβολία υιοθετήθηκαν από το Εφετείο οι ανάλογες προσεγγίσεις του με την ισχυρή αντίληψη αφενός της ορθότητας των κρίσεων του και αφετέρου του μη ωφέλιμου, αυτές να επαναληφθούν.

 

3.  Όσο για το θέμα της απόφασης του Κακουργιοδικείου για μη εξαίρεση των Μελών του, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν η ενδεδειγμένη. Στον κόσμο του Κοινοδικαίου είναι ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου που τίθεται θέμα εξαίρεσης.

 

4.  Και είναι το ίδιο Δικαστήριο που αποφασίζει αν ισχύει θέμα εξαίρεσης του. Ο συσχετισμός με την υπόθεση Κυπριανού ν. Cyprus, Application No. 73797/2001, 15.12.2005 ήταν ατυχής. Στην απόφαση εκείνη είχε τεθεί θέμα καταδίκης και τιμωρίας του δικηγόρου ως θέμα συμπεριφοράς και ως γνωστόν εκρίθη από το ΕΔΑΔ ότι αυτό το εύρημα της καταδίκης και της τιμωρίας έπρεπε να γίνει από άλλο Δικαστήριο από αυτό ενώπιον του οποίου εξελίχθη η επίδικη συμπεριφορά. Συνεπώς δεν αφορούσε η απόφαση το αίτημα εξαίρεσης αυτό καθ’ εαυτό.

 

5.  Η δε ειδική έκφανση του παραπόνου των εφεσειόντων ότι το πρώτο πρακτικό για την κοινοποίηση του προβλήματος στους δικηγόρους τηρήθηκε στο γραφείο των Δικαστών ήταν εντελώς αναιτιολόγητο αφού την επόμενη ακριβώς δικάσιμο, το πρακτικό κοινοποιήθηκε στην αίθουσα του Δικαστηρίου.

 

6.  Ως προς δε την ουσία του πράγματος δηλαδή τον ισχυρισμό για έλλειψη αμεροληψίας δικαστών λόγω του ότι ήταν γνωστή τους η ΜΚ53 Ανδρονίκου, ετύγχαναν εφαρμογής τα νομολογηθέντα με βάση τα οποία, μόνο προσωπική φιλία υψηλού βαθμού και στενή είναι δυνατό να προκαλέσει δικαιολογημένα την εντύπωση της πιθανότητας πραγματικής ύπαρξης προκατάληψης και έλλειψης αμεροληψίας.

 

7.  Ήταν εντελώς άδικες οι κατηγορίες που προσήπταν οι συνήγοροι, στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και στις ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου, όπως και εν γένει τη μεταχείριση των εφεσειόντων κατά πάντα χρόνο στη δίκη και στην παροχή κάθε δυνατότητας σ’ αυτούς να παρουσιάσουν την υπόθεση [*454]τους με τον τρόπο που επιθυμούσαν.

 

8.  Το ίδιο ίσχυε για την εν τέλει κατάληξη του Κακουργιοδικείου για τη στοιχειοθέτηση του κατηγορητηρίου το οποίο στήριζε απόλυτα η μαρτυρία που πρωτοδίκως κρίθηκε αξιόπιστη και αποδεκτή.

 

9.  Με κανένα τρόπο δεν ευσταθεί η όποια εισήγηση ότι η δίκη δεν υπήρξε δίκαιη για τους εφεσείοντες.

 

Οι εφέσεις απορρίφθησαν.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Πουτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

 

Χρυσάνθου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 740,

 

Χριστοδούλου Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

 

Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,

 

Moustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 165,

 

Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485,

 

Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104,

 

Τοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,

 

Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24,

 

Γερμανός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 525,

 

Liversidge v. Anderson a.ο. [1941] All E.R. vol.3 p.338,

 

R. v. Thatcher [1987] 1 SCR 652,

 

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 A.A.Δ. 370,

 

Parris ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186,

 

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 116,

 

Μάτσιας (2011) 1 Α.Α.Δ. 152,

[*455]Σιάμισιης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476,

 

Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402,

 

Βύρωνος v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 275,

 

Κωνσταντίνου άλλως Γιαλλούρης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 282,

 

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 345,

 

Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496,

 

Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 263,

 

Rex ν. Day EWCA Crim.1060,

 

R v. Clinton, 97 Cr.App.R. 320, CA,

 

Κυπριανού ν. Cyprus, Application No. 73797/2001, 15.12.2005,

 

Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 69.

 

Εφέσεις κατά Καταδίκης.

 

Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Σολομωνίδης, Π.Ε.Δ., Σάντης, Α.Ε.Δ., Γιαπανάς, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19325/2010), ημερομηνίας 13/6/2013.

 

Γ. Γεωργίου, για την Εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση Αρ. 101/2013.

 

Α. Πελεκάνος, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 102/2013.

 

Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 103/2013.

 

Ρ. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 104/2013.

[*456]Ε. Παπαγαπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείοντες παρόντες.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 13.6.2013 εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και για τους 4 πιο πάνω – εφεσείοντες – κατηγορούμενους, στην υπόθ. αρ.19325/2010 για το φόνο εκ προμελέτης που διαπράχθηκε στις 11.1.2010.

 

Συγκεκριμένα, βρέθηκαν ένοχοι ότι την 11.1.2010 στην Έγκωμη της επαρχίας Λευκωσίας μαζί με τον Θεοφάνη Χατζηγεωργίου από την Ανθούπολη, εκ προμελέτης και με παράνομη πράξη, δηλαδή με δύο πυροβολισμούς με κυνηγετικό όπλο επέφεραν το θάνατο του Άντη Χατζηκωστή τέως από την Έγκωμη, κατά παράβαση των Άρθρων 20, 203 και 204 του Ποινικού Κώδικα (3η κατηγορία).

 

Το κατηγορητήριο περιλάμβανε και ακόμη δύο κατηγορίες, στις οποίες επίσης κρίθηκαν ένοχοι ήτοι συνωμοσίας για φόνο, κατά παράβαση του Άρθρου 217 του Ποινικού Κώδικα, ως εξής:

 

Οι εφεσείοντες Γρηγορίου, Κρασοπούλης, Σκορδέλλη (κατηγορούμενοι 1-3) σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.12.2009 και 25.12.2009 στο χωριό Πέρα Ορεινής της επαρχίας Λευκωσίας, συνωμότησαν μεταξύ τους και με τον Θεοφάνη Χατζηγεωργίου από την Ανθούπολη να φονεύσουν τον Άντη Χατζηκωστή (1η κατηγορία). 

 

Επίσης ότι όλοι οι εφεσείοντες – κατηγορούμενοι σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 2.1.2010 και 11.1.2010 στη Λευκωσία συνωμότησαν με το πιο πάνω πρόσωπο να φονεύσουν τον Άντη Χατζηκωστή (2η κατηγορία).

 

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία από το ίδιο το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου ότι ο Θεοφάνης Χατζηγεωργίου (ή Φάνος), ΜΚ41 στη διαδικασία, είχε εμπλοκή στη διάπραξη του φόνου. Παράλληλα ήταν και ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας.

[*457]Το γεγονός αυτό ομού με το επίσης αδιαμφισβήτητο ότι η καταδικαστική απόφαση είχε έρεισμα κυρίως τη μαρτυρία του ΜΚ41, δημιούργησε τους κυριότερους και ουσιαστικότερους λόγους έφεσης για όλους τους εφεσείοντες.

 

Να σημειώσουμε ότι για πρακτικούς λόγους όλες οι εφέσεις θα εξεταστούν ενιαία και για ευκολία οι εφεσείοντες θα ονομάζονται ως E1-4 αντίστοιχα σε σχέση με τους αριθμούς εφέσεων που τους αφορούν. Δηλαδή τις εφέσεις 101/2013-104/2013:

 

Η Ε1 Σκορδέλλη - κατηγορούμενη 3 με δικηγόρους πρωτόδικα τον κ. Μ. Κυπριανού και τον κ. Μ. Γεωργίου.

 

Ο Ε2 Κρασοπούλης – κατηγορούμενος 2 με τους ίδιους δικηγόρους ως πιο πάνω.

 

Ο Ε3 Γρ. Ξενοφώντος - κατηγορούμενος 4 με δικηγόρο πρωτόδικα και στο Εφετείο τον κ. Ρ. Βραχίμη.

 

Ο Ε4 Α. Γρηγορίου – κατηγορούμενος 1 με δικηγόρο πρωτόδικα τον κ. Μ. Πική.

 

Να σημειώσουμε επίσης ότι προχωρήσαμε στην ομαδοποίηση των λόγων όλων των εφέσεων για σκοπούς πρακτικούς με βάση το περιεχόμενο τους σε 4 ομάδες με τη διευκρίνιση ότι κάποιοι λόγοι εμπίπτουν σε περισσότερες από μια ομάδα λόγω της ευρύτητας ή και του επάλληλου του περιεχομένου της αιτιολογίας τους.

 

Α΄Ομάδα Λόγων Έφεσης.

 

Σε αυτή την ομάδα εντάσσονται οι λόγοι που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τη μαρτυρία του ΜΚ41 και το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του από το Κακουργιοδικείο. Οι λόγοι αυτοί είναι οι ακόλουθοι:

 

• Λόγοι έφεσης 1-4 και 10 της Ποινικής Έφ. 101/2013 (Ε1 Σκορδέλλη)

 

• Λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 7, 10 και 12 της Ποινικής Έφ. 102/2013 (Ε2 Κρασοπούλης)

 

• Λόγοι έφεσης 1, 9, 14, 15, 19, 20 και 22 της Ποινικής Έφ. 103/2013 (Ε3 Ξενοφώντος)

[*458]•      Λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 6, 7 και 9 της Ποινικής Έφ. 104/2013 (Ε4 Γρηγορίου)

 

Β΄Ομάδα Λόγων Έφεσης.

 

Σε αυτή την ομάδα εντάξαμε τους λόγους έφεσης που έχουν ως αντικείμενο εν γένει θέματα αξιοπιστίας διαφόρων μαρτύρων, είτε κατηγορίας, είτε υπεράσπισης και πώς αυτοί αντιμετωπίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εδώ βέβαια πρέπει να πούμε ότι σε αυτή την ομάδα εμπλέκεται πάλι εν μέρει και το θέμα της αξιοπιστίας του ΜΚ41. Πλην όμως ενόψει της ευρύτητας τόσο της Α΄ ομάδας που τον αφορά, όσο και της παρούσης κρίθηκε σκόπιμο να γίνει ο διαχωρισμός, ωστόσο εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί απόλυτα να διαχωριστεί το έργο του Εφετείου ως προς την επαναξιολόγηση των δεδομένων που παρουσιάζονται πρωτοδίκως και θα πρέπει να τύχουν σε ένα βαθμό ενιαίας επεξεργασίας από εμάς. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να καταταχθούν ανά εφεσείοντα ως ακολούθως:

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 10 της Ποινικής Έφ. 101/2013 (E1 Σκορδέλλη)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 7, 10, 11 και 15 της Ποινικής Έφ. 102/2013 (Ε2 Κρασοπούλης)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 13, 19, 21, 28 της Ποινικής Έφ. 103/2013 (Ε3 Γρ. Ξενοφώντος)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 5, 6, 7 και 8 της Ποινικής Έφ. 104/2013 (Ε4 Α. Γρηγορίου)

 

Γ΄Ομάδα Λόγων Έφεσης.

 

Σε αυτή την ομάδα εντάξαμε λόγους έφεσης που αφορούν γενικά θέσεις για πλημμέλεια του ανακριτικού έργου αλλά και το ότι οι ανακριτικές αρχές δεν αντιμετώπισαν με δίκαιο τρόπο τη μαρτυρία. Η ομάδα αυτή των λόγων υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική για την πλευρά των εφεσειόντων καθώς άλλοτε με σχεδόν ταυτόσημο τρόπο και άλλοτε με διαφορετικό διατυπώνουν διάφορα παράπονα για την ανακριτική διαδικασία και ιδιαίτερα τον τρόπο που οι ανακριτικές αρχές αντιμετώπισαν τον ΜΚ41 με την κατάληξη ότι είναι τέτοιας φύσεως τα προβλήματα που διαπιστώνονται ώστε πλήττουν θανάσιμα την εγκυρότητα της δίκης.

 

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν αυτή την ομάδα μπορούν να κα[*459]ταταχθούν ανά εφεσείοντα ως ακολούθως:

 

• Λόγος έφεσης αρ. 11 της Ποινικής Έφ. 101/2013 (Ε1 Σκορδέλλη)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 2 και 6 της Ποινικής Έφ. 102/2013 (Ε2 Κρασοπούλης)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 5, 12, 13, 14, 15, 25, 28 της Ποινικής Έφ. 103/2013 (Ε3 Γρ. Ξενοφώντος)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 3, 9 της Ποινικής έφ. 104/2013 (Ε4 Α. Γρηγορίου)

 

Δ΄Ομάδα Λόγων Έφεσης

 

Ως τέτοια μπορεί να προσδιοριστεί ευρύτερα η Ομάδα εκείνη που αφορά διάφορες νομικές θεωρήσεις ως προς το ότι υπήρξε πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης, είτε λόγω διαπράξεως σωρείας λαθών και παραλείψεων εκ μέρους ιδίως των τότε συνηγόρων των εφεσειόντων 1 και 2, είτε της εγκυρότητας ή νομιμότητας της λήψεως μαρτυρικού υλικού. Εδώ μπορεί να ενταχθεί επίσης η διατύπωση απαρέσκειας όλων των εφεσειόντων ως προς το ότι το Κακουργιοδικείο δεν υιοθέτησε αίτημα της Υπεράσπισης για εξαίρεση των Μελών του, λόγω σχέσεων με κάποιους από τους μάρτυρες. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε επίσης να εντάξουμε τους προβαλλόμενους λόγους για το ότι έχει παραβιασθεί η υποχρέωση της Πολιτείας για εύλογο χρόνο εκδίκασης καθώς και την εισήγηση ότι δια της δημοσιότητας που εδόθη στην υπόθεση επλήγη η δίκαιη δίκη των κατηγορουμένων. Επίσης άλλα παρεμφερή νομικά θέματα εντάσσονται σ’ αυτή την ομάδα (όπως η εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου κ.ά., όπως θα μας απασχολήσουν στο κατάλληλο στάδιο).

 

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν αυτή την ομάδα μπορούν να καταταχθούν ανά εφεσείοντα ως ακολούθως:

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 1, 2, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 12 της Ποινικής Έφ. 101/2013 (Ε1 Σκορδέλλη)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 1, 2, 7, 8, 9, 12, 13 και 14 της Ποινικής Έφ. 102/2013 (Ε2 Κρασοπούλης)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 12, 16, 17, 18, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, [*460]30, 31-34 της Ποινικής Έφ. 103/2013 (Ε3 Γρ. Ξενοφώντος)

 

• Λόγοι έφεσης αρ. 1, 2, 10 και 11 της Ποινικής Έφ.104/2013 (Ε4 Α. Γρηγορίου)

 

Το Κακουργιοδικείο κατατάσσει ως κύρια εκδοχή της κατηγορούσας αρχής τη μαρτυρία – κατάθεση του ΜΚ41 και την αντιπαραβάλλει με τις διάφορες εκδοχές της Υπεράσπισης αναφέροντας ότι συνιστούσε βασική υπερασπιστική γραμμή ότι τα αποδιδόμενα στους εφεσείοντες εγκλήματα είναι παντελώς αβάσιμα κατά νόμο και ότι αυτοί αποτελούν θύματα αστυνομικής πλεκτάνης με πρωταγωνιστή τον ΜΚ41 σε μια εντελώς φανταστική εκδοχή του τελευταίου ώστε να εξασφαλίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη από την ιδιοτελή ένταξη του στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης («σχέδιο προστασίας μαρτύρων»), βάσει του Άρθρου 16 του Περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου Ν. 95(Ι)/2001 («ο Περί της Προστασίας Μαρτύρων Νόμος 2001»), μετά από σχετική απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με επιπρόσθετο αντάλλαγμα, την παντελή αποσύνδεση των φίλων του, Κώστα Προεστού (Μ.Κ.37) και Κούλλη Κοσιάρη, όπως και της συμβίας του, Γιώτας Πεντόντζιη (Μ.Κ.51), προκειμένου να καταστεί ευχερής η υλοποίηση των αλλότριων στοχεύσεων της Αστυνομίας για καταδίκη των Κατηγορουμένων και ιδιαίτερα της Ε.1 Σκορδέλλη.

 

Ενόψει της ιδιάζουσας σημασίας που είχε πρωτοδίκως, αλλά και σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης, η κατάθεση του ΜΚ41 θεωρούμε ορθό σε αυτό το στάδιο να καταγράψουμε τα επιμέρους διαβήματα με βάση τα οποία ο ΜΚ41 ενήργησε σύμφωνα με την εκδοχή του τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην εκτέλεση του εγκλήματος. Στα επιμέρους αυτά διαβήματα διαφαίνεται και καταγράφεται η εμπλοκή των εφεσειόντων, θέση που έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο και αποτελεί τον κύριο κορμό των ευρημάτων του.

 

Ως αυτά τα επιμέρους διαβήματα μπορούμε να θεωρήσουμε τα εξής:

 

1. Η πρώτη προσέγγιση και η Συμφωνία:

 

Ο ΜΚ41 ανέφερε πως αρχές του Δεκέμβρη του 2009 τον προσέγγισε ο Α. Γρηγορίου – εφεσείων 4 – ο οποίος ήταν φίλος του και του πρότεινε ουσιαστικά την εκτέλεση ενός ατόμου με τις φράσεις «να παίξουμε ένα πλούσιο τζαι εν θα έχουμε ανάγκη να δουλέψουμε ξανά ποττέ.» Συγκεκριμένα του πρότεινε να οδηγά ο ίδιος τη μοτοσικλέτα και ο πυροβολισμός να γίνει από τον ΜΚ41. Ο τελευ[*461]ταίος δέχτηκε και τότε ο εφεσείων 4 διευθέτησε μια συνάντηση με τα πρόσωπα που έδωσαν την οδηγία εκτέλεσης. Η συνάντηση έγινε στις επόμενες μέρες όταν ο εφεσείων 4 τον πήρε με τη μοτοσικλέτα στο κέντρο «Ταμασιάνα» στα Πέρα Ορεινής. Εκεί επισκέφθηκαν το σπίτι του E2 Κρασοπούλη, (κουμπάρου του Ε4 Γρηγορίου) και ιδιοκτήτη του «Ταμασιάνα». Στην εν λόγω συνάντηση ο E2 τους ανέφερε ότι ήθελε να σκοτώσουν τον Άντη Χατζηκωστή του ΣIΓΜΑ επειδή ενώ ο ίδιος και η αδελφή του Ε1 Σκορδέλλη έδωσαν €4.000.000 να αγοράσουν μετοχές, απόλυσαν την τελευταία από το ραδιοσταθμό που εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Στο σπίτι βρισκόταν η σύζυγος και ο παρουσιαζόμενος στο μάρτυρα ως πεθερός του Ε2 αλλά δεν είχαν λάβει μέρος στη συνάντηση. Μετά από λίγη ώρα κατέφθασε στο κέντρο «Ταμασιάνα» όπου συνέχισαν τη συζήτηση, η Ε1 η οποία και έλαβε ενεργά μέρος στη συνάντηση. Ενώ ο Ε2 τους επαναλάμβανε τα πιο πάνω, η Ε1 τους είπε «θέλω να πεθάνει τούτος ο άνθρωπος». Συμφώνησαν αμοιβή για €50.000 για τον καθένα τους, ενώ μέρος της συμφωνίας ήταν ότι θα τους εργοδοτούσαν στο ΣΙΓΜΑ με μισθό €2.000 €3.000 το μήνα, εφ’ όρου ζωής, όταν ο έλεγχος του ΣΙΓΜΑ θα ερχόταν στα χέρια τους.

 

2. Οι παρακολουθήσεις και τα πριν της εκτέλεσης:

 

Μετά την πιο πάνω συμφωνία ο ΜΚ41 και ο Ε4 Γρηγορίου άρχισαν τις παρακολουθήσεις γύρω στις 19-23 Δεκεμβρίου. Παρακολουθούσαν τον Άντη Χατζηκωστή από το Σταθμό ΣΙΓΜΑ έως το σπίτι του στην Έγκωμη, οδός Αγίας Ελένης και προσπαθούσαν να βρουν κατάλληλο σημείο για να τον εκτελέσουν. Πολλές φορές επισκέφθηκαν το χώρο γύρω από το σπίτι του και μάλιστα ένα συγκεκριμένο βράδυ είδαν στην είσοδο του ΣΙΓΜΑ ένα άτομο και θεώρησαν ότι μπορεί να ήταν ο Άντης Χατζηκωστής.  Μετά από αυτό ο ΜΚ41 ζήτησε από τον Ε4 Γρηγορίου να επισκεφθεί τον Ε2 Κρασοπούλη όπως και έπραξε και έλαβε απ’ αυτόν μια φωτογραφία του Α. Χατζηκωστή, για να είναι σίγουροι ως προς το θύμα της εκτέλεσης.

 

3. Η προσωρινή ανατροπή του σχεδίου:

 

Στις 25 Δεκεμβρίου 2009 κάποιοι τοποθέτησαν βόμβα στο αυτοκίνητο του Ε4 και ο τελευταίος τραυματίστηκε με αποτέλεσμα τα σχέδια να ανασταλούν για λίγες ημέρες. Όμως μετά την πρωτοχρονιά ο Ε4 Γρηγορίου είπε στον ΜΚ41 πως ο Ε2 Κρασοπούλης θέλει να τελειώσει αυτή η κουβέντα «που συμφωνήσαμε» και τότε ο Ε4 του ζήτησε να βρει ένα άνθρωπο εμπιστοσύνης του για να προχωρήσουν. 

[*462]4. Η εμπλοκή του Ε3 – Ξενοφώντος:

 

Ο ίδιος ο ΜΚ41 πρότεινε τον Ε3 Ξενοφώντος που ήταν φίλος του και τον γνώριζε και ο Ε4 Γρηγορίου. Ο τελευταίος τον αποδέχτηκε. Ο ΜΚ41, επειδή τις τελευταίες ημέρες ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο, πρότεινε στον Ε4 Γρηγορίου να αναλάβει την εκτέλεση ο Ε3 Ξενοφώντος. Ο τελευταίος δέχτηκε, σε μια συνάντηση των τριών τους στο Ιπποκράτειο, όπου νοσηλευόταν ο Ε4, λέγοντας τους ότι ήταν οικονομικά πολύ στρυμωγμένος. Χρωστούσε €7.500, ποσό που έπρεπε να δώσει τις επόμενες ημέρες. Εν πάση περιπτώσει μαζί με τον Ε3 δεν συμφώνησαν συγκεκριμένο ποσό αλλά ο Ε4 του είπε ότι «θα εσάζετο τζιαι τούτος καλά». Μετά απ’ αυτό ο Ε3 ανέλαβε παρακολουθήσεις μόνος του με το αυτοκίνητο της δουλειάς του.

 

5. Η εκτέλεση:

 

Σ’ αυτό το στάδιο θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το λόγο του ΜΚ41:

 

«Μετά που λλίες μέρες ο Γληόρης (Ε.3) έπιασεν με τζαι επήρεν με τζιαμέ στο σπίτι του μακαρίτη με το αυτοκίνητο του τζαί έδειξεν μου πού ήταν να πάμε να παρκάρω την μοτόρα, πόθεν ήταν να πάει τζιήνος πόξω που το σπίτι του μακαρίτη να τον περιμένει να τον παίξει την ώρα που ήταν να παρκάρει το αυτοκίνητο του. Συγκεκριμένα έδειξεν μου ένα σημείο που εν μέσα στον παράλληλο δρόμο που τον δρόμο που εμίνησκε ο μακαρίτης δίπλα που τον φραμό ενός σπιθκιού που ήσιεν τζαι κάτι χώματα τζαί είπεν μου ότι τζιαμέ θα επαρκάρισκα την μοτόρα. Επίσης έδειξεν μου έναν πεζόδρομο από τον οποίο αρχικά θα επήενεν στο σπίτι του μακαρίτη τζαί μετά που θα τον έπαιζε θα έρκετουν τζιαμέ στην μοτόρα. Τούτα ούλλα έγιναν λίγο μετά τις εφτάμιση (7:30) το απόγευμα. Θυμούμε καλά την ώρα γιατί ως η ώρα έξι (6:00) το απόγευμα ο Γληόρης επρόσεχε τον Αντρέα στην κλινική. Αμέσως μετά εστραφήκαμε στο σπίτι μου στην οδό Τήνου Αρ. 2 στην Ανθούπολη όπου τζιαμέ εγώ εφόρησα γάντια, έπιασα το όπλο που είχα σπίτι τζαι εδωκατο του Γληόρη. Επίσης έδωκα του Γληόρη ένα κράνος μαύρο που το είχα πιάσει την ίδια ημέρα που τον φίλο μου τον Κώστα τον Προεστό χωρίς να του πώ τι το ήθελα και τι θα το έκαμνα. Εγώ εφόρησα ένα κράνος άσπρο. Εδώ να σας αναφέρω ότι το όπλο που σας είπα πιο πάνω ήταν ένα κυνηγετικό το οποίο είχαμε μαζί με τον Αντρέα τον Κασάπη. Ήταν κομμένες οι κάννες του τζαι το κοντάκκι του όπλου τούτου. Για να γίνει τούτη η δουλειά είχαμεν αποφασίσει [*463]προηγουμένως με τον Αντρέα να χρησιμοποιήσουμε θκυό χαρτούτσιες που είχαμε φυλαμένες που παλαιά. Νομίζω ότι εν που τα κατεχόμενα που μας τες έφεραν. Οι χαρτούτσιες οι συγκεκριμένες είχαν μέσα βόλια. Γύρω στις οκτώ (8) την νύχτα εφύαμεν που το διαμέρισμα μου με την μοτόρα του Αντρέα του Κασάπη (Ε.4) που την είχα πιάσει το απόγευμα που τον Πέτρο Κερτίκκη που το Δάλι. Λίγα λεπτά μετά τις οκτώ την νύχτα επεράσαμε που τον σταθμό ΣΙΓΜΑ τζαί είδαμεν τζαι οι θκυό ότι το Smart που οδήγαν ο μακαρίτης ο Άντης ήταν παρκαρισμένο τζιαμέ στον σταθμό. Εσυνεχίσαμε την πορεία μας τζαί επαρκάραμεν την μοτόρα στο σημείο που σας εξήγησα προηγουμένως. Εκατέβηκε ο Γληόρης με το όπλο τζαι επήεν που τον πεζόδρομο κοντά στο σπίτι του μακαρίτη του Άντη. Μετά που είκοσι με εικοσιπέντε λεπτά περίπου με το που άκουσα την πρώτη σιηπεθκιά, εκινήθηκα προς τον άσφαλτο με την μοτόρα τζαί μετά που ένα - θκυό δευτερόλεπτα άκουσα τζαι την δεύτερη σιηπεθκιά. Μετά που λίγα δευτερόλεπτα ήρθε τζαι ο Γληόρης, έκατσε πάνω στη μοτόρα τζαι εγώ έδωκα του το κράνος τζαι εφύαμεν ολόισια προς το ταξί το Φιλλάνδια».

 

Να αναφερθεί επίσης ότι στη σκηνή της εκτέλεσης εντάσσονταν και δύο πρόσωπα ευρισκόμενα τυχαία στο χώρο, ο ΜΚ10 Κουρσάρος και η MK11 Montecalvo. Ο πρώτος ανέφερε ότι το βράδυ της 11.1.2010 και ώρα 20:45 ενώ βρισκόταν στην οικία του επί της οδού Αγίας Ελένης 1 – κοντά στο σπίτι του Άντη Χατζηκωστή – άκουσε δύο πυροβολισμούς. Άνοιξε το παράθυρο και είδε κάποιο πρόσωπο να εισέρχεται τρέχοντας στον αντικρινό πεζοδρόμιο που ένωνε τις οδούς Αγίας Ελένη και Βασίλη Μιχαηλίδη (όπου ήταν το χωράφι – χώρος αναμονής) και φθάνοντας στο τέρμα να στρίβει δεξιά και να εξαφανίζεται. Ο ΜΚ10 δε, φώναξε στο δράστη «είδα σε». Στη σκηνή διακινήθηκε και η ΜΚ11 η οποία την ίδια περίπου ώρα έβγαζε το σκύλο περίπατο επί της οδού Βασίλη Μιχαηλίδη και άκουσε δύο πυροβολισμούς. Ο ΜΚ41 ανέφερε ενόρκως ότι αυτές οι «αναπάντεχες συναντήσεις» τους οδήγησαν σε ανατροπή του σχεδίου διαφυγής τους, όπως γίνεται περιγραφή στη συνέχεια.

 

6. Τα επόμενα της εκτέλεσης:

 

Όταν έφθασαν στο ταξί «Φιλλάνδια» κατευθύνθηκαν στο αλτ της Γρίβα Διγενή και έστριψαν δεξιά, μετά αριστερά και ακολούθησαν τη διαδρομή ως το κέντρο “Pavilion”. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στον υπεραστικό προς Αστρομερίτη και έφθασαν στο χωράφι του Κούλλη Κοσιάρη στην Περιστερώνα. Ο Ε3 Ξενοφώντος κατέβηκε από τη μοτοσικλέτα και ο ΜΚ41 κατευθύνθηκε βα[*464]θιά μέσα στη νεκρή ζώνη, σ’ ένα ποταμό και αφού προχώρησε καλά μέσα πέταξε το όπλο που χρησιμοποίησαν και τα ρούχα που φορούσαν (από πάνω από τα κανονικά τους ρούχα). Απ’ εκεί τηλεφώνησε του Κούλλη από ένα τηλέφωνο του, του οποίου δεν γνώριζε τον αριθμό, για να έλθει στο χωράφι με προβαλλόμενο σκοπό να του δώσει τη μοτοσικλέτα να την επιδιορθώσει γιατί όπως του είπε είχε ένα πρόβλημα με τα ηλεκτρονικά της. Το τηλέφωνο, αυτό που χρησιμοποίησε, το έσπασε και το πέταξε μέσα στον ποταμό. Στη συνέχεια επέστρεψε στο χωράφι του Κούλλη και αφαίρεσε από τη μοτοσικλέτα το εξωστ. Όταν ήλθε στο μέρος (ο Κούλλης) του είπε να πάρει το εξωστ παρουσιάζοντας το ότι κάπου πρέπει να κτύπησε γι’ αυτό και αποκόπηκε. Του είπαν ότι ήθελαν να επιστρέψουν στη Λευκωσία και τους κανόνισε τον ΜΚ37 Προεστό να τους μεταφέρει. Πράγμα που έγινε. Ούτε στο Κούλλη ούτε στον ΜΚ37 Κώστα Προεστό ανέφεραν οτιδήποτε για την πραγματική αιτία που βρίσκονταν εκεί. Ο Προεστός τους άφησε και τους δύο σπίτι του ΜΚ41 και ο Ε3 Ξενοφώντος έφυγε απ’ εκεί με το αυτοκίνητο της δουλειάς του. Ο ΜΚ41 αμέσως μετά πέταξε σ’ ένα κάλαθο σκουπιδιών κοντά στο σπίτι του, τα δύο κράνη που χρησιμοποίησαν. Δύο μέρες μετά τα συμβάντα επέστρεψε στο χωράφι του Κούλλη. H συνέχεια δίνεται ως εξής:

 

«Ύστερα που θκυό μέρες, επήα ξανά στο χωράφι του Κούλλη τζαι την μοτόρα τζιήνην έβαλα την μέσα στο βαν του Αντρέα που βάλλει κάμερες για να την φέρει Λευκωσία στο σπίτι του Αντρέα του Κασάπη. Τες επόμενες ημέρες επειδή αντιληφθήκαμε ότι η Αστυνομία μας υποψιάζετουν, από ότι ξέρω ο Αντρέας ο Κασάπης έδωκεν €2.500 ευρώ του Γληόρη για να φύει που την Κύπρο, γιατί εφοούμασταν ότι θα μιλούσε τζαι πράγματι έφυεν. Εξέχασα να σας πω, ότι όταν εφτάσαμε κοντά στο Ακάκι σαν επηέναμε ο Γληόρης εκατάλαβε ότι έλειπε που το κράνος του το προστατευτικό γυαλλί τζαί εκαταλάβαμε ότι κάπου θα του έππεσε σαν εφέφκαμε που το σημείο που επάρκαραμε τζαι στην διαδρομή που εκάμαμεν αλλά δεν ηξέραμε πού ακριβώς του έππεσε. Κάτι άλλο που θέλω να πώ είναι ότι μετά που έγινε η κουβέντα εγώ, ο Κασάπης τζαι ο Γληόρης επιάσαμεν καινούργια κινητά τηλέφωνα τα οποία μας τα έδωσε ο Αντρέας ο Κασάπης για να μιλούμε οι τρείς μας μεταξύ μας. Το δικό μου το τηλέφωνο έδωσα το της φιλενάδας μου της Γιώτας χωρίς να της πω οτιδήποτε. Όσον αφορά το σπίτι του Τάσου του Ταμασιάνα μπορώ να σας κάμω ένα σχεδιάγραμμα για το πώς είναι. Έκαμεν μου όμως μεγάλη εντύπωση η τραπεζαρία που έσιη που είναι πολλά εντυπωσιακή, οι μεγάλοι πολυέλαιοι τζαι οι πίνακες στους τοίχους. Τούτα είναι όσα θυμούμαι για την υπόθεση [*465]τωρά τζαι ούλλα τα σημεία που σας είπα θα σας πάρω να σας τα δείξω. Εγώ εμετάνοιωσα για τούτο που εκάμαμεν.»

 

Να αναφερθεί ότι ο ΜΚ41 μετά την κατάθεση του προχώρησε και σε υποδείξεις σκηνών και στην ένορκη του μαρτυρία έδωσε και άλλες λεπτομέρειες των κινήσεων του.

 

Α΄Ομάδα Λόγων Έφεσης – η μαρτυρία του ΜΚ41

 

Η πλειάδα των λόγων έφεσης όπως διαφαίνεται πιο πάνω χωρίς να χρειάζεται να τους επαναλάβουμε αφορούν το έργο της αξιολόγησης ως προς το μάρτυρα αυτό με κύρια συνισταμένη τη μολυσμένη του μαρτυρία, εφόσον κατά τη δική του ομολογία, είναι ένας από τους εκτελεστές της δολοφονίας. Μελετώντας την εκκαλούμενη απόφαση έχουμε αντιληφθεί και επιβεβαιώσει σε διάφορα μέρη αυτής ότι το Δικαστήριο ήταν πλήρως ενήμερο και είχε πλήρη συναίσθηση ως προς την ιδιαίτερη προσοχή και επιφύλαξη με την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το μάρτυρα αυτό.

 

Από τη σελ.66 με ένα ιδιαίτερα συμπυκνωμένο και λεπτομερή τρόπο και συνεχίζοντας στις επόμενες δεκάδες σελίδες της απόφασης του έως τη σελ.120, το Κακουργιοδικείο καταγράφει την εντύπωση του από το μάρτυρα αυτό μη περιοριζόμενο φυσικά στη διάγνωση απλώς της συμπεριφοράς του στο εδώλιο αλλά και δίδοντας εξαντλητικά και επιμέρους εξηγήσεις για όλα τα θέματα.   Σε συνάρτηση δε με τα επιχειρήματα της Υπεράσπισης, αναλύει και εντέλει καταλήγει στη θεώρηση του ότι ο μάρτυρας αυτός ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Αναφέρθηκε το Δικαστήριο στη μαραθώνια, όπως τη χαρακτήρισε, αντεξέταση του μάρτυρα που όπως έχουμε αντιληφθεί διήρκεσε σχεδόν 1 μήνα, επεσήμανε το βιωματικό τρόπο εξιστόρησης των γεγονότων και έδωσε απτά παραδείγματα στο πώς αντιμετώπισε συγκεκριμένες ερωτήσεις της Υπεράσπισης απαντώντας αφοπλιστικά, όπως ανέφερε το Κακουργιοδικείο, σε ερωτήσεις για όλα τα στάδια της σύλληψης, της εκτέλεσης του σχεδίου δολοφονίας, της διαφυγής και εν γένει δράσης του ιδίου αλλά και όλων των εμπλεκομένων προσώπων χωρίς να αποστεί από τον κύριο κορμό της ομολογίας του στην Αστυνομία, όταν πλέον θεώρησε ότι έπρεπε να πει την αλήθεια.  Είναι βέβαια σωστό ότι πριν την γραπτή ομολογία του προηγήθηκαν 4 καταθέσεις του, μεταξύ 12.1.10-18.1.10, στις οποίες αρνείτο την εμπλοκή του ιδίου και των λοιπών εφεσειόντων στο έγκλημα.  Το Κακουργιοδικείο το επεσήμανε και το οριοθέτησε σε πλαίσια λογικής εξήγησης αναφέροντας ότι η στόχευση του ΜΚ41 κατά τις πρώτες του καταθέσεις ήταν να αποτρέψει την προσοχή της Αστυνομίας από [*466]το πρόσωπο του αλλά και από τους φίλους του που γνώριζαν ότι ήταν μπλεγμένος στο έγκλημα και να προστατεύσει την οικογένεια και τη συμβία του. Αποτέλεσε εισήγηση της Υπεράσπισης ότι η συνειδητή αυτή επιλογή παραπλάνησης του ανακριτικού μηχανισμού αναδεικνύει ένα αναξιόπιστο άτομο και η γραπτή ομολογία που επακολούθησε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από προϊόν αθέμιτης συναλλαγής με τις ανακριτικές αρχές. Το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας προσεκτικά το μέρος αυτό της μαρτυρίας του διαπίστωσε την αλήθεια των πραγμάτων που ο μάρτυρας εξέφρασε και βρήκε τις εξηγήσεις που έδωσε απόλυτα φυσιολογικές από απόψεως ανθρώπινης αντίδρασης αν και όχι βέβαια ιδανικές από απόψεως δικαίου. Με αναφορά στην υπόθεση Πουτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309 η οποία ασχολείται με το ζήτημα προσέγγισης τέτοιου είδους αντιφατικές καταθέσεις σε συνάρτηση με την προφορική μαρτυρία στη δίκη, τόνισε ότι τέτοιες ενέργειες δεν καθιστούν τη μαρτυρία αυτή εκ προοιμίου αναξιόπιστη. Τα κριτήρια αποτίμησης των αντιφάσεων σχετίζονται άμεσα με τους λόγους προβολής διισταμένων θέσεων. Η πρωτόδικη απόφαση δίδει επαρκή και ικανοποιητική εξήγηση τόσο στα επιμέρους όσο και συνολικά στο ότι δεν θα έπρεπε να είναι καταλυτική η προηγούμενη συμπεριφορά του ΜΚ41 προς τους ανακριτές. (βλ.επίσης Χρυσάνθου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 740, Χριστοδούλου Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510). 

 

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι στις δεκάδες σελίδες που αφορά το έργο της αξιολόγησης του ΜΚ41 το Κακουργιοδικείο έχει αντιμετωπίσει ξεχωριστά επιμέρους θέματα τα οποία η Υπεράσπιση προέβαλε τόσο στην αντεξέταση του μάρτυρα όσο και ως επιχειρήματα για να πλήξει την αξιοπιστία του. Δεν είναι αναγκαίο να εισέλθουμε στη λογική της κάθε υπερασπιστικής γραμμής ούτε και να επαναλάβουμε τις εξαντλητικές εξηγήσεις που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 66-120. Να πούμε ότι δεν περιορίστηκε μόνο στις πιο πάνω σελίδες αλλά και διάσπαρτα στις επόμενες σελίδες της απόφασης του επανερχόταν στο θέμα σε αντιπαραβολή άλλων θέσεων της υπεράσπισης ασκώντας στην πραγματικότητα το καθήκον του για συγκριτική αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού κατά πάντα χρόνο ως μέρος της ευρύτερης υποχρέωσης του Δικαστηρίου για αιτιολογία και εξαγωγή συμπερασμάτων στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας (βλ. Moustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 165). 

 

Εκείνο που θα πρέπει να πράξουμε εμείς ως Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είναι να εξετάσουμε εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο [*467]ενήργησε στα πλαίσια που ορίζει η νομολογία ως προς το έργο της αξιολόγησης. Είναι βέβαια γνωστό ότι η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του δικάζοντος Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώνει πως η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λανθασμένη ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση.  (βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485 και Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104). Δεν οδηγηθήκαμε σε διαπίστωση τέτοιας λανθασμένης προσέγγισης στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όσα έχουν αναφερθεί από τους ευπαίδευτους συνήγορους στην προσπάθεια να πείσουν για την πλημμέλεια στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχαν τέτοια δυναμική ώστε να ανατρέψουν το συμπαγές και συγκροτημένο βάθρο σκέψης και διεργασίας του Κακουργιοδικείου, το οποίο εξάντλησε κάθε αντικειμενικό ή υποκειμενικό συσχετισμό περί του αντιθέτου από τους δικηγόρους υπεράσπισης ώστε να καταλήξει στο εύρημα αξιοπιστίας του ΜΚ41.

 

Εδόθη ιδιαίτερη σημασία στο ότι ο ΜΚ41 παρέλειψε κάποιες λεπτομέρειες ειδικά στη βασική του εκδοχή, δηλαδή στη γραπτή του κατάθεση. Κρίνουμε εντελώς επουσιώδεις τις κατ’ ισχυρισμόν παραλείψεις, π.χ. το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι του Ε2, το ότι τα ρούχα που φορούσαν τα φορούσαν πάνω από άλλα ρούχα, τις ακριβείς λεπτομέρειες για την απόκρυψη του όπλου κ.ά.. Επισημαίνουμε και τονίζουμε ότι η ανθρώπινη μνήμη δεν λειτουργεί μηχανιστικά και σίγουρα ο ανθρώπινος νους δεν εργάζεται ως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ώστε να καταγράφει εξομοιωτικά και να αναπαράγει με τον ίδιο τρόπο λεπτομέρειες περιγράφοντας μια σκηνή ή ένα επεισόδιο. Στο κάθε άτομο, ενδεχομένως να εντυπώνονται διαφορετικές λεπτομέρειες με βάση τα προκρίματα και τα ενδιαφέροντα του. Ο ΜΚ41 που εμφανώς εντυπωσιάστηκε κυρίως από την πολυτέλεια του σπιτιού του Ε2 ακριβώς θυμόταν λεπτομέρειες που είχαν να κάνουν με την πολυτέλεια. Γι’ αυτό και από τη συζήτηση του με τους Ε1 και Ε2 «κράτησε» καλύτερα αυτά που αφορούσαν τα λεφτά και τις «επενδύσεις από το Κατάρ» που οι τελευταίοι τον ενημέρωσαν στο πλαίσιο της συζήτησης τους, λεπτομέρειες που επιβεβαιώθηκαν όπως επισημαίνει και το Κακουργιοδικείο και από άλλους μάρτυρες (όπως ο ΜΚ47 Ν. Στέφος) τονίζοντας ότι πρόκειτο για θέματα που ο ΜΚ41 δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει εάν η συζήτηση αυτή δεν λάμβανε χώρα.

 

Βέβαια η προοπτική παρουσίασης του θέματος της αξιοπιστίας του ΜΚ41 εκ μέρους των δικηγόρων των εφεσειόντων έχει και μια άλλη βασική παράμετρο που κατά τη θέση τους εκφεύγει [*468]των αυστηρών πλαισίων της αξιολόγησης. Η αδιαμφισβήτητη ασυλία που έτυχε ο ΜΚ41 στη μη δίωξη του ενώ ήταν ένας από τους δράστες θέτει το θέμα ευρύτερα ως προς τη δικαιότητα της όλης διαδικασίας από την ανάκριση μέχρι το τέλος. Έχουμε κατευθυνθεί επ’ αυτής της πτυχής από τον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο, Ν.95(Ι)/2001, Άρθρο 16 αλλά και από την υπάρχουσα νομολογία (βλ. ειδικά Χριστοδούλου Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628). Με κριτήρια ακριβώς αυτά που θέτει η νομολογία έχουμε καταλήξει ότι η ασυλία του ΜΚ41 λειτουργεί μόνο ως ένα ιδιαίτερα σημαντικό κριτήριο ώστε η μαρτυρία του να ειδωθεί με ιδιαίτερη περίσκεψη και με άκρως βαρύνουσα προσοχή. Είναι σε αυτά τα πλαίσια που μπορούμε να δούμε το θέμα.  Δεν έχουμε πεισθεί ότι η ασυλία ή και η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα με βάση τα δεδομένα που παρουσιάζονται λειτουργεί αυτόνομα και καταλυτικά ώστε η δίκη να γίνει μη δίκαιη. Βέβαια στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε κρίνοντας την ίδια τη συμπεριφορά των διωκτικών αρχών.

 

Καταληκτικά λοιπόν, το θέμα παραμένοντας ως θέμα αξιοπιστίας, δεν μπορεί να έχει τη βαρύτητα που εισηγείται η πλευρά των εφεσειόντων και στη βάση της εξαντλητικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που δίδεται από το Κακουργιοδικείο για το μάρτυρα αυτό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις σχετικές εισηγήσεις των εφεσειόντων.

 

Λέχθηκε από τους δικηγόρους των εφεσειόντων ότι για το ΜΚ41 δεν υπήρξε ενισχυτική μαρτυρία και το Δικαστήριο λανθασμένα καταδίκασε τους εφεσείοντες χωρίς ενίσχυση. Δεν θεωρούμε ότι ευσταθεί αυτή η θέση. Το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα εφόσον προειδοποιούσε τον εαυτό του κατάλληλα, πράγμα το οποίο έπραξε, να στηριχθεί στη μαρτυρία συνεργού χωρίς ενίσχυση. (βλ. Τοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24 και Γερμανός κ.ά. και Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 525). Ωστόσο οφείλουμε να πούμε ότι τη μαρτυρία του ΜΚ41 το Κακουργιοδικείο την «πέρασε», ας μας επιτραπεί ο όρος, σε πολλές διελκυστίνδες όλης της υπόλοιπης μαρτυρίας που την αφορούσε και την υπέβαλε στη βάσανο της αντιπαραβολής με κάθε μια από τις λοιπές μαρτυρίες, όπως κυρίως του ΜΚ37. Πρόσθετα εξάντλησε τη δυνατότητα επαλήθευσης των δεδομένων που παρουσίαζε ο ΜΚ41 ως προς το θέμα των αποστάσεων από το χώρο της εκτέλεσης στο χώρο διαφυγής, ως προς το θέμα της παρακολούθησης, ως προς το θέμα της αλλοίωσης της μοτοσικλέτας όπως το εξήγησε και δεκάδες άλλα θέματα. Το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας του Δικαστηρίου [*469]ήταν να προκύπτει ένα σύνολο γεγονότων, από την αφετηρία τους ως το τέλος, το οποίο δοκιμάστηκε με την εκδοχή του ΜΚ41 τόσο μέσω της ανάκρισης όσο και άλλων μαρτύρων ώστε να μην υπάρχει ρήγμα στην εκδοχή του μάρτυρα. Παρόλο λοιπόν που το Δικαστήριο δεν εντόπισε stricto sensu ενίσχυση, το εν τέλει ζητούμενο ήταν κατά πόσο οι δεκάδες πτυχές του ανακριτικού έργου και της λοιπής μαρτυρίας καθιστούσαν την καταδίκη ασφαλή.  Επ’ αυτού η ενασχόληση του Κακουργιοδικείου υπήρξε ενδελεχής και πλήρης.

 

Ομάδα Β – οι άλλοι μάρτυρες:

 

Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω οι εφεσείοντες δι’ αυτής της ομάδας λόγων πλήττουν ποικιλοτρόπως το έργο της αξιολόγησης και ως προς άλλους μάρτυρες που κατέθεσαν αλλά και της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των ίδιων των εφεσειόντων οι οποίοι και κατέθεσαν ενόρκως. Παρεμπιπτόντως τίθεται θέμα και για την ασφάλεια των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου σε συνάρτηση με τα κλειστά κυκλώματα και τη συναφή μαρτυρία επ’ αυτών. 

 

Θεωρούμε ότι το παράπονο που εξέφρασε ο κ. Βραχίμης στη γενικότητα του, πώς δηλαδή είναι δυνατό το Κακουργιοδικείο να απορρίψει αρκετούς από τους μάρτυρες υπεράσπισης και να αποδεχθεί σχεδόν συνολικά τους μάρτυρες κατηγορίας, μπορεί να θεωρηθεί αυτό, ως ο πυρήνας της κατ’ ισχυρισμόν πλημμέλειας του δικαστικού έργου επί του θέματος της αξιοπιστίας. Θα συμφωνήσουμε βέβαια ότι τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν μεμπτό εάν το Κακουργιοδικείο ακολουθούσε τέτοια συλλήβδην πρακτική και μέθοδο για να κρίνει τους μάρτυρες. Όμως το Δικαστήριο είναι ακριβώς το αντίθετο που έπραξε με πλήρη σεβασμό και υπερβολική θα λέγαμε σχολαστικότητα σε ανάλυση θέσεων, ενστάσεων, επιχειρημάτων και αμφιβολιών της υπεράσπισης. Μάλιστα η ενασχόληση του Κακουργιοδικείου με τόσες λεπτομέρειες σε απάντηση θέσεων της υπεράσπισης ως προς την αντιμετώπιση του καθενός των μαρτύρων ήταν τέτοια ώστε εκτός του μέρους της απόφασης που αφορούσε τον ΜΚ41 χρειάστηκαν ακόμη δεκάδες σελίδες από τη σελ. 126 έως τη σελ. 241 για να αναλυθούν οι μάρτυρες αυτοί και να γίνει η ανάλογη κατάταξη τους ως θετική ή αρνητική. Να αναφερθεί επίσης ότι ως προς το θέμα της αξιολόγησης των μαρτύρων αστυνομικών και ειδικά των εξεταστών, ΜΚ87 Θωμά Ευθυμίου και ΜΚ84 Παντελή Ιορδάνους το Δικαστήριο απασχολείται εκτενώς και σε άλλο μέρος της απόφασης του υπό το πρίσμα της εξέτασης επιμέρους εισηγήσεων των δικη[*470]γόρων των εφεσειόντων τότε ως προς την πλημμέλεια του ανακριτικού έργου. (Βλ.σελ. 255-294). Ομοίως και εμείς θα επεξεργαστούμε τις πρωτόδικες θεωρήσεις στο πλαίσιο των υπολοίπων σχετικών λόγων έφεσης και δη της Ομάδας Γ΄.

 

Επανερχόμενοι στο θέμα της αξιολόγησης εκ των λόγων της Ομάδας Β, ανωτέρω, θα πρέπει να πούμε ότι είναι αδύνατο ενόψει του πολυσέλιδου αλλά και του πολυεπίπεδου της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μεταφέρουμε ακόμη και σε σύνοψη τις επιμέρους καταλήξεις του. Θα επιχειρήσουμε όμως να καταγράψουμε κάποιες από τις εκφάνσεις της δικαστικής του κρίσης για να καταδειχθεί το ασφαλές των σχετικών πρωτοδίκων συμπερασμάτων ως προς την αξιοπιστία, διαχωρίζοντας τους κύριους μάρτυρες κατά τον αποδιδόμενο σ’ αυτούς ρόλο, έχοντας πάντα υπόψη τους σχετικούς λόγους έφεσης όλων των εφεσειόντων επ’ αυτής της πτυχής.

 

(α) - «Οι φίλοι» που ενεπλάκησαν σε μέρος των δρώμενων.  Κυρίως δηλαδή ο ΜΚ37 Κώστας Προεστός. Εδώ μπορεί να ενταχθεί και ο ΜΚ25 Ζαβράντωνας. 

 

Ο κύριος μάρτυρας αυτής της Ομάδας είναι ο ΜΚ37 Κώστας Προεστός ο οποίος αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Ε4 Γρηγορίου, καθώς και με τον ΜΚ41. Αναφέρθηκε επίσης στη σύλληψη του ως υπόπτου για τη δολοφονία στις 14.1.2010 και τον τερματισμό της κράτησης του στις 28.1.2010. Δέχθηκε ότι στις πρώτες καταθέσεις του στην Αστυνομία δεν είπε την αλήθεια ή όλη την αλήθεια. Είναι μόνο στην τελική του κατάθεση στην οποία ομολόγησε την αλήθεια, στις 15.1.2010. Αναφέρθηκε στο δανεισμό του κράνους του προς τον ΜΚ41 το απόγευμα της 11.1.2010 καθώς και για τις κινήσεις του την ημέρα εκείνη, ειδικά την ώρα του φονικού και για επαφή που είχε με τον ΜΚ41 και τον Ε3 Ξενοφώντος μετά τη δολοφονία μη γνωρίζοντας ότι διαπράχθηκε ένα τέτοιο έγκλημα όταν δέχτηκε τηλεφώνημα από τον Κούλλη Κοσιάρη ο οποίος του είπε να πάει στα υποστατικά του στην Περιστερώνα και να παραλάβει απ’ εκεί τον ΜΚ41 Φάνο και να τον μεταφέρει στη Λευκωσία επειδή είχε χαλάσει η μοτοσικλέτα του.  Αναφέρθηκε στις συνομιλίες που άκουσε από τους ΜΚ41 και τον Ε3 και στην πεποίθηση που του δημιουργήθηκε πλέον ότι οι δυο πιο πάνω είχαν διαπράξει έγκλημα. (βλ. 132 της απόφασης).

 

Ο ΜΚ25 κατέθεσε ότι σε αρχικό στάδιο πριν από τη δολοφονία είχε επαφές με τον εφεσείοντα Ε4 Γρηγορίου για τη διάπραξη της συγκεκριμένης δολοφονίας. Έδειξε ενδιαφέρον για να συμμετάσχει [*471]στη δολοφονία μετά από παραινέσεις και προτροπή του Αλέξη Μαυρομιχάλη ο οποίος ήθελε με αυτό τον τρόπο να ελέγχει τις κινήσεις του Ε4 Γρηγορίου. Δεν είχε όμως πραγματική τελική πρόθεση να συμμετάσχει στο έγκλημα και ενημέρωνε σχετικά τον Αλέξη Μαυρομιχάλη, ο οποίος ήταν και το πρόσωπο που έδωσε τις πρώτες σημαντικές πληροφορίες στην Αστυνομία, μετά το έγκλημα.

 

(β) - Η μαρτυρία της συμβίας του ΜΚ41, δηλαδή της ΜΚ51 Παναγιώτας Πεντόντζιη η οποία κατέθεσε σε σχέση με τις κινήσεις του ΜΚ41 τόσο πριν όσο και μετά τη δολοφονία. Είναι δεδομένο ότι η μάρτυρας στην αρχή έδωσε ψευδές άλλοθι στον ΜΚ41, όμως στη συνέχεια αποκάλυψε στις ανακριτικές αρχές όσα γνώριζε.  Προέκυψε πάντως ότι δεν ήταν γνώστης του τι έπραξε τη συγκεκριμένη μέρα ο ΜΚ41. Όμως βεβαίωσε κάποιες από τις κινήσεις του ΜΚ41 που επίσης επιβεβαιώνονται και από κάποια από τα κλειστά κυκλώματα, ως εξηγήθηκε πρωτοδίκως.

 

(γ) - Άλλοι μάρτυρες. Υπάρχει συγκεκριμένη θέση των εφεσειόντων για λανθασμένο έργο αξιολόγησης κυρίως για τους μάρτυρες ΜΥ6 Τσιακκούρας, ΜΥ10 Γρηγορίου, ΜΥ12 Πάσχος, ΜΥ14 Ράσπας, ΜΥ20 Θεοφάνους, ΜΥ22 Ανδρέου, ΜΥ23 Αντωνίου, ΜΚ53 Ανδρονίκου και ΜΚ42 Grigoras (εμπειρογνώμονας για τα κυκλώματα παρακολούθησης). Για τον τελευταίο αυτό μάρτυρα το Δικαστήριο κράτησε, όπως χαρακτηριστικά είπε, δύο σημεία.  Το πρώτο αφορά στο ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι επί της μοτοσικλέτας που φαίνεται στα πλάνα του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης του ταξί Fillandia επεμβαίνουν δύο άτομα και ότι δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί ότι η μοτοσικλέτα που παρουσιάζεται είναι η μοτοσικλέτα του Ε4 Γρηγορίου – τεκμ.116 (βλ. σελ.3255 κ.επ. των πρακτικών). Το δεύτερο αφορά στο ότι δεν μπορεί να εξαχθεί οποιονδήποτε συμπέρασμα σε σχέση με το κατά πόσο το βαν του Ε3 Ξενοφώντος είναι ή θα μπορούσε να είναι εκείνο που εμφανίζεται στα πλάνα του κλειστού κυκλώματος του Andrew Brear, κοντά στο σπίτι του θύματος. Όμως, όπως ορθά ετέθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αυτά τα πλάνα την αξία τους υπό την έννοια ότι κατά τους χρόνους που αναφέρει ο ΜΚ41 εντοπίζεται στην ευρύτερη σκηνή του εγκλήματος μια μοτοσικλέτα κατά τα πρότυπα της μοτοσικλέτας τεκμ. 116 να κινείται έξω από το Fillandia, ερχόμενη από το μονόδρομο της οδού Ίωνα Νικολάου, όπως επίσης είπε ο ΜΚ41 και να κατευθύνεται προς τη συμβολή της οδού Ίωνος με τη λεωφόρο Γρίβα Διγενή και να στρίβει δεξιά επί της τελευταίας, όπως και πάλι περιέγραψε ο ΜΚ41.

 

Η ΜΚ53 Ρέα Ανδρονίκου κατέθεσε κυρίως σε συνάρτηση με δια[*472]πραγματεύσεις πώλησης μετοχών του ΣΙΓΜΑ και επαφές που είχε με τους εφεσείοντες 1 και 2 γι’ αυτό το σκοπό. Σε σχέση με αυτή τη μάρτυρα δυσκολευόμαστε πραγματικά να δούμε τη τόσο μεγάλη σημασία που εδόθη στη μαρτυρία της έχοντας υπόψη ότι τα δεδομένα αγοραπωλησίας μετοχών του ΣΙΓΜΑ από τους εφεσείοντες 1 και 2 έμειναν απαρασάλευτα. Εν πάση περιπτώσει δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε μεμπτό στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου.

 

(δ) - Οι εφεσείοντες. Για την αξιολόγηση των ενόρκων καταθέσεων των εφεσειόντων, το Κακουργιοδικείο έχει ασχοληθεί με όλη την εμβέλεια των τοποθετήσεων τους και εξονυχιστικά έχει διέλθει τις εκδοχές τους καθώς και τα προβαλλόμενα κίνητρα, αντιπαραβάλλοντας τη μαρτυρία τους, ως όφειλε, με όλη τη λοιπή μαρτυρία. Έχει ανιχνεύσει ψεύδη και αντινομίες στη μαρτυρία τους τόσο σε σχέση με τα κίνητρα τους (ειδικά τον Ε1 και 2, Σκορδέλλη, Κρασοπούλη) και σε σχέση με πολυάριθμα στοιχεία τα οποία επισημαίνει με μεγάλη επιμέλεια. Ειδικά για τους Ε1 και 2 καταγράφει την έντονα αρνητική τους προδιάθεση προς την οικογένεια Χατζηκωστή, και ιδιαίτερα ως προς το θύμα που απόρρεε – σχεδόν αντικειμενικά – από αλληλογραφία (της Ε1) ή από δηλώσεις ή από ενέργειες. Αποδίδει δε ανάγλυφα, το Κακουργιοδικείο αυτή την «υστερία εκδίκησης» που μετουσιώνεται αρχικά στην «άνευ ορίων» αγορά μετοχών του ΣΙΓΜΑ για να εξελιχθεί σε πρόθεση να κάνουν κακό στο θύμα τον οποίο θεωρούσαν υπαίτιο της «απόρριψης» της Ε1 από το ΣΙΓΜΑ. Αυτό το μείγμα εκδικητικότητας, μεγαλομανίας και κακίας οδηγεί – δυστυχώς - όπως ζωντανά αναδύεται από την πρωτόδικη απόφαση, στην πρώτη σύλληψη και σχεδιασμό του φοβερού αυτού εγκλήματος.  Και εν τέλει στην εκτέλεση με την ανάληψη της υλοποίησης του αποτρόπαιου σχεδίου αφαίρεσης της ζωής του θύματος με εμπλοκή του Ε4 Γρηγορίου και του ΜΚ41 αρχικά και στη συνέχεια του Ε3 Ξενοφώντος.

 

Εξετάσαμε τις επιμέρους αναφορές του Κακουργιοδικείου υπό το πρίσμα των πιο πάνω λόγων έφεσης. Το μόνο που μπορεί να σχολιάσουμε είναι την ιδιαίτερα σχολαστική ενασχόληση που επέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην καταγραφή και την εκτενέστατη αιτιολογία αποδοχής ή μη του κάθε μάρτυρα. Ειδικά για τον ΜΚ37 Προεστό για τον οποίο υπήρξε υπερασπιστική θέση ότι αυτός ήταν ο δεύτερος δολοφόνος με τον ΜΚ41, σε εκατοντάδες προτάσεις το Δικαστήριο και με άπειρες αναφορές στη λοιπή μαρτυρία κατέδειξε γιατί παρά την αρχική του σιωπή υπήρξε στη συνέχεια αληθινός και απεκάλυψε όσα γνώριζε για το έγκλημα.  Είναι δε εκ των αυθορμήτων απαντήσεων του ΜΚ37 Προεστού τις οποίες είχαμε ευκαιρία να δούμε και από τα πρακτικά που αναδύ[*473]θηκε ένα άτομο που όχι μόνο κατασκεύαζε μαρτυρία για να αποενοχοποιηθεί αλλά μάλλον ένα απλοϊκό, από πολλές απόψεις, άτομο (σίγουρα όχι αμέμπτου συμπεριφοράς, αφού προέκυψε ότι είναι τοκογλύφος) που μπλέχτηκε άθελα του σε γεγονότα, που προτιμούσε να μην του είχαν συμβεί. Εύλογα δε και αναμφίβολα προκύπτει το αληθές άλλοθι του για το πού βρισκόταν την ώρα του φόνου, όπως αποδείχθηκε από άλλη μαρτυρία η οποία συνέπιπτε συντριπτικά με τη δική του εκδοχή. Η ίδια επιμέλεια επεδείχθη και στην αξιολόγηση του ΜΚ25 Ζαβράντωνα.

 

Να τονίσουμε σαφώς ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ως θέμα εμπειρίας, δεν είναι ασύνηθες να επιδεικνύεται αρχικώς απροθυμία αποκάλυψης ή και άρνηση της αλήθειας η οποία τελικώς αποκαλύπτεται κάτω από την πίεση διαφόρων παραγόντων ή κυρίως από συνειδησιακούς λόγους.

 

Λέχθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους, ως μέρος της μομφής τους επί του έργου της πρωτόδικης αξιολόγησης ότι το Κακουργιοδικείο κατέταξε θετικά μάρτυρες με βεβαρημένο παρελθόν. Εκτός του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την αυξημένη εγρήγορση περί αυτού κατά πάντα χρόνο, θα πούμε ότι δεν υπάρχει τέτοια αρνητική προδιάθεση σε σχέση με την κρίση του Δικαστηρίου εάν ένα άτομο λέει την αλήθεια επί των επιδίκων γεγονότων. Να θυμίσουμε τη μνημειώδη φράση του Lord Atkins στην κλασσική υπόθεση Liversidge v. Anderson a.ο. [1941] All E.R. vol.3 p.338 και δη στη σελ. 338 “…….. that the judges are no respecters of persons…..”, δήλωση που ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται ενώπιον των Δικαστηρίων ανεξαρτήτως φήμης, τυχόν αξιώματος ή κοινωνικής θέσης. Επί των γεγονότων λοιπόν το Δικαστήριο έδωσε πληθώρα ικανοποιητικών εξηγήσεων ως προς την αποδοχή μαρτύρων που είχαν βεβαρημένο παρελθόν. 

 

Για τον ΜΚ10 - Μιχάλη Κουρσάρο και τη ΜΚ11 – Milda Montecalvo υπήρξαν έμμεσες εισηγήσεις σε συνάρτηση με την ασφάλεια διαπιστώσεων που προκύπταν από τα κλειστά κυκλώματα ή με την παρουσιαζόμενη από την Υπεράσπιση αντίφαση της μαρτυρίας τους με αυτά που είπε ο ΜΚ41. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι οι απαντήσεις που έδιδαν οι μάρτυρες αυτοί συνηγορούσαν ότι ο εκτελεστής ήταν ο ΜΚ41 ο οποίος δεν περιορίστηκε στο να οδηγεί τη μοτοσικλέτα. Με όλο το σεβασμό δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από τη μαρτυρία τους. Τονίζουμε επίσης ως απόλυτα λογικό το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι από τα κυκλώματα δεν εξάγεται θετικό εύρημα για το ποίος είναι ο εκτελεστής, αλλά αυτά που προκύπτουν από τα κυκλώματα δεν αντιμάχονται με κανένα [*474]τρόπο όσα ανέφερε ο ΜΚ41. Όσον αφορά τη θέση ότι σ’ ένα από τα κυκλώματα φαίνεται μόνο ένας να είναι πάνω στην επίδικη μοτοσικλέτα τον επίδικο χρόνο, ο ΜΚ42 εξήγησε ότι το κύκλωμα αυτό ήταν χαμηλής ευκρίνειας και ο όγκος που φαίνεται μπορούσε να σημαίνει στην πραγματικότητα δύο πρόσωπα.

 

Αμφισβητήθηκε επίσης το αποτελεσματικό της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής λόγω του ότι το όπλο που χρησιμοποιήθηκε για το έγκλημα δεν ανευρέθη. Αυτό κατά τις εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων θα έπρεπε να ήταν καταλυτικό στο αποτέλεσμα της δίκης. Το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στο έγκλημα ήταν ένα κοντόκαννο κυνηγετικό, όπως το περιέγραψε ο ΜΚ41, λέγοντας ακόμη ότι χρησιμοποιείτο και από τον ίδιο και από τον Ε4 στο λαθροκυνήγι στο οποίο συχνά προέβαιναν.  Μάλιστα ως μέρος που συχνά λαθροκυνηγούσαν ήταν το μέρος που τελικά το απέκρυψε. Στην κατάθεση του αναφέρει πως «το όπλο ήταν ένα κυνηγετικό το οποίο είχαμε μαζί με τον Αντρέα (Ε4). Ήταν κομμένες οι κάννες του τζιαι το κοντάκκιν του όπλου τούτου. Για να γίνει τούτη η δουλειά είχαμε αποφασίσει προηγουμένως με τον Αντρέα (Ε4) να χρησιμοποιήσουμε θκιο χαρτούτσιες που είχαμε φυλαμένες από παλιά». Όσον αφορά δε την απόκρυψη του όπλου μετά το έγκλημα, ο ΜΚ41 έδωσε καθαρές εξηγήσεις, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και το Κακουργιοδικείο, ότι μετέφερε το όπλο και τα άλλα αντικείμενα (ρούχα) στο επίδικο σημείο δηλαδή στην «παλλούρα» κοντά στο σπιτάκι σε περιοχή που λαθροκυνηγούσαν με τον Ε4 για να μπορέσουν αργότερα να τα μετακινήσουν οι άνθρωποι του Ε4. Ο μάρτυρας, όπως τόνισε το Κακουργιοδικείο, ουδέποτε ανέφερε ότι ήταν η συγκεκριμένη «παλλούρα» το σημείο που γνώριζε ο εφεσείων 4 και ότι εκεί ακριβώς και όχι αλλού ήταν που άφηναν το θήραμα τους. Το σημείο που γνώριζε ο Ε4 ήταν το σπιτάκι και όχι η παλλούρα. Όπως εύλογα εξήγησε ο ΜΚ41 αν τα άφηνε μέσα στο σπιτάκι θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά σε περίπτωση που εισερχόταν κάποιος εκεί, «ενόψει του ότι διακινούνταν στην περιοχή διάφορα πρόσωπα».

 

Όπως ορθά επισημαίνει το Κακουργιοδικείο ο εντοπισμός του φονικού όπλου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση απόδειξης του ποινικού αδικήματος. (βλ. R. v. Thatcher [1987] 1 SCR 652 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 A.A.Δ. 370 η οποία αφορά τη μη ανεύρεση πτώματος σε υπόθεση φόνου). Σημασία έχει ότι ο ΜΚ41 έδωσε πλήρη εκδοχή επί των πράξεων που αφορούσαν το όπλο και οι εξηγήσεις αυτές κρίθηκαν υπό τις περιστάσεις απόλυτα λογικές. Όπως εύλογες επίσης κρίθηκαν οι ενέργειες της Αστυνομίας στην προσπάθεια εντοπισμού του όπλου με [*475]δεδομένες τις έντονες και πρωτοφανείς για την εποχή βροχοπτώσεις (γι’ αυτό και στις υποδείξεις σκηνών, στις 22.1.2010 ο ΜΚ41 υπέδειξε την παλλούρα που ήταν μέσα στο νερό πλέον, λόγω της μεγάλης βροχόπτωσης) και χωρίς να αποκλείεται άλλη λογική εξήγηση (βλ. σελίδες 92 μέχρι 97 της απόφασης).  

 

Το αποτελεσματικό της κρίσης του Κακουργιοδικείου επεκτείνεται και στον τρόπο που αντιμετώπισε τη μαρτυρία εκ των κλειστών κυκλωμάτων καθώς και των ειδικών που μαρτύρησαν επ’ αυτών.

 

Εκτός των πιο πάνω ειδικών αναφορών μας θα πρέπει να πούμε ότι το έργο της αξιολόγησης από το Κακουργιοδικείο υπήρξε άρτιο και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα. Για επιμέρους εισηγήσεις και ή σχόλια που έγιναν για ειδικές εκφάνσεις του έργου της αξιολόγησης θα αναφέρουμε ότι η δικαστική απόφαση δεν είναι ορθό να κρίνεται μικροσκοπικά και αποσπασματικά. (βλ. Parris ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 116). Είναι αρκετό να διαφαίνεται η διεργασία σκέψης του Δικαστηρίου κυρίως στην αιτιολόγηση της κρίσης με τρόπο καθαρό και να οδηγεί στα απαραίτητα για τα επίδικα θέματα ευρήματα. Έπεται ότι οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Γ΄Ομάδα Λόγων Έφεσης που αφορούν το δίκαιο ή την ορθότητα του ανακριτικού έργου και εν γένει τη συμπεριφορά της κατηγορούσας αρχής. Εδώ εντάσσεται το θέμα της πλημμέλειας του έργου των ανακριτικών αρχών και τη σημασία που είχε η συνομιλία του Γενικού Εισαγγελέα με τον ΜΚ41 στα χρονικά πλαίσια της εν γένει ανάκρισης. 

 

Είναι αναντίλεκτο και πηγάζει ως σύμφυτο της έννοιας της δίκαιης δίκης ότι η εξέταση της δικαιότητας και του «καθαρού» τρόπου δράσης της Αστυνομίας κατά την ανάκριση είναι έκφανση – και μάλιστα σημαντική - για να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη και κατά συνέπεια την καταδίκη ανασφαλή.

 

Εάν αυτό το πρωτογενές βάθρο ενεργειών είναι σαθρό, μοιραία αυτό επηρεάζει – πολλές φορές με θανάσιμο τρόπο – ό,τι επακολουθεί, ακόμη και αν η διαδικασία στο Δικαστήριο είναι άψογη.

 

Είναι γι’ αυτό το λόγο φυσικά που εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή όλα τα συναφή παράπονα απάντων των εφεσειόντων που πλήττουν αυτή την πτυχή.

[*476]Πρέπει να πούμε και να τονίσουμε εμφαντικά ότι δεν θα είχαμε κανένα απολύτως δισταγμό να ακυρώσουμε καταδίκη εάν η δράση των Διωκτικών Αρχών ήταν μολυσμένη από αλλότρια κίνητρα και αθέμιτες συναλλαγές ως οι εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων. Και αυτό βέβαια, διότι είναι εντός του σταδίου των ανακρίσεων και εξετάσεων υπόπτων που συντελέστηκε η μεταστροφή του ΜΚ41 ώστε να προβεί στην ομολογία αναφορικά με αυτό το φοβερό έγκλημα που είχε σαν αποτέλεσμα τη βίαιη αφαίρεση της ζωής ενός νέου ανθρώπου.

 

Για μας ιδιαίτερη λοιπόν βαρύτητα έχει πώς λειτούργησαν πρωτίστως οι δυο επικεφαλής των ανακρίσεων. Αν λειτούργησαν βεβαίως σύννομα, καλόπιστα και με δίκαιο και αντικειμενικό τρόπο. Γι’ αυτό είναι με αυστηρό και σχολαστικό τρόπο που αντιμετωπίσαμε αφενός την αξιολόγηση των μαρτύρων αυτών και αφετέρου τις συνθήκες λήψης της ομολογίας του ΜΚ41. Τα στεγανά εξέτασης των ενεργειών του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα υπήρξαν εξίσου ασφυκτικά γιατί ενώ είναι ορθό ότι η ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα αυτή καθ’ εαυτή για μη δίωξη δεν ελέγχεται εν αυστηρή εννοία, όμως ελέγχεται και μάλιστα εξονυχιστικά ως προς τις συνέπειες που δυνατόν να έχει, αν παρεισφρήσουν στο όλο σκηνικό ανάκρισης, διερεύνησης και δίωξης αλλότρια κίνητρα ή αθέμιτη συναλλαγή.

 

Το Κακουργιοδικείο θεωρούμε, κρίνοντας από την ενδελεχή μελέτη των σχετικών αναφορών του, υπήρξε και το ίδιο – και ορθά – αυστηρό στην προσέγγιση του επί του θέματος αυτού.

 

Παρατηρούμε λοιπόν ότι η Αστυνομία ενήργησε ευθύς μετά το έγκλημα με ισόρροπη φροντίδα για εξιχνίαση του εγκλήματος και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των υπόπτων.

 

Οι πληροφορίες ήρθαν στην Αστυνομία σωρηδόν, προφανώς λόγω του αποτρόπαιου του εγκλήματος. Ο καθείς φαινόταν πρόθυμος να ομιλήσει. Όπως γλαφυρά ανέφερε το Κακουργιοδικείο, ο αστυνομικός και ο ανακριτικός μηχανισμός βρισκόταν σε πλήρη εγρήγορση.

 

Οι πληροφορίες ήλθαν πρώτα από τον Αλέξη Μαυρομιχάλη που σχετιζόταν με τον ΜΚ25 Ζαβράντωνα τον οποίο μάλιστα είχε ουσιαστικά «εξουσιοδοτήσει» να μαθαίνει με τρόπο τις κινήσεις του Ε4 Γρηγορίου. Σαφώς και ο ΜΚ25 γνώριζε ότι σκόπευε ο Ε4 Γρηγορίου να διαπράξει τη δολοφονία του Άντη Χατζηκωστή και μάλιστα ο Ε4 Γρηγορίου του είχε ζητήσει αρχικά τη συνδρομή του για επίτευξη του στόχου.

[*477]Δεν είχε σημασία ότι οι πληροφορίες που έδωσε ο Αλέξης Μαυρομιχάλης δεν ήταν απολύτως ορθές ως προς το ποίος ήταν ο εκτελεστής και ποίος ο οδηγός. Σημασία έχει ότι η πληροφορία υπήρξε η αρχή του νήματος εξιχνίασης, από το ίδιο βράδυ. Ακολούθησαν και άλλες πληροφορίες ως περιγράφεται στη σελ. 259 της εκκαλούμενης απόφασης.

 

Σημαντική παράμετρος επίσης είναι αυτό που ανέφερε ο ΜΚ28 Αστυφ. Ρουσογένης ότι γύρω στο μεσημέρι της 11.1.2010 ο Ε4 Γρηγορίου είχε δεχθεί τηλεφώνημα από την Ε1 Σκορδέλλη.  Συμπτωματικά ο ΜΚ28 εκτελούσε χρέη φρουρού του Ε4 Γρηγορίου στο Ιπποκράτειο και εντελώς συμπτωματικά είδε την κλήση.  Η οξυδέρκεια που έδειξε ο ΜΚ28 στην κοινοποίηση της πληροφορίας στους ανακριτές έδωσε σημαντική ώθηση στο αστυνομικό έργο γιατί μπήκε αμέσως στο πλάνο και η Ε1 Σκορδέλλη καθώς και οι σχέσεις της με το ΣΙΓΜΑ. Αρχίζει να διαμορφώνεται η αποκάλυψη ενός πιθανού κινήτρου. Η Αστυνομία στη συνέχεια λαμβάνει γνώση για την αγορά μετοχών του ΣΙΓΜΑ από τα αδέλφια Σκορδέλλη, Κρασοπούλη και την απόλυση της πρώτης από το ΣΙΓΜΑ. Στο ενδιάμεσο λαμβάνονται άλλες σχετικές καταθέσεις. Ερωτάται και ο Ε4 Γρηγορίου στο Ιπποκράτειο για τη σχέση του με την Ε1 Σκορδέλλη ο οποίος και δέχεται επαγγελματική γνωριμία μαζί της, όπως δέχεται επίσης ότι αυτή του είχε τηλεφωνήσει στις 11.1.2010 αλλά για να μάθει για την υγεία του. Η Αστυνομία διερευνά επίσης για τη μοτοσικλέτα του εγκλήματος. Στρέφονται οι ανακρίσεις και εναντίον του ΜΚ37 – Προεστού λόγω της επιστημονικής σύνδεσης γενετικού υλικού με το προστατευτικό γυαλί, κράνος – τεκμ.33 που βρέθηκε το βράδυ του φόνου επί της οδού Βασίλη Μιχαηλίδη. Ακολουθούν οι συλλήψεις του Ε4, του ΜΚ41, του ΜΚ37 ενώ το ένταλμα εναντίον του Ε3 Ξενοφώντος δεν κατέστη δυνατό να εκτελεστεί γιατί είχε στο μεταξύ διαφύγει στη Μολδαβία στις 15.1.2010.

 

Όπως λεπτομερειακά περιγράφονται οι επιμέρους ενέργειες των αστυνομικών στις σελ. 255 έως και 290 της απόφασης κρίνουμε ότι οι αστυνομικοί χειρισμοί δεν είχαν μολυνθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Υπήρξαν αντικειμενικοί και δίκαιοι ως προς τα πρόσωπα που φαίνονταν να είναι εμπλεκόμενα, δεικνύοντας ταυτόχρονα οξυδέρκεια και ορθολογισμό ώστε αφενός να προχωρούν με τη διερεύνηση του σοβαρού αυτού εγκλήματος και αφετέρου να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των υπόπτων. Ως προς το έντονα αμφισβητούμενο θέμα της αλλαγής στάσης του ΜΚ41 υπήρξαμε ιδιαίτερα αυστηροί στη θεώρηση των δεδομένων που παρουσιάζονται πρωτοδίκως. Οι εκτεταμένες περιγραφές που προέκυψαν ειδικά από τους δύο επικεφαλείς της ανάκρισης ΜΚ84 – Λοχίας 593 Παντελής Ιορδάνους και [*478]ΜΚ87 – Ανώτερος Υπαστυνόμος Θωμάς Ευθυμίου έδειξαν ακριβώς τα στάδια που πέρασε ο ΜΚ41 έως ότου φθάσει στην απόφαση της μεταμέλειας δια της τελικής ομολογίας του. Είναι δε ορθό αυτό που υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι αστυνομικοί ανακριτές: «δεν περιορίστηκαν στη λήψη της γραπτής ομολογίας του ΜΚ41 αλλά προχώρησαν μετά από αυτή και όχι παράταιρα βεβαίως από το ζήτημα ένταξης του στο υπό αναφορά πρόγραμμα (προστασίας μαρτύρων) – και επιβεβαίωσαν όλες τις εκεί αναφορές του με ενδελέχεια και αποφασιστικότητα». 

 

Η κύρια πτυχή του ανακριτικού έργου που αμφισβητήθηκε είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αστυνομικοί μεταχειρίστηκαν τον ΜΚ41 τροχοδρομώντας τα πράγματα ώστε να οδηγηθούν στην ένταξη του στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Ενώ κατά πάντα χρόνο πριν την ομολογία γίνονται ανακριτικά διαβήματα και ανάκριση αυτού, ο ΜΚ41 είχε δικηγόρο. Κατέστη φανερό στους ανακριτές από τα λεγόμενα, συμφραζόμενα, ενέργειες ή κινήσεις του ΜΚ41 ότι φοβόταν πως είχε μπλέξει σε μια κατάσταση που θα έπληττε τον ίδιο και αυτούς που αγαπούσε. Φαινόταν επίσης ταραγμένος και πολύ προβληματισμένος κάθε φορά που οι ανακριτές του ανέφεραν περί του καλού χαρακτήρα του θύματος. Οι ανακριτές του εξήγησαν τότε ότι υπήρχε η δυνατότητα να προστατευθεί ως μάρτυρας με βάση τις παρεχόμενες νομοθετικές δυνατότητες. Ο ΜΚ41 δεν μπορούσε να αποφασίσει και δεν εμπιστευόταν τους αστυνομικούς ανακριτές γι’ αυτό και λέει στους ΜΚ87 και ΜΚ84 ότι ήθελε να μιλήσει με κάποιο άλλο πρόσωπο (που να βαρεί ο λός του). Οι δύο ανακριτές αξιολόγησαν τα πράγματα και θεώρησαν ορθό να ενημερώσουν την ηγεσία της Αστυνομίας εφόσον ήταν πεπεισμένοι ότι γνώριζε λεπτομέρειες για το φόνο, πλην όμως φοβόταν να μιλήσει. Την ίδια μέρα δηλαδή στις 17.1.2010 πληροφόρησαν τον ΜΚ41 ότι θα του μιλούσε σε σχέση με το αίτημα του ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και τον μετέφεραν για το σκοπό αυτό στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας στο γραφείο του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Πέτρος Κληρίδης συνάντησε τον ΜΚ41 στο γραφείο εκείνο και απευθυνόμενος προς αυτόν, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε άλλη συνομιλία ή ερώτηση, του ανέφερε «πε την αλήθεια γιε μου και δεν έχεις να χάσεις και όποιος είπε την αλήθεια δεν έχασε». Ο ΜΚ41 ικανοποιήθηκε όταν άκουσε αυτά από το Γεν. Εισαγγελέα όμως εξακολουθούσε να προβληματίζεται. Στο μεσοδιάστημα με κανένα τρόπο δεν ανεστάλησαν οι εν γένει ανακριτικές ενέργειες για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Αυτό, όπως ορθά εκρίθη από το Κακουργιοδικείο, δεικνύει τη γνησιότητα των προθέσεων των ανακριτικών αρχών αλλά και τη συναίσθηση ευθύνης που διακατείχε τους επικεφαλείς και την ομάδα. [*479]Στις επόμενες ημέρες η διάθεση του ΜΚ41 μεταβαλλόταν συνεχώς με έντονα σημάδια αμφιταλάντευσης. Εν τέλει αποφασίζει την 21.1.2010 να δώσει κατάθεση και επ’ αυτού ενημέρωσε σχετικά το δικηγόρο του δύο φορές ενώ την τελευταία φορά του ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε πλέον να τον αντιπροσωπεύει και θα προχωρούσε να πει την αλήθεια. Μεταφέρεται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο πώς βίωσαν οι ανακριτές την κατάσταση του ΜΚ41 ειδικά όταν αναφερόταν στο πρόσωπο του θύματος. Ήταν συντετριμμένος και σαφώς μετανιωμένος. Ο ΜΚ84 αναφέρει σχετικά: «όσο και να προσπαθήσω δεν θα μπορώ να μεταδώσω αυτό που συνέβαινε …….. τον έβλεπες ότι πάλευε μέσα του, ήταν συγκινημένος, κρατούσε την κεφαλή του συνέχεια, υπήρχαν στιγμές που γέμιζαν τα μάτια του».

 

Και παρακάτω:

 

«Ήμουν μάρτυρας εκείνη τη στιγμή και δεν διστάζω να ομολογήσω ότι είναι από τις στιγμές που δεν ξέρω αν θα μπορέσω στην καριέρα μου να ξαναέχω τέτοιου είδους στιγμές σε μια τέτοια σοβαρή υπόθεση, στιγμές τις οποίες έζησα, είμαι και εγώ άνθρωπος, όσο επαγγελματίας και να ήθελα να φανώ εκείνη τη στιγμή βλέπεις και καταλαβαίνεις τον άλλο κατά πόσο είναι μετανιωμένος ή όχι και εκείνο που κατάλαβα εκείνη τη μέρα ήταν ότι πραγματικά ήταν και μετανιωμένος και με γεμάτα τα μάτια κρατώντας το κεφάλι του, παραμιλώντας τι πήγαμε και εκάμαμε και όλα αυτά που σας είπα και την άλλη φορά ότι με όσα λόγια και να προσπαθήσω να τα περιγράψω δεν θα τα καταφέρω ….. αρχαία ελληνική τραγωδία μπορεί να φαίνεται για εσάς τώρα που κάθεστε και τα ακούτε, που τα βλέπετε στα χαρτιά, αν βάλετε για ένα λεπτό τον εαυτό σας στη θέση μου και στη θέση του κυρίου Θωμά Ευθυμίου, οι ίδιοι ζήσαμε αυτά τα πράγματα, τότε θα καταλάβετε ότι δεν είναι αρχαία ελληνική τραγωδία, είναι πραγματικότητες».

 

Εκείνο που διεφάνη ήταν η προτροπή στον ΜΚ41 να πει την αλήθεια. Τα λεχθέντα υπό του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορούν καν να υποδηλώσουν αθέμιτη συναλλαγή. Ισχύουν απόλυτα αυτά που λέχθησαν στη Ρόπας (ανωτέρω). 

 

«Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού. Αποτελεί καθήκον κάθε ανθρώπου να έρχεται αρωγός στην απονομή της δικαιοσύνης. Φόβοι μάρτυρα, για την [*480]ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειάς του, μπορεί να τον καταστήσουν διστακτικό να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Εφόσον οι φόβοι του έχουν έρεισμα, η πολιτεία μπορεί να του παράσχει προστασία, η μορφή και το είδος της οποίας ποικίλλει, ανάλογα με τα αίτια του φόβου, υπό τον όρο πάντα, ότι ποτέ ο μάρτυρας δε θα ενθαρρυνθεί άμεσα ή έμμεσα να καταθέσει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια. Η αναζήτηση της αλήθειας, για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, πρέπει να αποτελεί την αμετάβλητη συνισταμένη των ανακριτικών αρχών. Το εύλογο του φόβου του μάρτυρα κρίνεται υπό το φως των πραγματικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα ή σε συγκεκριμένη περιοχή.»

 

Δεν έχουμε λοιπόν καμία αμφιβολία ότι υπήρξε οποιαδήποτε αθέμιτη παρέμβαση προς το μάρτυρα ΜΚ41 και επίσης δεν έχουμε αμφιβολία ότι το ανακριτικό έργο υπήρξε άψογο από όλες τις απόψεις. Οι σχετικές λοιπόν αιτιάσεις περί του αντιθέτου των εφεσειόντων απορρίπτονται.

 

Δ΄ Ομάδα Λόγων Έφεσης επί της κρίσεως του Κακουργιοδικείου σε διάφορα νομικά θέματα όπως την εγκυρότητα ή νομιμότητα της λήψεως μαρτυρικού υλικού, του αποκλεισμού μαρτυρίας και άλλα. Εδώ μπορούμε να εντάξουμε ως εκ της συνάφειας των ισχυρισμών και τους λόγους έφεσης που αφορούν το αίτημα ακύρωσης της καταδίκης λόγω κακής δικηγορίας εκ μέρους των τότε δικηγόρων των εφεσειόντων και συγκεκριμένα των δικηγόρων της εφεσείουσας 1 και του εφεσείοντα 2, η απόρριψη του αιτήματος εξαίρεσης των μελών του Κακουργιοδικείου, το θέμα στην καθυστέρηση εκδίκασης, η δημοσιότητα που δόθηκε στην υπόθεση, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στον εφεσείοντα να εντοπίσει την μπαταρία της μοτοσικλέτας τεκμ.16 καθώς και άλλα συναφή.

 

Θεωρούμε ορθό να ξεκινήσουμε από την εισήγηση ότι η κατηγορούσα αρχή δεν φέρθηκε δίκαια ως προς το θέμα της μη κατάθεσης εντέλει των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων όπως εντόνως προέβαλε σχετικές θέσεις, κυρίως ο κ. Βραχίμης. Το θέμα όμως συνδέεται, ως εγερθέν από άλλους εφεσείοντες και με την εισήγηση για ουσιαστικά κακή άσκηση δικηγορίας. Θα προσπαθήσουμε να δούμε το ζήτημα και από τις δύο του πτυχές.

 

Τηλεπικοινωνιακά δεδομένα:

 

Σε σχέση με την παρουσιαζόμενη παράλειψη που αφορούσε τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ειδικά τον αριθμό 97796767 που τόσο απασχόλησε τους συνηγόρους, θα πούμε ότι ο ισχυρισμός αυ[*481]τός παρέμεινε υποθετικός αφού δεν συνάγεται αφενός το σε ποίον ανήκει ο αριθμός αυτός αναμφίβολα και αφετέρου τι σημασία θα είχε τούτο εν τοις πράγμασι.

 

Το οικοδόμημα των επιχειρημάτων των εφεσειόντων βέβαια στηρίχθηκε στην αξία που θα είχε αυτός ο αριθμός στο να καταδείξει κινήσεις εμπλεκομένων προσώπων και δη του ΜΚ41. Και αυτό σε συνάρτηση με τον ΜΥ17 – Παπαϊωάννου (εμπειρογνώμονα) επειδή δεν επετράπη η κατάθεση της έκθεσης του (για τη γεωγραφική θέση του κατόχου του πιο πάνω τηλεφώνου μεταξύ 1ης και 18.12.09, βλ. ειδικότερα σελ.18 της αγόρευσης Πελεκάνου).  Όμως η συλλογιστική των επιχειρημάτων των εφεσειόντων παρέμεινε θεωρητική και νεφελώδης. Δεν έχει καταδειχθεί ότι ο ΜΚ41 ήταν ο κάτοχος του εν λόγω τηλεφώνου. Η δε αναφορά που γίνεται στον αριθμό αυτό στην Αίτηση αρ. 25/10 και στην ένορκη δήλωση του ΜΚ81 Γενναδίου δεν έχει άλλο σκοπό παρά να παραθέσει γενικά το ανακριτικό έργο. Ούτε επίσης από τη μαρτυρία της ΜΚ51 Πεντότζιη προκύπτει ότι ο κάτοχος του εν λόγω αριθμού ήταν ο συμβίος της. Περαιτέρω η εισήγηση της πλευράς των εφεσειόντων θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι περιλαμβάνει και τον εξίσου υποθετικό συλλογισμό, (ακόμη αν ήθελε θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο τηλέφωνο είναι του ΜΚ41), ότι το κρατούσε μαζί του κατά την επίδικη περίοδο. Να θυμίσουμε ότι ο ΜΚ41 ανέφερε για κατοχή αρκετών κινητών τηλεφώνων (είχε 5-6). Συνεπώς ο καθαρά υποθετικός χαρακτήρας των συλλογισμών αυτών δεν μας επιτρέπει να δώσουμε τη βαρύτητα που εισηγούνται στο θέμα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι. Εντέλει σημασία έχει ότι δεν έγινε «απόκρυψη» ή «συσκότιση» μαρτυρικού υλικού σε οποιονδήποτε χρόνο. Επαναλαμβάνουμε ότι δεν διαπιστώσαμε οτιδήποτε μεμπτό είτε στο ανακριτικό έργο είτε στο μηχανισμό της δίωξης αλλά ούτε στη δίκη. Είναι σημαντικό να θυμήσουμε ότι τον ουσιώδη χρόνο ο σχετικός νόμος για λήψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κρίθηκε αντισυνταγματικός. (βλ. Μάτσιας (2011) 1 Α.Α.Δ. 152 και Σιάμισιης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308). Και ως εκ τούτου δεν τίθετο θέμα διακριτικής ευχέρειας της κατηγορούσας αρχής να τα θέσει σαν μαρτυρία. (Αυτό βέβαια πλέον δεν ισχύει ως εκ της τροποποίησης του Συντάγματος). (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476). Γι’ αυτό πρέπει να προσεχθεί το σχετικό απόσπασμα από την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου για την οποία δεν επετράπη η κατάθεση έκθεσης του ΜΥ17. Αναφέρει το Κακουργιοδικείο (σελ. 89-98 των πρακτικών) «Για τους ίδιους πιο πάνω λόγους δεν έχει έρεισμα στο Νόμο ούτε και η άλλη εισήγηση του κ. Γεωργίου ότι το κατά πόσο θα αποδείξει στο τέλος σε ποιο πρόσωπο «ανήκει ο αριθμός τηλεφώνου είναι θέμα που αφορά την [*482]Υπεράσπιση. Ουσιαστικά, αν γινόταν δεκτή η συγκεκριμένη αυτή εισήγηση θα είχε ως αποτέλεσμα να παρακάμπτονται και με αυτό τον τρόπο να παραβιάζονται οι πιο πάνω Νόμοι και να προηγείται η αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, και εκ των υστέρων να γίνεται προσπάθεια απόδειξης του συγκεκριμένου συνδρομητή ή χρήστη, που είναι ο φορέας του δικαιώματος…». Αναρωτιόμαστε λοιπόν εύλογα πώς είναι δυνατό να τίθεται εισήγηση για παραλείψεις ή και εσκεμμένες ενέργειες της κατηγορούσας αρχής ως προς το θέμα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, αφού δια της νομολογίας οι όποιες προσπάθειες κατάθεσης τέτοιας μαρτυρίας θα ήταν αντισυνταγματικές. Ωστόσο επ’ αυτού οφείλουμε περαιτέρω να πούμε ότι τουλάχιστον πριν την έκδοση της πιο πάνω απόφασης από την Ολομέλεια (αλλά και μετά, στα πλαίσια του επιτρεπτού) δεν διαπιστώνομε οποιαδήποτε αρνητική συμπεριφορά της κατηγορούσας αρχής. Ως προς δε το θέμα ότι επιμόνως επιδιώκετο από την Υπεράσπιση η κατάθεση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων θα αναφέρουμε ότι δεν προκύπτει κάτι τέτοιο παρά μόνο διαφαίνεται ότι η Υπεράσπιση δεν είχε σαφή θέση. Αυτό το ζήτημα θα μας απασχολήσει και ως έκφανση της εισήγησης για άσκηση έκδηλα κακής δικηγορίας. 

 

Εισήγηση για άσκηση έκδηλα κακής δικηγορίας.

 

Θα πρέπει να πούμε ότι δεν είναι άγνωστη στην κυπριακή έννομη τάξη και νομολογία η έννοια της έκδηλα κακής δικηγορίας ως πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της καταδίκης.

 

Στη Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402 αναφέρεται:

 

«Συνεκτιμώντας τις αρχές γύρω από την προβολή της υπεράσπισης σε ποινική υπόθεση, σε σχέση με τη θέση του δικηγόρου στο πλαίσιο της ποινικής δίκης καταλήγουμε ότι ο δικηγόρος υπέχει θέση αντιπροσώπου ο οποίος σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις λειτουργεί στην παρουσία του πελάτη του.

 

Το βάθρο της υπεράσπισης καθορίζεται από τις οδηγίες του κατηγορούμενου αλλά ο δικηγόρος φέρει την ευθύνη για τη δικανική διαμόρφωση και προβολή της υπεράσπισης στο πλαίσιο της δίκης, η δε διακριτική ευχέρεια του δικηγόρου στον τομέα αυτό είναι ευρύτατη.

 

Η νομολογία επίσης υποστηρίζει ότι η καταδίκη μπορεί να ακυρωθεί λόγω των χειρισμών του δικηγόρου της υπεράσπισης μό[*483]νο όταν ο χειρισμός του δικηγόρου αποκαλύπτει έκδηλα ανίκανη δικηγορία (flagrantly incompetent advocacy) η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κακή απονομή της δικαιοσύνης, ή ότι το όλο θέμα δημιουργεί αμφιβολίες, έκδηλες ή υποβόσκουσες».

 

Επίσης στο ίδιο θέμα της «ανίκανης δικηγορίας» αναφέρεται και η υπόθεση Βύρωνος v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 275.

 

Στη Κωνσταντίνου άλλως Γιαλλούρης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 282 αναφέρεται:

 

«Η δικανική διαμόρφωση και η προβολή της υπεράσπισης, η οποία αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του συνηγόρου, δεν κρίνονται εκ του αποτελέσματος της δίκης.»

 

Στην αναφερόμενη υπόθεση ο ισχυρισμός για έκδηλα ανίκανη δικηγορία απορρίφθηκε αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι το τι διαπιστώθηκε ήταν μια καλά σχεδιασμένη υπεράσπιση και οι παραλείψεις που αποδόθηκαν στο δικηγόρο υπεράσπισης που εμφανίστηκε πρωτόδικα, αποφασίστηκε ότι ήταν ενέργειες που έγιναν στα πλαίσια του σχεδιασμού της υπεράσπισης και αφού κρίθηκε πως ήταν προς το συμφέρον των εφεσειόντων.

 

Βλ. επίσης Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 345, Ευσταθίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496  και Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 263.

 

Ιδιαίτερα ο κ. Πελεκάνος και οι λοιποί συνήγοροι μας κατεύθυναν σύμφωνα με την εισήγηση τους στην κατ’ επίκληση «αλλαγή» της αγγλικής νομολογίας ώστε πλέον να μην είναι ανάγκη να αποδειχθεί έκδηλα κακή δικηγορία αλλά αμέλεια ή λάθος που να αφορά σε ουσιώδες σημείο το οποίο να έχει ως κατάληξη την καταδίκη. Μας προσεφέρθη δε ως κατεύθυνση το Σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading, Evidence and Practice 2016 ed. Chapter 7 – Criminal Appeal κάτω από τον τίτλο Conduct of legal representatives at trial 7-83 και στη νομολογία που αναφέρεται σ’ αυτό.  Mετά την αναφορά στην εν λόγω παράγραφο επί της έννοιας της έκδηλα κακής δικηγορίας και της νομολογίας μέχρι και το 2003 γίνεται αναφορά στην Rex ν. Day EWCA Crim.1060 όπου καθορίζεται ως ουσιώδες κριτήριο η ασφάλεια καταδίκης και αν το λάθος υπήρξε καθοριστικό στην απόφαση του Δικαστηρίου. Δεν θα διαφωνήσουμε ότι το κριτήριο είναι πάντα η ασφάλεια καταδίκης. (βλ. επίσης R v. Clinton, 97 Cr.App.R. 320, CA). Ως προς αυτό λοιπόν τον παρά[*484]γοντα δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι η καταδίκη είναι ασφαλής και δεν παρέχεται οποιονδήποτε πεδίο επέμβασης μας. (βλ. και Blackstone’s (Criminal Practice, 2009, p.1994) Προσθέτως θα πούμε ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι πρόκειται τω όντι για λάθη ή παραλείψεις των συνηγόρων. Αντίθετα υπήρξε ένας συνεπής υπερασπιστικός σχεδιασμός και μια γενικότερη στρατηγική που ακολουθήθηκε στη δίκη και σε κανένα σημείο δεν θεωρούμε ότι οι δικηγόροι παραπλανήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο από την κατηγορούσα αρχή. Δεν είναι εκ του αποτελέσματος που θα κριθούν τα πράγματα. Είναι φανερό κατά την κρίση μας ότι ως εκ του αποτελέσματος δηλαδή της καταδίκης διαμορφώθηκε η σκέψη για λανθασμένους χειρισμούς χωρίς βάσιμη αιτία ώστε εντέλει να παρουσιάζεται το εξής παράδοξο:  να εμφανίζονται παραπονεμένοι οι εφεσείοντες επί θεμάτων για τα οποία υπήρξε πλήρης αποκάλυψη και πλήρης δυνατότητα αυτών ή των συνηγόρων τους να σχεδιάσουν την υπεράσπιση τους και να προβούν στις σχετικές εξετάσεις, αντεξετάσεις και κλήσεις μαρτύρων σύμφωνα με αυτό το σχεδιασμό. Ως προς δε το θέμα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων το έχουμε καλύψει προηγουμένως. Να τονίσουμε ωστόσο ότι ενόψει καθαρά του υποθετικού χαρακτήρα των συλλογισμών για το τι θα σήμαινε ο πιο πάνω αριθμός και η σχετική μαρτυρία, να προσθέσουμε ότι για να μιλούμε για κακοδικία λόγω έκδηλα κακής δικηγορίας, πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ένα λάθος και μετά να κριθεί αν πρόκειται για θεμελιακό ή μη. Δεν έχουμε πεισθεί εν προκειμένω ότι πρόκειται καν για λάθος. Αντίθετα, έχουμε την άποψη ότι τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και η αποδοχή τους ή μη ετίθεντο κατά καιρούς από την Υπεράσπιση, ανάλογα με τη στρατηγική που χαρασσόταν και δεν πρόκειται ούτε για λάθος ούτε για παράλειψη. 

 

Άλλες θεωρήσεις για πλημμέλειες ή λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Υπήρξαν πολλές τέτοιες αναφορές και κάλυπταν διάφορες πτυχές της δικαστικής διαδικασίας, όπως το αίτημα εξαίρεσης, των δικαστών, την παραβίαση του εύλογου χρόνου, την εισήγηση για μη αποκάλυψη όλου του υλικού, τη σημασία της μη κλήσεως συγκεκριμένων μαρτύρων για τους οποίους υπήρξε εισήγηση, (ειδικά του Π. Κκερτίκη και του Κ. Κοσιάρη), της προτεινόμενης ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου, της μη στοιχειοθέτησης των αδικημάτων του Κακουργιοδικείου, της μη επιδίκασης εξόδων σε μάρτυρες υπεράσπισης (μετά που μαρτύρησαν), της ανισότητας μεταχείρισης και ομοίως και άλλα παρεμφερή.

 

Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε τις εισηγήσεις της Υπερά[*485]σπισης που έχουν ενώπιον μας επαναληφθεί ουσιαστικά ως αντίστοιχοι λόγοι έφεσης αφού ακριβώς απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, με βάθος και με περισσή λεπτομέρεια, εξετάζοντας τις από κάθε γωνία και κάθε πτυχή με εξαντλητική αναφορά σε κυπριακή, αγγλική και ευρύτερη ευρωπαϊκή νομολογία, ώστε να μπορούμε με ευχέρεια και χωρίς αμφιβολία να υιοθετήσουμε τις ανάλογες προσεγγίσεις του με την ισχυρή αντίληψη αφενός της ορθότητας των κρίσεων του και αφετέρου του μη ωφέλιμου, αυτές να επαναληφθούν. {βλ. τις επιμέρους κρίσεις του Κακουργιοδικείου κυρίως στις σελίδες 242 μέχρι 255 και 291 μέχρι 319 και δη επί της εισήγησης του κ. Βραχίμη για ανισότητα μεταξύ των εφεσειόντων και του ΜΚ41, για τις εισηγήσεις για παραβίαση του ευλόγου χρόνου εκδίκασης, για τη σημασία της μη κλήτευσης μαρτύρων από την κατηγορούσα αρχή, για το παράνομο της έρευνας στο βαν του Ε3, για την εισήγηση για μη έγκαιρη παράδοση υλικού, για δυσμενή δημοσιότητα, ελαττωματικότητα κατηγορητηρίου, για έξοδα υπεράσπισης, για τηλεπικοινωνιακά δεδομένα κ.ά., για το θέμα της εξαίρεσης μελών του Κακουργιοδικείου, σελ. 319-323 ως προς τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, σελ. 323-344 ευρήματα για κίνητρα, μετοχές ΣΙΓΜΑ κ.λ.π., σελ. 344 μέχρι τέλους ευρήματα για το φόνο και άλλα συμπεράσματα}.

 

Όσο για το θέμα της απόφασης του Κακουργιοδικείου για μη εξαίρεση των Μελών του, θεωρούμε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν η ενδεδειγμένη. Στον κόσμο του Κοινοδικαίου είναι ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου που τίθεται θέμα εξαίρεσης.  Και είναι το ίδιο Δικαστήριο που αποφασίζει αν ισχύει θέμα εξαίρεσης του. Ο συσχετισμός με την υπόθεση Κυπριανού ν. Cyprus, Application No. 73797/2001, 15.12.2005 είναι ατυχής. Στην απόφαση εκείνη είχε τεθεί θέμα καταδίκης και τιμωρίας του δικηγόρου ως θέμα συμπεριφοράς και ως γνωστόν εκρίθη από το ΕΔΑΔ ότι αυτό το εύρημα της καταδίκης και της τιμωρίας έπρεπε να γίνει από άλλο Δικαστήριο από αυτό ενώπιον του οποίου εξελίχθη η επίδικη συμπεριφορά. Συνεπώς δεν αφορούσε η απόφαση το αίτημα εξαίρεσης αυτό καθ’ εαυτό.

 

Η δε ειδική έκφανση του παραπόνου των εφεσειόντων ότι το πρώτο πρακτικό για την κοινοποίηση του προβλήματος στους δικηγόρους τηρήθηκε στο γραφείο των Δικαστών είναι εντελώς αναιτιολόγητο αφού την επόμενη ακριβώς δικάσιμο το πρακτικό κοινοποιήθηκε στην αίθουσα του Δικαστηρίου.

 

Ως προς δε την ουσία του πράγματος δηλαδή τον ισχυρισμό για έλλειψη αμεροληψίας δικαστών λόγω του ότι ήταν γνωστή [*486]τους η ΜΚ53 Ανδρονίκου θα παραθέσουμε τα λεχθέντα στην υπόθεση Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 69 και δη στη σελ. 80:

 

«Προσωπική φιλία με διάδικο είναι λόγος εξαίρεσης Δικαστή. Γνωριμία, απλή σχέση, απλή συνεργασία σε κοινωφελή ιδρύματα δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει δικαιολογημένη εντύπωση προκατάληψης του Δικαστή. Μόνο προσωπική φιλία υψηλού βαθμού και στενή είναι δυνατό να προκαλέσει δικαιολογημένα την εντύπωση της πιθανότητας πραγματικής ύπαρξης προκατάληψης και έλλειψης αμεροληψίας. Πρέπει να είναι τέτοιας έκτασης η φιλία που να δημιουργεί εύλογα στο νου του μέσου ανθρώπου την εντύπωση ότι ο διάδικος δεν θα έχει ανεξάρτητη και αμερόληπτη κρίση από το Δικαστή.……».

 

Εκτός των πιο πάνω θα παρατηρήσουμε ότι οι όποιες τυπικής φύσεως επαφές σύμφωνα με την εισήγηση δεν συσχετίστηκαν με όποιας μορφής προκατάληψη ή επηρεασμού άμεσου ή έμμεσου σε σχέση με  τη διεξαγωγή και την έκβαση της δίκης. 

 

Θεωρούμε εντελώς άδικες τις κατηγορίες που προσάπτουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και στις ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου, όπως και εν γένει τη μεταχείριση των εφεσειόντων κατά πάντα χρόνο στη δίκη και στην παροχή κάθε δυνατότητας σ’ αυτούς να παρουσιάσουν την υπόθεση τους με τον τρόπο που επιθυμούσαν. Το ίδιο ισχύει βέβαια για την εν τέλει κατάληξη του Κακουργιοδικείου για τη στοιχειοθέτηση του κατηγορητηρίου το οποίο στήριζε απόλυτα η μαρτυρία που πρωτοδίκως κρίθηκε αξιόπιστη και αποδεκτή.

 

Θα υιοθετήσουμε πλήρως την πρωτόδικη προσέγγιση ως απάντηση σ’ όλα αυτά τα παράπονα που διατυπώθηκαν ενάντια της διαδικασίας και της απόφασης του Κακουργιοδικείου και θα επαναλάβουμε ότι με κανένα τρόπο δεν ευσταθεί η όποια εισήγηση ότι η δίκη δεν υπήρξε δίκαιη για τους εφεσείοντες.

 

Κατάληξη:

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει οι εφέσεις σε όλο τους το φάσμα απορρίπτονται για όλους τους εφεσείοντες.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο