Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Άλλοι ν. Kolthum Ibrahim Abdel Maguid Ismail και Άλλων (2016) 2 ΑΑΔ 891

ECLI:CY:AD:2016:D482

(2016) 2 ΑΑΔ 891

[*891]17 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 228/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

KOLTHUM IBRAHIM ABDEL MAGUID ISMAIL,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 229/2015)

 

KOLTHUM IBRAHIM ABDEL MAGUID ISMAIL,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 230/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΚΟΥΤΑΝΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

 

[*892](Ποινική Έφεση Αρ. 231/2015)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΥΤΑΝΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 232/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 233/2015)

 

ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 234/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

[*893]ν.

 

ΖΗΝΩΝΑ ΚΩΣΤΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 235/2015)

 

ΖΗΝΩΝΑΣ ΚΩΣΤΗ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 236/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 237/2015)

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

 

 

[*894](Ποινική Έφεση Αρ. 238/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 239/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΕΣΤΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 240/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΘΕΟΦΑΝΗ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 241/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

[*895]ν.

 

ΑΝΤΩΝΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 242/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΜΑΡΙΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 244/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΜΑΡΛΙΓΚΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 245/2015)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

 

 

[*896](Ποινική Έφεση Αρ. 248/2015)

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 253/2015)

 

ΜΑΡΙΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 255/2015)

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΑΡΛΙΓΚΟΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 228/2015-242/2015, 244/2015-245/2015,  248/2015, 253/2015, 255/2015)

 

 

Εμπορία προσώπων ― Σεξουαλική εκμετάλλευση ― Ο περί Καταπολέμησης Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προ[*897]στασίας Θυμάτων Νόμος 87(Ι)/2007 ― Επικύρωση καταδίκης σε κατηγορίες αναφορικά με αδικήματα, εμπορίας ενηλίκων προσώπων, αποζήν από κέρδη πορνείας, σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων ― Aπόρριψη λόγων έφεσης οι οποίοι στηρίθηκαν σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας ― Απόφαση κατά πλειοψηφία ― Απόφανση μειοψηφείας, περί πλημμελούς αξιολόγησης μαρτυρίας, παράλειψης προσδιορισμού των νομικών ζητημάτων και παράλειψης υπαγωγής των όποιων ευρημάτων στο νόμο.

 

Ποινή ― Εμπορία ενηλίκων προσώπων ― Άρθρα 2 και 5(β) του περί Καταπολέμησης Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007 ― Επικύρωση ποινών φυλάκισης, τριών χρόνων, εννέα και έξι μηνών που επιβλήθηκαν σε έκαστο κατηγορούμενο.

 

Ποινή ― Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(β) του Νόμου 87(Ι)/2007 ― Επικύρωση ποινών φυλάκισης δυόμισυ, δύο ετών και δεκαοκτώ και εννέα μηνών που επιβλήθηκαν σε κατηγορουμένους.

 

Ποινή ― Αποζήν από κέρδη πορνείας κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α) και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επικύρωση ποινών φυλάκισης δεκαπέντε, δώδεκα και έξι μηνών.

 

Εμπορία προσώπων ― Παρακράτηση προσωπικών εγγράφων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 13(1)(α) του περί Καταπολέμησης Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007 ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης 12 μηνών.

 

Εμπορία προσώπων ― Ο περί Καταπολέμησης Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμος 87(Ι)/2007 ― Τα συστατικά στοιχεία της στρατολόγησης και μεταφοράς των παραπονούμενων ενυπήρχαν στις ίδιες τις ενέργειες της κατηγορουμένης 1 μέσω των αντιπροσώπων της στο Μαρόκο και άλλων προσώπων, πείθοντας τις παραπονούμενες ότι θα μπορούσαν να δουλεύουν σε μουσικοχορευτικά κέντρα με πολύ καλό μισθό ώστε τα δάνεια τα οποία είχαν κάνει στη χώρα τους να εξοφλούντο πολύ γρήγορα.

 

Εμπορία προσώπων ― «Στρατολόγηση» ― Κρίθηκε ότι καλύπτεται οποιαδήποτε πράξη που καταλήγει στη στρατολόγηση προσώπου ώστε να ωθηθεί να εκπορνευθεί σε άλλη χώρα χωρίς να χρειάζεται απαραιτήτως να αποδειχθεί ότι η μέθοδος στρατολόγησης περιόρισε την ελευθερία επιλογής ― Ακόμη και μια γυναίκα που ήδη εκ[*898]πορνευόταν στη χώρα της, μπορεί να τύχει στρατολόγησης για τον ίδιο σκοπό σε άλλη χώρα.

 

Εμπορία προσώπων ― Απόφανση Εφετείου ότι ορθά εκρίθη πρωτοδίκως ότι η στρατολόγηση δεν έγινε διά απειλών αλλά διά της κατάχρησης ευπαθούς θέσης.

 

Απόδειξη ― Απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Δικαστική απόφαση ― Δεν είναι μια έννοια συγκεκριμένη ή αμετάβλητη ― Η δύναμη της αποδεικτικής μαρτυρίας πρέπει να αυξάνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματος ― Η μη καταγραφή της γνωστής φρασεολογίας ότι απεδείχθη ενοχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όσο και αν είναι επιθυμητό να προσδιορίζεται στη δικαστική σκέψη, δεν αποτελεί θεμελιώδες λάθος.

 

Ποινή ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται εκεί όπου η ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή υπερβολική, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, ή άλλως πως αναδεικνύει σφάλμα αρχής.

 

Εμπορία προσώπων ― Αποτελεί μια σύγχρονη μάστιγα και στοχεύει στην εκμετάλλευση ευάλωτων ατόμων, που σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής τυγχάνουν στυγνής μεταχείρισης από επιτήδεια άτομα, συνήθως στη βάση ενός οργανωμένου σχεδίου στο οποίο εμπλέκεται αριθμός ατόμων.

 

Εμπορία προσώπων ― Η εξυχνίαση αυτών των αδικημάτων είναι συχνά ιδιαίτερα δύσκολη γιατί προϋποθέτει την πρωταρχική καταγγελία από το υπό εκμετάλλευση πρόσωπο το οποίο συνήθως βρίσκεται υπό συνθήκες περιορισμού, εξαναγκασμού ή φόβου, ενώ η ψυχική πίεση που αισθάνεται, καθιστά δύσκολη την απόφαση να καταφερθεί εναντίον των εκμεταλλευτών του.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Τα ευρήματα ενός Δικαστηρίου και η κρίση του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων πρέπει να αντιμετωπίζονται στην ολότητα του σκεπτικού της απόφασης και όχι με απομονωμένο ή αποσπασματικό τρόπο, σ’ αυτό δε το πλαίσιο οι αντιφάσεις ή μικρολεπτομέρειες δεν μπορούν να αποκτήσουν τέτοια σημασία που να οδηγούν σε ανατροπή των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.

 

Δικαστική απόφαση ― Η ανεξαρτησία του Δικαστή στο Κοινοδίκαιο εμπεριέχει και την ελευθερία συγγραφής της απόφασης κατά τον τρόπο που ο ίδιος επιλέγει ― Με την προϋπόθεση ότι στην απόφαση περιέχονται τα γεγονότα, καθορίζεται η διαφορά προς επίλυση, γίνονται [*899]τα ανάλογα ευρήματα αξιοπιστίας και η κατάληξη σε συμπεράσματα, υπαγόμενα όλα στο νομικό πλαίσιο που διέπει τη συγκεκριμένη διαφορά, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα λανθασμένης δόμησης.

 

Δικαστική απόφαση ― Πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι υπό το φως του μικροσκοπίου για να εντοπιστούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες.

 

Η κατηγορούμενη 1 διατηρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως καλλιτεχνική πράκτορας, ιδιωτικό γραφείο εξευρέσεως εργασίας μέσω του οποίου οι τρεις παραπονούμενες μεταφέρθηκαν από την πατρίδα τους, το Μαρόκο, στην Κύπρο για να εργαστούν σε νυκτερινά κέντρα (καμπαρέ) ως καλλιτέχνιδες.

 

Όπως προωθήθηκε πρωτοδίκως εκ της κατηγορούσας αρχής, αυτά έγιναν στα πλαίσια προώθησης των παραπονουμένων σε πορνεία και μάλιστα στα πλαίσια εμπορίας προσώπων. Η 1η κατηγορούμενη και άλλα πρόσωπα, ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι σε καμπαρέ, αντιμετώπισαν μεγάλο αριθμό κατηγοριών βάσει του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, Ν. 87(Ι)/2007 (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως «ο Νόμος»), μερικοί δε εξ αυτών αντιμετώπισαν κατηγορίες περί αποζείν από κέρδη πορνείας (εκμετάλλευση πορνών) κατά παράβαση του Άρθρου 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα.

 

Όλες οι κατηγορίες και οι καταδίκες στηρίχθηκαν στη μαρτυρία τριών παραπονουμένων γυναικών από το Μαρόκο, ήτοι των Khadija Zyad (MK6), Imane El Iouami (MK4) και Bahija El Fatmi (ΜΚ7).

 

Μετά από μια ιδιαιτέρως μακρά διαδικασία, οι πρώην κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 6, 11, 14 και 15, που ήταν ανάμεσα σε 15 συνολικά συγκατηγορούμενους, αφού αθωώθηκαν σε αριθμό κατηγοριών, βρέθηκαν ένοχοι σε αριθμό άλλων. Με τις εφέσεις, οι πρώην κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 6, 11, 14 και 15 προσέβαλαν τόσο την καταδίκη τους όσο και τις ποινές που επιβλήθηκαν, αναφορικά με το ύψος των ποινών και με το γεγονός ότι η εκτέλεσή τους δεν αναστάληκε. 

 

Παράλληλα, προωθήθηκαν εφέσεις από τον Γενικό Εισαγγελέα που επικαλείται έκδηλα ανεπαρκείς ποινές για τους κατηγορούμενους 3, 7, 8, 9 και 10 και έφεση από τον κατηγορούμενο 10, ο οποίος προέβαλε ότι η ποινή ήταν, υπό τις περιστάσεις, έκδηλα υπερβολική και ότι θα έπρεπε να ανασταλεί.

 

Ήταν η θέση των κατηγορουμένων ότι δεν είχαν καμία σχέση με [*900]οποιαδήποτε από τα αδικήματα, καταλογίζοντας στις παραπονούμενες ότι ψευδώς είχαν αναφερθεί στα άτομα τους. Οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4 , 6, 7, 8, 9. 10, 11, 12 και 15, έδωσαν ανώμοτη κατάθεση στο Δικαστήριο δηλώνοντας την αθωότητα τους και δίνοντας τη δική τους εκδοχή, ιδιαιτέρως η κατηγορούμενη 1 η οποία αποστασιοποιήθηκε από οποιαδήποτε πράξη που έτεινε να την εμπλέξει σε αδικήματα, πέραν της αρχικής ανάμειξης της στην εργοδοσία των παραπονουμένων, στη βάση επισήμων εγγράφων από το Μαρόκο. Κλήθηκαν επίσης διάφοροι μάρτυρες υπεράσπισης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε σχετική νομολογία δέχθηκε ως αξιόπιστες όλες τις παραπονούμενες διαπιστώνοντας ότι στην πορεία της πολύωρης εξέτασης και σε όλα τα στάδια της εξαντλητικής αντεξέτασης τους, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ή δισταγμό, με σταθερότητα, αποφασιστικότητα, φυσικότητα και αμεσότητα αλλά και με παραστατικότητα έδιδαν λεπτομερείς απαντήσεις παραθέτοντας τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

Το Δικαστήριο, όπως ανέφερε, έχοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του περιεχομένου της μαρτυρίας τους, αλλά και τη φύση των αδικημάτων που ήσαν σεξουαλικής υφής, παρακολούθησε με εξαιρετική προσοχή τις παραπονούμενες προσεγγίζοντας τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του Δικαστηρίου με γνώμονα να βεβαιωθεί ότι η κατάθεση τους δεν εξυπηρετούσε αλλότρια κίνητρα. Παρά τις κάποιες αντιφάσεις και ανακολουθίες που υπήρξαν στη μαρτυρία τους, τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε επουσιώδεις, και έχοντας επίγνωση των κινδύνων που συνεπαγόταν η αποδοχή της μαρτυρίας των παραπονουμένων χωρίς ενίσχυση, το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία τους χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας «.. λόγω της εξαιρετικής εντύπωσης» που δημιούργησαν.

 

Ως προς τους υπόλοιπους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής που στην ουσία ήταν διάφοροι αστυφύλακες που είχαν σε διάφορα στάδια ανάμειξη στη διερεύνηση της υπόθεσης, το Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία τους ως έχοντες προξενήσει σ’ αυτό «πολύ καλή εντύπωση». Το Δικαστήριο απεδέχθη ότι η υπόθεση διερευνήθηκε ορθά από τα αστυνομικά όργανα, ότι δεν υπέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η προσπάθεια δε της αστυνομίας να εντοπίσει πιθανά θύματα εμπορίας προσώπων μετά την καταγγελία της Zyad, Μ.Κ.6, ήταν απολύτως νόμιμη, θεμιτή και σύμφωνη με το Νόμο. Ιδιαίτερη αναφορά το Δικαστήριο προέβη στη μαρτυρία της υπαστυνόμου Ρίτας Σούπερμαν, Μ.Κ.19, έχοντας υπόψη τα προσόντα και τα καθήκοντα της ως υπεύθυνης στο γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων. Η μάρτυς αυτή εξήγησε τη διαδικασία που ακο[*901]λουθείται ως προς την αναγνώριση θυμάτων εμπορίας προσώπων, την προστασία τους και την περαιτέρω υποστήριξη αυτών των ατόμων που συχνά φέρουν μετατραυματικά σύνδρομα. 

 

Ως προς τις καταθέσεις των κατηγορουμένων που ήσαν ανώμοτες, το Δικαστήριο με αναφορά στην αρχή ότι οι ανώμοτες δηλώσεις δεν εξομοιώνονται με μαρτυρία, αλλά συνεξετάζονται και αξιολογούνται στο σύνολο της υπόθεσης, δεν απέδωσε οποιαδήποτε πειστικότητα σ’ αυτές μη έχοντας οτιδήποτε στο περιεχόμενο τους που να είναι πειστικό έχοντας υπόψη την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία. Η θέση αυτή του Δικαστηρίου κάλυψε τις ανώμοτες δηλώσεις των κατηγορουμένων 1, 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12 και 15. Ο κατηγορούμενος 14 παρέμεινε σιωπηλός, η δε μοναδική  ένορκη μαρτυρία, αυτή του κατηγορούμενου 13 αξιολογήθηκε ως «φτωχή» με συνεχή προσπάθεια συγκάλυψης των πραγματικών γεγονότων στοχευμένη ώστε να πείσει ότι η εκ των παραπονουμένων E Fatmi, Μ.Κ.7, είχε πει ψέματα. Η μαρτυρία του χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως προετοιμασμένη και επιτηδευμένη προσπαθώντας να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η παραπονούμενη E. Fatmi ήταν πρόσωπο που δημιουργούσε προβλήματα στο καπαρέ του και όταν την εξεδίωξε αυτή εκδικητικά επέλεξε να τον καταγγείλει λίγες ημέρες μετά. Η μαρτυρία αυτή δεν έγινε δεκτή γιατί όπως εκρίθη, αν έτσι είχαν τα πράγματα θα αναμενόταν να ειδοποιείτο αμέσως η υπηρεσία Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και να ενημερώνετο σχετικά και ο φάκελος της παραπονουμένης. 

 

Οι υπόλοιποι μάρτυρες υπεράσπισης που αφορούσαν τις καταθέσεις του Κυριάκου Μαυρομμάτη, Μ.Υ.1, ως προς την ακολουθητέα διαδικασία θεωρήσεων εισόδου και αδειών παραμονής για καλλιτέχνιδες, καθώς και αριθμού αστυνομικών, το Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία τους ως πρόσωπα που παρουσιάστηκαν για να πουν την αλήθεια, πλην όμως η μαρτυρία αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική προς την υπεράσπιση εφόσον οι μάρτυρες πέραν από γενικές αναφορές ως προς τη συνήθη εργασία που εκτελούσαν και τη ροή των δραστηριοτήτων τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στα διάφορα επαρχιακά γραφεία της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, Λεμεσού και Πάφου, δεν ήταν σε θέση να θυμούνταν ακριβώς τι είχε συμβεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για κάθε μια από τις παραπονούμενες. Το ίδιο αφορούσε και τη μαρτυρία του Σιβιτανίδη, Μ.Υ.5, του Χρίστου Ευριπίδου, Μ.Υ.12, ταμία στην Ελληνική Τράπεζα, ενώ το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Αναστάσιου Ψωμά, Μ.Υ.11, και του ειδικού αστυφύλακα Παντελάκη Ανδρέου, Μ.Υ.13 λόγω των σχέσεων τους με τον κατηγορούμενο 6.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω το Δικαστήριο προέβη σε ανάλογα ευ[*902]ρήματα τα οποία καταγράφησαν διεξοδικά στην απόφαση του παραθέτωντας την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία των τριών παραπονουμένων. 

 

Οι κατηγορίες που οι διάφοροι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν αφορούσαν τα αδικήματα της συνωμοσίας στη βάση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (κατηγορίες 233-235), της εμπορίας ενηλίκων προσώπων με βάση το Άρθρο 5 του περί Της Καταπολέμησης Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου αρ. 87(Ι)/2007. Στο εδάφιο (α) του Άρθρου 5 στηρίχθηκαν οι κατηγορίες 236, 249, 274, 287 και 299, ενώ στο εδάφιο (β) στηρίχθηκαν οι κατηγορίες 237, 250, 275, 288 και 300. Στο εδάφιο (ε) του ιδίου άρθρου στηρίχθηκαν οι κατηγορίες 238, 251, 276, 289 και 301. Υπήρχαν επίσης κατηγορίες που θεμελιώνονταν στο Άρθρο 8(α) του Νόμου για το αδίκημα της εκμετάλλευσης στην εργασία (κατηγορίες 242, 255, 280, 293 και 305), κατηγορίες που βασίζονταν στο Άρθρο 8(β), (κατηγορίες 243, 256, 281, 294 και 306) και κατηγορίες στη βάση του Άρθρου 8(ε), (κατηγορίες 244, 257, 282, 295 και 307).

 

Άλλες κατηγορίες βασίστηκαν στο Άρθρο 9 του Νόμου που αφορούν τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων. Και πάλι θεμελιώθηκαν στη βάση των εδαφίων (α), (β) και (ε) διάφορες κατηγορίες, ενώ υπήρχαν και άλλες κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της παρακράτησης προσωπικών εγγράφων στη βάση του Άρθρου 13(1) του Νόμου. 

 

Άλλες κατηγορίες αφορούσαν το αδίκημα της εκμετάλλευσης πορνών (αποζήν από κέρδη πορνείας), με βάση το Άρθρο 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και άλλες κατηγορίες σχετίζονταν με την προαγωγή διαφθοράς γυναίκας με απειλές στη βάση του Άρθρου 159(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθώς και αδικήματα μαστροπείας κατά παράβαση του Άρθρου 157(β) του Κεφ. 154.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε με βάση τα ευρήματα και τη νομική ανάλυση, έχοντας υπόψη και την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, ότι έπρεπε να αθωώσει διάφορους κατηγορούμενους σε διάφορες κατηγορίες, αλλά και να καταδικάσει σε αριθμό άλλων κατηγοριών όπως αναλυτικά καταγράφει το Δικαστήριο στην απόφαση του. Αφού στη συνέχεια άκουσε τις αγορεύσεις για μετριασμό της ποινής επέβαλε σε μια πολυσέλιδη απόφαση τις ακόλουθες ποινές:

 

1.  Στους κατηγορούμενους 1, 2, 3 και 15, ποινές φυλάκισης τριών χρόνων, εννέα μηνών και έξι μηνών αντίστοιχα για την κατηγορία [*903]237 που αφορά την εμπορία ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 5 του Νόμου. 

 

2.  Στους κατηγορούμενους 2 και 3, ποινή φυλάκισης 2½ ετών και δεκαοκτώ μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία 240 που αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(β) του Νόμου.

 

3.  Στους κατηγορούμενους 2 και 3, ποινή φυλάκισης 15 μηνών και 12 μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία αρ. 247 που αφορά το αποζήν από κέρδη πορνείας κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α) και  του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

4.  Στην κατηγορούμενη 1, ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην κατηγορία 248 για παρακράτηση προσωπικών εγγράφων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 13(1)(α) του Νόμου.

 

5.  Στους κατηγορούμενους 1 και 15, ποινή φυλάκισης 3 ετών και 6 μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία αρ. 250 που αφορά την εμπορία ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 5(β) του Νόμου.

 

6.  Στον κατηγορούμενο 4, ποινή φυλάκισης 2½ ετών στην κατηγορία αρ. 253 που αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(β) του Νόμου.

 

7.  Στον κατηγορούμενο 4, ποινή φυλάκισης 15 μηνών στην κατηγορία αρ. 260 που αφορά το αδίκημα του αποζήν από κέρδη πορνείας.

 

8.  Στις κατηγορούμενες 1 και 15, ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία 275 που αφορά την εμπορία ενηλίκων προσώπων.

 

9.  Στους κατηγορούμενους 6, 7, 8, 9, 10 και 11, ποινές φυλάκισης 2 ½ ετών, 9 μηνών, 9 μηνών, 9 μηνών, δύο ετών και 9 μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία 278 που αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων.

 

10. Στους κατηγορούμενους 6, 7, 8, 9, 10 και 11, ποινές φυλάκισης 12 μηνών, 4 μηνών, 4 μηνών, 4 μηνών, 8 μηνών και 4 μηνών στην κατηγορία αρ. 285 που αφορά το αδίκημα του αποζήν από κέρδη πορνείας.

 

11. Στον κατηγορούμενο 6, ποινή φυλάκισης 12 μηνών για την κατη[*904]γορία αρ. 286 για την παρακράτηση προσωπικών εγγράφων.

 

12. Στους κατηγορούμενους 13 και 14, ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 12 μηνών αντίστοιχα για την  κατηγορία αρ. 303 που αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων.

 

13. Στους κατηγορούμενους 13 και 14, ποινές φυλάκισης 12 μηνών και 6 μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία αρ. 310 που αφορά το αδίκημα του αποζήν από κέρδη πορνείας.

 

Το Δικαστήριο σε αριθμό άλλων κατηγοριών που καταγράφει, δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή εφόσον τα γεγονότα αυτών εμπεριέχονταν σε γεγονότα προηγούμενων κατηγοριών. Ταυτόχρονα απέρριψε την εισήγηση για αναστολή των ποινών φυλάκισης στη βάση του ότι οι κατηγορούμενοι είτε ως αυτουργοί είτε ως συμμετέχοντες, διέπραξαν πολύ σοβαρά αδικήματα εναντίον των τριών παραπονουμένων οδηγούμενοι από ευτελή κίνητρα και χωρίς την επίδειξη οποιασδήποτε μεταμέλειας. Ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και την ημερομηνία επιβολής των ποινών, καθώς και η καθυστέρηση στην καταχώρηση και εκδίκαση της υπόθεσης λήφθηκαν υπόψη για τη δραστική μείωση των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Διατάχθηκε επίσης όπως όλες οι ποινές που αφορούσαν τους κατηγορουμένους, συντρέχουν.

 

Όλοι οι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση εναντίον της καταδίκης τους και εναντίον της ποινής που τους επιβλήθηκε με έμφαση στο ύψος αυτής και τη μη αναστολή των επιβληθεισών ποινών.

 

Από την άλλη, ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή για ορισμένους κατηγορουμένους ως ανεπαρκή υπό τις περιστάσεις.  Στην πορεία ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 252/2015, Σάββας Κανναβίας - πρώην κατηγορούμενος 13 - απεβίωσε και η έφεση απερρίφθη ως άνευ αντικειμένου στις 22.1.2016.

 

Η κοινή συνισταμένη των εφέσεων που αφορούσαν στην καταδίκη συσχετιζόταν με την αξιολόγηση της μαρτυρίας από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι αυτή ήταν πλημμελής, αντιφατική και ανακόλουθη, ιδιαιτέρως διότι το Δικαστήριο αθώωσε κάποιους κατηγορουμένους σε ορισμένες κατηγορίες την ίδια στιγμή που τους καταδίκασε σε άλλες.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Ναθαναήλ Δ. συμφωνησάσης και της Μιχαηλίδου Δ.:

[*905]Λόγοι έφεσης αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας:

 

1.  Η πάγια νομολογιακή και ευθυγραμμισμένη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία ενώπιον του και προέβη στα ανάλογα ευρήματα εκτός και εάν δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή κρίνονται εσφαλμένα ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλη μαρτυρία ή ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

2.  Τα ευρήματα ενός Δικαστηρίου και η κρίση του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων πρέπει να αντιμετωπίζονται στην ολότητα  του σκεπτικού της απόφασης και όχι με απομονωμένο ή αποσπασματικό τρόπο, σ’ αυτό δε το πλαίσιο οι αντιφάσεις ή μικρολεπτομέρειες δεν μπορούν να αποκτήσουν τέτοια σημασία που να οδηγούν σε ανατροπή των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.

 

3.  Με γνώμονα τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές δεν εντοπιζόταν οποιοδήποτε ουσιώδες πρόβλημα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ώστε να δικαιολογείτο επέμβαση του Εφετείου.

 

4.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι αστυνομικοί μάρτυρες υπεράσπισης ήσαν εν γένει ειλικρινείς και αξιόπιστοι πλην όμως η μαρτυρία τους γενική και αόριστη ως προς τις λεπτομέρειες των καταθέσεων των τριών παραπονουμένων, ήταν ορθή. Προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών οδηγεί ακόμη στο συμπέρασμα ότι στην ουσία οι μάρτυρες αυτοί επιβεβαίωσαν τη μαρτυρία των παραπονουμένων σε γενικές γραμμές, ενώ στις λεπτομέρειες οι θέσεις τους ήταν ασαφείς, αόριστες και χωρίς συγκεκριμενοποίηση.

 

5.  Ευλόγως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερθέν στην πιο πάνω μαρτυρία διέγνωσε ότι αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική γιατί ήταν γενικόλογη και χωρίς ιδιαίτερη αναφορά, σε σχέση πάντα με τις καταγγελίες των παραπονούμενων που ήταν και το ζητούμενο, στις συγκεκριμένες μάρτυρες κατηγορίας.

 

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε ένα έκαστο των θεμάτων αυτών, αλλά και όλων των υπολοίπων που αφορούσαν ζητήματα αξιοπιστίας των παραπονουμένων. Απέρριψε όλες τις αιτιάσεις αναξιοπιστίας των παραπονουμένων για λόγους που με σαφήνεια καταγράφονται στο πολυσέλιδο σκεπτικό του και που δεν υπόκειται με ευκολία σε αναθεώρηση από το Εφετείο.

 

7.  Αναμφίβολα η μαρτυρία έδειξε ότι υπήρχε αντιπρόσωπος ή αντιπρόσωποι της κατηγορουμένης 1 στο Μαρόκο, η εμπλοκή της [*906]οποίας ήταν δεδομένη. Είναι αβάσιμο το επιχείρημα που προβλήθηκε ότι οι παραπονούμενες κατέφθασαν στη Δημοκρατία για εργασία οικειοθελώς, δηλαδή, από μόνες τους.

 

8.  Σίγουρα πριν να έλθουν σε επαφή με την κατηγορουμένη 1 και να αντιληφθούν την πραγματικότητα του τρόπου με τον οποίο θα εργάζονταν στην Κύπρο, ιδία θελήσει ήταν που προχώρησαν τις διαδικασίες για την κάθοδο τους στη Δημοκρατία για σκοπούς εργασίας. Η Najat αντιπροσωπεύοντας στην ουσία την κατηγορούμενη 1, ωραιοποίησε την κατάσταση που θα αντιμετώπιζαν στην Κύπρο.

 

9.  Η σύνδεση της Najat με την κατηγορουμένη 1 είναι εμφανής διότι ήταν η τελευταία, μέσω άλλων ατόμων, που παρέλαβαν την Imane όταν έφθασε στη Δημοκρατία, στα δε γραφεία της κατηγορουμένης 1 είναι που έγιναν οι πρώτες επαφές, ενώ σε σπίτι που ανήκε στην κατηγορουμένη 1, ήταν που τοποθετήθηκε αρχικά η παραπονούμενη.

 

10. Όλα αυτά δεν επεκτείνουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εκτός Κύπρου όπως λανθασμένα εισηγήθηκαν οι συνήγοροι της εφεσείουσας κατηγορουμένης 1, διότι στο σύνολο των γεγονότων τα αδικήματα άρχισαν εκτός Δημοκρατίας, αλλά συνετελέσθηκαν στη Δημοκρατία.

 

11. Η Imane με πολλή λεπτομέρεια και σταθερότητα, αναφέρθηκε στα διάφορα ποσά τα οποία της ζητήθηκαν από την κατηγορουμένη 1 κατά τις συναντήσεις τους.

 

12. Άλλο ήταν το ποσό των €900 που της ζητήθηκε ως το εισιτήριο που θα έπρεπε να πληρώσει και άλλα τα έξοδα για να μπορέσει να επισκεφθεί τη μητέρα της στο Μαρόκο που ήταν ασθενής, ενώ άλλο ήταν και το ποσό των €800 κατά τις πρώτες συναντήσεις που είχε με την κατηγορουμένη 1 και άλλο το ποσό των €8.000 που η κατηγορουμένη 1 ζήτησε από όλες τις κοπέλες και όχι μόνο στην παρουσία της Imane.

 

13. Oι τρεις παραπονούμενες δεν ήσαν γνωστές μεταξύ τους και μετά την κατάθεση της παραπονουμένης Zyad ήταν που εντοπίστηκαν οι άλλες παραπονούμενες από την αστυνομία.

 

14. Γενικά το Δικαστήριο έδωσε καλούς λόγους για όλες τις θέσεις των συνηγόρων υπεράσπισης απορρίπτοντας τις εισηγήσεις περί αναξιοπιστίας των τριών παραπονουμένων εξηγώντας ιδιαίτερα ως προς την παραπονούμενη El Fatmi ότι δεν έδωσε αμέσως κα[*907]τάθεση ενοχοποιητική των κατηγορουμένων εξηγώντας ότι συμπατριώτισσα της που εργαζόταν προηγουμένως μαζί της στο καπαρέ Σταθμός, την είχε προειδοποιήσει να μην αναφερθεί στην εκπόρνευση της διότι θα μπορούσε να καταλήξει στη φυλακή τόσο εδώ, όσο και στο Μαρόκο.

 

15. Ορθά το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπό το φως της εμπειρίας που βίωσε η El Fatmi, Μ.Κ.7, απαιτείτο κάποιος χρόνος ανάκτησης εμπιστοσύνης και αποκάλυψης των γεγονότων που είχε βιώσει.

 

16. Όταν αισθάνθηκε ασφαλής τότε, όπως σημείωσε το Δικαστήριο, υποστήριξε «... με σθένος και απόλυτη σταθερότητα μέχρι τέλους» τις θέσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου. Ούτε έχουν σημασία οι θέσεις ότι η Zyad, Μ.Κ.6, είχε εξασφαλίσει έγγραφο που έδειχνε ότι ήταν χορεύτρια στη χώρα της για τέσσερα χρόνια προηγουμένως, ενώ δεν είχε αυτή την εμπειρία γιατί το έγγραφο είχε ετοιμαστεί από συμπατριώτισσα της μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας για κάθοδο της στην Κύπρο.

 

17. Έχοντας στο σύνολο μελετήσει τα όλα δεδομένα της υπόθεσης δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά σε οποιαδήποτε άλλα επί μέρους στοιχεία, θεωρώντας ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των τριών παραπονουμένων παραμένει αλώβητη. 

 

Λόγοι έφεσης περί της δομής της πρωτόδικης απόφασης:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η ανεξαρτησία του Δικαστή στο Κοινοδίκαιο εμπεριέχει και την ελευθερία συγγραφής της απόφασης κατά τον τρόπο που ο ίδιος επιλέγει. Με την προϋπόθεση ότι στην απόφαση περιέχονται τα γεγονότα, καθορίζεται η διαφορά προς επίλυση, γίνονται τα ανάλογα ευρήματα αξιοπιστίας και η κατάληξη σε συμπεράσματα, υπαγόμενα όλα στο νομικό πλαίσιο που διέπει τη συγκεκριμένη διαφορά είτε αστική είτε ποινική, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα λανθασμένης δόμησης.

 

2.  Στο πιο πάνω πλαίσιο το πρωτόδικο Δικαστήριο με το σκεπτικό του κατέγραψε όλα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να καταλήξει στην καταδίκη των κατηγορουμένων. Ενδεχομένως ένα άλλο Δικαστήριο να είχε μια διαφορετική προσέγγιση, αλλά αυτό δεν είναι το ζητούμενο.

 

3.  Υπάρχει επαρκής αιτιολογία στην πρωτόδικη δικαστική σκέψη και [*908]αυτό περιλαμβάνει και την εύκολη εξαγωγή του συμπεράσματος ότι το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας έστω και αν δεν χρησιμοποιήθηκε πουθενά η συγκεκριμένη φράση.

 

4.  Η δικαστική απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι υπό το φως του μικροσκοπίου για να εντοπιστούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες. Η μη καταγραφή της γνωστής φρασεολογίας ότι απεδείχθη ενοχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όσο και αν είναι επιθυμητό να προσδιορίζεται στη δικαστική σκέψη, δεν αποτελεί θεμελιώδες λάθος.

 

5.  Τόσο το επίπεδο απόδειξης σε αστική υπόθεση, όσο και σε ποινική υπόθεση, δεν είναι εύκολο ως έννοια να επεξηγηθεί και γι’ αυτό έχουν κατά καιρούς αμφισβητηθεί οι έννοιες του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και της απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

6.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε σε όλη την έκταση της δίκης περιλαμβανομένης και της καταγραφής της απόφασης του, με γνώμονα ότι η Κατηγορούσα Αρχή έπρεπε να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

7.  Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που μη ικανοποιηθέν για αριθμό αδικημάτων στη βάση των ευρημάτων του αθώωσε και απάλλαξε αριθμό κατηγορουμένων, ήτοι, των κατηγορουμένων 1, 2, 4, 5, 6, 13 και 15 για τις κατηγορίες 233, 234 και 235 για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργημάτων θεωρώντας ότι δεν υπήρχε «σαφής μαρτυρία», περί μεταξύ των κατηγορουμένων συμφωνίας.

 

8.  Ως προς τη νομική πτυχή, το Δικαστήριο εξέτασε, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, με προσοχή τις κατηγορίες που πηγάζουν από το Νόμο, με ιδιαίτερη αναφορά στον ορισμό των εννοιών του «εξαναγκασμού», της «κατάχρησης εξουσίας» της «σεξουαλικής εκμετάλλευσης» και του όρου «εκμετάλλευση». Αναφέρθηκε επίσης στο Άρθρο 4 του Νόμου ως προς το πεδίο εφαρμογής του και υιοθέτησε τα λεχθέντα από απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στη Δημοκρατία ν. Naydenov, υπόθ. αρ. 23076/2013, ημερ. 3.7.2014, που περιείχε αναφορά και σε Ολλανδική νομολογία και στο εγχειρίδιο «Trafficking in Human Beings - Case Law on Trafficking in Human Beings» 2009-2013.

 

9.  Αναφέρθηκε επίσης στην έννοια της «στρατολόγησης» στη βάση της υπόθεσης Supreme Court 18 Απριλίου 2000, LJN:2D1788, όπου κρίθηκε ότι καλύπτεται οποιαδήποτε πράξη που καταλήγει [*909]στην στρατολόγηση προσώπου ώστε να ωθηθεί να εκπορνευθεί σε άλλη χώρα χωρίς να χρειάζεται απαραιτήτως να αποδειχθεί ότι η μέθοδος στρατολόγησης περιόρισε την ελευθερία επιλογής.

 

10. Ο Νόμος είναι εναρμονιστικός διαφόρων πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, για την υπό κρίση υπόθεση, της απόφασης πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L203, 1.8.2002.

 

11. Δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε ουσιώδες λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αναγωγή των συμπερασμάτων του υπαγόμενα στο νομικό πλαίσιο που το ίδιο εξήγησε και κατέγραψε με αναφορά στο Νόμο και τις αποφάσεις. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν τέτοια τα οποία από την προηγηθείσα ανάλυση παραμένουν ισχυρά και δεν είναι δυνατό να ανατραπούν λόγω οποιουδήποτε λάθους.

 

12. Έτσι δικαιολογούσαν την κατάληξη του για ένα έκαστο των καταδικασθέντων κατηγορουμένων με προεξάρχουσα τη θέση ότι η κατηγορούμενη 1, ως υπεύθυνη πρακτορείου εξεύρεσης καλλιτεχνών, όντως στρατολόγησε τις παραπονούμενες μέσω της Najat, την οποία η κατηγορούμενη 1 στην ανώμοτη δήλωση της δέχθηκε ότι γνώριζε.

 

13. Η στρατολόγηση δεν αφορούσε τις πράξεις ενός μόνο προσώπου, αλλά εμπλέκονταν σ’ αυτή διάφορα πρόσωπα, οι πράξεις εκάστου των οποίων συνέτειναν στην όλη διεκπεραίωση του τελικού στόχου. Οι παραπονούμενες ήταν άτομα, μεταξύ άλλων, με οικονομικά προβλήματα, (που αναγνωρίζεται ως εμπίπτοντα στις ευπαθείς ομάδες («vulnerability») («100 Brasilia Regulations Regarding Access to Justice for Vulnerable People»), ευάλωτες στο δέλεαρ μιας καλύτερης οικονομικά ζωής.

 

14. Η εμπλοκή της κατηγορουμένης 1 ήταν εμφανής εφόσον και οι τρεις παραπονούμενες αναφέρθηκαν σε αυτή ως το πρόσωπο που τους έλεγε κατ’ επανάληψη ότι με την άφιξη τους στη Δημοκρατία ήδη χρωστούσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό προς δε εξόφληση του θα έπρεπε να πήγαιναν με πελάτες για σεξ, κατακρατώντας στην πορεία τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα.

 

15. Το Δικαστήριο εξήγησε ότι τα συστατικά στοιχεία της στρατολόγησης και μεταφοράς των παραπονούμενων ενυπήρχαν στις ίδιες τις ενέργειες της κατηγορουμένης 1 μέσω των αντιπροσώ[*910]πων της στο Μαρόκο και άλλων προσώπων πείθοντας τις παραπονούμενες ότι θα μπορούσαν να δουλεύουν σε μουσικοχορευτικά κέντρα με πολύ καλό μισθό ώστε τα δάνεια τα οποία είχαν κάνει στη χώρα τους να εξοφλούντο πολύ γρήγορα. Με αυτό τον τρόπο είχαν προσεγγιστεί και στρατολογηθεί προς εργοδότηση των Zyad και El Fatmi ως χορευτριών και της El Iouami ως τραγουδίστριας.

 

16. Το οργανωμένο σχέδιο στρατολόγησης περιελάμβανε την παραλαβή τους άμα τη αφίξει τους στη Δημοκρατία από υπαλλήλους της κατηγορουμένης 1, η οποία συνεργαζόμενη με την κατηγορούμενη 15, η οποία η ίδια εργαζόταν ως καλλιτέχνιδα σε καπαρέ που είχε σχέση με την κατηγορούμενη 1 και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με αυτή, εκτελώντας και χρέη μεταφράστριας, εξηγούσε ότι οι παραπονούμενες θα έπρεπε να εκπορνεύονται στην ουσία για να έχουν χρήματα και να εξοφλήσουν τα δήθεν χρέη τους. Στη μεταφορά είχαν βοηθήσει οι κατηγορούμενοι 2 και 3, ο κατηγορούμενος 2, όντας υπεύθυνος του καπαρέ Pink Panther και ο κατηγορούμενος 3, εργοδοτούμενος αυτού.

 

17. Το Δικαστήριο ορθά βρήκε ότι η στρατολόγηση δεν έγινε διά απειλών αλλά διά της κατάχρησης ευπαθούς θέσης, (όπως αυτή εξηγήθηκε από το Δικαστήριο), ούτως ώστε οι παραπονούμενες ευρισκόμενες πλέον σε ξένη προς αυτές χώρα, δηλαδή, τη Δημοκρατία χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα και χωρίς χρήματα όντας ευάλωτες και ανίκανες να αντιδράσουν ουσιωδώς εξαναγκάστηκαν να υποκύψουν στις απαιτήσεις της κατηγορούμενης 1 διότι βρίσκονταν σε ευπαθή θέση.

 

18. Η εκπόρνευση εντάσσεται στον ορισμό της εκμετάλλευσης ούτως ώστε να ήταν πλήρως δικαιολογημένη και η στοιχειοθέτηση των σχετικών κατηγοριών εναντίον των κατηγορουμένων 1, 3 και 15.  Το ίδιο όσον αφορά την εκμετάλλευση στην εργασία και τη σεξουαλική εκμετάλλευση με αναφορά στη Zyad, από τη στιγμή της εργοδότησης της στα καπαρέ Pink Panther και εκπόρνευσης της από τους κατηγορούμενους 2 και 3, ενώ για την παραπονούμενη Imane εκπόρνευση της κατά τη διάρκεια της εργοδότησης της στο καπαρέ Aroma από τον κατηγορούμενο 4. Όσον αφορά την παραπονούμενη El Fatmi υπήρξε εκμετάλλευση και εκπόρνευση της από τους κατηγορουμένους 6-11 καθ’ ον χρόνο εργαζόταν στο καπαρέ Σταθμός και από τους κατηγορουμένους 13 και 14, καθ’ ον χρόνο εργαζόταν στο καπαρέ Frolics.

 

19. Το Δικαστήριο σε κάθε μια από τις σχετικές κατηγορίες συνέδεσε, [*911]όπως προκύπτει από τις καταληκτικές σελίδες της απόφασης του, τη διενέργεια των πράξεων εκείνων που αφορούσαν κάθε μια από τις παραπονούμενες με κάθε ένα από τους κατηγορούμενους, ανάλογα με την περίπτωση.

 

20. Κεντρικό σημείο της απόφασης του ήταν η ευπαθής θέση των παραπονουμένων και ο εκφοβισμός και εξαναγκασμός των παραπονουμένων επί των οποίων οι διάφοροι κατηγορούμενοι ιδιοκτήτες των καπαρέ είχαν και διατηρούσαν τον έλεγχο τους με τη συμμετοχή των υπαλλήλων τους. Στο πλαίσιο του ελέγχου ήταν και η διατήρηση - κατακράτηση - των ταξιδιωτικών εγγράφων της Zyad από την κατηγορούμενη 1 και των ταξιδιωτικών εγγράφων της El Fatmi από τον κατηγορούμενο 6.

 

21. Η γενικότερη επίκριση που γίνεται από τους εφεσείοντες ως προς την επακριβή στοιχειοθέτηση ενός εκάστου των αδικημάτων για τα οποία αυτοί κατηγορούνταν με αναφορά σε συγκεκριμένες πράξεις έναντι των συγκεκριμένων παραπονουμένων δεν είναι βάσιμη.

 

22. Δεν ήταν συνεπώς αναγκαίο για το Δικαστήριο να επαναλάβει και να συνδέσει τον κάθε κατηγορούμενο με την κάθε παραπονούμενη σε ξεχωριστό μέρος του σκεπτικού του εφόσον η προσεκτική ανάγνωση της απόφασης περιέχει ακριβώς αυτή τη διασύνδεση κατά τρόπο που εύλογα να εξάγεται, αλλά και να υποστηρίζεται η ενοχή ενός εκάστου των κατηγορουμένων-εφεσειόντων σε κάθε μια από τις κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκαν.

 

23. Το Δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό και είχε κατά νουν σε κάθε στιγμή την πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου που όντως έτεινε να περιπλέξει τα πράγματα γι’ αυτό και αντιμετώπισε και εισήγηση περί μη δίκαιης δίκης, την οποία όμως ορθά απέρριψε διότι η υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων έπρεπε να εκδικαστεί ως ένα ενιαίο σύνολο παρά τις εγγενείς δυσκολίες που ενυπήρχαν στην προώθηση της.

 

24. Το Δικαστήριο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό στην αντιμετώπιση της υπόθεσης που είχε ενώπιον του και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι αθώωσε τους κατηγορουμένους σε αρκετές κατηγορίες κρίνοντας ότι δεν είχε αποδειχθεί συστατικό ή συστατικά στοιχεία των αδικημάτων εκείνων.

 

25. Η επίκριση ότι δεν ήταν δυνατό να αθωώσει το Δικαστήριο σε ορι[*912]σμένες κατηγορίες και να καταδικάσει σε άλλες είναι επίσης αβάσιμη διότι τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος και η μαρτυρία επ’ αυτών ήταν διαφορετική και δεν μπορεί να επικρίνεται το Δικαστήριο διότι αθώωσε τους κατηγορουμένους στις κατηγορίες εκείνες που η Κατηγορούσα Αρχή δεν κατάφερε να τις αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό.

 

Οι λόγοι έφεσης κατά των ποινών:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Δικαστήριο αξιολόγησε το κάθε στοιχείο που προέκυπτε από την αγόρευση για μετριασμό της ποινής για ένα έκαστο των κατηγορουμένων τονίζοντας ότι έλαβε σοβαρά υπόψη στο δύσκολο έργο της επιλογής της κατάλληλης ποινής για τον κάθε ένα από αυτούς στο πλαίσιο της εξατομίκευσης.

 

2.  Το Δικαστήριο έλαβε συναφώς υπόψη του το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία επιβολής της ποινής, την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης σημειώνοντας ότι αυτή οφειλόταν εν μέρει και από τη συμπεριφορά των ιδίων των κατηγορουμένων.

 

3.  Σημείωσε ότι η καθυστέρηση αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικός παράγων, τόσο διότι με την καθυστέρηση ατονεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής, όσο και διότι κατά την εκκρεμοδικία υπάρχει φυσιολογική αγωνία από ένα κατηγορούμενο για την έκβαση της υπόθεσης.

 

4.  Το Δικαστήριο έλαβε κάθε τι που ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη στην εξατομίκευση της ποινής, έκρινε όμως ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων και το στοιχείο της μεταχείρισης των παραπονουμένων ως αντικείμενα εκμετάλλευσης προς εξασφάλιση χρηματικού οφέλους αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεων τους, επί της αξιοπρέπειας και το ψυχικό κόσμο των παραπονουμένων, επέβαλλε την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, ήτοι, ποινών φυλάκισης.

 

5.  Η εισήγηση των συνηγόρων για αναστολή των ποινών δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο θεωρώντας ότι τα εφαρμοστέα κριτήρια για αναστολή εξετάζονται σφαιρικά και ότι ο χρόνος που διέρρευσε και κάθε τι άλλο που προσμετρούσε υπέρ των κατηγορουμένων, λήφθηκαν ουσιωδώς υπόψη για δραστική μείωση των ποινών φυλάκισης που επέβαλε. 

[*913]Οι λόγοι έφεσης περί έκδηλης υπερβολικότητας, μη αναστολής των ποινών – Λόγοι περί έκδηλης ανεπάρκειας η οποία προβλήθηκε στους λόγους έφεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση έχει λάβει υπόψη του στην προσπάθεια του να εξατομικεύσει τις ποινές για κάθε ένα από τους καταδικασθέντες, όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν υπέρ τους. Οι μετριαστικοί παράγοντες δεν είχαν μόνο λεκτική αναγνώριση από το Δικαστήριο, αλλά είχαν και το ανάλογο αντίκρισμα στις επιβληθείσες ποινές.

 

2.  Δεν υπήρχε έρεισμα σε οποιαδήποτε από τις εφέσεις είτε από τους εφεσείοντες, είτε από τον Γενικό Εισαγγελέα. Όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα αδικήματα που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι ήσαν ιδιαιτέρως σοβαρά με ανώτατο όριο ποινής για την εμπορία προσώπων στα 15 έτη, ενώ για τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης προνοείται δεκαετής ποινή φυλάκισης.

 

3.  Η εμπορία προσώπων αποτελεί μια σύγχρονη μάστιγα και στοχεύει στην εκμετάλλευση ευάλωτων ατόμων που σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής τυγχάνουν στυγνής μεταχείρισης από επιτήδεια άτομα, συνήθως στη βάση ενός οργανωμένου σχεδίου στο οποίο εμπλέκεται αριθμός ατόμων.

 

4.  Η εξυχνίαση αυτών των αδικημάτων είναι συχνά ιδιαίτερα δύσκολη γιατί προϋποθέτει την πρωταρχική καταγγελία από το υπό εκμετάλλευση πρόσωπο το οποίο συνήθως βρίσκεται υπό συνθήκες περιορισμού, εξαναγκασμού ή φόβου, ενώ η ψυχική πίεση που αισθάνεται καθιστά δύσκολη την απόφαση να καταφερθεί εναντίον των εκμεταλλευτών του.

 

5.  Μετά την καταγγελία ακολουθεί το δύσκολο έργο από πλευράς των διωκτικών αρχών της συλλογής της μαρτυρίας, της στοιχειοθέτησης κατηγοριών εναντίον των εμπλεκομένων προσώπων, ακολουθούμενο, κατά κανόνα, από μια ιδιαίτερα εξαντλητική ακροαματική διαδικασία κατά την οποία τα θύματα βιώνουν εκ δευτέρου το διασυρμό και την καταρράκωση στην ανθρώπινη ύπαρξη τους.

 

6.  Από την άλλη, όπως κατέστη φανερό μετά από σχετικές ερωτήσεις του Εφετείου, τα αδικήματα προέκυψαν το 2009, το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 26.10.2010 και η πρωτόδικη διαδικασία άρχισε το 2013 μέχρι τον Αύγουστο του 2015, ενώ για το διαρρεύ[*914]σαν χρονικό διάστημα των δύο ετών και πλέον από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την έναρξη της ακρόασης δεν υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική εκδίκαση.

 

7.  Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίως έλαβε υπόψη του και τον παράγοντα της καθυστέρησης έχοντας υπόψη ότι θα έπρεπε να επιβάλει ποινή στην ουσία έξι χρόνια μετά τη διάπραξη των αδικημάτων. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές ήταν εύλογες και δεν θα ήταν δυνατό για το Εφετείο να τις θεωρήσει ως έκδηλα ανεπαρκείς ως εισηγείται η Δημοκρατία.

 

8.  Ως προς τη μη αναστολή των ποινών φυλάκισης, δεν εντοπιζόταν οποιοδήποτε σφάλμα αρχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

9.  Δεν διέφυγε του πρωτοδίκου Δικαστηρίου οποιοσδήποτε μετριαστικός παράγων γι’ αυτό και επέβαλε τις ποινές που θεώρησε δίκαιες λαμβάνοντας υπόψη όλους τους μετριαστικούς υπέρ των κατηγορουμένων παράγοντες ώστε να μειώσει τις ποινές στο ύψος που επέβαλε και οι οποίες άλλως θα ήσαν αναμφίβολα αυστηρότερες.

 

10. Η απόφαση για μη αναστολή ανάγεται πρωτίστως στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στην απουσία δε οποιουδήποτε λάθους αρχής δεν ήταν νοητό για το Εφετείο να επέμβει. 

 

Β. Υπό: Οικονόμου, Δ.:

 

Οι εφέσεις των πρώην κατηγορουμένων 1, 2, 4, 6 11, 14 και 15, αναφορικά με την καταδίκη τους:

 

1.  Κοινή συνισταμένη των εφέσεων, τηρουμένων και άλλων λόγων έφεσης, ήταν η εισήγηση περί εσφαλμένης αξιολόγησης και αποδοχής της μαρτυρίας που προσέφερε η κατηγορούσα αρχή ως αξιόπιστης, η εισήγηση ότι, εν πάση περιπτώσει, από τα γεγονότα που δέχθηκε το Δικαστήριο δεν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα και ότι δεν τηρήθηκε η αρχή περί απόδειξης της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

2.  Ο Νόμος βασίζεται στο Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficking in Persons, especially Women and Children, γνωστό ως Palermo Protocol, το οποίο είναι συμπληρωματικό της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών United Nations Convention against Transnational Organized Crime.

[*915]3.      Ο ορισμός της έννοιας της «εμπορίας προσώπων» («trafficking in persons») τέθηκε στο Νόμο μεταφερόμενος από το Πρωτόκολλο και αντιστοιχώντας με το προαναφερθέν αδίκημα του Άρθρου 5 περί «εμπορίας ενηλίκων προσώπων».

 

4.  Ο σκοπός και η φιλοσοφία του Νόμου αναφέρονται σε πρόσωπα που καθίστανται θύματα εκμετάλλευσης και βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Τούτο ισχύει ειδικότερα στην παρούσα περίπτωση ενόψει των καταδικών βάσει της χρήσης εξαναγκασμού και της κατάχρησης της ευπαθούς θέσεως των θυμάτων.

 

5.  Η έννοια της κατάχρησης μιας ευπαθούς θέσης είναι κεντρική στην εμπορία προσώπων και εμπεριέχεται σε όλες σχεδόν τις υποθέσεις τέτοιας φύσεως.

 

6.  Είχε, συνεπώς, σημασία κατά την αξιολόγηση αλλά και την όλη εκτίμηση της υπόθεσης, να είχε κατά νου το Δικαστήριο το κυρίαρχο αυτό χαρακτηριστικό και υπό το πρίσμα αυτό να κρίνει τις διάφορες πτυχές και τυχόν αδυναμίες στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής που θα μπορούσαν να είναι σχετικές.

 

7.  Ήταν ο ισχυρισμός της ΜΚ4 ότι δεν υπέγραψε το συμβόλαιο εργοδότησής της στην ΥΑΜ και ως εκ τούτου δεν γνώριζε τα δικαιώματά της και τους κινδύνους εκμετάλλευσης επειδή δεν της είχαν εξηγηθεί εκεί.

 

8.  Ο ισχυρισμός αυτός προωθεί τη θέση ότι εργοδοτήθηκε έξω από τις νενομισμένες διαδικασίες και χωρίς επαφή με τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, θέση που εναρμονίζεται με την εικόνα θύματος εμπορίας προσώπων.

 

9.  Παραπλήσιο ισχυρισμό προέβαλε και η ΜΚ6 η οποία ανέφερε ότι μεταφέρθηκε μεν στο Τμήμα Αλλοδαπών αλλά εκείνο που αντελήφθη ήταν ότι τα έγγραφα που υπέγραψε ήταν για την έκδοση κάρτας αλλοδαπού, χωρίς να αντιληφθεί να υπέγραψε οποτεδήποτε συμβόλαιο εργασίας, μη γνωρίζοντας ούτε ελληνικά ακόμα ούτε αγγλικά. Η μαρτυρία της ΜΚ4 και της ΜΚ6 έγινε πιστευτή από το Δικαστήριο.

 

10. Παράλληλα όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι η ΜΥ3 Αστ. 4245 Χαρούλα Σακσιά, σύμφωνα με τη μαρτυρία της οποίας, όπως καταγράφει το Δικαστήριο, οι εν λόγω παραπονούμενες υπέγραψαν τα συμβόλαια εργοδότησής τους στην παρουσία της, ήταν, μαζί με άλλους αστυνομικούς που κλήθηκαν ως μάρτυρες υπεράσπισης.

[*916]11.    Παρά ταύτα, θεώρησε τη μαρτυρία της ως αόριστη και ασαφή που δεν μπορούσε να κλονίσει τα όσα η ΜΚ6 είχε αναφέρει, αφού δεν θυμόταν ούτε λεπτομέρειες, ούτε πότε, ούτε με ποιους παρουσιάστηκε ενώπιον της η ΜΚ6. Γενικά δε, όπως και για όλους τους αστυνομικούς μάρτυρες υπεράσπισης που τους έκρινε ως μάρτυρες της αλήθειας, θεώρησε ότι η μαρτυρία τους δεν βοήθησε ιδιαίτερα την υπεράσπιση αφού δεν ήταν σε θέση να θυμούνται ακριβώς το τι είχε συμβεί.

 

12. Παραβλέφθηκε έτσι η θέση της ΜΥ3 για την υπογραφή του συμβολαίου από τη ΜΚ4 επί του οποίου αναγνώρισε τη δική της πιστοποίηση και η εξήγηση που έδωσε γενικότερα για τη διαδικασία που πάντοτε ακολουθείται, ότι δηλαδή τα συμβόλαια υπογράφονται στα γραφεία της ΥΑΜ, εξηγούνται οι όροι του συμβολαίου σε γλώσσα κατανοητή και δίδονται ενημερωτικά φυλλάδια με τους όρους εργασίας και τα σχετικά δικαιώματα και το σύστημα προστασίας που παρέχεται σε περίπτωση σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μαζί με τηλέφωνα επικοινωνίας.

 

13. Ένα άλλο ζήτημα που γενικά ήταν σημαντικό, αλλά ιδίως και λόγω της φύσης της υπόθεσης, αφορά στη δυνατότητα ή την ευχέρεια που θα είχαν οι παραπονούμενες ως θύματα εμπορίας προσώπων να έρθουν σε επαφή με την αστυνομία και μάλιστα το κατά πόσο θα μπορούσαν ή όχι να υποβάλουν ή να υπονοήσουν παράπονο.

 

14. Ήταν ο ισχυρισμός της ΜΚ4 ότι ενόσω εργαζόταν στο AROMA δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε στους αστυνομικούς της ΥΑΜ που επισκέπτονταν το καμπαρέ καθηκόντως για έλεγχο, επειδή αυτοί κάθονταν και έπιναν ποτά και όταν τους άρεσε μια όμορφη κοπέλα την έπαιρναν μαζί τους για σεξ.

 

15. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος 4 καθόταν στο γραφείο του με τον αστυνομικό που προέβαινε κάθε φορά στον έλεγχο και ήταν παρών όταν ο αστυνομικός καλούσε τις καλλιτέχνιδες για σκοπούς ελέγχου. Το Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς αυτούς ως αληθινούς.

 

16. Από την άλλη, ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν αριθμός αστυνομικών της ΥΑΜ Πάφου που κατά την επίδικη περίοδο προέβαιναν σε έλεγχο του εν λόγω καμπαρέ με σκοπό τη διαπίστωση παρανομιών ή παραπόνων σε σχέση με τις καλλιτέχνιδες που εργάζονταν εκεί. Αυτοί, διέψευσαν ευθέως τους παραπάνω ισχυρισμούς της ΜΚ4.

[*917]17.    Το Δικαστήριο, αν και έκρινε, ως άνω, ότι όλοι οι εν λόγω αστυνομικοί «ήταν πρόσωπα που ήρθαν στο Δικαστήριο να πουν την αλήθεια», παρά ταύτα θεώρησε ότι η μαρτυρία τους δεν βοήθησε ιδιαίτερα την υπεράσπιση αφού, όπως το έθεσε, δεν ήταν σε θέση να θυμούνται ακριβώς το τι είχε συμβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση για κάθε μία από τις παραπονούμενες.

 

18. Όμως, ήταν συγκεκριμένη η μαρτυρία των αστυνομικών που διενεργούσαν έλεγχο στο εν λόγω καμπαρέ. Απέρριψαν κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς για επιλήψιμες σχέσεις και επιλήψιμη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ότι κατά τις συνεντεύξεις τους με τις καλλιτέχνιδες ήταν παρών ο υπεύθυνος του καμπαρέ.

 

19. Ειδικότερα, ένας εξ αυτών (ΜΥ10) αρνήθηκε ότι υπήρχε κατά τη διάρκεια των ελέγχων οποιαδήποτε καλλιτέχνιδα που να του έδωσε την εντύπωση ότι ήταν εκφοβισμένη.

 

20. Δέχθηκαν βέβαια και ευλόγως ότι δεν μπορούσαν μετά από πέντε χρόνια να θυμηθούν τα ονόματα των προσώπων που εργάζονταν τότε στο καμπαρέ, ούτε την παραπονούμενη, όμως ήταν κατηγορηματικοί στο να αποκλείσουν τέτοιους ισχυρισμούς και ήταν βέβαιοι ότι είχαν προβεί σε ελέγχους με τον τρόπο που περιέγραψαν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες βάσει ημερολογίου/αρχείου που ετηρείτο για τους ελέγχους σε καμπαρέ (τεκμήριο 106).

 

21. Έτσι, παρατηρούνταν ήδη σοβαρά ρήγματα στο έργο της αξιολόγησης σε σχέση μάλιστα, με καίρια ζητήματα σε μια υπόθεση εμπορίας προσώπων, όπως είναι το κατά πόσον οι παραπονούμενες εργοδοτήθηκαν μέσα από τις νενομισμένες διαδικασίες και σε επαφή με τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, το κατά πόσον είχαν πληροφορηθεί τα δικαιώματά τους σε περίπτωση εκμετάλλευσης τους και το κατά πόσον κατά το χρόνο εργοδότησής τους είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν παράπονο στην αστυνομία.

 

22. Άλλο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε υποθέσεις εμπορίας προσώπων και ειδικά εν προκειμένω που το κατηγορητήριο και η καταδίκη βασίστηκαν σε εξαναγκασμό, που εξ ορισμού δύναται να περιλαμβάνει πίεση εναντίον προσώπου με στόχο την πλήρη οικονομική του εξάρτηση ή υποτέλεια (βλ Άρθρο 2 του Νόμου) και σε εκμετάλλευση ευάλωτης θέσης, είναι η οικονομική κατάσταση και μάλιστα η οικονομική πίεση που δυνατό να ασκείται επί του θύματος με στόχο την εξάρτηση και την υποτέλεια του και τελικό σκοπό την εκμετάλλευσή του.

[*918]23.    Η ΜΚ4 είχε αναφέρει σχετικώς στην κατάθεσή της προς την αστυνομία, την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασής της, ότι η κατηγορούμενη 1 είχε διασυνδέσει τον εξαναγκασμό που τους επέβαλε να κάμουν σεξ με πελάτες γιατί της χρωστούσαν 800 ευρώ και αν δεν έκαναν σεξ δεν θα μπορούσαν να εξοφλήσουν, επειδή ο μισθός τους θα ήταν μόνο 120 ευρώ την εβδομάδα. Υιοθετώντας όμως την κατάθεσή της, διευκρίνισε ότι σ’ αυτό το σημείο υπάρχει λάθος και το ποσό δεν ήταν 800 ευρώ όπως καταγράφηκε, αλλά 8000 ευρώ από κάθε κοπέλα.

 

24. Κάτι το οποίο όμως δεν ανέφερε η ΜΚ7 που ήταν παρούσα στη συνάντησή τους με την κατηγορούμενη 1. Ό,τι η ΜΚ7 ανέφερε ήταν πως η κατηγορούμενη 1 τους είχε πει ότι χρωστούσαν λεφτά για τα έξοδα που έκανε για να ετοιμάσει τα χαρτιά τους και για τα εισιτήριά τους, αλλά δεν θυμόταν το ποσό που τους είπε. Η ΜΚ6 ανέφερε ότι η κατηγορούμενη 1 μέσω της διερμηνέως κατηγορούμενης 15, τους είχε πει ότι της χρωστούν πολλά λεφτά για τα έξοδα που έκανε η ίδια να τις φέρει από τη χώρα τους, χωρίς να αναφέρει το ποσό.

 

25. Αυτές οι αναφορές της ΜΚ6 και της ΜΚ7 συνάδουν με τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης 1 στην ανώμοτη δήλωσή της, ο οποίος δεν συνεκτιμήθηκε, ότι η ίδια ως καλλιτεχνική πράκτορας έπρεπε να προπληρώσει το φόρο εισοδήματος για την πρώτη τριμηνία που θα εργαζόταν η κάθε αλλοδαπή, τη διαμονή και τα εισιτήριά τους και ότι απεκόπτετο από το μισθό τους ανάλογο ποσό πλέον η προμήθειά της που ήταν το κέρδος της.

 

26. Επιπλέον, η ΜΚ4 ήταν αντιφατική ήδη από την κυρίως εξέταση ως προς το κατά πόσο είχε ζητήσει εξηγήσεις γιατί να χρωστά 8000 ευρώ.

 

27. Ζήτημα προέκυπτε και με τον απαιτούμενο από το Άρθρο 5 σκοπό εκμετάλλευσης, τον οποίο η κατηγορούσα αρχή ταύτισε με σκοπό εκπόρνευσης. Αναφορικά με την κατηγορούμενη 1 θα έπρεπε να δημιουργηθεί κάποιος προβληματισμός σε σχέση με το στοιχείο αυτό ενόψει δήλωσης της ΜΚ4 ότι μετά από παράπονό της προς την κατηγορούμενη 1 ότι ο εργοδότης της δεν την πλήρωνε κανονικά, η κατηγορούμενη 1 φρόντισε και τη μετακίνησε σε άλλο καμπαρέ όπου κατά τη δική της θέση δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα με τους εργοδότες της, ούτε και υποχρεώθηκε να εκπορνεύεται.

 

28. Αυτή η ενέργεια της κατηγορούμενης 1 δεν συνάδει με την υπόλοιπη εικόνα που οι παραπονούμενες έδωσαν ως προς τους σκοπούς [*919]της. Πέραν τούτων, οι σοβαροί ισχυρισμοί της ΜΚ4 ότι οι αστυνομικοί που διενεργούσαν ελέγχους, αντ’ αυτού έπιναν ποτά και έπαιρναν για σεξ γυναίκες, δεν περιλαμβάνονται στην κατάθεσή της προς την αστυνομία, την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασής της.

 

29. Η εξήγηση που έδωσε η ΜΚ4 δεν ήταν ότι παρέλειψε για κάποιο λόγο να προβάλει αυτούς τους ισχυρισμούς εξ αρχής, αλλά επέμενε ότι τα είχε αναφέρει όλα αυτά την ώρα που έδιδε την κατάθεσή της. Η αστυνομικός όμως που έλαβε την κατάθεσή της, μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής (ΜΚ20), η οποία «προξένησε πολύ καλή εντύπωση» στο Δικαστήριο και τη μαρτυρία της οποίας αποδέχθηκε, διέψευσε κατηγορηματικά τη ΜΚ4.

 

30. Έτσι, το Δικαστήριο φαίνεται να αποδέχεται δύο εκ διαμέτρου αντίθετους ισχυρισμούς επί ενός σημαντικού ζητήματος, όπως είναι ο κίνδυνος επινόησης και προβολής όψιμων ισχυρισμών, τούτο δε, δεν άπτεται μόνο του επιμέρους ζητήματος της αξιολόγησης της ΜΚ4, αλλά ως στοιχειώδες και θεμελιακό σφάλμα αντανακλάται στη συνολική διεργασία αξιολόγησης.

 

31. Ζήτημα μεταβολής στάσης υπάρχει και αναφορικά με τη ΜΚ7 η οποία με μεταγενέστερη κατάθεση, όπως και με τη μαρτυρία της, αναίρεσε προηγούμενη κατάθεσή της προς την αστυνομία, η οποία δεν ήταν ενοχοποιητική, εμπλέκοντας πλέον αριθμό κατηγορουμένων.

 

32. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δέχθηκε ως ικανοποιητική εξήγηση για την αρχική στάση της ΜΚ7, ότι μια συμπατριώτισσα της που εργαζόταν προηγουμένως μαζί της στο ίδιο καμπαρέ την είχε προειδοποιήσει τηλεφωνικά να μην αναφέρει οτιδήποτε που αφορούσε την εκπόρνευσή της γιατί θα πήγαινε και η ίδια φυλακή.

 

33. Το Δικαστήριο με ένα πρωθύστερο συλλογισμό εξέλαβε ως «δεδομένη την εμπειρία» και πιο αναλυτικά τις τραυματικές εμπειρίες, τη σεξουαλική εκμετάλλευση και τον εκφοβισμό που υφίστατο η παραπονούμενη, για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση στην αποκάλυψη των βιωμάτων της, τα οποία με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο εξέλαβε ως δεδομένα. Τέτοιος συλλογισμός εμπεριέχει σφάλμα λογικής.

 

34. Η επιτρεπτή προσέγγιση σε τέτοιες περιπτώσεις από τη νομολογία έχει την έννοια που εξηγήθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113.

[*920]35.    Εν προκειμένω, η γενική και εύλογη αντίληψη περί μιας ψυχολογικής αντίδρασης δεν προκύπτει να συνεκτιμήθηκε ως ένας από τους δυνητικούς παράγοντες της καθυστέρησης υποβολής παραπόνου, αλλά, ως άνω, εκλήφθηκε ως δεδομένη πραγματικότητα με δεδομένα τα αίτια που την προκάλεσαν, τα οποία όμως ήταν το αντικείμενο της ποινικής δίκης.

 

36. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο δεν έστρεψε καθόλου την προσοχή του στον κίνδυνο εξυπηρέτησης ιδίου συμφέροντος, ζήτημα που τέθηκε έντονα από την υπεράσπιση, ενόψει μαρτυρίας που υπήρχε και εν πάση περιπτώσει δυνάμει πρόνοιας στο Νόμο για δικαιώματα που παρέχονται σε αλλοδαπά πρόσωπα τα οποία αναγνωρίζονται ως προστατευόμενα θύματα.

 

37. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ΜΚ7 δεν ενήργησε αυτόβουλα αλλά είχε εντοπισθεί από την αστυνομία μετά την καταγγελία της ΜΚ6, όπως είχε εντοπιστεί και η ΜΚ4.

 

38. Αυτοί είναι παράγοντες που θα έπρεπε να συνεκτιμηθούν ως δυνητικοί κίνδυνοι και με ασφάλεια να αποκλειστούν όπως άρμοζε ενόψει του προαναφερθέντος καθήκοντος για προσέγγιση της μαρτυρίας σε τέτοιες περιπτώσεις με μεγάλη επιφυλακτικότητα.

 

39. Ενόψει του γεγονότος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία και καταδίκασε μόνο επί της μαρτυρίας των παραπονουμένων, τέθηκε εκ μέρους εφεσειόντων και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία.

 

40. Τέτοια προσοχή δεν χαρακτηρίζει την υπό κρίση αξιολόγηση της οποίας τα υποδειχθέντα σφάλματα είναι τέτοιας μορφής ώστε να επηρεάζεται το καθόλου έργο της αξιολόγησης και να αναδεικνύεται ως πλημμελώς ασκηθέν όχι αναφορικά με επιμέρους ζητήματα ή με επιμέρους μάρτυρες.

 

41. Πλημμελής προσέγγιση που να δημιουργεί ζήτημα ουσιώδους πλημμελούς απονομής της δικαιοσύνης στο σύνολο της απόφασης διαπιστώνεται και σε ότι αφορά τη νομική πτυχή της υπόθεσης.   Από τον νομικό ορισμό της έννοιας «εμπορία προσώπων» επί του οποίου είναι δομημένη η κεντρική πρόνοια του Νόμου, ήτοι η πρόνοια του Άρθρου 5 περί εμπορίας ενηλίκων προσώπων, προκύπτει   η «πράξη» και τα «μέσα πραγμάτωσης» της που αναφέρονται εκεί, συναποτελούν τις δύο πτυχές της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος (actus reus), ενώ ο επιδιωκόμενος σκοπός συνιστά την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος (mens rea), η οποία ανα[*921]φερόμενη σε ειδικό σκοπό, το καθιστά αδίκημα ειδικής προθέσεως (dolus specialis).

 

42. Σε ό,τι αφορά τις διάφορες μορφές που μπορεί να λάβει η «πράξη», στο κατηγορητήριο σωρεύθηκαν τρεις διαφορετικές έννοιες, ήτοι στρατολόγηση ή μεταφορά ή παραλαβή, χωρίς να τεθεί ζήτημα. Ως προς τη στρατολόγηση το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι οι παραπονούμενες στρατολογήθηκαν στο Μαρόκο.

 

43. Εισηγήθηκε ο δικηγόρος της εφεσείουσας ότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του χωρίς να εξετάσει τις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα, περί εφαρμογής του Ποινικού Κώδικα σε ξένη χώρα. Ούτε όμως και θα μπορούσε να εξετάσει τέτοιο ζήτημα, εφόσον στο κατηγορητήριο προσδιορίζεται ως locus delicti η Δημοκρατία.

 

44. Σε ό,τι αφορά τα «μέσα», αυτά είναι κοινά και στα τρία αδικήματα, ήτοι την εμπορία ενηλίκων προσώπων (Άρθρο 5), την εκμετάλλευση στην εργασία (Άρθρο 8) και τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων (Άρθρο 9). Συνεπώς, τα όσα κατωτέρω αναφέρονται σε σχέση με τα μέσα αφορούν όλες τις σχετικές με τα άρθρα αυτά κατηγορίες.

 

45. Η καταδίκη έγινε επί τη βάσει «εξαναγκασμού» και «κατάχρησης ευπαθούς θέσεως». Το Δικαστήριο όμως, δεν ασχολήθηκε και δεν εντόπισε τη νομική έννοια των όρων αυτών, ώστε ακολούθως να προχωρήσει με ασφάλεια σε υπαγωγή των γεγονότων στις νομικές έννοιες.

 

46. Το Δικαστήριο δεν παρέπεμψε στις πρόνοιες του Άρθρου 2, ούτε άλλως πως ασχολήθηκε με την ερμηνεία του όρου, παρά το ότι αποτελεί συστατικό στοιχείο των κατηγοριών επί των οποίων καταδίκασε.

 

47. Πέραν τούτου, εξ ορισμού η έννοια του «εξαναγκασμού» διασυνδέεται κατ’ αρχάς με την έννοια της απειλής για χρήση βίας προς πρόκληση σοβαρής βλάβης ή για φυσικό περιορισμό, ερμηνευόμενος έτσι από τον ίδιο το Νόμο ejusdem generis, με βάση την φράση που προηγείται, ήτοι την «χρήση βίας».

 

48. Αυτό άλλωστε θα επέβαλλε και η περιοριστική ερμηνεία που αρμόζει προκειμένου για ποινικά νομοθετήματα, αλλά αυτή είναι και η προσέγγιση των εμπειρογνωμόνων που ετοίμασαν το Issue Paper σύμφωνα με το οποίο «In the Trafficking in Persons [*922]Protocol, the definition refers to "the threats and use of force and other forms of coercion", clearly linking coercion with the threat and use of force.»

 

49. Η δε επιπρόσθετη αναφορά στην ερμηνευτική πρόνοια του Άρθρου 2 σε «κατάχρηση εξουσίας» ερμηνεύεται και πάλι στο Άρθρο 2 του Νόμου, παραπέμποντας σε μια ειδική σχέση συγγένειας ή εξουσίας.

 

50. Το Δικαστήριο έχοντας απορρίψει άλλες κατηγορίες περί εμπορίας προσώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης μέσω απειλών, αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε χρήση απειλών, προχώρησε σε καταδίκη στις κατηγορίες εμπορίας προσώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης μέσω άλλων μορφών εξαναγκασμού, χωρίς να εξετάσει το συσχετισμό που ενδεχομένως θα μπορούσαν να έχουν οι δύο έννοιες, ήτοι, αφενός, των απειλών σε σχέση με τις οποίες αθώωσε και, αφετέρου, του εξαναγκασμού, σε σχέση με τον οποίο καταδίκασε.

 

51. Σύγχυση στα ίδια πλαίσια προκαλείται και από το γεγονός ότι σε άλλο, καταληκτικό, σημείο της απόφασης γίνεται λόγος και για εκφοβισμό των παραπονουμένων, έννοια που θα άρμοζε με απειλές για τις οποίες όμως ρητό ήταν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε σχετική μαρτυρία.

 

52. Ούτε η έννοια της «κατάχρησης ευπαθούς θέσεως» απασχόλησε ως προς τη νομική της διάσταση το Δικαστήριο. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο θεώρησε ως ευπαθή θέση των παραπονουμένων ότι βρίσκονταν σε ξένη χώρα χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, χωρίς λεφτά, με οικονομικά προβλήματα και με την κατηγορούμενη 1 να ισχυρίζεται και να απαιτεί από αυτές ένα υπέρογκο χρέος. Με αυτά τα δεδομένα θεώρησε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε δυνατότητα διαφυγής τους από τα πλοκάμια της κατηγορούμενης 1 και των συνεργατών της.

 

53. Σε ό,τι αφορά την τελευταία αυτή θεώρηση του Δικαστηρίου, θα έπρεπε να υποδειχθεί ότι  στη μαρτυρία των τριών παραπονουμένων όπως την παρέθεσε το Δικαστήριο και επί της οποίας προέβη σε ευρήματα, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι βρίσκονταν στην Κύπρο χωρίς λεφτά. Αντίθετα, η μαρτυρία ήταν ότι εργάζονταν και οι τρεις ως καλλιτέχνιδες με βάση συμβόλαια εργασίας και η μόνη που ισχυρίστηκε ότι ο εργοδότης της, κατηγορούμενος 4, δεν την πλήρωνε κανονικά, ήταν η ΜΚ4.

 

54. Χωρίς έρεισμα στη μαρτυρία ήταν και η κατάληξη του Δικαστηρί[*923]ου την οποία χρησιμοποίησε για να στοιχειοθετήσει κατάχρηση ευπαθούς θέσεως, ότι δηλαδή η κατηγορούμενη 1 παρουσίαζε στις παραπονούμενες ότι της όφειλαν ένα «υπέρογκο χρέος» το οποίο θα έπρεπε να της ξοφλήσουν και ότι είναι σ’ αυτά τα πλαίσια που εξαναγκάστηκαν να εκπορνεύονται.

 

55. Οι μεν ΜΚ6 και ΜΚ7 δεν αναφέρθηκαν σε συγκεκριμένο ποσό, αλλά ήταν σαφές ότι μιλούσαν για έξοδα και για εισιτήρια, η δε ΜΚ4 περιέπεσε σε αντιφάσεις και οι οποίες δεν απασχόλησαν το Δικαστήριο, αν και άπτονταν ακριβώς του ουσιώδους ζητήματος που τώρα εξετάζω.

 

56. Πέραν τούτων, στα τελικά του συμπεράσματα δεν απέδωσε κατά τρόπο συγκεκριμένο σε κάθε κατηγορούμενο τις πράξεις που στοιχειοθετούσαν τις κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος.

 

57. Το ίδιο συμβαίνει για όλους τους κατηγορούμενους και για όλες τις κατηγορίες. Θα πρέπει έτσι κάποιος να ανατρέξει στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και στη σύνοψή της, στα ευρήματα για να αναζητήσει τη βάση καταδίκης.

 

58. Τούτο δεν αφορά απλώς τον τρόπο γραφής, ούτε προκαλεί μόνο δυσχέρεια κατανόησης, αλλά επηρεάζει και την απαιτούμενη βεβαιότητα για καταδίκη, η οποία θα πρέπει να ακολουθεί την αποκρυστάλλωση των γεγονότων και την ευθεία συνάρτηση τους με τα απαιτούμενα προς απόδειξη στοιχεία του αδικήματος στα πλαίσια της αναγκαίας διεργασίας περί υπαγωγής των γεγονότων στο νόμο.

 

59. Έτσι, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του κατηγορούμενου 14, ο οποίος ενώ στην καταγραφείσα μαρτυρία της ΜΚ7 δεν αναφέρεται, στα ευρήματα ό,τι καταγράφεται σε σχέση με αυτόν είναι ότι σε μια περίπτωση που ένας σερβιτόρος ζήτησε από τη ΜΚ7 να πάει με κάποιο πελάτη για σεξ και αυτή αρνήθηκε, τότε θύμωσαν τόσο ο κατηγορούμενος 13, όσο και ο κατηγορούμενος 14 και της φώναζαν.

 

60. Με αυτή τη μαρτυρία και χωρίς οποιαδήποτε υπαγωγή της στο νόμο, χωρίς να εξεταστεί η διασύνδεση τέτοιας συμπεριφοράς με τα συστατικά στοιχεία των σχετικών αδικημάτων, ο κατηγορούμενος 14 καταδικάστηκε στα κακουργήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, της εκμετάλλευσης στην εργασία μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης και της εκμετάλλευσης πορνών.

 

61. Αλλά και για τον κατηγορούμενο 6, ιδιοκτήτη του καμπαρέ [*924]«ΣΤΑΘΜΟΣ», η μαρτυρία της ΜΚ7 επί της οποίας τον καταδίκασε το Δικαστήριο στις ίδιες σοβαρές κατηγορίες, ήταν ότι την επομένη ημέρα που ο κατηγορούμενος 10, ο οποίος εργαζόταν στο καμπαρέ, την έστειλε για σεξ με πελάτη, ο κατηγορούμενος 6 της έδωσε 50 ευρώ, χωρίς να οποιοδήποτε άλλο εύρημα που να διασυνδέει την πράξη αυτή του κατηγορούμενου 6 με την προηγηθείσα άσκηση, κατά τη ΜΚ7, πορνείας.

 

62. Ούτε σε αυτή την περίπτωση το Δικαστήριο συσχέτισε τα ευρήματά του με την ετυμηγορία του, παραβλέποντας τη στοιχειώδη αρχή όπως διατυπώθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, ότι η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου, που την συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι αν είναι. Η αρχή αυτή μάλιστα, ισχύει όλως ιδιαιτέρως σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις.

 

63. Τέλος, αν και το κατηγορητήριο στηρίζεται και στο Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, ουδέν αναφέρεται περί τούτου για οποιοδήποτε από τους κατηγορούμενους οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι ως άμεσοι αυτουργοί χωρίς να εξεταστεί ο ρόλος τους, παρά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δεν παρατηρούνται ενέργειες μόνο ενός προσώπου, αλλά ότι συνυπήρχαν στην όλη διαδικασία διάφορα πρόσωπα.

 

64. Αυτό έγινε ακόμα και σε σχέση με την κατηγορούμενη 15, της οποίας η συμμετοχή παρουσιάζεται να ήταν ως διερμηνέας της κατηγορούμενης 1.

 

65. Το τεκμήριο αθωότητας, θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου, επιβάλλει στην μεν κατηγορούσα αρχή το βάρος να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, στο δε Δικαστήριο να καταδικάσει αφού πειστεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την ενοχή του κατηγορούμενου.

 

66. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται πλημμελής τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας κατά τρόπο που να πλήττεται το όλο έργο της αξιολόγησης, παράλειψη προσδιορισμού των νομικών ζητημάτων που θα έπρεπε να απασχολήσουν το Δικαστήριο και παράλειψη υπαγωγής των όποιων ευρημάτων στο νόμο και τεκμηριωμένης και σαφούς διασύνδεσης τους με τις καταδικαστικές ετυμηγορίες.

 

67. Τα σφάλματα αυτά δημιουργούν όχι απλώς υποβόσκουσα αμφιβολία για την ορθότητα της καταδικαστικής ετυμηγορίας, αλλά [*925]οδηγούν σε διαπίστωση ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης με συνέπειες στην απόφαση εν όλω.

 

Οι εφέσεις κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίφθησαν και οι εφέσεις κατά της ποινής με εφεσείουσα τη Δημοκρατία, επίσης απορρίφθησαν κατά πλειοψηφία.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

 

Κατσιαρής ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 349,

 

Pelekanos Associates v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,

 

Σοφοκλέους ν. Τσεμέλογλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1153,

 

Avacom Computer Services Ltd v. Νικολάου (2006) 1 Α.Α.Δ. 359,

 

Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191,

 

Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766,

 

Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146,

 

Brierly v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476,

 

Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,

 

R. v. Yap Chuan Ching [1976] 63 Cr. App. Rep. 7,

 

R. v. Kritz [1949] 2 All E.R. 406,

 

R. v. Hepworth and Fearnley [1955] 2 All E.R. 918,

 

Bater v. Bater [1951] P.35,

 

Khawaja v. Secretary of State for the Home Office [1984] AC 74,

 

Δημοκρατία ν. Naydenov, Yπόθ. Αρ. 23076/2013, ημερ. 3/7/2014,

 

Supreme Court, 18 Απριλίου 2000, LJN:2D1788,

[*926]Den Bosch Court of Apperal ημερ. 25.10.2010,

 

Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930,

 

Ναζίπ ν. Αστυνομίας (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B880A.A. 808,

 

Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42,

 

Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551,

 

Mixaylov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175,

 

Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785,

 

Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211,

 

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513,

 

Γιαννακάκης ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 364, ECLI:CY:AD:2016:B211,

 

Σιδερένος ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2016:B271,

 

Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 Α.Α.Δ. 1367,

 

Χριστοφίδης ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 25,

 

Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143,

 

Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

 

Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

 

Σάκκος v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,

 

Τεβλετιάν κ.ά. v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 512,

 

R. v. Pestano a.ο. [1981] Cr. L. R. 397 (C.A.),

 

Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113,

 

Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 564,

 

Βίττη ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 30,

[*927]Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540,

 

Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363.

 

Έφέσεις κατά Ποινής.

 

Έφεση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 29524/2010), ημερομηνίας 19/8/2015.

 

Γ. Ιωαννίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στις Ποινικές Εφέσεις 228/2015, 230/2015, 232/2015, 234/2015, 236/2015, 238/2015, 239/2015, 240/2015, 241/2015, 242/2015, 244/20015, 245/2015 και για τον Εφεσίβλητο στις Ποινικές Εφέσεις 229/2015, 231/2015, 233/2015, 235/2015, 237/2015, 248/2015, 253/2015 και 255/2015.

 

Α. Παπαχαραλάμπους με Λ. Χαβιαρά και Α. Κυριάκου, για τους Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις 229/2015, 233/2015 235/2015 και 237/2015 και για τους Εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις 228/2015, 232/2015, 234/2015 και 236/2015.

 

Β. Μπίσσας, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 231/2015 και για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 230/2015.

 

Μ. Δαμιανού (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 248/2015 και για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 238/2015.

 

Σ. Μάτσας με Κ. Ηλία (κα), για τον Εφεσίβλητο στις Ποινικές Εφέσεις 239/2015, 240/2015 και 241/2015.

 

Γ. Κονναρής, για τους Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις 253/2015 και 255/2015 και για τους Εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις 242/2015 και 244/2015.

 

Ηρ. Αγαθοκλέους, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 245/2015.

 

Η Kolthum Ibrahim Abdel Maguid Ismail είναι απούσα, έχει απελαθεί.

 

Ο Ευάγγελος Κουτανής είναι παρών.

 

[*928]Η Καλλισθένη Ιωάννου Νικολάου είναι παρούσα.

 

Ο Ζήνωνας Κωστή είναι παρών.

 

Ο Χρίστος Ιωάννου είναι παρών.

 

Ο Δημήτρης Παπάου είναι παρών.

 

Ο Γιώργος Αρέστη είναι παρών.

 

Ο Θεοφάνης Ηροδότου είναι παρών.

 

Ο Αντώνης Χριστοδούλου είναι παρών.

 

Ο Μάριος Δαμασκηνού είναι παρών.

 

Ο Γιώργος Καμαρλίγκος είναι παρών.

 

Ο Κυριάκος Βασιλείου είναι παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και η Μιχαηλίδου, Δ., θα δοθεί από εμένα. Ο Οικονόμου, Δ., θα δώσει απόφαση μειοψηφίας.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε ενώπιον του και εκδίκασε μια ιδιαίτερα περίπλοκη υπόθεση. Δεκαπέντε κατηγορούμενοι (για τον κατηγορούμενο 16 διεκόπη η ποινική δίωξη από τη διαδικασία παραπομπής στο Κακουργιοδικείο), αντιμετώπιζαν 310 συνολικά κατηγορίες εκ των οποίων ορισμένες αφορούσαν μόνο κάποιους από τους κατηγορούμενους, ενώ άλλες αφορούσαν αριθμό κατηγορουμένων. Η ακροαματική διαδικασία ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, τα πρακτικά ανήλθαν σε 1.988 σελίδες και η αντεξέταση από τους διάφορους συνηγόρους των κατηγορουμένων, μακρά και επίπονη.

 

Ο πυρήνας της υπόθεσης έγκειται στην θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι η Khadija Zyad, Μ.Κ.6, είχε προσεγγιστεί από κάποια συμπατριώτισσα της ονόματι Χακίμα για να μεταβεί στην Κύπρο προς εργοδότηση ως χορεύτρια. Με την άφιξη της στη Δημοκρατία παρελήφθη από τον Κυριάκο Βασιλείου, κατηγορούμενο 3, εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση υπ’ αρ. 245/2015, και τον Χρίστο Ιωάννου, κατηγορούμενο 2, εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση υπ’ αρ. [*929]237/2015,και οδηγήθηκε στα γραφεία της Καλλισθένης Ιωάννου Νικολάου, κατηγορούμενης 1, εφεσείουσας στην Ποινική Έφεση υπ’ αρ. 233/2015, όπου διαπίστωσε ότι τα πράγματα ήσαν πολύ διαφορετικά. Της εξηγήθηκε ότι χρωστούσε χρήματα για τα έξοδα που η κατηγορούμενη 1 έκαμε για να την φέρει στην Κύπρο, ότι θα της κατακρατούσε 160.000 riyal μηνιαίως, της λήφθηκε δε το διαβατήριο για εγγραφή. Της λέχθηκε επίσης ότι για να δικαιούτο μισθό θα έπρεπε να πηγαίνει για σκοπούς σεξουαλικής συνεύρεσης με πελάτες και θα τις έδιδαν έναντι για το χρέος που είχε δημιουργήσει. Η μάρτυρας, η οποία τότε ήταν 23 ετών και, κατά την κατάθεση της, παρθένα, παρά τις αντιδράσεις της οδηγήθηκε σε νυκτερινό κέντρο – καπαρέ το Pink Panther – από όπου εξαναγκάστηκε στην ουσία να φύγει με ηλικιωμένο άντρα που της έστειλε ο κατηγορούμενος 3, ο οποίος την επομένη τη μετέφερε στο σπίτι του πελάτη, ο τελευταίος δε μέτρησε χρήματα σ’ αυτόν τα οποία εκείνος επήρε και έφυγε. Περιέγραψε το τι ακολούθησε με λεπτομέρεια και ότι υποχρεώθηκε παρά τη θέληση της να πηγαίνει με πελάτες περιγράφοντας τη συμπεριφορά των κατηγορουμένων 2 και 3 ως πολύ σκληρή. Προσπάθησε να συνομιλήσει με την κατηγορουμένη 1, εκφράζοντας της την επιθυμία να φύγει και να επιστρέψει στη χώρα της για να λάβει την απάντηση ότι θα μπορούσε να φύγει μόνον εφόσον πλήρωνε το χρέος της και τα χρήματα για το εισιτήριο. Η εν λόγω κατηγορουμένη της είπε επίσης ότι θα έπρεπε να εργαστεί στο καπαρέ και να πηγαίνει με πελάτες για σεξ για να μαζέψει χρήματα.

 

Η μάρτυρας μετά από τέσσερεις ακόμη ημέρες εργασίας στο καπαρέ ξέφυγε από το σπίτι που διέμενε στις 20.5.2009 και επισκέφθηκε την αστυνομία ζητώντας προστασία για τη σεξουαλική εκμετάλλευση της. Το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων σε συνεννόηση με το Γραφείο Ευημερίας την οδήγησαν σε καταφύγιο, στις δε 27.5.2009 προέβηκε σε σχετική καταγγελία εναντίον των κατηγορουμένων. Η καταγγελία της Zyad οδήγησε στον εντοπισμό και της Imane El louami, Μ.Κ.4, η οποία αφού εντοπίστηκε στις 3.6.2009 έδωσε σχετική κατάθεση εξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο παραπλανήθηκε από κάποια Najat για να επισκεφθεί την Κύπρο και να δουλέψει ως τραγουδίστρια. Να σημειωθεί ότι η Najat ήταν η αντιπρόσωπος της κατηγορουμένης 1 στο Μαρόκκο.   Όταν η μάρτυρας έφθασε στην Κύπρο με μια ακόμη κοπέλα την Bahija El Fatmi, Μ.Κ.7, τις παρέλαβε κάποιος που εργαζόταν για την πρώτη κατηγορουμένη και τις πήρε σε σπίτι που ανήκε στην τελευταία. Εκεί διέμενε η Kolthoum Ibrahim Abdel Maguid Ismail, κατηγορουμένη 15, η οποία τις πήρε στα γραφεία της πρώτης κατηγορουμένης την επομένη ημέρα όπου τους πήραν τα συμβόλαια και τις άδειες εργασίας, ενώ όταν επέστρεψαν πίσω στο σπίτι, η   [*930]15η κατηγορούμενη τους εξήγησε ότι οι συνθήκες εργασίας απαιτούσαν να χορεύουν στο καπαρέ χωρίς ρούχα και να πηγαίνουν με πελάτες για σεξ. Οι διαμαρτυρίες τους την επόμενη ημέρα προς την κατηγορούμενη 1 έπεσαν στο κενό αφού αυτή ανέφερε ότι χρωστούσαν ένα μεγάλο ποσό της τάξης των €8.000 και χωρίς σεξ με πελάτες δεν θα μπορούσαν να εξοφλήσουν.

 

Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 4, Δημήτρης Παπάου, την έβαλε να εργαστεί στο καπαρέ Aroma στην Πάφο με το ψευδώνυμο Emy. Παρά τις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου 4 ότι είχε επιλογή να μην πηγαίνει με πελάτες για σεξ, εν τέλει την εξανάγκασε προς τούτο και επειδή ήταν παρθένα αναγκάστηκε να έχει πρωκτική επαφή γεγονός που ο κατηγορούμενος διαφήμιζε στους πελάτες του καπαρέ. Ζήτησε μετά από κάποιο χρόνο να επιστρέψει στη χώρα της, αλλά η κατηγορούμενη 1 της αρνήθηκε διότι χρειαζόταν να εξοφλήσει το χρέος της με επιπρόσθετα €900 για το εισιτήριο επιστροφής. Μετά από διαμαρτυρίες της, η κατηγορουμένη 1 την μετακίνησε σε καπαρέ στη Λευκωσία το Night Flight όπου συνέχισε να εργάζεται μέχρι την κατάθεση της στην αστυνομία χωρίς να αντιμετωπίσει πρόβλημα με τους εργοδότες της, ούτε υποχρεώθηκε να πηγαίνει με πελάτες για σεξ.

 

Η Bahija El Fatmi, Μ.Κ.7. αναφέρθηκε στις συνθήκες της δικής της παρουσίας της στην Κύπρο και πάλι μέσω της αντιπροσώπου της πρώτης κατηγορουμένης της Najat, όπου ήλθε με την Imane, Μ.Κ.4, στις 6.2.2009. Της αναφέρθηκε από την κατηγορουμένη 15 ότι αναμενόταν από αυτή να χορεύει γυμνή στο καπαρέ και να βγαίνει με πελάτες για σεξ. Οι διαμαρτυρίες της και προς την κατηγορουμένη 1 δεν είχαν αποτέλεσμα εφόσον της λέχθηκε ότι έπρεπε να εξοφλήσουν το χρέος τους καθώς και τα έξοδα που είχε κάμει για να ετοιμάσει τα έγγραφα για να μπορούν να εργάζονται. Ο κατηγορούμενος 6, Ζήνωνας Κωστή, που διατηρεί το καπαρέ Σταθμός στην Πάφο, τη διάλεξε μαζί με μια άλλη κοπέλα για να εργαστούν εκεί. Τις τοποθέτησε σε σπίτι που ήταν πάνω από το καπαρέ όπου τις ανέμενε ο Μάριος Δαμασκηνός, κατηγορούμενος 10, ο οποίος την επομένη της είπε ότι θα έπρεπε να βγει με πελάτη και να κάμει σεξ μαζί του. Περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο ο πελάτης έδωσε χρήματα στον κατηγορούμενο 10, με δε τον πελάτη πήγαν στο σπίτι του όπου είχαν σεξουαλική επαφή, την δε επομένη ο ιδιοκτήτης του καπαρέ, κατηγορούμενος 6, της έδωσε €50.  Επαναλήφθηκε το ίδιο με άλλο πελάτη για τον οποίο πληρώθηκε €40 και αναγκάστηκε να εργάζεται στο καπαρέ για τέσσερεις μήνες αφού δεν είχε στην κατοχή της ούτε το διαβατήριο της, ούτε το βιβλιάριο της τράπεζας. Για ό,τι χρειαζόταν χρησιμοποιούσε τα [*931]χρήματα που έπαιρνε από τους πελάτες.

 

Στο σπίτι όπου διέμενε, διέμενε πάντοτε και κάποιος από τους υπαλλήλους του καπαρέ, ο οποίος επέβλεπε τις κοπέλες ώστε να μην φύγουν και να μην βγαίνουν από εκεί εκτός εάν θα πήγαινε με πελάτες ή στην υπεραγορά και αυτό για πολύ σύντομο χρόνο. Τέτοια άτομα που επέβλεπαν τη διαμονή τους ήσαν ο Θεοφάνης Ηροδότου, κατηγορούμενος 8, ο Γιώργος Αρέστη, κατηγορούμενος 7, ο Μάριος Δαμασκηνός, κατηγορούμενος 10, ο Αντώνης Χριστοδούλου, κατηγορούμενος 9, ή, ο Ευάγγελος Κουτάνης, κατηγορούμενος 11. Εξήγησε τη διαδικασία με την οποία μια κοπέλα έβγαινε με πελάτη, ο οποίος θα έπρεπε πρώτα να της αγοράσει πέντε ποτά που στοίχιζαν €20 το ένα και να πληρώσει και τα χρήματα της κοπέλας, η δε κοπέλα έπαιρνε €50 τα οποία πληρώνονταν στο καπαρέ. Περιέγραψε τις περιπτώσεις που βγήκε με πελάτη για σεξ, αφού την προέτρεψαν προς τούτο οι κατηγορούμενοι 7, 8, 9 και 11.

 

Μετά από ένα περιστατικό, ο κατηγορούμενος 10 την έδιωξε από το καπαρέ και η ίδια πήγε στα γραφεία της κατηγορουμένης 1, η οποία την έστειλε να εργαστεί στο καπαρέ Dejavu διότι της χρωστούσε χρήματα. Αφού το βράδυ έκαμε σεξ με πελάτη, την επομένη υπάλληλος της κατηγορουμένης 1 της είπε ότι θα εργάζεται πια στο καπαρέ Frolics στη Λευκωσία, ιδιοκτησία του κατηγορουμένου 13. Ο τελευταίος της είπε ότι πρέπει να πηγαίνει με πελάτες για σεξ και θα παίρνει €50, αν δε έκανε και table dance θα έπαιρνε και €10 περαιτέρω. Εργάσθηκε εκεί για λιγότερο από ένα μήνα και πήγε για πελάτες για σεξ περίπου έξι φορές.

 

Ήταν η θέση των κατηγορουμένων ότι δεν είχαν καμία σχέση με οποιαδήποτε από τα αδικήματα τα οποία ήταν τότε υπό διερεύνηση καταλογίζοντας στις παραπονούμενες ότι ψευδώς είχαν αναφερθεί στα άτομα τους. Οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 6, 7, 8, 9. 10, 11, 12 και 15, έδωσαν ανώμοτη κατάθεση στο Δικαστήριο δηλώνοντας την αθωότητα τους και δίνοντας τη δική τους εκδοχή, ιδιαιτέρως η κατηγορούμενη 1 η οποία αποστασιοποιήθηκε από οποιαδήποτε πράξη που έτεινε να την εμπλέξει σε αδικήματα, πέραν της αρχικής ανάμειξης της στην εργοδοσία των παραπονουμένων, στη βάση επισήμων εγγράφων από το Μαρόκο. Κλήθηκαν επίσης διάφοροι μάρτυρες υπεράσπισης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε σχετική νομολογία δέχθηκε ως αξιόπιστες όλες τις παραπονούμενες διαπιστώνοντας «….. ότι στην πορεία της πολύωρης εξέτασης και σε όλα τα στάδια της εξαντλητικής αντεξέτασης τους, χωρίς τον παραμικρό ενδοια[*932]σμό ή δισταγμό, με σταθερότητα, αποφασιστικότητα, φυσικότητα και αμεσότητα αλλά και με παραστατικότητα έδιδαν λεπτομερείς απαντήσεις παραθέτοντας τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.»  Το Δικαστήριο, όπως ανέφερε, έχοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του περιεχομένου της μαρτυρίας τους, αλλά και τη φύση των αδικημάτων που ήσαν σεξουαλικής υφής, παρακολούθησε με εξαιρετική προσοχή τις παραπονούμενες προσεγγίζοντας τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του Δικαστηρίου με γνώμονα να βεβαιωθεί ότι η κατάθεση τους δεν εξυπηρετούσε αλλότρια κίνητρα. Παρά τις κάποιες αντιφάσεις και ανακολουθίες που υπήρξαν στη μαρτυρία τους, τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε επουσιώδεις, και έχοντας επίγνωση των κινδύνων που συνεπαγόταν η αποδοχή της μαρτυρίας των παραπονουμένων χωρίς ενίσχυση, το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία τους χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας «…… λόγω της εξαιρετικής εντύπωσης» που δημιούργησαν.

 

Ως προς τους υπόλοιπους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής που στην ουσία ήταν διάφοροι αστυφύλακες που είχαν σε διάφορα στάδια ανάμειξη στη διερεύνηση της υπόθεσης, το Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία τους ως έχοντες προξενήσει σ’ αυτό «πολύ καλή εντύπωση». Το Δικαστήριο απεδέχθη ότι η υπόθεση διερευνήθηκε ορθά από τα αστυνομικά όργανα, ότι δεν υπέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η προσπάθεια δε της αστυνομίας να εντοπίσει πιθανά θύματα εμπορίας προσώπων μετά την καταγγελία της Zyad, Μ.Κ.6, ήταν απολύτως νόμιμη, θεμιτή και σύμφωνη με το Νόμο. Ιδιαίτερη αναφορά το Δικαστήριο προέβη στη μαρτυρία της υπαστυνόμου Ρίτας Σούπερμαν, Μ.Κ.19, έχοντας υπόψη τα προσόντα και τα καθήκοντα της ως υπεύθυνης στο γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων.  Η μάρτυς αυτή εξήγησε τη διαδικασία που ακολουθείται ως προς την αναγνώριση θυμάτων εμπορίας προσώπων, την προστασία τους και την περαιτέρω υποστήριξη αυτών των ατόμων που συχνά φέρουν μετατραυματικά σύνδρομα. 

 

Ως προς τις καταθέσεις των κατηγορουμένων που ήσαν ανώμοτες, το Δικαστήριο με αναφορά στην αρχή ότι οι ανώμοτες δηλώσεις δεν εξομοιώνονται με μαρτυρία, αλλά συνεξετάζονται και αξιολογούνται στο σύνολο της υπόθεσης, δεν απέδωσε οποιαδήποτε πειστικότητα σ’ αυτές μη έχοντας οτιδήποτε στο περιεχόμενο τους που να είναι πειστικό έχοντας υπόψη την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία. Η θέση αυτή του Δικαστηρίου κάλυψε τις ανώμοτες δηλώσεις των κατηγορουμένων 1, 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12 και 15. Ο κατηγορούμενος 14 παρέμεινε σιωπηλός, η δε μο[*933]ναδική ένορκη μαρτυρία, αυτή του κατηγορούμενου 13 αξιολογήθηκε ως «φτωχή» με συνεχή προσπάθεια συγκάλυψης των πραγματικών γεγονότων στοχευμένη ώστε να πείσει ότι η εκ των παραπονουμένων E Fatmi, Μ.Κ.7, είχε πει ψέματα. Η μαρτυρία του χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως προετοιμασμένη και επιτηδευμένη προσπαθώντας να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η E Fatmi ήταν πρόσωπο που δημιουργούσε προβλήματα στο καπαρέ του και όταν την εξεδίωξε αυτή εκδικητικά επέλεξε να τον καταγγείλει λίγες ημέρες μετά. Η μαρτυρία αυτή δεν έγινε δεκτή γιατί αν έτσι είχαν τα πράγματα θα αναμενόταν να ειδοποιείτο αμέσως η υπηρεσία Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και να ενημερώνετο σχετικά και ο φάκελος της παραπονουμένης. 

 

Οι υπόλοιποι μάρτυρες υπεράσπισης που αφορούσαν τις καταθέσεις του Κυριάκου Μαυρομμάτη, Μ.Υ.1, ως προς την ακολουθητέα διαδικασία θεωρήσεων εισόδου και αδειών παραμονής για καλλιτέχνιδες, καθώς και αριθμού αστυνομικών που ήσαν οι αστυφύλακας 498 Αλέκος Λοΐζου, Μ.Υ.2, η γυναίκα αστυφύλακας 4245 Χαρούλα Σακξιά, Μ.Υ.3, ο υπαστυνόμος Κ. Χατζηοικονόμου, Μ.Υ.4, η αρχιαστυφύλακας 296 Άντρη Κυριάκου, Μ.Υ.6, ο αστυφύλακας 3447 Παναγιώτης Χριστούδια, Μ.Υ.7, ο αστυφύλακας 3491 Χρ. Χρυσοστόμου, Μ.Υ.8, ο αστυφύλακας 3782 Ν. Νικολάου, Μ.Υ.9 και ο αστυφύλακας 2491 Χ. Γιαννακού, Μ.Υ.10, το Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία τους ως πρόσωπα που παρουσιάστηκαν για να πουν την αλήθεια, πλην όμως η μαρτυρία αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική προς την υπεράσπιση εφόσον οι μάρτυρες πέραν από γενικές αναφορές ως προς τη συνήθη εργασία που εκτελούσαν και τη ροή των δραστηριοτήτων τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στα διάφορα επαρχιακά γραφεία της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, Λεμεσού και Πάφου, δεν ήταν σε θέση να θυμούνταν ακριβώς τι είχε συμβεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για κάθε μια από τις παραπονούμενες.  Το ίδιο αφορούσε και τη μαρτυρία του Σιβιτανίδη, Μ.Υ.5, του Χρίστου Ευριπίδου, Μ.Υ.12, ταμία στην Ελληνική Τράπεζα, ενώ το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Αναστάσιου Ψωμά, Μ.Υ.11, και του ειδικού αστυφύλακα Παντελάκη Ανδρέου, Μ.Υ.13 λόγω των σχέσεων τους με τον κατηγορούμενο 6.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω το Δικαστήριο προέβη σε ανάλογα ευρήματα τα οποία καταγράφησαν διεξοδικά στις σελ. 73-81 της απόφασης του που στην ουσία αναπαράγουν την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία των τριών παραπονουμένων.

 

Οι κατηγορίες που οι διάφοροι κατηγορούμενοι αντιμετώπι[*934]σαν αφορούσαν τα αδικήματα της συνωμοσίας στη βάση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (κατηγορίες 233-235), της εμπορίας ενηλίκων προσώπων με βάση το Άρθρο 5 του περί Της Καταπολέμησης Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου αρ. 87(Ι)/2007, (εφεξής «ο Νόμος»). Στο εδάφιο (α) του Άρθρου 5 στηρίχθηκαν οι κατηγορίες 236, 249, 274, 287 και 299, ενώ στο εδάφιο (β) στηρίχθηκαν οι κατηγορίες 237, 250, 275, 288 και 300. Στο εδάφιο (ε) του ιδίου άρθρου στηρίχθηκαν οι κατηγορίες 238, 251, 276, 289 και 301. Υπήρχαν επίσης κατηγορίες που θεμελιώνονταν στο Άρθρο 8(α) του Νόμου για το αδίκημα της εκμετάλλευσης στην εργασία (κατηγορίες 242, 255, 280, 293 και 305), κατηγορίες που βασίζονταν στο Άρθρο 8(β), (κατηγορίες 243, 256, 281, 294 και 306) και κατηγορίες στη βάση του Άρθρου 8(ε), (κατηγορίες 244, 257, 282, 295 και 307).

 

Άλλες κατηγορίες βασίστηκαν στο Άρθρο 9 του Νόμου που αφορούν τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων. Και πάλι θεμελιώθηκαν στη βάση των εδαφίων (α), (β) και (ε) διάφορες κατηγορίες, ενώ υπήρχαν και άλλες κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της παρακράτησης προσωπικών εγγράφων στη βάση του Άρθρου 13(1) του Νόμου. 

 

Άλλες κατηγορίες αφορούσαν το αδίκημα της εκμετάλλευσης πορνών (αποζήν από κέρδη πορνείας), με βάση το Άρθρο 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και άλλες κατηγορίες σχετίζονταν με την προαγωγή διαφθοράς γυναίκας με απειλές στη βάση του Άρθρου 159(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθώς και αδικήματα μαστροπείας κατά παράβαση του Άρθρου 157(β) του Κεφ. 154.

 

Για κάθε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες ή είδος αυτών, το Δικαστήριο παρέθεσε το σχετικό νομοθετικό κείμενο και ανέλυσε την έννοια του με αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα. Έκρινε με βάση τα ευρήματα και τη νομική ανάλυση, έχοντας υπόψη και την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, ότι έπρεπε να αθωώσει διάφορους κατηγορούμενους σε διάφορες κατηγορίες, αλλά και να καταδικάσει σε αριθμό άλλων κατηγοριών όπως αναλυτικά καταγράφει το Δικαστήριο στις σελ. 91-95 της απόφασης του. Αφού στη συνέχεια άκουσε τις αγορεύσεις για μετριασμό της ποινής επέβαλε σε μια πολυσέλιδη απόφαση τις ακόλουθες ποινές:

 

1.   Στους κατηγορούμενους 1, 2, 3 και 15, ποινές φυλάκισης τριών χρόνων, εννέα μηνών και έξι μηνών αντίστοιχα για την [*935]κατηγορία 237 που αφορά την εμπορία ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 5 του Νόμου. 

 

2.   Στους κατηγορούμενους 2 και 3, ποινή φυλάκισης 2½ ετών και δεκαοκτώ μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία 240 που αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(β) του Νόμου.

 

3.   Στους κατηγορούμενους 2 και 3, ποινή φυλάκισης 15 μηνών και 12 μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία αρ. 247 που αφορά το αποζήν από κέρδη πορνείας κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α) και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

4.   Στην κατηγορούμενη 1, ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην κατηγορία 248 για παρακράτηση προσωπικών εγγράφων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 13(1)(α) του Νόμου.

 

5.   Στους κατηγορούμενους 1 και 15, ποινή φυλάκισης 3 ετών και 6 μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία αρ. 250 που αφορά την εμπορία ενηλίκων προσώπων  κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 5(β) του Νόμου.

 

6.   Στον κατηγορούμενο 4, ποινή φυλάκισης 2½ ετών στην κατηγορία αρ. 253 που αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 9(β) του Νόμου.

 

7.   Στον κατηγορούμενο 4, ποινή φυλάκισης 15 μηνών στην κατηγορία αρ. 260 που αφορά το αδίκημα του αποζήν από κέρδη πορνείας.

 

8.   Στις κατηγορούμενες 1 και 15, ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία 275 που αφορά την εμπορία ενηλίκων προσώπων.

 

9.   Στους κατηγορούμενους 6, 7, 8, 9, 10 και 11, ποινές φυλάκισης 2½ ετών, 9 μηνών, 9 μηνών, 9 μηνών, δύο ετών και 9 μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία 278 που αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων.

 

10. Στους κατηγορούμενους 6, 7, 8, 9, 10 και 11, ποινές φυλάκισης 12 μηνών, 4 μηνών, 4 μηνών, 4 μηνών, 8 μηνών και 4 μηνών στην κατηγορία αρ. 285 που αφορά το αδίκημα του αποζήν από κέρδη πορνείας.

[*936]11.      Στον κατηγορούμενο 6, ποινή φυλάκισης 12 μηνών για την κατηγορία αρ. 286 για την παρακράτηση προσωπικών εγγράφων.

 

12. Στους κατηγορούμενους 13 και 14, ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 12 μηνών αντίστοιχα για την κατηγορία αρ. 303 που αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων.

 

13. Στους κατηγορούμενους 13 και 14, ποινές φυλάκισης 12 μηνών και 6 μηνών αντίστοιχα στην κατηγορία αρ. 310 που αφορά το αδίκημα του αποζήν από κέρδη πορνείας.

 

Το Δικαστήριο σε αριθμό άλλων κατηγοριών που καταγράφει δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή εφόσον τα γεγονότα αυτών εμπεριέχονταν σε γεγονότα προηγούμενων κατηγοριών. Ταυτόχρονα απέρριψε την εισήγηση για αναστολή των ποινών φυλάκισης στη βάση του ότι οι κατηγορούμενοι είτε ως αυτουργοί είτε ως συμμετέχοντες διέπραξαν πολύ σοβαρά αδικήματα εναντίον των τριών παραπονουμένων οδηγούμενοι από ευτελή κίνητρα και χωρίς την επίδειξη οποιασδήποτε μεταμέλειας. Ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και την ημερομηνία επιβολής των ποινών, καθώς και η καθυστέρηση στην καταχώρηση και εκδίκαση της υπόθεσης λήφθηκαν υπόψη για τη δραστική μείωση των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Διατάχθηκε επίσης όπως όλες οι ποινές που αφορούσαν τους αυτούς κατηγορουμένους, συντρέχουν.

 

Όλοι οι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση εναντίον της καταδίκης τους και εναντίον της ποινής που τους επιβλήθηκε με έμφαση στο ύψος αυτής και τη μη αναστολή των επιβληθεισών ποινών.   Αριθμός εφέσεων που ασκήθηκαν προσωπικά από τους καταδικασθέντες από τις Κεντρικές Φυλακές αποσύρθηκαν εφόσον ανέλαβαν δικηγόροι οι οποίοι καταχώρησαν άλλες εφέσεις. Από την άλλη, ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή για ορισμένους κατηγορουμένους ως ανεπαρκή υπό τις περιστάσεις. Στην πορεία ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 252/2015, Σάββας Κανναβίας – πρώην κατηγορούμενος 13 – απεβίωσε και η έφεση απερρίφθη ως άνευ αντικειμένου στις 22.1.2016.

 

Η κοινή συνισταμένη των εφέσεων που αφορούν την καταδίκη σχετίζεται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι αυτή ήταν πλημμελής, αντιφατική και ανακόλουθη, ιδιαιτέρως διότι το Δικαστήριο αθώωσε κάποιους κατηγορουμένους σε ορισμένες κατηγορίες την ίδια στιγμή που τους καταδίκασε σε άλλες. Η πάγια νομολογιακή και [*937]ευθυγραμμισμένη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία ενώπιον του και προέβη στα ανάλογα ευρήματα εκτός και εάν δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή κρίνονται εσφαλμένα ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλη μαρτυρία ή ευρήματα του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με την Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, θα πρέπει να διαπιστώνονται καλοί λόγοι για να επέμβει το Εφετείο προς ανατροπή πρωτόδικης απόφασης. Εάν τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου κρίνονται στο σύνολο της υπόθεσης παράλογα, δηλαδή, τέτοια που δεν θα ήταν δυνατό για ένα λογικό Δικαστήριο να καταλήξει, τότε η επέμβαση είναι δυνατή, ακόμη και αναγκαία, (Κατσιαρής ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 349).

 

Υπενθυμίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία κατά τη μακρά πορεία της υπόθεσης να κρίνει τους μάρτυρες παρακολουθώντας επισταμένα τον τρόπο με τον οποίο κατέθεσαν στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης όπου ο κάθε μάρτυρας υπόκειται στη βάσανο της αντεξέτασης προς έλεγχο της αξιοπιστίας του. Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σε καλύτερη θέση από το Εφετείο να εξετάσει τη μαρτυρία έχοντας κατά νου και την ιδιοσυγκρασία του κάθε μάρτυρα. Το εκδικάζον Δικαστήριο είναι αναμφίβολα σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου, από την άποψη της απευθείας παρατήρησης του τρόπου κατάθεσης των διαφόρων μαρτύρων. Το Εφετείο μπορεί βεβαίως να εξαγάγει και τα δικά του συμπεράσματα από τη μαρτυρία όπου κρίνει ότι η μαρτυρία ήταν ανακόλουθη, τα δε συμπεράσματα του Δικαστηρίου εσφαλμένα, (δέστε Pelekanos Associates v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Σοφοκλέους ν. Τσεμέλογλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1153). Όμως τα ευρήματα ενός Δικαστηρίου και η κρίση του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων πρέπει να αντιμετωπίζονται στην ολότητα  του σκεπτικού της απόφασης και όχι με απομονωμένο ή αποσπασματικό τρόπο, (Avacom Computer Services Ltd v. Νικολάου (2006) 1 Α.Α.Δ. 359), σ’ αυτό δε το πλαίσιο οι αντιφάσεις ή μικρολεπτομέρειες δεν μπορούν να αποκτήσουν τέτοια σημασία που να οδηγούν σε ανατροπή των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου. 

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε ουσιώδες πρόβλημα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου. Όπως λέχθηκε και στην Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191, η πρωτόδικος Δικαστής είχε και εδώ υπόψη της κάποιες αδυναμίες στη μαρτυρία των παραπονουμένων και κάποιες μικρές αντιφάσεις, πλην, όμως, η ισχυρή καλή εντύπωση που δημιουργήθηκε [*938]στην ολότητα της μαρτυρίας ήταν τέτοια που δεν άφηνε αμφιβολία ως προς την αλήθεια του λόγου τους και την αξιοπιστία τους.  Πράγματι, ανάγνωση των πρακτικών της υπόθεσης επιβεβαιώνει ότι οι τρεις παραπονούμενες αναφέρθηκαν σε τέτοιες λεπτομέρειες κατά τις ένορκες καταθέσεις τους στο Δικαστήριο, που αναμφίβολα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατέθεσαν όσα έζησαν. Το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν εκδικάζονται υποθέσεις της παρούσας φύσης είναι πολλές φορές ιδιάζον, επίπονο και λεπτό.  Τυχόν αδυναμίες στην καταγραφή του σκεπτικού ή του τρόπου αναδίπλωσης της σκέψης του, πρέπει να συνεκτιμούνται από μια γενικότερη θεώρηση του πυρήνα της πρωτόδικης κρίσης ώστε η προσοχή να επικεντρώνεται στα ουσιώδη της απόφασης.

 

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι αστυνομικοί μάρτυρες υπεράσπισης ήσαν εν γένει ειλικρινείς και αξιόπιστοι πλην όμως η μαρτυρία τους γενική και αόριστη ως προς τις λεπτομέρειες των καταθέσεων των τριών παραπονουμένων, είναι ορθή.  Προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών οδηγεί ακόμη στο συμπέρασμα ότι στην ουσία οι μάρτυρες αυτοί επιβεβαίωσαν τη μαρτυρία των παραπονουμένων σε γενικές γραμμές, ενώ στις λεπτομέρειες οι θέσεις τους ήταν ασαφείς, αόριστες και χωρίς συγκεκριμενοποίηση. Έτσι η μαρτυρία, για παράδειγμα, της Χαρούλας Σασκιά, μάρτυρας υπεράσπισης 1 του κατηγορούμενου 4, Δημήτρια Παπάου, ενώ στην κύρια εξέταση της είπε ότι η παραπονούμενη Imane El Iouami, Μ.Κ.4, στις 6.2.2009 είχε υπογράψει το συμβόλαιο εργασίας στην παρουσία της διότι υπήρχε σχετική πιστοποίηση και της εξήγησε, όπως σε όλες τις κοπέλες, τα καθήκοντα και την εργασία της στο συγκεκριμένο καπαρέ, στην αντεξέταση της δέχθηκε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί αν η παραπονούμενη μιλούσε Αγγλικά ή όχι, ούτε αν της δόθηκε η βοήθεια μετάφρασης στα Αραβικά, ούτε και υπήρχε οτιδήποτε εγγράφως που να βεβαίωνε ότι έγιναν πράγματι επεξηγήσεις σε γλώσσα κατανοητή στην ίδια.  Το ίδιο ίσχυε και για την άλλη παραπονούμενη, την Bahija El Fatmi, Μ.Κ.7. Στο δε Τεκμήριο 32, το συμβόλαιο που είχε η Imane για να εργαστεί στο Playboy, δέχθηκε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε σφραγίδα της μάρτυρος, έτσι ώστε να συνοδεύεται η πιστοποίηση με την αναγκαία σφραγίδα. Άλλα έγγραφα είχαν σφραγίδα, άλλα όχι, η μάρτυς δεν θυμόταν αν είχαν γίνει στην Πάφο ή τη Λεμεσό, αναφέρθηκε δε γενικά στην ακολουθητέα διαδικασία ότι τους δίδονταν ενημερωτικά φυλλάδια στη γλώσσα τους. Βεβαίωσε δε ότι η Imane El Iouami, Μ.Κ.4, ενώ είχε έρθει για να δουλέψει στο Playboy και υπέγραψε συμβόλαιο γι’ αυτό, το ίδιο και η Bahija El Fatmi, Μ.Κ.7, δεν είχαν όμως άδεια εργασίας για εκεί και μεταφέρθηκαν στο Σταθμό και το Aroma.

[*939]Το ίδιο και για τους άλλους αστυνομικούς μάρτυρες που έδωσαν κατάθεση υπέρ των κατηγορουμένων. Ο Μ.Υ.2 του κατηγορουμένου 4, Υπαστυνόμος Χατζηοικονόμου, δέχθηκε στην αντεξέταση ότι δεν είχε προσωπική γνώση ότι πράγματι οι αστυνομικοί μέλη της ΥΑΜ Πάφου πήγαιναν στα συγκεκριμένα καπαρέ για έλεγχο. Ο Μ.Υ.3 Γιάννης Σιβιτανίδης, αφυπηρετήσας, από τις 13.5.2012, δέχθηκε ότι δεν είχε κάμει έλεγχο του Σταθμού μεταξύ Φεβρουαρίου και καλοκαιριού του 2009, διότι δεν είχε αρμοδιότητα, ούτε είχε συνομιλήσει με οποιαδήποτε καλλιτέχνιδα του καπαρέ αυτού αν είχε ή όχι παράπονα. Κρατούσε μόνο για δικούς του σκοπούς ένα αρχείο του καπαρέ Σταθμός, αλλά δεν ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό εφόσον από 23.3.2008 είχε μετατεθεί από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στην Πάφο, στην Αστυνομική Διεύθυνση ως Αξιωματικός Υπηρεσίας. Ούτε γνώριζε οτιδήποτε για το Aroma, ουδέποτε δε έδωσε ο ίδιος ενημερωτικό φυλλάδιο το 2009 σε οποιαδήποτε καλλιτέχνιδα στο Σταθμό ή στο Aroma.

 

Η Αστυφύλακας 296, Άντρη Κυριάκου, Μ.Υ.4 των κατηγορουμένων 4, 6 και 11, δεν θυμόταν να είχε συζητήσει ποτέ οτιδήποτε το συγκεκριμένο με την Imane El Iouami, Μ.Κ.4, ούτε είχε οποιαδήποτε σχέση με το ερυθρό 28, ούτε πώς συμπληρώθηκε, απλώς θυμόταν ότι στο φάκελο της υπήρχε μια επιστολή για άδεια ασθενείας. Θυμόταν λογικά ότι πρέπει να την είδε επειδή υπήρχε έντυπο ερυθρό 29, αλλά δεν θυμόταν οποιαδήποτε συζήτηση μαζί της, ούτε αν η Imane είχε έρθει με τον εργοδότη της στο Aroma.

 

Ο Αστυφύλακας 2464, Κλεάνθης Κλεάνθους, Μ.Υ.5, κοινός μάρτυρας υπεράσπισης των κατηγορουμένων 4 και 6 έως 11, που κατέθεσε για τους ελέγχους που έκανε στο Aroma και Σταθμό και στα διαμερίσματα που διέμεναν οι καλλιτέχνιδες και ότι ουδέποτε του υπεβλήθηκαν οποιαδήποτε παράπονα εναντίον του εργοδότη τους, δεν θυμόταν με ποιες συγκεκριμένες κοπέλες είχε συνομιλήσει, ούτε τα ονόματα τους, ούτε μπορούσε να γνωρίζει αν κάποια από αυτές φοβόταν να μιλήσει.

 

Τέτοιας υφής ήταν στην ουσία όλη η προσφερθείσα από τους κατηγορούμενους μαρτυρία εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων.  Ευλόγως λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερθέν στην πιο πάνω μαρτυρία διέγνωσε ότι αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική γιατί ήταν γενικόλογη και χωρίς ιδιαίτερη αναφορά, σε σχέση πάντα με τις καταγγελίες των παραπονούμενων που ήταν και το ζητούμενο, στις συγκεκριμένες μάρτυρες κατηγορίας. Το Δικαστήριο στην προσπάθεια του να ανεύρει, στο βαθμό της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, την αλήθεια δέχθηκε το εν γένει αξιόπιστο των [*940]αστυνομικών μαρτύρων, αλλά δεν δίστασε να απορρίψει ταυτόχρονα τη μαρτυρία του Αναστάσιου Ψωμά, Μ.Υ.1, για τους κατηγορούμενους 6-11, ιδιοκτήτη του υποστατικού που ενοικίαζε παλαιότερα ο κατηγορούμενος 6, Ζήνωνας Κωστή, λόγω της εμφανούς φιλικής σχέσης του με τους κατηγορούμενους, ενώ δέχθηκε κατά την αντεξέταση ότι επισκεπτόταν το καπαρέ φιλικά 2-3 φορές το μήνα και δεν γνώριζε πόσες ή ποιες κοπέλες έμεναν στα διαμερίσματα το 2009. Όπως δε δίστασε να απορρίψει και τη μαρτυρία του ειδικού αστυφύλακα Παντελάκη Ανδρέου, Μ.Υ.13, φίλο επίσης του κατηγορουμένου 6, η μαρτυρία του οποίου βεβαίωσε στην ουσία ότι αστυνομικοί ήσαν θαμώνες καπαρέ, γεγονός που γνώριζαν οι τρεις παραπονούμενες, δικαιολογώντας έτσι την αρχική απροθυμία και διστακτικότητα τους να προβούν σε καταγγελίες.

 

Έγινε επίσης λόγος για την αναξιοπιστία της Imane ως προς τον τρόπο με τον οποίο πλησιάστηκε από την Najat και ως προς το επακριβές ποσό που της λέχθηκε από την κατηγορούμενη 1 ότι χρωστούσε σε αυτή το οποίο αν δεν εξοφλούσε, δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε ένα έκαστο των θεμάτων αυτών, αλλά και όλων των υπολοίπων που αφορούσαν ζητήματα αξιοπιστίας των παραπονουμένων. Απέρριψε όλες τις αιτιάσεις αναξιοπιστίας των παραπονουμένων για λόγους που με σαφήνεια καταγράφονται στο πολυσέλιδο σκεπτικό του και που δεν υπόκειται με ευκολία σε αναθεώρηση από το Εφετείο. Αναμφίβολα η μαρτυρία έδειξε ότι υπήρχε αντιπρόσωπος ή αντιπρόσωποι της κατηγορουμένης 1 στο Μαρόκο, η εμπλοκή της οποίας ήταν δεδομένη. Είναι αβάσιμο το επιχείρημα που προβλήθηκε ότι οι παραπονούμενες κατέφθασαν στη Δημοκρατία για εργασία οικειοθελώς, δηλαδή, από μόνες τους. Σίγουρα πριν να έλθουν σε επαφή με την κατηγορουμένη 1 και να αντιληφθούν την πραγματικότητα του τρόπου με τον οποίο θα εργάζονταν στην Κύπρο, ιδία θελήσει ήταν που προχώρησαν τις διαδικασίες για την κάθοδο τους στη Δημοκρατία για σκοπούς εργασίας. Η Najat αντιπροσωπεύοντας στην ουσία την κατηγορούμενη 1, ωραιοποίησε την κατάσταση που θα αντιμετώπιζαν στην Κύπρο. Η σύνδεση της Najat με την κατηγορουμένη 1 είναι εμφανής διότι ήταν η τελευταία, μέσω άλλων ατόμων, που παρέλαβαν την Imane όταν έφθασε στη Δημοκρατία, στα δε γραφεία της κατηγορουμένης 1 είναι που έγιναν οι πρώτες επαφές, ενώ σε σπίτι που ανήκε στην κατηγορουμένη 1, ήταν που τοποθετήθηκε το πρώτον η παραπονούμενη. Όλα αυτά δεν επεκτείνουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εκτός Κύπρου όπως λανθασμένα εισηγήθηκαν οι συνήγοροι της εφεσείουσας κατηγορουμένης 1, διότι στο σύνολο των γεγονότων τα αδικήματα άρχισαν εκτός Δημοκρατίας, αλλά συνετελέσθηκαν στη Δημοκρατία. 

[*941]Η Imane με πολλή λεπτομέρεια και σταθερότητα στις σελ. 303 και 304 των πρακτικών, αναφέρθηκε στα διάφορα ποσά τα οποία της ζητήθηκαν από την κατηγορουμένη 1 κατά τις συναντήσεις τους. Άλλο ήταν το ποσό των €900 που της ζητήθηκε ως το εισιτήριο που θα έπρεπε να πληρώσει και άλλα τα έξοδα για να μπορέσει να επισκεφθεί τη μητέρα της στο Μαρόκο που ήταν ασθενής, ενώ άλλο ήταν και το ποσό των €800 κατά τις πρώτες συναντήσεις που είχε με την κατηγορουμένη 1 και άλλο το ποσό των €8.000 που η κατηγορουμένη 1 ζήτησε από όλες τις κοπέλες και όχι μόνο στην παρουσία της Imane.

 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι τρεις παραπονούμενες δεν ήσαν γνωστές μεταξύ τους και ότι μετά την κατάθεση της παραπονουμένης Zyad ήταν που εντοπίστηκαν οι άλλες παραπονούμενες από την αστυνομία. Γενικά το Δικαστήριο έδωσε καλούς λόγους για όλες τις θέσεις των συνηγόρων υπεράσπισης απορρίπτοντας τις εισηγήσεις περί αναξιοπιστίας των τριών παραπονουμένων εξηγώντας ιδιαίτερα ως προς την παραπονούμενη El Fatmi ότι δεν έδωσε αμέσως κατάθεση ενοχοποιητική των κατηγορουμένων εξηγώντας ότι συμπατριώτισσα της που εργαζόταν προηγουμένως μαζί της στο καπαρέ Σταθμός, την είχε προειδοποιήσει να μην αναφερθεί στην εκπόρνευση της διότι θα μπορούσε να καταλήξει στη φυλακή τόσο εδώ, όσο και στο Μαρόκο. Ορθά το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπό το φως της εμπειρίας που βίωσε η El Fatmi, Μ.Κ.7, απαιτείτο κάποιος χρόνος ανάκτησης εμπιστοσύνης και αποκάλυψης των γεγονότων που είχε βιώσει, (δέστε κατ’ αναλογία τις Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146 και Brierly v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476, ως προς τις επιπτώσεις στον ψυχισμό των σεξουαλικά  εκμεταλλευομένων). Όταν αισθάνθηκε ασφαλής τότε, όπως σημείωσε το Δικαστήριο, υποστήριξε «….. με σθένος και απόλυτη σταθερότητα μέχρι τέλους» τις θέσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου. Ούτε έχουν σημασία οι θέσεις ότι η Zyad, Μ.Κ.6, είχε εξασφαλίσει έγγραφο που έδειχνε ότι ήταν χορεύτρια στη χώρα της για τέσσερα χρόνια προηγουμένως, ενώ δεν είχε αυτή την εμπειρία γιατί το έγγραφο είχε ετοιμαστεί από συμπατριώτισσα της μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας για κάθοδο της στην Κύπρο.

 

Είναι πολλά τα ζητήματα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου από τους συνηγόρους υπεράσπισης ως προς την αξιοπιστία των παραπονουμένων, αλλά όλα απαντήθηκαν από το Δικαστήριο και θα ήταν πολύ σχολαστικό εκ μέρους του Εφετείου να γίνει αναφορά σε κάθε ένα από αυτά. Είναι όλα καταγραμμένα στα πολυσέλιδα πρακτικά, στο σκεπτικό του Δικα[*942]στηρίου και στα εκατέρωθεν διαγράμματα ενώπιον του Εφετείου.  Έχοντας στο σύνολο μελετήσει τα όλα δεδομένα της υπόθεσης δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά σε οποιαδήποτε άλλα επί μέρους στοιχεία, θεωρώντας ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των τριών παραπονουμένων παραμένει αλώβητη. 

 

Γενικά οι εφεσείοντες παραπονούνται ως προς την καταδίκη τους ότι η δομή της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τέτοια που δεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ότι η δομή της απόφασης αφήνει πολλά κενά τα οποία δεν είναι δυνατόν να συμπληρωθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Στο νομικό σύστημα που ακολουθείται στην Κύπρο ο τρόπος συγγραφής της δικαστικής απόφασης επαφίεται στον ίδιο τον Δικαστή χωρίς να υπάρχουν στερεότυπα ή πρότυπα του τρόπου δόμησης της. Σ’ αυτό, το κοινοδίκαιο διαφέρει κατά πολύ από το ηπειρωτικό δίκαιο, όπου η συγγραφή των αποφάσεων ακόμη και σε Δικαστήρια όπως το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθούν εκ των προτέρων ένα φορμαλιστικό τύπο αναδίπλωσης της δικαστικής τους σκέψης. Η ανεξαρτησία του Δικαστή στο Κοινοδίκαιο εμπεριέχει και την ελευθερία συγγραφής της απόφασης κατά τον τρόπο που ο ίδιος επιλέγει. Με την προϋπόθεση ότι στην απόφαση περιέχονται τα γεγονότα, καθορίζεται η διαφορά προς επίλυση, γίνονται τα ανάλογα ευρήματα αξιοπιστίας και η κατάληξη σε συμπεράσματα, υπαγόμενα όλα στο νομικό πλαίσιο που διέπει τη συγκεκριμένη διαφορά είτε αστική είτε ποινική, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα λανθασμένης δόμησης.

 

Στο πιο πάνω πλαίσιο το πρωτόδικο Δικαστήριο με το σκεπτικό του κατέγραψε όλα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να καταλήξει στην καταδίκη των κατηγορουμένων. Ενδεχομένως ένα άλλο Δικαστήριο να είχε μια διαφορετική προσέγγιση, αλλά αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Υπάρχει επαρκής αιτιολογία στην πρωτόδικη δικαστική σκέψη και αυτό περιλαμβάνει και την εύκολη εξαγωγή του συμπεράσματος ότι το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας έστω και αν δεν χρησιμοποιήθηκε πουθενά η συγκεκριμένη φράση. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, η δικαστική απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι υπό το φως του μικροσκοπίου για να εντοπιστούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες. Η μη καταγραφή της γνωστής φρασεολογίας ότι απεδείχθη ενοχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όσο και αν είναι επιθυμητό να προσδιορίζεται στη δικαστική σκέψη, δεν αποτελεί θεμελιώδες λάθος. Όπως εξηγείται και στο σύγγραμμα των [*943]Cross & Tapper On Evidence 10η έκδ. σελ. 174-177, τόσο το επίπεδο απόδειξης σε αστική υπόθεση, όσο και σε ποινική υπόθεση, δεν είναι εύκολο ως έννοια να επεξηγηθεί και γι’ αυτό έχουν κατά καιρούς αμφισβητηθεί οι έννοιες του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και της απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στην R. v. Yap Chuan Ching [1976] 63 Cr. App. Rep. 7, το Αγγλικό Εφετείο εισηγήθηκε ότι οι Δικαστές δίνοντας κατεύθυνση στους ενόρκους θα πρέπει να σταματήσουν να προσπαθούν να καθορίσουν εννοιολογικά εκείνο το οποίο από τη φύση του είναι αδύνατο να εξηγηθεί. Έτσι έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί διάφορες οδηγίες προς τους ενόρκους, όπως, ότι θα πρέπει να ικανοποιηθούν για την ενοχή του κατηγορουμένου («satisfied») να είναι οι ένορκοι σίγουροι («sure») ή απόλυτα ικανοποιημένοι («completely satisfied») και άλλα, (δέστε R. v. Kritz [1949] 2 All E.R. 406 και R. v. Hepworth and Fearnley [1955] 2 All E.R. 918).

 

Στο σύγγραμμα των Roberts and Zuckerman: Crminal Evidence, αφιερώνονται πολλές σελίδες στη θεωρητική και πρακτική εφαρμογή του επιπέδου απόδειξης «Proof beyond reasonable doubt» (σελ. 360-373, Κεφ. 8.5), και αναγνωρίζονται και στους δύο τομείς οι σχετικές, σχεδόν αξεπέραστες, δυσκολίες. Ο Lord Denning στη Bater v. Bater [1951] P. 35, κατέθεσε την άποψη του ότι η απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας δεν είναι μια έννοια συγκεκριμένη ή αμετάβλητη και ότι μέσα στην έννοια «there may be degrees of proof within that standard. As ….. great judges said, ‘in proportion as the crime is enormous, so ought the proof to be clear’». Αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα από τη Βουλή των Λόρδων στην Khawaja v. Secretary of State for the Home Office [1984] AC 74. Ο Lord Scarman εξήγησε ότι η δύναμη της αποδεικτικής μαρτυρίας πρέπει να αυξάνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματος. Και ότι, με αναφορά στα δύο επίπεδα, στο αστικό και ποινικό δίκαιο, «….. the choice between the two standards is not one of any great moment. It is largely a matter of words.».

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε σε όλη την έκταση της δίκης περιλαμβανομένης και της καταγραφής της απόφασης του, με γνώμονα ότι η Κατηγορούσα Αρχή έπρεπε να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που μη ικανοποιηθέν για αριθμό αδικημάτων στη βάση των ευρημάτων του αθώωσε και απάλλαξε αριθμό κατηγορουμένων, ήτοι, των κατηγορουμένων 1, 2, 4, 5, 6, 13 και 15 για τις κατηγορίες 233, 234 και 235 για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργημάτων θεωρώντας ότι δεν υπήρχε «σαφής μαρτυρία», περί μεταξύ των κατηγορουμένων συμφωνίας.

[*944]Ως προς τη νομική πτυχή, το Δικαστήριο εξέτασε, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, με προσοχή τις κατηγορίες που πηγάζουν από το Νόμο, με ιδιαίτερη αναφορά στον ορισμό των εννοιών του «εξαναγκασμού», της «κατάχρησης εξουσίας» της «σεξουαλικής εκμετάλλευσης» και του όρου «εκμετάλλευση». Αναφέρθηκε επίσης στο Άρθρο 4 του Νόμου ως προς το πεδίο εφαρμογής του και υιοθέτησε τα λεχθέντα από απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στη Δημοκρατία ν. Naydenov, Υπόθ. Αρ. 23076/2013, ημερ. 3.7.2014, που περιείχε αναφορά και σε Ολλανδική νομολογία και στο εγχειρίδιο «Trafficking in Human Beings – Case Law on Trafficking in Human Beings» 2009-2013. Αναφέρθηκε επίσης στην έννοια της «στρατολόγησης» στη βάση της υπόθεσης Supreme Court 18 Απριλίου 2000, LJN:2D1788, όπου κρίθηκε ότι καλύπτεται οποιαδήποτε πράξη που καταλήγει στην στρατολόγηση προσώπου ώστε να ωθηθεί να εκπορνευθεί σε άλλη χώρα χωρίς να χρειάζεται απαραιτήτως να αποδειχθεί ότι η μέθοδος στρατολόγησης περιόρισε την ελευθερία επιλογής. Ακόμη και μια γυναίκα που ήδη εκπορνευόταν στη χώρα της, μπορεί να τύχει στρατολόγησης για τον ίδιο σκοπό σε άλλη χώρα, (Den Bosch Court of Apperal ημερ. 25.10.2010).

 

Ο Νόμος είναι εναρμονιστικός διαφόρων πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, για την υπό κρίση υπόθεση, της απόφασης πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L203, 1.8.2002. Στο προοίμιο του Νόμου γίνεται παραπομπή επίσης στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 11(ΙΙΙ)/2003 καθώς και στη Σύμβαση για την Καταστολή και Εξάλειψη της Σωματεμπορίας και της Πορνείας Άλλων (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 57/1983. Μνημονεύεται επίσης η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πάταξη της Εμπορίας Ανθρώπων που υπογράφηκε από τη Δημοκρατία στη Βαρσοβία στις 16.5.2005. 

 

Η απόφαση πλαίσιο τονίζει το σοβαρό έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων που χρήζει αντιμετώπισης όχι μέσω μεμονωμένης δράσης από κάθε κράτος μέλος, αλλά με ολοκληρωμένη προσέγγιση με ορισμό κοινών στοιχείων εγκληματικών πράξεων και ανάλογων αποτρεπτικών κυρώσεων. Στο Άρθρο 1 της απόφασης πλαισίου προσδιορίζεται ότι το κάθε κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε η στρατολόγηση, μεταφορά, μεταβίβαση, υπόθαλψη και η εν συνεχεία παραλαβή προσώπου, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου επί του προσώ[*945]που αυτού, να καθίστανται αξιόποινες πράξεις όταν χρησιμοποιείται εξαναγκασμός, βία, απειλή, απαγωγή ή γίνεται χρήση δόλου ή απάτης ή συντρέχει κατάχρηση εξουσίας ή ευπαθούς θέσεως. Με το ψήφισμα του Συμβουλίου της 20.10.2003, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αναφορά σε αριθμό νομοθετικών πράξεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο τονίζει την ανάγκη τήρησης και εφαρμογής στο ακέραιο από τα κράτη μέλη όλων των διεθνών συμβάσεων και πράξεων κατά της εμπορίας προσώπων.

 

Το United Nations Office on Drugs and Crime στο σχετικό Πρωτόκολλο («Issue Paper: Abuse of a position of vulnerability and other «means» within the definition of trafficking in persons», Νέα Υόρκη 2013), αναφέρεται στο Άρθρο 3(α) στον ορισμό της εμπορίας προσώπων με εξήγηση ότι υπάρχουν τρία συστατικά στοιχεία στην εμπορία προσώπων, ήτοι, η πράξη που ανάγεται στην στρατολόγηση, μεταφορά, παραλαβή προσώπων και άλλα, στα μέσα δηλαδή πώς επιτυγχάνεται η πράξη με τη χρήση ή απειλή χρήσης βίας, εξαναγκασμού, δόλου, απάτης περιλαμβανομένων και της καταβολής πληρωμών ή ωφελημάτων στο πρόσωπο που έχει τον έλεγχο του θύματος και τέλος, τον σκοπό που περιλαμβάνει την εκμετάλλευση πορνών, τη σεξουαλική εκμετάλλευση κλπ. Η ιδέα της εμπορίας προσώπων δεν αναφέρεται μόνο στη διαδικασία με την οποία ένα πρόσωπο τίθεται υπό συνθήκες εκμετάλλευσης, αλλά επεκτείνεται και στη διατήρηση του προσώπου σε κατάσταση εκμετάλλευσης.

 

Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε ουσιώδες λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αναγωγή των συμπερασμάτων του υπαγόμενα στο νομικό πλαίσιο που το ίδιο εξήγησε και κατέγραψε με αναφορά στο Νόμο και τις αποφάσεις. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν τέτοια τα οποία από την προηγηθείσα ανάλυση παραμένουν ισχυρά και δεν είναι δυνατό να ανατραπούν λόγω οποιουδήποτε λάθους. Έτσι δικαιολογούν την κατάληξη του για ένα έκαστο των καταδικασθέντων κατηγορουμένων με προεξάρχουσα τη θέση ότι η κατηγορούμενη 1, ως υπεύθυνη πρακτορείου εξεύρεσης καλλιτεχνών, όντως στρατολόγησε τις παραπονούμενες μέσω της Najat, την οποία η κατηγορούμενη 1 στην ανώμοτη δήλωση της δέχθηκε ότι γνώριζε. Η στρατολόγηση δεν αφορούσε τις πράξεις ενός μόνο προσώπου, αλλά εμπλέκονταν σ’ αυτή διάφορα πρόσωπα, οι πράξεις εκάστου των οποίων συνέτειναν στην όλη διεκπεραίωση του τελικού στόχου. Οι παραπονούμενες ήταν άτομα, μεταξύ άλλων, με οικονομικά προβλήματα, (που αναγνωρίζεται ως εμπίπτοντα στις ευπαθείς ομάδες («vulnerability») («100 Brasilia Regulations Regarding Access to Justice for Vulnerable People»), ευ[*946]άλωτες στο δέλεαρ μιας καλύτερης οικονομικά ζωής εκτός Μαρόκου και με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα είχαν να πληρώσουν οποιοδήποτε άλλο ποσό πέραν εκείνων που κατέβαλαν προς τη Najat ή τον αντιπρόσωπο της κατηγορουμένης 1 στο Μαρόκο, τα οποία ποσά οι ίδιες εξηύραν από συγγενικά τους πρόσωπα ή μέσω δανείου σε τρίτους. Η εμπλοκή της κατηγορουμένης 1 ήταν εμφανής εφόσον και οι τρεις παραπονούμενες αναφέρθηκαν σε αυτή ως το πρόσωπο που τους έλεγε κατ’ επανάληψη ότι με την άφιξη τους στη Δημοκρατία ήδη χρωστούσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό προς δε εξόφληση του θα έπρεπε να πήγαιναν με πελάτες για σεξ, κατακρατώντας στην πορεία τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα. 

 

Το Δικαστήριο στη σελ. 86 κ.ε., του σκεπτικού της απόφασης του εξήγησε ότι τα συστατικά στοιχεία της στρατολόγησης και μεταφοράς των παραπονούμενων ενυπήρχαν στις ίδιες τις ενέργειες της κατηγορουμένης 1 μέσω των αντιπροσώπων της στο Μαρόκο και άλλων προσώπων πείθοντας τις παραπονούμενες ότι θα μπορούσαν να δουλεύουν σε μουσικοχορευτικά κέντρα με πολύ καλό  μισθό ώστε τα δάνεια τα οποία είχαν κάνει στη χώρα τους να εξοφλούντο πολύ γρήγορα. Με αυτό τον τρόπο είχαν προσεγγιστεί και στρατολογηθεί προς εργοδότηση των Zyad και El Fatmi ως χορευτριών και της El Iouami ως τραγουδίστριας. Το οργανωμένο σχέδιο στρατολόγησης περιελάμβανε την παραλαβή τους άμα τη αφίξει τους στη Δημοκρατία από υπαλλήλους της κατηγορουμένης 1, η οποία συνεργαζόμενη με την κατηγορούμενη 15, η οποία η ίδια εργαζόταν ως καλλιτέχνιδα σε καπαρέ που είχε σχέση με την κατηγορούμενη 1 και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με αυτή, εκτελώντας και χρέη μεταφράστριας, εξηγούσε ότι οι παραπονούμενες θα έπρεπε να εκπορνεύονται στην ουσία για να έχουν χρήματα και να εξοφλήσουν τα δήθεν χρέη τους. Στη μεταφορά είχαν βοηθήσει οι κατηγορούμενοι 2 και 3, ο κατηγορούμενος 2, όντας υπεύθυνος του καπαρέ Pink Panther και ο κατηγορούμενος 3, εργοδοτούμενος αυτού. 

 

Το Δικαστήριο ορθά βρήκε ότι η στρατολόγηση δεν έγινε διά απειλών αλλά διά της κατάχρησης ευπαθούς θέσης, (όπως αυτή εξηγήθηκε από το Δικαστήριο), ούτως ώστε οι παραπονούμενες ευρισκόμενες πλέον σε ξένη προς αυτές χώρα, δηλαδή, τη Δημοκρατία χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα και χωρίς χρήματα όντας ευάλωτες και ανίκανες να αντιδράσουν ουσιωδώς εξαναγκάστηκαν να υποκύψουν στις απαιτήσεις της κατηγορούμενης 1 διότι βρίσκονταν σε ευπαθή θέση. Η εκπόρνευση εντάσσεται στον ορισμό της εκμετάλλευσης ούτως ώστε να ήταν πλήρως δικαιολογημένη και η στοιχειοθέτηση των σχετικών κατηγοριών εναντίον των κατηγορουμένων 1, 3 και 15. Το ίδιο όσον αφορά την εκμετάλλευ[*947]ση στην εργασία και τη σεξουαλική εκμετάλλευση με αναφορά στη Zyad, από τη στιγμή της εργοδότησης της στα καπαρέ Pink Panther και εκπόρνευσης της από τους κατηγορούμενους 2 και 3, ενώ για την παραπονούμενη Imane εκπόρνευση της κατά τη διάρκεια της εργοδότησης της στο καπαρέ Aroma από τον κατηγορούμενο 4.  Όσον αφορά την παραπονούμενη El Fatmi υπήρξε εκμετάλλευση και εκπόρνευση της από τους κατηγορουμένους 6-11 καθ’ ον χρόνο εργαζόταν στο καπαρέ Σταθμός και από τους κατηγορουμένους 13 και 14, καθ’ ον χρόνο εργαζόταν στο καπαρέ Frolics.

 

Το Δικαστήριο σε κάθε μια από τις σχετικές κατηγορίες συνέδεσε, όπως προκύπτει από τις καταληκτικές σελίδες της απόφασης του, τη διενέργεια των πράξεων εκείνων που αφορούσαν κάθε μια από τις παραπονούμενες με κάθε ένα από τους κατηγορούμενους, ανάλογα με την περίπτωση. Κεντρικό σημείο της απόφασης του ήταν η ευπαθής θέση των παραπονουμένων και ο εκφοβισμός και εξαναγκασμός των παραπονουμένων επί των οποίων οι διάφοροι κατηγορούμενοι ιδιοκτήτες των καπαρέ είχαν και διατηρούσαν τον έλεγχο τους με τη συμμετοχή των υπαλλήλων τους. Στο πλαίσιο του ελέγχου ήταν και η διατήρηση – κατακράτηση – των ταξιδιωτικών εγγράφων της Zyad από την κατηγορούμενη 1 και των ταξιδιωτικών εγγράφων της El Fatmi από τον κατηγορούμενο 6. 

 

Η γενικότερη επίκριση που γίνεται από τους εφεσείοντες ως προς την επακριβή στοιχειοθέτηση ενός εκάστου των αδικημάτων για τα οποία αυτοί κατηγορούνταν με αναφορά σε συγκεκριμένες πράξεις έναντι των συγκεκριμένων παραπονουμένων δεν είναι βάσιμη. Αυτό διότι (και σχετίζεται το ζήτημα με τη γενικότερη επίκριση για τη δομή της απόφασης), η ανάγνωση της απόφασης πρέπει να γίνει ως ένα ενιαίο σύνολο, τα δε ευρήματα του Δικαστηρίου και η νομική του ανάλυση να ενταχθούν σ’ αυτή τη γενικότερη θεώρηση της υπόθεσης. Δεν ήταν συνεπώς αναγκαίο για το Δικαστήριο να επαναλάβει και να συνδέσει τον κάθε κατηγορούμενο με την κάθε παραπονούμενη σε ξεχωριστό μέρος του σκεπτικού του εφόσον η προσεκτική ανάγνωση της απόφασης περιέχει ακριβώς αυτή τη διασύνδεση κατά τρόπο που εύλογα να εξάγεται, αλλά και να υποστηρίζεται η ενοχή ενός εκάστου των κατηγορουμένων-εφεσειόντων σε κάθε μια από τις κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκαν. Το Δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό και είχε κατά νουν σε κάθε στιγμή την πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου που όντως έτεινε να περιπλέξει τα πράγματα γι’ αυτό και αντιμετώπισε και εισήγηση περί μη δίκαιης δίκης, την οποία όμως ορθά απέρριψε διότι η υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων έπρεπε να εκδικαστεί ως ένα ενιαίο σύνολο παρά τις εγγενείς δυσκολίες που [*948]ενυπήρχαν στην προώθηση της. Το Δικαστήριο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό στην αντιμετώπιση της υπόθεσης που είχε ενώπιον του και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι αθώωσε τους κατηγορουμένους σε αρκετές κατηγορίες κρίνοντας ότι δεν είχε αποδειχθεί συστατικό ή συστατικά στοιχεία των αδικημάτων εκείνων. Η επίκριση ότι δεν ήταν δυνατό να αθωώσει το Δικαστήριο σε ορισμένες κατηγορίες και να καταδικάσει σε άλλες είναι επίσης αβάσιμη διότι τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος και η μαρτυρία επ’ αυτών ήταν διαφορετική και δεν μπορεί να επικρίνεται το Δικαστήριο διότι αθώωσε τους κατηγορουμένους στις κατηγορίες εκείνες που η Κατηγορούσα Αρχή δεν κατάφερε να τις αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό. 

 

Ως προς τις επιβληθείσες ποινές, όπως έχει καταγραφεί ανωτέρω, επιβλήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο διάφορες ποινές για διάφορους κατηγορούμενους ανάλογα με τη φύση των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν και τις προσωπικές και οικογενειακές τους συνθήκες, καθώς και τη συμμετοχή ενός εκάστου στα υπό κρίση αδικήματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ένα πολυσέλιδο σκεπτικό επέβαλε τις υπό κρίση ποινές αφού προηγουμένως στις 31.7.2015, 6.8.2015, 13.8.2015 και 19.8.2015 άκουσε τις αγορεύσεις των συνηγόρων των κατηγορουμένων εκδίδοντας αυθημερόν στην τελευταία ημερομηνία την απόφαση του. Στο σκεπτικό της απόφασης της ποινής γίνεται ενδελεχής αναφορά στα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που οδήγησαν τους κατηγορουμένους να διαπράξουν τα αδικήματα και για τα οποία εν τέλει καταδικάστηκαν. Αναφέρθηκε στη συνέχεια στις αγορεύσεις των δικηγόρων για τους διάφορους κατηγορούμενους τονίζοντας στην πορεία και τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις ενός εκάστου των κατηγορουμένων, όπως αυτές καταγράφηκαν στην έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας, καθώς και σε έγγραφο το οποίο παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για τον κατηγορούμενο 10. Κατέγραψε στη συνέχεια για έκαστο κατηγορούμενο τις ιδιάζουσες προσωπικές του συνθήκες από πλευράς οικογενειακής κατάστασης, ηλικίας, προηγούμενης εργοδοσίας, τα προβλήματα υγείας που ο καθένας αντιμετώπιζε και τα έτερα προσωπικά προβλήματα εκάστου. Ως προς τον κατηγορούμενο 6, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας καθότι ο συνήγορος του δεν συμφώνησε με αυτή.

 

Το Δικαστήριο αξιολόγησε το κάθε στοιχείο που προέκυπτε από την αγόρευση για μετριασμό της ποινής για ένα έκαστο των κατηγορουμένων τονίζοντας ότι έλαβε σοβαρά υπόψη στο δύσκολο έργο της επιλογής της κατάλληλης ποινής για τον κάθε ένα από [*949]αυτούς στο πλαίσιο της εξατομίκευσης, το λευκό ποινικό μητρώο τους, την ηλικία τους, τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις, τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχαν οι πλείστοι εξ αυτών στη βάση και των κατατεθέντων ιατρικών πιστοποιητικών, τα ψυχολογικά προβλήματα του κατηγορουμένου 2, Χρίστου Ιωάννου, όπως αυτά αναλύθηκαν στην προφορική μαρτυρία ψυχιάτρου, τα ιδιαίτερα προβλήματα που θα επέφερε ποινή φυλάκισης στους ιδίους και στην οικογένεια τους, καθώς και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Έλαβε υπόψη του επίσης ότι ουδείς των κατηγορουμένων ασχολείτο πλέον με δραστηριότητες στα επίδικα καπαρέ και ότι οι πλείστοι ήταν άνεργοι και ορισμένοι συνταξιούχοι. Έλαβε επίσης υπόψη ότι ο κατηγορούμενος 3, Κυριάκος Βασιλείου, θα έχανε την εργασία του σε περίπτωση επιβολής άμεσης ποινής φυλάκισης.

 

Το Δικαστήριο έλαβε συναφώς υπόψη του το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία επιβολής της ποινής, την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης σημειώνοντας ότι αυτή οφειλόταν εν μέρει και από τη συμπεριφορά των ιδίων των κατηγορουμένων. Σημείωσε ότι η καθυστέρηση αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικός παράγων, τόσο διότι με την καθυστέρηση ατονεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής, όσο και διότι κατά την εκκρεμοδικία υπάρχει φυσιολογική αγωνία από ένα κατηγορούμενο για την έκβαση της υπόθεσης. Το Δικαστήριο έλαβε κάθε τι που ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη στην εξατομίκευση της ποινής, έκρινε όμως ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων και το στοιχείο της μεταχείρισης των παραπονουμένων ως αντικείμενα εκμετάλλευσης προς εξασφάλιση χρηματικού οφέλους αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεων τους, επί της αξιοπρέπειας και το ψυχικό κόσμο των παραπονουμένων, επέβαλλε την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, ήτοι, ποινών φυλάκισης.  Η εισήγηση των συνηγόρων για αναστολή των ποινών δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο θεωρώντας ότι τα εφαρμοστέα κριτήρια για αναστολή εξετάζονται σφαιρικά και ότι ο χρόνος που διέρρευσε και κάθε τι άλλο που προσμετρούσε υπέρ των κατηγορουμένων, λήφθηκαν ουσιωδώς υπόψη για δραστική μείωση των ποινών φυλάκισης που επέβαλε. 

 

Στις αγορεύσεις τους τόσο οι εφεσείοντες, όσο και ο Γενικός Εισαγγελέας επιχειρηματολόγησαν υπέρ της μείωσης των ποινών ως έκδηλα υπερβολικών και από την άλλη ως έκδηλα ανεπαρκών στις αντίστοιχες περιπτώσεις. Πλήττεται επίσης η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να μην αναστείλει τις ποινές. Εξετάζοντας με κάθε δυνατή προσοχή όλες τις σχετικές εφέσεις που αφορούν τις [*950]ποινές, πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι κατά συστηματικό τρόπο η νομολογία έχει καθιερώσει ότι την ευθύνη του ποινικού μέτρου την έχει πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο, (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 και Ναζίπ ν. Αστυνομίας (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B880A.A. Δ. 808). Με αυτή την αρχή ως δεδομένη, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται εκεί όπου η ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή υπερβολική, ανάλογα με  τα περιστατικά της υπόθεσης, ή άλλως πως αναδεικνύει σφάλμα αρχής, (Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551, Mixaylov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175 και Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785). 

 

Το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση έχει λάβει υπόψη του στην προσπάθεια του να εξατομικεύσει τις ποινές για κάθε ένα από τους καταδικασθέντες, όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν υπέρ τους. Οι μετριαστικοί παράγοντες δεν είχαν μόνο λεκτική αναγνώριση από το Δικαστήριο, αλλά είχαν και το ανάλογο αντίκρισμα στις επιβληθείσες ποινές, (Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513 και Γιαννακάκης ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 364, ECLI:CY:AD:2016:B211).

 

Κρίνεται ότι δεν υπάρχει έρεισμα σε οποιαδήποτε από τις εφέσεις είτε από τους εφεσείοντες, είτε από τον Γενικό Εισαγγελέα.  Όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα αδικήματα που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι ήσαν ιδιαιτέρως σοβαρά με ανώτατο όριο ποινής για την εμπορία προσώπων στα 15 έτη, ενώ για τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης προνοείται δεκαετής ποινή φυλάκισης. Η εμπορία προσώπων αποτελεί μια σύγχρονη μάστιγα και στοχεύει στην εκμετάλλευση ευάλωτων ατόμων που σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής τυγχάνουν στυγνής μεταχείρισης από επιτήδεια άτομα, συνήθως στη βάση ενός οργανωμένου σχεδίου στο οποίο εμπλέκεται αριθμός ατόμων. Η εξυχνίαση αυτών των αδικημάτων είναι συχνά ιδιαίτερα δύσκολη γιατί προϋποθέτει την πρωταρχική καταγγελία από το υπό εκμετάλλευση πρόσωπο το οποίο συνήθως βρίσκεται υπό συνθήκες περιορισμού, εξαναγκασμού ή φόβου, ενώ η ψυχική πίεση που αισθάνεται καθιστά δύσκολη την απόφαση να καταφερθεί εναντίον των εκμεταλλευτών του. Μετά την καταγγελία ακολουθεί το δύσκολο έργο από πλευράς των διωκτικών αρχών της συλλογής της μαρτυρίας, της στοιχειοθέτησης κατηγοριών εναντίον των εμπλεκομένων προσώπων, ακολουθούμενο, κατά κανόνα, από μια ιδιαίτερα εξαντλητική ακροαματική διαδικασία κατά την οποία τα θύματα βιώνουν εκ δευτέρου το διασυρμό και την καταρράκωση στην ανθρώπινη ύπαρξη τους. Από την άλλη, όπως κατέστη φανερό μετά από σχετικές ερωτήσεις του [*951]Εφετείου, τα αδικήματα προέκυψαν το 2009, το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 26.10.2010 και η πρωτόδικη διαδικασία άρχισε το 2013 μέχρι τον Αύγουστο του 2015, ενώ για το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των δύο ετών και πλέον από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την έναρξη της ακρόασης δεν υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική εκδίκαση. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίως έλαβε υπόψη του και τον παράγοντα της καθυστέρησης έχοντας υπόψη ότι θα έπρεπε να επιβάλει ποινή στην ουσία έξι χρόνια μετά τη διάπραξη των αδικημάτων. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές  ήταν εύλογες και δεν θα ήταν δυνατό για το Εφετείο να τις θεωρήσει ως έκδηλα ανεπαρκείς ως εισηγείται η Δημοκρατία.

 

Ως προς τη μη αναστολή των ποινών φυλάκισης, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε υπόψη του τη σχετική νομολογία και την ευκολότερη άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς αναστολή στη βάση της τροποποίησης που επήλθε το 2003 στον περί Της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο αρ. 95/1972, αν, δηλαδή, η αναστολή δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες των κατηγορούμενων. Όπως ανεφέρθη και στη Σιδερένος ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2016:B271, δεν διέφυγε του πρωτοδίκου Δικαστηρίου οποιοσδήποτε μετριαστικός παράγων γι’ αυτό και επέβαλε τις ποινές που θεώρησε δίκαιες λαμβάνοντας υπόψη όλους τους μετριαστικούς υπέρ των κατηγορουμένων παράγοντες ώστε να μειώσει τις ποινές στο ύψος που επέβαλε και οι οποίες άλλως θα ήσαν αναμφίβολα αυστηρότερες. Η απόφαση για μη αναστολή ανάγεται πρωτίστως στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στην απουσία δε οποιουδήποτε λάθους αρχής δεν είναι νοητό για το Εφετείο να επέμβει. 

 

Υπό το φως των ανωτέρω, όλες οι εφέσεις κατά της καταδίκης απορρίπτονται. Ταυτόχρονα όλες οι εφέσεις εναντίον του ύψους της ποινής τόσο από πλευράς των εφεσειόντων, όσο και από πλευράς της Δημοκρατίας, επίσης απορρίπτονται.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η κατηγορούμενη 1 διατηρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως καλλιτεχνική πράκτορας, ιδιωτικό γραφείο εξευρέσεως εργασίας μέσω του οποίου οι τρεις παραπονούμενες μεταφέρθηκαν από την πατρίδα τους, το Μαρόκο, στην Κύπρο για να εργαστούν σε νυκτερινά κέντρα (καμπαρέ) ως καλλιτέχνιδες.  Είναι όμως η θέση της κατηγορούσας αρχής ότι αυτά έγιναν στα πλαίσια προώθησης των παραπονουμένων σε πορνεία και μάλιστα στα πλαίσια εμπορίας προσώπων. Η 1η κατηγορούμενη και άλλα πρόσωπα, ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι σε καμπαρέ, αντιμετώπισαν μεγάλο αριθμό κατηγοριών βάσει του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, Ν. 87(Ι)/2007* (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως «ο Νόμος»), μερικοί δε εξ αυτών αντιμετώπισαν κατηγορίες περί αποζείν από κέρδη πορνείας (εκμετάλλευση πορνών) κατά παράβαση του Άρθρου 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα.

 

Μετά από μια ιδιαιτέρως μακρά διαδικασία, οι πρώην κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 6, 11, 14 και 15, που ήταν ανάμεσα σε 15 συνολικά συγκατηγορούμενους, αφού αθωώθηκαν σε αριθμό κατηγοριών, βρέθηκαν ένοχοι σε αριθμό άλλων. Με τις υπό εκδίκαση τώρα εφέσεις, οι πρώην κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 6, 11, 14 και 15 προσβάλλουν τόσο την καταδίκη τους όσο και τις ποινές που επιβλήθηκαν, αναφορικά με το ύψος των ποινών και με το γεγονός ότι η εκτέλεσή τους δεν αναστάληκε. 

 

Παράλληλα, εκκρεμούν και εφέσεις από τον Γενικό Εισαγγελέα που επικαλείται έκδηλα ανεπαρκείς ποινές για τους κατηγορούμενους 3, 7, 8, 9 και 10 και έφεση από τον κατηγορούμενο 10, ο οποίος αντιθέτως ισχυρίζεται ότι η ποινή ήταν, υπό τις περιστάσεις, έκδηλα υπερβολική και ότι θα έπρεπε να ανασταλεί.

 

Οι εφέσεις των πρώην κατηγορουμένων 1, 2, 4, 6 11, 14 και 15, αναφορικά με την καταδίκη τους:

 

Όλες οι κατηγορίες και οι καταδίκες στηρίχθηκαν στη μαρτυρία τριών παραπονουμένων γυναικών από το Μαρόκο, ήτοι των Khadija Zyad (MK6), Imane El Iouami (MK4) και Bahija El Fatmi (ΜΚ7).

 

Τα άρθρα επί των οποίων καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι έχουν ως ακολούθως:

 

Εμπορία ενηλίκων προσώπων (Άρθρο 5(β) και 5(ε) του Νόμου)

«5. Όποιος στρατολογεί, μεταφέρει, μεταβιβάζει, υποθάλπτει ή [*953]παραλαμβάνει πρόσωπο, ανταλλάσσει ή μεταβιβάζει τον έλεγχο επί του προσώπου αυτού, με σκοπό την εκμετάλλευση του, μέσω-

 

    (α) απειλών,

 

    (β) χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού,

 

    (γ) απαγωγής,

 

    (δ) δόλου ή απάτης,

 

    (ε) κατάχρησης εξουσίας ή μιας ευπαθούς θέσης τέτοιας φύσεως ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μην έχει άλλη αποδεκτή δυνατότητα παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση,

 

    (στ) παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου,

 

είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε έτη.»

 

Οι καταδίκες αφορούν στρατολόγηση, μεταφορά, μεταβίβαση μέσω μορφών εξαναγκασμού (εδάφιο (β)) και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης (εδάφιο (ε)).

 

Εκμετάλλευση στην εργασία (Άρθρο 8(β) και (3) του Νόμου)

 

«8. Όποιος εκμεταλλεύεται την εργασία ή τις υπηρεσίες προσώπου, το υποβάλλει σε καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία ή υπηρεσίες ή σε οποιασδήποτε μορφής δουλείας ή παρόμοιας πρακτικής ή υποτέλειας, μέσω-

 

    (α) απειλών,

 

    (β) χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού,

 

    (γ) απαγωγής,

 

    (δ) δόλου ή απάτης,

 

    (ε) κατάχρησης εξουσίας ή μιας ευπαθούς θέσης τέτοιας φύ[*954]σεως ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μην έχει άλλη αποδεκτή δυνατότητα παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση,

 

    (στ) παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου,

 

είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα έξι έτη και σε περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο είναι ανήλικος, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.»

 

Οι καταδίκες αφορούν υποβολή σε καταναγκαστική εργασία μέσω μορφών εξαναγκασμού (εδάφιο (β)) και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης (εδάφιο (ε)).

 

Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων (Άρθρο 9(β) και (ε) του Νόμου)

 

«9. Όποιος εκμεταλλεύεται σεξουαλικά ή εκπορνεύει πρόσωπο μέσω-

 

    (α) απειλών,

 

    (β) χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού,

 

    (γ) απαγωγής,

 

    (δ) δόλου ή απάτης,

 

    (ε) κατάχρησης εξουσίας ή μιας ευπαθούς θέσης τέτοιας φύσεως ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μην έχει άλλη αποδεκτή δυνατότητα παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση,

 

    (στ) παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου,

 

είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.»

 

Οι καταδίκες αφορούν σεξουαλική εκμετάλλευση ή εκπόρνευση μέσω μορφών εξαναγκασμού (εδάφιο (β)) και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης (εδάφιο (ε)).

[*955]Παρακράτηση προσωπικών εγγράφων (Άρθρο 13(1)(α) του Νόμου)

 

«13.─(1) Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως καταστρέφει, αποκρύπτει, αφαιρεί από το νόμιμο κάτοχό του, παρακρατεί, κατάσχει ή κατέχει το διαβατήριο ή οποιοδήποτε άλλο ταξιδιωτικό ή άλλο έγγραφο αποδεικτικό της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, περιλαμβανομένης της άδειας διαμονής ή οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων του προσώπου αυτού, εκδιδόμενων δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ή δυνάμει του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται-

 

(α) στο πλαίσιο της διάπραξης των ποινικών αδικημάτων του παρόντος Νόμου∙ ή

 

(β) με πρόθεση να διαπράξει τα ποινικά αδικήματα του παρόντος Νόμου ∙ ή

 

(γ) με σκοπό να εμποδίσει ή να περιορίσει ή να αποπειραθεί να εμποδίσει ή να περιορίσει, παράνομα, την προσωπική ελευθερία οποιουδήποτε θύματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,

 

είναι ένοχο κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

 

(2) Αποτελεί υπεράσπιση ότι οι πράξεις του εδαφίου (1) διενεργήθηκαν από το θύμα συνεπεία της εμπλοκής του στα αδικήματα του Άρθρου 5 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου.»

 

Εκμετάλλευση πορνών και επίμονη άγρα πελατών για ανήθικους σκοπούς (αποζείν από κέρδη πορνείας) (Άρθρο 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα)

 

«164.-(1) Όποιος ή όποια που-

 

(α) εν γνώσει του ζει εξ ολοκλήρου ή μερικώς από κέρδη πορνείας, που ασκείται μεταξύ προσώπων είτε του ιδίου ή διαφορετικού φύλου·

 

(β) …..…..…..…..…..…..…..…..…..…..…..…..…..…..…..…..

[*956]είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.»

 

Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 6, 11, 14 και 15 βρέθηκαν ένοχοι ως ακολούθως:

 

Η κατηγορούμενη 1 βρέθηκε ένοχη:

 

-   Σε κατηγορίες εμπορίας (στρατολόγησης, μεταφοράς, παραλαβής) ενηλίκων προσώπων, ήτοι των ΜΚ4, 6 και 7 μέσω καταναγκασμού και κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 5(β) και 5(ε) του Νόμου (κατηγορίες 237, 238, 250, 251, 275, 276, 300 και 301) και

 

-   σε κατηγορία για παρακράτηση προσωπικών εγγράφων, ήτοι του διαβατηρίου της ΜΚ6, κατά παράβαση του Άρθρου 13(1)(4) του Νόμου (κατηγορία 248).

 

Ο κατηγορούμενος 2 βρέθηκε ένοχος:

 

-   Σε κατηγορίες εμπορίας (στρατολόγηση, μεταφορά, παραλαβή) ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ6, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 5(β) και 5(ε) του Νόμου (κατηγορίες 237 και 238) και

 

-   σε κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ6, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 9(β) και 9(ε) του Νόμου (κατηγορίες 240 και 241) και

 

-   σε κατηγορίες εκμετάλλευσης στην εργασία (καταναγκαστική εργασία) με θύμα τη ΜΚ6, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 8(β) και 8(ε) του Νόμου (κατηγορίες 243 και 244) και

 

-   σε κατηγορία εκμετάλλευσης πορνών (αποζείν από κέρδη πορνείας) κατά παράβαση του Άρθρου 164 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 247).

 

Ο κατηγορούμενος 4 βρέθηκε ένοχος:

 

-   Σε κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ4, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατά[*957]χρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 9(β) και 9(ε) του Νόμου (κατηγορίες 253 και 254) και

 

-   σε κατηγορία εκμετάλλευσης πορνών (αποζείν από κέρδη πορνείας) κατά παράβαση του Άρθρου 164 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 260).

 

Ο κατηγορούμενος 6 βρέθηκε ένοχος:

 

-   Σε κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ7, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 9(β)( και 9(ε) του Νόμου (κατηγορίες 278 και 279) και

 

-   σε κατηγορίες εκμετάλλευσης στην εργασία ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ7, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 8(β) και 8(ε) του Νόμου (κατηγορίες 281 και 282) και

 

-   σε κατηγορία εκμετάλλευσης πορνών (αποζείν από κέρδη πορνείας) κατά παράβαση του Άρθρου 164 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 285) και

 

-   σε κατηγορία για παρακράτηση προσωπικών εγγράφων, ήτοι του διαβατηρίου της ΜΚ7, κατά παράβαση του Άρθρου 13(1)(α) του Νόμου (κατηγορία 286).

 

Ο κατηγορούμενος 11 βρέθηκε ένοχος:

 

-   Σε κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ7, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 9(β)( και 9(ε) του Νόμου (κατηγορίες 278 και 279) και

 

-   σε κατηγορίες εκμετάλλευσης στην εργασία ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ7, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 8(β) και 8(ε) του Νόμου (κατηγορίες 281 και 282) και

 

-   σε κατηγορία εκμετάλλευσης πορνών (αποζείν από κέρδη πορνείας) κατά παράβαση του Άρθρου 164 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 285).

 

Ο κατηγορούμενος 14 βρέθηκε ένοχος:

[*958]-      Σε κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ7, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 9(β)( και 9(ε) του Νόμου (κατηγορίες 303 και 304) και

 

-   σε κατηγορίες εκμετάλλευσης στην εργασία ενηλίκου προσώπου, ήτοι της ΜΚ7, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 8(β) και 8(ε) του Νόμου (κατηγορίες 306 και 307) και

 

-   σε κατηγορία εκμετάλλευσης πορνών (αποζείν από κέρδη πορνείας) κατά παράβαση του Άρθρου 164 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 310).

 

Η κατηγορούμενη 15 βρέθηκε ένοχη:

 

-   Σε κατηγορίες εμπορίας (στρατολόγησης, μεταφοράς, παραλαβής) ενηλίκων προσώπων, ήτοι των ΜΚ4 και ΜΚ7, μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης, κατά παράβαση του Άρθρου 5(β) και 5(ε) του Νόμου (κατηγορίες 250, 251, 275 και 276).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε, από πλευράς κατηγορούσας αρχής, είκοσι μάρτυρες, εκ των οποίων οι κύριοι μάρτυρες ήταν οι προαναφερθείσες παραπονούμενες οι οποίες αντεξετάστηκαν επί μακρόν. Οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 6, 11 και 15 προέβησαν σε ανόμωτες δηλώσεις, ενώ ο κατηγορούμενος 14 επέλεξε να μην αναφέρει οτιδήποτε. Ως μάρτυρες υπεράσπισης κλήθηκαν 13 πρόσωπα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε σύνοψη της δοθείσας μαρτυρίας, όπως παρέθεσε και τους ανόμωτους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων. Ακολούθως προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας. Σε ότι δε αφορά τις ανόμωτες δηλώσεις των κατηγορουμένων, ανέφερε ότι αυτές δεν θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ως μαρτυρία και ότι θα συνεξετάζονταν κατά την αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας, κατέγραψε δε ότι δεν εντοπίζει οποιαδήποτε πειστικότητα σ’ αυτές. Εν τέλει, αποδέχθηκε την αξιοπιστία των ουσιωδών μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα των ΜΚ4, ΜΚ6 και ΜΚ7, απορρίπτοντας παράλληλα τις εκδοχές που προσέφεραν οι κατηγορούμενοι. Κατόπιν τούτου, κατέληξε σε ευρήματα, τα οποία παρατίθενται αυτολεξεί:

 

«ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

      Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης, τα ευρήματα του Δικα[*959]στηρίου είναι ανάλογα της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή και συνοψίζοντας τα έχουν ως ακολούθως:

 

Οι Παραπονούμενες κατάγονται από το Μαρόκο και είναι μουσουλμάνες. Η Khadija Zyad, ηλικίας 23 ετών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατάγεται από πολύ φτωχή οικογένεια. Στα 15 της χρόνια εργαζόταν ως υπηρέτρια σε σπίτια. Στην ηλικία 19 με 20 ετών φοίτησε για ένα χρόνο σε σχολή κομμωτικής, αλλά επειδή δεν είχε λεφτά για να πάρει το δίπλωμα της, δεν εύρισκε εργασία και για αρκετό χρόνο έμενε στο σπίτι χωρίς δουλειά. Σε κάποια φάση εργάστηκε για ένα μήνα σε κομμωτήριο, αλλά όταν σταμάτησε η ίδια συνέχιζε να έχει επαφή στο εν λόγω κομμωτήριο και να πηγαίνει εκεί. Μια μέρα, μέσα στον Μάρτιο του 2009, μια από τις πελάτισσες του κομμωτηρίου, ονόματι Hakima, την οποία είχε δει ακόμα δύο φορές, την πλησίασε και τη ρώτησε αν είχε δουλειά. Όταν η μάρτυρας ανέφερε ότι δεν είχε, αυτή την ρώτησε αν χορεύει και όταν η μάρτυρας απάντησε ότι ήταν το χόμπι της, η Hakima της πρότεινε αν ήθελε να πάει στην Κύπρο και να δουλέψει σε κέντρο ως χορεύτρια, επεξηγώντας ότι θα φορεί ανατολίτικα ρούχα και θα χορεύει ανατολίτικους χορούς και θα έπαιρνε πολύ καλό μισθό. Η μάρτυρας, παρά το ότι εξέφρασε τους ενδοιασμούς της γιατί δεν είχε ασχοληθεί ποτέ επαγγελματικά με το χορό, αυτή την καθησύχασε ότι θα τα κανόνιζε η ίδια. Η μάρτυρας αποδέχθηκε και αφού πλήρωσε Riyal 100.000 για να αρχίσει η διαδικασία και άλλες Riyal 100.000, όταν ήταν έτοιμη να φύγει και αφού έγιναν διάφορες ιατρικές εξετάσεις και είχε δώσει αντίγραφο διαβατηρίου, της ζήτησε μία φωτογραφία ολόσωμη για να τη στείλει στην Κύπρο, όπου θα ήταν μόνο με τα εσώρουχα. Δεν έστειλε τέτοια φωτογραφία, χωρίς όμως να αντιληφθεί ότι ήταν κάτι επιλήψιμο. Συμπληρώθηκε επίσης ένα έγγραφο που ανέφερε ότι είχε εργαστεί επαγγελματικά για τέσσερα χρόνια, από τη Hakima, η οποία επεξήγησε της μάρτυρος ότι αυτή ήταν η διαδικασία για όλες και να μην ανησυχεί. Καθώς ετοίμαζε τα χαρτιά της, της ανέφερε ότι θα ερχόταν στην Κύπρο με ακόμα μία κοπέλα, την οποία έλεγαν Mennana και θα εργάζονταν μαζί. Της είχε επίσης αναφέρει ότι θα την αναλάμβανε η Madam Χριστίνα (Κατηγορουμένη 1), που είχε καμπαρέ και θα την έβαζε εκεί να χορεύει. Η ίδια δεν γνώριζε τότε τι ήταν καμπαρέ και της είπε ότι θα χόρευε και αν ήθελε μπορούσε να καθίσει με πελάτη να πιει ποτό, αλλιώς θα μπορούσε να πάει στο δωμάτιο της. Της είπε επίσης ότι όταν θα φτάσει στην Κύπρο θα της δώσουν να υπογράψει έγγραφο με τις συνθήκες και όρους εργασίας και αν συμφωνήσει θα μείνει να δουλέψει, διαφορετικά μπορούσε να επιστρέ[*960]ψει στη χώρα της. Ως προς το μηνιαίο ποσό που θα έπαιρνε από την εργασία της θα ήταν Riyal 200.000, ποσό που είχε είδη πληρώσει η ίδια (το οποίο είχε δανειστεί η μητέρα της από διάφορα συγγενικά και φιλικά άτομα της οικογένειας της). Ταξίδεψε με τη Mennana αεροπορικώς 02/05/2009 και έφτασαν στην Κύπρο την ίδια μέρα, μέσω Γερμανίας. Από το αεροδρόμιο τις παρέλαβαν ο Κατηγορούμενος 3, που εργαζόταν ως σερβιτόρος στο καμπαρέ «Pink Panther» και ο γιος της Κατηγορούμενης 1, Κατηγορούμενος 2, που ήταν ο υπεύθυνος του εν λόγω καμπαρέ. Στο αυτοκίνητο ο Κατηγορούμενος 2 τους πήρε τις βίζες τους και όταν έφτασαν Λεμεσό τις πήραν σε ξενοδοχείο και ο Κατηγορούμενος 3 τους έδωσε από €20-. Την επόμενη μέρα ο Κατηγορούμενος 3 τις πήρε σε ένα εστιατόριο και έφαγαν. Την επομένη τις πήρε στο γραφείο της Κατηγορουμένης 1, την οποία όλες οι μαροκινές την φώναζαν madam Χριστίνα και αυτός έφυγε. Εκεί βρισκόταν η Maya, η οποία ήταν Αιγύπτια δηλαδή η Κατηγορουμένη 15, η οποία ήταν καλλιτέχνιδα και φίλη της Κατηγορούμενης 1 και η οποία μετάφραζε. Η Κατηγορουμένη 1 τους είπε ότι είχε ένα καμπαρέ για αρχάριες, στο οποίο θα εργάζονταν στην αρχή και όταν αποκτούσουν πείρα θα τις έστελνε σε άλλο καμπαρέ. Τους είπε επίσης ότι ο μισθός τους θα ήταν Riyal 160.000- το μήνα. Για να ετοιμάσει δε τα χαρτιά τους, έπρεπε να της δώσουν τα διαβατήρια, πράγμα το οποίο έπραξαν (το διαβατήριο δεν επιστράφηκε στη ΜΚ6 όσο χρόνο αυτή εργαζόταν). Τους ανέφερε επίσης ότι της χρωστούσαν πολλά λεφτά για τα έξοδα της να τις φέρει στην Κύπρο, καθώς και για τα εισιτήριά τους (πράγμα που ποτέ δεν τους αναφέρθηκε ποτέ πριν να έρθουν στην Κύπρο). Για να δικαιούνται μισθό έπρεπε να πηγαίνουν με πελάτες για σεξ, για να βγάζουν λεφτά και να της δίνουν για το χρέος. Η μάρτυρας σοκαρίστηκε και είπε ότι ήταν παρθένα. Αυτοί της είπαν ότι σιγά-σιγά θα συνηθίσει. Σε κάποια στιγμή ο Κατηγορούμενος 2 τους έδωσε εκεί κάποια έγγραφα να υπογράψουν, γλώσσα που δεν καταλάβαιναν. Όταν έφυγε από το γραφείο της Πρώτης Κατηγορούμενης ήταν πολύ αναστατωμένη και δεν ήξερε τι να κάνει ούτε που να πάει. Το βράδυ ο 3ος κατηγορούμενος τις πήρε να μείνουν σε ένα σπίτι με άλλες κοπέλες οι οποίες εργάζονταν στο καμπαρέ Pink Panther. Το ίδιο βράδυ τις πήρε στο καμπαρέ Pink Panther και τις έβαλε να κάτσουν μαζί με τις άλλες κοπέλες. Όταν ήρθε στο μαγαζί ένας ηλικιωμένος άνδρας ονόματι Λούης, ο κατηγορούμενος 3 έστειλε μια Μολδαβή και μετά την ίδια να καθίσουν μαζί του, όταν δε σε κάποια στιγμή αυτός την αγκάλιασε, αυτή άρχισε να τρέμει. Ο άνδρας αυτός τις παρήγγειλλε συνέχεια ποτά. Ο κατηγορούμενος 3 όταν έφευγαν από [*961]το καμπαρέ τους εξήγησε με λίγες αγγλικές λέξεις και με νοήματα ότι την άλλη μέρα θα την έπαιρνε στο σπίτι του εν λόγω πελάτη. Η παραπονούμενη όταν πήγε σπίτι είπε στην Mennana ότι θέλει να φύγει, αλλά αυτή την αποθάρρυνε λέγοντας της ότι αν προσπαθήσει να φύγει θα της κάνουν κακό και ότι η αστυνομία δεν θα την βοηθήσει. Ο τρίτος κατηγορούμενος την άλλη μέρα τη μετέφερε στο σπίτι του πελάτη και αφού ο πελάτης έδωσε λεφτά στον κατηγορούμενο 3, αυτός τα πήρε και έφυγε, αφήνοντας την μόνη μαζί του. Αυτός την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα, παρά το ότι του εξήγησε ότι ήταν παρθένα. Όταν άρχισε να την αγγίζει η ίδια ταράχθηκε και έτρεξε στο μπάνιο, ντύθηκε και του είπε ότι ήθελε να φύγει. Αυτός ντύθηκε και την πήρε κάτω στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου την περίμενε ο τρίτος κατηγορούμενος. Το βράδυ ο κατηγορούμενος 3 την πήρε ξανά στο καμπαρέ όπου συνέχισε να εργάζεται. Κατά τη διάρκεια που εργάστηκε στο εν λόγω καμπαρέ, την υποχρέωσαν, τόσο ο Κατηγορούμενος 2 όσο και ο Κατηγορούμενος 3, να βγει με πελάτες για σεξ. Ο Κατηγορούμενος 3 την πήρε στο Λούη άλλες τέσσερις φορές και την έστειλε επίσης με άλλους τέσσερις πελάτες σε διαφορετικές ημερομηνίες. Όσες φορές την έστελναν με πελάτες αυτή αρνιόταν αλλά την διέτασσαν και αυτή φοβόταν γιατί της φώναζαν και οι δύο. Η συμπεριφορά τους ήταν πολύ σκληρή. Μετά την τέταρτη φορά που πήγε με τον Λούη και αφού άρχισε να προχωρεί σε σεξουαλικές πράξεις που η ίδια προσπαθούσε να αποφύγει και αφού την τελευταία φορά υπήρξε προσπάθεια και κάποια εισδοχή του πέους του στο αιδοίο της, χωρίς όμως να χάσει την παρθενία της (ως διαπιστώθηκε από ιατροδικαστική εξέταση), είχε ζητήσει να δει την πρώτη κατηγορούμενη. Τελικά πήγε στο γραφείο της τη Δευτέρα γιατί μεσολαβούσε Σαββατοκύριακο μαζί με μια Ρωσσίδα που εργάζετο στο καμπαρέ και εκεί ήταν η 15η κατηγορούμενη η οποία μετάφραζε. Ανέφερε στην πρώτη κατηγορούμενη ότι δεν της άρεσε η κατάσταση και ότι ήθελε να γυρίσει στη χώρα της με τη δικαιολογία ότι η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη. Η πρώτη κατηγορούμενη της είπε μπορεί να φύγει εφόσον πληρώσει το χρέος της και τα λεφτά για το εισιτήριο. Όταν βγήκε έξω από το δωμάτιο είδε τον δεύτερο κατηγορούμενο και της είπε ότι αν είναι αυτή που θέλει να πάει στο Μαρόκο της έδειξε με χειρονομίες ότι είναι τρελή. Μετά μπήκε ξανά σε ένα γραφείο όπου της φώναζαν ότι πρέπει να εξοφλήσει και όταν η πρώτη κατηγορούμενη έφυγε ο γιος της τής φώναζε ότι πρέπει να δουλέψει για να εξοφλήσει τα χρέη της. Επίσης, ήρθε ξανά η πρώτη κατηγορούμενη η οποία της είπε ότι πρέπει να δουλέψει στο καμπαρέ, να πηγαίνει με πελάτες και να κάνει σεξ για να [*962]μαζέψει λεφτά και να μπορέσει να φύγει. Μετά από αυτό δούλεψε ακόμη τέσσερις μέρες στο καμπαρέ και μετά βρήκε τρόπο και έφυγε και πήγε με ταξί στην αστυνομία, στις 20/05/2009.

 

Εκεί, ανέφερε σεξουαλική εκμετάλλευση από τον εργοδότη της και ζήτησε να πάει στη χώρα της. Ειδοποιήθηκε το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων οι οποίοι, κατ’ εφαρμογή του νόμου, έδωσαν οδηγίες να ειδοποιηθεί το Γραφείο Ευημερίας, οι οποίοι την οδήγησαν σε καταφύγιο και έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο σ’ αυτήν για να αποφασίσει αν ήθελε να προβεί σε καταγγελία κάτι το οποίο αποφάσισε να κάνει στις 27.5.2009 και αφού είχε ήδη διαπιστωθεί με βάση τις σχετικές διατάξεις του νόμου ότι ήταν θύμα εμπορίας και εκμετάλλευσης. Από τη μέρα που πήγε στην αστυνομία, προσπάθησα επανειλημμένα να μιλήσουν μαζί της τόσο ο 3ος κατηγορούμενος όσο και άλλα πρόσωπα που γνώριζε, μεταξύ των οποίων η Nadia δηλαδή η Mennana Ayan, η κοπέλα που ήρθε μαζί της στην Κύπρο από το Μαρόκο η οποία της είπε να μην αναφέρει οτιδήποτε για τις δραστηριότητες του καμπαρέ σε σχέση με το ότι έβγαιναν έξω με πελάτες για σεξ. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 91, επικοινώνησε με την Αστυνομία και το ΓΚΕΠ, τόσο η 1η κατηγορούμενη όσο και ο δικηγόρος της θέλοντας να ενημερωθούν για την εξέλιξη της υπόθεσης και ενημερώνοντας το Γραφείο ότι ήδη έχει εκδοθεί εισιτήριο για αναχώρηση της ΜΚ6 για το Μαρόκο ως είχε ζητήσει αλλά και εκφράζοντας προς το Γραφείο την ανησυχία της μητέρας της από το Μαρόκο. Η Mennana Ayan ανεχώρησε μετά από διευθέτηση που έγινε από την 1η κατηγορούμενη στις 27.5.2009.

 

Η Imane El louami, ΜΚ4, η οποία αντιμετώπιζε και αυτή οικονομικά προβλήματα στη χώρα της, προσεγγίστηκε από μια συνεργάτιδα της Najat, όταν την άκουσε να τραγουδά σε κάποιο νυχτερινό κέντρο και τη σύστησε στη Najat, η οποία της είπε ότι μπορεί να τη στείλει στην Ελλάδα ως τραγουδίστρια με πολύ καλό μισθό. Αφού άρχισε η διαδικασία ετοιμασίας σχετικών εγγράφων που εχρειάζετο, η Imane διαπίστωσε ότι θα πήγαινε στην Κύπρο και όχι στην Ελλάδα. Όταν το ανέφερε αυτό στην Najat, αυτή της είπε ότι θα έρθει στην Κύπρο ως τραγουδίστρια, με προοπτική σε τρείς μήνες η πρώτη κατηγορούμενη να την στείλει Ελλάδα ως της είχε αναφερθεί αρχικά. Μετά που ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες στη χώρα της, είχε πληρώσει 1.500 ευρώ στο εν λόγω πρόσωπο και στις 4.2.2009 έφυγε από τη χώρα της αεροπορικώς με την Bahija El Fatmi. Η Bahija επίσης αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, προσεγγίστηκε από γνω[*963]στό της Najat, ο οποίος την παρέπεμψε σε αυτή. Η Najat, αφού επίσης της υποσχέθηκε πολύ καλό μισθό και αφού έγιναν oι απαραίτητες διαδικασίες από την Najar, ετοιμάστηκαν τα χαρτιά της, αφού και η ίδια πλήρωσε Riyal 100.000 για να έρθει στην Κύπρο και Dirhan 500 για τα χαρτιά της. Έφτασαν στην Κύπρο στις 6.2.2009, όπου τις παρέλαβε ένας άνδρας ονόματι Πίπης, που εργαζόταν για την πρώτη κατηγορούμενη και τις πήρε σε ένα σπίτι που ανήκε στην πρώτη κατηγορούμενη. Την ίδια μέρα μαζί τους ήρθε από το αεροδρόμιο και η Μάγια (Κατηγορούμενη 15). Την επόμενη μέρα η κατηγορούμενη 15 που έμενε στο εν λόγω σπίτι τις πήρε με τα πόδια στο γραφείο της πρώτης κατηγορούμενης όπου της άφησαν τα συμβόλαια και τις βίζες και αυτές έφυγαν. Όταν πήγαν ξανά πίσω στο σπίτι η 15η κατηγορούμενη τους ανάφερε τις συνθήκες εργασίας, ότι αυτές θα έπρεπε να χόρευαν χωρίς ρούχα και ότι θα πήγαιναν έξω με πελάτες για σεξ. Η ίδια σοκαρίστηκε ενώ η Bahija (ΜΚ7) άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Την επόμενη μέρα πήγαν ξανά στο γραφείο της πρώτης κατηγορούμενης. Η Bahija έκλαιγε και της ζήτησε να της βρει άλλη δουλειά αλλά η πρώτη κατηγορούμενη τους ανέφερε ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Ανέφερε ότι χρωστούσαν μεγάλο ποσό, 8.000 ευρώ και αν δεν κάνουν σεξ με τους πελάτες δεν θα μπορέσουν να εξοφλήσουν (σημειώνεται ότι η ΜΚ7 δεν θυμόταν το ποσό που τους είχε αναφέρει). Την επόμενη μέρα ο Κατηγορούμενος 6, ιδιοκτήτης του καμπαρέ «Σταθμός» πήρε την Bahija. Η ΜΚ4 αφού παρέμεινε εκεί ακόμα 3-4 μέρες από την άφιξη τους στην Κύπρο, μέχρι που τηλεφώνησε η πρώτη κατηγορούμενη και πήγε στο γραφείο της Καλλισθένης. Εκεί την πήρε ο κατηγορούμενος 4 με ένα φίλο του και ακόμη μια κοπέλα που την έλεγαν Bukena για το καμπαρέ «Άρωμα» στην Πάφο. Εκεί εργάστηκε με το ψευδώνυμο ΕΜΥ. Παρά τις διαβεβαιώσεις του κατηγορούμενου 4 ότι θα είχε επιλογή να μην πηγαίνει για σεξ με πελάτες τελικά την εξανάγκασε να πάει με πελάτες. Επειδή ήταν παρθένα αναγκάστηκε να κάνει σεξ από τον πρωκτό, κάτι το οποίο διαφήμιζε στους πελάτες του καμπαρέ ο Κατηγορούμενος 4. Ένιωθε ταπείνωση και πολλές φορές την βοηθούσε κάποια φίλη της με τον άνδρα της προσποιούμενοι ότι θα έβγαινε με πελάτη για να αποφεύγει να πηγαίνει με πελάτες για σεξ. Αντιμετώπιζε διάφορα ψυχολογικά προβλήματα και αναγκάστηκε να κάνει χρήση αλκοόλ, φοβόταν να μην μαθευτεί ότι έκανε αυτή τη ζωή στη χώρα της, στην οποία λόγω θρησκείας και νοοτροπίας θα αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα με την οικογένεια της. Μετά την πάροδο κάποιου χρόνου που άρχισε εργασία στο «Άρωμα», επειδή η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη πήγε στην Κατηγορούμενη 1 και της ζήτησε να επιστρέψει στη [*964]χώρα της αλλά η Κατηγορούμενη 1 της είπε ότι θα μπορούσε να πάει μόνο όταν της εξοφλούσε το χρέος της και ακόμα 900 ευρώ που θα χρειαζόταν για το εισιτήριο για να πετάξει με αεροπλάνο. Μετά από αυτό της ανέφερε ότι ο Δημήτρης (Κατηγορούμενος 4) δεν την πλήρωνε και έτσι η Κατηγορούμενη 1 τη μετακίνησε σε ένα καμπαρέ στη Λευκωσία που ονομάζεται «Night Flight» όπου συνέχισε να εργάζεται για το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία. Εκεί δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα με τους εργοδότες της, ούτε υποχρεώθηκε να πηγαίνει με πελάτες για σεξ.

 

Η Bahijia El Fatmi, αφού την παρέλαβε ο Κατηγορούμενος 6, την πήγε σε ένα σπίτι πάνω από το καμπαρέ, με μία άλλη κοπέλα. Εκεί τις περίμενε ο κατηγορούμενος 10. Αυτός της είπε μέσω της Hakima ότι πρέπει να μείνει σπίτι μέχρι να βγουν οι   αναλύσεις. Την επόμενη μέρα το βράδυ ήρθε πάλι ο κατηγορούμενος 10, Μάριος και της είπε να αλλάξει γιατί έπρεπε να βγει με πελάτη και της εξήγησε με λίγες αγγλικές λέξεις και νοήματα ότι έπρεπε να κάνει σεξ με τον πελάτη. Ήταν πολύ φοβισμένη και επειδή η Hakima της είχε πει ότι θα έχει πρόβλημα και θα την διώξουν δεν είπε οτιδήποτε. Μετά αφού έδωσε λεφτά στον Μάριο το εν λόγω πρόσωπο πήγε στο καμπαρέ όπου ο Μάριος έμεινε εκεί και η ίδια με τον εν λόγω άνδρα. Πήγαν σπίτι του όπου έκαναν σεξ και μετά την ξαναπήρε στο σπίτι. Απ’ ότι έμαθε εκ των υστέρων, αυτός ο άνδρας δούλευε προηγουμένως στο καμπαρέ. Την επομένη ο κατηγορούμενος 6 της έδωσε 50 ευρώ. Επίσης ο Μάριος της έφερε ακόμη έναν πελάτη για σεξ πριν να αρχίσει δουλειά στο καμπαρέ και την πήρε σε ένα ξενοδοχείο και μετά την πήρε πίσω και της έδωσε ο πελάτης 40 ευρώ. Μετά από 5 μέρες ο κατηγορούμενος 6 της είπε ότι οι αναλύσεις ήταν έτοιμες και θα ξεκινούσε εργασία. Αυτό έγινε περί τις 11.2.2009. Η Hakima της έδειξε το χώρο, της εξήγησε ότι έπρεπε να βγαίνει με πελάτες και ότι έπρεπε να παίρνει χρήματα από τους πελάτες με τους οποίους θα κάνει σεξ. Επίσης το ίδιο της εξήγησε και ο Μάριος (Κατηγορούμενος 10) και ότι πρέπει να βγαίνει έξω με πελάτες για σεξ. Εργάστηκε εκεί 4 μήνες. Δεν είχε στην κατοχή της ούτε το διαβατήριο της ούτε το βιβλιάριο της Τράπεζας, το οποίο κρατούσε ο Κατηγορούμενος 6. Η ίδια για ότι χρειαζόταν χρησιμοποιούσε τα λεφτά που έπαιρνε από τους πελάτες. Της είχε πει τόσο ο Κατηγορούμενος 10 όσο και Κατηγορούμενος 6 ότι δεν έπρεπε να βγαίνει από το σπίτι εκτός αν πήγαινε με πελάτες ή αν πήγαινε στο σούπερ μάρκετ αλλά για λίγη ώρα. Στο σπίτι έμενε κάποιος ο οποίος επέβλεπε για να μην φεύγουν δηλαδή έμεναν εναλλάξ οι Κατη[*965]γορούμενοι 7-11. Οι Κατηγορούμενοι 7, 8 και 9 ήταν σερβιτόροι στο καμπαρέ και ο Κατηγορούμενος 10 έβαζε μουσική, ενώ ο Κατηγορούμενος 11 ήταν ο ταμίας. Στο καμπαρέ όταν κάποιος πελάτης ήθελε να πάει με κοπέλα έπρεπε να πάρει 5 ποτά που στοίχιζαν 20 ευρώ το ένα και να πληρώσει και τα χρήματα της κοπέλας. Η κοπέλα έπαιρνε 50 ευρώ τα οποία πληρώνονταν στο καμπαρέ. Κατόπιν προτροπής των Κατηγορουμένων, πήγε έξω με πελάτες του καμπαρέ για σεξ. Για να βγει μια κοπέλα με πελάτη έπρεπε να πληρώσει στο καμπαρέ ποσό 150 ευρώ εκτός αν ήταν γνωστός κάποιου από το καμπαρέ. Όταν κάποια κοπέλα έκανε table dance, δηλαδή χόρευε μόνο με το κάτω εσώρουχο στο καμπαρέ της έδιναν μια μαύρη φίσια την οποία εξαργύρωνε την επομένη ο κατηγορούμενος 6, 20 ευρώ την κάθε μια. Τα πιο πάνω δεν άρεσαν στην ΜΚ7, ένιωθε άβολα, φοβισμένη και πολύ ταπεινωμένη και την έκαναν να νιώθει ότι ήταν αναγκασμένη να τα κάνει. Δεν της άρεσε να πηγαίνει με πελάτες ή να χορεύει table dance. Αρχές Ιουνίου η Ζουλέχα τσακώθηκε με μια κοπέλα από τη Μολδαβία και με τον Κατηγορούμενο 11 και έτσι ο Κατηγορούμενος 10 τις έδιωξε, τόσο την Ζουλέχα, όσο και την ίδια, επειδή δεν ήθελε πια Μαροκινές στο καμπαρέ. Την ίδια μέρα μάζεψε τα πράγματα της και πήγε με ταξί στο γραφείο της 1ης Κατηγορούμενης. Αυτή την έστειλε στο καμπαρέ «Dejavu», αφού προηγουμένως πήγε στο σπίτι που έμεναν ακόμη 6-7 κοπέλες, που εργάζονταν σε εκείνο το καμπαρέ. Το βράδυ πήγε κάποιος και την πήρε στο «Dejavu» και τότε ένας σερβιτόρος της είπε να κάτσει στο μπαρ. Το ίδιο βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα ο σερβιτόρος της είπε ότι είχε πελάτη και είδε έναν άνδρα να δίνει λεφτά στον σερβιτόρο. Την πήρε σε ένα ξενοδοχείο 10 λεπτά από το καμπαρέ. Εκεί έκανε σεξ και της έδωσε 50 ευρώ και την πήρε μετά στο σπίτι. Την επόμενη μέρα ήρθε ο υπάλληλος της Καλλισθένης και της είπε ότι θα εργαστεί στο «Frolics» στην Λευκωσία. Εκεί εργάζοντο πέντε Μολδαβές και τρείς Φιλιππινέζες. Εκεί ο κατηγορούμενος 13 της είπε ότι πρέπει να πηγαίνει με πελάτες για σεξ και θα παίρνει 50 ευρώ και αν κάνει table dance θα έχει 10 ευρώ δικά της. Θα έπρεπε να χορεύει πάνω σε μια σωλήνα και ενώ εχόρευε θα έβγαζε τα ρούχα της και θα έμενε μόνο με το κάτω εσώρουχο. Της είπε επίσης ότι θα πρέπει να κάθεται με πελάτες και για κάθε ποτό θα έπαιρνε 2 ευρώ. Την έκαναν να νοιώθει υποχρεωμένη να πηγαίνει με πελάτες για σεξ παρόλο που δεν της άρεσε. Ένα βράδυ που ανέβηκε στην πίστα για να χορέψει ήταν 4 άραβες στην πίστα και της φώναξαν «βγάλ’ τα όλα». Η ίδια ένιωσε μεγάλη ταπείνωση και κατέβηκε κάτω από την πίστα. Τότε ο κατηγορούμενος 13 της φώναξε, μπροστά σε όλο [*966]τον κόσμο, λέγοντας της να ανέβει και να χορέψει βγάζοντας τα ρούχα της. Αυτή ένιωσε προσβολή και ταπείνωση και έτρεξε και κλειδώθηκε στο μπάνιο. Σε μια άλλη περίπτωση ο σερβιτόρος της είπε να πάει με κάποιον πελάτη για σεξ και αυτή αρνήθηκε, τότε θύμωσαν, τόσο ο Κατηγορούμενος 13, όσο και ο 14, και της φώναζαν. Εργάστηκε εκεί λιγότερο από ένα μήνα και πήγε με πελάτες για σεξ περίπου έξι φορές.»

 

Με βάση τα γεγονότα που έγιναν αποδεκτά, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε διαπίστωση περί οργανωμένης και συντονισμένης δράσης των εμπλεκομένων προσώπων και ειδικά της πρώτης κατηγορούμενης και της Najat Derci, την οποία χαρακτήρισε ως αντιπρόσωπο της κατηγορούμενης 1 στο Μαρόκο. Θεώρησε ότι αυτές δρούσαν οργανωμένα και συντονισμένα χρησιμοποιώντας περιστασιακά και άλλα πρόσωπα για να επιτελέσουν τον εκάστοτε επιδιωκόμενο σκοπό. Η Najat, ως αντιπρόσωπος της κατηγορούμενης 1, έπεισε τις παραπονούμενες με ψεύτικες υποσχέσεις, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, για να εργαστούν ως καλλιτέχνιδες στην Κύπρο για ένα καλύτερο μέλλον, όπου και μεταφέρθηκαν αεροπορικώς με τη διαβεβαίωση της Najat ή και της Hakima ότι δεν θα είχαν να πληρώσουν οποιοδήποτε άλλο ποσό. Η Najat και η Hakima ευρισκόμενες σε πλήρη συνεργασία και συνεννόηση με την κατηγορούμενη 1, εξηγούσαν στις παραπονούμενες ότι στην Κύπρο θα συναντούσαν την κατηγορούμενη 1, όπως και έγινε μετά που τις παρέλαβαν από το αεροδρόμιο υπάλληλοί της. Μέσω της διερμηνείας της κατηγορούμενης 15 που εργαζόταν επίσης ως καλλιτέχνιδα σε καμπαρέ στο οποίο είχε μετοχές η κατηγορούμενη 1, ή μέσω της διερμηνείας άλλων κοπέλων, η κατηγορούμενη 1 ανέφερε στις παραπονούμενες ότι της χρωστούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά και ότι θα έπρεπε στα κέντρα που θα εργοδοτηθούν να πηγαίνουν με πελάτες για σεξ για να εξοφλήσουν τα χρέη τους.

 

Ακολούθως, το Δικαστήριο παρέπεμψε σε απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην οποία έγινε αναφορά σε ολλανδική νομολογία από το Εγχειρίδιο Case Law on Trafficking in Human Beings 2009-2012, An Analysis.

 

Ως αποτέλεσμα της παραπάνω διεργασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε διαπίστωση ότι στοιχειοθετήθηκε στρατολόγηση των παραπονουμένων στο Μαρόκο, μέσω συντονισμένης δράσης της κατηγορούμενης 1 με τις εκεί αντιπροσώπους της Najat Derci και Hakima. Αναφέρονται σχετικά στην απόφαση τα ακόλουθα:

[*967]«Η πρώτη κατηγορούμενη και η αντιπρόσωπος της στο Μαρόκο Najat Derci δρούσαν οργανωμένα και συντονισμένα, χρησιμοποιώντας περιστασιακά και άλλα πρόσωπα για να επιτελέσουν τον εκάστοτε επιδιωκόμενο σκοπό. Η Najat, αντιπρόσωπος της Κατηγορούμενης 1 (ως προκύπτει από το Τεκμήριο 70 κάτι που αποδέχεται και η κατηγορουμένη 1 στην κατάθεσή της που έδωσε στην αστυνομία) με ψεύτικες υποσχέσεις, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, έπεισε τις παραπονούμενες να έρθουν στην Κύπρο για να εργασθούν ως καλλιτέχνιδες για ένα καλύτερο μέλλον. Αφού οι Παραπονούμενες πλήρωσαν λεφτά για τη διαμεσολάβηση των αντιπροσώπων της Κατηγορουμένης 1 στο Μαρόκο και με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα είχαν να πληρώσουν οποιοδήποτε άλλο ποσό μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στην Κύπρο. Η κατηγορουμένη 1, ως προκύπτει επίσης από τα γεγονότα τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά, βρισκόταν σε πλήρη συνεργασία και συνεννόηση με την Najat Derci και τη Hakima, οι οποίες εξηγούσαν στις παραπονούμενες ότι στην Κύπρο θα συναντούσαν την κατηγορουμένη 1 και πράγματι αυτό έγινε όταν ήλθαν στην Κύπρο, παραλαμβάνοντας αυτές από το αεροδρόμιο μέσω υπαλλήλων της. Μέσω της διερμηνείας άλλων κοπέλων, ενημέρωσε τις Παραπονούμενες ότι της χρωστούσαν μεγάλο χρηματικό ποσό και εξηγώντας τους ότι θα πρέπει στα κέντρα που θα εργοδοτηθούν να πηγαίνουν με πελάτες για σεξ για να εξοφλήσουν τα χρέη τους.»

 

Ως προς τη στρατολόγηση επίσης και ως προς τα λοιπά συστατικά στοιχεία των υπό εξέταση αδικημάτων, το Δικαστήριο συμπλήρωσε τα ακόλουθα:

 

«Παρατηρείται λοιπόν πως (α) η χρήση απειλών ή (β) η απαιτούμενη χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού ή (γ) η απαιτούμενη κατάχρηση της ευπαθούς θέσης συνιστούν κοινά συστατικά στοιχεία στις πιο πάνω κατηγορίες.

 

Αρχίζοντας από τις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της Εμπορίας Ενηλίκων Προσώπων, δηλαδή τις παραπονούμενες, θα πρέπει να αποφασισθεί κατά πόσον οι παραπονούμενες στρατολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν, υπό τις συνθήκες που περιγράφει ο σχετικός Νόμος, με σκοπό την εκπόρνευση τους και αν οι κατηγορούμενοι ενέχονται στις πιο πάνω πράξεις, δηλαδή στην στρατολόγηση και στη μεταφορά με σκοπό την εκπόρνευση τους, είτε ως αυτουργοί, είτε ως συμμέτοχοι στη διάπραξη.

 

Ως προς το συστατικό στοιχείο της στρατολόγησης και μετα[*968]φοράς των παραπονούμενων διαπιστώνεται ότι οι ενέργειες της Κατηγορούμενης 1, μέσω της Najat αντιπροσώπου της στο Μαρόκο και άλλων προσώπων που συνεργάζοντο με αυτήν, στοιχειοθετούν στρατολόγηση των παραπονούμενων και η συνακόλουθη μεταφορά τους αεροπορικώς στην Κύπρο εμπίπτει στην έννοια του Νόμου. Η Najat Derci και οι συνένοχοι της, αντιπρόσωπος της Κατηγορουμένης 1, πείθοντας τις παραπονούμενες με ψεύτικες υποσχέσεις, ότι, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες, θα μπορούσαν να δουλέψουν σε μουσικοχορευτικα κέντρα με πολύ καλό μισθό, με τον οποίο θα εξοφλούσαν αμέσως τα λεφτά που της είχαν πληρώσει και τα οποία είχαν δανειστεί στη χώρα τους, την ΜΚ4 ως τραγουδίστρια ενώ τις ΜΚ6 και ΜΚ7 ως χορεύτριες, για ένα καλύτερο μέλλον, τις μετέφερε στην Κύπρο με τη βοήθεια της Κατηγορουμένης 1 ετοιμάζοντας τους όλα τα σχετικά χαρτιά. Η μεταφορά τους στην Κύπρο, αλλά και η παραλαβή τους από υπαλλήλους της Κατηγορουμένης 1, έγινε με σαφή σκοπό και προοπτική. Αμέσως μόλις τις συναντά η Κατηγορουμένη 1, εφαρμόζοντας το σχέδιο της σε συνεργασία με την Κατηγορούμενη 15, η οποία μετάφραζε και η οποία ήταν καλλιτέχνιδα και ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί σε καμπαρέ, αλλά και άλλες κοπέλες που κατά καιρό χρησιμοποιούσε ως μεταφράστριες και ήταν καλλιτέχνιδες σε καμπαρέ, της οικογένειας της (Play Boy, Pink Panther, Dejavu), επεξηγώντας στις Παραπονούμενες ότι της χρωστούν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο δεν μπορούσε να διεκδικήσει σύμφωνα με το νόμο, υπέδειξε σ’ αυτές ότι θα έπρεπε να πηγαίνουν με πελάτες για σεξ για να μπορούν να εξοφλήσουν το χρέος τους. Στο σχέδιο αυτό συμμετείχε και η Κατηγορούμενη 15, η οποία τους ανέφερε ότι αυτές θα πρέπει να βγαίνουν με πελάτες για σεξ για να μπορούν να έχουν χρήματα. Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα και έχοντας υπόψη ότι οι παραπονούμενες στη χώρα τους αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και φτάνοντας στην Κύπρο δεν γνώριζαν τη γλώσσα, ήταν χωρίς λεφτά και ήταν σε μια ξένη χώρα χωρίς διαβατήρια, αφού τους τα είχαν πάρει μόλις έφτασαν στο γραφείο της Κατηγορουμένης 1 καταλήγω ότι υπήρξε αναμφίβολα στρατολόγηση των παραπονούμενων από την Κατηγορούμενη 1 μέσω της αντιπροσώπου της Najat Derci και ότι αυτή έγινε στο Μαρόκο, από όπου ξεκίνησε η διακίνηση και μεταφορά τους στην Κύπρο με σκοπό την εκμετάλλευση τους. Οι κατηγορούμενες 1 και 15 συμμετείχαν στην στρατολόγηση τους ως αναφέρθηκε πιο πάνω. Αναφορικά   με τους κατηγορουμένους 2 και 3 αυτοί συμμετείχαν στην μεταφορά της Khadija Zyad (ΜΚ6), αφού αυτοί την παρέλαβαν από το αεροδρόμιο και όπως διαφάνηκε η Zyad, μέσω της κα[*969]τηγορούμενης 1, εντάχθηκε στις καλλιτέχνιδες του καμπαρέ «Pink Panther». Έχοντας υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος 2 ήταν υπεύθυνος του εν λόγω καμπαρέ και ο Κατηγορούμενος 3 εργοδοτούμενος, και ότι η Κατηγορούμενη 1  τους χρησιμοποίησε στο στάδιο άφιξης της Zyad στο αεροδρόμιο για παραλαβή της και μεταφορά της στη Λεμεσό, κρίνω ότι υπό τις πιο πάνω περιστάσεις συμμετείχαν στον ίδιο από την κατηγορουμένη 1 σκοπό, δηλαδή την στρατολόγηση και μεταφορά της με σκοπό την εκμετάλλευση της σε αυτό.

 

Ως προς τα αδικήματα που αφορούν την Εμπορία Ενηλίκων Προσώπων και συνδέονται με την παράγραφο (α) του Άρθρου 5 δηλαδή με την χρήση απειλών δεν υπήρχε μαρτυρία που να δικαιολογεί εύρημα ότι οι κατηγορούμενοι πέτυχαν την στρατολόγηση ή εκμετάλλευση τους στην εργασία ή την σεξουαλική τους εκμετάλλευση των Παραπονούμενων διά απειλών τέτοιων ως φαίνεται στην ερμηνεία του Άρθρου 2 του πιο πάνω Νόμου ως εκ τούτου οι κατηγορούμενοι 1, 2, 3, 4, 6 - 11, 13 - 15 αθωώνονται και απαλλάσσονται από τις κατηγορίες 239, 242, 252, 255, 274, 277, 280, 287, 290, 293, 299, 302, και 305.

 

Ως προς τα συστατικά στοιχεία της (α) χρήσης βίας και ή άλλων μορφών εξαναγκασμού και (β) κατάχρησης ευπαθούς θέσης, αυτά καλύπτουν διάφορες ενέργειες οι οποίες απολήγουν σε μια κατάσταση όπου το άτομο δεν έχει πραγματική ή αποδεκτή επιλογή παρά να υποταχθεί στον εξαναγκασμό και ή στην κατάχρηση.

 

Οι παραπονούμενες, άτομα με σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην χώρα τους, στρατολογήθηκαν αφού πείσθηκαν να πληρώσουν χρήματα τα οποία δανείστηκε η οικογένεια τους στη χώρα τους για να έρθουν στην Κύπρο προς επίλυση των οικονομικών προβλημάτων, των ιδίων και της οικογένειας τους. Ήταν για αυτές σημαντική η εξασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος. Μέσα από αυτές τις συνθήκες ήρθαν στην Κύπρο παραλαμβάνοντας τες η κατηγορούμενη 1 ενημερώνοντας τες αμέσως ότι έχουν ένα υπέρογκο χρέος να εξοφλήσουν σ' αυτήν, διαφορετικό από αυτό που ήδη η οικογένεια τους δημιούργησε για να μπορέσουν να έρθουν στην Κύπρο και ενώ οι ίδιες ευρίσκονταν σε ξένη χώρα χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα και χωρίς λεφτά. Με αυτά τα δεδομένα δεν θεωρώ ότι υπήρχε η οποιαδήποτε δυνατότητα διαφυγής των παραπονούμενων από τα πλοκάμια της Κατηγορούμενης 1 και των συνεργατών της. Αυτές βρίσκονταν υπό το καθεστώς [*970]φόβου, ανίσχυρες χωρίς να μπορούν να ξεφύγουν. Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν χωρίς αμφιβολία ότι οι Παραπονούμενες ευρίσκοντο σε συνθήκες εξαναγκασμού και από τους Κατηγορούμενους κατάχρηση της ευπαθούς θέσης τους και ότι είναι αυτή τη θέση τους την οποία εκμεταλλεύθηκαν η Κατηγορούμενη 1 σε συνεργασία με τους κατηγορούμενους 2, 3 και 15, για να στρατολογήσουν τη ΜΚ6, ενώ τη θέση των ΜΚ4 και ΜΚ7 εκμεταλλεύθηκαν οι κατηγορούμενες 1 και 15.

 

Οι πράξεις και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι Κατηγορούμενοι 1, 2, 3 και 15 και επεξηγήθηκαν ανωτέρω είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την εκπόρνευση της παραπονούμενης 6 επίσης τα ίδια προκύπτουν και με τις ενέργειες της κατηγορούμενης 1 και 15 εις βάρος των παραπονούμενων ΜΚ4 και ΜΚ7 που σκοπό είχαν την εκπόρνευση των εν λόγω παραπονούμενων στέλλοντας τες να εργαστούν στο καμπαρέ κάτι το οποίο συντελέστηκε στην Κύπρο. Η εκπόρνευση εμπίπτει στον ορισμό της εκμετάλλευσης και εφόσον όλα έγιναν με αυτό το σκοπό, πληρούται και αυτό το στοιχείο.

 

Σε σχέση όμως με τους κατηγορούμενους 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 13, 14 αυτοί με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν έχουν συνδεθεί με την αρχική στρατολόγηση και μεταφορά των παραπονούμενων ΜΚ4 και ΜΚ7 και ως εκ τούτου οι κατηγορούμενοι 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 13, 14 αθωώνονται και απαλλάσσονται στις κατηγορίες 249, 250, 251, 274, 275, 276, 287, 288, 289, 299, 300 και 301 που αφορούν το αδίκημα της Εμπορίας Ενήλικων Προσώπων κατά παράβαση του Άρθρου 5(α), (β) και (ε).

 

Προχωρώντας να εξετάσω τα αδικήματα της εκμετάλλευσης στην εργασία και της σεξουαλικής εκμετάλλευση επισημαίνω ότι η παραπονούμενη Khadija Zyad (ΜΚ6) από τη στιγμή που εργοδοτήθηκε στα καμπαρέ Pink Panther υπήρξε εκπόρνευση της από τους κατηγορούμενους 2 και 3, κατά το χρονικό διάστημα που παρέμεινε εκεί, δηλαδή μέχρι 20.5.2009 υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στα σχετικά ευρήματα. Επίσης η παραπονούμενη Imane louami (ΜΚ4) από τη στιγμή που εργοδοτήθηκε από το καμπαρέ ΑRΟΜΑ υπήρξε εκπόρνευση της από τον κατηγορούμενο 4 κατά το χρονικό διάστημα που παρέμεινε εκεί. Καθώς επίσης και η παραπονούμενη Bahijia El Fatmi (ΜΚ7) από την εργοδότηση της τόσο στο καμπαρέ ΣΤΑΘΜΟΣ όσο χρόνο παρέμεινε εκεί υπήρξε εκπόρνευση και εκμετάλλευση της από τους κατηγορούμενους 6 -11, δηλαδή μέχρι 1.6.2009 όσο και στο καμπαρέ FROLICS από 3.6.2009 μέχρι 29.6.2009 [*971]υπήρξε εκπόρνευση και εκμετάλλευση της από τους κατηγορούμενους 13 και 14 υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στα σχετικά ευρήματα. Η εκπόρνευση και εκμετάλλευση των παραπονούμενων από τους κατηγορούμενους έγινε διά εκφοβισμού και εξαναγκασμού τους και διά της κατάχρησης της ευπαθούς θέσης των παραπονούμενων (ως περιγράφεται στα ευρήματα, χωρίς λεφτά, με οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν ευρισκόμενες σε ξένη χώρα χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα).

 

Όπως διεφάνη από τα σχετικά ευρήματα και διαπιστώσεις, οι

κατηγορούμενοι ιδιοκτήτες των καμπαρέ που εργοδοτούσαν τις παραπονούμενες με τη συμμετοχή των υπαλλήλων τους είχαν πλήρη έλεγχο επί των παραπονούμενων. Ήταν αυτοί που τους υποδείκνυαν που θα έπρεπε να βγουν και σ’ αυτούς κατέληγαν μέρος των εισπράξεων από τους πελάτες. Ως εκ τούτου οι κατηγορούμενοι 2 και 3 κρίνονται ένοχοι στις κατηγορίες 240, 241, 243, 244, ο κατηγορούμενος 4 στις κατηγορίες 253, 254, 256, 257, οι κατηγορούμενοι 6-11 στις κατηγορίες 278, 279, 281 και 282 και οι κατηγορούμενοι 13 και 14 κρίνονται ένοχοι στις κατηγορίες 303, 304, 306 και 307. Όμως ως προς την κατηγορούμενη 7 κρίνω ότι δεν έχουν αποδειχθεί αυτές οι κατηγορίες και ως εκ τούτου αυτή αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτές.

 

Αναφορικά με τις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της εκμετάλλευσης πόρνων (αποζείν από κέρδη πορνείας) κατηγορίες 247, 285, 298, 310 διαπιστώνω ότι στη βάση των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία των εν λόγω αδικημάτων ήτοι το γεγονός ότι οι παραπονούμενες εν γνώσει των κατηγορουμένων εκδίδοντο σε πορνεία και αυτοί εισέπρατταν από την άσκηση της πορνείας που ασκούσαν οι παραπονούμενες τις σχετικές εισπράξεις τόσο η κατηγορούμενοι 2, 3, 4, 6 και 13 όσο και μέσω των υπαλλήλων τους κατηγορούμενοι 7-11 και 14.

 

Σε σχέση με τις κατηγορίες που αφορούν την κατακράτηση των ταξιδιωτικών εγγράφων τόσο της Khadijia Zyad (ΜΚ6) από την 1η κατηγορουμένη όσο και τη Bahijia El Fatmi (ΜΚ7) από τον κατηγορούμενο 6, έχοντας υπόψη τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να τις αποδείξει και ως εκ τούτου η κατηγορουμένη 1 κρίνεται ένοχη στην κατηγορία 248 και ο κατηγορούμενος 6 στην κατηγορία 286.»

 

Κοινή συνισταμένη των εφέσεων, τηρουμένων και άλλων λό[*972]γων έφεσης, ήταν η εισήγηση περί εσφαλμένης αξιολόγησης και αποδοχής της μαρτυρίας που προσέφερε η κατηγορούσα αρχή ως αξιόπιστης, η εισήγηση ότι, εν πάση περιπτώσει, από τα γεγονότα που δέχθηκε το Δικαστήριο δεν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα και ότι δεν τηρήθηκε η αρχή περί απόδειξης της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Σε ό,τι αφορά την εισήγηση περί εσφαλμένης αξιολόγησης, σημειώνεται βεβαίως κατ’ αρχάς ότι τέτοιο εγχείρημα εκ μέρους των εφεσειόντων είναι δυσχερές ενόψει της παγιωμένης νομολογίας περί επέμβασης του Εφετείου με φειδώ για τους λόγους που εξηγούνται, μεταξύ πολλών άλλων, στην Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 Α.Α.Δ. 1367:

 

«Αρκεί να επαναλάβουμε ότι, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις επί των γεγονότων, όπως αυτές γίνονται από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων ανάγεται στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είναι σε εξέχουσα θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επέμβει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας μαρτύρων, μόνο εφ' όσον καταφαίνεται, εξ αντικειμένου, ότι αυτά είναι ανυπόστατα (βλέπε, μεταξύ άλλων, Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39).

 

Επέμβαση επίσης δικαιολογείται όταν οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070), ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο (Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, 2008 και A.S. Air Control Ltd v. Ερωτοκρίτου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1056). Σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις διαπιστώσεις που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλέπε επίσης Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236, 240).»

 

Σταθερή είναι επίσης η νομολογία ως προς τη θεώρηση ότι αντιφάσεις σε λεπτομέρειες ή αδυναμίες επουσιώδους σημασίας δεν αποδυναμώνουν μια μαρτυρία η οποία είναι γενικά πειστική.  Οι αντιφάσεις που καθιστούν μια μαρτυρία αναξιόπιστη πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, σε σημείο που να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να πει ψέματα (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Χριστοφίδης ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 25, Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143).

 

Οφείλοντας να θέσω το έργο του ελέγχου της αξιολόγησης της μαρτυρίας στα πλαίσια που οριοθετούν τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται και από τις νομικές παραμέτρους της υπόθεσης, παρεμβάλλω ότι ο Νόμος βασίζεται στο Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficking in Persons, especially Women and Children, γνωστό ως Palermo Protocol, το οποίο είναι συμπληρωματικό της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών United Nations Convention against Transnational Organized Crime. Ο ορισμός της έννοιας της «εμπορίας προσώπων» («trafficking in persons») τέθηκε στο Νόμο μεταφερόμενος από το Πρωτόκολλο και αντιστοιχώντας με το προαναφερθέν αδίκημα του Άρθρου 5 περί «εμπορίας ενηλίκων προσώπων» ως ακολούθως:

 

«“εμπορία προσώπων” σημαίνει η στρατολόγηση, μεταφορά, μεταβίβαση, υπόθαλψη ή παραλαβή προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου επί του προσώπου, μέσω απειλών ή χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, δόλου, εξαπάτησης, κατάχρησης εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού.»

 

Γενικά, ως εκ των άνω, ο σκοπός και η φιλοσοφία του Νόμου αναφέρονται σε πρόσωπα που καθίστανται θύματα εκμετάλλευσης και βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Τούτο ισχύει ειδικότερα στην παρούσα περίπτωση ενόψει των καταδικών βάσει της χρήσης εξαναγκασμού και της κατάχρησης της ευπαθούς θέσεως των θυμάτων. Η έννοια της κατάχρησης μιας ευπαθούς θέσης είναι κεντρική στην εμπορία προσώπων και εμπεριέχεται σε όλες σχεδόν τις υποθέσεις τέτοιας φύσεως, όπως διαπιστώθηκε μέσα από σχετική έρευνα του United Nations Office of Drugs and Crime, 2013, που πραγματεύεται την έννοια της κατάχρησης ευπαθούς θέσης*.  [*974]Είχε, συνεπώς, σημασία κατά την αξιολόγηση αλλά και την όλη εκτίμηση της υπόθεσης, να είχε κατά νου το Δικαστήριο το κυρίαρχο αυτό χαρακτηριστικό και υπό το πρίσμα αυτό να κρίνει τις διάφορες πτυχές και τυχόν αδυναμίες στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής  που θα μπορούσαν να είναι σχετικές.

 

Ήταν ο ισχυρισμός της ΜΚ4 ότι δεν υπέγραψε το συμβόλαιο εργοδότησής της στην ΥΑΜ και ως εκ τούτου δεν γνώριζε τα δικαιώματά της και τους κινδύνους εκμετάλλευσης επειδή δεν της είχαν εξηγηθεί εκεί. Ο ισχυρισμός αυτός προωθεί τη θέση ότι εργοδοτήθηκε έξω από τις νενομισμένες διαδικασίες και χωρίς επαφή με τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, θέση που εναρμονίζεται με την εικόνα θύματος εμπορίας προσώπων. Παραπλήσιο ισχυρισμό προέβαλε και η ΜΚ6 η οποία ανέφερε ότι μεταφέρθηκε μεν στο Τμήμα Αλλοδαπών αλλά εκείνο που αντελήφθη ήταν ότι τα έγγραφα που υπέγραψε ήταν για την έκδοση κάρτας αλλοδαπού, χωρίς να αντιληφθεί να υπέγραψε οποτεδήποτε συμβόλαιο εργασίας, μη γνωρίζοντας ούτε ελληνικά ακόμα ούτε αγγλικά. Η μαρτυρία της ΜΚ4 και της ΜΚ6 έγινε πιστευτή από το Δικαστήριο.

 

Παράλληλα όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι η ΜΥ3 Αστ. 4245 Χαρούλα Σακσιά, σύμφωνα με τη μαρτυρία της οποίας, όπως καταγράφει το Δικαστήριο, οι εν λόγω παραπονούμενες υπέγραψαν τα συμβόλαια εργοδότησής τους στην παρουσία της, ήταν, μαζί με άλλους αστυνομικούς που κλήθηκαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, στους οποίους θα αναφερθούμε κατωτέρω, «πρόσωπα που ήρθαν στο Δικαστήριο να πουν την αλήθεια». Παρά ταύτα, θεώρησε τη μαρτυρία της ως αόριστη και ασαφή που δεν μπορούσε να κλονίσει τα όσα η ΜΚ6 είχε αναφέρει, αφού δεν θυμόταν ούτε λεπτομέρειες, ούτε πότε, ούτε με ποιους παρουσιάστηκε ενώπιον της η ΜΚ6. Γενικά δε, όπως και για όλους τους αστυνομικούς μάρτυρες υπεράσπισης που τους έκρινε ως μάρτυρες της αλήθειας, θεώρησε ότι η μαρτυρία τους δεν βοήθησε ιδιαίτερα την υπεράσπιση αφού δεν ήταν σε θέση να θυμούνται ακριβώς το τι είχε συμβεί. Παραβλέφθηκε έτσι η θέση της ΜΥ3 για την υπογραφή του συμβολαίου από τη ΜΚ4 επί του οποίου αναγνώρισε τη δική της πιστοποίηση και η εξήγηση που έδωσε γενικότερα για τη διαδικασία που πάντοτε ακολουθείται, ότι δηλαδή τα συμβόλαια υπογράφονται στα γραφεία της ΥΑΜ, εξηγούνται οι όροι του συμβολαίου σε γλώσσα κατανοητή και δίδονται ενημερωτικά φυλλάδια με τους όρους εργασίας και τα σχετικά δικαιώματα και το σύστημα προστασίας που παρέχεται σε περίπτωση σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μαζί με τηλέφωνα επικοινωνίας.

 

Ένα άλλο ζήτημα που γενικά είναι σημαντικό, αλλά ιδίως [*975]και λόγω της φύσης της υπόθεσης, αφορά τη δυνατότητα ή την ευχέρεια που θα είχαν οι παραπονούμενες ως θύματα εμπορίας προσώπων να έρθουν σε επαφή με την αστυνομία και μάλιστα το κατά πόσο θα μπορούσαν ή όχι να υποβάλουν ή να υπονοήσουν παράπονο.

 

Ήταν ο ισχυρισμός της ΜΚ4 ότι ενόσω εργαζόταν στο AROMA δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε στους αστυνομικούς της ΥΑΜ που επισκέπτονταν το καμπαρέ καθηκόντως για έλεγχο, επειδή αυτοί κάθονταν και έπιναν ποτά και όταν τους άρεσε μια όμορφη κοπέλα την έπαιρναν μαζί τους για σεξ. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος 4 καθόταν στο γραφείο του με τον αστυνομικό που προέβαινε κάθε φορά στον έλεγχο και ήταν παρών όταν ο αστυνομικός καλούσε τις καλλιτέχνιδες για σκοπούς ελέγχου. Το Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς αυτούς ως αληθινούς.

 

Από την άλλη, ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν αριθμός αστυνομικών της ΥΑΜ Πάφου που κατά την επίδικη περίοδο προέβαιναν σε έλεγχο του εν λόγω καμπαρέ με σκοπό τη διαπίστωση παρανομιών ή παραπόνων σε σχέση με τις καλλιτέχνιδες που εργάζονταν εκεί. Αυτοί, διέψευσαν ευθέως τους παραπάνω ισχυρισμούς της ΜΚ4.

 

Το Δικαστήριο, αν και έκρινε, ως άνω, ότι όλοι οι εν λόγω αστυνομικοί «ήταν πρόσωπα που ήρθαν στο Δικαστήριο να πουν την αλήθεια», παρά ταύτα θεώρησε ότι η μαρτυρία τους δεν βοήθησε ιδιαίτερα την υπεράσπιση αφού, όπως το έθεσε, δεν ήταν σε θέση να θυμούνται ακριβώς το τι είχε συμβεί στη συγκεκριμένη περίπτωση για κάθε μία από τις παραπονούμενες.

 

Όμως, ήταν συγκεκριμένη η μαρτυρία των αστυνομικών που διενεργούσαν έλεγχο στο εν λόγω καμπαρέ. Απέρριψαν κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς για επιλήψιμες σχέσεις και επιλήψιμη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ότι κατά τις συνεντεύξεις τους με τις καλλιτέχνιδες ήταν παρών ο υπεύθυνος του καμπαρέ. Ειδικότερα, ένας εξ αυτών (ΜΥ10) αρνήθηκε ότι υπήρχε κατά τη διάρκεια των ελέγχων οποιαδήποτε καλλιτέχνιδα που να του έδωσε την εντύπωση ότι ήταν εκφοβισμένη. Δέχθηκαν βέβαια και ευλόγως ότι δεν μπορούσαν μετά από πέντε χρόνια να θυμηθούν τα ονόματα των προσώπων που εργάζονταν τότε στο καμπαρέ, ούτε την παραπονούμενη, όμως ήταν κατηγορηματικοί στο να αποκλείσουν τέτοιους ισχυρισμούς και ήταν βέβαιοι ότι είχαν προβεί σε ελέγχους με τον τρόπο που περιέγραψαν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες βάσει ημερολογίου/αρχεί[*976]ου που ετηρείτο για τους ελέγχους σε καμπαρέ (τεκμήριο 106).

 

Έτσι, παρατηρούνται ήδη σοβαρά ρήγματα στο έργο της αξιολόγησης σε σχέση μάλιστα, όπως προσπάθησα να υποδείξω, με καίρια ζητήματα σε μια υπόθεση εμπορίας προσώπων, όπως είναι το κατά πόσον οι παραπονούμενες εργοδοτήθηκαν μέσα από τις νενομισμένες διαδικασίες και σε επαφή με τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, το κατά πόσον είχαν πληροφορηθεί τα δικαιώματά τους σε περίπτωση εκμετάλλευσης τους και το κατά πόσον κατά το χρόνο εργοδότησής τους είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν παράπονο στην αστυνομία.

 

Άλλο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε υποθέσεις εμπορίας προσώπων και ειδικά εν προκειμένω που το κατηγορητήριο και η καταδίκη βασίστηκαν σε εξαναγκασμό, που εξ ορισμού δύναται να περιλαμβάνει πίεση εναντίον προσώπου με στόχο την πλήρη οικονομική του εξάρτηση ή υποτέλεια (βλ Άρθρο 2 του Νόμου) και σε εκμετάλλευση ευάλωτης θέσης, είναι η οικονομική κατάσταση και μάλιστα η οικονομική πίεση που δυνατό να ασκείται επί του θύματος με στόχο την εξάρτηση και την υποτέλεια του και τελικό σκοπό την εκμετάλλευσή του.

 

Η ΜΚ4 είχε αναφέρει σχετικώς στην κατάθεσή της προς την αστυνομία, την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασής της, ότι η κατηγορούμενη 1 είχε διασυνδέσει τον εξαναγκασμό που τους επέβαλε να κάμουν σεξ με πελάτες γιατί της χρωστούσαν 800 ευρώ και αν δεν έκαναν σεξ δεν θα μπορούσαν να εξοφλήσουν, επειδή ο μισθός τους θα ήταν μόνο 120 ευρώ την εβδομάδα. Υιοθετώντας όμως την κατάθεσή της, διευκρίνισε ότι σ’ αυτό το σημείο υπάρχει λάθος και το ποσό δεν ήταν 800 ευρώ όπως καταγράφηκε, αλλά 8.000 ευρώ από κάθε κοπέλα. Κάτι το οποίο όμως δεν ανέφερε η ΜΚ7 που ήταν παρούσα στη συνάντησή τους με την κατηγορούμενη 1. Ό,τι η ΜΚ7 ανέφερε ήταν πως η κατηγορούμενη 1 τους είχε πει ότι χρωστούσαν λεφτά για τα έξοδα που έκανε για να ετοιμάσει τα χαρτιά τους και για τα εισιτήριά τους, αλλά δεν θυμόταν το ποσό που τους είπε. Η ΜΚ6 ανέφερε ότι η κατηγορούμενη 1 μέσω της διερμηνέως κατηγορούμενης 15, τους είχε πει ότι της χρωστούν πολλά λεφτά για τα έξοδα που έκανε η ίδια να τις φέρει από τη χώρα τους, χωρίς να αναφέρει το ποσό. Σημειώνω ότι αυτές οι αναφορές της ΜΚ6 και της ΜΚ7 συνάδουν με τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης 1 στην ανώμοτη δήλωσή της, ο οποίος δεν συνεκτιμήθηκε, ότι η ίδια ως καλλιτεχνική πράκτορας έπρεπε να προπληρώσει το φόρο εισοδήματος για την πρώτη τριμηνία που θα εργαζόταν η κάθε αλλοδαπή, τη διαμονή και τα εισι[*977]τήριά τους και ότι απεκόπτετο από το μισθό τους ανάλογο ποσό πλέον η προμήθειά της που ήταν το κέρδος της.

 

Περιπλέον, η ΜΚ4 ήταν αντιφατική ήδη από την κυρίως εξέταση ως προς το κατά πόσο είχε ζητήσει εξηγήσεις γιατί να χρωστά 8.000 ευρώ, εφόσον όταν ρωτήθηκε σχετικά απάντησε ότι «δεν την ρώτησα», αμέσως παρακάτω όμως όταν της υποδείχθηκε ότι στην κατάθεσή της είχε αναφέρει ότι την είχε ρωτήσει γιατί έπρεπε να της πληρώσει 800 ευρώ, απάντησε «εγώ τη ρώτησα και μου είπε ότι έδωσε 500 ευρώ στη Najat και πλήρωσε τους φόρους για τη βίζα και για το εισιτήριο. Αυτά είπα πριν ένα λεπτό». Στην αντεξέταση δε, από τη μια είπε ότι το ποσό των 8.000 ευρώ το είχε αναφέρει η κατηγορούμενη 1 αναφορικά με όλες τις κοπέλες και από την άλλη ότι η κάθε κοπέλα έπρεπε να δώσει 8.000 ευρώ.

 

Ζήτημα προκύπτει και με τον απαιτούμενο από το Άρθρο 5 σκοπό εκμετάλλευσης, τον οποίο η κατηγορούσα αρχή ταύτισε με σκοπό εκπόρνευσης. Αναφορικά με την κατηγορούμενη 1 θα έπρεπε να δημιουργηθεί κάποιος προβληματισμός σε σχέση με το στοιχείο αυτό ενόψει δήλωσης της ΜΚ4 ότι μετά από παράπονό της προς την κατηγορούμενη 1 ότι ο εργοδότης της δεν την πλήρωνε κανονικά, η κατηγορούμενη 1 φρόντισε και τη μετακίνησε σε άλλο καμπαρέ όπου κατά τη δική της θέση δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα με τους εργοδότες της, ούτε και υποχρεώθηκε να εκπορνεύεται. Αυτή η ενέργεια της κατηγορούμενης 1 δεν συνάδει με την υπόλοιπη εικόνα που οι παραπονούμενες έδωσαν ως προς τους σκοπούς της.

 

Πέραν τούτων, οι σοβαροί ισχυρισμοί της ΜΚ4 ότι οι αστυνομικοί που διενεργούσαν ελέγχους, αντ’ αυτού έπιναν ποτά και έπαιρναν για σεξ γυναίκες, δεν περιλαμβάνονται στην κατάθεσή της προς την αστυνομία, την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κύριας εξέτασής της. Η εξήγηση που έδωσε η ΜΚ4 δεν ήταν ότι παρέλειψε για κάποιο λόγο να προβάλει αυτούς τους ισχυρισμούς εξ αρχής, αλλά επέμενε ότι τα είχε αναφέρει όλα αυτά την ώρα που έδιδε την κατάθεσή της. Η αστυνομικός όμως που έλαβε την κατάθεσή της, μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής (ΜΚ20), η οποία «προξένησε πολύ καλή εντύπωση» στο Δικαστήριο και τη μαρτυρία της οποίας αποδέχθηκε, διέψευσε κατηγορηματικά τη ΜΚ4.

 

Έτσι, το Δικαστήριο φαίνεται να αποδέχεται δύο εκ διαμέτρου αντίθετους ισχυρισμούς επί ενός σημαντικού ζητήματος, όπως είναι ο κίνδυνος επινόησης και προβολής όψιμων ισχυρισμών, τούτο δε, δεν άπτεται μόνο του επιμέρους ζητήματος της αξιολόγησης [*978]της ΜΚ4, αλλά ως στοιχειώδες και θεμελιακό σφάλμα αντανακλάται στη συνολική διεργασία αξιολόγησης. 

 

Ζήτημα μεταβολής στάσης υπάρχει και αναφορικά με τη ΜΚ7 η οποία με μεταγενέστερη κατάθεση, όπως και με τη μαρτυρία της, αναίρεσε προηγούμενη κατάθεσή της προς την αστυνομία, η οποία δεν ήταν ενοχοποιητική, εμπλέκοντας πλέον αριθμό κατηγορουμένων.

 

Οι προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ενός μάρτυρα εκτός δικαστηρίου δεν καθιστούν τη μαρτυρία του εκ προοιμίου αναξιόπιστη, εφόσον το δικαστήριο, ως ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων, έχει ευχέρεια να αποτιμήσει τις αντιφάσεις ως στοιχεία που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Τα κριτήρια για τέτοια αποτίμηση σχετίζονται άμεσα με τους διαφαινόμενους λόγους που οδήγησαν στην προβολή διισταμένων θέσεων και με την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες, προς εξυπηρέτηση ιδίου συμφέροντος. Τελικό κριτήριο αποτελεί η προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια. Ενώ η ευχέρεια του δικαστηρίου να αξιολογήσει ελεύθερα τη μαρτυρία είναι δεδομένη, οι αντιφατικές πάντως καταθέσεις, όπως δέχθηκε και η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής στην αγόρευσή της, δημιουργούν ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα και επιβάλλουν την προσέγγιση της μαρτυρίας του με μεγάλη επιφυλακτικότητα. (Βλ. Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172, Σάκκος v. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510, Τεβλετιάν κ.ά. v. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 512, R. v. Pestano a.ο. (1981) Cr. L. R. 397 (C.A.)).

 

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δέχθηκε ως ικανοποιητική εξήγηση για την αρχική στάση της ΜΚ7, ότι μια συμπατριώτισσα της που εργαζόταν προηγουμένως μαζί της στο ίδιο καμπαρέ την είχε προειδοποιήσει τηλεφωνικά να μην αναφέρει οτιδήποτε που αφορούσε την εκπόρνευσή της γιατί θα πήγαινε και η ίδια φυλακή.

 

Για τη διαφοροποίηση της θέσης της είπε τα ακόλουθα:

 

«Με δεδομένη την εμπειρία της παραπονούμενης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, αναμενόμενο ήταν να απαιτείτο κάποιος χρόνος ανάκτησης εμπιστοσύνης και αποκάλυψης των γεγονότων που είχε βιώσει, έχοντας υπόψη τις τραυματικές εμπειρίες και τα βιώματά της μέσα από τη σεξουαλική εκμετάλλευσή της και τον εκφοβισμό που υφίστατο.»

[*979]Παρατηρώ, έτσι, ότι το Δικαστήριο με ένα πρωθύστερο συλλογισμό εξέλαβε ως «δεδομένη την εμπειρία» και πιο αναλυτικά τις τραυματικές εμπειρίες, τη σεξουαλική εκμετάλλευση και τον εκφοβισμό που υφίστατο η παραπονούμενη, για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση στην αποκάλυψη των βιωμάτων της, τα οποία με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο εξέλαβε ως δεδομένα. Τέτοιος συλλογισμός εμπεριέχει σφάλμα λογικής. Η επιτρεπτή προσέγγιση σε τέτοιες περιπτώσεις από τη νομολογία έχει την έννοια που εξηγήθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113 και έγκειται στην ανάγκη ότι το Δικαστήριο πρέπει να είναι δεκτικό της θέσης ότι τα θύματα σεξουαλικών υποθέσεων βιώνουν πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν τη δυνατότητα τους για υποβολή αμέσου παραπόνου. Τούτο όμως, όπως παράλληλα τονίστηκε, χωρίς να παραγνωρίζεται η πρωταρχική ανάγκη για αξιολόγηση της υπόθεσης στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας και για θεμελίωση των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εν προκειμένω, η γενική και εύλογη αντίληψη περί μιας ψυχολογικής αντίδρασης δεν προκύπτει να συνεκτιμήθηκε ως ένας από τους δυνητικούς παράγοντες της καθυστέρησης υποβολής παραπόνου, αλλά, ως άνω, εκλήφθηκε ως δεδομένη πραγματικότητα με δεδομένα τα αίτια που την προκάλεσαν, τα οποία όμως ήταν το αντικείμενο της ποινικής δίκης.

 

Πέραν τούτου, το Δικαστήριο δεν έστρεψε καθόλου την προσοχή του στον κίνδυνο εξυπηρέτησης ιδίου συμφέροντος, ζήτημα που τέθηκε έντονα από την υπεράσπιση, ενόψει μαρτυρίας που υπήρχε και εν πάση περιπτώσει δυνάμει πρόνοιας στο Νόμο για δικαιώματα που παρέχονται σε αλλοδαπά πρόσωπα τα οποία αναγνωρίζονται ως προστατευόμενα θύματα. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ΜΚ7 δεν ενήργησε αυτόβουλα αλλά είχε εντοπισθεί από την αστυνομία μετά την καταγγελία της ΜΚ6, όπως είχε εντοπιστεί και η ΜΚ4. Αυτοί είναι παράγοντες που θα έπρεπε να συνεκτιμηθούν ως δυνητικοί κίνδυνοι και με ασφάλεια να αποκλειστούν όπως άρμοζε ενόψει του προαναφερθέντος καθήκοντος για προσέγγιση της μαρτυρίας σε τέτοιες περιπτώσεις με μεγάλη επιφυλακτικότητα.

 

Ενόψει του γεγονότος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία και καταδίκασε μόνο επί της μαρτυρίας των παραπονουμένων, τέθηκε εκ μέρους εφεσειόντων και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Παραπεμφθήκαμε στην υπόθεση Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 564, που αφορούσε αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων κατά παράβαση του ιδίου Νόμου και στην οποία υποδείχθηκε η ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας [*980]σε περίπτωση αδικημάτων σεξουαλικής υφής ως θέμα συναφούς πρακτικής και η ανάγκη, σε περίπτωση που δεν διαπιστώνεται ενισχυτική μαρτυρία, αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

Στην εν λόγω όμως υπόθεση δεν τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου η πρόνοια του Άρθρου 4(3) του Νόμου σύμφωνα με την οποία «Για τους σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.»

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Κλείτου εξετάστηκε το κατά πόσο, παρά την αντικατάσταση του Άρθρου 9 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, δια του Νόμου 14(Ι)/2009, δια της οποίας καταργήθηκε η υποχρέωση για ενισχυτική μαρτυρία σε μαρτυρία παιδιού και προβλέφθηκε ότι «δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας», παραμένει σε ισχύ, ως θέμα πρακτικής του κοινοδικαίου η υποχρέωση να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία ή να δοθεί η αναγκαία αυτοπροειδοποίηση.

 

Το ερώτημα απαντήθηκε μεν αρνητικά, όμως το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε την προσοχή με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε, παρά ταύτα, εξετάσει το θέμα, καταγράφοντας τον ακόλουθο προβληματισμό του πρωτοδίκου Δικαστηρίου:

 

«Η καταδίκη ενός κατηγορούμενου για αδικήματα αυτής της φύσης με μόνη βάση τη μαρτυρία της παραπονούμενης εξακολουθεί παρά την πρόσφατη τροποποίηση να ελλοχεύει τους ίδιους κινδύνους ως και προηγουμένως, στοιχείο που ουδόλως παραγνωρίσαμε όταν αξιολογήσαμε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και προβαίναμε σε ευρήματα και συμπεράσματα τα οποία και καταγράφουμε πιο κάτω, με μόνη βάση την εν λόγω μαρτυρία.»

 

Τέτοια προσοχή δεν χαρακτηρίζει την υπό κρίση αξιολόγηση της οποίας τα υποδειχθέντα σφάλματα είναι τέτοιας μορφής ώστε να επηρεάζεται το καθόλου έργο της αξιολόγησης και να αναδεικνύεται ως πλημμελώς ασκηθέν όχι αναφορικά με επιμέρους ζητήματα ή με επιμέρους μάρτυρες.

 

Πλημμελής προσέγγιση που να δημιουργεί ζήτημα ουσιώδους πλημμελούς απονομής της δικαιοσύνης στο σύνολο της απόφασης διαπιστώνεται και σε ότι αφορά τη νομική πτυχή της υπόθεσης.  

 

Έχω ήδη αναφερθεί στο νομικό ορισμό της έννοιας «εμπορία [*981]προσώπων» επί του οποίου είναι δομημένη η κεντρική πρόνοια του Νόμου, ήτοι η πρόνοια του Άρθρου 5 περί εμπορίας ενηλίκων προσώπων. Όπως προκύπτει από το κείμενο του Άρθρου 5 και επικουρικώς επεξηγείται στο εν λόγω Issue Paper, το αδίκημα συνίσταται από τρία στοιχεία:

 

(i) την «πράξη», ήτοι στρατολόγηση, μεταφορά, μεταβίβαση, υπόθαλψη ή παραλαβή προσώπου ή ανταλλαγή ή μεταβίβαση του ελέγχου επί του προσώπου αυτού, η οποία πράξη συνιστά την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος,

 

(ii) τα «μέσα» διά των οποίων η πράξη πραγματώνεται, ήτοι απειλές, χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγή, δόλος ή απάτη, κατάχρηση εξουσίας ή ευπαθούς θέσης και παροχή ή λήψη πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου και

 

(iii)  το «σκοπό», ήτοι το σκοπό εκμετάλλευσης.

 

H «πράξη» και τα «μέσα πραγμάτωσης» της συναποτελούν τις δύο πτυχές της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος (actus reus), ενώ ο επιδιωκόμενος σκοπός συνιστά την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος (mens rea), η οποία αναφερόμενη σε ειδικό σκοπό, το καθιστά αδίκημα ειδικής προθέσεως (dolus specialis).

 

Σε ό,τι αφορά τις διάφορες μορφές που μπορεί να λάβει η «πράξη», στο κατηγορητήριο σωρεύθηκαν τρεις διαφορετικές έννοιες, ήτοι στρατολόγηση ή μεταφορά ή παραλαβή, χωρίς να τεθεί ζήτημα. Ως προς τη στρατολόγηση το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι οι παραπονούμενες στρατολογήθηκαν στο Μαρόκο. Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της ότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του χωρίς να εξετάσει τις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα, περί εφαρμογής του Ποινικού Κώδικα σε ξένη χώρα. Ούτε όμως και θα μπορούσε να εξετάσει τέτοιο ζήτημα, εφόσον στο κατηγορητήριο προσδιορίζεται ως locus delicti η Δημοκρατία.

 

Σε ό,τι αφορά τα «μέσα», αυτά είναι κοινά και στα τρία αδικήματα, ήτοι την εμπορία ενηλίκων προσώπων (Άρθρο 5), την εκμετάλλευση στην εργασία (Άρθρο 8) και τη σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων (Άρθρο 9). Συνεπώς, τα όσα κατωτέρω αναφέρονται σε σχέση με τα μέσα αφορούν όλες τις σχετικές με τα άρθρα αυτά κατηγορίες.

[*982]Υπενθυμίζω ότι η καταδίκη έγινε επί τη βάσει «εξαναγκασμού» και «κατάχρησης ευπαθούς θέσεως». Το Δικαστήριο όμως, δεν ασχολήθηκε και δεν εντόπισε τη νομική έννοια των όρων αυτών, ώστε ακολούθως να προχωρήσει με ασφάλεια σε υπαγωγή των γεγονότων στις νομικές έννοιες.

 

Ο όρος «εξαναγκασμός» δίδεται από το Νόμο (Άρθρο 2), σύμφωνα με το οποίο ο «εξαναγκασμός» περιλαμβάνει –

 

«(α)  απειλές για σοβαρή βλάβη ή για φυσικό περιορισμό εναντίον οποιουδήποτε προσώπου.

 

(β) οποιαδήποτε συμπεριφορά ή σχέδιο το οποίο στοχεύει στο να δημιουργήσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο την εντύπωση ότι η παράλειψη εκτέλεσης μιας πράξης θα επιφέρει σοβαρή βλάβη ή το φυσικό περιορισμό εναντίον οποιουδήποτε προσώπου.

 

(γ) κατάχρηση εξουσίας ή άλλης μορφής πίεσης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου με στόχο την πλήρη οικονομική του εξάρτηση ή υποτέλεια.

 

(δ) κατάχρηση ή απειλούμενη κατάχρηση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών αναφορικά με το καθεστώς οποιουδήποτε προσώπου.»

 

Το Δικαστήριο δεν παρέπεμψε στις πρόνοιες του Άρθρου 2, ούτε άλλως πως ασχολήθηκε με την ερμηνεία του όρου, παρά το ότι αποτελεί συστατικό στοιχείο των κατηγοριών επί των οποίων καταδίκασε. Πέραν τούτου, παρατηρώ ότι εξ ορισμού η έννοια του «εξαναγκασμού» διασυνδέεται κατ’ αρχάς με την έννοια της απειλής για χρήση βίας προς πρόκληση σοβαρής βλάβης ή για φυσικό περιορισμό, ερμηνευόμενος έτσι από τον ίδιο το Νόμο ejusdem generis, με βάση την φράση που προηγείται, ήτοι την «χρήση βίας».  Αυτό άλλωστε θα επέβαλλε και η περιοριστική ερμηνεία που αρμόζει προκειμένου για ποινικά νομοθετήματα, αλλά αυτή είναι και η προσέγγιση των εμπειρογνωμόνων που ετοίμασαν το Issue Paper σύμφωνα με το οποίο «In the Trafficking in Persons Protocol, the definition refers to “the threats and use of force and other forms of coercion”, clearly linking coercion with the threat and use of force.» (βλ. σελ. 17). Η δε επιπρόσθετη αναφορά στην ερμηνευτική πρόνοια του Άρθρου 2 σε «κατάχρηση εξουσίας» ερμηνεύεται και πάλι στο Άρθρο 2 του Νόμου, παραπέμποντας σε μια ειδική σχέση συγγένειας ή εξουσίας. Το Δικαστήριο έχοντας απορρίψει άλλες κατηγορίες περί εμπορίας προσώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης μέσω απειλών, αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε χρήση απειλών, προχώρησε σε καταδίκη στις κατηγορίες εμπορίας προσώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης μέσω άλλων μορφών εξαναγκασμού, χωρίς να εξετάσει το συσχετισμό που ενδεχομένως θα μπορούσαν να έχουν οι δύο έννοιες, ήτοι, αφενός, των απειλών σε σχέση με τις οποίες αθώωσε και, αφετέρου, του εξαναγκασμού, σε σχέση με τον οποίο καταδίκασε.

 

Σύγχυση στα ίδια πλαίσια προκαλείται και από το γεγονός ότι σε άλλο, καταληκτικό, σημείο της απόφασης γίνεται λόγος και για εκφοβισμό των παραπονουμένων, έννοια που θα άρμοζε με απειλές για τις οποίες όμως ρητό ήταν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε σχετική μαρτυρία. 

 

Ούτε η έννοια της «κατάχρησης ευπαθούς θέσεως» απασχόλησε ως προς τη νομική της διάσταση το Δικαστήριο. Στο Πρωτόκολλο δεν δίδεται ορισμός και οι προπαρασκευαστικές εργασίες (travaux preparatoires), αποκαλύπτουν αφενός ότι υπήρξε διχογνωμία κατά την ετοιμασία του Πρωτοκόλλου ως προς τον προσδιορισμό του όρου αυτού και αφετέρου περιλαμβάνουν ερμηνευτική σημείωση ότι, ως κατάχρηση ευπαθούς θέσεως θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή:

 

«Any situation in which the person involved has no real or acceptable alternative but to submit to the abuse involved.» (βλ. Issue Paper, σελ. 6, 17 και 25). Ένας ευρύτερος ορισμός δόθηκε στα πλαίσια της δικαστικής συνόδου που έλαβε χώρα στην Βραζιλία το 2008 και που ασχολήθηκε με το ζήτημα της πρόσβασης στη δικαιοσύνη:

 

«Vulnerable people are defined as those who, due to reasons of age, gender, physical or mental state, or due to social, economic, ethnic and/or cultural circumstances, find it especially difficult to fully exercise their rights before the justice system as recognised to them by law. The following may constitute causes of vulnerability: age, disability, belonging to indigenous communities or minorities, victimisation, migration and internal displacement, poverty, gender and deprivation of liberty. The specific definition of vulnerable people in each country will depend on their specific characteristics, and even on their level of social or economic development.»*

[*984]Εν προκειμένω, το Δικαστήριο θεώρησε ως ευπαθή θέση των παραπονουμένων ότι βρίσκονταν σε ξένη χώρα χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, χωρίς λεφτά, με οικονομικά προβλήματα και με την κατηγορούμενη 1 να ισχυρίζεται και να απαιτεί από αυτές ένα υπέρογκο χρέος. Με αυτά τα δεδομένα θεώρησε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε δυνατότητα διαφυγής τους από τα πλοκάμια της κατηγορούμενης 1 και των συνεργατών της.

 

Σε ό,τι αφορά την τελευταία αυτή θεώρηση του Δικαστηρίου, θα πρέπει κατ’ αρχάς να υποδείξω ότι στη μαρτυρία των τριών παραπονουμένων όπως την παρέθεσε το Δικαστήριο και επί της οποίας προέβη σε ευρήματα, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι βρίσκονταν στην Κύπρο χωρίς λεφτά. Αντίθετα, η μαρτυρία ήταν ότι εργάζονταν και οι τρεις ως καλλιτέχνιδες με βάση συμβόλαια εργασίας και η μόνη που ισχυρίστηκε ότι ο εργοδότης της, κατηγορούμενος 4, δεν την πλήρωνε κανονικά, ήταν η ΜΚ4. Το ανέφερε στην κατηγορούμενη 1 και το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει σχετικώς τα ακόλουθα με βάση τη μαρτυρία της:

 

«Μετά από αυτό, η κατηγορούμενη 1 φρόντισε και τη μετακίνησε σε ένα καμπαρέ στη Λευκωσία που ονομάζεται "Night Flight» όπου συνέχισε να εργάζεται για το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι να δώσει κατάθεση. Εκεί δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα με τους εργοδότες της, ούτε υποχρεώθηκε να πηγαίνει με πελάτες για σεξ.»

 

Χωρίς έρεισμα στη μαρτυρία είναι και η κατάληξη του Δικαστηρίου την οποία χρησιμοποίησε για να στοιχειοθετήσει κατάχρηση ευπαθούς θέσεως, ότι δηλαδή η κατηγορούμενη 1 παρουσίαζε στις παραπονούμενες ότι της όφειλαν ένα «υπέρογκο χρέος» το οποίο θα έπρεπε να της ξοφλήσουν και ότι είναι σ’ αυτά τα πλαίσια που εξαναγκάστηκαν να εκπορνεύονται. Έχω ήδη αναφερθεί στη σχετική μαρτυρία όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο την κατέγραψε. Οι μεν ΜΚ6 και ΜΚ7 δεν αναφέρθηκαν σε συγκεκριμένο ποσό, αλλά ήταν σαφές ότι μιλούσαν για έξοδα και για εισιτήρια, η δε ΜΚ4 περιέπεσε σε αντιφάσεις τις οποίες κατέγραψα και οι οποίες δεν απασχόλησαν το Δικαστήριο, αν και όπως έχω ήδη σημειώσει άπτονται ακριβώς του ουσιώδους ζητήματος που τώρα εξετάζω. 

 

Πέραν τούτων, στα τελικά του συμπεράσματα δεν απέδωσε κατά τρόπο συγκεκριμένο σε κάθε κατηγορούμενο τις πράξεις που στοιχειοθετούσαν τις κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος. Έτσι, λ.χ., η κατηγορούμενη 1 βρέθηκε ένοχη στις κατηγορίες 275 και 276 που [*985]αναφέρονται σε εμπορία της ΜΚ7 στη Λάρνακα και τη Λεμεσό και στις κατηγορίες 300 και 301 που επίσης αφορούν εμπορία στη Λεμεσό και τη Λευκωσία, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό και συγκεκριμένη θεμελίωση της κάθε κατηγορίας στα γεγονότα.

 

Το ίδιο συμβαίνει για όλους τους κατηγορούμενους και για όλες τις κατηγορίες. Θα πρέπει έτσι κάποιος να ανατρέξει στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και στη σύνοψή της, στα ευρήματα για να αναζητήσει τη βάση καταδίκης. Τούτο δεν αφορά απλώς τον τρόπο γραφής, ούτε προκαλεί μόνο δυσχέρεια κατανόησης, αλλά επηρεάζει και την απαιτούμενη βεβαιότητα για καταδίκη, η οποία θα πρέπει να ακολουθεί την αποκρυστάλλωση των γεγονότων και την ευθεία συνάρτηση τους με τα απαιτούμενα προς απόδειξη στοιχεία του αδικήματος στα πλαίσια της αναγκαίας διεργασίας περί υπαγωγής των γεγονότων στο νόμο. Η σαφής διατύπωση ευρημάτων σε συσχετισμό με την ετυμηγορία, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Βίττη ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 30, με αναφορά στην Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ολοκλήρωσης του δικαστικού έργου. Διαφορετικά η ετυμηγορία παραμένει ατεκμηρίωτη.

 

Έτσι, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του κατηγορούμενου 14, ο οποίος ενώ στην καταγραφείσα μαρτυρία της ΜΚ7 δεν αναφέρεται, στα ευρήματα ό,τι καταγράφεται σε σχέση με αυτόν είναι ότι σε μια περίπτωση που ένας σερβιτόρος ζήτησε από τη ΜΚ7 να πάει με κάποιο πελάτη για σεξ και αυτή αρνήθηκε, τότε θύμωσαν τόσο ο κατηγορούμενος 13, όσο και ο κατηγορούμενος 14 και της φώναζαν. Με αυτή τη μαρτυρία και χωρίς οποιαδήποτε υπαγωγή της στο νόμο, χωρίς να εξεταστεί η διασύνδεση τέτοιας συμπεριφοράς με τα συστατικά στοιχεία των σχετικών αδικημάτων, ο κατηγορούμενος 14 καταδικάστηκε στα κακουργήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, της εκμετάλλευσης στην εργασία μέσω εξαναγκασμού και μέσω κατάχρησης ευπαθούς θέσης και της εκμετάλλευσης πορνών. 

 

Αλλά και για τον κατηγορούμενο 6, ιδιοκτήτη του καμπαρέ «ΣΤΑΘΜΟΣ», η μαρτυρία της ΜΚ7 επί της οποίας τον καταδίκασε το Δικαστήριο στις ίδιες σοβαρές κατηγορίες, ήταν ότι την επομένη ημέρα που ο κατηγορούμενος 10, ο οποίος εργαζόταν στο καμπαρέ, την έστειλε για σεξ με πελάτη, ο κατηγορούμενος 6 της έδωσε 50 ευρώ, χωρίς να οποιοδήποτε άλλο εύρημα που να διασυνδέει την πράξη αυτή του κατηγορούμενου 6 με την προηγηθείσα άσκηση, κατά τη ΜΚ7, πορνείας. Ούτε σε αυτή την περίπτωση το Δικαστήριο συσχέτισε τα ευρήματά του με την ετυμηγορία του, πα[*986]ραβλέποντας τη στοιχειώδη αρχή όπως διατυπώθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, ότι η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου, που την συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι αν είναι. Η αρχή αυτή μάλιστα, ισχύει όλως ιδιαιτέρως σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις. Όπως παρατήρησε o Lord Denning στην υπόθεση Bater v. Bater [1951] P.35:

 

«In criminal cases the charge must be proved beyond reasonable doubt, but there may be degrees of proof within that standard. As Best C.J., and many other great judges, have said “in proportion as the crime is enormous, so ought the proof to be clear”.»

 

Τέλος, αν και το κατηγορητήριο στηρίζεται και στο Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, ουδέν αναφέρεται περί τούτου για οποιοδήποτε από τους κατηγορούμενους οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι ως άμεσοι αυτουργοί χωρίς να εξεταστεί ο ρόλος τους, παρά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δεν παρατηρούνται ενέργειες μόνο ενός προσώπου, αλλά ότι  συνυπήρχαν στην όλη διαδικασία διάφορα πρόσωπα. Αυτό έγινε ακόμα και σε σχέση με την κατηγορούμενη 15, της οποίας η συμμετοχή παρουσιάζεται να ήταν ως διερμηνέας της κατηγορούμενης 1. 

 

Το τεκμήριο αθωότητας, θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου, επιβάλλει στην μεν κατηγορούσα αρχή το βάρος να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, στο δε Δικαστήριο να καταδικάσει αφού πειστεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την ενοχή του κατηγορούμενου. Έχει καθήκον το Δικαστήριο στο τέλος της αξιολόγησης να υποβάλλει στον εαυτό του το υποκειμενικό ερώτημα εάν ικανοποιείται με τα πράγματα ως έχουν ή εάν υπάρχει στο μυαλό του κάποια υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt) σε σχέση με την ορθότητα μιας καταδικαστικής ετυμηγορίας. Το ίδιο καθήκον βαραίνει και το Εφετείο. 

 

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται πλημμελής τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας κατά τρόπο που να πλήττεται το όλο έργο της αξιολόγησης, παράλειψη προσδιορισμού των νομικών ζητημάτων που θα έπρεπε να απασχολήσουν το Δικαστήριο και παράλειψη υπαγωγής των όποιων ευρημάτων στο νόμο και τεκμηριωμένης και σαφούς διασύνδεσης τους με τις καταδικαστικές ετυμηγορίες. Τα σφάλματα αυτά δημιουργούν όχι απλώς υποβόσκουσα αμφιβολία για την ορθότητα της καταδικαστικής ετυμηγορίας, αλλά οδηγούν σε διαπίστωση ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δι[*987]καιοσύνης με συνέπειες στην απόφαση εν όλω. Συνεπώς, κατά τη δική μου κρίση, οι εφέσεις θα έπρεπε να επιτραπούν και οι καταδίκες να παραμεριστούν. Ενόψει, όμως, της κατά πλειοψηφία επικύρωσης των καταδικών, καταγράφω την κατά τα άλλα συμφωνία μου στο ζήτημα των ποινών.

 

Οι εφέσεις κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίπτονται και οι εφέσεις κατά της ποινής με εφεσείουσα τη Δημοκρατία, επίσης απορρίπτονται κατά πλειοψηφία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο