Χρυσάνθου Ανδρέας ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1293

ECLI:CY:AD:2016:B538

(2016) 2 ΑΑΔ 1293

[*1293]2 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 19/2016)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Κλοπή από αντιπροσώπου ― Ένοχη διάνοια ― Υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος ― Απόφανση Εφετείου ότι ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι υπήρχε σχέση αντιπροσώπευσης, έτσι ώστε η όλη δομή της υπόθεσης να ήταν εφικτό να ενταχθεί στα πλαίσια του Άρθρου 270, του Κεφ. 154 και συγκεκριμένα στην παράγραφο (β).

 

Ποινικός Κώδικας ― Υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος ― Η πρόθεση δεν είναι πολλές φορές δεκτική άμεσης απόδειξης και, είναι γνωστή η αρχή του δικαίου της απόδειξης ότι το στοιχείο της ένοχης διάνοιας αποδεικνύεται κατά κανόνα, συμπερασματικά από το σύνολο της ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρίας.

 

Ποινή ― Κλοπή από αντιπροσώπου ― Κατ’ έφεση μείωση ποινής δεκαπεντάμηνης φυλάκισης και διαταγή για άμεση αποφυλάκιση ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο υπερβολική, δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κλήθηκε να επιβάλει ποινή επτά και πλέον χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος, λαμβανομένων επίσης υπόψη και των δραματικών αλλαγών που επήλθαν στο μεταξύ στις προσωπικές του συνθήκες.

 

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου, καθότι, όπως αποτελούσε τη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, έκλεψε το ποσό των €90.000 που του εμπιστεύθηκε ο Φίλιππος Ευστρατίου από τη Λεμεσό, με σκοπό να του προμηθεύσει ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW X6 από την Αγγλία. Ως αποτέλεσμα της καταδίκης του ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 μηνών.

[*1294]Τα επίδικα γεγονότα εμφαίνονται στα αποφασισθέντα εκ του Εφετείου.

 

H έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένο το εύρημα περί στοιχειοθέτησης, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η ερμηνεία και το εύρος που προσέδωσε το δικαστήριο στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα.

 

γ)  Δεν είχε αποδειχθεί ή στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη σχέσης αντιπροσώπευσης μεταξύ παραπονουμένου και εφεσείοντα.

 

δ)  Το δικαστήριο απέτυχε να διαγνώσει ότι η όλη μαρτυρία οδηγούσε στη διαπίστωση μιας αστικής διαφοράς.

 

ε)  Ήταν εσφαλμένο το ύψος της επιβληθείσας ποινής, στη βάση των υπαρχουσών μετριαστικών παραγόντων και του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τα γεγονότα, μέχρι την καταδίκη, ήτοι οκτώ χρόνια.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως προσδιορίστηκε και επανελήφθη στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, στην οποία έκαμε αναφορά και η συνήγορος του εφεσείοντα, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής θα πρέπει (1) η λήψη της περιουσίας να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, (2) χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης και (3) με πρόθεση αποστέρησης τελεσιδίκως της περιουσίας αυτής.

 

2.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο παραπονούμενος επιθυμούσε να αγοράσει ένα αυτοκίνητο, από την εταιρεία A. Chrysanthou Cars Ltd, τις εργασίες της οποίας διεύθυνε ο εφεσείων, και σε αντάλλαγμα της αξίας του αυτοκινήτου το οποίο θα προερχόταν από την αγγλική αγορά, ο παραπονούμενος έδωσε ως προκαταβολή χρηματικό ποσό €66.000 και ένα αυτοκίνητο υπ' αριθμό εγγραφής KPY 902, το οποίο προσδιορίστηκε στην αξία των €56.000.

 

3.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας, εισηγήθηκε η συνήγορος, ότι, δηλαδή, δεν είχε στοιχειοθετηθεί η σχέση αντιπροσώπευσης, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί το συστατικό στοιχείο του Άρθρου 270, του Κεφ. 154.

[*1295]4.    Η εισήγηση αυτή δεν ήταν ορθή. Δεν αμφισβητήθηκε ότι, όντως, το ποσό των €122.000 δόθηκε, στην εταιρεία A. Chrysanthou Cars Ltd, πλην, όμως, από την αντεξέταση, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, ουσιαστικώς έγινε αποδεκτό ότι το εν λόγω ποσό το είχε διαχειριστεί ο εφεσείων.

 

5.  Το τίμημα πώλησης του εν λόγω αυτοκινήτου το είχε εμπιστευθεί ο παραπονούμενος στον εφεσείοντα. Συνακόλουθα, ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι υπήρχε σχέση αντιπροσώπευσης, έτσι ώστε η όλη δομή της υπόθεσης να είναι εφικτό να ενταχθεί στα πλαίσια του Άρθρου 270, του Κεφ. 154 και συγκεκριμένα στην παράγραφο (β).

 

6.  Η περιουσία, ήτοι το αυτοκίνητο KPY 902, που κοστολογήθηκε €56.000 και παραδόθηκε στον εφεσείοντα τον Αύγουστο του 2008,  που θα έπρεπε να πωληθεί από τον εφεσείοντα και το εισπραχθέν τίμημα να συμπεριληφθεί στο ποσό των €122.000, όπως και τα υπόλοιπα χρήματα που δόθησαν σε τέσσερις διαφορετικές ημερομηνίες, ήτοι 4 Ιουλίου 2008, €20.000, 21 Ιουλίου 2008, €21.000 και 24 Σεπτεμβρίου 2008, €25.000, δεν μπορεί να αμφισβητείται ότι ικανοποιεί τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου.

 

7.  Την εν λόγω περιουσία την είχε εμπιστευθεί ο παραπονούμενος στον εφεσείοντα, με σκοπό τη φύλαξη της για την πληρωμή της αξίας αγοράς του συγκεκριμένου αρχικώς προσδιοριστέου αυτοκινήτου BMX X6 από την Αγγλία, και διάθεση του ποσού στον Άγγλο ιδιοκτήτη. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν είχε έρεισμα.

 

8.  Επανερχόμενοι στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής για τη στοιχειοθέτηση οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, εξαιρουμένων των αδικημάτων αυστηρής ποινικής ευθύνης, που δεν είναι η περίπτωση, πέρα από τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης, δηλαδή της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος (actus reus), θα πρέπει να αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ένας κατηγορούμενος είχε την απαραίτητη πρόθεση και να στοιχειοθετηθεί συνεπώς η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (mens rea).

 

9.  Στη συγκεκριμένη υπόθεση, από τα ευρήματα του δικαστηρίου, ο εφεσείων παρέλαβε περιουσία ιδιοκτησίας του παραπονουμένου, συνολικής αξίας €122.000. Εξ αυτών αφαιρέθηκαν €32.000 που, όπως είναι αποδεκτό, αφορούσε την αξία αγοράς ενός αυτοκινήτου μάρκας BMW X3, το οποίο αγόρασε ο παραπονούμενος για τη σύζυγο του.

 

10. Το εναπομείναν ποσό των €90.000 δεν έχει επιστραφεί στον πα[*1296]ραπονούμενο και, ταυτοχρόνως, ο εφεσείων δεν υλοποίησε το λόγο για τον οποίο εισέπραξε τα χρήματα, ήτοι την προμήθεια προς τον παραπονούμενο ενός αυτοκινήτου μάρκας BMW X6, από την Αγγλία.

 

11. Στη βάση αυτών των γεγονότων το δικαστήριο, και ορθώς, διεπίστωσε ότι υπάρχουν τα αντικειμενικά στοιχεία για τη διαπίστωση της ύπαρξης της κατηγορίας, ήτοι, δηλαδή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

 

12. Το θέμα το οποίο εγειρόταν ήταν κατά πόσο είχε αποδειχθεί η ένοχη διάνοια, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος.

 

13. Θεώρησε το δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εφεσείων, παρέλαβε νομίμως και για συγκεκριμένο σκοπό την περιουσία του παραπονουμένου, αλλά στη συνέχεια, ενεργώντας με δολιότητα, τα χρησιμοποίησε για ίδιον όφελος ήτοι, λόγω οικονομικής καταστροφής που αντιμετώπισε και λόγω του ότι ήλθε αντιμέτωπος με τοκογλύφους που τον απειλούσαν.

 

14. Το δικαστήριο δέχτηκε και ορθώς ερμήνευσε τις σχετικές αρχές δικαίου, ότι η πρόθεση δεν είναι πολλές φορές δεκτική άμεσης απόδειξης και, είναι γνωστή η αρχή του δικαίου της απόδειξης ότι το στοιχείο της ένοχης διάνοιας αποδεικνύεται κατά κανόνα, συμπερασματικά από το σύνολο της ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρίας.

 

15. Σύμφωνα με το δεύτερο λόγο έφεσης, η μόνη μαρτυρία που υπήρχε εναντίον του εφεσείοντα για το θέμα αυτό, ήταν η ανώμοτη δήλωση στην οποία είχε προβεί και στην οποία, όπως υποβλήθηκε από τη συνήγορο, το δικαστήριο πρόσδωσε αποδεικτική αξία.

 

16. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι το δικαστήριο είχε αποκλειστικά θεωρήσει ότι η ένοχη διάνοια αποδείχθηκε μόνο από την ανώμοτη δήλωση. Υπάρχουν στοιχεία, τα περισσότερα αναντίλεκτα, από τα οποία ήταν εφικτό για το δικαστήριο να εξάξει το συγκεκριμένο συμπέρασμα από την όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα.

 

17. Υπήρξε, από πλευράς του, νομότυπη ανάληψη χρημάτων που του εμπιστεύθηκε ο παραπονούμενος για την αγορά αυτοκινήτου. Είναι η αναντίλεκτη θέση του παραπονουμένου ότι ο εφεσείων τον παρέπεμπε από ένα χρονικό διάστημα σε άλλο, υποσχόμενος ότι θα υλοποιούσε τη συμφωνία έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η παράδοση του αυτοκινήτου αρχικώς και να επιστρέψει τα χρήματα στη συνέχεια.

[*1297]18.  Παράλληλα, σημειώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο παραπονούμενος δεν εισέπραξε τα χρήματα που έδωσε και ούτε του επιστράφηκε το αυτοκίνητο KPY 902 ή η ανάλογη αξία του.

 

19. Υπήρξε μαρτυρία ότι ο παραπονούμενος εντόπισε τον εφεσείοντα, βρισκόμενο στην Αγγλία, μέσω συγγενικού του προσώπου, που και πάλι αυτός υπόσχετο ότι θα υλοποιούσε τη συμφωνία ή θα επέστρεφε τα χρήματα.

 

20. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και ορθώς, το δικαστήριο θεώρησε ότι η παραχώρηση των χρημάτων σε τρίτα πρόσωπα είτε πρόκειται περί τοκογλύφων ή όχι, καταδείκνυε τη δόλια πρόθεση του εφεσείοντα να ιδιοποιηθεί τα χρήματα, κάτι που έγινε από την αρχή με τις διάφορες δικαιολογίες για μη υλοποίηση, όπως αυτές άρχισαν από τον Ιούλιο του 2008 και επέκεινα, και, ταυτοχρόνως, να τα αποστερηθεί ο παραπονούμενος οριστικώς, πράγμα το οποίο έγινε.

 

21. Τα γεγονότα αυτά δεν οδηγούσαν σ’ οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα παρά δόλια ενέργεια του εφεσείοντα να αποστερήσει οριστικώς τα χρήματα του παραπονουμένου. Συνεπώς, ορθώς θεώρησε το δικαστήριο ότι είχε αποδειχθεί και αυτό το συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

 

22. Η αρχική βάση της συμφωνίας ναι μεν είχε ως επίκεντρο την αγορά ενός αυτοκινήτου, εμπορική πράξη, αλλά στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων ιδιοποιήθηκε, χωρίς δικαίωμα, τα χρήματα που του εμπιστεύθηκε ο παραπονούμενος με αποτέλεσμα να τα απωλέσει οριστικώς ο τελευταίος.

 

Η έφεση κατά της ποινής:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν υπήρχε διαφωνία ότι για το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων, η μόνη υπό τις περιστάσεις αρμόζουσα ποινή ήταν η ποινή της φυλάκισης.

 

2.  Υπήρχε όμως μια παράμετρος που ενώ επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο,  δεν της δόθηκε η αρμόζουσα, υπό τας περιστάσεις, σημασία. Το αδίκημα είχε διαπραχθεί τον Ιούλιο και Αύγουστο του 2008.

 

3.  Το δικαστήριο κλήθηκε να επιβάλει ποινή τον Ιανουάριο του 2016. Επτά και πλέον χρόνια μετά. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι η κα[*1298]θυστέρηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον παραπονούμενο, ο οποίος υπέβαλε παράπονο μετά από τρία και πλέον έτη, δηλαδή, στις 21 Μαρτίου 2011 και έδωσε συμπληρωματική κατάθεση στην αστυνομία στις 13 Αυγούστου 2011.

 

4.  Μέσα σ’ αυτή τη χρονική περίοδο των σχεδόν οκτώ χρόνων, ο εφεσείων είχε, όπως ανέφερε η  συνήγορος, υποστεί οικονομική καταστροφή, διαλύθηκε ο γάμος του, κατέστη πτωχεύσας, συντηρείται με δημόσιο βοήθημα και είναι άνεργος.

 

5.  Αυτή η δραματική αλλαγή, όπως την χαρακτήρισε, στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί από τον εφεσίβλητο, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, και συγκεκριμένα του τρόπου με τον οποίο περιήλθαν τα χρήματα στην κατοχή του εφεσείοντα, αποτελούσε λόγο για τον οποίο το δικαστήριο θα έπρεπε να επιδείξει μεγαλύτερη επιείκεια.

 

6.  Η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική και μειώθηκε έτσι που ο εφεσείων να αποφυλακιστεί άμεσα.

 

Η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση εναντίον της ποινής επιτράπηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486,

 

R. v. Lawrence, 55 Cr. App. Rep. 73,

 

Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175,

 

Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104,

 

Πέτρου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91,

 

Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Δρουσιώτης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3833/2014), ημερομηνίας 25/1/2016.

[*1299]Α. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Δ. Ναπολέοντος (κα), με Αρτ. Αναστασίου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου, καθότι, όπως αποτελούσε τη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, έκλεψε το ποσό των €90.000 που του εμπιστεύθηκε ο Φίλιππος Ευστρατίου από τη Λεμεσό, με σκοπό να του προμηθεύσει ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW X6 από την Αγγλία. Ως αποτέλεσμα της καταδίκης του ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 μηνών.

 

Πριν αναφερθούμε στους λόγους έφεσης και για σκοπούς πληρέστερης εικόνας, θα παραθέσουμε τα ευρήματα του δικαστηρίου, όπως αυτά καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση.

 

"Με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας διαπιστώνεται ότι ο παραπονούμενος έδωσε στον κατηγορούμενο το ποσό των €66.000 σε τρεις επιταγές και το αυτοκίνητο μάρκας BMW με αριθμούς εγγραφής KPY 902 το οποίο ως αναφέρεται στο Τεκμήριο 6 παραλήφθηκε από τον κατηγορούμενο για το ποσό των €56.000, ως προκαταβολή για την αγορά από τον παραπονούμενο αυτοκινήτου μάρκας BMW X6, το οποίο θα μετέφερε στην Κύπρο ο κατηγορούμενος. Ο παραπονούμενος αγόρασε ακόμα ένα αυτοκίνητο από τον κατηγορούμενο μάρκας BMW X3 αξίας €32.000, ποσό το οποίο αφαιρέθηκε από τα πιο πάνω ποσά. Το αυτοκίνητο που υποσχέθηκε ο κατηγορούμενος να μεταφέρει και πωλήσει στον κατηγορούμενο, δεν μεταφέρθηκε ποτέ στην Κύπρο και ούτε παραδόθηκε στον παραπονούμενο. Το εναπομείναν ποσό το οποίο ανέρχεται στις €90.000 δεν έχει επιστραφεί ποτέ στον παραπονούμενο από τον κατηγορούμενο. Μέσα από τη μαρτυρία διαπιστώνεται ότι τόσο το τιμολόγιο όσο και οι αποδείξεις Τεκμήρια 6 - 9 αναφέρουν το όνομα νομικού προσώπου A. Chrysanthou Cars Ltd, αλλά αυτό που έχει παραμείνει αναντίλεκτο και η υπεράσπιση δεν το έχει αμφισβητήσει, είναι ότι τα ποσά από τον πα[*1300]ραπονούμενο τα παρέλαβε και τα ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος προσωπικά. Αυτό διαπιστώνεται και από την ανώμοτη δήλωση του παραπονούμενου «Ποτέ μου δεν ήθελα να ξεγελάσω τον Φίλιππο αλλά λόγω της οικονομικής καταστροφής που είχα, λόγω που είχα μπλέξει με τοκογλύφους και αρκετές δυσκολίες που είχα απειλές, αντιμετώπιζα δυσκολίες να επιστρέψω τα λεφτά πίσω»."

 

Με το εφετήριο και το κατατεθέν διάγραμμα ο εφεσείων αμφισβητεί, με τον πρώτο λόγο έφεσης το εύρημα περί στοιχειοθέτησης, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου. Κρίνεται ως λανθασμένη η ερμηνεία και το εύρος που πρόσδωσε το δικαστήριο στην ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα (2ος λόγος έφεσης). Δεν έχει, αποδειχθεί ή στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη σχέσης αντιπροσώπευσης μεταξύ παραπονουμένου και εφεσείοντα, προβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης. Καταλήγοντας δε με τον τέταρτο λόγο, υποβάλλεται παράπονο ότι το δικαστήριο απέτυχε να διαγνώσει ότι η όλη μαρτυρία οδηγούσε στη διαπίστωση μιας αστικής διαφοράς.

 

Τέλος, αμφισβητείται το ύψος της επιβληθείσας ποινής, στη βάση των υπαρχουσών μετριαστικών παραγόντων και του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τα γεγονότα, μέχρι την καταδίκη, ήτοι οκτώ χρόνια.

 

Πρέπει, κατ’ αρχάς, να σημειώσουμε ότι η όλη δομή του μακροσκελούς διαγράμματος της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα και η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, δεν αμφισβητούν τα ευρήματα του δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, ούτε την αξιολόγηση που έγινε προς το σκοπό αυτό. Περιορίζεται σε νομική επιχειρηματολογία που αρχικώς άπτεται των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της κλοπής και της κλοπής υπό αντιπροσώπου, και εκ δευτέρου, στη σημασία και ερμηνεία των αποδεκτών γεγονότων, κατά εφαρμογή τους στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Όπως έχουμε αρχικώς σημειώσει, ο εφεσείων αμφισβητεί την ύπαρξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της κλοπής. Το κατηγορητήριο προσδιορίζει ότι:

 

"ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

 

Αρ. Κατηγορίας

 

Κλοπή υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων [*1301]270(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 43(Ι)/2000.

 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

 

Ο κατηγορούμενος κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2008 στη Λεμεσό της επαρχίας Λεμεσού, έκλεψε το χρηματικό ποσό των €90.000 του εμπιστεύτηκε ο Φίλιππος Ευστρατίου από τη Λεμεσό, με σκοπό να του φέρει ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW X6 από την Αγγλία."

 

Όπως προσδιορίστηκε και επανελήφθη στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, στην οποία έκαμε αναφορά και η ευπαίδευτη συνήγορος, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής θα πρέπει (1) η λήψη της περιουσίας να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, (2) χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης και (3) με πρόθεση αποστέρησης τελεσιδίκως της περιουσίας αυτής. Στην ιδία υπόθεση αναλύεται η λέξη «fraudulently» η οποία καταδεικνύει ότι η πράξη πρέπει να είναι σκόπιμη και με πρόθεση. Σ’ άλλο σημείο εξηγήθηκε ότι θα πρέπει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο η ύπαρξη αυτού του σκοπού και της προθέσεως.

 

Για να απαντήσουμε το θέμα θα σχολιάσουμε τον τρίτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο από τα γεγονότα της υπόθεσης δεν είχε καταδειχθεί η ύπαρξη σχέσεως αντιπροσώπευσης μεταξύ του παραπονουμένου και του εφεσείοντα, όπως ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος. Αναλύοντας το λόγο έφεσης στο διάγραμμα του εφεσείοντα, γίνεται μια προσπάθεια ταξινόμησης των σχέσεων των διαδίκων και η συνήγορος υποστήριξε ότι, για να υπάρξει το στοιχείο της αντιπροσώπευσης θα πρέπει να υπάρχει ο αντιπρόσωπος, ο αντιπροσωπευόμενος, όπως και ο τρίτος αντισυμβαλλόμενος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο παραπονούμενος επιθυμούσε να αγοράσει ένα αυτοκίνητο, από την εταιρεία A. Chrysanthou Cars Ltd, τις εργασίες της οποίας διεύθυνε ο εφεσείων, και σε αντάλλαγμα της αξίας του αυτοκινήτου το οποίο θα προερχόταν από την αγγλική αγορά, ο παραπονούμενος έδωσε ως προκαταβολή χρηματικό ποσό €66.000 και ένα αυτοκίνητο υπ’ αριθμό εγγραφής KPY 902, το οποίο προσδιορίστηκε στην αξία των €56.000.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας, εισηγήθηκε η συνήγορος, ότι, δηλαδή, δεν είχε στοιχειοθετηθεί η σχέση αντιπροσώπευσης, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί το συστατικό στοιχείο του Άρθρου 270, του Κεφ. 154.

[*1302]Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν αμφισβητήθηκε ότι, όντως, το ποσό των €122.000 δόθηκε, με τον τρόπο που θα αναλύσουμε πιο κάτω, στην εταιρεία A. Chrysanthou Cars Ltd, πλην, όμως, από την αντεξέταση, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, ουσιαστικώς έγινε αποδεκτό ότι το εν λόγω ποσό το είχε διαχειριστεί ο εφεσείων. Από τη μαρτυρία εξάγεται, και τα ευρήματα του δικαστηρίου δεν αμφισβητούνται επί τούτου, ότι ο εφεσείων είχε, κατά τον Ιούλιο του 2008, γνωστοποιήσει στον παραπονούμενο, μετά από εκδήλωση ενδιαφέροντος από τον τελευταίο, ότι υπήρχε συγκεκριμένο αυτοκίνητο, το οποίο του το υπέδειξε μέσω διαδικτύου στην Αγγλία, το οποίο ο εφεσείων είχε «κλείσει», και απαιτείτο η πληρωμή του τιμήματος από τον παραπονούμενο, έτσι ώστε να γίνουν οι διευθετήσεις για τη μεταφορά του στην Κύπρο και την παράδοση του στον παραπονούμενο. Παρατηρούμε, συναφώς, ότι το αυτοκίνητο δεν ανήκε είτε στον εφεσείοντα, είτε στην εταιρεία του, έτσι ώστε να γίνεται λόγος για μία εμπορική πράξη, στη στενή του όρου έννοια. Το συγκεκριμένο προς αγορά αυτοκίνητο ανήκε σε άγνωστο Άγγλο ιδιοκτήτη, στην Αγγλία, και αυτό το αυτοκίνητο θα αγόραζε τελικώς ο παραπονούμενος. Το τίμημα πώλησης του εν λόγω αυτοκινήτου το είχε εμπιστευθεί ο παραπονούμενος στον εφεσείοντα. Συνακόλουθα, ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι υπήρχε σχέσης αντιπροσώπευσης, έτσι ώστε η όλη δομή της υπόθεσης να είναι εφικτό να ενταχθεί στα πλαίσια του Άρθρου 270, του Κεφ. 154 και συγκεκριμένα στην παράγραφο (β), η οποία προνοεί:

 

"Η περιουσία εμπιστευμένη στον υπαίτιο, είτε σε μόνο του είτε μαζί με άλλο για την ασφαλή φύλαξη από αυτό ή χρήση, πληρωμή, ή παράδοση αυτής ή μέρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο."

 

Η περιουσία, ήτοι το αυτοκίνητο KPY 902, που κοστολογήθηκε €56.000 και παραδόθηκε στον εφεσείοντα τον Αύγουστο του 2008, που θα έπρεπε να πωληθεί από τον εφεσείοντα και το εισπραχθέν τίμημα να συμπεριληφθεί στο ποσό των €122.000, όπως και τα υπόλοιπα χρήματα που δόθησαν σε τέσσερις διαφορετικές ημερομηνίες, ήτοι 4 Ιουλίου 2008, €20.000, 21 Ιουλίου 2008, €21.000 και 24 Σεπτεμβρίου 2008, €25.000, δεν μπορεί να αμφισβητείται ότι ικανοποιεί τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου. Την εν λόγω περιουσία την είχε εμπιστευθεί ο παραπονούμενος στον εφεσείοντα, με σκοπό τη φύλαξη της για την πληρωμή της αξίας αγοράς του συγκεκριμένου αρχικώς προσδιοριστέου αυτοκινήτου BMX X6 από την Αγγλία, και διάθεση του ποσού στον [*1303]Άγγλο ιδιοκτήτη. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

Επανερχόμενοι τώρα στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής το οποίο προβλέπει το εξής:

 

"255. (1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη νόμιμα από αυτό:

 

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη."

 

Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα, είχε, ως επίκεντρο, την απουσία απόδειξης του συστατικού στοιχείου του mens rea και ειδικότερα του συστατικού στοιχείου του «δόλιου τρόπου», όπως και «με σκοπό να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη νόμιμα από αυτό». Ήταν η εισήγηση της συνηγόρου ότι, από όλα τα γεγονότα της υπόθεσης, το δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα, στην απουσία ένοχης διάνοιας εκ μέρους του εφεσείοντα, ότι πρόκειται περί μιας αμιγώς αστικής φύσεως υπόθεση. Η βάση της καταδίκης ήταν, όπως υποστήριξε, η παρερμηνεία των λεχθέντων από τον εφεσείοντα στην ανώμοτη του δήλωση (2ος λόγος έφεσης), στην οποία το δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα και/ή δυσανάλογο εύρος στην αξία αυτής της μαρτυρίας.

 

Για τη στοιχειοθέτηση οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, εξαιρουμένων των αδικημάτων αυστηρής ποινικής ευθύνης, που δεν είναι η περίπτωση, πέρα από τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης, δηλαδή της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος (actus reus), θα πρέπει να αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ένας κατηγορούμενος είχε την απαραίτητη πρόθεση και να στοιχειοθετηθεί συνεπώς η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (mens rea).

 

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, από τα ευρήματα του δικαστηρίου όπως τα έχουμε παραθέσει πιο πάνω, ο εφεσείων παρέλαβε περιουσία ιδιοκτησίας του παραπονουμένου, συνολικής αξίας [*1304]€122.000. Εξ αυτών αφαιρέθηκαν €32.000 που, όπως είναι αποδεκτό, αφορούσε την αξία αγοράς ενός αυτοκινήτου μάρκας BMW X3, το οποίο αγόρασε ο παραπονούμενος για τη σύζυγο του. Το εναπομείναν ποσό των €90.000 δεν έχει επιστραφεί στον παραπονούμενο και, ταυτοχρόνως, ο εφεσείων δεν υλοποίησε το λόγο για τον οποίο εισέπραξε τα χρήματα, ήτοι την προμήθεια προς τον παραπονούμενο ενός αυτοκινήτου μάρκας BMW X6, από την Αγγλία.

 

Στη βάση αυτών των γεγονότων το δικαστήριο, και ορθώς, διεπίστωσε ότι υπάρχουν τα αντικειμενικά στοιχεία για τη διαπίστωση της ύπαρξης της κατηγορίας, ήτοι, δηλαδή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

 

Το θέμα το οποίο εγείρεται είναι κατά πόσο έχει αποδειχθεί η ένοχη διάνοια, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο κάμνοντας αναφορά στην αγγλική υπόθεση R. v. Lawrence, 55 Cr. App. Rep. 73, σημείωσε ότι θα πρέπει να αποδειχθεί η δόλια ιδιοποίηση της περιουσίας τρίτου προσώπου, με σκοπό να της αποστερηθεί για πάντα ο ιδιοκτήτης. Θεώρησε το δικαστήριο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εφεσείων, παρέλαβε νομίμως και για συγκεκριμένο σκοπό την περιουσία του παραπονουμένου, αλλά στη συνέχεια, ενεργώντας με δολιότητα, τα χρησιμοποίησε για ίδιον όφελος ήτοι, λόγω οικονομικής καταστροφής που αντιμετώπισε και λόγω του ότι ήλθε αντιμέτωπος με τοκογλύφους που τον απειλούσαν.

 

Το δικαστήριο δέχτηκε και ορθώς ερμήνευσε τις σχετικές αρχές δικαίου, ότι η πρόθεση δεν είναι πολλές φορές δεκτική άμεσης απόδειξης και, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175:

 

"Είναι γνωστή η αρχή του δικαίου της απόδειξης ότι το στοιχείο της ένοχης διάνοιας αποδεικνύεται κατά κανόνα, συμπερασματικά από το σύνολο της ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρίας."

 

(Βλ. επίσης Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104).

 

Η πιο κάτω παράγραφος από την πρωτόδικη απόφαση είναι καθοριστική στον τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα της πρόθεσης:

 

"Μέσα από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και τα όσα ο ίδιος ο κατηγορούμενος έχει αναφέρει στην ανώμοτη του [*1305]δήλωση διαπιστώνεται ότι τα λεφτά που πήρε από τον παραπονούμενο τα διέθεσε για άλλο λόγο εκτός από αυτόν που συμφώνησε με τον παραπονούμενο. Οι ισχυρισμοί του ότι η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε λόγω της μη έγκαιρης πώλησης του οχήματος που του παρέδωσε ο παραπονούμενος έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του για οικονομική καταστροφή και μπλέξιμο με τοκογλύφους. Ο κατηγορούμενος μέχρι σήμερα δεν έχει επιστρέψει τα χρήματα στον παραπονούμενο. Η αγορά τρίτου οχήματος από τον παραπονούμενο αξίας €32.000 από τη μάνδρα αυτοκινήτων που διατηρούσε ο κατηγορούμενος μειώνει τη ζημιά αλλά δεν καθιστά έννομη την πράξη του κατηγορούμενου να μην επιστρέψει πίσω ολόκληρο το ποσό που παρέλαβε από τον παραπονούμενο. Ο κατηγορούμενος οικειοποιήθηκε τα χρήματα του παραπονούμενου για διαφορετικό λόγο από αυτό που τα παρέλαβε.

 

Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η πράξη αυτή του κατηγορούμενου αποτελεί δόλια οικειοποίηση των χρημάτων του παραπονούμενου και κρίνω ένοχο τον κατηγορούμενο στην κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου."

 

Για σκοπούς πληρέστερης εικόνας πρέπει να σημειώσουμε ότι, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία ο παραπονούμενος παρέδωσε στον εφεσείοντα στις 4 και 21 Ιουλίου 2008, αντιστοίχως, δύο επιταγές ύψους €20.000 και €21.000 (Τεκμήρια 7 και 8). Τον Αύγουστο του 2008 παραδίδεται το αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής KPY 902 και στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 παραδίδονται ακόμη €25.000. Στις 11 Οκτωβρίου 2008 ο εφεσείων παραδίδει στον παραπονούμενο αντίγραφο της παραγγελίας με προσδιορισμό των συμφωνηθέντων. Στο εν λόγω έγγραφο υπάρχει σημείωση για αφαίρεση ποσού €32.000 το οποίο, όπως είναι επίσης αποδεκτό, αποτελεί την αξία αγοράς ενός αυτοκινήτου από τον παραπονούμενο για τη γυναίκα του.

 

Προτού εντάξουμε το θέμα της ένοχης διάνοιας, όπως αυτό έχει διαπιστωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, θα εξετάσουμε το παράπονο που υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα ότι, ουσιαστικώς, η μόνη μαρτυρία που υπήρχε εναντίον του εφεσείοντα για το θέμα αυτό ήταν η ανώμοτη δήλωση στην οποία είχε προβεί και στην οποία, όπως υποβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο, το δικαστήριο πρόσδωσε αποδεικτική αξία. (2ος λόγος έφεσης)

 

Ο εφεσείων έκαμε δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου και στην ανώμοτη του δήλωση ανέφερε τα εξής:

[*1306]″«Θα ήθελα και εγώ να αναφερθώ στα γεγονότα όπως είχαν γίνει με όλη την αλήθεια, παρόλο που έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που έγινε η υπόθεση. Έχασα και εγώ τα σπίτια μου, προβλήματα αρκετά. Τον Φίλιππο Ευσταθίου τον είχα γνωρίσει από τον θείο μου, είχα καλές σχέσεις. Του είχα πουλήσει τρία αυτοκίνητα και ήμουν εντάξει στις συναλλαγές μου και ήρθε κοντά μου όταν είχαμε παραγγείλει το πρώτο αυτοκίνητο το BMW και είχε γίνει η εκτελώνιση, και ήταν μπροστά στην παρουσία του που είχα ζητήσει την τιμή της Αγγλίας και για να το παραγγείλω και είχε δει όλη την συμφωνία και τα χαρτιά που είχα και από την προκαταβολή που είχα στείλει και εγώ στην Αγγλία, αλλά μετέπειτα το αυτοκίνητο που μου είχε δώσει το BMW KPY902 είχε κάνει αρκετούς μήνες για να πουληθεί και εγώ είχα χάσει ένα σεβαστό ποσό περίπου 10.000 ευρώ από την αξία που το είχα αγοράσει από την Αγγλία. Και είχα χάσει την προκαταβολή μου από το αυτοκίνητο και δεν μπόρεσα να διεκπεραιώσω τη συμφωνία που είχα, που έκανα μαζί του. Μετέπειτα είχαμε κάνει και άλλες δύο συμφωνίες για ένα BMW X5 και ένα X3, όπως είναι καταγραμμένα και στα Τεκμήρια που έχετε κοντά σας και από αυτές τις συμφωνίες, την μία είχα πληρώσει όπως αναφέρεται 32.000 ευρώ, έχει φύγει από τα ποσά. Με τον Φίλιππο είχαμε αρκετά καλές σχέσεις, του είχα ζητήσει και λεφτά να φέρω αυτοκίνητο και όταν το πουλούσαμε να μοιράσουμε το κέρδος, όπως έχει γίνει σε μια περίπτωση. Ήμαστουν αρκετά καλοί φίλοι, είχαμε και οικογενειακές και φιλικές σχέσεις μέχρι και που στο γάμο του που είχε γίνει τον είχαμε πάρει από το κατάστημα μου με αυτοκίνητο πολυτελείας. Τον είχα πάρει γαμπρό στον γάμο του, και με την σύζυγο μου ήμασταν καλεσμένοι το βράδυ. Ποτέ μου δεν ήθελα να ξεγελάσω τον Φίλιππο αλλά λόγω της οικονομικής καταστροφής που είχα, λόγω που είχα μπλέξει με τοκογλύφους και αρκετές δυσκολίες που είχα απειλές, αντιμετώπιζα δυσκολίες να επιστρέψω τα λεφτά πίσω. Δεν είχα ποτέ μου αρνηθεί να επιστρέψω τα λεφτά πίσω και μέχρι σήμερα δεν αρνούμαι να του τα δώσω, προσπαθώ. Όταν είμαι λίγο οικονομικά καλά θα του τα επιστρέψω. Εντάξει, αυτά είχα να πω.»″

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο αντικρίζεται μια ανώμοτη κατάθεση και το βάρος που προσδίδεται, πριν το δικαστήριο καταλήξει σε συμπέρασμα κατά πόσο έχει ή όχι αποδειχθεί το συγκεκριμένο αδίκημα. Παραπέμποντας στην υπόθεση Πέτρου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91, το δικαστήριο ανέφερε ότι η αξία της ανώμοτης δήλωσης είναι μάλλον περιορισμένη, αφού δεν υποβάλλεται στην δοκιμασία της αντεξέτασης.

[*1307]Αυτό τούτο τον τρόπο αντίκρισης της ανώμοτης κατάθεσης αμφισβήτησε ο εφεσείων. Η συνήγορος υποστήριξε, όπως σημειώσαμε, ότι το δικαστήριο ουσιαστικώς στηρίχθηκε μόνο σε μια δήλωση του εφεσείοντα, που περιέχεται στην εν λόγω ανώμοτη κατάθεση για να διαπιστώσει την ύπαρξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.

 

Το πώς θα εξαχθεί η βεβαιότητα ύπαρξης της υποκειμενικής πρόθεσης για κλοπή, βοηθητικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861:

 

″Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.″

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι το δικαστήριο είχε αποκλειστικά θεωρήσει ότι η ένοχη διάνοια αποδείχθηκε μόνο από την ανώμοτη δήλωση. Υπάρχουν στοιχεία, τα περισσότερα αναντίλεκτα, από τα οποία ήταν εφικτό για το δικαστήριο να εξάξει το συγκεκριμένο συμπέρασμα από την όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα. Υπήρξε, από πλευράς του, νομότυπη ανάληψη χρημάτων που του εμπιστεύθηκε ο παραπονούμενος για την αγορά αυτοκινήτου. Είναι η αναντίλεκτη θέση του παραπονουμένου ότι ο εφεσείων τον παρέπεμπε από ένα χρονικό διάστημα σε άλλο, υποσχόμενος ότι θα υλοποιούσε τη συμφωνία έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η παράδοση του αυτοκινήτου αρχικώς και να επιστρέψει τα χρήματα στη συνέχεια. Το ζήτημα είναι, θα μπορούσε να βρεθεί ένοχος αν δεν κατόρθωνε να υλοποιήσει τη συμφωνία ή να επιστρέψει τα χρήματα; Τούτο θα εξαρτηθεί από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Υπήρξε κατ’ επανάληψη υπόσχεση η οποία δεν υλοποιήθηκε. Παράλληλα, σημειώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο παραπονούμενος δεν εισέπραξε τα χρήματα που έδωσε και ούτε του επιστράφηκε το αυτοκίνητο KPY 902 ή η ανάλογη αξία του. Υπήρξε μαρτυρία ότι ο παραπονούμενος εντόπισε τον εφεσείοντα, βρισκόμενο στην Αγγλία, μέσω συγγενικού του προσώπου, που και πάλι αυτός υπόσχετο ότι θα υλοποιούσε τη συμφωνία ή θα επέστρεφε τα χρήματα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και ορθώς, κατά την κρίση μας, το δικαστήριο θεώρησε ότι η παραχώρηση των χρημάτων σε τρίτα πρόσωπα είτε πρόκειται περί τοκογλύφων ή όχι, καταδείκνυε τη δόλια πρόθεση του εφεσείοντα να ιδιοποιηθεί τα χρήματα, κάτι που έγινε από την αρχή με τις διάφορες δικαιολογίες για μη υλοποίηση, όπως [*1308]αυτές άρχισαν από τον Ιούλιο του 2008 και επέκεινα, και, ταυτοχρόνως, να τα αποστερηθεί ο παραπονούμενος οριστικώς, πράγμα το οποίο έγινε. Τα γεγονότα αυτά δεν οδηγούσαν σ’ οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα παρά δόλια ενέργεια του εφεσείοντα να αποστερήσει οριστικώς τα χρήματα του παραπονουμένου. Συνεπώς, είμαστε της άποψης ότι ορθώς θεώρησε το δικαστήριο ότι έχει αποδειχθεί και αυτό το συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

 

Ως εκ τούτου, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Το τελευταίο σκέλος της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, εδράζεται στην εισήγηση ότι η διαφορά μεταξύ εφεσείοντα και παραπονούμενου ήταν μια εμπορική πράξη που αναγόταν σε αστική διαφορά, που δεν μπορούσε να ενταχθεί σε ποινική δίκη. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως σημειώσαμε, η αρχική βάση της συμφωνίας ναι μεν είχε ως επίκεντρο την αγορά ενός αυτοκινήτου, εμπορική πράξη, αλλά στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων ιδιοποιήθηκε, χωρίς δικαίωμα, τα χρήματα που του εμπιστεύθηκε ο παραπονούμενος με αποτέλεσμα να τα απωλέσει οριστικώς ο τελευταίος.

 

Αναπτύχθηκε επιχειρηματολογία από την ευπαίδευτη συνήγορο σε συνάρτηση με την επιβληθείσα ποινή των 15 μηνών φυλάκισης που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση του Άρθρου 270 του Ποινικού Κώδικα, είναι σοβαρό. Αυτό αντικατοπτρίζεται από την προβλεπόμενη σήμερα ποινή φυλάκισης, η οποία με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε από επτά έτη, όπως αρχικώς προβλεπόταν, σε δέκα και στη συνέχεια με το Ν. 84(Ι)/2012 αυξήθηκε σε 14 έτη.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόμενο σε σχετική νομολογία τόνισε ότι τα δικαστήρια, που είναι οι φρουροί της νομιμότητας και ευταξίας, έχουν ευθύνη έναντι της κοινωνίας να πατάξουν το έγκλημα. Δεν διαφωνούμε ότι το αδίκημα για το οποίο έχει βρεθεί ένοχος ο εφεσείων, η μόνη υπό τις περιστάσεις αρμόζουσα ποινή ήταν η ποινή της φυλάκισης.

 

Υπάρχει όμως μια παράμετρος που ενώ επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, πιστεύουμε ότι δεν της δόθηκε η αρμόζουσα, υπό τας περιστάσεις, σημασία. Το αδίκημα είχε διαπραχθεί τον Ιούλιο και Αύγουστο του 2008. Το δικαστήριο κλήθηκε να επιβάλει [*1309]ποινή τον Ιανουάριο του 2016. Επτά και πλέον χρόνια μετά. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον παραπονούμενο, ο οποίος υπέβαλε παράπονο μετά από τρία και πλέον έτη, δηλαδή, στις 21 Μαρτίου 2011 και έδωσε συμπληρωματική κατάθεση στην αστυνομία στις 13 Αυγούστου 2011.

 

Μέσα σ’ αυτή τη χρονική περίοδο των σχεδόν οκτώ χρόνων, ο εφεσείων είχε, όπως ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος, υποστεί οικονομική καταστροφή, διαλύθηκε ο γάμος του, κατέστη πτωχεύσας, συντηρείται με δημόσιο βοήθημα και είναι άνεργος. Αυτή η δραματική αλλαγή, όπως την χαρακτήρισε, στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί από τον εφεσίβλητο, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, όπως την έχουμε αναλύσει πιο πάνω, και συγκεκριμένα του τρόπου με τον οποίο περιήλθαν τα χρήματα στην κατοχή του εφεσείοντα, πιστεύουμε ότι έπρεπε το δικαστήριο να επιδείξει μεγαλύτερη επιείκεια.

 

Θεωρούμε ότι, υπό τας περιστάσεις, η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική και τη μειώνουμε έτσι ώστε ο εφεσείων να αποφυλακιστεί άμεσα.

 

Η έφεση αναφορικά με την καταδίκη απορρίπτεται. Η έφεση σε σχέση με την ποινή διαφοροποιείται, ως ανωτέρω.

 

Η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση εναντίον της ποινής επιτυγχάνει.

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο