Κhudaykulova Mukhabbat ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 676

ECLI:CY:AD:2016:B337

(2016) 2 ΑΑΔ 676

[*676]8 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

MUKHABBAT KHUDAYKULOVA,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 136/2015)

 

 

Ποινή ― Αρπαγή ανηλίκου από πρόσωπο που ασκεί κοινή κηδεμονία, κατά παράβαση των Άρθρων 245Α και 248 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επιβλήθηκε πρωτοδίκως ποινή φυλάκισης τριών χρόνων η οποία κρίθηκε από το Εφετείο έκδηλα υπερβολική και μειώθηκε κατ’ έφεση με διαταγή για άμεση αποφυλάκιση της εφεσείουσας ― Απόφανση Εφετείου, ότι ο χρόνος από 27.8.2014, ημερομηνία σύλληψης και κράτησης της με βάση Ε.Ε.Σ., έως 8.7.2016 ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Εφετείου, αποτελούσε τη δέουσα ποινή ― Παρά τη φραστική αναφορά που έγινε στους μετριαστικούς παράγοντες, αυτοί δεν αντανακλούνταν στην πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή.

 

Απόδειξη ― Αντικρουστική μαρτυρία ― Άρθρο 74(1)(3) του Κεφ. 155 ― Απόφανση Εφετείου ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας σε συγκεκριμένο ζήτημα.

 

Απόδειξη ― Αντικρουστική μαρτυρία ― Άρθρο 74(1)(3) του Κεφ. 155 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι αυστηρές, καθότι η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να έχει πέραν της μίας ευκαιρίας για να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον του κατηγορουμένου.

 

Κατηγορητήριο ― Ελαττωματικότητα ― Όπου η δίκη διεκπεραιώνεται στη βάση ενός ελαττωματικού κατηγορητηρίου, το οποίο δεν τροποποιείται, υπάρχει ελάττωμα στη διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ότι η καταδίκη είναι ακροσφαλής ― Σε περιπτώσεις όπου η ελαττωματικότητα εντοπίζεται σε κάποιο «τεχνικό» θέμα που δεν θα μπορούσε να παραπλανήσει τον κατηγορούμενο και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την υπεράσπισή του, τα Δι[*677]καστήρια δεν παραμερίζουν την καταδίκη.

 

Κατηγορητήριο ― Ελαττωματικότητα ― Δυσμενής επηρεασμός ― Ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης, δεν ανεδείκνυε ότι υπήρξε οποιαδήποτε αμφιβολία εκ μέρους της υπεράσπισης ως προς την κατηγορία που αντιμετώπιζε η εφεσείουσα ― Δεν υπήρξε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός της εφεσείουσας, εξαιτίας της ελαττωματικότητας που παρατηρείτο στο κατηγορητήριο έτσι ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της καταδίκης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο ― Εφαρμοστέες αρχές ― Πότε παρέχεται ευχέρεια επέμβασης αναφορικά με αντιφάσεις στη μαρτυρία.

 

Ποινή ― Έκτιση ― Χρόνος έναρξης ― Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης ― Άρθρο 35 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 133(Ι)/2004 ― Ο χρόνος έναρξης της έκτισης της ποινής φυλάκισης που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε να είχε ως αφετηρία την ημερομηνία σύλληψής της εφεσείουσας σε χώρα της Ε.Ε.

 

Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη, ύστερα από ακροαματική διαδικασία, για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου από πρόσωπο που ασκεί κοινή κηδεμονία, κατά παράβαση των Άρθρων 245Α και 248 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε και της επιβλήθηκε πρωτοδίκως ποινή φυλάκισης τριών ετών.

 

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, στις 8.5.2013, ο παραπονούμενος Bilal Cemaleddin, κατήγγειλε στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λευκωσίας ότι η σύζυγος του, εφεσείουσα και ο ανήλικος υιός τους απουσίαζαν. Εξέφρασε δε την υποψία πως αυτοί ανεχώρησαν για το Ουζμπεκιστάν, πατρίδα της συζύγου του χωρίς τη συναίνεσή του. Διαπιστώθηκε ότι πράγματι, περί ώρα 17.00 η εφεσείουσα και ο ανήλικος ανεχώρησαν από τον αερολιμένα Λάρνακος, με προορισμό την Αθήνα από εκεί στην Κωνσταντινούπολη όπου διανυκτέρευσαν και ακολούθως μετέβησαν στην Τεσκένδη. Εναντίον της εφεσείουσας εκδόθηκε ευρωπαικό ένταλμα σύλληψης το οποίο εκτελέστηκε στις 27.8.2014 στην Κατάνια της Ιταλίας, όπου η εφεσείουσα μετέβη χωρίς τον ανήλικο. Ακολούθησε διαδικασία έκδοσής της και αφίχθηκε στην Κύπρο στις 9.1.2015 και έκτοτε τελούσε υπό κράτηση.

 

Με εννέα λόγους έφεσης αμφισβητήθηκε τόσο η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, όσο και η ποινή που επιβλήθηκε.

[*678]Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγοι έφεσης 5 και 6:

 

Υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ2 και της εφεσείουσας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το κεντρικό ζήτημα επί του οποίου επικεντρώθηκε η διαφορά μεταξύ του ΜΚ2 και της εφεσείουσας ήταν κατά πόσο για την αναχώρηση της εφεσείουσας από την Κύπρο με τον ανήλικο, συγκατάνευσε ο ΜΚ2 ή όχι.

 

2.  Όπως ορθά προσδιόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μόνο μέσα από την αξιολόγηση του παραπονούμενου και της κατηγορούμενης ως των μόνων οι οποίοι εξ αντικειμένου μπορούσαν να δώσουν μαρτυρία για το στοιχείο της συναίνεσης, καθορίστηκε η πορεία της υπόθεσης.

 

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε να αποδεχθεί το ΜΚ2 ως αξιόπιστο μάρτυρα και κυρίως αποδέχθηκε ως αξιόπιστο τον κεντρικό του ισχυρισμό ότι η αναχώρηση της εφεσείουσας από την Κύπρο μαζί με τον ανήλικο, δεν έγινε με τη συναίνεσή του. Από την άλλη, έκρινε την εφεσείουσα, αναξιόπιστη και απέρριψε την  υπεράσπισή της.

 

4.  Η πάγια θέση της νομολογίας είναι «ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

 

5.  Περαιτέρω, αναφορικά με τις αντιφάσεις, παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου, που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το Δικαστήριο.

 

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κάθε πτυχή της υπόθεσης και όλες τις εισηγήσεις που έγιναν από πλευράς υπεράσπισης. Κατέ[*679]ληξε δε σε ευρήματα που ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις.

 

7.  Εκείνο που θα έπρεπε να τονιστεί, ήταν ότι ο πυρήνας των θέσεων του ΜΚ2 ότι η εφεσείουσα εγκατέλειψε την Κύπρο χωρίς αυτός να το γνωρίζει και να συναινέσει, παρέμεινε σταθερός παρά την εκτεταμένη αντεξέταση που υπέστη, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η δε εκδοχή αυτή του ΜΚ2, δεν αντιστρατεύεται τη λογική, με βάση και τα υπόλοιπα αναντίλεκτα στοιχεία μαρτυρίας που ευρίσκοντο ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

8.  Σε ό,τι αφορούσε την εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτή ήταν πρόσωπο το οποίο κατέθεσε ενόρκως για να προωθήσει τις θέσεις της και όχι για να πει την αλήθεια. Προς τούτο, προέβη σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις οι οποίες αποτυπώνονται και στην απόφαση του Εφετείου.

 

9.  Δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα, ούτε προέκυπτε ότι η αξιολόγηση που έγινε, αντιστρατεύεται τη λογική, έτσι ώστε να απαιτείται παρέμβαση του Εφετείου. Το Δικαστήριο εξέτασε τις θέσεις της εφεσείουσας, τις αντιπαρέβαλε με άλλα στοιχεία μαρτυρίας και επεξήγησε γιατί κατέληξε στα συμπεράσματά του.

 

Λόγοι έφεσης 2, 3, 4 και 9:

 

α)  Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αντεξέταση της εφεσείουσας επέτρεψε στην κατηγορούσα αρχή, παρά την εγερθείσα ένσταση της υπεράσπισης, να αντεξετάσει την εφεσείουσα και να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της δια της παρουσίασης εγγράφων, που η κατηγορούσα αρχή  κατηγορούσα αρχή δεν συμπεριέλαβε στο μαρτυρικό υλικό που εδόθη στην υπεράσπιση πριν την έναρξη της δίκης, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να μην τύχει δίκαιης δίκης,

 

β)  λανθασμένα δε με ενδιάμεση απόφαση του, επέτρεψε την προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας,

 

γ)  εσφαλμένα επέτρεψε την προσαγωγή αυτής της μαρτυρίας χωρίς η κατηγορούσα αρχή να εξηγήσει αν είχε την εν λόγω μαρτυρία στην κατοχή της πριν δώσει μαρτυρία η εφεσείουσα και

 

δ)  λανθασμένα κρίθηκε ένοχη η εφεσείουσα στη βάση της αντικρουστικής  μαρτυρίας της ΜΚ3.

 

Αποφασίστηκε ότι:

[*680]1.       Κατά το στάδιο της αντεξέτασης της εφεσείουσας, αυτή ισχυρίστηκε, χωρίς να ερωτηθεί περί τούτου, ότι κατά το επίδικο ταξίδι, είχε πάρει εισιτήριο μετ’ επιστροφής. Όταν η υπόθεση αναβλήθηκε σε άλλη ημερομηνία για συνέχιση της αντεξέτασης, η κατηγορούσα αρχή ερεύνησε το θέμα και έλαβε αντίγραφο του εισιτηρίου που χρησιμοποίησε η εφεσείουσα και, ακολούθως, ζήτησε και πέτυχε να της δοθεί άδεια για προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας.

 

2.  Προς τούτο, κατέθεσε ως μάρτυρας η Antzelika Goulbiakova, η οποία εργάζεται στο ταξιδιωτικό γραφείο απ’ όπου αγοράστηκαν τα εισιτήρια για τη μετάβαση της εφεσείουσας και του ανήλικου γιου της στο Ουζμπεκιστάν.

 

3.  Το Άρθρο 74(1)(3) του Κεφ. 155 δίδει τη δυνατότητα παροχής άδειας στην κατηγορούσα αρχή να προσκομίσει αντικρουστική μαρτυρία. Με βάση την εν λόγω νομοθετική διάταξη, εάν ο κατηγορούμενος προβάλει προς υπεράσπισή του νέα στοιχεία τα οποία η κατηγορούσα αρχή δεν θα μπορούσε λογικά να είχε προβλέψει, δύναται, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, να παρουσιάσει μαρτυρία προς ανατροπή των νέων αυτών στοιχείων.

 

4.  Όπως τονίστηκε από τη νομολογία, οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι αυστηρές, καθότι η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να έχει πέραν της μίας ευκαιρίας για να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον του κατηγορουμένου.

 

5.  Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα ήγειρε για πρώτη φορά το θέμα της ύπαρξης εισιτηρίου μετ’ επιστροφής κατά την αντεξέτασή της, χωρίς να ερωτηθεί περί τούτου. Το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε από την ίδια στην κατάθεσή της στην Αστυνομία.

 

6.  Αυτό που ανέφερε είναι ότι πήρε μαζί της λίγα ρούχα γιατί θα έμενε στο Ουζμπεκιστάν για σύντομο χρονικό διάστημα. Το στοιχείο αυτό, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν επέβαλε υποχρέωση στην Αστυνομία να εξετάσει το θέμα του εισιτηρίου.

 

7.  Η ύπαρξη εισιτηρίου μετ’ επιστροφής σχετίζεται με την πρόθεση της εφεσείουσας, συνεπώς, είναι σχετικό με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης και προέκυψε για πρώτη φορά κατά την αντεξέτασή της.

 

8.  Δεν προέκυπτε ότι η κατηγορούσα αρχή όφειλε λογικά να είχε προβλέψει αυτό το στοιχείο, έχοντας υπόψη ότι όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, η εφεσείουσα δεν επέστρεψε στην Κύπρο οικειοθε[*681]λώς, παρά μόνο μετά που συνελήφθη στην Ιταλία, δηλαδή ένα και πλέον έτος μετά την αναχώρησή της και αφού ο γάμος της διαλύθηκε. Ο δε ανήλικος δεν επέστρεψε ποτέ στην Κύπρο.

 

10. Υπό τις περιστάσεις, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας για το ζήτημα αυτό. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του συνηγόρους της εφεσείουσας, ότι ήταν με βάση αποκλειστικά αυτή τη μαρτυρία που καταδικάστηκε η εφεσείουσα. Το Δικαστήριο εξηγεί τους λόγους που το οδήγησαν να κρίνει την εφεσείουσα αναξιόπιστη και να απορρίψει τη μαρτυρία της και δεν στηρίχτηκε μόνο σε αυτό τον παράγοντα.

 

11. Αναφορικά με την κατάθεση του εισιτηρίου ως τεκμηρίου κατά την αντεξέταση της εφεσείουσας, μετά από ένσταση του συνηγόρου υπεράσπισης, προέκυπτε ότι αυτό που επετράπη να κατατεθεί μετά από ένσταση, ήταν μόνο η κατάθεσή του ως στοιχείο προς αναγνώριση, κάτι που ήταν επιτρεπτό υπό τις περιστάσεις. Η μετέπειτα κατάθεσή του ως κανονικού τεκμηρίου, αφότου αναγνωρίστηκε από την εφεσείουσα, έγινε χωρίς ένσταση από μέρους της υπεράσπισης.

 

Λόγος έφεσης 1:

 

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι το κατηγορητήριο ήταν ουσιωδώς ελαττωματικό και υπόκειτο σε ακύρωση, κρίνοντας την εφεσείουσα ένοχη, για αδίκημα άγνωστο στο νόμο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε, μεταξύ άλλων, και την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι αυτή κατηγορείται για αδίκημα το οποίο δεν είναι γνωστό στο Νόμο.

 

2.  Στην έκθεση του αδικήματος αναγράφεται το ορθό ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται η εφεσείουσα, ως αναφέρεται στον πλαγιότιτλο του Άρθρου 245Α. Η εισήγηση του συνηγόρου ότι το Άρθρο 248 καθιστά αδίκημα και προβλέπει ποινή μόνο για «αρπαγή προσώπου από τη Δημοκρατία» και «αρπαγή προσώπου από νόμιμη κηδεμονία», ο ορισμός των οποίων δίδεται στα Άρθρα 245 και 246 δεν ευσταθούσε.

 

3.  Στο Άρθρο 245Α δίδεται ο ορισμός της αρπαγής από πρόσωπο του ασκεί κοινή κηδεμονία αναφέροντας στο τέλος ότι «θεωρείται ότι αρπάζει το ανήλικο πρόσωπο από το νόμιμο κηδεμόνα του», [*682]και αυτό, με βάση του Άρθρο 248, αποτελεί κακούργημα.

 

4.  Στις λεπτομέρειες, όμως, του αδικήματος δεν γίνεται αναφορά στο ότι η εφεσείουσα ασκούσε κοινή κηδεμονία με τον πατέρα του ανηλίκου, συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Δεν προέκυπτε όμως αυτή η παράλειψη να είναι ουσιώδης, έχοντας υπόψη ότι στην έκθεση του αδικήματος αναφέρεται το στοιχείο αυτό και γίνεται παραπομπή στο σχετικό άρθρο του Κεφ. 154 στο οποίο αφορά η κατηγορία.

 

5.  Ως προς τις λέξεις «συναίνεση» και «συγκατάθεση» είναι γεγονός ότι η νομική τους έννοια είναι διαφορετική, όμως οι δύο λέξεις είναι ουσιαστικά συνώνυμες. Εκεί όπου εντοπίζεται ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου είναι ως προς τη φράση «μετέφερε σε διαφυγή», η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο και οδηγεί στο ίδιο εννοιολογικό αποτέλεσμα με τη φράση «μεταφέρει το ανήλικο πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας», όπως εσφαλμένα, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το θέμα που τίθετο ωστόσο, ήταν κατά πόσο η ελαττωματικότητα αυτή οδηγούσε σε ακυρότητα.

 

6.  Όπου η δίκη διεκπεραιώνεται στη βάση ενός ελαττωματικού κατηγορητηρίου, το οποίο δεν τροποποιείται, υπάρχει ελάττωμα στη διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ότι η καταδίκη είναι ακροσφαλής.

 

7.  Σε περιπτώσεις όπου η ελαττωματικότητα εντοπίζεται σε κάποιο «τεχνικό» θέμα που δεν θα μπορούσε να παραπλανήσει τον κατηγορούμενο και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την υπεράσπισή του, τα Δικαστήρια δεν παραμερίζουν την καταδίκη.

 

8.  Όπου όμως στο κατηγορητήριο διατυπώνεται μία λανθασμένη κατηγορία, ή όπου δεν γίνεται αναφορά σε ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ή όπου η κατηγορία δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί με τρόπο ώστε, σε περίπτωση που δεν τροποποιηθεί, να παραπλανηθεί ο κατηγορούμενος, τότε η κατηγορία δεν μπορεί να επιτύχει.

 

9.  Η ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου εγέρθηκε από την υπεράσπιση, μετά που η εφεσείουσα κλήθηκε σε απολογία και συμπληρώθηκε η ένορκη κατάθεση της. Η όλη υπόθεση εξελίχθηκε στη βάση του κατά πόσο η μεταφορά του ανηλίκου εκτός της Δημοκρατίας, κατά τον επίδικο χρόνο, έγινε εν γνώσει και με την συναίνεση του πατέρα του.

[*683]10.     Ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης όπως προέκυπτε από τα πρακτικά, δεν ανεδείκνυε ότι υπήρξε οποιαδήποτε αμφιβολία εκ μέρους της υπεράσπισης, ως προς την κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

11. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τη συμπερίληψη στην έκθεση του αδικήματος της ορθής κατηγορίας, οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός της εφεσείουσας, εξαιτίας της ελαττωματικότητας που παρατηρείται στο κατηγορητήριο έτσι ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της καταδίκης.

 

12. Μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου, εξετέθησαν περαιτέρω γεγονότα για την υπόθεση και γραπτή αγόρευση προς μετριασμό της ποινής.

 

13. Αυτά τα στοιχεία από μόνα τους ισοδυναμούσαν με εκ των υστέρων παραδοχή. Όμως το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε με τους λόγους έφεσης ούτε συζητήθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης και συνακόλουθα δεν απασχόλησε περαιτέρω το Εφετείο.

 

Λόγος έφεσης 7:

 

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως η έκτιση της ποινής που επέβαλε, έχει ως αφετηρία την 13.1.2015, αντί την 27.8.2014, ημερομηνία που η εφεσείουσα συνελήφθη στην Ιταλία και έκτοτε τελούσε υπό κράτηση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο σχετικός λόγος έφεσης ευσταθούσε, όπως είχε γίνει και  αποδεκτό και από τον δημόσιο κατήγορο. Σχετικές είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 35 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου 133(Ι)/2004.

 

2.  Με βάση την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, ο χρόνος έναρξης της έκτισης της ποινής φυλάκισης που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε να είχε ως αφετηρία την 27.8.2014, ημερομηνία σύλληψής της, στην Ιταλία.

 

Λόγος έφεσης 8:

 

Η εισήγηση περί επιβολής έκδηλα υπερβολικής ποινής.

 

Αποφασίστηκε ότι:

[*684]1.       Ο συνήγορος της εφεσείουσας ανέφερε ότι, παρά τη λεκτική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στους μετριαστικούς παράγοντες που έλαβε υπόψη, δεν προσέδωσε σ’ αυτούς την ανάλογη μετριαστική βαρύτητα προς όφελος της εφεσείουσας.

 

2.  Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η επιβολή της ποινής είναι καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαφαίνεται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή ότι είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου.

 

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε ορθά υπόψη του τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε η εφεσείουσα, η οποία αντικατοπτρίζεται και από την ποινή που προβλέπει ο νομοθέτης. Όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, ενυπάρχει σ’ αυτό η εκ μέρους του δράστη απαξίωση και περιφρόνηση των δικαιωμάτων άλλων προσώπων, τόσο του πατέρα, όσο και του ίδιου του ανήλικου, το οποίο έχει δικαίωμα να διατηρεί προσωπική σχέση με τον φυσικό του πατέρα. Σημειώνεται επίσης το γεγονός ότι η εφεσείουσα μέχρι και το στάδιο επιβολής ποινής δεν είχε μεταφέρει τον ανήλικο πίσω στη Δημοκρατία.

 

4.  Από την άλλη, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του και δε διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Όμως, διαπιστωνόταν ότι, παρά τη φραστική αναφορά στους μετριαστικούς παράγοντες, αυτοί δεν αντανακλούνταν στην επιβληθείσα ποινή, η οποία ήταν έκδηλα υπερβολική, υπό τις περιστάσεις.

 

5.  Με την κατάληξη ότι η αφετηρία της ποινής φυλάκισης είναι από την ημερομηνία που αυτή τελούσε υπό κράτηση για σκοπούς έκδοσής της, εκρίθη ότι, η ποινή που είχε εκτίσει η εφεσείουσα, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης απόφασης του Εφετείου, συνιστούσε τη δέουσα ποινή και, ως εκ τούτου, διατάχθηκε η άμεση αποφυλάκισή της.

 

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση κατά της ποινής επέτυχε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506,

 

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

[*685]Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,

 

Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558,

 

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449,

 

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,

 

Στρατής ν. Πεντέλης-Εταιρείας Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708,

 

Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874,

 

Savva v. The Police (1986) 2 C.L.R. 31,

 

Lee v. Wiltshire Chief Constable [1979] R.T.R. 349,

 

Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325,

 

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

 

Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342.

 

Έφεση κατά Kαταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από την Kαταδικασθείσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 357/2015), ημερομηνίας 29/5/2015.

 

Χρ. Χριστάκη με Α. Παναγιώτου (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη, μετά από ακροαματική διαδικασία, για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου από πρόσωπο που ασκεί κοινή κηδεμονία, κατά παράβαση των Άρθρων 245Α και 248 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών.

[*686]Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, στις 8.5.2013 και περί ώρα 19.10 ο παραπονούμενος Bilal Cemaleddin, κατήγγειλε στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λευκωσίας ότι η σύζυγος του, εφεσείουσα και ο ανήλικος υιός τους Said απουσίαζαν. Εξέφρασε δε την υποψία πως αυτοί ανεχώρησαν για το Ουζμπεκιστάν, πατρίδα της συζύγου του χωρίς τη συναίνεσή του. Διαπιστώθηκε ότι πράγματι περί ώρα 17.00 η εφεσείουσα και ο ανήλικος ανεχώρησαν από τον αερολιμένα Λάρνακος με την πτήση CY336, με προορισμό την Αθήνα από εκεί στην Κωνσταντινούπολη όπου διανυκτέρευσαν και ακολούθως μετέβησαν στην Τεσκένδη. Εναντίον της εφεσείουσας εκδόθηκε ευρωπαικό ένταλμα σύλληψης το οποίο εκτελέστηκε στις 27.8.2014 στην Κατάνια της Ιταλίας, όπου η εφεσείουσα μετέβη χωρίς τον ανήλικο. Ακολούθησε διαδικασία έκδοσής της και αφίχθηκε στην Κύπρο στις 9.1.2015 και έκτοτε τελεί υπό κράτηση. Στα πλαίσια των ερευνών  διαπιστώθηκε πως οι αρμόδιοι δεν ακολουθούν μία σταθερή πρακτική ως προς τον τρόπο που ελέγχουν την αναχώρηση ανηλίκων που δεν συνοδεύονται και από τους δύο γονείς ή κηδεμόνες τους. Κάποιοι ικανοποιούνται με την παρουσίαση σχετικής γραπτής συγκατάθεσης και κάποιοι επικοινωνούν με τον γονέα ή κηδεμόνα που δεν συνοδεύει τον ανήλικο και ερωτούν αν υπάρχει συναίνεση στην αναχώρηση του ανηλίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, η αρμόδια αστυνομικός που υπηρετούσε στον αερολιμένα Λάρνακος, δεν θυμόταν την περίπτωση της εφεσείουσας και συνεπώς δεν θυμόταν εαν η ίδια προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή κατά πόσον ενημέρωσε οιονδήποτε για την αναχώρηση του ανήλικου.

 

Πρωτοδίκως, ο παραπονούμενος, ΜΚ2, ισχυρίστηκε ότι στις 8.5.2013 η εφεσείουσα και ο ανήλικος τον επισκέφθηκαν στο εστιατόριό του στην οδό Ρηγαίνης στη Λευκωσία. Η εφεσείουσα του ανέφερε ότι ενδιαφερόταν να αγοράσει παπούτσια από ένα κατάστημα στο κατεχόμενο τμήμα της πόλης και περί τις 12.00 το μεσημέρι, αφού πήρε μαζί της το διαβατήριό της και αυτό του ανηλίκου, έφυγε μαζί με τον ανήλικο από το εστιατόριο. Περί τις 14.30 ο ΜΚ2 τηλεφώνησε στην εφεσείουσα η οποία του ανέφερε ότι ακόμα βρισκόταν στο κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας. Μεταγενέστερες προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί της απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα την ίδια ημέρα να καταγγείλει το γεγονός στην Αστυνομία. Διαπιστώθηκε στη συνέχεια ότι η εφεσείουσα και ο ανήλικος μετάβησαν στο Ουζμπεκιστάν. Ευρισκόμενοι εκεί, η εφεσείουσα επικοινώνησε κάποιες φορές με το ΜΚ2 όμως δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε συμβιβασμό έτσι ώστε ο ανήλικος να επιστρέψει στην Κύπρο. Στο μεταξύ, ο γάμος του ζευγαριού διελύθη τις 16.6.2014, μετά από απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

[*687]Η εφεσείουσα από την άλλη, ισχυρίστηκε ότι εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζαν προβλήματα στο γάμο τους και ήθελε να πάει στην οικογένειά της στο Ουζμπεκιστάν για να σκεφτεί, κάτι που έπραξε και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν. Ανέφερε στον παραπονούμενο τις σκέψεις της και αυτός συγκατάνευσε. Το πρωί τις 8.5.2013 της έδωσε τόσο το δικό της διαβατήριο, όσο και του παιδιού, διευθέτησε η ίδια τα αεροπορικά εισιτήρια και το απόγευμα της ίδιας ημέρας αναχώρησε με τον ανήλικο για την Αθήνα, από εκεί στην Κωνσταντινούπολη και, στη συνέχεια, στη Τεσκένδη. Όταν δε έφθασε στον προορισμό της, επικοινώνησε με το ΜΚ2 στον οποίο ανέφερε πού βρισκόταν.

 

Με εννέα λόγους έφεσης αμφισβητείται τόσο η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, όσο και η ποινή που επιβλήθηκε. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της ότι το κατηγορητήριο ήταν ουσιωδώς ελαττωματικό και υπόκειτο σε ακύρωση, κρίνοντας την εφεσείουσα ένοχη για αδίκημα άγνωστο στο νόμο (λόγος έφεσης 1), (β) δεν έτυχε δίκαιης δίκης (λόγοι έφεσης 2-4 και 9), (γ) υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ2 και της εφεσείουσας (λόγοι έφεσης 5 και 6), (δ) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως η έκτιση της ποινής που επέβαλε έχει ως αφετηρία την 13.1.2015, αντί την 27.8.2014, ημερομηνία που η εφεσείουσα συνελήφθη στην Κατάνια της Ιταλίας και έκτοτε τελεί υπό κράτηση (λόγος έφεσης 7) και (ε) η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική (λόγος έφεσης 8).

 

Το κεντρικό ζήτημα επί του οποίου επικεντρώθηκε η διαφορά μεταξύ του ΜΚ2 και της εφεσείουσας ήταν κατά πόσο για την αναχώρηση της εφεσείουσας από την Κύπρο με τον ανήλικο συγκατάνευσε ο ΜΚ2 ή όχι. Όπως ορθά προσδιόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο μόνο μέσα από την αξιολόγηση του παραπονούμενου και της κατηγορούμενης ως των μόνων οι οποίοι εξ αντικειμένου μπορούσαν να δώσουν μαρτυρία για το στοιχείο της συναίνεσης, καθορίστηκε η πορεία της υπόθεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε να αποδεχθεί το ΜΚ2 ως αξιόπιστο μάρτυρα και κυρίως αποδέχθηκε ως αξιόπιστο τον κεντρικό του ισχυρισμό ότι η αναχώρηση της εφεσείουσας από την Κύπρο μαζί με τον ανήλικο, δεν έγινε με τη συναίνεσή του. Από την άλλη, έκρινε την εφεσείουσα αναξιόπιστη και απέρριψε την υπεράσπισή της.

 

Η αξιολόγηση των δύο πρωταγωνιστών της υπόθεσης αμφι[*688]σβητείται με τους λόγους έφεσης 5 και 6.

 

Σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε από τη δική του καθαρά υποκειμενική και προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του ΜΚ2 αντί να θέσει τη μαρτυρία του στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εντοπίσει και να αξιολογήσει τα όσα του υπεδείχθησαν από την υπεράσπιση ως ουσιώδεις αντιφάσεις ή αλλαγές στη μαρτυρία του που ήταν αντίθετες με την υπόλοιπη μαρτυρία και ενάντια στην κοινή λογική. Ειδικότερα, ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στις αντιφατικές δηλώσεις του ΜΚ2, ως προς την περιγραφή των συνθηκών του γάμου του, ως προς τις υποψίες που έπρεπε να είχε αναφορικά με την αναχώρηση της εφεσείουσας με το παιδί, καθώς και σε άλλες αντιφάσεις της μαρτυρίας του που άπτονται του τρόπου που εξελίχθηκαν τα γεγονότα κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Από την άλλη ο ευπαίδευτος δημόσιος κατήγορος εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων και πως δεν υπάρχουν ευρήματα που να αντιμάχονται τη λογική έτσι ώστε να τίθεται θέμα επέμβασης του εφετείου.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια την αξιολόγηση του ΜΚ2 που έγινε από το Δικαστήριο:

 

      «Προσεκτική παρακολούθηση του Bilal (Μ.Κ.2) ενόσω κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου και επισταμένη εξέταση της μαρτυρίας του δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία περί της αξιοπιστίας του. Ο μάρτυς, άνδρας μέσης ηλικίας, με συμπεριφορά ήρεμη, στάση ευπρεπή και λόγο ήπιο και συγκρατημένο, εξιστόρησε, ενώπιον του Δικαστηρίου, τα ουσιώδη γεγονότα και περιέγραψε τα όσα βιώνει από τις 08.05.2013 έως και σήμερα αποφεύγοντας τις υπερβολές και τις συναισθηματικές εξάρσεις. Ήταν, όμως, αντιληπτή η εσωτερική ταραχή και η συναισθηματική φόρτισή του όταν αναφερόταν στον πεντάχρονο υιό του (γεννηθέντα στις 19.12.2009) τον οποίον είδε για τελευταία φορά πριν από σχεδόν δύο έτη. Ιδίως, ήταν αντιληπτό το ιδιαίτερο βάρος το οποίο αισθάνεται εξ αιτίας του γεγονότος πώς ο πεντάχρονος μοναχογιός του μεγαλώνει σε χώρα του εξωτερικού, με τους οικείους της μητέρας του, υπό άγνωστες λοιπές [*689]συνθήκες, χωρίς τη δική του παρουσία και συχνά χωρίς την παρουσία της μητέρας του, η οποία, ως η ίδια του ανέφερε, αναγκάζεται να ζει σε άλλη πόλη όπου εργοδοτείται.

 

      (4) Ο ευπαίδευτος συνήγορος της κατηγορουμένης εκάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία του Bilal (Μ.Κ.2) ως επισφαλή ισχυριζόμενος τα εξής: (α) Ο μάρτυς προέβηκε σε αντιφατικές δηλώσεις περιγράφοντας το γάμο του με την κατηγορουμένη: Ενώ στις δύο γραπτές καταθέσεις του στην αστυνομία ημερ. 08.05.2013 και 11.01.2015 (τεκμήρια 5 και 6, αντιστοίχως) καθώς και στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου περιέγραψε το γάμο του ως έναν, κατά το μάλλον ή το ήττον, συνήθη και αρμονικό γάμο, στην ένορκη δήλωσή του ημερ. 13.01.2015, η οποία υποστηρίζει την Αίτηση αρ. 9/2015 Bilal Djemaleddin v. Mukhabbat Khudaykulova (Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας - Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας) (τεκμήριο 7) περιγράφει το γάμο αυτό με μελανά χρώματα. (β) Ο μάρτυς διαψεύδει τη θέση της κατηγορούσας αρχής σύμφωνα με την οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η κατηγορούμενη απέσπασε το διαβατήριό της, το οποίο εφύλαττε ο ίδιος, με τέχνασμα. (γ) Το, κατ’ ισχυρισμόν, τέχνασμα της κατηγορουμένης για την αγορά παπουτσιών από κατάστημα στο κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας και τα όσα ακολούθησαν περιγράφονται από το μάρτυρα, στις διάφορες καταθέσεις του, κατά τρόπον διαφορετικό. (δ) Ψεύδεται ο μάρτυς όταν ισχυρίζεται πώς η συγκατάθεσή του ημερ. 28.02.2011 (τεκμήριο 4) εδόθηκε για ένα μόνον ταξίδι του ανηλίκου στο εξωτερικό. (ε) Η επιλογή του μάρτυρος να μην αποστέλλει χρήματα στο Ουζμπεκιστάν για τη συντήρηση του ανηλίκου καθώς και η επιλογή του να μην επισκεφθεί ο ίδιος τη χώρα αυτή για να συναντήσει τον ανήλικο προκαλούν ερωτήματα. Αυτές οι συμπεριφορές δεν χαρακτηρίζουν ένα στοργικό πατέρα. 

 

      Επί των θέσεων του κ. Χριστάκη παρατηρούνται τα εξής:  Πρώτον, παρά την επίμονη αντεξέτασή του, ο Bilal (Μ.Κ.2) παρέμεινε σταθερός στην περιγραφή του γάμου του με την κατηγορουμένη, ως αυτή παρουσιάζεται στις δύο γραπτές του καταθέσεις στην αστυνομία ημερ. 08.05.2013 και 11.01.2015 (τεκμήρια 5 και 6, αντιστοίχως). Εν πάση περιπτώσει, ο κ. Χριστάκη δεν υπέβαλε στον Bilal (Μ.Κ.2) πώς αληθής είναι η εκδοχή των γεγονότων ως αυτή δίδεται στην ένορκη δήλωσή του ημερ. 13.01.2015, η οποία υποστηρίζει την Αίτηση αρ. 9/2015 Bilal Djemaleddin v. Mukhabbat Khydaykulova και την οποία θεωρεί ως αντιφατική. Δεύτερον, ουδεμία ουσιώδης αντίφαση [*690]υπάρχει στην μαρτυρία την οποίαν επαρουσίασε η κατηγορούσα αρχή εν σχέσει με το τέχνασμα το οποίο εχρησιμοποίησε η κατηγορουμένη για να αποσπάσει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, από τον Bilal (Μ.Κ.2), το διαβατήριο της ιδίας και του ανηλίκου. Τρίτον, το κείμενο του τεκμηρίου 4 ουδόλως επιμαρτυρεί πώς η δοθείσα στις 28.02.2011 συναίνεση του Bilal (Μ.Κ.2) για την αναχώρηση του ανηλίκου με τη μητέρα του για το Ουζμπεκιστάν ήταν διαρκής και εκάλυπτε κάθε τέτοιο ταξίδι. Τέταρτον, αφ’ εαυτών η επιλογή του Bilal (Μ.Κ.2) να μην αποστέλλει χρήματα στο Ουζμπεκιστάν για την συντήρηση του ανηλίκου καθώς και η επιλογή του να μην επισκεφθεί τη χώρα για να τον συναντήσει κανένα ερώτημα προκαλούν. Και ούτε πρόκειται για επιλογές οι οποίες χαρακτηρίζουν έναν άστοργο πατέρα. Ο Bilal (Μ.Κ.2) έδωσε εύλογες εξηγήσεις και για τις δύο αυτές επιλογές του: Αφ’ ενός, ο μάρτυς εδήλωσε πώς, πλην του ποσού των €153, το οποίο απέστειλε στις 11.10.2013 (τεκμήριο 8) ως δώρο για τον ανήλικο, δεν απέστειλε οιονδήποτε άλλο ποσόν για τη συντήρησή του φοβούμενος μήπως αυτό εκληφθεί ως συναίνεση για την αναχώρησή του. Αφ’ ετέρου, ο μάρτυς εδήλωσε πώς θεωρεί επικίνδυνη την μετάβασή του στο Ουζμπεκιστάν. Σχετικώς, παρατηρείται, επίσης, πώς, η κατηγορουμένη, η οποία επέμεινε καθ’ όλην την ένορκη μαρτυρία της, να περιγράφει τον Βilal (Μ.Κ.2) κατά τρόπον αρνητικό, ουδόλως εδήλωσε πώς πρόκειται για έναν άστοργο πατέρα και ουδόλως ισχυρίσθηκε πώς η ιδία και ο ανήλικος είχαν ανάγκη την οικονομική βοήθειά του, πώς τον ενημέρωσε για την οικονομική της δυσχέρεια και πώς αυτός αρνήθηκε να την βοηθήσει.»

 

Η πάγια θέση της νομολογίας είναι «ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει.» (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 75). Περαιτέρω, αναφορικά με τις αντιφάσεις, παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευσθεί. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυ[*691]νη η αποδοχή της από το Δικαστήριο (βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλης-Εταιρείας Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874).

 

Εξετάσαμε με προσοχή τη λεπτομερή και εμπεριστατωμένη αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας, υπό το φως των πιο πάνω αρχών. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κάθε πτυχή της υπόθεσης και όλες τις εισηγήσεις που έγιναν από πλευράς υπεράσπισης. Κατέληξε δε σε ευρήματα που ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις.

 

Θα ηθέλαμε να σταθούμε, όμως, σε δύο ζητήματα που εγέρθηκαν από τον συνήγορο. Πρώτον, την αντίφαση που παρατηρείται στην κατάθεση του ΜΚ2 στην αστυνομία στις 8.5.2013 και στην προφορική του μαρτυρία στο Δικαστήριο με τα όσα διαλαμβάνονται στην ένορκή του δήλωση στην αίτηση για γονική μέριμνα στο Οικογενειακό Δικαστήριο, σε σχέση με τις σχέσεις του με την εφεσείουσα κατά τον επίδικο χρόνο. Δεν υπεβλήθη στον ΜΚ2 κατά την αντεξέτασή του από τον κ. Χριστάκη ότι η αλήθεια ως προς τις σχέσεις του με την εφεσείουσα κατά τον επίδικο χρόνο, είναι όπως περιγράφονται στην ένορκη δήλωση στο Οικογενειακό Δικαστήριο που έγινε λίγες ημέρες πριν από την ακρόαση της υπόθεσης. Περαιτέρω, δεν μπορεί να έχει καταλυτικές επιπτώσεις στην αξιολόγηση του μάρτυρα το γεγονός ότι, ενάμιση χρόνο μετά την αναχώρηση της εφεσείουσας από την Κύπρο και την άρνησή της ουσιαστικά να επιστρέψει, αναφέρθηκε σε κλονισμένες σχέσεις που υπήρχαν από τότε που έφυγε από την Κύπρο η εφεσείουσα. Άλλωστε, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, είχαν και προηγουμένως προβλήματα κατά το έτος 2012, ενώ μετά είχαν τα συνηθισμένα προβλήματα που έχουν τα ζευγάρια. Από τα πρακτικά της υπόθεσης και την αφήγηση των γεγονότων από τον παραπονούμενο για την πορεία της συζυγικής τους σχέσης, συνολικά ειδομένης, προκύπτει ότι υπήρχαν διακυμάνσεις στις σχέσεις τους. Άλλωστε, αυτή είναι και η εικόνα που σε γενικές γραμμές, παρουσίασε και η εφεσείουσα. Υπό αυτές τις περιστάσεις και με δεδομένο ότι η ένορκη δήλωση στο Οικογενειακό Δικαστήριο έγινε μετά που η εφεσείουσα, μαζί με τον ανήλικο, μετέβησαν στη χώρα καταγωγής της και αρνείτο να επιστρέψει, δεν κρίνουμε τις όποιες διαφορές μεταξύ της κατάθεσης του ΜΚ2 στην Αστυνομία και της ένορκης κατάθεσής του στο Δικαστήριο με την εν λόγω ένορκη δήλωση στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ως καταλυτικής σημασίας σε σχέση με την αξιοπιστία του.

[*692]Δεύτερον, έγινε πολύς λόγος για μία συγκατάθεση που έδωσε ο ΜΚ2 το έτος 2011 όταν η σύζυγος του επρόκειτο να ταξιδέψει με τον υιό τους στο Ουζμπεκιστάν μετ’ επιστροφής (Τεκμήριο 4). Ο μάρτυρας ανέφερε ότι αυτή η συγκατάθεση χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον ακόμα μία φορά. Διευκρίνισε όμως κατά την αντεξέταση ότι το γεγονός αυτό δεν το γνώριζε προσωπικά, αλλά του το ανέφερε ο αστυφύλακας που εξέτασε την υπόθεση, προφανώς γιατί υπήρχε η συγκατάθεση καταχωρημένη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του αρμόδιου Τμήματος του Αεροδρομίου. Όπως διευκρίνισε ο ΜΚ2, κατά τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, όταν η εφεσείουσα αναχώρησε με τον ανήλικο, τον έπαιρναν τηλέφωνο από το Αεροδρόμιο για να τον ρωτήσουν αν συγκατατίθεται. Παρόλο που δε συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το λεκτικό του εγγράφου (Τεκμήριο 4) υποδηλεί ότι αποσκοπούσε να χρησιμοποιηθεί μία μόνο φορά, εν τούτοις, δεν κρίνουμε ότι η ύπαρξη αυτού του εγγράφου, το οποίο ο ΜΚ2 δεν γνώριζε ότι εξακολουθούσε να ευρίσκεται στην κατοχή της εφεσείουσας, θα μπορούσε να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του μάρτυρα.

 

Εκείνο που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι ο πυρήνας των θέσεων του ΜΚ2 ότι η εφεσείουσα εγκατέλειψε την Κύπρο χωρίς αυτός να το γνωρίζει και να συναινέσει, παρέμεινε σταθερός παρά την εκτεταμένη αντεξέταση που υπέστη, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η δε εκδοχή αυτή του ΜΚ2 δεν αντιστρατεύεται τη λογική, με βάση και τα υπόλοιπα αναντίλεκτα στοιχεία μαρτυρίας που ευρίσκοντο ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Σε ό,τι αφορά την εφεσείουσα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτή ήταν πρόσωπο το οποίο κατέθεσε ενόρκως για να προωθήσει τις θέσεις της και όχι για να πει την αλήθεια. Προς τούτο, προέβη στις εξής διαπιστώσεις:

 

      (α) Η κατηγορουμένη δεν εδίστασε να ισχυρισθεί πληθώρα περιστατικών σκαιάς συμπεριφοράς του πρώην συζύγου της Bilal (Μ.Κ.2), των γονέων και της αδελφής του έναντι τόσον της ιδίας όσον και του ανηλίκου. Όμως, τα πλείστα των περιστατικών αυτών δεν ετέθησαν στον Βilal (Μ.Κ.2), από τον ευπαίδευτο συνήγορό της, για να απαντήσει. Η κατηγορουμένη επεκαλέστηκε αυτήν την σκληρή και προσβλητική συμπεριφορά του πρώην συζύγου της για να δικαιολογήσει την απόφασή της να ταξιδέψει με την ανήλικο, για την πατρίδα της, στις 08.05.2013. Και ενώ, ευλόγως θα ανέμενε κάποιος πώς αυτή η συμπεριφορά του Bilal (Μ.Κ.2), θα οδηγούσε στον κλονισμό [*693]του γάμου και στην απόφαση της κατηγορουμένης να τον εγκαταλείψει οριστικά, η τελευταία επέμεινε πώς ο γάμος δεν εκλονίστηκε και πώς λίγο πριν από την επίδικη αναχώρηση της, η ιδία και ο Bilal (Μ.Κ.2), « .... αποφάσισαν ότι χρειάζο(νται) ο ένας τον άλλο. Έχου(ν) ανάγκη ο ένας τον άλλο και πρέπει να κρατήσου(ν) την οικογένεια (τους). Ότι δεν έχου(ν) τόσο βάσιμα στοιχεία που θα (τους) οδηγούσαν στον χωρισμό». Πρόκειται για μιαν αφύσικη εκδοχή γεγονότων η οποία κλονίζει την αξιοπιστία της κατηγορουμένης.

 

      (β) Αφύσικη είναι και η εκδοχή την οποίαν, επίσης, επαρουσίασε η κατηγορουμένη, σύμφωνα με την οποίαν παρά την αυστηρή, ανελεύθερη έως και βάναυση συμπεριφορά του έναντι της, κάθε φορά που του ζητούσε να εγκαταλείψει τη συζυγική οικία μαζί με τον ανήλικο είτε για να ταξιδέψει στην πατρίδα της είτε για να μείνει με φίλη της «για να σκεφτεί» την τύχη της κοινής τους ζωής, ο Bilal (Μ.Κ.2) της το επέτρεπε.

 

      (γ) Αποδεικτικά του γεγονότος πώς το απόγευμα της 08.05.2013 η κατηγορουμένη και ο ανήλικος ανεχώρισαν από την Δημοκρατία εν αγνοία του Bilal (Μ.Κ.2) και χωρίς τη συγκατάθεσή του αποτελούν και τα εξής, τα οποία η ίδια η κατηγορουμένη απεκάλυψε: Πρώτον, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε σε όλα τα προηγούμενα ταξίδια της με τον ανήλικο, για την κράτηση, την αγορά και την παραλαβή των επίδικων εισιτηρίων ουδεμία ανάμειξη είχε ο Bilal (Μ.Κ.2) (τεκμήριο 9). Η κατηγορουμένη ανέφερε πώς διεκπεραίωσε όλες τις σχετικές εργασίες μόνη, ο δε Bilal (Μ.Κ.2) δεν κατέβαλε καν μέρος των ναύλων.  Δεύτερον, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε σε όλα τα προηγούμενα ταξίδια της με τον ανήλικο στο Ουζμπεκιστάν, για το επίδικο ταξίδι δεν τους εσυνόδευσαν, στον αερολιμένα Λάρνακος, είτε ο Bilal (Μ.Κ.2) είτε ο αδελφός του. Τρίτον, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε σε όλα τα προηγούμενα ταξίδια της με τον ανήλικο στο Ουζμπεκιστάν, για τα οποία επέλεγε τις βολικές πτήσεις Λάρνακα - Μόσχα, Μόσχα - Τασκένδη, για το επίδικο ταξίδι και επειδή, για κάποιον άγνωστο λόγο δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν εισιτήρια για τις πτήσεις αυτές, στις 08.05.2013, η κατηγορουμένη επέλεξε, αντί να αναμένουν να ταξιδέψουν άλλη ημέρα, να υποστούν, η ιδία και ο τρίχρονος τότε ανήλικος, την ταλαιπωρία ενός ταξιδιού με τις πτήσεις Λάρνακα - Αθήνα, Αθήνα - Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντινούπολη - Τασκένδη, οι οποίες, μάλιστα προέβλεπαν διανυκτέρευση στην Κωνσταντινούπολη (τεκμήρια 11 έως και 13). Ας σημειωθεί πώς η κατηγορουμένη ανεγνώρισε τα τεκμήρια 11 έως και 13 ως εισι[*694]τήρια τα οποία η ιδία και ο ανήλικος εχρησιμοποίησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

      (δ) Η κατηγορουμένη περιέγραψε τον Bilal (Μ.Κ.2) με διάφορους αρνητικούς χαρακτηρισμούς. Όμως, δεν του κατελόγισε μοχθηρή και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Τέτοια συμπεριφορά θα εχαρακτήριζε τον Bilal (Μ.Κ.2) εάν γινόταν δεκτή η κατ’ ουσίαν θέση της κατηγορουμένης πώς ενώ αυτός συνήνεσε για το επίδικο ταξίδι του ανηλίκου, το οποίο ήταν προγραμματισμένο για το απόγευμα της 08.05.2013, την ίδια περίπου ώρα κατήγγειλε στην αστυνομία την απαγωγή του.

 

      (ε) Οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης πώς προέβηκε στην κράτηση εισιτηρίων για το επίδικο ταξίδι και αγόρασε τα εισιτήρια (τεκμήρια 11 έως και 13) στις 08.05.2013, πώς εξ αρχής επέλεξε να ταξιδέψουν, η ιδία και ο ανήλικος, με τις πτήσεις Λάρνακα - Αθήνα, Αθήνα - Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντινούπολη - Τασκένδη γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα εισιτήρια για τις βολικές πτήσεις, τις οποίες συνήθως εχρησιμοποιούσε, Λάρνακα - Μόσχα, Μόσχα - Τασκένδη, και πώς τα εισιτήρια αυτά (τεκμήρια 11 έως και 13) ήσαν μετ’ επιστροφής, διαψεύδονται από την Antzelika Goulbiacova (Μ.Κ.3). Η Antzelika Goulbiacova (Μ.Κ.3), ανεξάρτητη μάρτυς, με λόγο σταθερό και άμεσο, εδήλωσε τα εξής: Την προηγουμένη της 08.05.2013 η κατηγορουμένη εξασφάλισε εισιτήρια για τις πτήσεις Λάρνακα - Μόσχα, Μόσχα - Τασκένδη οι οποίες θα εκτελούντο στις 08.05.2015. Όμως, όταν στις 08.05.2013, η κατηγορουμένη και ο ανήλικος εισιτήρια επεχείρησαν να ταξιδέψουν επαρουσιάσθηκε κάποιο πρόβλημα. Εξ ου και η κατηγορουμένη της εζήτησε επειγόντως να της εξασφαλίσει εισιτήρια με άλλες πτήσεις για να μπορέσει να ταξιδεύσει την ίδια ημέρα. Έτσι, διευθετήθηκε η έκδοση των εισιτηρίων για τις πτήσεις Λάρνακα - Αθήνα, Αθήνα - Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντινούπολη - Τασκένδη (τεκμήρια 11 έως και 13).  Τα εισιτήρια αυτά ήσαν μίας διαδρομής.»

 

Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα, ούτε θεωρούμε ότι η αξιολόγηση που έγινε αντιστρατεύεται τη λογική, έτσι ώστε να απαιτείται παρέμβασή μας. Το Δικαστήριο εξέτασε τις θέσεις της εφεσείουσας, τις αντιπαρέβαλε με άλλα στοιχεία μαρτυρίας και επεξηγεί γιατί κατάληξε στα συμπεράσματά του.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται.

 

Οι λόγοι έφεσης 2, 3, 4 και 9 θα εξεταστούν μαζί λόγω της συ[*695]νάφειάς τους. Κατά το στάδιο της αντεξέτασης της εφεσείουσας, αυτή ισχυρίστηκε, χωρίς να ερωτηθεί περί τούτου, ότι κατά το επίδικο ταξίδι είχε πάρει εισιτήριο μετ’ επιστροφής. Όταν η υπόθεση αναβλήθηκε σε άλλη ημερομηνία για συνέχιση της αντεξέτασης, η κατηγορούσα αρχή ερεύνησε το θέμα και έλαβε αντίγραφο του εισιτηρίου που χρησιμοποίησε η εφεσείουσα και, ακολούθως, ζήτησε και πέτυχε να της δοθεί άδεια για προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας. Προς τούτο, κατέθεσε ως μάρτυρας η Antzelika Goulbiakova, η οποία εργάζεται στο ταξιδιωτικό γραφείο απ’ όπου αγοράστηκαν τα εισιτήρια για τη μετάβαση της εφεσείουσας και του ανήλικου γιου της στο Ουζμπεκιστάν.

 

Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αντεξέταση της εφεσείουσας επέτρεψε στην κατηγορούσα αρχή, παρά την εγερθείσα ένσταση της υπεράσπισης, να αντεξετάσει την εφεσείουσα και να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της δια της παρουσίασης εγγράφων που η κατηγορούσα αρχή δεν συμπεριέλαβε στο μαρτυρικό υλικό που εδόθη στην υπεράσπιση πριν την έναρξη της δίκης, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να μην τύχει δίκαιης δίκης (9ος λόγος), λανθασμένα με ενδιάμεση απόφαση του επέτρεψε την προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας (2ος λόγος), εσφαλμένα επέτρεψε την προσαγωγή αυτής της μαρτυρίας χωρίς η κατηγορούσα αρχή να εξηγήσει αν είχε την εν λόγω μαρτυρία στην κατοχή της πριν δώσει μαρτυρία η εφεσείουσα (3ος λόγος) και λανθασμένα κρίθηκε ένοχη η εφεσείουσα στη βάση της αντικρουστικής  μαρτυρίας της ΜΚ3 (4ος λόγος).

 

Το Άρθρο 74(1)(3) του Κεφ. 155 δίδει τη δυνατότητα παροχής άδειας στην κατηγορούσα αρχή να προσκομίσει αντικρουστική μαρτυρία. Με βάση την εν λόγω νομοθετική διάταξη, εάν ο κατηγορούμενος προβάλει προς υπεράσπισή του νέα στοιχεία τα οποία η κατηγορούσα αρχή δεν θα μπορούσε λογικά να είχε προβλέψει, δύναται, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, να παρουσιάσει μαρτυρία προς ανατροπή των νέων αυτών στοιχείων. Όπως τονίστηκε από τη νομολογία, οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι αυστηρές, καθότι η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να έχει πέραν της μίας ευκαιρίας για να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον του κατηγορουμένου. (βλ. Savva v. The Police (1986) 2 C.L.R. 31).

 

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα ήγειρε για πρώτη φορά το θέμα της ύπαρξης εισιτηρίου μετ’ επιστροφής κατά την αντεξέτασή της, χωρίς να ερωτηθεί περί τούτου. Το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε από την ίδια στην κατάθεσή της στην Αστυνομία. Αυτό που ανέφερε είναι ότι πήρε μαζί της λίγα ρούχα γιατί θα έμενε [*696]στο Ουζμπεκιστάν για σύντομο χρονικό διάστημα. Το στοιχείο αυτό, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν επέβαλε υποχρέωση στην Αστυνομία να εξετάσει το θέμα του εισιτηρίου. Η ύπαρξη εισιτηρίου μετ’ επιστροφής σχετίζεται με την πρόθεση της εφεσείουσας, συνεπώς, είναι σχετικό με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης και προέκυψε για πρώτη φορά κατά την αντεξέτασή της. Δεν θεωρούμε ότι η κατηγορούσα αρχή όφειλε λογικά να είχε προβλέψει αυτό το στοιχείο, έχοντας υπόψη ότι όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, η εφεσείουσα δεν επέστρεψε στην Κύπρο οικειοθελώς, παρά μόνο μετά που συνελήφθη στην Ιταλία, δηλαδή ένα και πλέον έτος μετά την αναχώρησή της και αφού ο γάμος της διαλύθηκε. Ο δε ανήλικος δεν επέστρεψε ποτέ στην Κύπρο.

 

Θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας για το ζήτημα αυτό. Σε διαφωνία δε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, δεν θεωρούμε ότι είναι με βάση αποκλειστικά αυτή τη μαρτυρία που καταδικάστηκε η εφεσείουσα. Το Δικαστήριο εξηγεί τους λόγους που το οδήγησαν να κρίνει την εφεσείουσα αναξιόπιστη και να απορρίψει τη μαρτυρία της και δεν στηρίχτηκε μόνο σε αυτό τον παράγοντα.

 

Αναφορικά με την κατάθεση του εισιτηρίου ως τεκμηρίου κατά την αντεξέταση της εφεσείουσας, μετά από ένσταση του συνηγόρου υπεράσπισης, παρατηρούμε ότι αυτό που επετράπη να κατατεθεί μετά από ένσταση ήταν μόνο η κατάθεσή του ως στοιχείο προς αναγνώριση, κάτι που ήταν επιτρεπτό υπό τις περιστάσεις. Η μετέπειτα κατάθεσή του ως κανονικού τεκμηρίου, αφότου αναγνωρίστηκε από την εφεσείουσα, έγινε χωρίς ένσταση από μέρους της υπεράσπισης.

 

Συνακόλουθα, ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι κρίθηκε ένοχη για αδίκημα άγνωστο στο Νόμο και πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσο με την ενδιάμεσή του απόφαση ημερομηνίας 5.3.2015, όσο και με την τελική του απόφαση, απέρριψε τη θέση της ότι το κατηγορητήριο ήταν ουσιωδώς ελαττωματικό και υπόκειτο σε ακύρωση.

 

Αναπτύσσοντας το λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, με αναφορά σε Αγγλική κυρίως νομολογία, εισηγήθηκε ότι οι λεπτομέρειες του αδικήματος για το οποίο τελικά καταδικάστηκε η εφεσείουσα δεν ικανοποιούσαν ούτε το Άρθρο 245 [*697]Α, ούτε το Άρθρο 248 και δεν αποδείκνυαν οποιοδήποτε αδίκημα. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο καταδίκασε την εφεσείουσα, χωρίς προγενέστερη τροποποίηση του κατηγορητηρίου, σύμφωνα με το Άρθρο 83 του Κεφ. 155 και χωρίς βεβαίως να επανακατηγορηθεί.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου είναι η θέση της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο δημόσιο κατήγορο, παρά το ότι λανθασμένα αναφέρεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος η φράση «μετέφερε σε διαφυγή» αντί «μετέφερε εκτός των ορίων της Δημοκρατίας» όπως αναγράφεται στο Άρθρο 245Α, και θα ήταν ορθό, όπως είπε, είτε η κατηγορούσα αρχή, είτε το Δικαστήριο, να προβούν σε ανάλογη τροποποίηση, όταν εγέρθηκε το θέμα από την εφεσείουσα, εν τούτοις, αυτή η παράλειψη δεν καθιστά την καταδίκη άκυρη. Σύμφωνα με την εισήγηση του, η μαρτυρία η οποία παρουσιάστηκε αφορούσε σε μεταφορά του ανήλικου εκτός της Δημοκρατίας και η υπεράσπιση της εφεσείουσας δεν επηρεάστηκε καθόλου από τη λανθασμένη διατύπωση των λεπτομερειών αδικήματος στο κατηγορητήριο. Ούτε η λανθασμένη χρήση της λέξης «συγκατάθεση», αντί «συναίνεση», μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα, καθότι αυτές οι λέξεις στην ευρύτερη τους χρήση είναι συνώνυμες και δεν υφίσταται ούτε στη νομική έννοια των λέξεων «consent» και «acquiescence» διάκριση. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι ακόμη και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί λανθασμένη η καταδίκη στη βάση των λεπτομερειών του αδικήματος, η περίπτωση είναι κατάλληλη για εφαρμογή του Άρθρου 145(1)(γ) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης για προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας σχετικά με ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι κατά την αναχώρησή της από την Κύπρο είχε εκδώσει εισιτήριο μετ’ επιστροφής, θέμα που εγέρθηκε μετά που κατέθεσε η εφεσείουσα, εξέτασε, μεταξύ άλλων, και την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι αυτή κατηγορείται για αδίκημα το οποίο δεν είναι γνωστό στο Νόμο. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του εγερθέντος ζητήματος έχει ως ακολούθως:

 

«(1) Το κατηγορητήριο είναι συντεταγμένο ως το Άρθρο 39 του Κεφ. 154 και η σχετική νομολογία ορίζουν και ουδεμία αντικανονικότητα ή ελάττωμα αυτού παρατηρείται. Στην έκθεση αδικήματος καταγράφονται τα κρίσιμα Άρθρα 245Α και 248 του Κεφ. 154, το δε αδίκημα περιγράφεται δια της ορολογίας την οποίαν χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στον πλαγιότιτλο του Άρθρου 245Α: «….. αρπαγή () από πρόσωπο που ασκεί [*698]κοινή κηδεμονία». Περαιτέρω, στις λεπτομέρειες του αδικήματος περιγράφονται οι κρίσιμες παράνομες ενέργειες της κατηγορουμένης με τη χρήση λέξεων και φράσεων οι οποίες έχουν το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο και οδηγούν στο ίδιο σημασιακό αποτέλεσμα ως αυτές τις οποίες χρησιμοποιεί ο νομοθέτης. Ανάγνωση του κατηγορητηρίου ουδεμία σύγχιση προκαλεί εν σχέσει με το επίδικο αδίκημα. Το καταγεγραμμένο στην έκθεση αδικήματος και στις λεπτομέρειες είναι κατατοπιστικά και επαρκούν για να καθοδηγήσουν την πλευρά της κατηγορουμένης στα Άρθρα 245Α και 248 του Κεφ. 154.

 

Εν πάση περιπτώσει, από τον τρόπο με τον οποίον, μέχρι στιγμής χειρίζεται την υπόθεση ο ευπαίδευτος συνήγορος της κατηγορουμένης, και λαμβανομένων υπ’ όψιν των όσων η τελευταία κατέθεσε ενώπιο του δικαστηρίου, ουδεμία αμφιβολία υπάρχει πώς η κατηγορουμένη γνωρίζει επακριβώς το αδίκημα για το οποίο διώκεται. Για το ζήτημα της καταγραφής στο κατηγορητήριο των λεπτομερειών του αδικήματος και των συνεπειών από τυχόν σχετικό ελάττωμα παρατίθεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Hickmott v. Gurd [1971] 2 All ER 1399, 1400:

 

«……. Notwithstanding that the charge in the first information contained erroneous particulars ……….. the conviction on that count would not be invalidated on the ground that those particulars were not substantiated by the prosecution, for the following reasons: (a) where the charge contained a clear statement of the offence, it was not necessary to set out the particular means whereby the object was achieved; it was only necessary to specify the particular means where they were essential to the description of the offence; in the present case the statement that the appellant had dishonestly obtained for himself a pecuniary advantage, namely the evasion of a debt for which he was liable to the public house, by deception, was sufficient to direct the appellant to s 16; and (b) on the evidence it was clear that the appellant (1) knew the charge that he had to meet, (2) was not prejudiced or embarrassed by the erroneous particularization and (3) had acted fraudulently throughout….»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε με τη συμπλήρωση της υπόθεσης και εξέδωσε την απόφασή του στη βάση του κατηγορητηρίου, ως είχε αρχικά καταχωριστεί, παραπέμποντας μάλιστα στην ενδιάμεσή του απόφαση.

[*699]Το κατηγορητήριο που αντιμετώπισε πρωτοδίκως η εφεσείουσα αποτελείτο από μία κατηγορία, ως ακολούθως:

 

«ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 1

 

Αρπαγή από πρόσωπο που ασκεί κοινή κηδεμονία κατά παράβαση των Άρθρων 245 Α και 248 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

 

Η κατηγορούμενη στις 8/5/2013 στη Λάρνακα της Επαρχίας Λάρνακας μετέφερε σε διαφυγή τον ανήλικο γιο της Muhammet Said Cemaleddin ηλικίας 5 ετών χωρίς τη συγκατάθεση του  πατέρα του Bilal Cemaleddin.»

 

Τα Άρθρα 245Α και 248 του Κεφ. 154, επί των οποίων στηρίχθηκε η κατηγορία και η καταδίκη της εφεσείουσας, προνοούν τα ακόλουθα:

 

      «245Α. Όποιος ενώ ασκεί κοινή κηδεμονία ανηλίκου με άλλο ή άλλα πρόσωπα, μεταφέρει το ανήλικο πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας, χωρίς τη συναίνεση του άλλου ή των άλλων νομίμων κηδεμόνων του, θεωρείται ότι αρπάζει το ανήλικο πρόσωπο από το νόμιμο κηδεμόνα του.»

 

      «248. Όποιος αρπάζει πρόσωπο από τη Δημοκρατία ή από νόμιμη κηδεμονία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων και σε χρηματική ποινή.»

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 38(β) του Κεφ. 155 κάθε κατηγορητήριο περιλαμβάνει και «το ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος τα οποία περιλαμβάνουν τις λεπτομέρειες που εκτίθενται στο Άρθρο 39». Το Άρθρο 39(γ) του Κεφ. 155 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(γ) η κατηγορία στο κατηγορητήριο περιγράφει εν συντομία σε κοινή γλώσσα το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού τη χρήση τεχνικών όρων και χωρίς απαραίτητα να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του ποινικού αδικήματος, και περιλαμβάνει αναφορά στο άρθρο του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα. Όταν κάποιο αδίκημα συνίστα[*700]ται από πράγμα το οποίο απαγορεύεται από το συνδυασμένο αποτέλεσμα περισσότερων του ενός νομοθετημάτων, το κατηγορητήριο περιλαμβάνει αναφορά και στα δύο αυτά νομοθετήματα και αν το ποινικό αδίκημα ορίζεται από ένα και η ποινή προβλέπεται από άλλο νομοθέτημα γίνεται επίσης αναφορά στο νομοθέτημα που προβλέπει την ποινή.»

 

Στην έκθεση του αδικήματος αναγράφεται το ορθό ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται η εφεσείουσα, ως αναφέρεται στον πλαγιότιτλο του Άρθρου 245Α. Η εισήγηση του κ. Χριστάκη ότι το Άρθρο 248 καθιστά αδίκημα και προβλέπει ποινή μόνο για «αρπαγή προσώπου από τη Δημοκρατία» και «αρπαγή προσώπου από νόμιμη κηδεμονία», ο ορισμός των οποίων δίδεται στα Άρθρα 245 και 246 δεν ευσταθεί. Στο Άρθρο 245Α δίδεται ο ορισμός της αρπαγής από πρόσωπο του ασκεί κοινή κηδεμονία αναφέροντας στο τέλος ότι «θεωρείται ότι αρπάζει το ανήλικο πρόσωπο από το νόμιμο κηδεμόνα του», και αυτό, με βάση του Άρθρο 248, αποτελεί κακούργημα. 

 

Στις λεπτομέρειες, όμως, του αδικήματος δεν γίνεται αναφορά στο ότι η εφεσείουσα ασκούσε κοινή κηδεμονία με τον πατέρα του ανηλίκου, συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Δεν θεωρούμε όμως αυτή την παράλειψη ουσιώδη, έχοντας υπόψη ότι στην έκθεση του αδικήματος αναφέρεται το στοιχείο αυτό και γίνεται παραπομπή στο σχετικό άρθρο του Κεφ. 154 στο οποίο αφορά η κατηγορία. Ως προς τις λέξεις «συναίνεση» και «συγκατάθεση» είναι γεγονός ότι η νομική τους έννοια είναι διαφορετική, όμως οι δύο λέξεις είναι ουσιαστικά συνώνυμες. Εκεί όπου εντοπίζεται ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου είναι ως προς τη φράση «μετέφερε σε διαφυγή», η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο και οδηγεί στο ίδιο εννοιολογικό αποτέλεσμα με τη φράση «μεταφέρει το ανήλικο πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας», όπως εσφαλμένα, κατά την άποψή μας, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το θέμα που τίθεται βέβαια είναι κατά πόσο η ελαττωματικότητα αυτή οδηγεί σε ακυρότητα.

 

Όπου η δίκη διεκπεραιώνεται στη βάση ενός ελαττωματικού κατηγορητηρίου, το οποίο δεν τροποποιείται, υπάρχει ελάττωμα στη διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ότι η καταδίκη είναι ακροσφαλής. Σε περιπτώσεις όπου η ελαττωματικότητα εντοπίζεται σε κάποιο «τεχνικό» θέμα που δεν θα μπορούσε να παραπλανήσει τον κατηγορούμενο και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την υπεράσπισή του, τα Δικαστήρια δεν παραμερίζουν την καταδίκη. Όπου όμως στο κατηγορητήριο διατυπώνεται μία λαν[*701]θασμένη κατηγορία, ή όπου δεν γίνεται αναφορά σε ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος, ή όπου η κατηγορία δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί με τρόπο ώστε, σε περίπτωση που δεν τροποποιηθεί, να παραπλανηθεί ο κατηγορούμενος, τότε η κατηγορία δεν μπορεί να επιτύχει (βλ. Lee v. Wiltshire Chief Constable [1979] R.T.R. 349 στην οποία παρέπεμψαν και οι δύο συνήγοροι).

 

Κατ’ αρχάς, σημειώνουμε ότι η ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου εγέρθηκε από την υπεράσπιση, μετά που η εφεσείουσα κλήθηκε σε απολογία και συμπληρώθηκε η ένορκη κατάθεση της. Η όλη υπόθεση εξελίχθηκε στη βάση του κατά πόσο η μεταφορά του ανηλίκου εκτός της Δημοκρατίας, κατά τον επίδικο χρόνο, έγινε εν γνώσει και με την συναίνεση του πατέρα του. Ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης όπως προκύπτει από τα πρακτικά δεν αναδεικνύει ότι υπήρξε οποιαδήποτε αμφιβολία εκ μέρους της υπεράσπισης ως προς την κατηγορία που αντιμετώπιζε. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τη συμπερίληψη στην έκθεση του αδικήματος της ορθής κατηγορίας, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός της εφεσείουσας, εξαιτίας της ελαττωματικότητας που παρατηρείται στο κατηγορητήριο έτσι ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της καταδίκης.

 

Σημειώνουμε ότι, μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου, εξετέθησαν περαιτέρω γεγονότα για την υπόθεση και γραπτή αγόρευση προς μετριασμό της ποινής, στα πλαίσια της οποίας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι «η Κατηγορούμενη προέβηκε στα αδικήματα που βρέθηκε ένοχη, γιατί οι συνθήκες διαβίωσης της με τον σύζυγο της ήταν τέτοιες που οι συνθήκες να φαντάζουν όνειρο σε σχέση με την ζωή που είχε μαζί με τον σύζυγο της ιδιαίτερα μετά την γέννηση του παιδιού τους που την υποχρέωσε να φορεί φερετζέ για να μην φαίνεται το πρόσωπο της και ιδιαίτερα να φορεί την υπόλοιπη ενδυμασία για να μην φαίνεται γυμνό κανένα μέρος του σώματος ιδιαίτερα ο λαιμός.» Περαιτέρω, σε άλλο σημείο της αγόρευσης, κάτω από τον τίτλο «συνθήκες διάπραξης» τέθηκε ως πρόσθετος μετριαστικός παράγοντας το γεγονός ότι «η κατηγορούμενη δεν τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάστηκε υποκινούμενη ούτε από ευτελή κίνητρα ούτε από ταπεινά αίτια ή ελατήρια και δεν υπάρχει ευτελές κίνητρο και ταπεινό ελατήριο σε οποιανδήποτε ενέργεια της.» Άλλωστε, το Δικαστήριο στην απόφασή του για την ποινή αναφέρει «Τα όσα η κατηγορουμένη επικαλείται, ως αιτία της απόφασής της να απαγάγει τον ανήλικο από τον φυσικό του πατέρα, αφορούν μόνον στην ιδία.»

[*702]Αυτά τα στοιχεία από μόνα τους ισοδυναμούν με εκ των υστέρων παραδοχή (βλ. Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325). Όμως το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε με τους λόγους έφεσης ούτε βεβαίως συζητήθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης, γι’ αυτό δεν θα το εξετάσουμε περαιτέρω.

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης αμφισβητείται η αφετηρία της ποινής φυλάκισης που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, που καθορίστηκε ως η 13.1.2015 «ημερομηνία από την οποία η κατηγορούμενη ευρίσκεται υπό κράτηση για σκοπούς εκδίκασης της προκείμενης υπόθεσης» αντί η 27.8.2014 που η εφεσείουσα συνελήφθη στην Κατάνια της Ιταλίας και έκτοτε τελούσε υπό κράτηση μέχρι την παράδοσή της στην Κύπρο στις 9.1.2015 για σκοπούς εκδίκασης της υπόθεσης.

 

Ο λόγος έφεσης ευσταθεί, όπως άλλωστε έγινε αποδεκτό και από τον ευπαίδευτο δημόσιο κατήγορο. Το Άρθρο 35 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004 (Ν.133(Ι)/2004) προνοεί τα ακόλουθα:

 

«35. Ο χρόνος κράτησης του εκζητουμένου στο κράτος εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο της διαδικασίας παράδοσης του στην αρμόδια κυπριακή αρχή, αφαιρείται από την συνολική διάρκεια στέρησης της ελευθερίας του στην Κύπρο στην περίπτωση καταδίκης του σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας.»

 

Με βάση την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια, ο χρόνος έναρξης της έκτισης της ποινής φυλάκισης που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε ως αφετηρία την 27.8.2014, ημερομηνία σύλληψής της, στην Ιταλία.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η ποινή που της επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική, αντινομική και το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ανέφερε ότι, παρά τη λεκτική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στους μετριαστικούς παράγοντες που έλαβε υπόψη, δεν προσέδωσε σ’ αυτούς την ανάλογη μετριαστική βαρύτητα προς όφελος της εφεσείουσας. Οι μετριαστικοί αυτοί παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη ήταν το [*703]λευκό ποινικό μητρώο της εφεσείουσας, το γεγονός ότι η εφεσείουσα είναι μητέρα ενός πεντάχρονου ανήλικου και η φυλάκισή της θα έχει επιπτώσεις στην ευημερία του, το γεγονός ότι η εφεσείουσα μετέφερε τον ανήλικο στη χώρα καταγωγής της και έκτοτε διαμένει σε οικείο περιβάλλον με τους εκ μητρός παππού και γιαγιά του, την κλονισμένη κατάσταση της υγείας της μητέρας της εφεσείουσας και το χρόνο που αυτή τελούσε υπό κράτηση. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ο συνήγορος ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως περαιτέρω μετριαστικοί παράγοντες, το νεαρό της ηλικίας της εφεσείουσας, ήταν 28 χρονών κατά τη διάπραξη του αδικήματος, την ιδιαίτερη σχέση της εφεσείουσας ως μητέρα με το παιδί της, καθώς επίσης και την απουσία επιβαρυντικών παραγόντων στην υπόθεση. Ως τέτοιοι παράγοντες καθορίστηκαν η μη ύπαρξη παραβίασης δικαστικού διατάγματος για την απαγόρευση εξόδου του παιδιού από τη Δημοκρατία, ότι η εφεσείουσα αναχώρησε από την Κύπρο από το νόμιμο αεροδρόμιο της Λάρνακας χρησιμοποιώντας γνήσια ταξιδιωτικά έγγραφα, ότι το παιδί ταξίδεψε και διαμένει σε οικείο και ζεστό γι’ αυτόν περιβάλλον και ότι άμεσα, μόλις η εφεσείουσα έφτασε στο Ουζμπεκιστάν με το παιδί, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον πατέρα του παιδιού και τον ενημέρωσε ότι βρίσκεται εκεί.

 

Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η επιβολή της ποινής είναι καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαφαίνεται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή ότι είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε ορθά υπόψη του τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε η εφεσείουσα, το οποίο αντικατοπτρίζεται και από την ποινή που προβλέπει ο νομοθέτης. Όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, ενυπάρχει σ’ αυτό η εκ μέρους του δράστη απαξίωση και περιφρόνηση των δικαιωμάτων άλλων προσώπων, τόσο του πατέρα, όσο και του ίδιου του ανήλικου, το οποίο έχει δικαίωμα να διατηρεί προσωπική σχέση με τον φυσικό του πατέρα. Σημειώνεται επίσης το γεγονός ότι η εφεσείουσα μέχρι και το στάδιο επιβολής ποινής δεν είχε μεταφέρει τον ανήλικο πίσω στη Δημοκρατία.

 

Από την άλλη, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του και δε διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Όμως, διαπιστώνουμε ότι, [*704]παρά τη φραστική αναφορά στους μετριαστικούς παράγοντες, αυτοί δεν αντανακλούνται στην επιβληθείσα ποινή, την οποία θεωρούμε έκδηλα υπερβολική, υπό τις περιστάσεις.

 

Έχοντας καταλήξει ότι η αφετηρία της ποινής φυλάκισης είναι από την ημερομηνία που αυτή τελούσε υπό κράτηση για σκοπούς έκδοσής της, θεωρούμε πως η ποινή που έχει εκτίσει η εφεσείουσα, μέχρι σήμερα, συνιστά τη δέουσα ποινή και, ως εκ τούτου, διατάσσεται η άμεση αποφυλάκισή της.

 

Συνακόλουθα, η έφεση κατά της ποινής επιτυγχάνει ως ανωτέρω.

 

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση κατά της ποινής επιτυγχάνει.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο