Μαληκκίδης Ευτύχιος ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 1186

ECLI:CY:AD:2016:B534

(2016) 2 ΑΑΔ 1186

[*1186]25 Nοεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΜΑΛΗΚΚΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 40/2015)

 

 

Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ― Ο περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος 188(Ι)/2007 ― Δεκασμός δημόσιου λειτουργού ― Επιβλήθηκαν πρωτοδίκως συντρέχουσες ποινές φυλακίσης δύο και τριών χρόνων, σε οκτώ  κατηγορίες δεκασμού δημόσιου λειτουργού (Άρθρο 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και έξι χρόνων φυλάκισης σε μια κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει ― Υπομνήστηκε ότι ο εφεσείων από υπηρέτης και φύλακας των συμφερόντων του Δημοσίου, ενεπλάκη στον φαύλο κύκλο της διαφθοράς και αξιώνοντας και λαμβάνοντας μεγάλα ποσά, καταχράστηκε κατά τον χείριστο τρόπο τη θέση του.

 

Ποινή ― Η νομολογία δεν έχει καθιερώσει νομική αρχή ότι είναι αντινομικό ή παράλογο να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στο δεύτερο, διακεκριμένο νομοθετικά από το πρώτο αδίκημα ― Προέκυπτε πως το Κακουργιοδικείο δεν υπέπεσε επί του θέματος σε σφάλμα αρχής.

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Η ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή συνιστά τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο το έργο επιμέτρησης της ποινής.

 

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Απώλειας σταδιοδρομίας ― Η απώλεια της σταδιοδρομίας ενός δημόσιου λειτουργού που καταχράται τη θέση του δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. 

 

Μετά από παραδοχή, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που συνεδριά[*1187]ζει στην Πάφο επέβαλε στον εφεσείοντα (Κατηγορούμενο 2, πρωτοδίκως) συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως 2, 3 και 6 χρόνων σε οκτώ κατηγορίες δεκασμού δημόσιου λειτουργού (Άρθρο 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και σε μια κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Άρθρα 2, 3, 4(1)(α)(ιιι)(2), 5, 7 και 8 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007). Με πιο υψηλή την ποινή στην τελευταία κατηγορία, αυτή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Ο εφεσείων προσέβαλε με την έφεση την ποινή των 6 ετών που του επιβλήθηκε στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων εσφαλμένη για λόγους αρχής, έκδηλα υπερβολική και προϊόν εσφαλμένης καθοδήγησης του Κακουργιοδικείου από την Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486 η οποία, όπως διατείνεται, δεν αποτελεί έγκυρο δίκαιο (good law) κατά πλήρη παραγνώριση των αρχών της Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252 η οποία αποτελεί το μόνο έγκυρο και δεσμευτικό δίκαιο.

 

Ο εφεσείων, προσοντούχος χημικός μηχανικός του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, υπηρέτησε για 13 χρόνια ως Υγειονολόγος-Μηχανικός στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, από το οποίο μεταπήδησε, το 1997, στο Συμβούλιο Αποχετεύσεως Πάφου (Σ.Α.ΠΑ), ενώ τέσσερα χρόνια μετά, το 2001, το Υπουργικό Συμβούλιο τον διόρισε Γενικό Διευθυντή του εν λόγω Συμβουλίου, θέση που διατήρησε μέχρι και το 2014 με Πρόεδρο τον (πρώην) Δήμαρχο Πάφου Σ. Βέργα (Κατηγορούμενο 2, πρωτοδίκως).

 

Υπόνοιες για οικονομικές ατασθαλίες στο έργα του Συμβουλίου κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο είχαν ως αποτέλεσμα τη διενέργεια αστυνομικών ερευνών που οδήγησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου έξι πρόσωπα. Απ’ αυτά τα δύο, οι Βέργας και εφεσείων, παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες που τους είχαν προσαφθεί, ενώ οι υπόλοιποι τις αρνήθηκαν και γι’ αυτούς η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η εμπλοκή του εφεσείοντα στην υπόθεση - η οποία εν πολλοίς είναι παράλληλη ή ταυτίζεται με ό,τι καταλογίζεται και στο Βέργα - και η οποία αφορούσε χρηματισμό (δεκασμό) επ’ ανταλλάγματι είτε να βοηθήσει εργοληπτικές εταιρείες να κερδίσουν τα προκηρυχθέντα συμβόλαια κατασκευής του Αποχετευτικού Συστήματος Πάφου, είτε να παραβλεφθούν παρατυπίες κατά την εκτέλεση των έργων ή/και για πληρωμή σ’ αυτές της αξίας των εργασιών που είχαν εκτελέσει.

 

Εν τέλει ως αποτέλεσμα των πιο πάνω επιλήψιμων πράξεων, ο εφεσείων αποκόμισε για ίδιον προσωπικό όφελος τα πιο πάνω ποσά [*1188]και απ’ αυτά νομιμοποίησε παράνομα το ποσό των €498.000 (167η κατηγορία), για την οποία όπως έχει σημειωθεί του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών. Και αυτό αφού το Κακουργιοδικείο ταξινόμησε την επιλήψιμη συμπεριφορά του εφεσείοντα στο σωστό από απόψεως σοβαρότητας επίπεδο, τονίζοντας ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης το στοιχείο της αποτροπής συνδυαζόμενο με τη σοβαρότητα των αδικημάτων αναδεικνυόταν έντονο, χωρίς όμως να ατονεί και το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής.

 

Συναφώς έλαβε υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα, προσμετρώντας προς όφελός του το λευκό ποινικό του μητρώο, τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, την παραδοχή του, την προσφερθείσα εκ μέρους του αποζημίωση προς το Δημόσιο, την προθυμία του να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας και τις εν γένει επιπτώσεις που θα επέφερε η καταδίκη του στον ίδιο και την οικογένεια του. Ειδικά δε σ’ ό,τι αφορούσε εισήγηση του συνηγόρου του πως το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων απ’ αυτή που θα επέβαλλε στα γενεσιουργά αδικήματα του δεκασμού, επεσήμανε - με αναφορά στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 - «. πως οι δύο αυτές κατηγορίες αδικημάτων διακρίνονται νομοθετικώς (με διαφορετικό και το ανώτατο όριο ποινής) με το ερώτημα στην κάθε περίπτωση να άπτεται, εν πάση περιπτώσει, της προσήκουσας στάθμισης των πραγμάτων και κατάληξη στην ορθή υπό τις περιστάσεις ποινή». 

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα επιχειρήματα του συνηγόρου του εφεσείοντα επί του θέματος,  εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονταν να στερούνται ερείσματος. Aπό περαιτέρω όμως μελέτη του θέματος, διαπιστώνεται ότι ο Νομοθέτης διακρίνει από απόψεως σοβαρότητας τα δύο αδικήματα, καθορίζοντας για το γενεσιουργό, που αφορά παράνομη κτήση περιουσίας, ανώτατο όριο ποινής τα 5 έτη φυλάκισης και για το δεύτερο  που αφορά στη διαχείριση του προϊόντος της παρανομίας, τα 14 έτη φυλάκισης.

 

2.  Έχοντας δε υπόψη ότι η νομολογία δεν έχει καθιερώσει νομική αρχή ότι είναι αντινομικό ή παράλογο να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στο δεύτερο, διακεκριμένο νομοθετικά από το πρώτο αδίκημα, προέκυπτε πως το Κακουργιοδικείο δεν υπέπεσε επί του θέματος σε σφάλμα αρχής.

 

3.  Η σοβαρότητα ενός αδικήματος καθορίζεται από το Νομοθέτη στη βάση του ανώτατου ορίου ποινής και όχι από τα Δικαστήρια, ο ρό[*1189]λος των οποίων περιορίζεται στη στάθμιση της σοβαρότητας του αδικήματος ανάλογα με τα περιστατικά που το περιβάλλουν.

 

4.  Αντίθετη προσέγγιση θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση της Δικαστικής στη Νομοθετική Εξουσία και κατά συνέπεια σε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

5.  Δεν υπέπεσε το Κακουργιοδικείο σε σφάλμα αρχής επί του θέματος αλλά αντίθετα το προσέγγισε στα ορθά πλαίσια εφόσον είναι δυνατό τα ιδιαίτερα περιστατικά μιας υπόθεσης να δικαιολογούν μεγαλύτερη ποινή στη διαχείριση της επιλήψιμης περιουσίας απ’ ότι ο τρόπος απόκτησης της.

 

6.  Όπως συμβαίνει και στην Αγγλία στην περίπτωση της απλής κλοπής που η ποινή είναι μικρότερη απ’ ότι η διαχείριση του προϊόντος της κλοπής, που ανάλογα εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις όπως η παρούσα.

 

7.  Τέλος, αναφορικά με τις υποθέσεις που επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα είναι αρκετό να παρατηρηθεί ότι στις υποθέσεις αυτές δεν επιβλήθηκε μεγαλύτερη ποινή στο δεύτερο αδίκημα στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών των εν λόγω υποθέσεων χωρίς όμως να καθοριστεί νομική αρχή ότι είναι αντινομικό ή παράλογο να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στη διαχείριση του προϊόντος της παρανομίας απ’ ότι στον τρόπο απόκτησής της.

 

8.  Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε την αρμόζουσα βαρύτητα στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα, καθώς και στους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωση του.

 

9.  Ειδικά προβλήθηκε ότι δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα (α) στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσείων και τα οποία σύμφωνα με τη νομολογία αποτελούν παράγοντα που πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την επιβολή της κατάλληλης ποινής ως  και στην επιμέτρηση της, αφού περιέπεσε στο λάθος να λειτουργήσει ως εμπειρογνώμονας κρίνοντας πως αυτά μπορούν να τύχουν αντιμετώπισης από το προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος και (β) τις επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του εφόσον με την καταδίκη του σε φυλάκιση απώλεσε την εργασία του και όλα τα παρεμφερή ωφελήματα, παράγοντας που σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί ισχυρό μετριαστικό παράγοντα.

 

10. Oύτε ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης ευσταθούσε. Η Πολιτεία εμπι[*1190]στεύτηκε στον εφεσείοντα μια υψηλή θέση, με τα ανάλογα ωφελήματα που τη συνοδεύει. Με την ανάληψη όμως των καθηκόντων του από υπηρέτης και φύλακας των συμφερόντων του Δημοσίου ενεπλάκη στον φαύλο κύκλο της διαφθοράς και αξιώνοντας και λαμβάνοντας μεγάλα ποσά καταχράστηκε κατά το χείριστο τρόπο τη θέση του.

 

11. Με όλες τις αυτονόητες επιπτώσεις όχι μόνο στα οικονομικά του Δήμου Πάφου, που από τη φύση της θέσης του όφειλε να προστατεύει, αλλά και στην εν γένει εμπιστοσύνη του πολίτη έναντι των δημοσίων προσώπων την οποία καίρια έπληξε.

 

12. Είναι πρόδηλο ότι σε αδικήματα τέτοιας φύσεως, με εμπλεκόμενα δημόσια πρόσωπα, η ποινή που πρέπει  να επιβάλλεται θα πρέπει να είναι αυστηρή και να ενέχει έντονα το στοιχείο της αποτροπής.  Όπου δε εντοπίζεται τέτοια ανάγκη ναι μεν οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου λαμβάνονται υπόψη, αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής καθότι προέχει η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου.

 

13. Σ’ ό,τι δε αφορά, ειδικά, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσείων δεν προέκυπτε πως το Κακουργιοδικείο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα με το να θεωρήσει πως αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν από το προσωπικό του Σωφρονιστικού Ιδρύματος, αφού υπάρχει τέτοια δυνατότητα.

 

14. Τέλος, σ’ ό,τι αφορούσε στην εισήγηση ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι ο εφεσείων θα έχανε και τη δουλειά του, τονίζεται ότι οι συνέπειες στη σταδιοδρομία ενός δημόσιου λειτουργού που καταχράται τη θέση του θα ήταν αντιφατικό να προβάλλονται ως μετριαστικός παράγοντας τη στιγμή που ο ίδιος όχι μόνο δεν σεβάστηκε τη θέση που του εμπιστεύτηκε η Πολιτεία αλλά την εκμεταλλεύτηκε για να αποκομίσει με επιλήψιμο τρόπο προσωπικό όφελος σε βάρος του Δημοσίου.

 

15. Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω ουδέν μεμπτό εντοπιζόταν στον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής, το οποίο έχοντας υπόψη πάγια νομολογιακή αρχή ότι η ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή συνιστά τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο το έργο επιμέτρησης της ποινής επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 6 ετών στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων για 8 περιπτώσεις που καλύπτουν μια περίοδο 10 περίπου χρόνων και για το οποίο ο Νόμος προβλέ[*1191]πει ανώτατο όριο ποινής 14 χρόνια φυλάκισης.

 

16. Δηλαδή, του επέβαλε ποινή κατά 8 έτη πιο χαμηλή  από το ανώτατο όριο, στοιχείο που αντανακλά τη σοβαρή έκπτωση που του έγινε λόγω των προσωπικών του συνθηκών και όλων των μετριαστικών παραγόντων που συνέτρεχαν στην περίπτωση του, ενώ για εκάστη των 8 κατηγοριών δεκασμού, για τις οποίες ο Νόμος προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινής 5 χρόνια φυλάκισης, του επέβαλε 3 χρόνια φυλάκιση και για τα οποία δεν παραπονείτο, παρόλο που και στα δύο αδικήματα λήφθηκαν υπόψη οι ίδιες προσωπικές συνθήκες και οι ίδιοι μετριαστικοί παράγοντες.

 

17. Τέλος δεν ευσταθούσε ούτε το παράπονο του εφεσείοντα  ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα άντλησε καθοδήγηση από την Ανδρονίκου (κατωτέρω).

 

18. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η υπόθεση Ανδρονίκου εκδικάστηκε πριν από 24 χρόνια όταν τα εγκλήματα αυτής της φύσης ήταν ολιγότερα. Περαιτέρω, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ο Κολοκασίδης ήταν αρχιλογιστής ιδιωτικής επιχείρησης ξενοδοχείου, ενώ ο εφεσείων Γενικός Διευθυντής Δημόσιου Οργανισμού και όπως τονίζεται πιο πάνω η απώλεια της σταδιοδρομίας ενός δημόσιου λειτουργού που καταχράται τη θέση του δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,

 

Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252,

 

Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22,

 

Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646,

 

Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28,

 

Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 113,

 

Cristinel v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 742,

 

Μiliotis v. Republic (1978) 2 C.L.R. 42,

[*1192]Papas v. Republic (1970) 2 C.L.R. 89,

 

Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 701,

 

Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 425,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (2004) 2 Α.Α.Δ. 166,

 

Καφάρης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 632.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Σωκράτους, Π.Ε.Δ., Μάρκου, Α.Ε.Δ., Δρουσιώτης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12057/2014), ημερομηνίας 11/2/2015.

 

K. Kαλλής, για τον Εφεσείοντα.

 

Ζ. Συμεού, για τον Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από παραδοχή, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στην Πάφο επέβαλε στον εφεσείοντα (Κατηγορούμενο 2, πρωτοδίκως) συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως 2, 3 και 6 χρόνων σε οκτώ (8) κατηγορίες δεκασμού δημόσιου λειτουργού (Άρθρο 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και σε μια (1) κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Άρθρα 2, 3, 4(1)(α)(ιιι)(2), 5, 7 και 8 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007). Με πιο υψηλή την ποινή στην τελευταία κατηγορία, δηλαδή αυτή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Ο εφεσείων θεωρεί την ποινή των 6 ετών που του επιβλήθηκε στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων εσφαλμένη για λόγους αρχής, έκδηλα υπερβολική και προϊόν εσφαλμένης καθοδήγησης του Κακουργιοδικείου από την Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486 η οποία, όπως διατείνεται, δεν αποτελεί έγκυρο δίκαιο (good law) κατά πλήρη παραγνώριση των αρχών της Κο[*1193]λοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252 η οποία αποτελεί το μόνο έγκυρο και δεσμευτικό δίκαιο.

 

Οι πιο πάνω τρεις λόγοι έφεσης, οι οποίοι απορρίπτονται από την εφεσίβλητη που υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα με εμπεριστατωμένο διάγραμμα αγόρευσης, αλλά και διά ζώσης κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης με αναφορά και σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Πρώτα όμως να σκιαγραφήσουμε το αδιαμφισβήτητο πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης και τις αρχές που υιοθέτησε το Κακουργιοδικείο ώστε να επιβάλει στον εφεσείοντα διπλάσια – από πρακτικής άποψης – ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων απ’ ότι στα γενεσιουργά αδικήματα δεκασμού δημοσίου λειτουργού.

 

Ο εφεσείων, προσοντούχος χημικός μηχανικός του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, υπηρέτησε για 13 χρόνια ως Υγειονολόγος-Μηχανικός στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, από το οποίο μεταπήδησε, το 1997, στο Συμβούλιο Αποχετεύσεως Πάφου (Σ.Α.ΠΑ, στο εξής το Συμβούλιο), ενώ τέσσερα χρόνια μετά, το 2001, το Υπουργικό Συμβούλιο τον διόρισε Γενικό Διευθυντή του εν λόγω Συμβουλίου, θέση που διατήρησε μέχρι και το 2014 με Πρόεδρο τον (πρώην) Δήμαρχο Πάφου Σ. Βέργα (Κατηγορούμενο 2, πρωτοδίκως).

 

Υπόνοιες για οικονομικές ατασθαλίες στο έργα του Συμβουλίου κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο είχαν ως αποτέλεσμα τη διενέργεια αστυνομικών ερευνών που οδήγησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου έξι πρόσωπα. Απ’ αυτά τα δύο, οι Βέργας και εφεσείων, παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες που τους είχαν προσαφθεί, ενώ οι υπόλοιποι τις αρνήθηκαν και γι’ αυτούς η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η εμπλοκή του εφεσείοντα στην υπόθεση – η οποία εν πολλοίς είναι παράλληλη ή ταυτίζεται με ό,τι καταλογίζεται και στο Βέργα – και η οποία αφορούσε χρηματισμό (δεκασμό) επ’ ανταλλάγματι είτε να βοηθήσει εργοληπτικές εταιρείες να κερδίσουν τα προκηρυχθέντα συμβόλαια κατασκευής του Αποχετευτικού Συστήματος Πάφου, είτε να παραβλεφθούν παρατυπίες κατά την εκτέλεση των έργων ή/και για πληρωμή σ’ αυτές της αξίας των εργασιών που είχαν εκτελέσει. Συγκεκριμένα:

 

Κατά την Α΄ φάση κατασκευής του Αποχετευτικού Συστήμα[*1194]τος, η οποία ξεκίνησε το 1999 και αποπερατώθηκε το 2004, ο εφεσείων αξίωσε και έλαβε παράνομα από την εταιρεία (α) Awatech €55.000 προκειμένου να τη βοηθήσει – όπως και έπραξε – να κερδίσει το διαγωνισμό για την ανέγερση του Βιολογικού Σταθμού του Αποχετευτικού Συστήματος, (β) Iacovou Bros €60.000 προκειμένου να προωθήσει αξίωσή της για πληρωμή επιπλέον εργασίας και (γ) από την «Άτλας-Παντού» €60.000, για τον ίδιο λόγο που έλαβε αντίστοιχο ποσό και από την εταιρεία Iacovou Bros.

 

Κατά τη Β΄ φάση κατασκευής του Αποχετευτικού, η οποία ξεκίνησε το 2007, αξίωσε και έλαβε παράνομα (α) από την Κοινοπραξία Medcon Construction Ltd – General Construction Company Ltd (GCC) σε δύο περιπτώσεις Λ.Κ.50.000 και €100.000 προκειμένου, στην πρώτη περίπτωση να ενεργήσει ώστε να τους κατακυρωθεί η προσφορά και, στη δεύτερη περίπτωση, να ενεργήσει μαζί με το Βέργα να πληρώνονται απρόσκοπτα για εργασίες που εκτελούσαν, (β) από τη Νemesis Constructing Public Company €100.000 ώστε να ενεργήσει να πληρώνεται απρόσκοπτα για εργασίες που εκτελούσε, (γ) από την εταιρεία Envitec S.A. €105.000 ώστε να ενεργήσει να πληρώνεται και αυτή απρόσκοπτα για εργασίες που εκτελούσε και (δ) από την Κοινοπραξία Loizos Iordanou Constructions Limited – Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου €33.000 ώστε να ενεργήσει για να της κατακυρωθεί η προσφορά.

 

Εν τέλει ως αποτέλεσμα των πιο πάνω επιλήψιμων πράξεων, ο εφεσείων αποκόμισε για ίδιον προσωπικό όφελος τα πιο πάνω ποσά και απ΄ αυτά νομιμοποίησε παράνομα το ποσό των €498.000 (167η κατηγορία), για την οποία όπως έχει σημειωθεί του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών. Και αυτό αφού το Κακουργιοδικείο ταξινόμησε την επιλήψιμη συμπεριφορά του εφεσείοντα στο σωστό από απόψεως σοβαρότητας επίπεδο, τονίζοντας ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης το στοιχείο της αποτροπής συνδυαζόμενο με τη σοβαρότητα των αδικημάτων αναδεικνυόταν έντονο, χωρίς όμως να ατονεί και το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής. Συναφώς έλαβε υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα, προσμετρώντας προς όφελός του το λευκό ποινικό του μητρώο, τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, την παραδοχή του, την προσφερθείσα εκ μέρους του αποζημίωση προς το Δημόσιο, την προθυμία του να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας και τις εν γένει επιπτώσεις που θα επέφερε η καταδίκη του στον ίδιο και την οικογένεια του. Ειδικά δε σ’ ό,τι αφορούσε εισήγηση του συνηγόρου του πως το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων απ’ αυτή που θα επέβαλλε στα γενεσιουργά αδικήμα[*1195]τα του δεκασμού, επεσήμανε – με αναφορά στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22 – «… πως οι δύο αυτές κατηγορίες αδικημάτων διακρίνονται νομοθετικώς (με διαφορετικό και το ανώτατο όριο ποινής) με το ερώτημα στην κάθε περίπτωση να άπτεται, εν πάση περιπτώσει, της προσήκουσας στάθμισης των πραγμάτων και κατάληξη στην ορθή υπό τις περιστάσεις ποινή».  Προχωρώντας δε περαιτέρω επί του ζητήματος παρατήρησε πως:

 

«Όπως ο ίδιος ο Νόμος προνοεί, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων ενδέχεται να διαπραχθεί είτε από το δράστη του γενεσιουργού αδικήματος είτε από τρίτο πρόσωπο. Η κατοχή, χρήση και διαχείριση των εσόδων της παρανομίας, σκοπείται να παταχθεί με το Νόμο τούτο, είτε το γενεσιουργό αδίκημα διαπράχθηκε εντός ή εκτός Δημοκρατίας αφού η κατοχή και διαχείριση των εσόδων επεκτείνεται σε εύρος χρόνου πέραν του χρόνου διάπραξης του γενεσιουργού αδικήματος» και

 

«Ακόμη και στη περίπτωση που τα ίδια γεγονότα συνθέτουν διαφορετικά αδικήματα, εκείνο που η Νομολογία υποδεικνύει είναι η επιβολή ποινής στο σοβαρότερο εξ αυτών, όπως αυτό προδιαγράφεται από τη προβλεπόμενη ποινή (δέστε μεταξύ άλλων Θεοχάρους ανωτέρω, Alexandrou ν. Director of Customs (1985) 2 C.L.R. 47).

 

Εδώ ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε διάφορα αδικήματα επί του ιδίου κατηγορητηρίου, τα οποία θα τύχουν της αρμόζουσας αντιμετώπισης.

 

Ενδεικτικό πιστεύουμε για το θέμα της διαχείρισης περιουσίας από παράνομα έσοδα, αποτελεί το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 1995, το οποίο πραγματεύεται το Άρθρο 22 του Thred & Act 1968 (σε δική μας μετάφραση).

 

«Η μέγιστη διαθέσιμη ποινή για το χειρισμό κλοπιμαίας περιουσίας είναι σημαντικά ψηλότερη από αυτή που είναι διαθέσιμη για την κλοπή, αντανακλώντας την άποψη ότι μερικές περιπτώσεις χειρισμού συνιστούν πιο σοβαρά αδικήματα από οιαδήποτε περίπτωση απλής κλοπής»

 

Μπορεί επομένως στην κατάλληλη περίπτωση ο καταδικασθείς για αδίκημα συγκάλυψης να λάβει και να ενδείκνυται να λάβει βαρύτερη ποινή από εκείνη για την οποία καταδικάστηκε για το γενεσιουργό αδίκημα. Άλλωστε το Άρθρο 4 του Νόμου [*1196]188(Ι)/2007, καλύπτει ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων όπως εμφαίνεται στις σχετικές παραγράφους του».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν αμφισβητεί ότι το Κακουργιοδικείο ταξινόμησε από απόψεως σοβαρότητας τα (κατά συρροή) αδικήματα δεκασμού που διέπραξε ο εφεσείων στο σωστό επίπεδο. Όπως δεν αμφισβητεί ότι, σε σχέση με αυτά, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα και προσμέτρησε προς όφελός του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωσή του, καταλήγοντας εν τέλει να του επιβάλει ισορροπημένες ποινές (3 χρόνια φυλάκιση στις 7 κατηγορίες και 2 χρόνια στην 8η). Αυτό που αμφισβητεί, όπως ήδη έχει σημειωθεί, είναι  κυρίως ότι η ποινή των 6 χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι εσφαλμένη για λόγους αρχής. Με προεξάρχον προς τούτο επιχείρημα ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 113), τα Δικαστήρια «… κατά την επιμέτρηση της ποινής για το γενεσιουργό αδίκημα και για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων έχουν τηρήσει την αρχή του καθορισμού της ποινής για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων στη βάση του ανώτατου ορίου ποινής που προβλέπεται για το γενεσιουργό αδίκημα», ώστε να αποφεύγονται παράλογα, παράδοξα και άτοπα αποτελέσματα. Αναγνώρισε όμως ότι οι εν λόγω αυθεντίες, και γενικά η νομολογία, δεν έχει καθιερώσει νομική αρχή ότι είναι αντινομικό ή παράλογο να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων απ΄ ότι στο γενεσιουργό αδίκημα.

 

Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή τα επιχειρήματα του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα επί του θέματος, τα οποία εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται να στερούνται ερείσματος. Aπό περαιτέρω όμως μελέτη του θέματος διαπιστώνεται ότι ο Νομοθέτης διακρίνει από απόψεως σοβαρότητας τα δύο αδικήματα, καθορίζοντας για το γενεσιουργό, που αφορά παράνομη κτήση περιουσίας, ανώτατο όριο ποινής τα 5 έτη φυλάκισης και για το δεύτερο  που αφορά τη διαχείριση του προϊόντος της παρανομίας, τα 14 έτη φυλάκισης. Έχοντας δε υπόψη ότι η νομολογία δεν έχει καθιερώσει νομική αρχή ότι είναι αντινομικό ή παράλογο να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στο δεύτερο, διακεκριμένο νομοθετικά από το πρώτο αδίκημα, έχουμε την γνώμη πως το Κακουργιοδικείο δεν υπέπεσε επί του θέματος σε σφάλμα αρχής. Υπενθυμίζουμε συναφώς ότι η σοβαρότητα ενός αδικήματος καθορίζεται από το Νο[*1197]μοθέτη στη βάση του ανώτατου ορίου ποινής και όχι από τα Δικαστήρια, ο ρόλος των οποίων περιορίζεται στη στάθμιση της σοβαρότητας του αδικήματος ανάλογα με τα περιστατικά που το περιβάλλουν. Αντίθετη προσέγγιση θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση της Δικαστικής στη Νομοθετική Εξουσία και κατά συνέπεια σε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Δεν υπέπεσε λοιπόν το Κακουργιοδικείο σε σφάλμα αρχής επί του θέματος αλλά αντίθετα το προσέγγισε στα ορθά πλαίσια εφόσον είναι δυνατό τα ιδιαίτερα περιστατικά μιας υπόθεσης να δικαιολογούν μεγαλύτερη ποινή στη διαχείριση της επιλήψιμης περιουσίας απ΄ ότι ο τρόπος απόκτησης της. Όπως συμβαίνει και στην Αγγλία στην περίπτωση της απλής κλοπής που η ποινή είναι μικρότερη απ΄ ότι η διαχείριση του προϊόντος της κλοπής (βλ. Blackstone’s Criminal Practice, ανωτέρω), που ανάλογα εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Τέλος, αναφορικά με τις υποθέσεις που επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι στις υποθέσεις αυτές δεν επιβλήθηκε μεγαλύτερη ποινή στο δεύτερο αδίκημα στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών των εν λόγω υποθέσεων χωρίς όμως – επαναλαμβάνουμε - να καθοριστεί νομική αρχή ότι είναι αντινομικό ή παράλογο να επιβάλλεται μεγαλύτερη ποινή στη διαχείριση του προϊόντος της παρανομίας απ’ ότι στον τρόπο απόκτησής της.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν κρίνεται βάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε την αρμόζουσα βαρύτητα στις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα, καθώς και στους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωση του.

 

Αναφορικά με τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα, σημειώνεται ότι είναι ηλικίας 58 ετών, αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας – γαστρίτιδα και γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση, καλοήθη υπερτροφία του προστάτη, δυσλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση και παροξυσμική κολπική μαρμαρογή – είναι διαζευγμένος και πατέρας δύο παιδιών ηλικίας 15 και 16 ετών για τα οποία έχει όλη την ευθύνη σ’ ό,τι αφορά τη σχολική φοίτηση, φροντίδα και καθοδήγηση και η φυλάκιση του πατέρα τους είχε σοβαρή αρνητική επίδραση στον ψυχικό τους κόσμο και στην εν γένει προσωπική τους κατάσταση.

 

Το Κακουργιοδικείο, υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ναι μεν αναφέρει πως έλαβε υπόψη τις προσωπικές [*1198]και οικογενειακές του συνθήκες, αλλά γενικά δεν τους απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα. Ειδικά δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα (α) στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσείων και τα οποία σύμφωνα με τη νομολογία αποτελούν παράγοντα που πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την επιβολή της κατάλληλης ποινής ως  και στην επιμέτρηση της (Cristinel v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 742 και Μiliotis v. Republic (1978) 2 C.L.R. 42 και άλλες), αφού περιέπεσε στο λάθος να λειτουργήσει ως εμπειρογνώμονας κρίνοντας πως αυτά μπορούν να τύχουν αντιμετώπισης από το προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος και (β) τις επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του εφόσον με την καταδίκη του σε φυλάκιση απώλεσε την εργασία του και όλα τα παρεμφερή ωφελήματα, παράγοντας που σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί ισχυρό μετριαστικό παράγοντα (Papas v. Republic (1970) 2 C.L.R. 89, Kολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252, Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 701).

 

Oύτε ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Η Πολιτεία εμπιστεύτηκε στον εφεσείοντα μια υψηλή θέση, με τα ανάλογα ωφελήματα που τη συνοδεύει. Με την ανάληψη όμως των καθηκόντων του από υπηρέτης και φύλακας των συμφερόντων του Δημοσίου ενεπλάκη στον φαύλο κύκλο της διαφθοράς και αξιώνοντας και λαμβάνοντας μεγάλα ποσά καταχράστηκε κατά το χείριστο τρόπο τη θέση του. Με όλες τις αυτονόητες επιπτώσεις όχι μόνο στα οικονομικά του Δήμου Πάφου, που από τη φύση της θέσης του όφειλε να προστατεύει, αλλά και στην εν γένει εμπιστοσύνη του πολίτη έναντι των δημοσίων προσώπων την οποία καίρια έπληξε. Με τις επιγραμματικές αυτές επισημάνσεις είναι νομίζουμε πρόδηλο ότι σε αδικήματα τέτοιας φύσεως, με εμπλεκόμενα δημόσια πρόσωπα, η ποινή που πρέπει να επιβάλλεται θα πρέπει να είναι αυστηρή και να ενέχει έντονα το στοιχείο της αποτροπής. Όπου δε εντοπίζεται τέτοια ανάγκη ναι μεν οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου λαμβάνονται υπόψη, αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής καθότι προέχει η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Σ’ ό,τι δε αφορά, ειδικά, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσείων δεν θεωρούμε πως το Κακουργιοδικείο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα με το να θεωρήσει πως αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν από το προσωπικό του Σωφρονιστικού Ιδρύματος, αφού υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Τέλος, σ’ ό,τι αφορά την εισήγηση ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι ο εφεσείων θα έχανε και τη δουλειά του, να τονίσουμε ότι οι [*1199]συνέπειες στη σταδιοδρομία ενός δημόσιου λειτουργού που καταχράται τη θέση του θα ήταν αντιφατικό να προβάλλονται ως μετριαστικός παράγοντας τη στιγμή που ο ίδιος όχι μόνο δεν σεβάστηκε τη θέση που του εμπιστεύτηκε η Πολιτεία αλλά την εκμεταλλεύτηκε για να αποκομίσει με επιλήψιμο τρόπο προσωπικό όφελος σε βάρος του Δημοσίου. Σχετική επί του θέματος είναι η Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 425, από την οποία ορθώς άντλησε καθοδήγηση το Κακουργιοδικείο.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής, το οποίο έχοντας υπόψη πάγια νομολογιακή αρχή ότι η ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή συνιστά τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο το έργο επιμέτρησης της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (2004) 2 Α.Α.Δ. 166, Καφάρης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 632 και άλλες) επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 6 ετών στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων για 8 περιπτώσεις που καλύπτουν μια περίοδο 10 περίπου χρόνων και για το οποίο ο Νόμος προβλέπει ανώτατο όριο ποινής 14 χρόνια φυλάκισης. Δηλαδή, του επέβαλε ποινή κατά 8 έτη πιο χαμηλή από το ανώτατο όριο, στοιχείο που αντανακλά τη σοβαρή έκπτωση που του έγινε λόγω των προσωπικών του συνθηκών και όλων των μετριαστικών παραγόντων που συνέτρεχαν στην περίπτωση του, ενώ για εκάστη των 8 κατηγοριών δεκασμού, για τις οποίες ο Νόμος προβλέπει κατ’ ανώτατο όριο ποινής 5 χρόνια φυλάκισης, του επέβαλε 3 χρόνια φυλάκιση και για τα οποία δεν παραπονείται, παρόλο που και στα δύο αδικήματα λήφθηκαν υπόψη οι ίδιες προσωπικές συνθήκες και οι ίδιοι μετριαστικού παράγοντες.

 

Το τρίτο και τελευταίο παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα άντλησε καθοδήγηση από την Ανδρονίκου (ανωτέρω) ενώ, όπως διατείνεται, οι ορθές αρχές τίθενται από την Κολοκασίδης (ανωτέρω).

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση.

 

Όπως επισημάνθηκε στην Ανδρονίκου, η Κολοκασίδης δεν έχει θέσει άκαμπτους κανόνες και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η υπόθεση αυτή εκδικάστηκε πριν από 24 χρόνια όταν τα εγκλήματα αυτής της φύσης ήταν ολιγότερα. Περαιτέρω, να προσθέσουμε, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ο Κολοκασίδης ήταν αρχιλογιστής ιδιωτικής επιχείρησης ξενοδοχείου, ενώ ο εφεσείων Γενικός Διευθυντής Δημόσιου Οργανισμού και όπως τονίζεται πιο πάνω η [*1200]απώλεια της σταδιοδρομίας ενός δημόσιου λειτουργού που καταχράται τη θέση του δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Όπως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το 1992 που εκδικάστηκε η Κολοκασίδης το καρκίνωμα της διαφθοράς προσώπων που ασκούσαν δημόσια εξουσία δεν ήταν στα επίπεδα που είναι σήμερα, ούτε ταλάνιζε την Πολιτεία στο σοβαρό βαθμό που την ταλανίζει σήμερα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο