Τarita Andrei και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 621

ECLI:CY:AD:2016:B339

(2016) 2 ΑΑΔ 621

[*621]8 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 106/2014)

 

ANDREI TARITA,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 114/2014)

 

COSTEL VIOREL,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 106/2014, 114/2014)

 

 

Ποινή ― Βιασμός ― Άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα του Κεφ. 154 και απαγωγή, κατά παράβαση του Άρθρου 148 του Κεφ. 154. ― Επιβλήθηκε στους εφεσείοντες πρωτοδίκως ποινή φυλάκισης δώδεκα χρόνων και μειώθηκε κατ’ έφεση σε δέκα, κρινόμενη ως έκδηλα υπερβολική ― Εικοσιεπτάχρονοι δράστες και θύμα ηλικίας πενήντα χρόνων ― Λευκό ποινικό μητρώο, προσχεδιασμός, επαναλαμβανόμενος βιασμός, μη υπέρμετρη άσκηση βίας ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης, τριών ετών για το αδίκημα της απαγωγής.

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Δεν υπήρχε οποιοδήποτε ελάττωμα ή σφάλμα στην ενδελεχή και εκτενή αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αναφορά του στα [*622]κενά και τις αδυναμίες της μαρτυρίας της και στο τελικό συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη ήταν μια αξιόπιστη μάρτυρας της αλήθειας.

 

Ποινή ― Βιασμός ― Πότε επαυξάνεται η σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού ― H περιπτωσιολογία, όπως αυτή καθορίστηκε από τη νομολογία.

 

Απόδειξη ― Άμεσο παράπονο ― Απαραίτητα στοιχεία του άμεσου παραπόνου είναι ο αυθορμητισμός με τον οποίο γίνεται και η χρονική αμεσότητα, στοιχεία που αίρουν, στο βαθμό που είναι δυνατό, το ενδεχόμενο κατασκευής μαρτυρίας ― Το άμεσο παράπονο, όπως εφαρμόζεται στην Κύπρο, συνιστά εξαίρεση στον κανόνα που αποκλείει τις αυτοενισχυτικές δηλώσεις.

 

Οι Εφεσείοντες, οι οποίοι ήταν Κατηγορούμενοι ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (ο Εφεσείων στην 106/2014 ήταν ο Κατηγορούμενος 2 και ο Εφεσείων στην 114/2014 ήταν ο Κατηγορούμενος 1), βρέθηκαν ύστερα από ακροαματική διαδικασία, ένοχοι και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, την κατηγορία του βιασμού, κατά παράβαση του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα του Κεφ. 154 και την κατηγορία της απαγωγής, κατά παράβαση του Άρθρου 148 του Κεφ. 154.

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα ετών στην κατηγορία του βιασμού και τριών ετών στην κατηγορία της απαγωγής, και στους δύο Κατηγορούμενους - Εφεσείοντες.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 50 ετών, οι Κατηγορούμενοι - Εφεσείοντες ήταν ηλικίας 27 ετών.

 

Οι Κατηγορούμενοι δε βαρύνονταν με προηγούμενες καταδίκες.  Και οι δύο είναι προστάτες των οικογενειών τους. Δεν παραδέχθηκαν ενοχή και βρέθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα του βιασμού, που είναι ισόβια φυλάκιση, και την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα της απαγωγής που είναι φυλάκιση μέχρι επτά έτη.

 

Αναφερόμενο δε σε νομολογία χαρακτήρισε την υπόθεση  ιδιαίτερα σοβαρή, σημείωσε τη χρήση βίας σε βάρος της παραπονούμενης με το χαστούκι στο στόμα της, καθώς και το διαδοχικό και επαναλαμβανόμενο βιασμό της και από τους δύο κατηγορουμένους και τον εξαναγκασμό της να τους κάνει και στοματικό σεξ, αλλά και [*623]την προσπάθεια για πρωκτικό βιασμό της. Σημείωσε, ακόμα, τις δυσμενείς επιπτώσεις πάνω στην παραπονούμενη, εφόσον, από την ημέρα του συμβάντος, νοιώθει πολύ άσχημα, δεν μπορεί να κοιμηθεί και δυσκολεύεται να ξεπεράσει την οδυνηρή εμπειρία της.

 

Με τις παρούσες εφέσεις, οι Εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και το ύψος της ποινής που τους επιβλήθηκε.

 

Με τις εφέσεις προβλήθηκαν κυρίως τα πρωτόδικα ευρήματα αξιολόγησης μαρτυρίας ως επίσης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής  ως έκδηλα υπερβολικό.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας της παραπονούμενης απασχόλησε πολύ σοβαρά το Κακουργιοδικείο, το οποίο άρχισε την εξέταση της μαρτυρίας της, προειδοποιώντας και υπενθυμίζοντας τον εαυτό του ότι, σε περίπτωση διάπραξης αδικημάτων σεξουαλικής φύσης, όπως τα επίδικα, η μαρτυρία του παραπονούμενου προσώπου χρήζει, ως θέμα πρακτικής και όχι ως θέμα νομοθετικής επιταγής, ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

2.  Ευθύς εξαρχής, παρατήρησε ότι η παραπονούμενη άφησε στο Δικαστήριο πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Αφηγείτο τα σχετικά γεγονότα με απλό μεν τρόπο, αλλά και με θετικότητα και σαφήνεια. Η όλη έκφραση και ο τρόπος της ενώ κατέθετε, ήταν φυσικός και ανεπιτήδευτος.

 

3.  Αυτή η εξαρχής παρατήρηση του Κακουργιοδικείου δεν είναι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, μεμπτή, αλλά ούτε και δείχνει ότι το Κακουργιοδικείο θεώρησε την παραπονούμενη ως αξιόπιστη μάρτυρα, εκ προοιμίου.

 

4.  Απλώς διατύπωσε την πολύ καλή εντύπωση που έδωσε στο Δικαστήριο η παραπονούμενη, ως μάρτυρας της αλήθειας, η οποία περιέγραφε γεγονότα τα οποία είχε βιώσει.

 

5.  Πέραν, όμως, της πολύ καλής εντύπωσης που έδωσε η παραπονούμενη στο Δικαστήριο, αυτή υποβλήθηκε και σε εκτεταμένη και εξουθενωτική αντεξέταση, η οποία κάλυψε πέντε δικασίμους.

 

6.  Αντεξετάστηκε από δύο συνηγόρους υπεράσπισης για διάστημα αρκετών ωρών. Κατά τη διάρκεια αυτής της αντεξέτασης, το Κα[*624]κουργιοδικείο παρατηρεί, ότι η παραπονούμενη απαντούσε με αμεσότητα και χωρίς οποιανδήποτε αμφιταλάντευση ή ενδοιασμό και χωρίς να τη διακρίνει οποιοδήποτε ίχνος αμφιβολίας, επειδή αυτά στα οποία αναφερόταν ήταν γεγονότα που βίωσε.

 

7.  Οι απαντήσεις της δεν παρουσίασαν ουσιώδεις αντιφάσεις, αυτοαναιρέσεις ή διαφοροποιήσεις σε σχέση με την εξέλιξη του όλου συμβάντος, παρατηρεί το Κακουργιοδικείο.

 

8.  Η όλη αφήγηση της παραπονούμενης για τα γεγονότα της επίδικης ημέρας και τη διακίνησή της, καθώς και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε, επιβεβαιώνονται από τη μαρτυρία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που δόθηκε από τον ΜΚ14, και τα οποία εξασφαλίστηκαν  και επεξηγήθηκαν από τον ΜΚ14.

 

9.  Δε υπήρχε οτιδήποτε το εσφαλμένο ή το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την επιβεβαίωση της διακίνησης της παραπονούμενης από τη μαρτυρία του ΜΚ14 και το τεκμήριο 38, το οποίο και παρουσίασε.

 

10. Περαιτέρω, η μαρτυρία της παραπονούμενης επιβεβαιωνόταν και από τη μαρτυρία του ΜΚ11 και από τον ΜΚ5, και από την Ειρήνη Μιχαήλ (στο τεκμήριο 33), αδελφότεκνη του ΜΚ11.

 

11. Όσον αφορούσε κάποιες μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης, το Κακουργιοδικείο τις εξετάζει λεπτομερώς και κάτω από μεγεθυντικό φακό, θα λέγαμε.

 

12. Το Κακουργιοδικείο προχωρεί και εξετάζει και το ζήτημα της αναφοράς της παραπονούμενης σε αυτοκίνητα άλλα που πέρασαν πριν από τους Κατηγορούμενους, ενώ αυτή στεκόταν στο δρόμο και ζητούσε μεταφορικό μέσο για να τη μεταφέρει στον προορισμό της.

 

13. Εξετάζει, ακόμα, τη μη αναφορά της παραπονούμενης, στην κατάθεσή της, σε περιπολικό της Αστυνομίας, το γεγονός ότι η παραπονούμενη δε θυμόταν ποιος από τους δύο Κατηγορούμενους την είχε κτυπήσει στο στόμα, και τη μή αναφορά της στην ύπαρξη λεκέδων από αίμα στο παντελόνι της.

 

14. Εκτενώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρεται σε όλες τις αντιφάσεις και τα κενά στη μαρτυρία της παραπονούμενης και πειστικά εξηγεί γιατί οι αντιφάσεις και τα κενά, σε συνάρτηση με την πειστικότητα της μαρτυρίας της, δεν επηρέασαν την αξιοπιστία της.

[*625]15.     Το Εφετείο, σε σπάνιες περιπτώσεις, επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και σίγουρα αυτή δεν είναι περίπτωση για επέμβαση του Εφετείου.

 

16. Δε υπήρχε οποιοδήποτε ελάττωμα ή σφάλμα στην ενδελεχή και εκτενή αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αναφορά του στα κενά και τις αδυναμίες της μαρτυρίας της και στο τελικό συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη ήταν μια αξιόπιστη μάρτυρας της αλήθειας.

 

17. Όσον αφορούσε στις ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τις οποίες έγιναν δεκτές από δύο καταθέσεις των Κατηγορουμένων-Εφεσειόντων, προέκυπτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκαν οι προαναφερόμενες καταθέσεις, υπό το φως των ισχυρισμών της Υπεράσπισης ότι οι προαναφερόμενες καταθέσεις δεν ήταν θεληματικές, λήφθηκαν κατά παράβαση των Κανόνων των Δικαστών και ότι, γενικά, δεν θα έπρεπε να γίνουν δεκτές.

 

18. Διεξήχθηκαν τέσσερις δίκες εντός δίκης και στις τέσσερις περιπτώσεις, με τις ενδιάμεσες αποφάσεις του, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τις τέσσερις καταθέσεις ως θεληματικές.

 

19. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο έτσι είχαν τα πράγματα, και δε υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό ή το λανθασμένο στις τέσσερις ενδιάμεσες αποφάσεις, ώστε να τίθετο θέμα παρέμβασης.

 

20. Αναφορικά με το ζήτημα της νόμιμης ή μη παρουσίας της παραπονούμενης στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη χρόνο, και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ορθό εύρημα, ότι, δηλαδή, μετά το θάνατο της εργοδότριας της παραπονούμενης, αυτή παρέμεινε με τον ηλικιωμένο σύζυγο της εργοδότριας της για περίπου δύο μήνες, στη συνέχεια απεβίωσε και ο σύζυγος, και γίνονταν διαδικασίες, μέσω των αρμοδίων αρχών, ώστε η παραπονούμενη να εργαστεί στην οικία του υιού της αποβιώσασας εργοδότριας της, μέχρι τη λήξη της άδειας παραμονής της.

 

21. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αυτό ήταν μόνο παρεμφερές, εφόσον η μόνη του σημασία ήταν αυτή που του αποδόθηκε από την Υπεράσπιση των Εφεσειόντων, ότι, δηλαδή, η παραπονούμενη βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα και έκαμε την καταγγελία του βιασμού και της απαγωγής της για να παραταθεί η παραμονή της στην Κύπρο, εκδοχή που απορρίφθηκε από το Κακουργιδικείο.

[*626]Η έφεση εναντίον της ποινής:

 

1.  Στην καθοδηγητική υπόθεση R. V. Billam [1986] 8 Cr App. R.(s) 48, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά στα πλαίσια της υπόθεσης Χριστοφή v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 323, το Αγγλικό Εφετείο ανέφερε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού επαυξάνεται όταν, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιείται βία για τον εκφοβισμό του θύματος, όπλο κ.ά. όπως δε εξαντλητικά παρατίθενται οι διάφορες περιπτώσεις.

 

2.  Εξετάστηκαν με προσοχή όλα τα σχετικά στοιχεία, και προέκυπτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε οποιανδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ των δύο Κατηγορουμένων, παρόλο που είναι ο Κατηγορούμενος 2 που εμπόδισε την παραπονούμενη να βγει από το αυτοκίνητο και τη χαστούκισε στο πρόσωπο, και παρόλο που την προσπάθεια για πρωκτικό βιασμό την έκαμε ο Κατηγορούμενος 1.

 

3.  Δεν χρησιμοποιήθηκε δε υπέρμετρη βία για τον εξαναγκασμό του θύματος αλλά μόνο εκφοβισμός και ένα χαστούκι. Δεν χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε όπλο, οι Κατηγορούμενοι δε βαρύνονταν με προηγούμενες καταδίκες και το θύμα δεν είναι ούτε μεγάλης, ούτε και πολύ μικρής ηλικίας.

 

4.  Ο βιασμός, όμως, ήταν επαναλαμβανόμενος, από τους δύο, ήταν αποτέλεσμα προσχεδιασμού, το θύμα υποβλήθηκε σε επιπρόσθετες σεξουαλικές προσβολές και είχε δυσμενή, αλλά όχι ιδιαίτερα σοβαρά ψυχολογικά αποτελέσματα.

 

5.  Οι Κατηγορούμενοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή και υπέβαλαν την παραπονούμενη στη διαδικασία της ακρόασης, όπου αυτή υποχρεώθηκε να επαναλάβει τα όσα έζησε κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

 

6.  Λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα εγκλήματα, αλλά και το νεαρό της ηλικίας και το λευκό ποινικό μητρώο των Εφεσειόντων, η ποινή που επιβλήθηκε στους δύο Εφεσείοντες ήταν έκδηλα υπερβολική και ήταν η κατάλληλη περίπτωση στην οποία το Εφετείο ήταν ορθό και δίκαιο να παρέμβει.

 

7.  Η ποινή των δώδεκα ετών φυλάκισης για το αδίκημα του βιασμού μετατράπηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα ετών για τον καθένα των Εφεσειόντων, η οποία κρίθηκε ως ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις, ενώ η ποινή φυλάκισης των τριών ετών για το αδίκημα της απαγωγής, επικυρώθηκε και για τους δύο Εφεσείοντες. Οι ποι[*627]νές θα συνέτρεχαν και άρχισαν από την ημερομηνία που καθόρισε το Κακουργιοδικείο, δηλαδή την 12.6.2013, ημερομηνία που οι Εφεσείοντες τέθηκαν υπό κράτηση.

 

Οι εφέσεις επέτυχαν μερικώς.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ηamieh ν. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259,

 

R. v. Herny a.ο. [1969] Cr. App. R. (A) 150,

 

R. Baskerville [1916] 2 K.B. 685,

 

R. V. Billam [1986] 8 Cr App. R.(s) 48,

 

Χριστοφή v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 323.

 

Εφέσεις κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Eφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Δημητριάδου-Ανδρέου, Π.Ε.Δ., Εφραίμ, Α.Ε.Δ., Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14493/2013), ημερομηνίας 22/5/2014.

 

Γ. Χατζηπέτρου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 106/2014.

 

Π. Παφίτης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 114/2014.

 

Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Οι Εφεσείοντες, οι οποίοι ήταν Κατηγορούμενοι ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (ο Εφεσείων στην 106/2014 ήταν ο Κατηγορούμενος 2 και ο Εφεσείων στην 114/2014 ήταν ο Κατηγορούμενος 1), μετά από ακροαματική διαδικασία, βρέθηκαν ένοχοι και στις δύο κατηγορίες που [*628]αντιμετώπιζαν, την κατηγορία του βιασμού, κατά παράβαση του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα του Κεφ. 154 και την κατηγορία της απαγωγής, κατά παράβαση του Άρθρου 148 του Κεφ. 154.

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα ετών στην κατηγορία του βιασμού και τριών ετών στην κατηγορία της απαγωγής, και στους δύο Κατηγορούμενους – Εφεσείοντες.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 50 ετών, οι Κατηγορούμενοι – Εφεσείοντες ήταν ηλικίας 27 ετών.  Ενώ αυτή περπατούσε στον προαναφερόμενο δρόμο, σταμάτησαν οι δύο Κατηγορούμενοι, οι οποίοι επέβαιναν σε αυτοκίνητο, οπόταν, μετά από πρόσκληση των κατηγορουμένων, η παραπονούμενη μπήκε στο αυτοκίνητο, δείχνοντας τους εμπιστοσύνη, για να τη μεταφέρουν στον προορισμό της. Αυτοί παρεξέκλιναν από την πορεία και κατευθύνθηκαν σε απόμερο μέρος, σε δάσος, οπόταν η παραπονούμενη αντιλήφθηκε ότι κάτι κακό θα της συνέβαινε.  Προσπάθησε να βγει από το αυτοκίνητο για να τρέξει και να διαφύγει, ο Κατηγορούμενος 2 όμως την εμπόδισε και στη συνέχεια και οι δύο Κατηγορούμενοι την έσπρωξαν στο πίσω κάθισμα και ο Κατηγορούμενος 2 τη χαστούκισε στο στόμα. Στη συνέχεια, και παρά τις εκκλήσεις της παραπονούμενης, οι Κατηγορούμενοι προχώρησαν σε διαδοχικές πράξεις βιασμού, όπως και εξαναγκασμού της παραπονούμενης να τους κάνει στοματικό σεξ. Υπήρξε δε και προσπάθεια για πρωκτικό βιασμό της από τον πρώτο κατηγορούμενο, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του συμβάντος η παραπονούμενη έκλαιγε και ικέτευε τους Κατηγορύμενους να την αφήσουν ελεύθερη, οι Κατηγορούμενοι όμως έβαζαν το χέρι τους μπροστά από το στόμα της για να τη σταματήσουν. Όταν τελείωσαν, την άφησαν να ντυθεί και την πήραν με το αυτοκίνητο τους, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, όπου σε κάποιο σημείο σταμάτησαν και την άφησαν να φύγει. Η παραπονούμενη κατόρθωσε να συγκρατήσει τον αριθμό εγγραφής του οχήματος των Κατηγορουμένων, τον οποίο έδωσε στην Αστυνομία, η οποία μπόρεσε να εντοπίσει γρήγορα τους Κατηγορούμενους.

 

Οι Κατηγορούμενοι δε βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες. Και οι δύο είναι προστάτες των οικογενειών τους. Δεν παραδέχθηκαν ενοχή και βρέθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα του βιασμού, που είναι ισόβια φυλάκιση, και την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα της απαγωγής που είναι φυλάκιση μέχρι επτά έτη. Στη συνέχεια ανα[*629]φέρθηκε σε Νομολογία και ειδικά στην απόφαση Hamieh v. Γ.Ε. (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, στην οποία επιβλήθηκε πρωτόδικα και επικυρώθηκε κατ’ έφεση ποινή φυλάκισης εννέα ετών σε κατηγορούμενο ηλικίας 24 ετών, ο οποίος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε τρεις κατηγορίες, η μία εκ των οποίων αφορούσε στο αδίκημα του βιασμού 48χρονης. Σε εκείνη την περίπτωση δεν είχε ασκηθεί υπέρμετρη βία από τον Κατηγορούμενο, αλλά μόνο τόση όση χρειαζόταν για να καμφθεί η αντίσταση του θύματος.

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε την υπόθεση αυτή ως ιδιαίτερα σοβαρή, σημείωσε τη χρήση βίας σε βάρος της παραπονούμενης με το χαστούκι στο στόμα της, καθώς και το διαδοχικό και επαναλαμβανόμενο βιασμό της και από τους δύο κατηγορουμένους και τον εξαναγκασμό της να τους κάνει και στοματικό σεξ, αλλά και την προσπάθεια για πρωκτικό βιασμό της. Σημείωσε, ακόμα, τις δυσμενείς επιπτώσεις πάνω στην παραπονούμενη, εφόσον, από την ημέρα του συμβάντος, νοιώθει πολύ άσχημα, δεν μπορεί να κοιμηθεί και δυσκολεύεται να ξεπεράσει την οδυνηρή εμπειρία της.

 

Με τις παρούσες εφέσεις, οι δύο Εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και το ύψος της ποινής που τους επιβλήθηκε. Στην Έφεση αρ. 106/2014 προβάλλονται οι εξής λόγοι έφεσης:

 

Πρώτος Λόγος – Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, παραγνωρίζοντας, αδικαιολόγητα, ουσιώδεις αντιφάσεις, αδυναμίες και κενά που υπήρχαν σ’ αυτή, τα οποία θα έπρεπε να δημιουργήσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την ενοχή των Κατηγορουμένων.

 

Δεύτερος Λόγος - Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε, εκ προοιμίου, τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως αξιόπιστη και την κατέστησε άξονα και μέτρο σύγκρισης για την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

Τρίτος Λόγος - Οι ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου, με τις οποίες έκρινε ως θεληματικές τις καταθέσεις του Εφεσείοντος, είναι εσφαλμένες.

 

Τέταρτος Λόγος – Η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη καθότι περιέχει αντιφατικές διαπιστώσεις και ευρήματα.

 

Πέμπτος Λόγος - Η διεξαγωγή της δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν αντικανονική και διεξήχθη κατά παράβαση των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος.

[*630]Έκτος Λόγος – Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι το τεκμήριο 21Α δεν έχει δύο διαφορετικές μεταφράσεις, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους.

 

Έβδομος Λόγος - Το Κακουργιοδικείο δεν προσέδωσε τη δέουσα σημασία στο γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν είχε οποιαδήποτε σημάδια κακοποίησης.

 

Όγδοος Λόγος - Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άμεσου παραπόνου και, συνεπώς, ότι υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

 

Επιπρόσθετα, η επιβληθείσα ποινή των δώδεκα ετών φυλάκισης στον Εφεσείοντα προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική και/ή νομικά εσφαλμένη.

 

Στην Ποινική Έφεση αρ. 114/2014 προβάλλονται οι εξής λόγοι έφεσης:

 

Πρώτος Λόγος - Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ως αξιόπιστη μάρτυρα την παραπονούμενη, παρά τις ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία της.

 

Δεύτερος Λόγος - Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο θεώρησε την παραπονούμενη, εκ προοιμίου, ως αξιόπιστη και έκρινε την υπόλοιπη μαρτυρία με άξονα τη δική της μαρτυρία.

 

Τρίτος Λόγος - Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η παραπονούμενη βρισκόταν νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Τέταρτος Λόγος - Οι ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου για τη δεκτότητα και θεληματικότητα των καταθέσεων του Εφεσείοντα, ήταν λανθασμένες.

 

Πέμπτος Λόγος - Η απόφαση του Κακουργιοδικείου πάσχει, καθότι περιέχει αντιφατικές διαπιστώσεις.

 

Έκτος Λόγος - Η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αντικανονική.

 

Έβδομος Λόγος - Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το τεκμήριο 21Α δεν έχει δύο διαφορετικές μεταφράσεις.

[*631]Όγδοος Λόγος - Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψιν του ότι η παραπονούμενη δεν είχε οποιαδήποτε σημάδια κακοποίησης.

 

Ένατος Λόγος - Λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άμεσου παραπόνου.

 

Επιπρόσθετα, η ποινή των δώδεκα ετών φυλάκισης στον Εφεσείοντα προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική και/ή νομικά εσφαλμένη.

 

Η Εφεσίβλητη Κυπριακή Δημοκρατία, στο διάγραμμα της, υποστηρίζει ότι η παραπονούμενη ήταν αξιόπιστη μάρτυρας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας μετά από ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας της και καθοδηγούμενο από ορθές νομικές αρχές και ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ως προς το παράπονο της παραπονούμενης στη ΜΚ10, η Εφεσίβλητη εισηγείται ότι ορθά θεωρήθηκε ως άμεσο παράπονο, με βάση το Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Για τις ενδιάμεσες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου, αναφορικά με την αποδοχή των ανακριτικών καταθέσεων των δύο Εφεσειόντων, η Εφεσίβλητη εισηγείται ότι και οι τέσσερις ενδιάμεσες αποφάσεις ήταν ορθές. Για την απόφαση του Κακουργιοδικείου, η Εφεσίβλητη εισηγείται ότι δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε αντίφαση ή κενό και ότι δεν υπόκειται σε ανατροπή για οποιονδήποτε λόγο. Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 5 και 6 στην Ποινική Έφεση 106/2014 και τον λόγο έφεσης 7 στην Ποινική Έφεση 114/2014, η Εφεσίβλητη εισηγείται ότι το ζήτημα της διερμηνείας τέθηκε και πρωτόδικα και εξετάστηκε εκτενώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δε διέγνωσε, εκτός από μία περίπτωση στην οποία η διερμηνέας αντικαταστάθηκε, οποιανδήποτε αδυναμία στη μετάφραση. Κατ’ επέκταση, δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη των Εφεσειόντων, ούτε και αυτοί στερήθηκαν οποιασδήποτε δυνατότητας αντεξέτασης της παραπονούμενης. Όσον αφορά την ανυπαρξία σημαδιών κακοποίησης στην παραπονούμενη, αυτό, εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, δεν αποκλείει τη διάπραξη βιασμού, αλλά ούτε και συγκρούεται με τη μαρτυρία των ΜΚ6 και ΜΚ7. Αναφορικά με το άμεσο παράπονο, η Εφεσίβλητη εισηγείται ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί το παράπονο της παραπονούμενης στη ΜΚ10 ως άμεσο παράπονο, σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο.

[*632]Η ποινή που επιβλήθηκε στους Εφεσείοντες είναι ανάλογη της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξαν, λαμβάνει υπόψιν τις συνθήκες υπό τις οποίες τα αδικήματα διαπράχθηκαν, καθώς και τα ελαφρυντικά που προβλήθηκαν για τον κάθε Εφεσείοντα, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο της Εφεσίβλητης.

 

Διεξήλθαμε με πολλή προσοχή την εκτενή και εμπεριστατωμένη απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την καταδίκη των Εφεσειόντων. Το ζήτημα της αξιοπιστίας της παραπονούμενης απασχόλησε πολύ σοβαρά το Κακουργιοδικείο, το οποίο άρχισε την εξέταση της μαρτυρίας της, προειδοποιώντας και υπενθυμίζοντας τον εαυτό του ότι, σε περίπτωση διάπραξης αδικημάτων σεξουαλικής φύσης, όπως τα επίδικα, η μαρτυρία του παραπονούμενου προσώπου χρήζει, ως θέμα πρακτικής και όχι ως θέμα νομοθετικής επιταγής, ενισχυτικής μαρτυρίας. Αναφέρθηκε, συναφώς, στην αγγλική υπόθεση R. v. Herny a.ο. [1969] Cr. App. R. (A) 150. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Ευθύς εξαρχής, παρατήρησε ότι η παραπονούμενη άφησε στο Δικαστήριο πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Αφηγείτο τα σχετικά γεγονότα με απλό μεν τρόπο, αλλά και με θετικότητα και σαφήνεια. Η όλη έκφραση και ο τρόπος της ενώ κατέθετε, ήταν φυσικός και ανεπιτήδευτος. Αυτή η εξαρχής παρατήρηση του Κακουργιοδικείου δεν είναι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, μεμπτή, αλλά ούτε και δείχνει ότι το Κακουργιοδικείο θεώρησε την παραπονούμενη ως αξιόπιστη μάρτυρα, εκ προοιμίου. Απλά, διατυπώνει την πολύ καλή εντύπωση που έδωσε στο Δικαστήριο η παραπονούμενη, ως μάρτυρας της αλήθειας, η οποία περιέγραφε γεγονότα τα οποία είχε βιώσει.

 

Πέραν, όμως, της πολύ καλής εντύπωσης που έδωσε η παραπονούμενη στο Δικαστήριο, αυτή υποβλήθηκε και σε εκτεταμένη και εξουθενωτική αντεξέταση, η οποία κάλυψε πέντε δικασίμους.  Αντεξετάστηκε από δύο συνηγόρους υπεράσπισης για διάστημα αρκετών ωρών. Κατά τη διάρκεια αυτής της αντεξέτασης, το Κακουργιοδικείο παρατηρεί, ότι η παραπονούμενη απαντούσε με αμεσότητα και χωρίς οποιανδήποτε αμφιταλάντευση ή ενδοιασμό και χωρίς να τη διακρίνει οποιοδήποτε ίχνος αμφιβολίας, επειδή αυτά στα οποία αναφερόταν ήταν γεγονότα που βίωσε. Οι απαντήσεις της δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις αντιφάσεις, αυτοαναιρέσεις ή διαφοροποιήσεις σε σχέση με την εξέλιξη του όλου συμβάντος, παρατηρεί το Κακουργιοδικείο. Συναφώς, το Κακουργιοδικείο αναφέρεται σε μια επιπλέον ειδεχθή πράξη, τόσο από τον Κατηγορούμενο 2, όσο και από τον Κατηγορούμενο 1, οι οποίες δεν είχαν αναφερθεί εξαρχής από την παραπονούμενη. Αυτές οι επιπλέον πρά[*633]ξεις στις οποίες αναφέρθηκε η παραπονούμενη στην προφορική της μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν επηρέαζαν την αξιοπιστία της παραπονούμενης, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο.

 

Το Κακουργιοδικείο, ακόμα, προχωρεί και επισημαίνει σημεία της μαρτυρίας της παραπονούμενης, τα οποία επιβεβαιώνονται και ενδυναμώνονται από την υπόλοιπη μαρτυρία, η οποία προέρχεται από ανεξάρτητη πηγή. Η όλη αφήγηση της παραπονούμενης για τα γεγονότα της επίδικης ημέρας και τη διακίνησή της, καθώς και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε, επιβεβαιώνονται από τη μαρτυρία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που δόθηκε από τον ΜΚ14, και τα οποία εξασφαλίστηκαν (τεκμήριο 38) και επεξηγήθηκαν από τον ΜΚ14. Δε βρίσκουμε οτιδήποτε το εσφαλμένο ή το μεμπτό στην προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την επιβεβαίωση της διακίνησης της παραπονούμενης από τη μαρτυρία του ΜΚ14 και το τεκμήριο 38, το οποίο και παρουσίασε.

 

Περαιτέρω, η μαρτυρία της παραπονούμενης επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία του ΜΚ11, ο οποίος είδε την παραπονούμενη στις 2.6.2013, στις 19:15 και έκλαιγε, ήταν ταραγμένη και ταλαιπωρημένη. Η μαρτυρία της επιβεβαιώνεται, επίσης, από τον ΜΚ5, ο οποίος γύρω στις 19:00 της ίδιας ημέρας, είδε την παραπονούμενη, η οποία ήταν φοβισμένη, έτρεμε και τα μάτια της ήταν κλαμένα. Η ίδια κατάσταση επιβεβαιώνεται και από την Ειρήνη Μιχαήλ (στο τεκμήριο 33), αδελφότεκνη του ΜΚ11, η οποία είπε ότι στις 19:30 της ίδια ημέρας η παραπονούμενη έκλαιγε στο δρόμο, ενώ η μάρτυρας τη μετέφερε.

 

Όσον αφορά το παράπονο της παραπονούμενης, η οποία τηλεφώνησε στη ΜΚ10 στις 19:20 της ίδιας ημέρας, ζητώντας της βοήθεια και λέγοντάς της ότι υπέστη βιασμό από δύο αγόρια, το Κακουργιοδικείο εξετάζει κατά πόσο το παράπονο αυτό ήταν άμεσο παράπονο και το αντιπαραβάλλει με την ιατροδικαστική έκθεση της Δρος Αντωνίου, στην οποία δεν υπάρχει εύρημα για αιμορραγία της παραπονούμενης και στην οποία αναφέρεται ότι η παραπονούμενη δεν έφερε οποιαδήποτε εξωτερική ή εσωτερική κάκωση. Το Κακουργιοδικείο, ορθά κατά την εκτίμησή μας, παρατηρεί ότι η αναφορά της παραπονούμενης στο ότι ένας από τους δύο Κατηγορούμενος την είχε χαστουκίσει στο πρόσωπο, κατά το χρόνο του βιασμού, δεν έρχεται σε αντίθεση με το εύρημα ότι όταν εξετάστηκε από την ιατροδικαστή δεν αιμορραγούσε στο στόμα, ούτε και υπήρχε πληγή ή κακώσεις σ’ ολόκληρο το σώμα της.

 

Όσον αφορά κάποιες μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία της πα[*634]ραπονούμενης, το Κακουργιοδικείο τις εξετάζει λεπτομερώς και κάτω από μεγεθυντικό φακό, θα λέγαμε. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, στο κατά πόσον η παραπονούμενη ασκούσε πορνεία και σημειώνει ότι σε κάποια σχετική ερώτηση η παραπονούμενη απάντησε καταφατικά, στη συνέχεια, όμως, και αφού αντελήφθη, προφανώς, για ποιό πράγμα ερωτάτο, απάντησε αρνητικά και με έμφαση ξεκαθάρισε ότι ο μόνος άντρας με τον οποίο είχε σεξουαλική επαφή, μέχρι το βιασμό της, ήταν ο σύζυγός της. Η αρχική καταφατική απάντηση της αποδίδεται σε παρανόηση από μέρους της, αναφορικά με την ερώτηση, όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο, και συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή.

 

Το Κακουργιοδικείο προχωρεί και εξετάζει και το ζήτημα της αναφοράς της παραπονούμενης σε αυτοκίνητα άλλα που πέρασαν πριν από τους Κατηγορούμενους, ενώ αυτή στεκόταν στο δρόμο και ζητούσε μεταφορικό μέσο για να τη μεταφέρει στον προορισμό της. Εξετάζει, ακόμα, τη μή αναφορά της παραπονούμενης, στην κατάθεσή της, σε περιπολικό της Αστυνομίας, το γεγονός ότι η παραπονούμενη δε θυμόταν ποιος από τους δύο Κατηγορούμενους την είχε κτυπήσει στο στόμα, και τη μή αναφορά της στην ύπαρξη λεκέδων από αίμα στο παντελόνι της. Εκτενώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρεται σε όλες τις αντιφάσεις και τα κενά στη μαρτυρία της παραπονούμενης και πειστικά εξηγεί γιατί οι αντιφάσεις και τα κενά, σε συνάρτηση με την πειστικότητα της μαρτυρίας της, δεν επηρέασαν την αξιοπιστία της.

 

Το Εφετείο, σε σπάνιες περιπτώσεις, επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και σίγουρα αυτή δεν είναι περίπτωση για επέμβαση του Εφετείου. Δε βρίσκουμε οποιοδήποτε ελάττωμα ή σφάλμα στην ενδελεχή και εκτενή αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αναφορά του στα κενά και τις αδυναμίες της μαρτυρίας της και στο τελικό συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη ήταν μια αξιόπιστη μάρτυρας της αλήθειας.

 

Όσον αφορά τις ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τις οποίες έγιναν δεκτές από δύο καταθέσεις των Κατηγορουμένων-Εφεσειόντων, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκαν οι προαναφερόμενες καταθέσεις, υπό το φως των ισχυρισμών της Υπεράσπισης ότι οι προαναφερόμενες καταθέσεις δεν ήταν θεληματικές, λήφθηκαν κατά παράβαση των Κανόνων των Δικαστών και ότι, γενικά, δεν θα έπρεπε να γίνουν δεκτές. Διεξήχθηκαν τέσσερις δίκες εντός δίκης και στις τέσσερις περιπτώσεις, με τις ενδιάμεσες απο[*635]φάσεις του, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τις τέσσερις καταθέσεις ως θεληματικές και ως ληφθείσες σύμφωνα με τον Δικαστικό Κανόνα ΙΙ και όχι σύμφωνα με τον Δικαστικό Κανόνα ΙΙΙ, επειδή, στο στάδιο της λήψης των επίδικων καταθέσεων μόλις είχε αρχίσει να εμφανίζεται μαρτυρία που παρείχε εύλογη βάση για να δημιουργηθούν υποψίες εναντίον των δύο Κατηγορουμένων, οπόταν ορθώς εφαρμόστηκε και στις τέσσερις περιπτώσεις ο Δικαστικός Κανόνας ΙΙ. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, το ανακριτικό έργο βρισκόταν στα αρχικά στάδια του και δεν είχε ολοκληρωθεί ώστε να προκύπτει επαρκής μαρτυρία, για να μπορεί η Αστυνομία να προχωρήσει με τη διατύπωση κατηγοριών στη βάση του Δικαστικού Κανόνα ΙΙΙ. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι έτσι είχαν τα πράγματα, και δε βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό ή το λανθασμένο στις τέσσερις ενδιάμεσες αποφάσεις, ώστε να παρέμβουμε.

 

Αναφορικά με το ζήτημα του παραπόνου, το οποίο διατύπωσε η παραπονούμενη στη ΜΚ10, αυτό εξετάστηκε στα πλαίσια της έγνοιας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Στην καθοδηγητική υπόθεση R. Baskerville [1916] 2 K.B. 685, επαναδιατυπώθηκαν τα στοιχεία που συνθέτουν την ενισχυτική μαρτυρία. Στην Κύπρο, σε αντίθεση με το κοινό δίκαιο, όπως εφαρμόζεται στην Αγγλία, το ζήτημα διέπεται από το Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο ορίζει ότι το Δικαστήριο δύναται να δεχθεί, ως απόδειξη, τις λεπτομέρειες παραπόνου, δηλαδή ως απόδειξη των γεγονότων που εξιστορούνται μέσα από τη δήλωση του θύματος. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για παράπονο που γίνεται, λαμβανομένων υπόψιν των συνθηκών της υπόθεσης, αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος και προς το πρώτο πρόσωπο που θα ήταν φυσικό το θύμα να προβεί σε παράπονο. Απαραίτητα στοιχεία του άμεσου παραπόνου είναι ο αυθορμητισμός με τον οποίο γίνεται και η χρονική αμεσότητα, στοιχεία που αίρουν, στο βαθμό που είναι δυνατό, το ενδεχόμενο κατασκευής μαρτυρίας. Είναι προφανές ότι το άμεσο παράπονο, όπως εφαρμόζεται στην Κύπρο, συνιστά εξαίρεση στον κανόνα που αποκλείει τις αυτοενισχυτικές δηλώσεις. Τούτο, διότι οι λεπτομέρειες ενός άμεσου παραπόνου ή δήλωσης γίνονται δεκτές για την απόδειξη της αλήθειας των γεγονότων που περιέχονται σ’ αυτές και όχι μόνο για την απόδειξη της συνέπειας της μαρτυρίας της παραπονούμενης, όπως συμβαίνει στο κοινό δίκαιο. Ίσως είναι ορθό η Νομοθετική Εξουσία να επανεξετάσει αυτήν την «παραφωνία» του Κυπριακού Δικαίου και να το ευθυγραμμίσει με το Κοινό Δίκαιο.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθη[*636]κε ότι, μετά το επίδικο συμβάν, και μόλις οι Κατηγορούμενοι - Εφεσείοντες άφησαν την παραπονούμενη στο δρόμο, αυτή τηλεφώνησε στη ΜΚ10 και της εξιστόρησε τί της είχε συμβεί, και ειδικότερα ότι οι δύο Κατηγορούμενοι την είχαν βιάσει. Αυτό έγινε σε μια σειρά τηλεφωνημάτων, μεταξύ των ωρών 19:12:18 και 19:48:11, όπως καταγράφονται στο τεκμήριο 38. Η ΜΚ10 κατάγεται από το Βιετνάμ, όπως και η παραπονούμενη, και είναι παντρεμένη με Κύπριο αστυνομικό. Σ’ αυτήν την κοπέλα, η οποία ήταν γνωστή της αδελφής της παραπονούμενης, η παραπονούμενη ανέφερε, από το τηλέφωνο, τις συνθήκες υπό τις οποίες δύο νεαρά άτομα την είχαν βιάσει. Υπό τις περιστάσεις, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το παράπονο της παραπονούμενης στη ΜΚ10 μπορούσε να θεωρηθεί ως άμεσο παράπονο, σύμφωνα με το Άρθρο 10 του Κεφ. 9 και να αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Παρατηρούμε, συναφώς, ότι δεν είναι η ταυτότητα των δύο Κατηγορουμένων που ήταν το επίδικο θέμα, αλλά το κατά πόσον η σεξουαλική επαφή των Κατηγορουμένων με την παραπονούμενη έγινε με τη συγκατάθεσή της ή χωρίς τη συγκατάθεσή της, δηλαδή ως αποτέλεσμα εκφοβισμού και βίας που ασκήθηκε εναντίον της.

 

Σε σχέση με τη μή ύπαρξη σημαδιών κακοποίησης στην παραπονούμενη, σημειώνουμε την πρωτόδικη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία το χαστούκι που έδωσε ο ένας από τους δύο Κατηγορούμενους στην παραπονούμενη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν απαραίτητο να είχε ως αποτέλεσμα την αιμορραγία ή σημάδια στο στόμα της παραπονούμενης όταν αυτή, μετά από αρκετές ώρες, εξετάστηκε από ιατροδικαστή. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της μή ύπαρξης σημαδιών κακοποίησης στην παραπονούμενη, δεν επηρέασε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου πάσχει και είναι εσφαλμένη, καθότι περιέχει αντιφατικές διαπιστώσεις και ευρήματα αναφορικά με το πού βρισκόταν η παραπονούμενη το απόγευμα της ημέρας που συνέβη η απαγωγή και ο βιασμός της. Το εύρημα του Κακουργιοδικείου ήταν ότι η παραπονούμενη στις 2.6.2013, ημέρα του βιασμού της, και συγκεκριμένα γύρω στις 4:30 μμ., βρισκόταν μπροστά από την υπεραγορά CARREFOUR, όπου την είχε αφήσει κάποιος φίλος της φίλης της.  Απ’ εκεί η παραπονούμενη τηλεφώνησε στον ΜΚ11 να έρθει να την πάρει στο Πέρα Χωριό, εκείνος δεν μπορούσε να τη μεταφέρει, και αυτή βρισκόταν στο δρόμο, περπατώντας με κατεύθυνση τη Λάρνακα. Σ’ εκείνο το σημείο σταμάτησε το αυτοκίνητο των Κατηγορουμένων – Εφεσειόντων, το οποίο κατευθυνόταν από [*637]Λευκωσία προς Λάρνακα, οι Κατηγορούμενοι τη ρώτησαν πού πήγαινε, η παραπονούμενη απάντησε ότι πήγαινε στα Πυργά, οπότε οι Κατηγορούμενοι της πρόσφεραν μεταφορά, εκείνη έδειξε εμπιστοσύνη, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και κάθισε στο πίσω κάθισμα. Δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε αντίφαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό.

 

Η, κατ’ ισχυρισμόν, αντικανονική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζεται σε, κατ’ ισχυρισμόν, ανεπαρκείς υπηρεσίες μεταφραστών και απουσία πρακτικών ημερομηνίας 12.3.2014, με αποτέλεσμα την παράβαση των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος. Όσον αφορά τα πρακτικά της 12.3.2014, αυτά βρίσκονται στις σελίδες 1061 – 1066 των πρακτικών, με βεβαίωση της κας Νατάσας Χαραλάμπους, στενοτυπίστριας, ότι το πρακτικό είναι πλήρης και ακριβής μεταγραφή των στενοτυπημένων πρακτικών που πήρε, όσο καλύτερα μπορούσε στην παρούσα υπόθεση. Δε φαίνεται, λοιπόν, να απουσιάζουν πρακτικά, ή να είναι ελλειπή. Για την υπηρεσία μεταφραστών, παρατηρούμε ότι, σε κάποιο στάδιο, το Κακουργιοδικείο, πράγματι, διέγνωσε ότι η μετάφραση δεν ήταν ακριβής, με αποτέλεσμα να διατάξει την αντικατάσταση της μεταφραστού. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δε διαπιστώνουμε οποιανδήποτε παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων – Κατηγορουμένων, είτε για δίκαιη δίκη, είτε για την ανάγκη διεξαγωγής διαδικασίας με μετάφραση σε γλώσσα καταληπτή για τους ιδίους. 

 

Σε σχέση με την κατάθεση της παραπονούμενης, ημερομηνίας 3.6.2013, είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι το τεκμήριο 21Α, έχει δύο διαφορετικές μεταφράσεις στα αγγλικά και ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναγνώρισε αυτό το γεγονός. Από τα ενώπιον μας τεκμήρια, φαίνεται ότι η κατάθεση της παραπονούμενης, ημερομηνίας 3.6.2013, δόθηκε στη γλώσσα της και κατατέθηκε ως τεκμήριο 21Α, ενώ η αγγλική μετάφραση κατατέθηκε ως τεκμήριο 21Β, με διαβεβαίωση στο τέλος του τεκμηρίου 21Β, ότι αποτελεί πιστή μετάφραση της κατάθεσης της στη βιετναμική γλώσσα. Η διερμηνέας μετέφρασε την κατάθεση από τα βιετναμικά στα αγγλικά και ο Αστυφύλακας 3259 κατέγραψε το μόνο αγγλικό κείμενο, το οποίο στη συνέχεια διάβασε η διερμηνέας και, αφού το έλεγξε, το υπέγραψε ως ορθό, στην παρουσία του. Δε φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε παρατυπία, αλλά ούτε και οποιοδήποτε σφάλμα στην αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της νόμιμης ή μη παρουσίας της παραπονούμενης στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη [*638]χρόνο, και πάλι θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ορθό εύρημα, ότι, δηλαδή, μετά το θάνατο της εργοδότριας της παραπονούμενης, αυτή παρέμεινε με τον ηλικιωμένο σύζυγο της εργοδότριας της για περίπου δύο μήνες, στη συνέχεια απεβίωσε και ο σύζυγος, και γίνονταν διαδικασίες, μέσω των αρμοδίων αρχών, ώστε η παραπονούμενη να εργαστεί στην οικία του υιού της αποβιώσασας εργοδότριας της, μέχρι τη λήξη της άδειας παραμονής της. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αυτό είναι μόνο παρεμφερές, εφόσον η μόνη του σημασία είναι αυτή που του αποδόθηκε από την Υπεράσπιση των Εφεσειόντων, ότι, δηλαδή, η παραπονούμενη βρισκόταν στην Κύπρο παράνομα και έκαμε την καταγγελία του βιασμού και της απαγωγής της για να παραταθεί η παραμονή της στην Κύπρο, εκδοχή που απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο.

 

Συμπληρώθηκαν τα συμπεράσματά μας αναφορικά με τους λόγους έφεσης εναντίον της καταδίκης και των δύο Εφεσειόντων.  Όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.  Προχωρούμε, επομένως, στην έφεση εναντίον της ποινής, η οποία εφεσιβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική και/ή ως νομικά εσφαλμένη.  Όπως αναφέραμε, επιβλήθηκαν και στους δύο Κατηγορούμενους, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα και τριών ετών για τα αδικήματα του βιασμού και της απαγωγής, αντίστοιχα.

 

Στην καθοδηγητική υπόθεση R. V. Billam [1986] 8 Cr App. R.(s) 48, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά στα πλαίσια της υπόθεσης Χριστοφή v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 323, το Αγγλικό Εφετείο ανέφερε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού επαυξάνεται όταν, μεταξύ άλλων:

 

α. Χρησιμοποιείται βία για τον εκφοβισμό του θύματος.

 

β. Χρησιμοποιείται όπλο για εκφοβισμό ή τραυματισμό του θύματος.

 

γ. Ο βιασμός είναι επαναλαμβανόμενος.

 

δ. Ο βιασμός είναι αποτέλεσμα προσεκτικού προγραμματισμού.

 

ε. Ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες παρόμοιας φύσης.

 

στ.  Το θύμα επιβάλλεται σε επιπρόσθετες σεξουαλικές προσβολές ή διαστροφές.

[*639]ζ.      Το θύμα είναι μεγάλης ή πολύ μικρής ηλικίας, και

 

η. Όταν τα δυσμενή αποτελέσματα για το θύμα, είτε σωματικά, είτε ψυχολογικά, είναι ιδιαίτερα σοβαρά.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία, και σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε οποιανδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ των δύο Κατηγορουμένων, παρόλο που είναι ο Κατηγορούμενος 2 που εμπόδισε την παραπονούμενη να βγει από το αυτοκίνητο και τη χαστούκισε στο πρόσωπο, και παρόλο που την προσπάθεια για πρωκτικό βιασμό την έκαμε ο Κατηγορούμενος 1.

 

Σημειώνουμε ότι δε χρησιμοποιήθηκε υπέρμετρη βία για τον εξαναγκασμό του θύματος αλλά μόνο εκφοβισμός και ένα χαστούκι. Δεν χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε όπλο, οι Κατηγορούμενοι δε βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες και το θύμα δεν είναι ούτε μεγάλης, ούτε και πολύ μικρής ηλικίας. Ο βιασμός, όμως, ήταν επαναλαμβανόμενος, από τους δύο, ήταν αποτέλεσμα προσχεδιασμού, το θύμα υποβλήθηκε σε επιπρόσθετες σεξουαλικές προσβολές και είχε δυσμενή, αλλά όχι ιδιαίτερα σοβαρά ψυχολογικά αποτελέσματα. Οι Κατηγορούμενοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή και υπέβαλαν την παραπονούμενη στη διαδικασία της ακρόασης, όπου αυτή υποχρεώθηκε να επαναλάβει τα όσα έζησε κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα εγκλήματα, αλλά και το νεαρό της ηλικίας και το λευκό ποινικό μητρώο των Εφεσειόντων, θεωρούμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στους δύο Εφεσείοντες είναι έκδηλα υπερβολική και ότι είναι κατάλληλη περίπτωση στην οποία το Εφετείο είναι ορθό και δίκαιο να παρέμβει. Κατά συνέπεια, η ποινή των δώδεκα ετών φυλάκισης για το αδίκημα του βιασμού μετατρέπεται σε ποινή φυλάκισης δέκα ετών για τον καθένα των Εφεσειόντων, την οποία κρίνομε ως ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις, ενώ η ποινή φυλάκισης των τριών ετών για το αδίκημα της απαγωγής, επικυρώνεται και για τους δύο Εφεσείοντες. Οι ποινές θα συντρέχουν και θα αρχίζουν από την ημερομηνία που καθόρισε το Κακουργιοδικείο, δηλαδή την 12.6.2013, ημερομηνία που οι Εφεσείοντες τέθηκαν υπό κράτηση.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν μερικώς.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο