Κωνσταντίνου Ανδρέας ν. Aστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 705

ECLI:CY:AD:2016:B335

(2016) 2 ΑΑΔ 705

[*705]8 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 166/2015)

 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Από την εξέταση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 διαπιστωνόταν ότι αυτή ήταν διάτρητη από αντιφάσεις, ασυναρτησίες και χαρακτηριζόταν από μία εμφανή αντιπάθεια εναντίον του Κατηγορουμένου ― Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη και δεδομένου ότι ήταν και ο μόνος μάρτυρας επί των γεγονότων, δεν έμενε οτιδήποτε άλλο που να οδηγούσε έστω και κατ’ ελάχιστο σε συμπέρασμα ενοχής του Κατηγορουμένου ― Παραμερισμός καταδίκης.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Περιστατική μαρτυρία ― Τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως περιστατική μαρτυρία, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από υποθέσεις που σε καμία περίπτωση δεν οδηγούσαν σε άμεσο και μοναδικό εύλογο συμπέρασμα, ενοχής του Κατηγορουμένου.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Περιστατική μαρτυρία ― Πρέπει το αδίκημα να συνδέεται με τον Κατηγορούμενο και την ενοχή του κατά τρόπο άμεσο και ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία ― Η περιστατική μαρτυρία πρέπει ταυτόχρονα, κατά τη νομολογία να μην περιέχει κενά στην πορεία της ώστε να παρέχεται η αναγκαία ασφάλεια στην απόφαση περί ενοχής.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Ο Εφεσείοντας προσέβαλε με τρεις λόγους έφεσης, απόφαση  Επαρχιακού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία, βρέθηκε κατόπιν [*706]ακροάσεως, ένοχος της κατηγορίας του Άρθρου 317(γ) του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στις 24.9.2012 έθεσε φωτιά σε εσοδεία, φυτείες, δενδρύλλια και θάμνους.

 

Η καταδίκη του Εφεσείοντα στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Μ.Κ.1 συγχωριανού και γείτονα του κατηγορουμένου, η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Σύμφωνα με αυτόν, κατά την πιο πάνω ημέρα και ώρα 10.45 π.μ. περίπου, ακολούθησε πεζός τον Κατηγορούμενο, ο οποίος επέβαινε μοτοποδηλάτου, χωρίς να γίνει αντιληπτός, περί τα 250μ. από την οικία του και κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο. Είδε όπως ανέφερε, τον Κατηγορούμενο «να σταματά το μοτοποδήλατό του, να κοιτάζει γύρω του και να ανάβει τσιγάρο που ακολούθως το πέταξε στο έδαφος. Μετά έσκυψε και από το σημείο εκείνο ξεκίνησε η φωτιά». Ο Μ.Κ.1 τότε φανέρωσε την παρουσία του και ρώτησε τον Κατηγορούμενο τι έκανε, αλλά αυτός ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε.

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη με έφεση, η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Μ.Κ.1 και εσφαλμένα έκρινε αυτόν ως αξιόπιστο μάρτυρα.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση με την οποία κρίθηκαν αναξιόπιστοι οι Μ.Υ.1 – 4.

 

γ)  Ήταν λανθασμένα και ανεπίτρεπτα τα συμπεράσματα και ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία και δεν υποστηρίζονταν από την ενώπιον του μαρτυρία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

2.  Το Εφετείο δύναται πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων. Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρ[*707]τυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη.

 

3.  Το βάρος παρουσίασης επαρκούς και αξιόπιστης μαρτυρίας προς απόδειξη της ενοχής του Εφεσείοντα, ήταν και παρέμεινε επί των ώμων της Κατηγορούσας Αρχής και το επίπεδο της απόδειξης της ενοχής είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

4.  Εξετάζοντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 διαπιστωνόταν ότι αυτή ήταν διάτρητη από αντιφάσεις, ασυναρτησίες και χαρακτηριζόταν από μία εμφανή αντιπάθεια εναντίον του Κατηγορουμένου, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για την κοπή ενός δέντρου ελιάς του σε προηγούμενη πυρκαγιά, και αξίωνε ως αποζημιώσεις για τα δέντρα του που κατ’ ισχυρισμό απεκόπησαν από τον Κατηγορούμενο στην προηγούμενη πυρκαγιά το συνολικό ποσό των €20.000.

 

5.  Δείγματα των αντιφάσεων του, παρατίθενται στην απόφαση του Εφετείου, όπως αυτά προέκυπταν από τα πρακτικά. Πέραν όμως αυτών, ήταν και η ποιότητα της μαρτυρίας του.

 

6.  Όλα τα πιο πάνω οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη. Απορρίπτοντας δε τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 που ήταν και ο μόνος μάρτυρας επί των γεγονότων, δεν έμενε οτιδήποτε άλλο που να οδηγούσε έστω και κατ’ ελάχιστο, σε συμπέρασμα ενοχής του Κατηγορουμένου.

 

7.  Όλα τα υπόλοιπα που ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και θεώρησε ως περιστατική μαρτυρία δεν ήταν περισσότερο από υποθέσεις που σε καμία περίπτωση δεν οδηγούσαν σε άμεσο και μοναδικό εύλογο συμπέρασμα, αυτό της ενοχής του Κατηγορουμένου.

 

8.  Ειδικότερα το γεγονός ότι είχε αναπτήρα στην κατοχή του, ότι πέρασε από το σημείο της πυρκαγιάς νωρίτερα, όταν έκανε την περιπολία του, η παραδοχή ότι είχε ανάψει τσιγάρο και το αποτσίγαρο το πέταξε και το έσβησε, ότι αντέδρασε με οργή όταν επιτόπου τον κατηγόρησε ο Μ.Κ.1 ότι είχε θέσει φωτιά και ότι από το χρόνο καταγγελίας του Κατηγορουμένου δεν τέθηκαν άλλες φωτιές και όλα τα άλλα που ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, δεν απέκλειαν  άλλη λογική εξήγηση ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ένοχος του αδικήματος.

 

9.  Σύμφωνα με τη νομολογία με την περιστατική μαρτυρία πρέπει το αδίκημα να συνδέεται με τον Κατηγορούμενο και την ενοχή του [*708]κατά τρόπο άμεσο και ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία.

 

10. Η περιστατική μαρτυρία πρέπει ταυτόχρονα, κατά τη νομολογία, να μην περιέχει κενά στην πορεία της ώστε να παρέχεται η αναγκαία ασφάλεια στην απόφαση περί ενοχής.

 

Η έφεση επέτυχε και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

 

Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817,

 

R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071,

 

Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822,

 

Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,

 

Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705,

 

Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816,

 

Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409,

 

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

 

Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

 

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

 

Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 161, ECLI:CY:AD:2015:B251,

 

Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,

 

Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2010) 2 Α.Α.Δ. 525.

[*709]Έφεση κατά Kαταδίκης.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 377/2013), ημερομηνίας 24/7/2015.

 

Κ. Ταμπούρλας, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Γιάλλουρου, (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας προσβάλλει με τρεις (3) λόγους έφεσης την πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας σύμφωνα με την οποία βρέθηκε, κατόπιν ακροάσεως, ένοχος της κατηγορίας του Άρθρου 317(γ) του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο στις 24.9.2012 έθεσε φωτιά σε εσοδεία, φυτείες, δενδρύλλια και θάμνους.

 

Η καταδίκη του Εφεσείοντα στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Μ.Κ.1 συγχωριανού και γείτονα του κατηγορουμένου, η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Σύμφωνα με αυτόν, κατά την πιο πάνω ημέρα και ώρα 10.45 π.μ. περίπου, ακολούθησε πεζός τον Κατηγορούμενο, ο οποίος επέβαινε μοτοποδηλάτου, χωρίς να γίνει αντιληπτός, περί τα 250μ. από την οικία του και κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο. Είδε δε τον Κατηγορούμενο «να σταματά το μοτοποδήλατό του, να κοιτάζει γύρω του και να ανάβει τσιγάρο που ακολούθως το πέταξε στο έδαφος. Μετά έσκυψε και από το σημείο εκείνο ξεκίνησε η φωτιά». Ο Μ.Κ.1 τότε φανέρωσε την παρουσία του και ρώτησε τον Κατηγορούμενο τι έκανε αλλά αυτός ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε.

 

Με τους τρεις (3) λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Μ.Κ.1 και εσφαλμένα έκρινε αυτόν ως αξιόπιστο μάρτυρα.

 

Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκαν αναξιόπιστοι οι Μ.Υ.1 - 4 και με τον τρίτο λόγο ότι είναι λανθασμένα και ανεπίτρεπτα τα συμπεράσματα και ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία και δεν υπο[*710]στηρίζονται από την ενώπιον του μαρτυρία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα με την αγόρευση του εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 ήταν γεμάτη από αντιφάσεις, ψεύδη, ασυναρτησίες, εμπάθεια και σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να κριθεί ως αξιόπιστη. Αντίθετα οι Μάρτυρες Υπεράσπισης έδωσαν καταθέσεις στην Αστυνομία στα αρχικά στάδια της διερεύνησης της υπόθεσης και τα ονόματά τους ευρίσκοντο στο Κατηγορητήριο ως μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Κλήθηκαν δε από την Υπεράσπιση να καταθέσουν υπέρ του Κατηγορουμένου μετά που η Κατηγορούσα Αρχή αποφάσισε να μην τους κλητεύσει και συνεπώς «δεν ήρθαν στο Δικαστήριο» για να βοηθήσουν τον Κατηγορούμενο ως έκρινε το Δικαστήριο αλλά απλά υιοθέτησαν τις καταθέσεις τους. Τέλος, ότι είναι λανθασμένα τα πιο κάτω ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου:

 

(α)  Ο Κατηγορούμενος εσκεμμένα και παράνομα έθεσε την φωτιά στις 24.9.2012.

 

(β)  Η δήλωση του Κατηγορουμένου ότι σε άλλη τοποθεσία πράγματι είχε ανάψει τσιγάρο και μετά το πέταξε στο έδαφος και το έσβησε…. “τείνει να ενοχοποιήσει τον Κατηγορούμενο διότι τέτοια συμπεριφορά δεν συνάδει με ενέργεια προσώπου που είχε ενταχθεί στην Πολιτική Άμυνα…..” είναι λανθασμένα εφόσον ο Κατηγορούμενος έσβησε το τσιγάρο του.

 

(γ) «Επειδή ο Εφεσείοντας ήταν παρών και βοήθησε στην κατάσβεση όλων των πυρκαγιών που είχαν προκληθεί τις προηγούμενες ημέρες στην περιοχή….. » είχε την ευκαιρία και δυνατότητα να τις προκαλέσει.

 

(δ) Στην κατάθεση του, Τεκμ. 3, ο Εφεσείοντας ανέφερε ότι δεν είχε πρόβλημα ή διαφορά με τον Μ.Κ.1. Ο ισχυρισμός αυτός είναι λανθασμένος διότι αυτός επίσης ανέφερε το περιστατικό που σε προηγούμενη κατάσβεση φωτιάς και κατόπιν οδηγιών πυροσβεστών έκοψε μια ελιά για προληπτικούς λόγους και ο Μάρτυρας Κατηγορίας του ζητούσε εξηγήσεις και το λόγο που έκοψε την ελιά.

 

(ε) Πέραν της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 υπήρξε και περιστατική μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντα διότι:

 

i.  «Αποδείχθηκε ότι ο Κατηγορούμενος είχε το κίνη[*711]τρο, την ευκαιρία και τη δυνατότητα να προκαλέσει πυρκαγιά.

 

ii.  Είχε αναπτήρα στην κατοχή του.

 

iii. Άναψε τσιγάρο και το πέταξε για να το σβήσει στο έδαφος.

 

iv. Όταν ο Μ.Κ.1 κατηγόρησε τον Εφεσείοντα για την φωτιά, αυτός δεν αντέδρασε φυσιολογικά αλλά με οργή και άσκησε βία.

 

v. Οι φωτιές σταμάτησαν αιφνιδίως όταν καταγγέλθηκε ο Εφεσείοντας.

 

vi. Οι περισσότερες πυρκαγιές ξέσπασαν κοντά στην οικία του Κατηγορουμένου.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστηρίζοντας περαιτέρω το λόγο αυτό εισηγήθηκε ότι αυτά είναι λανθασμένα διότι σε καμία περίπτωση δεν αποδείχθηκε κίνητρο, ευκαιρία και δυνατότητα του Εφεσείοντα να προκαλέσει πυρκαγιά και το ότι είχε αναπτήρα και πέταξε το αποτσιγάρο δεν είναι αρκετά ενόψει του ότι φρόντισε και έσβησε αυτό. Επίσης είναι λογικό κάποιος που κατηγορείται άδικα να αντιδράσει με τον τρόπο που αντέδρασε ο Εφεσείων και οι αναφορές για άλλες φωτιές που σταμάτησαν αιφνιδίως ή που ξέσπασαν κοντά στην οικία του Εφεσείοντα, μόνον υποθέσεις δημιουργούν.

 

Αντίθετη είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσίβλητη. Σύμφωνα με αυτήν η πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της είναι ορθή και η καταδίκη του Εφεσείοντα στηρίχθηκε πολύ ορθά στην αξιόπιστη και ειλικρινή μαρτυρία του Μ.Κ.1.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα όσα μας τέθησαν από τους ευπαίδευτους συνήγορους αναφορικά με τους τρεις (3) λόγους έφεσης τους οποίους εξετάζουμε μαζί λόγω της συνάφειάς τους.

 

Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στη  ζωντανή ατμόσφαιρα του Δικαστηρίου παρακολούθησε τους μάρτυρες και συνεπώς είναι σε καλύτερη θέση να σταθμίσει και να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και πράττει αυτό μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν [*712]δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822).

 

Το Εφετείο δύναται βέβαια πάντοτε να επέμβει όπου η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή συγκρούονται με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή ακόμη και όπου τα ευρήματα παρουσιάζονται προβληματικά υπό το φως λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ., 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705). Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220) (βλ. Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 161, ECLI:CY:AD:2015:B251).

 

Η εκδοχή που τέθηκε από την Αστυνομία ως προς τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το αδίκημα που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος εκφράστηκε μέσω του Μ.Κ.1, Ανδρέα Μιλτιάδου ο οποίος ήταν, ως ισχυρίστηκε, αυτόπτης μάρτυρας.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Η υπόθεση  της κατηγορούσας αρχής στηρίζεται στη μαρτυρία του Ανδρέα Μιλτιάδους (ΜΚ1), ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι αυτόπτης μάρτυρας της φωτιάς που έθεσε ο κατηγορούμενος. Κατά το ίδιο διάστημα είχαν τεθεί φωτιές κακόβουλα στην περιοχή «Μαρκέτα» του χωριού Ορά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ανακριτή της υπόθεσης Αστ. 3392 Θεοδόση Θεοδοσίου (ΜΚ2), σημειώθηκαν πυρκαγιές στην περιοχή στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, 21 Σεπτεμβρίου 2012, 22 Σεπτεμβρίου 2012, το πρωί και στις 22 Σεπτεμβρίου ξανά, αλλά το απόγευμα. Σύμ[*713]φωνα με τον ΜΚ1, όλες οι φωτιές είχαν ξεκινήσει από το ίδιο σημείο και οι πλείστες φωτιές είχαν ξεκινήσει σε σημείο πλησίον της οικίας του κατηγορούμενου.

 

Το σπίτι του κατηγορούμενου από το χώρο που ξεσπούσαν οι φωτιές αλλά και η φωτιά που ξέσπασε την επίδικη ημερομηνία, δηλαδή 24 Σεπτεμβρίου 2012, ήταν 250 μέτρα απόσταση. Γύρω στις 10:45 π.μ. είδε από το σπίτι του, που είναι απέναντι από το σπίτι του κατηγορούμενου, τον κατηγορούμενο να αναχωρεί με το μοτοποδήλατο του. Ο ΜΚ1 υποψιάστηκε ότι ο κατηγορούμενος δυνατόν να είναι το πρόσωπο που έθετε τις φωτιές επειδή τον είδε να κόβει ξύλα την προηγούμενη Παρασκευή.

 

Ο κατηγορούμενος ήθελε περίπου πέντε λεπτά για να φθάσει στο σημείο που ξεκινούσαν οι φωτιές. Ο ΜΚ1 έτρεξε πίσω του, σε ασφαλή απόσταση για να μην γίνει αντιληπτός, προς την περιοχή που είχαν ξεκινήσει οι προηγούμενες πυρκαγιές. Ήταν σε θέση να γνωρίζει προς τα που είχε κατευθυνθεί ο κατηγορούμενος επειδή άκουγε συνεχώς τον ήχο του μοτοποδηλάτου  σε λειτουργία. Κρύφτηκε σε θάμνο. Είδε τον κατηγορούμενο να σταματάει τη μοτοποδήλατο του, να κοιτάζει γύρω του και να ανάβει τσιγάρο που ακολούθως το πέταξε στο έδαφος. Μετά έσκυψε, αλλά επειδή υπήρχε χαμηλή βλάστηση ο ΜΚ1 δεν είδε τι έκανε στο έδαφος.

 

Ο ΜΚ1 φανέρωσε την παρουσία του και ρώτησε τον κατηγορούμενο τι έκανε. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε. Ο ΜΚ1 είδε ότι στο σημείο που είχε σταματήσει και είχε σκύψει ο κατηγορούμενος, είχε ξεκινήσει φωτιά. Ο ΜΚ1 κατευθύνθηκε προς το χωριό και κατάγγειλε σε όλους ότι ο κατηγορούμενος είχε προκαλέσει τη νέα πυρκαγιά.»

 

Ο Κατηγορούμενος/εφεσείων στην ανώμοτη δήλωση του, αρνήθηκε όσα του καταλογίζει ο Μ.Κ.1 και υιοθέτησε τα όσα ανέφερε στις καταθέσεις του στην Αστυνομία, Τεκμ. 3 και 4. Σε αυτές ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε αναφορικά με τον ουσιώδη χρόνο ότι στις 9.30 π.μ. ξύπνησε μετά που του τηλεφώνησε ο Μ.Υ.3 Χρίστος Παύλου ότι είχε καπνό στην περιοχή των πυρκαγιών και συνεννοήθησαν όπως μεταβούν εκεί, ο Κατηγορούμενος με τη μοτοσυκλέτα του και ο Μ.Υ.3 με αυτοκίνητο. Μέχρι να ετοιμαστεί πέρασε κάποιο διάστημα. Ο Μ.Υ.3 είχε μεταβεί ήδη στο μέρος του καπνού και επέστρεφε. Συναντήθηκαν σε μικρή απόσταση από το σπίτι του κατηγορουμένου και ο Μ.Υ.3 τον πληροφόρησε ότι ο καπνός προέρχετο από καζάνι παρασκευής ζιβανίας. Ο Κατηγορούμενος ως [*714]εθελοντής της Πολιτικής Άμυνας του χωριού του αποφάσισε τότε να προβεί σε περιπολία σύμφωνα με οδηγίες του κοινοτάρχη. Θα συναντούσε μετά την περιπολία, όπως δήλωσε, τον Μ.Υ.3 στο χώρο εργασίας του στο κέντρο του χωριού. Ο Κατηγορούμενος οδήγησε την μοτοσυκλέτα του σε μια διαδρομή που κατονόμασε και στον κύριο δρόμο προς Μελίνη σταμάτησε και έσβησε με τα πόδια το αποτσίγαρο του. Ακολούθως, οδήγησε  προς το χωριό του Ορά και συναντήθηκαν περί τις 10.15 π.μ. με τον Μ.Υ.3 στο χώρο εργασίας του όπου εργάζετο μαζί με τον πατέρα του Μ.Υ.2. Ακολούθως, με τα πόδια, μετέβη στο «μπακάλικο» της Γιωργούλλας Ιωάννου για ν’ αγοράσει τσιγάρα και χυμό και εκεί συναντήθηκε με τον Μ.Υ.4. Ακολούθως, επέστρεψε και στις 11.45 π.μ. περίπου έμαθε από τον Κοινοτάρχη, Μ.Υ.1 για την πυρκαγιά όπου και μετέβησαν. Οι Μ.Υ.1-4 υπεστήριξαν την εκδοχή του κατηγορουμένου. Να σημειωθεί ότι, όπως ορθά ανέφερε και ο συνήγορος του Κατηγορουμένου, όλοι αυτοί ήταν μάρτυρες κατηγορίας στο Κατηγορητήριο πλην όμως δεν κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή να καταθέσουν. Τους κάλεσε όμως η υπεράσπιση.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Μ.Κ.1 ως αξιόπιστο μάρτυρα και αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εξ ολοκλήρου. Απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 διότι «σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Μ.Υ.1, είχε φιλικές σχέσεις με τον Κατηγορούμενο και τον βοήθησε να ενταχθεί στο πρόγραμμα της Πολιτικής Άμυνας, δεν ήταν αμερόληπτος».

 

Τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 απέρριψε επίσης διότι «ενόρκως ανέφερε ότι είχε οπτική επαφή με τον Κατηγορούμενο την ώρα που αποχώρησε ενώ στην κατάθεσή του τρία χρόνια νωρίτερα είχε αναφέρει ότι δεν ήξερε πού είχε πάει ο κατηγορούμενος. Όταν του υπεδείχθη η αντίφαση αυτή προσπάθησε να ρίξει το φταίξιμο στο αστυφύλακα που έλαβε την κατάθεση. Ο Μ.Υ.2 είχε φιλική σχέση με τον κατηγορούμενο και θεωρώ ότι αυτή η αντίφαση είναι σκόπιμη, ώστε να αποκτήσει ο Κατηγορούμενος αδιαμφισβήτητο άλλοθι κατά το χρόνο που ο Μ.Κ.1 τον είδε να προκαλεί φωτιά».

 

Αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 είπε τα ακόλουθα: «ο υιός του Μ.Υ.2 Παύλου (Μ.Υ.3) δέχθηκε ότι την ώρα που αποχώρησε ο Κατηγορούμενος δεν είχε οπτική επαφή και ήταν αρκετά ειλικρινής για να παραδεχθεί ότι οι αποστάσεις είναι τόσο μικρές που καμιά εκδοχή δεν μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα».

 

Τέλος, για τον Μ.Υ.4 αναφέρονται τα ακόλουθα στην πρωτόδικη απόφαση:

[*715]«Ο ΜΥ4, Αντρέας Πιερή, είναι φίλος και συγχωριανός του κατηγορούμενου από τον καιρό του σχολείου. Επιπρόσθετα, είναι και αυτός μέλος της ομάδας πολιτικής άμυνας που πληρώνεται επίδομα μετά τη συμπλήρωση ορισμένων ωρών υπηρεσίας. Η σχέση του ΜΥ4 με τον κατηγορούμενο είναι τέτοια, που έχω μεγάλη αμφιβολία κατά πόσο το άλλοθι που προέβαλε εκ μέρους του κατηγορούμενου τότε είναι η αλήθεια. Ο ΜΥ4 ανέφερε ότι είδε τον κατηγορούμενο στο μπακάλικο ακριβώς στις 10:30 π.μ., με απόκλιση μόνο δύο με τρία λεπτά. Κατά την αντεξέταση φάνηκε ότι δεν θα μπορούσε να είναι τόσο βέβαιος για τη συγκεκριμένη ώρα, διότι δεν φορούσε ρολόι και δεν θα μπορούσε να καθορίσει την ώρα με την ακρίβεια που είχε αναφέρει στην κατάθεση του. Ούτε θα μπορούσε να καθορίσει με ακρίβεια πόση ώρα ήταν στο μπακάλικο. Επίσης, αυτός ο μάρτυρας είπε ότι είδε τον κατηγορούμενο με το μοτοποδήλατο και δεν γνωρίζει που πήγε μετά το μπακάλικο, αλλά και ούτε που ήταν προηγουμένως. Εφόσον ο κατηγορούμενος δεν ήταν πεζός κατά τον επίδικο χρόνο και οι αποστάσεις είναι μικρές, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να δίδει ακλόνητο άλλοθι στον κατηγορούμενο και δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι είναι το πρόσωπο που έριξε το αναμμένο τσιγάρο στη βλάστηση, επειδή αυτό χρειάσθηκε μόνο λίγα λεπτά για να πραγματοποιηθεί.»

 

Υπενθυμίζεται ότι το βάρος παρουσίασης επαρκούς και αξιόπιστης μαρτυρίας προς απόδειξη της ενοχής του Εφεσείοντα, ήταν και παρέμεινε επί των ώμων της Κατηγορούσας Αρχής και το επίπεδο της απόδειξης της ενοχής είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Εξετάζοντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι αυτή είναι διάτρητη από αντιφάσεις, ασυναρτησίες και χαρακτηρίζεται από μία εμφανή αντιπάθεια εναντίον του Κατηγορουμένου, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για την κοπή ενός δέντρου ελιάς του σε προηγούμενη πυρκαγιά, και  αξίωνε ως αποζημιώσεις για τα δέντρα του που κατ’ ισχυρισμό απεκόπησαν από τον Κατηγορούμενο στην προηγούμενη πυρκαγιά το συνολικό ποσό των €20.000.

 

Θα αναφέρουμε πιο κάτω μερικές αντιφάσεις από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1.

 

Στην κατάθεση ημερ. 24.9.2012, Τεκμ. 1, ισχυρίζεται ότι απεφάσισε να ακολουθήσει τον Κατηγορούμενο κατά τον ουσιώδη χρόνο, 10.45 π.μ. περίπου, διότι «εσιεηττανεύτηκα ότι επειδή την [*716]Παρασκευή έκοφκε ξύλα ο Αντρέας ότι μπορεί να είναι εκείνος που έβαλε τις φωτιές, ξεκίνησα τρέχοντας για να πάω προς το χώρο που ήταν οι πυρκαγιές». Αντεξεταζόμενος  σε 2 - 3 περιπτώσεις ισχυρίστηκε ότι τον ακολούθησε «για να τον πιάσει επ’ αυτοφώρω και θα τον κόψει πας τα τεκμήρια» και σε άλλο μέρος γίνονται οι ακόλουθες ερωταπαντήσεις:

 

«Ε. Είπες ότι υποψιάστηκες ότι έπιασε τη μοτόρα για να χώσει τα δέντρα που έκοψε.

 

Α.  Ναι.

 

Ε.   Τωρά μας λες ότι τα δέντρα είναι σε άλλη περιοχή που τζιαμέ που τον περίμενες.

 

Α.  Τα δέντρα που κόπησαν στον Κάμπο δεν ξέρω ποιος τα έκοψε………………………………………………………...

 

Ε.   Είπες πριν ότι πήγα στο συγκεκριμένο τόπο και έστησα του καρτέρι διότι υποψιάστηκες ότι πάει να χώσει τα δέντρα που έκοψε, τωρά μας λες ότι τα δέντρα είναι σε άλλη τοποθεσία, σωστά.

 

Α.  Μάλιστα.»

 

Στην κατάθεση του τεκμ. 1 ισχυρίστηκε ότι μετά που ο Κατηγορούμενος έβαλε τη φωτιά και ξεκίνησε την μοτόρα του, τού φώναξε «είντα που κάμνεις τζιαμέ» και αμέσως μετά είδε ότι από το σημείο που σταμάτησε ο Ανδρέας (Κατηγορούμενος) την μοτόρα του να έχει καπνό και φωτιά.

 

Στην κυρίως εξέταση ισχυρίστηκε ότι του φώναξε «ρε πρίγκιπα εσύ βάλλεις τις φωθκιές».

 

Αντεξεταζόμενος επί του ιδίου σημείου ισχυρίστηκε ότι είπε του Κατηγορούμενου «είναι εσύ που βάλεις τις φωθκιές» και ότι είδε τον Κατηγορούμενο ότι «έσυρε το τσιάρο, έσκυψε κάτω, είχε άγρια βλάστηση, δεν μπορούσα να δω και την είδα αμέσως η φωθκιά ο καπνός και του φώναξα».

 

Άλλη αντίφαση προκύπτει από τ’ ακόλουθα:

 

«Ε. Να σου πω ότι δεν ξέρουμε ούτε ποιος έβαλε την πρώτη φωθκιά ούτε τη δεύτερη.

[*717]Α.   Έβαλε τη δεύτερη, τον έκοψα εγώ επαυτοφώρο.

 

Ε.   Άρα μιλάς για τη δεύτερη, αυτή που περιγράφεις στην κατάθεση σου.

 

Α.   Μάλιστα.»

 

Σε άλλο σημείο όμως αναφέρει ρητά ότι αυτή ήταν η τέταρτη συνεχόμενη πυρκαγιά εφόσον προηγήθησαν άλλες τρεις στις 19.9.12, 21.9.12 και 22.9.12 και ο δράστης είναι άγνωστος. Τα πιο πάνω είναι δείγμα των αντιφάσεων στη μαρτυρία του Μ.Κ.1. Πέραν όμως των πιο πάνω είναι και η ποιότητα της μαρτυρίας του. Σύμφωνα με αυτήν, απέδωσε στον Μ.Υ.1 (κοινοτάρχη) δήλωση όπως «παίξουν όποιον δουν να βάλει φωτιές», ζητούσε το αποτσίγαρο ώστε να εξεταστεί το σάλιο, ότι παρόλο που είδε τη φωτιά αντί να την κατασβέσει ή να βοηθήσει στην κατάσβεση της πήγε σε περίπτερο «να πιάσει κάτι πράματα που ήθελε», δεν πήγε να σβήσει τη φωτιά διότι οι 5-6 σκοποί που έβαλε ο μουκτάρης (Μ.Υ.1) θα τον κατηγορούσαν ότι ο ίδιος έβαλε τη φωτιά, ότι ο Κατηγορούμενος έκανε παραδοχή ενώπιον του Αστυνόμου Σωφρόνη ότι «έβαλε φωτιά», ότι οι φωτιές είναι έργο του Κοινοτάρχη (Μ.Υ.1) και ορισμένων άλλων ώστε να βάζουν δικούς τους ανθρώπους στην πυροσβεστική για να αμείβονται και άλλα που στο σύνολο τους παρέμειναν μετέωρα και που φανερώνουν μια μαρτυρία μη σοβαρή, αβέβαιη και μη πειστική. Όλα τα πιο πάνω μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη. Απορρίπτοντας δε τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 που ήταν και ο μόνος μάρτυρας επί των γεγονότων, δεν μένει οτιδήποτε άλλο που να οδηγεί έστω και κατ’ ελάχιστο σε συμπέρασμα ενοχής του Κατηγορουμένου. Όλα τα υπόλοιπα που ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο και θεώρησε ως περιστατική μαρτυρία δεν είναι περισσότερο από υποθέσεις που σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν σε άμεσο και μοναδικό εύλογο συμπέρασμα, αυτό της ενοχής του Κατηγορουμένου. Ειδικότερα το γεγονός ότι είχε αναπτήρα στην κατοχή του, ότι πέρασε από το σημείο της πυρκαγιάς νωρίτερα όταν έκανε την περιπολία του, η παραδοχή ότι είχε ανάψει τσιγάρο και το αποτσίγαρο το πέταξε και το έσβησε, ότι αντέδρασε με οργή όταν επιτόπου τον κατηγόρησε ο Μ.Κ.1 ότι είχε θέσει φωτιά και ότι από το χρόνο καταγγελίας του Κατηγορουμένου δεν τέθηκαν άλλες φωτιές και όλα τα άλλα που ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση δεν αποκλείουν άλλη λογική εξήγηση εκτός του ότι ο Κατηγορούμενος είναι ένοχος του αδικήματος.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία με την περιστατική μαρτυρία πρέπει [*718]το αδίκημα να συνδέεται με τον Κατηγορούμενο και την ενοχή του κατά τρόπο άμεσο και ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73). Η περιστατική μαρτυρία  πρέπει ταυτόχρονα, κατά τη νομολογία (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 428, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2010) 2 Α.Α.Δ. 525) να μην περιέχει κενά στην πορεία της ώστε να παρέχεται η αναγκαία ασφάλεια στην απόφαση περί ενοχής.

 

Δι’ όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση πετυγχαίνει, η καταδίκη και ποινή παραμερίζονται. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο