Levent Shail ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 657

ECLI:CY:AD:2016:B338

(2016) 2 ΑΑΔ 657

[*657]8 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

LEVENT SHAIL,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 137/2014)

 

 

Ναρκωτικά ― Εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι παρασκευάσματος ή προϊόντος συνολικού βάρους 248,11 γρ. ― Επικύρωση πενταετούς ποινής φυλάκισης στις κατηγορίες της εισαγωγής  και κατοχής με σκοπό την προμήθεια.

 

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Καθαρότητα ναρκωτικών ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθετο θέμα  προσδιορισμού καθαρότητας των ναρκωτικών και ότι αυτή διαχωριζόταν από άλλες υποθέσεις εκ της σχετικής νομολογίας.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Δεδικασμένο ως εκ της προηγούμενης αθώωσης ― Απόρριψη ως ανεδαφικής, εισήγησης η οποία προβλήθηκε κατ’ έφεση περί ύπαρξης δεδικασμένου εκ της αθώωσης σε κατηγορίες οι οποίες αποσύρθηκαν συνεπεία τροποποίησης κατηγορητηρίου ―  Επιπρόσθετος λόγος απόρριψης, η απόσυρση των λόγων έφεσης κατά της ποινής ― Ενασχόληση Εφετείου για σκοπούς καθοδήγησης των Δικαστηρίων.

 

Ποινικό Δίκαιο ― Δεδικασμένο ως εκ της προηγούμενης αθώωσης ―   Autrefois Acquit ή δόγμα της διπλής διακινδύνευσης (double jeopardy) ― Απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Δικηγόροι ― Εφετείο ― Έφεση ― Αναδεφικοί λόγοι έφεσης ― Έκφραση απαρέσκειας από το Εφετείο αναφορικά με την ολοένα αυξανόμενη τακτική που ακολουθείται να προωθούνται για ακρόαση κατ’ έφεση λόγοι ανεδαφικοί ― Ανεπιθύμητη τακτική που δεν [*658]εξυπηρετεί κανένα καλό σκοπό, ούτε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης ή του διαδίκου.

 

Η έφεση αφορούσε σε απόφαση Κακουργιοδικείου, με την οποία ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος σε κατηγορίες που προσετέθηκαν διά της τροποποίησης κατηγορητηρίου, δυνάμει του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Αφορούσαν στην εισαγωγή, κατοχή και τη κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή παρασκευάσματος ή προϊόντος συνολικού βάρους 248,11 γρ., που περιέχει ουσία η οποία έχει δομικό σκελετό την 3-1 ναφθοϋλοϊνδόλη με υποκαταστάσεις στο άζωτο της ινδόλης και στο δακτύλιο του ναφθαλενίου συνολικού βάρους 248,11 γρ., κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1)(α), 6(1)(2), 6(1)(3), 30(1)(2)(3), 30Α, 31 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, 29/1977, όπως τροποποιήθηκε. Στον εφεσείοντα επεβλήθη πενταετής φυλάκιση για τις κατηγορίες της εισαγωγής (4η) και κατοχής με σκοπό την προμήθεια (6η), ενώ δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή στην 5η κατηγορία, εν όψει του ότι, τα γεγονότα εμπεριέχονταν στα γεγονότα της 6ης κατηγορίας. 

 

Η ανάγκη για μεταβολή του κατηγορητηρίου προέκυψε, όπως το Κακουργιοδικείο κατέγραψε, κατόπιν εισήγησης του τότε συνηγόρου υπεράσπισης αναφορικά με τη μη διενέργεια ποσοτικού ελέγχου της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών και την έλλειψη προσδιορισμού της καθαρότητας της επίδικης ναρκωτικής ουσίας, κατά τρόπο που παρατηρείτο διάσταση μεταξύ των λεπτομερειών του κατηγορητηρίου και της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας.

 

Το Δικαστήριο εξασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, στη βάση του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και των νομολογιακών αρχών, όπως ορίστηκαν στην Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 762 και Τμήμα Δασών ν. Χαραλάμπους Ττοφιά (Αρ. 1) (2014) 2 Α.Α.Δ. 115, ECLI:CY:AD:2014:B125, δεν επηρεαζόταν δυσμενώς ο κατηγορούμενος στην υπεράσπιση του με δεδομένο ότι είχε εξ υπαρχής υπόψη του ότι κατηγορείτο για ναρκωτική ουσία τάξεως Β, με αποτέλεσμα να υπερασπιστεί δεόντως στη βάση αυτή, ενώ με την προσθήκη των νέων κατηγοριών, η ποινή παρέμεινε στο αυτό ύψος ως για τα αδικήματα που περιλαμβάνονταν στο αρχικό κατηγορητήριο.

 

Κατόπιν πληροφοριών που έφθασαν στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας, ότι αφίχθηκε δέμα από το εξωτερικό το οποίο περιείχε ναρκωτικές ουσίες, παραλήπτης του οποίου είναι Τουρκοκύπριος, τέθηκαν υπό [*659]παρακολούθηση τα καταστήματα της FedEx στη Λευκωσία. Ο δε κατηγορούμενος, εισήλθε εντός του καταστήματος και παρέλαβε το επίδικο «πακέτο».

 

Ο κατηγορούμενος, ο οποίος διαμένει στην κατεχόμενη Κύπρο, διατηρούσε ιστοσελίδα Web (page) αποστολής φαρμάκων μέσω της οποίας γίνονταν παραγγελίες και αγορά βιταμινών (brain fuel) για τις οποίες ο κατηγορούμενος λάμβανε προμήθεια μέσω της ίδιας και πάλι ιστοσελίδας. 

 

Έδωσε διαδοχικές και επαμφοτερίζουσες εξηγήσεις ως προς το περιεχόμενο του δέματος. Η μεταγενέστερη εκδοχή του ότι δεν είχε γνώση του περιεχομένου του επίδικου πακέτου και ότι αυτός ήταν απλώς ο παραλήπτης του, τρίτο πρόσωπο το οποίο κατονόμασε, αναζητήθηκε χωρίς αποτέλεσμα από την Αστυνομία, ή όπως επανέλαβε και ενόρκως ότι ενδεχομένως να επρόκειτο περί βιταμινών (brain fuel) ή ενός βιβλίου το οποίο είχε παραγγείλει, δεν έγινε δεκτή οπότε το Δικαστήριο αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, βρήκε τον κατηγορούμενο ένοχο στο τροποποιημένο κατηγορητήριο ως ανωτέρω.

 

Καταχωρίστηκε εκ μέρους του νέου συνηγόρου του εφεσείοντος έφεση, τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής.  Αποσυρθέντων των λόγων που αφορούσαν στην καταδίκη, παρέμειναν προς απόφανση οι λόγοι που άπτονταν της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής και του λανθασμένου αυτής.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Η προβληθείσα κατ’ έφεση προδικαστική ένσταση:

 

α)  Δημιουργήθηκε δεδικασμένο ως εκ της αθώωσης του κατηγορουμένου στις αρχικές κατηγορίες που αντιμετώπιζε, όπως προέκυψε κατά την ενώπιον του Κακουργιοδικείου διαδικασία.

 

β)  Με βάση το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, το Άρθρο 4 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, και το Άρθρο 19 του Ποινικού Κώδικα, του Κεφ. 155, είναι δυνατή η προβολή ζητήματος δεδικασμένου σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της διαδικασίας, ως ειδική απάντηση στην κατηγορία, Άρθρο 69(β) του Κεφ. 155.

 

γ)  Η ύπαρξη, δύο  διαδικασιών, οι οποίες έχουν καταλήξει σε διαφο[*660]ρετικό αποτέλεσμα, με τελεσίδικη την αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου μετά την καταχώριση της παρούσας έφεσης και μη τελεσιδικίας της καταδικαστικής επέτρεπε την προβολή εισήγησης για ύπαρξη δεδικασμένου, Autrefois Acquit.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο συνήγορος του εφεσείοντα, αναφερόταν στην ενέργεια του Κακουργιοδικείου να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, εισηγούμενος ότι η προηγούμενη αθώωση του εφεσείοντος στις αρχικές κατηγορίες δεν συνήδε με την ταυτόχρονη καταδίκη του, στις νέες κατηγορίες που προστέθηκαν μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

 

2.  Θα ήταν αρκετό να απορριφθεί χωρίς περαιτέρω σχολιασμό η εισήγηση του συνηγόρου εν όψει της εγκατάλειψης εκ μέρους του των λόγων έφεσης εναντίον της καταδίκης: δεν νοείται να εγκαταλείπονται οι λόγοι αλλά να παραμένει άνευ βλάβης η προώθηση της προδικαστικής ένστασης του εφεσείοντος στα πλαίσια του καθορισμού της ποινής.

 

3.  Με επιπρόσθετο ανατρεπτικό για την εισήγηση, παράγοντα την παραδοχή του εφεσείοντος στη διάπραξη των αδικημάτων, για την οποία ο συνήγορος του εφεσείοντος, στα πλαίσια της έφεσης κατά της ποινής, εισηγείτο όπως εκληφθεί ως έμπρακτη και ειλικρινή μεταμέλεια.

 

4.  Παρά ταύτα δόθηκε απάντηση από το Εφετείο, έστω και συνοπτικά στην εισήγηση για καθοδήγηση των Δικαστηρίων.

 

5.  Η συνταγματική, νομοθετική και με κάθε άλλη διάσταση επιταγή ότι κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί δύο φορές ποινικά υπεύθυνος για το ίδιο ποινικό αδίκημα, είναι καλά εμπεδωμένη διαχρονικά, τόσο στο Αγγλοσαξωνικό νομικό σύστημα, όσο και στον Ευρωπαϊκό χώρο.

 

6.  Δεν επρόκειτο, με οποιαδήποτε έννοια ήθελε αποδοθεί στην προσθήκη των τριών νέων κατηγοριών, για νέα διαδικασία ή για προηγούμενη υπόθεση, όπου ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε ταυτόσημες, στη βάση των ίδιων πραγματικών γεγονότων, κατηγορίες.

 

7.  Επρόκειτο ουσιαστικά για τροποποίηση του κατηγορητηρίου δυνάμει του Άρθρου 85(4), στα πλαίσια της ίδιας δίκης, συννόμως, ώστε να συγκεραστεί η διάσταση που παρατηρήθηκε μεταξύ των [*661]λεπτομερειών των επιδίκων κατηγοριών και των επιμέρους ευρημάτων του Δικαστηρίου που στηρίχθηκαν στην αξιόπιστη μαρτυρία της ειδικής χημικού (ΜΚ4), ως προς το ποσοστό περιεκτικότητας της απαγορευμένης ουσίας, ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

 

8.  Ο εφεσείων δεν είχε τεθεί εκ δευτέρου σε κίνδυνο καταδίκης ώστε να τύχει εφαρμογής το δόγμα.

 

9.  Επρόκειτο για μια και μόνο διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας, ορθά κρίθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 85(4), σκοπός του οποίου, όπως γενικά των Άρθρων 83, 84 και 85, του Κεφ. 155, δεν είναι παρά «να παράσχουν στα Δικαστήρια τη δυνατότητα να απονέμουν δικαιοσύνη στην περίπτωση κατά την οποία απλές παρατυπίες μπορούσαν να οδηγήσουν σε αθώωση κατηγορουμένου παρά την απόδειξη των συστατιών στοιχείων του αδικήματος, όπως είχε συμβεί σε πολλές υποθέσεις πριν τη θέσπιση των εν λόγω άρθρων». Ο σχετικός λόγος έφεσης ήταν απορριπτέος.

 

Οι λόγοι έφεσης κατά της ποινής:

 

α)  Δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την καθαρότητα του επιδίκου σκευάσματος, δηλαδή την ποσότητα του ελεγχομένου φαρμάκου που περιεχόταν σε αυτό, προϋπόθεση απαραίτητη για την ορθή επιβολή ποινής σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία.

 

β)  Λανθασμένα δε το Δικαστήριο θεώρησε ολόκληρη την ποσότητα του σκευάσματος ως ελεγχόμενο φάρμακο, ενώ αντίθετη ήταν η προσέγγιση του στην καταδικαστική απόφαση, εξ ου και η προσθήκη των τριών νέων κατηγοριών, οι λεπτομέρειες των οποίων ουσιαστικά αντιμάχονται αυτού του ευρήματος. 

 

γ)  Λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει μια συγκεκριμένη ουσία.

 

δ)  Η στερητική της ελευθερίας ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, λαμβανομένων υπόψη όλων των γεγονότων και περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση αλλά και των συνεπειών οι οποίες προκύπτουν από αυτή, ήταν έκδηλα υπερβολική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

[*662]1.       Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την εισήγηση με εμπεριστατωμένη αναφορά στα ευρήματα του και στις αποφάσεις Κυπριακών και Αγγλικών Δικαστηρίων, δέχεται ως καθιερωμένη αρχή ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός της καθαρότητας της ναρκωτικής ουσίας είναι απαραίτητος για σκοπούς επιβολής ποινής.

 

2.  Επεξηγεί και ορθά προσεγγίζει το ζήτημα, διαχωρίζοντας την υπό κρίση περίπτωση από άλλες διότι δεν ετίθετο, όπως στις R. v. Morris και Memic (κατωτέρω), θέμα προσδιορισμού καθαρότητας των ναρκωτικών.

 

3.  Ήταν απολύτως ορθή η εμπεριστατωμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου το οποίο με εμβρίθεια, καθαρότητα και πολλή λεπτομέρεια εξήγησε πώς κατέληξε στα συμπεράσματα του, εξετάζοντας κατά κύριο λόγο την πρόθεση του νομοθέτη και έχοντας κατά νου ότι οποιαδήποτε από τις φερόμενες ουσίες είναι δυνατό να εμπεριέχεται στο σκεύασμα ή παρασκεύασμα κατά τρόπο που να μην είναι δυνατός ο διαχωρισμός της.

 

4.  Εν τέλει, εκείνο που ενδιαφέρει είναι οι δραστικές συνέπειες του σκευάσματος που περιέχει την απαγορευμένη ουσία, ώστε να κατατάσσεται στην κατηγορία ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β.

 

5.  Με δεδομένο πλέον το αδιαμφισβήτητο εύρημα του Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για την ουσία ΕΑΜ 2201, με το δομικό σκελετό την 3-1 ναφθοϋλοϊνδόλη με υποκαταστάσεις στο άζωτο της ινδόλης και στο δακτύλιο του ναφθαλενίου, η οποία συγκαταλέγεται στα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Β, παράγραφος 12, του Μέρους ΙΙ του Νόμου, ο λόγος έφεσης δεν είχε έρεισμα.

 

6.  Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί έκδηλα υπερβολικής ποινής, προβλήθηκε ως λανθασμένη η αντίκριση του Δικαστηρίου ως προς την έξαρση του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, την οποία χαρακτήρισε ως κοινωνική μάστιγα που απαιτούσε αυστηρή αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια και ιδιαιτέρως ενός τέτοιου πρωτοεμφανιζόμενου σκευάσματος στην Κύπρο με υψηλή δραστικότητα.

 

7.  Ορθά το Δικαστήριο αντίκρισε το ζήτημα της έξαρσης ναρκωτικών συνολικά και εξέτασε την εισαγωγή του ως επιβαρυντικό παράγοντα, εν όψει του ότι ολοένα και περισσότερα σκευάσματα υπό νέα μορφή προσπαθούν να εισαχθούν ανά το παγκόσμιο, ώστε να καθίσταται δύσκολη η ανίχνευση τους, επιβάλλοντας ποινή λόγω ειδικής και όχι γενικής έξαρσης.

[*663]8.       Η εισήγηση του συνηγόρου, εκφεύγει του πνεύματος και του σκοπού του Νόμου εν τω συνόλω του: το εν λόγω σκεύασμα κατατάσσεται στα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Β και δεν είναι νοητό να ιδωθεί κατ’ απομόνωση ως ελαφρυντικός παράγοντας ότι εισήχθη για πρώτη φορά στην Κύπρο.

 

9.  Αντιθέτως, η εισαγωγή πρωτόγνωρου παράνομου φαρμάκου θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως επιβαρυντικός παράγων εφόσον στην ουσία προσθέτει στα όσα απαγορευμένα ήδη διακινούνται στη Δημοκρατία. Έστω και αν η εγκληματική δράση του εφεσείοντος είναι διαφορετικής μορφής από άλλες, εν τούτοις το έγκλημα της διακίνησης και εμπορίας ναρκωτικών της ίδιας τάξεως παρουσιάζει αύξηση τα τελευταία χρόνια, παράγοντας που δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

 

10. Όντως το στοιχείο της αποτροπής διά της επιβολής αυστηρών ποινών, καθορίζει τον προσανατολισμό του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της ποινής. Θα έπρεπε να τονιστεί ότι ο εφεσείων διατηρούσε ιστοσελίδα παραγγελιών σκευασμάτων, όπου τέτοια σκευάσματα δυνατόν να διατίθενται σε ιστότοπους ανά το παγκόσμιο, υπό μεταμφίεση «βιταμινών» ή συμπληρωμάτων διατροφής, και να εισέρχονται σε τρίτες χώρες μέσω ταχυδρομείου ή ταχυμεταφορέα, διαφεύγοντας έτσι εύκολα τον έλεγχο, καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολο τον εντοπισμό του αποστολέα ή παραλήπτη, π.χ. διατήρηση ταχυδρομικής θυρίδας και σε τελευταία ανάλυση, την εξιχνίαση εγκλημάτων αυτού του είδους και απροστάτευτο το κοινωνικό σύνολο.

 

11. Προβλήθηκε ως λανθασμένη και η αναφορά του Δικαστηρίου ως προς τη διαπίστωση του ότι το συνολικό βάρος του ελεγχομένου φαρμάκου, «πολύ μεγάλη ποσότητα φυτικών υλών που τελικώς μπορεί να παραχθεί και παρασκευαστεί από το επίδικο σκεύασμα προς διάθεση και διοχέτευση στην αγορά», αναλύοντας με μαθηματικές πράξεις και χημικές εξισώσεις για να καταδείξει τις αδυναμίες της μαρτυρίας της ΜΚ4.

 

12. Η εν λόγω εισήγηση και πάλι δεν ήταν επιτρεπτό να εξεταστεί δεδομένου ότι εισερχόταν σε απαγορευμένη περιοχή: των ευρημάτων του Δικαστηρίου στη βάση των οποίων καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και τα οποία, εν όψει του ότι αποσύρθηκε η έφεση κατά της καταδίκης, παρέμεναν ακλόνητα και δεσμευτικά.

 

13. Με δεδομένη τη σοβαρότητα των αδικημάτων το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του ό,τι άλλο τέθηκε από το συνήγορο του ως [*664]ελαφρυντικό παράγοντα, προς μετριασμό της ποινής και ορθά προσέδωσε στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντος περιορισμένη βαρύτητα.

 

14. Δεν προέκυπτε ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική ούτως ώστε να δικαιολογείτο παρέμβαση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 762,

 

Τμήμα Δασών ν. Χαραλάμπους Ττοφιά (Αρ. 1) (2014) 2 Α.Α.Δ. 115, ECLI:CY:AD:2014:B125,

 

Mehmet v. The Police (1970) 2 C.L.R. 62,

 

Πουλλαούας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 494,

 

R. v. Ηunt [1987] A.C. 353 H.L.,

 

Conelly v. Director of Public Prosecutions [1964] A.C. 1254,

 

R. v. Z. [2000] 3 All E.R. 385,

 

R. v. Beedie [1998] Q.B. 356,

 

Connelly v. DPP [1964] 2 All E.R. 401,

 

Altieri (Aρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 576,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 7) (1993) 1 Α.Α.Δ. 793,

 

Roussis a.ο. v. The Republic of Cyprus (1987) 3(C) C.L.R. 1674,

 

G. Araouzos and Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131,

 

R. v. Pavli (1929-1933) 14 C.L.R. 89,

 

Kονέ ν. Φλουρή (2015) 2 Α.Α.Δ. 80, ECLI:CY:AD:2015:B156,

 

Κυριάκου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458,

 

Halil v. Κλεάνθους κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 739,

[*665]Olympic Building and Mental Construction v. Παπαϊωάννου (2014) 1 Α.Α.Δ. 1958, ECLI:CY:AD:2014:A671,

 

Memic ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 276, ECLI:CY:AD:2014:B271,

 

R. v. Aranguren a.ο. [1994] 99 Cr.App.Rep. 347,

 

R. v. Xherahi [2003] EWCA Crim. 1614,

 

Philippou v. Republic (1985) 2 C.L.R. 245,

 

Demetriou v. Republic (1988) 2 C.L.R. 175,

 

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,

 

Φιλίππου άλλως "Φαλκονέτι" ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.

 

Έφεση κατά Kαταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Δημητριάδου, Π.Ε.Δ., Εφραίμ, Α.Ε.Δ., Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 415/2014), ημερομηνίας 5/3/2014 και 29/6/2014.

 

Ρ. Βραχίμης, για τον Eφεσείοντα.

 

Ε. Παπαλοΐζου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για την Eφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Μιχαηλίδου, Δ..

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση αφορά σε απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερ. 5.3.2014, με την οποία ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος στις νέες κατηγορίες 4–6, που προσετέθηκαν διά της τροποποίησης του κατηγορητηρίου, δυνάμει του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Αφορούν την εισαγωγή, κατοχή και τη κατοχή με σκοπό την προμήθεια [*666]σε άλλα πρόσωπα, ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β, δηλαδή παρασκευάσματος ή προϊόντος συνολικού βάρους 248,11 γρ., που περιέχει ουσία η οποία έχει δομικό σκελετό την 3-1 ναφθοϋλοϊνδόλη με υποκαταστάσεις στο άζωτο της ινδόλης και στο δακτύλιο του ναφθαλενίου συνολικού βάρους 248,11 γρ., κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1)(α), 6(1)(2), 6(1)(3), 30(1)(2)(3), 30Α, 31 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν. 29/1977, όπως τροποποιήθηκε. Στον εφεσείοντα επεβλήθη πενταετής φυλάκιση για τις κατηγορίες της εισαγωγής (4η) και κατοχής με σκοπό την προμήθεια (6η), ενώ δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή στην 5η κατηγορία, εν όψει του ότι, τα γεγονότα εμπεριέχονται στα γεγονότα της 6ης κατηγορίας. Η έκτιση της ποινής διατάχθηκε να αρχίζει από τις 24.2.2014, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείων τέθηκε υπό κράτηση για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης.

 

Σημειώνουμε ότι οι αρχικές κατηγορίες 1-3 αφορούσαν την εισαγωγή, την κατοχή και την κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα «ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β», δηλαδή ναφθοϋλοϊνδόλης-μεθανόνης συνολικού βάρους 248,11 γρ.» ενώ με την τροποποίηση «παρασκεύασμα ή τελικό προϊόν συνολικού βάρους 248,11 που περιέχει ουσία η οποία έχει δομικό σκελετό την 3-1 ναφθοϋλοϊνδόλη με υποκαταστάσεις στο άζωτο της ινδόλης και στο δακτύλιο του ναφθαλενίου συνολικού βάρους 248,11 γρ.»  Η ανάγκη για μεταβολή του κατηγορητηρίου προέκυψε, όπως το Κακουργιοδικείο καταγράφει, κατόπιν εισήγησης του τότε συνηγόρου υπεράσπισης αναφορικά με τη μη διενέργεια ποσοτικού ελέγχου της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών και την έλλειψη προσδιορισμού της καθαρότητας της επίδικης ναρκωτικής ουσίας, κατά τρόπο που παρατηρείτο διάσταση μεταξύ των λεπτομερειών του κατηγορητηρίου και της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας.

 

Εξασκώντας λοιπόν το Δικαστήριο τη διακριτική του ευχέρεια, στη βάση του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και των νομολογιακών αρχών, όπως ορίστηκαν στην Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 762 και Τμήμα Δασών ν. Χαραλάμπους Ττοφιά (Αρ. 1) (2014) 2 Α.Α.Δ. 115, ECLI:CY:AD:2014:B125, δεν επηρεαζόταν δυσμενώς ο κατηγορούμενος στην υπεράσπιση του με δεδομένο ότι είχε εξ υπαρχής υπόψη του ότι κατηγορείτο για ναρκωτική ουσία τάξεως Β, με αποτέλεσμα να υπερασπιστεί δεόντως στη βάση αυτή, ενώ με την προσθήκη των νέων κατηγοριών, η ποινή παρέμεινε στο αυτό ύψος ως για τα αδικήματα που περιλαμβάνονταν στο αρχικό κατηγορητήριο.

 

Κατόπιν πληροφοριών που έφθασαν στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας [*667]ότι αφίχθηκε δέμα από το εξωτερικό το οποίο περιείχε ναρκωτικές ουσίες, παραλήπτης του οποίου είναι Τουρκοκύπριος, τέθηκαν υπό παρακολούθηση τα καταστήματα της FedEx στη Λευκωσία. Δύο πρόσωπα, ένας εκ των δύο ο κατηγορούμενος, εισήλθε εντός του καταστήματος και παρέλαβε το επίδικο «πακέτο». Μόλις εξήλθε ο ΜΚ1 ζήτησε να ελέγξει τα στοιχεία των εν λόγω προσώπων, οπότε διαπιστώθηκε ότι παραλήπτης του ήταν ο κατηγορούμενος. Από την έρευνα και τον έλεγχο του δέματος, στην παρουσία του κατηγορούμενου, εντοπίστηκε χάρτινο καφέ κουτί εντός του οποίου υπήρχε μια νάιλον σακούλα, μισή διαφανής και μισή ασημί, και μέσα σ’ αυτή μια άλλη διάφανη σακούλα, η οποία περιείχε άσπρη σκόνη. Ερευνήθηκαν και οι δύο σωματικά χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε άλλο ύποπτο στην κατοχή τους. Εντός του δέματος εντοπίστηκε δέσμη εγγράφων από την Κίνα, χώρα προέλευσης του, με τιμολόγιο στα Κινέζικα, στο οποίο ως αποστολέας και παραλήπτης φερόταν ο κατηγορούμενος. 

 

Ο κατηγορούμενος, ο οποίος διαμένει στην κατεχόμενη Κύπρο με καταγωγή από ευκατάστατη οικογένεια, με πολλές επιχειρησιακές και άλλες δραστηριότητες, διατηρούσε ιστοσελίδα (Web page) αποστολής φαρμάκων μέσω της οποίας γίνονταν παραγγελίες και αγορά βιταμινών (brain fuel) για τις οποίες ο κατηγορούμενος λάμβανε προμήθεια μέσω της ίδιας και πάλι ιστοσελίδας.  Όταν πήρε τηλεφώνημα από τη FedEx ότι κατέφθασε στο όνομα του ένα πακέτο το οποίο έπρεπε να παραλάβει, υπέθεσε ότι αφορούσε ένα βιβλίο που είχε παραγγείλει ως δώρο Βαλεντίνου για την αρραβωνιαστικιά του. Αργότερα, όταν το παρέλαβε αγγίζοντας το, του δόθηκε η αίσθηση ότι δεν επρόκειτο για το βιβλίο αλλά για το brain fuel. Το βιβλίο που τελικά είχε παραγγείλει το «παρέλαβε» αργότερα, ενόσω βρισκόταν υπό κράτηση και είχε σταλεί στην ταχυδρομική θυρίδα που διατηρεί. 

 

Ο κατηγορούμενος έδωσε διαδοχικές και επαμφοτερίζουσες εξηγήσεις ως προς το περιεχόμενο του δέματος. Η μεταγενέστερη εκδοχή του ότι δεν είχε γνώση του περιεχομένου του επίδικου πακέτου και ότι αυτός ήταν απλώς ο παραλήπτης του, τρίτο πρόσωπο το οποίο κατονόμασε αναζητήθηκε χωρίς αποτέλεσμα από την Αστυνομία, ή όπως επανέλαβε και ενόρκως ότι ενδεχομένως να επρόκειτο περί βιταμινών (brain fuel) ή ενός βιβλίου το οποίο είχε παραγγείλει, δεν έγινε δεκτή οπότε το Δικαστήριο αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, βρήκε τον κατηγορούμενο ένοχο στο τροποποιημένο κατηγορητήριο ως ανωτέρω.

 

Καταχωρίστηκε εκ μέρους του νέου πλέον συνηγόρου του εφε[*668]σείοντος έφεση, τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής. Αποσυρθέντων των λόγων 1-4 που αφορούσαν στην καταδίκη, παρέμειναν προς απόφανση οι λόγοι που άπτονται της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής και του λανθασμένου αυτής.

 

Το παράδοξο όμως και πρωτοφανές, τουλάχιστον για το παρόν Εφετείο, είναι η προδικαστική ένσταση όπως ηγέρθη κατ’ έφεση και μόνο, όπως την ορίζει ο συνήγορος του εφεσείοντος, περί δημιουργίας δεδικασμένου ως εκ της αθώωσης του κατηγορουμένου στις αρχικές κατηγορίες που αντιμετώπιζε, όπως προέκυψε κατά την ενώπιον του Κακουργιοδικείου διαδικασία. Παραπέμπει στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, το Άρθρο 4 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, αλλά και στο Άρθρο 19 του Ποινικού Κώδικα, του Κεφ. 154, για να εισηγηθεί ότι είναι δυνατή η προβολή ζητήματος δεδικασμένου σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της διαδικασίας, ως ειδική απάντηση στην κατηγορία, Άρθρο 69(β) του Κεφ. 154. Η ύπαρξη, εισηγείται ο συνήγορος, δύο όπως και πάλι ο ίδιος τις εννοεί, διαδικασιών, οι οποίες έχουν καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, με τελεσίδικη την αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου μετά την καταχώριση της παρούσας έφεσης και μη τελεσιδικίας της καταδικαστικής επιτρέπει να προβληθεί εισήγηση για ύπαρξη δεδικασμένου: Autrefois Acquit.

 

Αναφέρεται ο συνήγορος, όπως αντιλαμβανόμαστε, στην ενέργεια του Κακουργιοδικείου να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, εισηγούμενος ότι η προηγούμενη αθώωση του εφεσείοντος στις αρχικές κατηγορίες δεν συνάδει με την ταυτόχρονη καταδίκη του, στις νέες κατηγορίες που προστέθηκαν μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Ισχυρίστηκε ότι οι Mehmet v. The Police (1970) 2 C.L.R. 62, Πουλλαούας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 494, R. v. Hunt [1987] A.C. 353 H.L. και Conelly v. Director of Public Prosecutions [1964] A.C. 1254, υποστηρίζουν την εισήγηση.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή με τη δική της γραπτή αγόρευση προβάλλει τη θέση ότι από τη στιγμή που αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης δεν έχει θέση προδικαστική ένσταση σε έφεση κατά της ποινής που επεβλήθη στον εφεσείοντα.

 

Θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι θα ήταν αρκετό να απορρίψουμε χωρίς καν να σχολιάσουμε περαιτέρω την εισήγηση του συνηγόρου εν όψει της εγκατάλειψης εκ μέρους του των λόγων έφεσης 1-4 εναντίον της καταδίκης: δεν νοείται να εγκαταλείπονται οι [*669]λόγοι αλλά να παραμένει άνευ βλάβης η προώθηση της προδικαστικής ένστασης του εφεσείοντος στα πλαίσια του καθορισμού της ποινής. Με επιπρόσθετο θα λέγαμε ανατρεπτικό για την εισήγηση, παράγοντα την παραδοχή του εφεσείοντος στη διάπραξη των αδικημάτων, την οποία επίσης επιθυμεί όπως μας καλεί με τη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος του εφεσείοντος, στα πλαίσια της έφεσης κατά της ποινής, να το εκλάβουμε ως έμπρακτη και ειλικρινή μεταμέλεια. Παρά ταύτα θεωρούμε καλό να απαντήσουμε έστω και συνοπτικά στην εισήγηση για καθοδήγηση των Δικαστηρίων.

 

Η συνταγματική, νομοθετική και με κάθε άλλη διάσταση επιταγή ότι κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί δύο φορές ποινικά υπεύθυνος για το ίδιο ποινικό αδίκημα, είναι καλά εμπεδωμένη διαχρονικά, τόσο στο Αγγλοσαξωνικό νομικό σύστημα, όσο και στον Ευρωπαϊκό χώρο.

 

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί εκ νέου για ποινικό αδίκημα, ταυτόσημο ή ουσιωδώς ταυτόσημο με άλλο στο οποίο ήδη καταδικάστηκε ή αθωώθηκε και απαλλάχθηκε προηγουμένως σε άλλη διαδικασία ή στη βάση των ίδιων γεγονότων που το συνέθεσαν, ή για το οποίο θα ήταν δυνατόν να καταδικαστεί με την προσθήκη άλλης συναφούς κατηγορίας, η οποία όμως δεν προσετέθηκε, βάσει των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, και όπως το αναλύει ο Πικής, Δ., στο σύγγραμμα του Criminal Procedure in Cyprus:

 

«…the accused must have been put in peril for the same offence, both in fact and in law, with which he has been previously charged.  The offence must be exactly the same in law, because legal characteristics are precise and either they are the same or they are not.» 

 

Βλ. επίσης R. v. Z. [2000] 3 All E.R. 385, R. v. Beedie [1998] Q.B. 356, Connelly v. DPP [1964] 2 All E.R. 401, Πουλλαούας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 494, Αναφορικά με τον Pettens Dominique/Charles Altieri (Aρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 576, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 7), Αστυνομία ν. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 793, Roussis a.ο. v. The Republic of Cyprus (1987) 3(C) C.L.R. 1674, G. Araouzos and Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131, R. v. Pavli (1929-1933) 14 C.L.R. 89.

 

Ευφάνταστο αλλά θνησιγενές το εγχείρημα του συνηγόρου του εφεσείοντος το οποίο προσκρούει στη νομολογία αλλά και στη λογική του όλου οικοδομήματος της ποινικής δίκης. Για να τύχει εφαρμογής δεδικασμένο ως εκ της προηγούμενης αθώωσης: Autre[*670]fois Acquit ή δόγμα της διπλής διακινδύνευσης (double jeopardy) θα πρέπει να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις. Πλούσια η νομολογία επί τούτου, τόσο των Κυπριακών όσο και Αγγλικών Δικαστηρίων, όπως αναλύθηκε και στην πλέον πρόσφατη απόφαση Kονέ ν. Φλουρή (2015) 2 Α.Α.Δ. 80, ECLI:CY:AD:2015:B156, το λόγο της οποίας υιοθετούμε.

 

Δεν επρόκειτο λοιπόν, με οποιαδήποτε έννοια ήθελε αποδοθεί στην προσθήκη των τριών νέων κατηγοριών, για νέα διαδικασία ή για προηγούμενη υπόθεση, όπου ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε ταυτόσημες, στη βάση των ίδιων πραγματικών γεγονότων, κατηγορίες. Επρόκειτο ουσιαστικά για τροποποίηση του κατηγορητηρίου δυνάμει του Άρθρου 85(4), στα πλαίσια της ίδιας δίκης, συννόμως, όπως είδαμε ανωτέρω ώστε να συγκεραστεί η διάσταση που παρατηρήθηκε μεταξύ των λεπτομερειών των επιδίκων κατηγοριών και των επιμέρους ευρημάτων του Δικαστηρίου που στηρίχθηκαν στην αξιόπιστη μαρτυρία της ειδικής χημικού Μ. Αυξεντίου (ΜΚ4), ως προς το ποσοστό περιεκτικότητας της απαγορευμένης ουσίας, ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Ο εφεσείων δεν είχε τεθεί εκ δευτέρου σε κίνδυνο καταδίκης ώστε να τύχει εφαρμογής το δόγμα. Επρόκειτο για μια και μόνο διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας ορθά κρίθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 85(4), σκοπός του οποίου, όπως γενικά των Άρθρων 83, 84 και 85, δεν είναι παρά «να παράσχουν στα Δικαστήρια τη δυνατότητα να απονέμουν δικαιοσύνη στην περίπτωση κατά την οποία απλές παρατυπίες μπορούσαν να οδηγήσουν σε αθώωση κατηγορουμένου παρά την απόδειξη των συστατιών στοιχείων του αδικήματος, όπως είχε συμβεί σε πολλές υποθέσεις πριν τη θέσπιση των εν λόγω άρθρων» (Κυριάκου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458 με αναφορά στη Μehmet v. The Police (1970) 2 C.L.R. 62).

 

Θα θέλαμε να εκφράσουμε την απαρέσκεια μας για τη στάση του συνήγορου του εφεσείοντος αλλά και για την ολοένα αυξανόμενη τακτική που ακολουθείται να προωθούνται για ακρόαση κατ’ έφεση λόγοι ανεδαφικοί, ενώ η έκβαση του συγκεκριμένου λόγου ή και όλης της υπόθεσης θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων λογικά αναμενόμενη, αν όχι τουλάχιστον από διαδίκους, από τους συνηγόρους τους. Ανεπιθύμητη τακτική που δεν εξυπηρετεί κανένα καλό σκοπό, ούτε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης ή του διαδίκου (Halil v. Κλεάνθους κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 739, Olympic Building and Mental Construction v. Παπαϊωάννου (2014) 1 Α.Α.Δ. 1958, ECLI:CY:AD:2014:A671).

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

[*671]Οι τρεις εναπομείναντες λόγοι έφεσης κατά της ποινής περιστρέφονται ως θέμα αρχής, όπως το θέτει ο συνήγορος, γύρω από τη λανθασμένη ποινή, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα: Πρωτοδίκως κατά το στάδιο της αγόρευσης για σκοπούς επιμέτρησης ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε, ότι στην απουσία διεξαγωγής ποσοτικού ελέγχου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει την ακριβή ποσότητα της καθαρής ναρκωτικής ουσίας και έτσι να καθορίσει το ύψος της ποινής αναλόγως. Αυτό, κατά τον κ. Μπίσσα, θα έπρεπε να είχε προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορουμένου και στην ευνοϊκότερη μεταχείριση του. Ο νυν συνήγορος του εφεσείοντος παραπέμποντας στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, παρατηρεί ότι, δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την καθαρότητα του επιδίκου σκευάσματος, δηλαδή την ποσότητα του ελεγχομένου φαρμάκου που περιεχόταν σε αυτό, προϋπόθεση απαραίτητη για την ορθή επιβολή ποινής σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση στην Memic ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 276, ECLI:CY:AD:2014:B271. Λανθασμένα δε το Δικαστήριο θεώρησε ολόκληρη την ποσότητα του σκευάσματος ως ελεγχόμενο φάρμακο, ενώ αντίθετη ήταν η προσέγγιση του στην καταδικαστική απόφαση, εξ ου και η προσθήκη των τριών νέων κατηγοριών, οι λεπτομέρειες των οποίων ουσιαστικά αντιμάχονται αυτού του ευρήματος. Λανθασμένα λοιπόν το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει μια συγκεκριμένη ουσία, διαχωρίζοντας την παρούσα υπόθεση από προηγούμενες αποφάσεις, τόσο του Εφετείου όσο και των Αγγλικών Δικαστηρίων, R. v. Aranguren a.ο. [1994] 99 Cr.App.Rep. 347 και R. v. Xherahi [2003] EWCA Crim. 1614.

 

Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την εισήγηση με εμπεριστατωμένη αναφορά στα ευρήματα του και στις αποφάσεις Κυπριακών και Αγγλικών Δικαστηρίων, δέχεται ως καθιερωμένη αρχή ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός της καθαρότητας της ναρκωτικής ουσίας είναι απαραίτητος για σκοπούς επιβολής ποινής. Δεν αφίσταται του λόγου των ανωτέρω αποφάσεων, όπως θεωρεί ο συνήγορος του εφεσείοντος. Επεξηγεί και ορθά θεωρούμε προσεγγίζει το ζήτημα, διαχωρίζοντας την υπό κρίση περίπτωση από άλλες διότι δεν ετίθετο, όπως στις R. v. Morris και Memic (ανωτέρω), θέμα προσδιορισμού καθαρότητας των ναρκωτικών:

 

«…εδώ τα αδικήματα για τα οποία ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος αφορούν μεν ελεγχόμενο φάρμακο (Τάξεως Β), αλλά όχι μία συγκεκριμένη ουσία, όπως π.χ. κοκαΐνη που αφορούσαν οι υποθέσεις R. v. Aranguren a.ο. [1994] 99 Cr. App.R. 347 και R. v. Xherahi [2003] EWCA Crim 1614. Όπως δια[*672]φαίνεται από την απόφαση μας ημερ. 5.6.14, σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, τελικώς ο Κατηγορούμενος δεν κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες που αρχικώς αντιμετώπιζε και αφορούσαν ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β, δηλαδή την ουσία ναφθουλοινδόλη-μεθανόνη, αλλά στις προστεθείσες κατηγορίες για τα αδικήματα της εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β το οποίο συνίσταται σε «παρασκεύασμα ή προϊόν συνολικού βάρους 248,11 γρ. που περιέχει την ουσία EAM2201». Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απόφαση μας, το ελεγχόμενο φάρμακο για σκοπούς του σχετικού Νόμου που δημιουργεί τα αδικήματα είναι ολόκληρη η ποσότητα ως σκεύασμα το οποίο περιέχει την ουσία ΕΑΜ2201 (όχι η ουσία από μόνη της) και που ήταν η άσπρη σκόνη που εντοπίσθηκε στην παρούσα υπόθεση, συνολικού βάρους 248,11 γρ.»

 

Θα πρέπει ακριβώς να γίνει αντιληπτό ότι ο νομοθέτης, καταρτίζοντας τον πρώτο Πίνακα και διαχωρίζοντας τις ουσίες στις τρεις κατηγορίες (Μέρη Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) προφανώς είχε υπόψη του μεταξύ άλλων και ότι οποιαδήποτε από τις αναλυτικά αναφερόμενες ουσίες είναι δυνατό να περιέχεται, κατά τρόπο που να μη διαχωρίζεται, σε κάποιο σκεύασμα ή παρασκεύασμα (π.χ. τρόφιμο, ποτό ή άλλο προϊόν κ.λ.π.). Είναι γι’ αυτό το λόγο που έκρινε αναγκαίο να απαγορεύσει και τέτοιου είδους σκευάσματα, εστιάζοντας βασικά στο ότι αυτά απλώς περιέχουν απαγορευμένη ουσία. Ουσιαστικά η περίπτωση σκευάσματος διακρίνεται εκ των πραγμάτων από την ίδια την ουσία και η απαξία έγκειται στο ότι ολόκληρο το σκεύασμα είναι μολυσμένο με απαγορευμένη ουσία, χωρίς να αναζητείται η ακριβής ποσότητα της εν λόγω ουσίας. Αυτό που ενδιαφέρει βασικά είναι οι δραστικές συνέπειες του ίδιου του σκευάσματος.»

 

Για να καταλήξει στη συνέχεια ότι:

 

«…δεν τίθεται θέμα ποσοτικού προσδιορισμού της καθαρότητας της επίδικης άσπρης σκόνης καθότι το ελεγχόμενο φάρμακο εν προκειμένω δεν ήταν μόνο αυτή η άσπρη σκόνη αλλά ολόκληρη η ποσότητα ως σκεύασμα. Αυτή δεν αφορά συγκεκριμένη ουσία αλλά ένα σκεύασμα που περιέχει ουσία, και καθίσταται ως τέτοιο ελεγχόμενο φάρμακο.

 

Πέραν τούτου, επιθυμούμε να αναφερθούμε ειδικότερα στις υποθέσεις R. v. Morris [2001] 1 Cr. App. R.4 και Memic v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), στις οποίες τονίστηκε ότι, ανεξάρτητα [*673]από το θέμα της καθαρότητας των ναρκωτικών (το οποίο δεν τίθεται στην προκειμένη περίπτωση), οι ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Στην παρούσα υπόθεση αυτές αναδύονται μέσα από την επιστημονική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας κατά την ακροαματική διαδικασία, και την οποία κρίναμε πλήρως αξιόπιστη και αποτελεί μέρος των ευρημάτων μας.»

 

Υιοθετούμε ως απολύτως ορθή την εμπεριστατωμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου το οποίο με εμβρίθεια, καθαρότητα και πολλή λεπτομέρεια εξήγησε πώς κατέληξε στα συμπεράσματα του, εξετάζοντας κατά κύριο λόγο την πρόθεση του νομοθέτη και έχοντας κατά νου ότι οποιαδήποτε από τις φερόμενες ουσίες είναι δυνατό να εμπεριέχεται στο σκεύασμα ή παρασκεύασμα κατά τρόπο που να μην είναι δυνατός ο διαχωρισμός της. Εν τέλει, ότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι οι δραστικές συνέπειες του σκευάσματος που περιέχει την απαγορευμένη ουσία, ώστε να κατατάσσεται στην κατηγορία ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β.

 

Με δεδομένο πλέον το αδιαμφισβήτητο εύρημα του Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για την ουσία ΕΑΜ 2201, με το δομικό σκελετό την 3-1 ναφθοϋλοϊνδόλη με υποκαταστάσεις στο άζωτο της ινδόλης και στο δακτύλιο του ναφθαλενίου, η οποία συγκαταλέγεται στα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Β, παράγραφος 12, του Μέρους ΙΙ του Νόμου, ο λόγος έφεσης δεν βρίσκει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

Με τον 8ο λόγο έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντος θεωρεί ότι η στερητική της ελευθερίας ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, λαμβανομένων υπόψη όλων των γεγονότων και περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση αλλά και των συνεπειών οι οποίες προκύπτουν από αυτή, ως έκδηλα υπερβολική. Ιδιαιτέρως η λανθασμένη αντίκριση του Δικαστηρίου ως προς την έξαρση του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, την οποία χαρακτήρισε ως κοινωνική μάστιγα που απαιτούσε αυστηρή αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια και ιδιαιτέρως ενός τέτοιου πρωτοεμφανιζόμενου σκευάσματος στην Κύπρο με υψηλή δραστικότητα. Θεωρεί ο συνήγορος, ότι το γεγονός ότι για πρώτη φορά ανιχνεύεται τέτοια ουσία στην Κύπρο, δεν συνιστά επιβαρυντικό, αλλά αντιθέτως ελαφρυντικό παράγοντα: το συγκεκριμένο ελεγχόμενο φάρμακο δεν θα μπορούσε να διοχετευθεί εύκολα στους χρήστες, δεν υπάρχει «αγορά» γι’ αυτό. Οπότε η ανάγκη για αποτροπή άλλων ή και του ιδίου του κατηγορούμενου από τη διάπραξη του ίδιου κακουργήματος είναι μειωμένη.

[*674]Ορθά το Δικαστήριο αντίκρισε το ζήτημα της έξαρσης ναρκωτικών συνολικά και εξέτασε την εισαγωγή του ως επιβαρυντικό παράγοντα, εν όψει του ότι ολοένα και περισσότερα σκευάσματα υπό νέα μορφή προσπαθούν να εισαχθούν ανά το παγκόσμιο, ώστε να καθίσταται δύσκολη η ανίχνευση τους, επιβάλλοντας ποινή λόγω ειδικής και όχι γενικής έξαρσης. Η εισήγηση του συνηγόρου, θεωρούμε ότι εκφεύγει του πνεύματος και του σκοπού του Νόμου εν τω συνόλω του: το εν λόγω σκεύασμα κατατάσσεται στα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Β και δεν είναι νοητό να ιδωθεί κατ’ απομόνωση ως ελαφρυντικός παράγοντας ότι εισήχθη για πρώτη φορά στην Κύπρο. Αντιθέτως, η εισαγωγή πρωτόγνωρου παράνομου φαρμάκου θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως επιβαρυντικός παράγων εφόσον στην ουσία προσθέτει στα όσα απαγορευμένα ήδη διακινούνται στη Δημοκρατία. Έστω λοιπόν και αν η εγκληματική δράση του εφεσείοντος είναι διαφορετικής μορφής από άλλες, εν τούτοις το έγκλημα της διακίνησης και εμπορίας ναρκωτικών της ίδιας τάξεως παρουσιάζει αύξηση τα τελευταία χρόνια, παράγοντας που δεν μπορεί να παραγνωριστεί. 

 

Όντως το στοιχείο της αποτροπής διά της επιβολής αυστηρών ποινών, καθορίζει τον προσανατολισμό του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της ποινής. Τονίζουμε ότι ο εφεσείων διατηρούσε ιστοσελίδα παραγγελιών σκευασμάτων, όπου τέτοια σκευάσματα δυνατόν να διατίθενται σε ιστότοπους ανά το παγκόσμιο, υπό μεταμφίεση «βιταμινών» ή συμπληρωμάτων διατροφής, και να εισέρχονται σε τρίτες χώρες μέσω ταχυδρομείου ή ταχυμεταφορέα, διαφεύγοντας έτσι εύκολα τον έλεγχο, καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολο τον εντοπισμό του αποστολέα ή παραλήπτη, π.χ. διατήρηση ταχυδρομικής θυρίδας και σε τελευταία ανάλυση, την εξιχνίαση εγκλημάτων αυτού του είδους και απροστάτευτο το κοινωνικό σύνολο. 

 

Λανθασμένη επίσης βρίσκει και την αναφορά του Δικαστηρίου ως προς τη διαπίστωση του ότι το συνολικό βάρος του ελεγχομένου φαρμάκου, «πολύ μεγάλη ποσότητα φυτικών υλών που τελικώς μπορεί να παραχθεί και παρασκευαστεί από το επίδικο σκεύασμα προς διάθεση και διοχέτευση στην αγορά», αναλύοντας με μαθηματικές πράξεις και χημικές εξισώσεις για να καταδείξει τις αδυναμίες της μαρτυρίας της ΜΚ4. Δεν μας επιτρέπεται καν να εξετάσουμε την εισήγηση του συνηγόρου ο οποίος και πάλι να εισέρχεται σε απαγορευμένη περιοχή: των ευρημάτων του Δικαστηρίου στη βάση των οποίων καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και τα οποία, εν όψει του ότι αποσύρθηκε η έφεση κατά της καταδίκης, παραμένουν ακλόνητα και δεσμευτικά. 

[*675]Με δεδομένη τη σοβαρότητα των αδικημάτων το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του ό,τι άλλο τέθηκε από το συνήγορο του ως ελαφρυντικό παράγοντα, προς μετριασμό της ποινής και ορθά προσέδωσε στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντος περιορισμένη βαρύτητα: το λευκό ποινικό μητρώο, τις επιπτώσεις στην προσωπική του ζωή, ακύρωση προγραμματισμένου γάμου αλλά και τα ιάσιμα και όχι σοβαρά προβλήματα υγείας.  

 

Διαπιστώνουμε ότι κανένας από τους λόγους που ανάπτυξε ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν είναι δυνατόν να διαφοροποιήσει τη θεώρηση των γεγονότων όπως συνεκτιμήθηκαν από το Κακουργιοδικείο, ώστε να καταλήξουμε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και να δικαιολογείται έτσι η παρέμβαση μας (Philippou v. Republic (1985) 2 C.L.R. 245, Demetriou v. Republic (1988) 2 C.L.R., 175, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, Φιλίππου άλλως "Φαλκονέτι" ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

Η έφεση απορρίπτεται. Η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο