Πέτρου Ρεβέκκα ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 1060

ECLI:CY:AD:2016:D497

(2016) 2 ΑΑΔ 1060

[*1060]25 Oκτωβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΤΡΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πoινική Έφεση Αρ. 41/2015)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Κλοπή υπό υπαλλήλου κατά παράβαση του Άρθρου 268 του Ποινικού Κώδικα, ψευδής καταχώρηση λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 313 (β) και (γ) του Ποινικού Κώδικα και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ― Απορριπτική κατάληξη σε έφεση εναντίον της καταδίκης ― Απόφανση Εφετείου ότι το έργο της αξιολόγησης μαρτυρίας κινήθηκε στα ορθά πλαίσια.

 

Απόδειξη ― Υποβολές ― Η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως ― Αυτή δε η υποχρέωση καθίσταται ιδιαίτερα βαρύνουσα αν πρόκειται για ουσιώδη ισχυρισμό.

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Μικρές αντιφάσεις μπορεί να υπάρχουν μεταξύ της μαρτυρίας του ιδίου μάρτυρα σε σχέση με άλλους, ακόμη και τυχόν αδυναμίες μπορεί να αντιμετωπίζονται ― Σημασία όμως έχει ότι εν τέλει αυτές, δεν έχουν τη δυναμική να καταστρέψουν ή να επηρεάσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων που αφορούν οι αντιφάσεις ή οι ανακρίβειες. 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο.

 

Δικαστική απόφαση ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η πρωτόδικη απόφαση δεν πρέπει να κρίνεται μικροσκοπικά και υπό το πρίσμα και μόνο μιας κατεύθυνσης ― Αντίθετα πρέπει να υπάρχει συνολική θεώρηση όλης της διεργασίας και σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας και το συ[*1061]νεπακόλουθο έργο του, ως προς την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων τα οποία έκρινε ότι υφίστανται στις κατηγορίες τις οποίες κάποιος αντιμετωπίζει.

 

Η εφεσείουσα κρίθηκε, μετά από ιδιαίτερα μακρά ακροαματική διαδικασία, ένοχη σε 90 κατηγορίες. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, τριάντα κατηγορίες στοιχειοθετούσαν το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου κατά παράβαση του Άρθρου 268 του Ποινικού Κώδικα. Άλλες τόσες αφορούν το αδίκημα της ψευδούς καταχώρησης λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 313 (β) και (γ) του Ποινικού Κώδικα, ενώ ισάριθμες άλλες, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με βάση το Ν. 188(Ι)/2007.

 

Παραπονούμενη ήταν η εταιρεία F & S We Buy Any Gold Ltd, η οποία ασχολείται με την αγορά και πώληση χρυσού λειτουργούσα και ως ενεχυροδανειστήριο. Το κεντρικό κατάστημα βρίσκεται στην Πάφο, ενώ λειτουργούν Παγκύπρια και άλλα έντεκα.

 

Η εφεσείουσα εργοδοτήθηκε στο λογιστήριο της παραπονούμενης εταιρείας το 2011.

 

Ένας εκ των διευθυντών και μετόχων της εταιρείας ήταν ο  αδελφός της εφεσείουσας, ο οποίος ήταν και ουσιώδης μάρτυρας στη διαδικασία, (Μ.Κ.13).

 

Από τους πρώτους μήνες της εργοδότησης της εφεσείουσας, εμφανίστηκαν κάποια λογιστικά λάθη τα οποία διορθώνονταν. Όταν διαπιστώθηκε κάποιο έλλειμμα στο λογαριασμό της εταιρείας Ιωάννου και Ιωάννου, η οποία αγόραζε χρυσό από την παραπονούμενη, αυτό αρχικά θεωρήθηκε λάθος, διότι η εν λόγω εταιρεία εξοφλούσε αμέσως την αξία του χρυσού. Ωστόσο, αργότερα αποκαλύφθηκε πως η εταιρεία αυτή ουδέν ποσό όφειλε. Πρόβλημα εντοπίστηκε και στο ταμείο καθότι σύμφωνα με τις καταστάσεις αυτό θα έπρεπε να περιέχει πέραν των €30.000 μετρητά τα οποία δεν έχουν εντοπισθεί. 

 

Σε περαιτέρω έλεγχο που διενεργήθηκε στα λογιστικά της εταιρείας από τον ελεγκτικό οίκο - Reanda Cyprus Ltd καταδείχθηκε ότι αρκετές επιταγές με δικαιούχο, μεταξύ άλλων προσώπων, την εφεσείουσα, ενώ εξαργυρώθηκαν από την ίδια, δεν υπήρξε καταχώρηση τους στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας. Ουσιώδης μάρτυρας επ’ αυτής της πτυχής ήταν ο λογιστής εκ του πιο πάνω οίκου, ο Μ.Κ.23.

[*1062]Σύμφωνα με την ακολουθούμενη πρακτική στα πλαίσια λειτουργίας της, η παραπονούμενη εταιρεία απέστελλε πάντοτε ως απόθεμα στα ταμεία των καταστημάτων δύο επιταγές των €3.000.- εκάστη. Με την εξαργύρωση της μίας, αποστελλόταν αμέσως άλλη.

 

Σύμφωνα πάντοτε με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η εφεσείουσα, σε ορισμένες περιπτώσεις, απέστελλε και τρίτη επιταγή σε καταστήματα των άλλων πόλεων και ζητούσε από τις εκεί υπεύθυνες, να τις εξαργυρώσουν και τις αποστείλουν πίσω τα χρήματα. Πράγμα το οποίο και έπρατταν. Σε αρκετές δε περιπτώσεις εξαργύρωνε επιταγές, στις οποίες ήταν δικαιούχος ή κατέστη δικαιούχος εξ οπισθογραφήσεως αλλά δεν καταχωρούσε στα λογιστικά της εταιρείας, ούτε τα χρήματα διοχετεύθηκαν στην εταιρεία.

 

Μετά την αποκάλυψη των πιο πάνω γεγονότων η εφεσείουσα απολύθηκε από την εργασία της στις 14.7.2013. Το συνολικά κλαπέν ποσό ανήλθε στις €89.600 και κάλυπτε τα έτη 2012 και 2013 στις ημερομηνίες που συγκεκριμένα αναφέρονται στην απόφαση.

 

Το Κακουργιοδικείο, επέβαλε στην εφεσείουσα ποινές συντρέχουσας φυλάκισης δύο και τριών χρόνων.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον της καταδίκης και πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης, οι οποίοι και ομαδοποιήθηκαν:

 

Α και Β ομάδα λόγων έφεσης.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν ορθή η παρατήρηση του συνηγόρου της εφεσείουσας για τη σημασία που εδόθη στους Μ.Κ.13 και 23. Η μαρτυρία τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθοριστική για την πορεία της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής ως προς τα επίδικα θέματα. Το ίδιο και τα τεκμήρια που κατέθεσαν.

 

2.  Το Κακουργιοδικείο στο θέμα επί του έργου της αξιολόγησης για τη μαρτυρία ειδικά του ΜΚ13 ο οποίος, είναι αδελφός της εφεσείουσας και ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας, μεταδίδει τη θετική εικόνα του ως μάρτυρα, και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του ότι ο μάρτυρας είχε καταθέσει χωρίς οποιαδήποτε υστεροβουλία ή υπερβολή σε σχέση με τα γεγονότα που αφορούν [*1063]το λογιστικό έργο της εταιρείας.

 

3.  Σημειώνει ακόμη το Δικαστήριο ότι δεν μπόρεσε να εξεύρει στο μάρτυρα καμία αντίφαση ή ανακρίβεια καταγράφοντας μάλιστα τη συχνή παραπομπή του στο ίδιο το λογιστικό έλεγχο χωρίς προσπάθεια ο ίδιος να δώσει εξηγήσεις που δεν γνώριζε.

 

4.  Αναφορικά με τον Μ.Κ.23 αναφέρεται ότι ήταν υπάλληλος του ελεγκτικού οίκου και εξωτερικός συνεργάτης της παραπονούμενης εταιρείας και είναι το πρόσωπο που στο τέλος κάθε μήνα ετοίμαζε της μηνιαίες καταστάσεις της εταιρείας σύμφωνα με την ενημέρωση των λογιστικών βιβλίων που του απέστειλε η εφεσείουσα.

 

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας προσεκτικά κάθε ξεχωριστή πτυχή των κατηγοριών δέχεται ως προκύπτουσα συντριπτικά από τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής ότι η εφεσείουσα δεν ήταν μια απλή υπάλληλος όπως προσπάθησε να προωθήσει στην υπεράσπιση της αλλά το πρόσωπο το οποίο είχε τον έλεγχο της λογιστικής διαχείρισης της εταιρείας και τον εν γένει έλεγχο των υπαλλήλων σχετικά με τις επιταγές και την εκτέλεση της εργασίας τους.

 

6.  Το Κακουργιοδικείο με σχολαστικότητα εκθέτοντας την εκδοχή της εφεσείουσας την απέρριψε ως μη αληθινή και φτιαχτή, για να ρίξει ευθύνες σ’ άλλους κυρίως στον ΜΚ13 ή ακόμη στους υπαλλήλους που τη «βοηθούσαν» ή στο λογιστή ΜΚ23 ή και άλλους που κατά την εκδοχή της, τους κάλυπταν.

 

7.  Όντως εντοπίζονταν, ουκ ολίγες αναφορές που έγιναν από το Κακουργιοδικείο για ουσιαστική διάσταση της υπερασπιστικής γραμμής μεταξύ των υποβολών του συνηγόρου της εφεσείουσας, ο οποίος υπέχει θέση αντιπροσώπου αυτής  και της ένορκης εκδοχής της. Σχολιάζει ακόμη το Κακουργιοδικείο έντονα για τις θέσεις που η ίδια προοώθησε ενόρκως χωρίς να υποβάλει αντίστοιχες θέσεις στους ΜΚ.

 

8.  Επ’ αυτής της σοβαρής πτυχής μπορούσαν να μεταφερθούν ενδεικτικά κάποιες από τις πολυάριθμες επισημάνσεις του Κακουργιοδικείου: Ενώ η εφεσείουσα αναφερόμενη στο έλλειμμα που διαπιστώθηκε στην εταιρεία ύψους €180.380,81 απαντά πως εάν υπήρχε το έλλειμμα ο μόνος που θα μπορούσε να το πάρει ήταν ο ΜΚ13 πίσω από την πλάτη του συνεταίρου τους ΜΚ14 και έκαμε μνεία πολλές φορές «σε μαγειρέματα των λογαριασμών» επ’ ωφελεία του ΜΚ13, καθόλου δεν εξήγησε με ποίο τρόπο έγινε κάτι τέτοιο στην περίπτωση των επιδίκων επιταγών.

[*1064]9.    Όπως ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο, οι επίδικες επιταγές οι οποίες την εμφανίζουν ως δικαιούχο ήταν παραδεκτό ότι είχαν εξαργυρωθεί από την ίδια και τα χρήματα περιήλθαν στα χέρια της.

 

10. Δεν μπόρεσε η εφεσείουσα να πείσει σχετικά με την πορεία που ακολούθησαν τα χρήματα μετά. Δεν πρόκειται για αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, όπως εισηγείται ο συνήγορος της.

 

11. Απλώς πρόκειται για μια εκδοχή που με βάση εκτεταμένη αιτιολογία δεν έγινε αποδεκτή. Περαιτέρω δε, στα πλαίσια της εκδοχής της εξετάστηκαν τα σχετικά τεκμήρια ειδικά τα detailed ledgers της επίδικης περιόδου σε σχέση με τις επιταγές.

 

12. Η εγγραφή που παρουσιάζουν τα ledgers καταρρίπτουν την εκδοχή της εφεσείουσας. Η βασική της δε θέση ότι τα χρήματα των επιταγών τα έδιδε στον ΜΚ13 για να έχει τη δυνατότητα «να κλέβει» το συνέταιρο του, δεν τέθηκε καν στον ΜΚ13, όταν αυτός αντεξεταζόταν. Πρόκειτο για σοβαρή παράλειψη που ακριβώς αγγίζει τον πυρήνα της θέσης της υπεράσπισης.

 

13. Ήταν δηλαδή υποχρέωση της να του το υποβάλει ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να αντικρούσει τη θέση και παράλειψη τέτοιας υποβολής εξουδετερώνει τη θέση.

 

14. Περαιτέρω δεν προσβαλλόταν αυτή η πτυχή του συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου. Ούτε επίσης υπεβλήθη στον ΜΚ23 κατά την αντεξέταση του ο ισχυρισμός που έθεσε η εφεσείουσα ενόρκως ότι δηλαδή ο ΜΚ23 επενέβαινε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και έκανε αλλοιώσεις.

 

15. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης επεσήμανε το γεγονός ότι ενώ η εφεσείουσα βασίστηκε ιδιαίτερα σε σημειώσεις για τα λεφτά που έπαιρνε ο ΜΚ13 - πάντα κατά την εκδοχή της - ουδέποτε επιχείρησε να καταθέσει τις σημειώσεις αυτές.

 

16. Υπήρχαν δεκάδες άλλα στοιχεία τέτοιων σοβαρών παραλείψεων και ή αντιφάσεων εκ μέρους της υπεράσπισης οι οποίες καλύπτουν αρκετές σελίδες της απόφασης του Κακουργιοδικείου χωρίς ήταν σκόπιμη περαιτέρω αναφορά.

 

17. Όλα τα πιο πάνω ανεδείκνυαν - όπως ορθά κατέληξε το Κακουργιοδικείο - μια σαθρή και κατασκευασμένη μαρτυρία εκ μέρους της.

[*1065]18.  Ενόψει δε των πραγματικών γεγονότων που δεν κλονίστηκαν - ειδικά της λήψης των επιταγών από την ίδια, της εξαργύρωσης τους και της μη απόδοσης τους στην παραπονούμενη εταιρεία - το Κακουργιοδικείο ορθά οδηγήθηκε στο συμπέρασμα στοιχειοθέτησης της υπόθεσης εναντίον της εφεσείουσας, αφού ακριβώς επιτέλεσε το καθήκον του για αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

19. Παρά τη σημασία των ΜΚ13 και 23 και την αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας τους ως προς την εν γένει κατάληξη του Κακουργιοδικείου, εξετάστηκαν και οι επιμέρους θέσεις της εφεσείουσας αναφορικά με την επιτέλεση του καθήκοντος του Δικαστηρίου να αξιολογήσει τους ΜΚ υπαλλήλους της εταιρείας (και μεταξύ αυτών και της ΜΚ5).

 

20. Εκτός του ότι οι πλημμέλειες που αποδίδονται στο Κακουργιοδικείο είναι άκρως αόριστες και γενικής φύσεως, θεωρώντας τη μαρτυρία αυτή με βάση και τα κατατεθέντα τεκμήρια, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο ήταν πλήρης και πειστική.

 

21. Οι δε αρχές περί του πότε επεμβαίνει το Εφετείο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε πρωτοδίκως είναι καλά γνωστές. Δεν υπήρχε περιθώριο παρέμβασης το έργο που επιτέλεσε το Κακουργιοδικείο.

 

Ομάδα λόγων έφεσης Γ και Δ.

 

Η Ισχυριζόμενη πλημμέλεια στο ανακριτικό έργο για τη διερεύνηση και περισυλλογή τεκμηρίων:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Από την αιτιολογία του λόγου αυτού γίνεται φανερό ότι η ούτω καλούμενη «μομφή» εναντίον του ανακριτικού έργου στηρίζεται στην προβαλλόμενη αλήθεια της εκδοχής της εφεσείουσας, η οποία ορθά απορρίφθηκε.

 

2.  Επίσης γίνεται γενικά και αόριστα αναφορά «σε περιστατική μαρτυρία που θα μπορούσε να προσκομίσει η κατηγορούσα αρχή».

 

3.  Το ανακριτικό έργο και η ανακριτική ομάδα λειτούργησαν με καλή πίστη και χωρίς προκατάληψη εναντίον της εφεσείουσας, η πλευρά της οποίας δεν φαίνεται να ζήτησε συγκεκριμένα έγγραφα ή με συγκεκριμένο και εμπεριστατωμένο τρόπο να ανα[*1066]φέρει για παραλείψεις ή πλημμελείς ενέργειες του ανακριτικού έργου.

 

4.  Αυτό δε που αναφέρεται από την εφεσείουσα για τη σημασία των στελεχών των επιταγών και την παράλειψη της κατηγορούσας αρχής να τις προσκομίσει και πάλιν παρέμεινε σε ένα δυσνόητο και ασαφές πλαίσιο και εν πάση περιπτώσει δεν εξηγείται γιατί δεν έγινε εκ μέρους της εφεσείουσας κλήτευση σχετικού μάρτυρα για την κατάθεση τους.

 

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών. Το γεγονός ότι ορισμένες κατηγορίες θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετούνται δεν έπληττε την καταδίκη.

 

6.  Οι μάρτυρες που αφορούσαν τις συγκεκριμένες κατηγορίες κρίθηκαν αναξιόπιστοι και δεν επηρέαζαν με κανένα τρόπο τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων που έγινε απόλυτα αποδεκτή.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402,

 

Μιχαήλ ν. Φίλιος Σικοπετρίτης Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049,

 

Κρασοπούλη Σκορδέλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 436, ECLI:CY:AD:2016:B267,

 

Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146,

 

Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551,

 

Adidas Sportshunfanbriken Adi Dassler KG v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383,

 

Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599,

 

Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 345,

 

Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68,

 

Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391,

 

Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32,

[*1067]Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317,

 

Subatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286,

 

Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485,

 

Ευγενίου ν. Αστυνομίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 540,

 

Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 700, ECLI:CY:AD:2015:D682.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από την Καταδικασθείσα εναντίον των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου Πάφου (Σωκράτους, Π.Ε.Δ., Μάρκου, Α.Ε.Δ., Δρουσιώτης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2107/2014), ημερομηνίας 25/2/2015 και 27/2/2015.

 

Δ. Δανιήλ, για την Εφεσείουσα.

 

Χρ. Κυθραιώτου, (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα κρίθηκε, μετά από ιδιαίτερα μακρά ακροαματική διαδικασία, ένοχη σε 90 κατηγορίες. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου τριάντα κατηγορίες στοιχειοθετούν το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου κατά παράβαση του Άρθρου 268 του Ποινικού Κώδικα. Άλλες τόσες αφορούν το αδίκημα της ψευδούς καταχώρησης λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 313 (β) και (γ) του Ποινικού Κώδικα, ενώ ισάριθμες άλλες το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με βάση το Ν. 188(Ι)/2007.

 

Σημειώνουμε ακόμη ότι άλλες κατηγορίες είχαν απορριφθεί και η εφεσείουσα αθωώθηκε σ’ αυτές λόγω του ότι εκρίθη ότι η μαρτυρία που ειδικά τις στήριζε (ειδικά της ΜΚ17, πρώην συγκατηγορούμενης) δεν ήταν αξιόπιστη). 

 

Τα γεγονότα και οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, συνοψίζονται ως ακολούθως:

[*1068]Παραπονούμενη είναι η εταιρεία F & S We Buy Any Gold Ltd, η οποία ασχολείται με την αγορά και πώληση χρυσού λειτουργούσα και ως ενεχυροδανειστήριο. Το κεντρικό κατάστημα βρίσκεται στην Πάφο, ενώ λειτουργούν Παγκύπρια και άλλα έντεκα.

 

Η εφεσείουσα εργοδοτήθηκε στο λογιστήριο της παραπονούμενης εταιρείας το 2011. Μεταξύ των καθηκόντων της ήταν να παρακολουθεί της ημερήσιες αναφορές των καταστημάτων της εταιρείας που ετοίμαζε και τις απέστελλε η κάθε υπεύθυνη των καταστημάτων. Επίσης να ενημερώνει τους διευθυντές και να ετοιμάζει καταστάσεις της τράπεζας, καταστάσεις των λογαριασμών των καταστημάτων, κλπ.. Ένας εκ των διευθυντών και μετόχων της εταιρείας είναι ο Θεοφάνης Πέτρου, αδελφός της εφεσείουσας, ο οποίος ήταν και ουσιώδης μάρτυρας στη διαδικασία, (Μ.Κ.13).

 

Από τους πρώτους μήνες της εργοδότησης της εφεσείουσας, εμφανίστηκαν κάποια λογιστικά λάθη τα οποία διορθώνονταν. Όταν διαπιστώθηκε κάποιο έλλειμμα στο λογαριασμό της εταιρείας Ιωάννου και Ιωάννου, η οποία αγόραζε χρυσό από την παραπονούμενη, αυτό αρχικά θεωρήθηκε λάθος διότι η εν λόγω εταιρεία εξοφλούσε αμέσως την αξία του χρυσού. Ωστόσο, αργότερα αποκαλύφθηκε πως η εταιρεία αυτή ουδέν ποσό όφειλε. Πρόβλημα εντοπίστηκε και στο ταμείο καθότι σύμφωνα με τις καταστάσεις αυτό θα έπρεπε να περιέχει πέραν των €30.000 μετρητά τα οποία δεν έχουν εντοπισθεί. 

 

Σε περαιτέρω έλεγχο που διενεργήθηκε στα λογιστικά της εταιρείας από τον ελεγκτικό οίκο – Reanda Cyprus Ltd καταδείχθηκε ότι αρκετές επιταγές με δικαιούχο, μεταξύ άλλων προσώπων, την εφεσείουσα, ενώ εξαργυρώθηκαν από την ίδια, δεν υπήρξε καταχώρηση τους στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας. Ουσιώδης μάρτυρας επ’ αυτής της πτυχής ήταν ο λογιστής εκ του πιο πάνω οίκου, ο Μ.Κ.23 – Σταύρος Νεοφύτου. 

 

Σύμφωνα με την ακολουθούμενη πρακτική στα πλαίσια λειτουργίας της, η παραπονούμενη εταιρεία απέστελλε πάντοτε ως απόθεμα στα ταμεία των καταστημάτων δύο επιταγές των €3.000.- εκάστη. Με την εξαργύρωση της μίας, αποστελλόταν αμέσως άλλη.

 

Σύμφωνα πάντοτε με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η εφεσείουσα, σε ορισμένες περιπτώσεις, απέστελλε και τρίτη επιταγή σε καταστήματα των άλλων πόλεων και ζητούσε από τις εκεί υπεύθυνες, να τις εξαργυρώσουν και τις αποστείλουν πίσω τα χρήματα. Πράγμα το οποίο και έπρατταν. Σε αρκετές δε περιπτώσεις [*1069]εξαργύρωνε επιταγές, στις οποίες ήταν δικαιούχος ή κατέστη δικαιούχος εξ οπισθογραφήσεως αλλά δεν καταχωρούσε στα λογιστικά της εταιρείας, ούτε τα χρήματα διοχετεύθηκαν στην εταιρεία.

 

Μετά την αποκάλυψη των πιο πάνω γεγονότων η εφεσείουσα απολύθηκε από την εργασία της στις 14.7.2013. Το συνολικά κλαπέν ποσό ανέρχεται σε αυτό των €89.600 και καλύπτει τα έτη 2012 και 2013 στις ημερομηνίες που συγκεκριμένα αναφέρονται στην απόφαση.

 

Το Κακουργιοδικείο, επέβαλε στην εφεσείουσα τις ακόλουθες ποινές συντρέχουσας φυλάκισης ως εξής:

 

Κλοπή υπό υπαλλήλου (κατηγορίες 16, 26, 29, 36, 43, 57, 64, 71, 74, 77, 80, 83, 86, 89, 92, 95, 98, 101, 104, 107, 110, 113, 116, 119, 122, 125, 128, 131, 138 και 148), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων σε κάθε κατηγορία.

 

Ψευδείς λογαριασμοί με σκοπό την καταδολίευση (κατηγορίες 17, 27, 30, 37, 44, 58, 65, 72, 75, 78, 81, 84, 87, 90, 93, 96, 99, 102, 105, 108, 111, 114, 117, 120, 123, 126, 129, 132, 139 και 149), ποινή φυλάκισης 2 χρόνων σε κάθε κατηγορία.

 

Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (κατηγορίες 18, 28, 31, 38, 45, 59, 66, 73, 76, 79, 82, 85, 88, 91, 94, 97, 100, 103, 106, 109, 112, 115, 118, 121, 124, 127, 130, 133, 140 και 150), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων σε κάθε κατηγορία.

 

Στην επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείου έλαβε επίσης υπόψη, κατόπιν σχετικού αιτήματος και την υπόθεση 6509/2013, Ε.Δ. Πάφου η οποία αφορούσε αδίκημα πλαστογραφίας δικαστικού διατάγματος γονικής μέριμνας, το οποίο η εφεσείουσα είχε παραδεχθεί.

 

Η πρωτόδικη απόφαση πλήττεται με μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης, συνολικά 13, τους οποίους προσπαθήσαμε να ομαδοποιήσουμε για σκοπούς ευχερέστερης μελέτης και αναφοράς, προσπάθεια καθόλου εύκολη λόγω του τρόπου διατύπωσης τόσο των λόγων όσο και της συναφούς αιτιολογίας. (Ο 14ος λόγος αποσύρθηκε ενώπιον μας).

 

Α΄ Ομάδα (Λόγοι 1, 2, 3, 4, 7, 8, 9 και 12) – Η κυριότερη ομάδα που καλύπτει το θέμα της αξιολόγησης μαρτυρίας μπορεί να επικεντρωθεί στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε [*1070]δύο ουσιώδεις μάρτυρες, τον ΜΚ13 και ΜΚ23. Αυτοί είναι κυρίως οι λόγοι 1, 2, 7 και 12. Επάλληλα και παράλληλα με τους πιο πάνω λόγους, βρίσκουμε να είναι οι λόγοι έφεσης που αφορούν αξιολόγηση άλλων μαρτύρων και εν πολλοίς το συσχετισμό τους με τους ΜΚ13 και 23. Αυτοί οι λόγοι είναι ο λόγος έφεσης 3 ο οποίος αναφέρεται γενικότερα σε αντιφάσεις των υπαλλήλων της εταιρείας – Μ.Κ. ως προς το ρόλο ή την εμπλοκή των Μ.Κ.13 και 23, αλλά και των άλλων υπαλλήλων και της ίδιας της εφεσείουσας εν γένει. Σχετικός είναι και ο λόγος 8 με τον οποίο κρίνεται ως ανεπαρκής συνολικά η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, ως μη ικανοποιητική ως περιστατική μαρτυρία για να οδηγήσει σε καταδίκη. Στο λόγο 9 διατυπώνεται γενικότερα η θέση για λανθασμένη αξιολόγηση των ΜΚ - υπαλλήλων της παραπονούμενης εταιρείας. Επίσης διά του λόγου 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας τηρούνταν σε ηλεκτρονική μορφή και αυτό διότι κατά τη θέση της εφεσείουσας, τόσο από τη μαρτυρία των υπαλλήλων και του ΜΚ23 αλλά και τεκμηρίων (αποδείξεις) (main cash) «διαφάνηκε ότι τα λογιστικά έντυπα σε ηλεκτρονική μορφή ήταν για εσωτερική χρήση μόνο και ότι παράλληλα κρατούνταν και πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία για τις συναλλαγές ή τουλάχιστον θα έπρεπε». 

 

Σχετικός μπορεί να θεωρηθεί ο λόγος 7 εφόσον θεωρείται ως ουσιώδης παράλειψη το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε καμία αναφορά ως προς ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς, ως χαρακτηρίζονται, της κατηγορούσας αρχής αναφορικά με το λογαριασμό “main cash” και το κατ’ ισχυρισμόν έλλειμα από τα λογιστικά σχετικά με το υπόλοιπο της εταιρείας Ιωάννου και Ιωάννου.

 

Β΄ Ομάδα (Λόγοι 5 και 6). Σ’αυτή την ομάδα εντάσσεται, κατά την κρίση της εφεσείουσας, η λανθασμένη επιτέλεση του έργου της αξιολόγησης του Δικαστηρίου ως προς την ίδια την εφεσείουσα, (Λόγος 5) ενώ αποδίδεται ακόμη μομφή στο Κακουργιοδικείο για αναστροφή του βάρους της απόδειξης ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της μαρτυρίας και της εκδοχής της (Λόγος 6). 

 

Γ΄ Ομάδα (Λόγος 10): Με το λόγο αυτό αποδίδεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου και ειδικότερα στο ανακριτικό έργο πλημμέλεια ως προς τη διερεύνηση και περισυλλογή τεκμηρίων του ΤΑΕ Πάφου. 

 

Δ΄ Ομάδα (Λόγοι 11 και 13): Σ’ αυτή την ομάδα εντάσσονται διάφορα προβαλλόμενα κενά στη μαρτυρία ή λανθασμένη θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς συγκεκριμένους μάρτυρες ή [*1071]πτυχή της δοθείσας μαρτυρίας. Ο λόγος 11 υποδεικνύει κενά που προκύπτουν από τη μαρτυρία των ΜΚ12, ΜΚ13 και 23 ως προς συγκεκριμένα ποσά τα οποία δίδονταν δανεικά από ένα μαγαζί σε άλλο, είτε για αγορά χρυσού είτε άλλως πως και τα οποία πολλές φορές δεν ήταν περασμένα στις ημερήσιες αναφορές αλλά παρέπεμπαν σε χειρόγραφη απόδειξη. Για τα ποσά αυτά κατηγορείτο η εφεσείουσα και παρουσιάζονται να λείπουν από τη λογιστική έρευνα. Ο λόγος 13 αφορά στην αντιφατική, κατά την πλευρά της εφεσείουσας, με βάση τη μαρτυρία, ενέργεια του Κακουργιοδικείου να αθωώσει σε ορισμένες κατηγορίες και να καταδικάσει σε άλλες. 

 

Παρά την κατανομή των λόγων έφεσης σε 4 ομάδες θεωρούμε ότι η ομάδα Α και Β πρέπει να εξεταστεί στο ίδιο πλαίσιο αφού ακριβώς αφορά το έργο της αξιολόγησης.

 

Είναι ορθή η παρατήρηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας για τη σημασία που εδόθη στους Μ.Κ.13 και 23. Η μαρτυρία τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθοριστική για την πορεία της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής ως προς τα επίδικα θέματα. Το ίδιο και τα τεκμήρια που κατέθεσαν. Το Κακουργιοδικείο καταγράφει τη σύνοψη της μαρτυρίας του ΜΚ13 στις σελ.7-10 και του ΜΚ13 στις σελ.22 και 26 της απόφασης. Επανερχόμενο δε το Κακουργιοδικείο στο θέμα επί του έργου της αξιολόγησης για τη μαρτυρία ειδικά του ΜΚ13 ο οποίος, θυμίζουμε είναι αδελφός της εφεσείουσας και ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας, μεταδίδει τη θετική εικόνα του ως μάρτυρα, και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του ότι ο μάρτυρας είχε καταθέσει χωρίς οποιαδήποτε υστεροβουλία ή υπερβολή σε σχέση με τα γεγονότα που αφορούν το λογιστικό έργο της εταιρείας. Σημειώνει ακόμη το Δικαστήριο ότι δεν μπόρεσε να εξεύρει στο μάρτυρα καμία αντίφαση ή ανακρίβεια καταγράφοντας μάλιστα τη συχνή παραπομπή του στο ίδιο το λογιστικό έλεγχο χωρίς προσπάθεια ο ίδιος να δώσει εξηγήσεις που δεν γνώριζε.

 

Αναφορικά με τον Μ.Κ.23 αναφέρεται ότι ήταν υπάλληλος του ελεγκτικού οίκου και εξωτερικός συνεργάτης της παραπονούμενης εταιρείας και είναι το πρόσωπο που στο τέλος κάθε μήνα ετοίμαζε της μηνιαίες καταστάσεις της εταιρείας σύμφωνα με την ενημέρωση των λογιστικών βιβλίων που του απέστειλε η εφεσείουσα.  Καταλήξει δε ως εξής το Δικαστήριο:

 

«Είναι γεγονός ότι δεν είναι εγγεγραμμένος στο Σύνδεσμο Ελεγκτών Κύπρου γιατί κατέχει μόνο πτυχίο Higher στη Λογιστική, εργάζεται όμως ως λογιστής στο πιο πάνω αναφερόμενο λογιστικό οίκο. Ο μάρτυρας εξήγησε στο Δικαστήριο ότι είναι [*1072]αυτός που διενήργησε το λογιστικό έλεγχο της παραπονούμενης εταιρείας για τα έτη 2012 και 2013 και αποτέλεσμα του λογιστικού ελέγχου είναι το περιεχόμενο των τεκμηρίων 11(1)-11(5). Δεν μπορεί να θεωρηθεί μειονέκτημα στην εργασία του από μόνο του το γεγονός ότι με βάση το λογιστικό έλεγχο που διενήργησε ο ίδιος η παραπονούμενη εταιρεία παρουσιάζει ως έλλειμμα ένα ποσό της τάξεως των €325.000 (εξηγώντας πως κατέληξε στον υπολογισμό αυτό) ενώ η κατηγορούμενη κατηγορείται για το ποσό των €171.000. Αντίθετα αυτό αποδεικνύει την αμεροληψία του και την μη σύμπραξη και συνεργασία του με τον Θ. Πέτρου, αφού καταλογίζει τόσο σε εκείνον όσο και άλλους, κάποια άλλα ποσά. Για τούτο η μαρτυρία του κρίνεται αξιόπιστη και ειλικρινής.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας προσεκτικά κάθε ξεχωριστή πτυχή των κατηγοριών σ’ άλλο σημείο της απόφασης δέχεται ως προκύπτουσα συντριπτικά από τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής ότι η εφεσείουσα δεν ήταν μια απλή υπάλληλος όπως προσπάθησε να προωθήσει στην υπεράσπιση της αλλά το πρόσωπο το οποίο είχε τον έλεγχο της λογιστικής διαχείρισης της εταιρείας και τον εν γένει έλεγχο των υπαλλήλων σχετικά με τις επιταγές και την εκτέλεση της εργασίας τους. Όπως παρατηρεί με έντονο χρωματισμό το Κακουργιοδικείο:

 

«Με δοσμένη την αξιολόγηση όπως την έχουμε περιγράψει, τα καταγραφέντα στην αρχή της απόφασης μας αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου. Ευρήματα αποτελούν και ό,σα κατωτέρω εκτίθενται. Οι ενέργειες και καθήκοντα της κατηγορουμένης, σε συνδυασμό με τα όσα έχουν καταθέσει και οι υπόλοιποι υπάλληλοι της εταιρείας, δηλώνουν ότι η κατηγορούμενη δεν ήταν μια απλή υπάλληλος της εταιρείας, όπως προσπάθησε να θέσει με την υπεράσπιση της αλλά το πρόσωπο το οποίο είχε τον έλεγχο της λογιστικής διαχείρισης των οικονομικών της εταιρείας, αλλά και τον εν γένει έλεγχο των υπαλλήλων σχετικά με τις επιταγές και την εκτέλεση της εργασίας τους. Ήταν όντως μια υπεύθυνη θέση με αυξημένα καθήκοντα και ευθύνες να βαραίνουν τους ώμους της. Αυτό που αποκομίζουμε από την όλη παρουσία και συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα, είναι ότι η κατηγορουμένη είναι πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται τις πράξεις και παραλείψεις της και να καθοδηγεί την πορεία των γεγονότων, εν αντιθέσει με αυτό που ήθελε να παρουσιάσει, ότι λόγω του φόρτου εργασίας και του κακού χαρακτήρα του Πέτρου καταντούσε ένα απλό υποχείριο του, με αποτέλεσμα μεγάλα ποσά τα οποία δεν παρουσιάζονται να διοχετεύθηκαν στα ταμεία της εταιρείας, να καταλήγουν στα χέρια του Πέτρου.

 

Όπως πιο πάνω αναφέρουμε, η κατηγορουμένη, έδωσε εξηγήσεις για επιταγές οι οποίες εξαργυρώθηκαν από την ίδια για πολύ μεγαλύτερα ποσά, κάνοντας αναφορά στα λογιστικά της εταιρείας ότι διοχετεύθηκαν στο Πέτρου. Τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο των επίδικων αδικημάτων. 

 

Υπήρξε ισχυρισμός της υπεράσπισης ότι όλες οι επίδικες επιταγές έχουν περαστεί από την ίδια στα Detailed Ledger της εταιρείας, και συγκεκριμένα ότι αυτές έχουν περαστεί την ημερομηνία έκδοσής τους και όχι την ημερομηνία εξαργύρωσής τους.  Από απλό έλεγχο των επιταγών που εξαργύρωσε η ίδια η κατηγορουμένη διαπιστώνεται γενικά και τίθεται ειδικά πιο κάτω ότι, όντως κάποιες επιταγές από τις οποίες εξαργύρωσε η κατηγορούμενη είναι περασμένες στα Detailed Ledger της τράπεζας ή στα Detailed Ledger του Main Cash την ημερομηνία έκδοσης τους και όχι την ημερομηνία εξαργύρωσης τους. Κάποιες επιταγές είναι περασμένες ημερομηνία πριν από την έκδοση τους και πριν την εξαργύρωση τους που είναι διαφορετικές ημερομηνίες. Ενώ κάποιες που είναι εξαργυρωμένες την ημερομηνία έκδοσης τους δεν είναι πουθενά περασμένες στα λογιστικά της εταιρείας. Συνεπώς και αυτός ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι τις επιταγές τις περνούσε την ημερομηνία έκδοσης τους, δεν ευσταθεί.»

 

Το Κακουργιοδικείο με σχολαστικότητα εκθέτοντας την εκδοχή της εφεσείουσας την απέρριψε ως μη αληθινή και φτιαχτή για να ρίξει ευθύνες σ’ άλλους κυρίως στον ΜΚ13 ή ακόμη στους υπαλλήλους που τη «βοηθούσαν» ή στο λογιστή ΜΚ23 ή και άλλους που κατά την εκδοχή της, τους κάλυπταν.

 

Όντως εντοπίσαμε ουκ ολίγες αναφορές που έγιναν από το Κακουργιοδικείο για ουσιαστική διάσταση της υπερασπιστικής γραμμής μεταξύ των υποβολών του συνηγόρου της εφεσείουσας, ο οποίος υπέχει θέση αντιπροσώπου αυτής* και της ένορκης εκδοχής της. Σχολιάζει ακόμη το Κακουργιοδικείο έντονα για τις θέσεις που η ίδια προοώθησε ενόρκως χωρίς να υποβάλει αντίστοιχες θέσεις στους ΜΚ. Επ’ αυτής της σοβαρής πτυχής θα περιοριστούμε να μεταφέρουμε μόνο κάποιες από τις πολυάριθμες επιση[*1074]μάνσεις του Κακουργιοδικείου: Ενώ η εφεσείουσα αναφερόμενη στο έλλειμμα που διαπιστώθηκε στην εταιρεία ύψους €180.380,81 απαντά πως εάν υπήρχε το έλλειμμα ο μόνος που θα μπορούσε να το πάρει ήταν ο ΜΚ13 πίσω από την πλάτη του συνεταίρου τους ΜΚ14 και έκαμε μνεία πολλές φορές «σε μαγειρέματα των λογαριασμών» επ’ ωφελεία του ΜΚ13, καθόλου δεν εξήγησε με ποίο τρόπο έγινε κάτι τέτοιο στην περίπτωση των επιδίκων επιταγών.  Όπως ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο, οι επίδικες επιταγές οι οποίες την εμφανίζουν ως δικαιούχο ήταν παραδεκτό ότι είχαν εξαργυρωθεί από την ίδια και τα χρήματα περιήλθαν στα χέρια της. Δεν μπόρεσε η εφεσείουσα να πείσει σχετικά με την πορεία που ακολούθησαν τα χρήματα μετά. Δεν πρόκειται για αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, όπως εισηγείται ο κ. Δανιήλ. Απλώς πρόκειται για μια εκδοχή που με βάση εκτεταμένη αιτιολογία δεν έγινε αποδεκτή. Περαιτέρω δε, στα πλαίσια της εκδοχής της εξετάστηκαν τα σχετικά τεκμήρια ειδικά τα detailed ledgers της επίδικης περιόδου σε σχέση με τις επιταγές. Η εγγραφή που παρουσιάζουν τα ledgers καταρρίπτουν την εκδοχή της εφεσείουσας. Η βασική της δε θέση ότι τα χρήματα των επιταγών τα έδιδε στον ΜΚ13 για να έχει τη δυνατότητα «να κλέβει» το συνέταιρο του, δεν τέθηκε καν στον ΜΚ13, όταν αυτός αντεξεταζόταν. Πρόκειτο για σοβαρή παράλειψη που ακριβώς αγγίζει τον πυρήνα της θέσης της υπεράσπισης. Ήταν δηλαδή υποχρέωση της να του το υποβάλει ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να αντικρούσει τη θέση και παράλειψη τέτοιας υποβολής εξουδετερώνει τη θέση. (βλ. Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146).

 

Όπως ετέθη στην υπόθεση Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Αυτή δε η υποχρέωση καθίσταται ιδιαίτερα βαρύνουσα αν πρόκειται για ουσιώδη ισχυρισμό. (βλ. επίσης Adidas Sportshunfanbriken Adi Dassler KG v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383 και Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599). Παρατηρούμε δε ότι δεν προσβάλλεται από τους κατά τα άλλα εκτεταμένους λόγους έφεσης αυτή η πτυχή του συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου. Ούτε επίσης υπεβλήθη στον ΜΚ23 κατά την αντεξέταση του ο ισχυρισμός που έθεσε η εφεσείουσα ενόρκως ότι δηλαδή ο ΜΚ23 επενέβαινε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και έκανε αλλοιώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης επεσήμανε το γεγονός ότι ενώ η εφεσείουσα βασίστηκε ιδιαίτερα σε σημειώσεις για τα λεφτά που έπαιρνε ο ΜΚ13 - πάντα κατά την εκδοχή της - ουδέποτε επιχείρησε να καταθέσει τις σημειώσεις αυτές. Υπάρχουν δεκάδες άλλα στοιχεία τέτοιων σοβαρών παραλείψεων και ή αντι[*1075]φάσεων εκ μέρους της υπεράσπισης οι οποίες καλύπτουν αρκετές σελίδες της απόφασης του Κακουργιοδικείου χωρίς να είναι σκόπιμο κατά την κρίση μας να αναφερθούμε περαιτέρω.

 

Όλα τα πιο πάνω αναδεικνύουν – όπως ορθά κατέληξε το Κακουργιοδικείο – μια σαθρή και κατασκευασμένη μαρτυρία εκ μέρους της.

 

Ενόψει δε των πραγματικών γεγονότων που δεν κλονίστηκαν – ειδικά της λήψης των επιταγών από την ίδια, της εξαργύρωσης τους και της μη απόδοσης τους στην παραπονούμενη εταιρεία - το Κακουργιοδικείο ορθά οδηγήθηκε στο συμπέρασμα στοιχειοθέτησης της υπόθεσης εναντίον της εφεσείουσας, αφού ακριβώς επιτέλεσε το καθήκον του για αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Παρά τη σημασία των ΜΚ13 και 23 και την αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας τους ως προς την εν γένει κατάληξη του Κακουργιοδικείου, έχουμε εξετάσει και τις επιμέρους θέσεις της εφεσείουσας αναφορικά με την επιτέλεση του καθήκοντος του Δικαστηρίου να αξιολογήσει τους ΜΚ υπαλλήλους της εταιρείας (και μεταξύ αυτών και της ΜΚ5). Εκτός του ότι οι πλημμέλειες που αποδίδονται στο Κακουργιοδικείο είναι άκρως αόριστες και γενικής φύσεως, θεωρώντας τη μαρτυρία αυτή με βάση και τα κατατεθέντα τεκμήρια, δεν έχουμε αμφιβολία ότι η αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο ήταν πλήρης και πειστική. Όπως έχει λεχθεί μικρές αντιφάσεις μπορεί να υπάρχουν μεταξύ της μαρτυρίας του ιδίου μάρτυρα σε σχέση με άλλους, ακόμη και τυχόν αδυναμίες μπορεί να αντιμετωπίζονται. Σημασία όμως έχει ότι εν τέλει αυτές δεν έχουν τη δυναμική να καταστρέψουν ή να επηρεάσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων που αφορούν οι αντιφάσεις ή οι ανακρίβειες. (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 345, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391 και Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32).

 

Είναι γνωστό και εδραιωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν διαπιστώνεται εσφαλμένη ή ανεπαρκής αξιολόγηση ή αν οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα βρίσκονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν θεωρήσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) Α.Α.Δ. 317 και Subatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286). Εξάλλου στη Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485 λέχθηκε ότι επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η πρωτόδικη αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή όλως διόλου λανθασμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση. Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου (βλ. Ευγενίου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 540).

 

Με όση δυνατή ευρύτητα και να αντικρύσαμε τους σχετικούς λόγους έφεσης, οι οποίοι δεν αποτελούν υπόδειγμα διατύπωσης, δεν θεωρούμε ότι παρέχεται οποιονδήποτε πεδίο επέμβασης μας, ως προς το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας που επιτέλεσε το Κακουργιοδικείο στα ορθά και θεμιτά πλαίσια με βάθρο εκτεταμένη αιτιολογία για τους λόγους που αποδέχθηκε τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας και για τους λόγους που θεώρησε αναξιόπιστη την εφεσείουσα. Αστήρικτα βρίσκουμε τα επιχειρήματα της εφεσείουσας για την ποιότητα της λογιστικής εργασίας του ΜΚ23 ή την ποιότητα της μαρτυρίας του ΜΚ13. Περαιτέρω οι δύο άλλες εισηγήσεις που προβάλλει η πλευρά της για ουσιαστικά κενά και αντιφάσεις δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εκ των ίδιων των κοινών γεγονότων έχει καταδειχθεί η θέση και τα αυξημένα καθήκοντα της  εφεσείουσας στην εταιρεία, αφού εκ των παραδοχών της και μόνο προσδιορίζεται με επάρκεια η άμεση επαφή της, τόσο με τα καθημερινά λογιστικά της εταιρείας, όσο και με τη συμπλήρωση σχετικών εγγραφών (και των detailed ledgers) για όλα τα καταστήματα. Όπως επίσης και η άμεση επαφή της με τα χρήματα της εταιρείας καθώς και η ανάθεση ειδικών καθηκόντων εκ μέρους της σε άλλους υπαλλήλους. Δεν βρίσκουμε λοιπόν γιατί δόθηκε τόση σημασία στο πώς έπρεπε να χαρακτηριστεί η θέση που κατείχε. Ακόμη δεν θεωρούμε να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα το αν η εταιρεία λειτουργούσε εσωτερικά ή εξωτερικά με τα βιβλία της σε ηλεκτρονική μορφή. Επιμέρους εξηγήθηκε ο τρόπος λειτουργίας της επιχείρησης και στη λογιστική του δομή και αυτό ήταν αρκετό για το Κακουργιοδικείο ώστε να διατυπώσει τα σχετικά ευρήματα του. Δεν εξετάζεται εν προκειμένω γενικά η «ορθότητα» της δομής της εταιρείας. 

 

Όπως σε αριθμό υποθέσεων έχουμε τονίσει, η πρωτόδικη απόφαση δεν πρέπει να κρίνεται μικροσκοπικά και υπό το πρίσμα και μόνο μιας κατεύθυνσης*. Αντίθετα πρέπει να υπάρχει συνολική θεώρηση όλης της διεργασίας και σκέψης του πρωτόδικου Δικα[*1077]στηρίου αναφορικά με τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας και το συνεπακόλουθο έργο του ως προς την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων τα οποία έκρινε ότι υφίστανται στις κατηγορίες τις οποίες κάποιος αντιμετωπίζει. Διά της διαπίστωσης μας ότι το έργο του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας κινήθηκε στα ορθά πλαίσια, οδηγούμαστε στην απόρριψη της Ομάδας Λόγων έφεσης Α και Β αφού ακριβώς άπτονται του θέματος της αξιολόγησης.

 

Με βάση τα πιο πάνω θα πρέπει να εξετάσουμε και τους λόγους έφεσης της Ομάδας Γ και Δ. Διά του 10ου λόγου (Ομάδα Γ) αποδίδεται πλημμέλεια στο ανακριτικό έργο για τη διερεύνηση και περισυλλογή τεκμηρίων. Όταν διαβαστεί η αιτιολογία του λόγου αυτού γίνεται φανερό ότι η ούτω καλούμενη «μομφή» εναντίον του ανακριτικού έργου στηρίζεται στην προβαλλόμενη αλήθεια της εκδοχής της εφεσείουσας, η οποία ορθά απορρίφθηκε. Επίσης γίνεται γενικά και αόριστα αναφορά «σε περιστατική μαρτυρία που θα μπορούσε να προσκομίσει η κατηγορούσα αρχή». Η αιτιολογία αυτού του λόγου δεν μπορεί να ευσταθήσει. 

 

Αν παραβλέψει κάποιος τη γενικότητα και την αοριστία της διατύπωσης, η όλη ανάλυση και αντίκριση που γίνεται από το Κακουργιοδικείο ως προς το ανακριτικό έργο και τους μάρτυρες αστυνομικούς, είναι το αντίθετο που καταδεικνύει. Ότι δηλαδή το ανακριτικό έργο και η ανακριτική ομάδα λειτούργησαν με καλή πίστη και χωρίς προκατάληψη εναντίον της εφεσείουσας, η πλευρά της οποίας δεν φαίνεται να ζήτησε συγκεκριμένα έγγραφα ή με συγκεκριμένο και εμπεριστατωμένο τρόπο να αναφέρει για παραλείψεις ή πλημμελείς ενέργειες του ανακριτικού έργου. Αυτό δε που αναφέρεται από την εφεσείουσα για τη σημασία των στελεχών των επιταγών και την παράλειψη της κατηγορούσας αρχής να τις προσκομίσει και πάλιν παρέμεινε σε ένα δυσνόητο και ασαφές πλαίσιο και εν πάση περιπτώσει δεν εξηγείται γιατί δεν έγινε εκ μέρους της εφεσείουσας κλήτευση σχετικού μάρτυρα για την κατάθεση τους.

 

Οι λόγοι της Ομάδας Δ, ανωτέρω, και πάλιν ουσιαστικά απαντώνται από την κατάληξη μας ως προς το έργο της αξιολόγησης αφού διά της μαρτυρίας που το Δικαστήριο αποδέχθηκε, ορθά κατέληξε στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών. Το γεγονός ότι ορισμένες κατηγορίες θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετούνται δεν πλήττει την καταδίκη εφόσον αιτιολογημένα και με αναφορά σε μαρτυρία το Κακουργιοδικείο εξήγησε γιατί υπήρξε στις συγκεκριμένες κατηγορίες άλλη κατάληξη. Όπως προηγουμένως έχουμε αναφέρει οι μάρτυρες που αφορούσαν τις συγκεκριμένες κατηγορίες κρίθηκαν [*1078]αναξιόπιστοι και δεν επηρέαζαν με κανένα τρόπο τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων που έγινε απόλυτα αποδεκτή.

 

Ως εκ των πιο πάνω, είναι φανερό ότι ομοίως και οι λόγοι έφεσης της Ομάδας Γ και Δ δεν είναι βάσιμοι.

 

Για τους λόγους που έχουμε αναφέρει η έφεση στην ολότητα της κρίνεται αθεμελίωτη και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο