Φλουρός Αντωνάκης ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 595

ECLI:CY:AD:2016:B311

(2016) 2 ΑΑΔ 595

[*595]29 Ιουνίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΦΛΩΡΟΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 27/2015)

 

 

Ποινή ― Ίση μεταχείριση παραβατών ― Ναρκωτικά ― Κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι 618,315 γραμ. κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα ― Μείωση ποινής φυλάκισης από 2½ χρόνια σε 18 μήνες για σκοπούς αποκατάστασης τη ισότητας σε σχέση με την ποινική μεταχείριση που είχε από τις διωκτικές αρχές συνεργός του.

 

Ποινή ― Ίση μεταχείριση παραβατών ― Απόφανση Εφετείου ότι η μη δίωξη συνεργών, επενεργεί ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείρηση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείρηση.

 

Ποινή ― Ίση μεταχείριση παραβατών ― Εμβέλεια ― Δεν περιορίζεται μόνο στη μεταχείριση των παραβατών από το Δικαστήριο, αλλά περιλαμβάνει και τη μεταχείρισή τους από τις εισαγγελικές αρχές.

 

Το Κακουργιοδικείο Λάρνακας επέβαλε στον εφεσείοντα, ύστερα από παραδοχή του, ποινή φυλάκισης 2½ ετών για κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι 618,315 γραμ. κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Για την κατηγορία της (απλής) κατοχής της ίδιας ποσότητας δεν επιβλήθηκε ποινή.

 

Ακολούθως, και αφού εντοπίστηκε το γενετικό υλικό κάποιου Παρασκευά Παπαπαντελή στις διαφανείς μεμβράνες που ήταν περιτυλιγμένα τα τέσσερα σκευάσματα που περιείχαν την κάνναβη και στη ρούχινη τσάντα όπου βρίσκονταν οι συσκευασίες της κάν[*596]ναβης, ακολούθησε άλλη ποινική υπόθεση εναντίον του εν λόγω προσώπου με τις ίδιες, ως άνω, αρχικά, κατηγορίες. Επρόκειτο για την Υπόθεση 8716/2015 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, στα πλαίσια της οποίας, στις 14.1.2016 το Κακουργιοδικείο Λάρνακας επέβαλε για την (απλή) κατοχή της ίδιας ποσότητας στον Παρασκευά Παπαπαντελή ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Οι άλλες δύο κατηγορίες, περιλαμβανομένης της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, είχαν ανασταλεί. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε την ποινή της 18μηνης φυλάκισης αφού έλαβε υπόψη ότι στον εφεσείοντα είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 2½ ετών και με δεδομένο ότι η απλή κατοχή είναι ήσσονης σοβαρότητας σε σχέση με το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.

 

Η εξέλιξη, ως άνω, των πραγμάτων, συνιστούσε κατά τον εφεσείοντα παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όπως αυτή διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, εφόσον η αναστολή της σοβαρότερης κατηγορίας δημιούργησε ανισοσκέλεια στη μεταχείριση των δύο παραβατών που ενεπλάκησαν σε σχέση με την ίδια ποσότητα ναρκωτικών. 

 

Η έφεση που προώθησε εναντίον της ποινής, στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το Εφετείο μπορούσε να μετριάσει την ποινή του εφεσείοντα έστω και αν κατά τον χρόνο που αυτή είχε επιβληθεί δεν είχε ακόμα επιβληθεί ποινή στον άλλο κατηγορούμενο, εφόσον το ουσιαστικό αποτέλεσμα στο τέλος, ήταν να προκύπτει άνιση μεταχείριση.

 

β)  Δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα η ποινή που του επιβλήθηκε, να είναι έκδηλα υπερβολική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

 

1.  Έχει νομολογηθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν περιορίζεται μόνο στη μεταχείριση των παραβατών από το Δικαστήριο, αλλά περιλαμβάνει και τη μεταχείρισή τους από τις εισαγγελικές αρχές.

 

2.  Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται [*597]στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28.

 

3.  Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται.

 

4.  Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείρηση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείρηση.

 

5.  Η ισότητα στη μεταχείρηση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα.

 

6.  Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείρηση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Η θεώρηση του παράγοντα αυτού, ως μετριαστικού της ποινής εκείνων που διώκονται, δεν επιφέρει την εξίσωση.

 

7.  Μετριάζει, τα αισθήματα αδικίας που προκαλεί η άνιση μεταχείριση και συντηρεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ του κοινού.

 

8.  Η έναρξη της ποινικής δίωξης υποδηλώνει ότι οι διωκτικές αρχές κατέχουν στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την προσαγωγή του κατηγορούμενου ενώπιον της δικαιοσύνης. Πολύ περισσότερο, εν προκειμένω, που λόγω της ποσότητας που κατείχετο εδημιουργείτο και μαχητό τεκμήριο κατοχής με σκοπό την προμήθεια, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/1977, όπως τροποποιήθηκε).

 

9.  Η έλλειψη λόγων για την αναστολή της σοβαρότερης κατηγορίας δεν μπορεί να μετριάσει το αίσθημα αδικίας που δικαιολογημένα μπορεί να αισθάνεται ο άλλος παραβάτης, νοουμένου βέβαια ότι βρίσκεται στην ίδια θέση, εφόσον η αρχή της ισότητας επιβάλλει την ίδια μεταχείριση των ομοίων, αποκλείοντας την ταύτιση των ανομοίων.

 

10. Οι διακρίσεις που κατά το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος αποκλεί[*598]ονται είναι εκείνες που δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου.

 

11. Εν προκειμένω, οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των δύο παραβατών αποκαλύπτουν ομοιογενείς καταστάσεις. Είναι πρόσωπα της ίδιας ηλικίας με λευκό ποινικό μητρώο. Έχουν αμφότεροι οικογένεια και παιδιά.

 

12. Μάλιστα στην περίπτωση του εφεσείοντα το Δικαστήριο αναφέρθηκε ότι αυτός υποκινήθηκε από τρίτο πρόσωπο («γνωστό εγκληματικό στοιχείο»), υποκείμενος σε εκμετάλλευση της αδήριτης οικονομικής ανάγκης στην οποία βρισκόταν, μη δυνάμενος να εξεύρει χρήματα για σκοπούς θεραπείας άρρωστου παιδιού του.

 

13. Πέραν τούτου, προέκυπτε ότι προέβη σε άμεση παραδοχή, σε αντίθεση με τον άλλο κατηγορούμενο ο οποίος στην αρχή, στις καταθέσεις του, δεν παραδέχθηκε.

 

14. Υπό αυτές τις περιστάσεις αν θα δικαιολογείτο διαφορετική μεταχείριση θα μπορούσε να συζητηθεί ως μεταχείριση ευνοϊκότερη για τον εφεσείοντα.

 

15. Το Κακουργιοδικείο βεβαίως, επιβάλλοντας ποινή στον εφεσείοντα, δεν έσφαλε ούτε υπερέβη το μέτρο με τα τότε δεδομένα. Κριτήριο όμως τώρα αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, χρόνο που κρίνεται η ποινή.

 

16. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, ότι εξ αντικειμένου παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας σε σχέση με τον εφεσείοντα.

 

17. Η αποκατάστασή της υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορούσε να επιτευχθεί με μείωση της ποινής του εφεσείοντα με τέτοιο τρόπο ώστε να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με τον άλλο κατηγορούμενο.

 

Η έφεση επέτυχε. Η ποινή μειώθηκε από 2½ χρόνια σε 18 μήνες.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141,

 

Georghiou a.o. v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109,

 

Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115,

[*599]Κάττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοΐζου (2000) 2 Α.Α.Δ. 371,

 

Φιλίππου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 360,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 236,

 

Νικήτας ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 156,

 

Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63.

 

Έφεση κατά Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Σάντης, Π.Ε.Δ., Τσιβιτανίδου-Κίζη, Α.Ε.Δ., Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15106/2014), ημερομηνίας 10/2/2015.

 

Β. Μπίσσας, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ..

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στις 10.2.2015 το Κακουργιοδικείο Λάρνακας επέβαλε στον εφεσείοντα, μετά από παραδοχή του, ποινή φυλάκισης 2½ ετών για κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι 618,315 γραμ. κάνναβης, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Για την κατηγορία της (απλής) κατοχής της ίδιας ποσότητας δεν επιβλήθηκε ποινή. Άλλη κατηγορία περί προμήθειας της ίδιας ποσότητας από άγνωστο πρόσωπο είχε διακοπεί.

 

Ακολούθως, και αφού εντοπίστηκε το γενετικό υλικό κάποιου Παρασκευά Παπαπαντελή στις διαφανείς μεμβράνες που ήταν περιτυλιγμένα τα τέσσερα σκευάσματα που περιείχαν την κάνναβη και στη ρούχινη τσάντα όπου βρίσκονταν οι συσκευασίες της κάνναβης, ακολούθησε άλλη ποινική υπόθεση εναντίον του εν λόγω προσώπου με τις ίδιες, ως άνω, αρχικά, κατηγορίες. Πρόκειται για την Υπόθεση Αρ. 8716/2015 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, στα πλαίσια της οποίας, στις 14.1.2016 το Κακουρ[*600]γιοδικείο Λάρνακας επέβαλε για την (απλή) κατοχή της ίδιας ποσότητας στον Παρασκευά Παπαπαντελή ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Οι άλλες δύο κατηγορίες, περιλαμβανομένης της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, είχαν ανασταλεί. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε την ποινή της 18μηνης φυλάκισης αφού έλαβε υπόψη ότι στον εφεσείοντα είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 2½ ετών και με δεδομένο ότι η απλή κατοχή είναι ήσσονης σοβαρότητας σε σχέση με το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.

 

Η εξέλιξη, ως άνω, των πραγμάτων, συνιστά κατά τον εφεσείοντα παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όπως αυτή διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, εφόσον η αναστολή της σοβαρότερης κατηγορίας δημιούργησε ανισοσκέλεια στη μεταχείριση των δύο παραβατών που ενεπλάκησαν σε σχέση με την ίδια ποσότητα ναρκωτικών. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, εισηγήθηκε ότι το Εφετείο μπορεί να μετριάσει την ποινή του εφεσείοντα έστω και αν κατά τον χρόνο που αυτή είχε επιβληθεί δεν είχε ακόμα επιβληθεί ποινή στον άλλο κατηγορούμενο, εφόσον το ουσιαστικό αποτέλεσμα στο τέλος ήταν να προκύπτει άνιση μεταχείριση. Επιπρόσθετα προσβάλλεται με την υπό εξέταση έφεση η ποινή επί της εισήγησης ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα η ποινή που του επιβλήθηκε να είναι έκδηλα υπερβολική. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην εισήγηση περί άνισης μεταχείρισης παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, μεταξύ των οποίων στην υπόθεση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141.

 

Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα δέχθηκε ότι στην αιτιολογία της ποινής που επιβλήθηκε στον άλλο κατηγορούμενο, δεν φαίνεται ο λόγος για τον οποίο αναστάληκαν οι άλλες κατηγορίες και ειδικά η κατηγορία περί κατοχής με σκοπό την προμήθεια. Κατά την αντίληψή του, είπε, πρέπει η συμμετοχή του άλλου να ήταν διαφοροποιημένη από τη συμμετοχή του εφεσείοντα, εφόσον από το κείμενο της ποινής προκύπτει πως η μαρτυρία περιορίστηκε στην ανεύρεση γενετικού υλικού όπως ανωτέρω αναφέρεται. Συνεπώς, εδικαιολογείτο η διαφορετική αντιμετώπιση. Ως προς τον άλλο λόγο έφεσης εισηγήθηκε ότι ελήφθησαν δεόντως υπόψιν οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Στην Georghiou a.o. v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109 αποφασίστηκε και στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115 επιβεβαιώθηκε ότι η αρχή της  ίσης μεταχείρισης δεν περιορίζεται μόνο στη μεταχείριση των παραβατών από το Δικαστήριο, αλλά [*601]περιλαμβάνει και τη μεταχείρισή τους από τις εισαγγελικές αρχές.  Στην Κάττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, η αρχή αυτή βρήκε εφαρμογή σε σχέση με την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα για αναστολή ποινικής δίωξης συνεργού. Εξηγήθηκε ότι η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει ποινική δίωξη δεν ελέγχεται και ο σκοπός του Δικαστηρίου όταν λαμβάνει υπόψη κατά την επιβολή της ποινής τέτοιο ζήτημα, δεν είναι για να αναθεωρήσει την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά για να αποτιμήσει τις συνέπειες της άσκησης τέτοιας εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα στο δικό του έργο για επιμέτρηση της ποινής. Επί τούτου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28. Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείρηση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείρηση. Η ισότητα στη μεταχείρηση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα. Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείρηση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.»

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, αφού τονίστηκε η καθολικότητα της αρχής της ισότητας και διακηρύχθηκε ως η πεμπτουσία της δικαιοσύνης η ισονομία και η ισοπολιτεία, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Τα μέσα, τα οποία παρέχονται στο Δικαστήριο, προς αντιμετώπιση της άνισης μεταχείρισης των παραβατών από τις διωχτικές αρχές, είναι περιορισμένα. Η θεώρηση του παράγοντα αυτού, ως μετριαστικού της ποινής εκείνων που διώκονται, δεν επιφέρει την εξίσωση. Μετριάζει, όπως έχουμε τονίσει, τα αισθήματα αδι[*602]κίας που προκαλεί η άνιση μεταχείριση και συντηρεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ του κοινού. Και, στο μέτρο που της παρέχεται η ευχέρεια, η Δικαιοσύνη μεριμνά, με τα μέσα που έχει στη διάθεση της, για τη διασφάλιση ισοπολιτείας, θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος και αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος του ανθρώπου. Έτσι εκπληρώνει, στο μέτρο που είναι δυνατό, το καθήκον που επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος.»

 

Σύντομα μετά,η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοΐζου (2000) 2 Α.Α.Δ. 371, ακολούθως δε στην υπόθεση Φιλίππου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 360, όπως και στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ. 236.  Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Νικήτας ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 156 το Εφετείο μείωσε την ποινή του εφεσείοντα επί τω ότι δεν δόθηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής οι λόγοι της διακοπής των κατηγοριών συγκατηγορουμένων ώστε να μπορούσε να ελεχθεί αν αυτή εδικαιολογείτο και έτσι να μην μπορούσε να ετίθετο θέμα για ευνοϊκή μεταχείριση. Το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει τις κατηγορίες εναντίον άλλων κατηγορουμένων χωρίς να δώσει λόγους και πάλι δεν αμφισβητήθηκε.  Είπε σχετικά το Δικαστήριο:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας, ως είχε δικαίωμα, διέκοψε τις κατηγορίες κατά των Κατηγορουμένων 1 και 4 και, ως είχε δικαίωμα, δεν έδωσε λόγους για την ενέργειά του. Η έλλειψη λόγων όμως αφήνει τα πράγματα εκεί που ήσαν, δηλαδή ότι πρόσωπα για τα οποία εθεωρήθη ότι υπήρχε επαρκής υπόθεση εναντίον τους ώστε να κατηγορήθησαν έχουν τώρα απαλλαγεί. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει εικασίες ως προς τους λόγους της διακοπής των κατηγοριών ώστε να κρίνει αν αυτή εδικαιολογείτο και έτσι να μην μπορεί να τίθεται θέμα αντίληψης του μέσου πολίτη για ευνοϊκή μεταχείριση, οπότε η διακοπή δεν θα επενεργούσε ως μετριαστικός παράγοντας (ίδε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, όπου η απόσυρση των κατηγοριών οφείλετο στην αδυναμία ανεύρεσης των συγκατηγορουμένων ως εκ της διαφυγής τους στο εξωτερικό παρά τις προσπάθειες ανεύρεσης τους που καθυστέρησαν και την εκδίκαση της υπόθεσης. Η ίδια αρχή διέπει και την Παναγή v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, όπου εκρίθη ότι η αθώωση συγκατηγορουμένου μετά από ακρόαση διαφέρει από την απόσυρση της κατηγορίας, αφού δεν προκύπτει διαφορετική μεταχείριση εκ μέρους της εισαγγελικής αρχής, και έτσι δεν επενεργεί ως μετριαστικός παράγων).»

[*603]Τα παραπάνω δίνουν απάντηση και στην εισήγηση  του ευπαιδεύτου εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα επί της δικής του αντίληψης ότι δεν φαίνεται να υπήρχε επαρκής μαρτυρία για το σκοπό προμήθειας. Όπως ελέχθη και στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Λοΐζου, ανωτέρω, η έναρξη της ποινικής δίωξης υποδηλώνει ότι οι διωκτικές αρχές κατέχουν στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την προσαγωγή του κατηγορούμενου ενώπιον της δικαιοσύνης.  Πολύ περισσότερο, εν προκειμένω, που λόγω της ποσότητας που κατείχετο εδημιουργείτο και μαχητό τεκμήριο κατοχής με σκοπό την προμήθεια, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/1977, όπως τροποποιήθηκε). Η έλλειψη λόγων για την αναστολή της σοβαρότερης κατηγορίας δεν μπορεί να μετριάσει το αίσθημα αδικίας που δικαιολογημένα μπορεί να αισθάνεται ο άλλος παραβάτης, νοουμένου βέβαια ότι βρίσκεται στην ίδια θέση, εφόσον η αρχή της ισότητας επιβάλλει την ίδια μεταχείριση των ομοίων, αποκλείοντας την ταύτιση των ανομοίων. Οι διακρίσεις που κατά το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος αποκλείονται είναι εκείνες που δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου (Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63).

 

Εν προκειμένω, οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των δύο παραβατών αποκαλύπτουν ομοιογενείς καταστάσεις.  Είναι πρόσωπα της ίδιας ηλικίας με λευκό ποινικό μητρώο.  Έχουν αμφότεροι οικογένεια και παιδιά. Μάλιστα στην περίπτωση του εφεσείοντα το Δικαστήριο αναφέρθηκε ότι αυτός υποκινήθηκε από τρίτο πρόσωπο («γνωστό εγκληματικό στοιχείο»), υποκείμενος σε εκμετάλλευση της αδήριτης οικονομικής ανάγκης στην οποία βρισκόταν μη δυνάμενος να εξεύρει χρήματα για σκοπούς θεραπείας άρρωστου παιδιού του. Πέραν τούτου, προκύπτει ότι προέβη σε άμεση παραδοχή, σε αντίθεση με τον άλλο κατηγορούμενο ο οποίος στην αρχή, στις καταθέσεις του, δεν παραδέχθηκε και ανακρινόμενος προέβαλλε διάφορους ισχυρισμούς οι οποίοι, όπως διαπιστώθηκε, δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.  Υπό αυτές τις περιστάσεις αν θα δικαιολογείτο διαφορετική μεταχείριση θα μπορούσε να συζητηθεί ως μεταχείριση ευνοϊκότερη για τον εφεσείοντα. Δεν θεωρούμε όμως ότι προκύπτει ουσιαστική ανομοιογένεια, εφόσον εκείνο που χαρακτηρίζει ουσιωδώς την υπόθεση είναι τελικά η καταδίκη για την κατοχή της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών.

 

Το Κακουργιοδικείο βεβαίως, επιβάλλοντας ποινή στον εφεσείοντα, δεν έσφαλε ούτε υπερέβη το μέτρο με τα τότε δεδομένα.  Κριτήριο όμως τώρα αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα όπως έχει [*604]διαμορφωθεί σήμερα, χρόνο που κρίνεται η ποινή. Για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω κρίνουμε ότι εξ αντικειμένου έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας σε σχέση με τον εφεσείοντα. Η αποκατάστασή της υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορεί να επιτευχθεί με μείωση της ποινής του εφεσείοντα με τέτοιο τρόπο ώστε να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με τον άλλο κατηγορούμενο.

 

Ως εκ των άνω η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή μειώνεται από 2½ χρόνια σε 18 μήνες.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή μειώνεται από 2½ χρόνια σε 18 μήνες.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο