ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΡΚΙΔΗ κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 50/2017, 51/2017, 22/3/2017

ECLI:CY:AD:2017:B96

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 50/2017

 

 

22 Μαρτίου, 2017

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]

 

                                               

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΜΙΧΑΛΗ  ΜΑΡΚΙΔΗ

                                                                   Εφεσείοντα

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                                       Εφεσίβλητης

--------

 

 

Ποινική Έφεση Αρ. 51/2017

 

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΧΡΙΣΤΟΥ  ΠΙΠΟΝΙΑ

                                                              Εφεσείοντα

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                   Eφεσίβλητης

Ν. Καλλής, για τον εφεσείοντα στην 50/17

Η. Στεφάνου, για τον εφεσείοντα στην 51/17

Ζ. Συμεού, για την εφεσίβλητη

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δόθηκε αυθημερόν)

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Οι δύο εφεσείοντες των πιο πάνω εφέσεων αντιμετωπίζουν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού κατηγορίες για αδικήματα του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων του 2004 (Ν. 113(1)/2004), όπως τροποποιήθηκε), του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54 και του σχετικού με αυτόν περί Αυξήσεων των Ποινών (Πυροβόλα Όπλα και Εκρηκτικαί Ύλαι) Νόμου του 1978 (Ν.27/1978) και του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/77), όπως τροποποιήθηκε).  Συγκεκριμένα:-

 

1.   Αμφότεροι οι εφεσείοντες, από κοινού με τρίτο συγκατηγορούμενο τους (τον Πέτρο Μπατζιόλα – κατηγορούμενο 3), αντιμετωπίζουν κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη των αδικημάτων της απαγωγής, παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία και απειλών με φερόμενο ως θύμα τον Γιώργο Νικολάου (κατηγορίες 1-6),

 

2.  Ο εφεσείων της Ποιν. Εφ. 51/17 (κατηγορούμενου 1 πρωτοδίκως), αντιμετωπίζει από μόνος του κατηγορίες απαίτησης με απειλές του χρηματικού ποσού των €35.000 από τον Γιώργο Νικολάου, κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β (πιστόλι), κατοχής, μεταφοράς και χρήσης εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, επίθεσης που προκάλεσε πραγματική βλάβη στον Γιώργο Νικολάου (κατηγορίες 7-14), καθώς επίσης και ότι προμήθευσε στον εφεσείοντα της Ποιν. Εφ. 50/17 ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, δηλαδή 332,83 γρ. κοκαΐνη (17η κατηγορία),

 

 

3.  Αμφότεροι οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν από κοινού κατηγορίες κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο 332,82 γρ. κοκαΐνης (κατηγορίες 15 και 16) και

 

4.  Ο εφεσείων της Ποιν.  Εφ. 50/17 (κατηγορούμενος 2 πρωτοδίκως),  επιπρόσθετα με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει από κοινού με τον εφεσείοντα της Ποιν. Εφ. 51/17, αντιμετωπίζει κατηγορίες παράνομης χρήσης κοκαΐνης και παράνομης κατοχής και χρήσης κάνναβης (κατηγορίες 18, 19 και 20).

 

      Οι κατηγορίες απαγγέλθηκαν στους 3 κατηγορούμενους στις 16.2.17, τις οποίες αυτοί αρνήθηκαν.  Στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο, αφού όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 24.5.17, ικανοποίησε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση των κατηγορουμένων 1 και 2 μέχρι τη δίκη στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας και διάπραξης νέων αδικημάτων, ενώ ο κατηγορούμενος 3 αφέθη ελεύθερος με εγγύηση και συναφείς όρους.

 

      Οι εφεσείοντες 1 θεωρούν εσφαλμένο το διάταγμα κράτησης τους, το οποίο και προσβάλλουν με τις παρούσες εφέσεις με κοινούς ουσιαστικά λόγους:-  Ότι το διάταγμα είναι προϊόν εσφαλμένης εφαρμογής των αρχών της νομολογίας επί του θέματος, λανθασμένης εκτίμησης γεγονότων που πλήττουν το συμπέρασμα για πιθανότητα καταδίκης και εσφαλμένης εκτίμησης ως προς τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων.  Επιπρόσθετα ο κατηγορούμενος 2 εγείρει και θέμα χρόνου κράτησης, επικαλούμενος το χρόνο  που μεσολαβεί μέχρι τη δίκη και τη βέβαιη επέκταση του λόγω του βεβαρυμένου προγράμματος του Κακουργιοδικείου.

      Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων προώθησαν τους πιο πάνω λόγους έφεσης με άξονα, αφενός, τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο απέτυχε για σκοπούς εκτίμησης του κινδύνου φυγοδικίας να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές και άλλες συνθήκες των εφεσειόντων, περιοριζόμενο ουσιαστικά μόνο στη σοβαρότητα των αδικημάτων που τους καταλογίστηκαν και, αφετέρου, έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην κατάθεση του παραπονούμενου η οποία από μόνη της δεν οδηγούσε σε πιθανολόγηση καταδίκης.  Ωστόσο, σε σχέση με το στοιχείο της πιθανολόγησης καταδίκης, δεν επέμεναν ιδιαίτερα και μάλιστα ο κ. Στεφάνου άφησε να εννοηθεί ότι ικανοποιούταν και αυτό το στοιχείο.  Επέμενε όμως στη θέση ότι κατά τη στάθμιση του κινδύνου φυγοδικίας πρέπει να συνεκτιμούνται δύο κακά, θέση που υιοθετήθηκε και από τον κ. Καλλή.  Δηλαδή το μεγαλύτερο κακό για τους εφεσείοντες, λαμβανομένων  υπόψη των προσωπικών τους συνθηκών και του δεσμού τους με την Κύπρο, θα ήταν να εγκαταλείψουν την Κύπρο και κατά συνέπεια δεν υφίσταται κίνδυνος φυγοδικίας.

 

      Σ΄ ό,τι δε αφορά τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων και το συνυφασμένο με αυτές δεσμό τους με την Κύπρο, αναφέρθηκε ότι ο κατηγορούμενος 1 είναι πατέρας 5 ανηλίκων παιδιών, αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και δεν έχει δεσμούς με οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από την Κύπρο.  Παρόμοια ο κατηγορούμενος 2 μόνο με την Κύπρο έχει δεσμούς και μόνο ελληνικά γνωρίζει, με τελική εισήγηση ότι κίνδυνος φυγοδικίας για αμφότερους δεν υφίσταται.

 

      Τέλος, σ΄ό,τι αφορά τον κίνδυνο τέλεσης νέων αδικημάτων, τόνισαν ότι οι υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον των εφεσειόντων και τις οποίες έλαβε υπόψη το Κακουργιοδικείο για τεκμηρίωση του κινδύνου τέλεσης νέων αδικημάτων, αφορούσαν αδικήματα που τελέστηκαν 10 χρόνια προηγουμένως και εσφαλμένα τους δόθηκε σημασία.

 

      Αντίθετες είναι οι θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.

 

      Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και να υπενθυμίσουμε κατ΄ αρχάς ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υπόδικου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων.  Πρόκειται για τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν απ΄ αυτούς.

 

      Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων – σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας – λαμβανομένων όμως σοβαρώς υπόψη και των  προσωπικών δεδομένων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο.

 

      Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στους δύο εφεσείοντες είναι πολύ σοβαρά.  Με πιο σοβαρά τα αδικήματα που αφορούν κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο ναρκωτικών τάξεως Α για τα οποία ο νομοθέτης προνοεί, κατά ανώτατο όριο, ποινή φυλάκισης δια βίου.  Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τα άλλα αδικήματα που καταλογίζονται στους εφεσείοντες δεν είναι πολύ σοβαρά.  Αυτό που εν τέλει αμφισβητείται από τους εφεσείοντες – και αυτό σε κάποιο βαθμό – είναι ότι κίνδυνος φυγοδικίας δεν υφίσταται εφόσον το μαρτυρικό υλικό δεν πιθανολογεί καταδίκη λόγω του ότι από απόψεως δύναμης είναι φτωχό. Να υπενθυμίσουμε επί του προκειμένου ότι «Όπως είναι νομολογημένο για σκοπούς κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που έχει ενώπιον του με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135).  Κατ΄ εξοχή δε σε θέση να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού  είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμή του είναι έκδηλα πτωχή, στοιχείο που στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί. (βλ. Georgi Tasev v. Αστυνομάις, Ποιν.λ Εφ. 72/16 ημερ. 26.5.16)».   Κατ΄ εξοχήν λοιπόν αρμόδιο να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο στην απόφαση του συνοψίζει αυτό το υλικό  και με άξονα τις καταθέσεις του φερόμενου ως  θύματος Γ. Νικολάου, σε συνδυασμό με εκθέσεις εμπειρογνωμόνων και καταθέσεις άλλων μαρτύρων, καταλήγει πως αυτό αποκάλυπτε πιθανότητα  καταδίκης.  Επί τούτου είναι αρκετό να παραθέσουμε αυτούσιο μέρος του σχετικού αποσπάσματος από την πρωτόδικη απόφαση που αφ΄ εαυτού εξαλείφει τις όποιες αιτιάσεις των εφεσειόντων ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποκάλυπτε πιθανότητα καταδίκης ή εν πάση περιπτώσει  - όπως είναι η θέση των εφεσειόντων – η πιθανότητα αυτή δεν ήταν από απόψεως βαθμού και τόσο υπολογίσιμη.

 

     «Εν συντομία, σύμφωνα με τις γραπτές καταθέσεις του παραπονουμένου ημερ. 2/1/17, 3/1/17 και 12/1/17, την ανεξάρτητη ιατρική μαρτυρία και επιστημονική μαρτυρία, αλλά και τα ανευρεθέντα τεκμήρια, ο 2ος κατηγορούμενος φαίνεται να είχε υπό τη φύλαξη του ναρκωτικά, ήτοι 333γρ. κοκαΐνη, τα οποία του είχε προμηθεύσει ο 1ος κατηγορούμενος, ο οποίος τα είχε προμηθευτεί από άγνωστους τρίτους. Τα εν λόγω ναρκωτικά φύλαττε στο χώρο του ξενοδοχείου του παράπονου μενού χωρίς αυτός να γνωρίζει οτιδήποτε περί τούτων. Τα συγκεκριμένα δε ναρκωτικά, ανευρέθηκαν και παραλήφθηκαν από την ΥΚΑΝ την 1/1/17, εν αγνοία του 1ου και 2ου κατηγορούμενου.

 

     Όταν έγινε αντιληπτό ότι τα ναρκωτικά είχαν «χαθεί», κι εδώ επισημαίνουμε πάντα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του παραπονούμενου, ο 2ος κατηγορούμενος, στις 2/1/2017, συνοδευόμενος από τον 3° κατηγορούμενο και ακόμη ένα πρόσωπο, απαίτησαν και ανάγκασαν τον παραποιούμενο, χρησιμοποιώντας απειλές εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του, να μεταβεί σε συγκεκριμένο σημείο στη Λεμεσό για να δοθούν εξηγήσεις στον «ιδιοκτήτη» των ναρκωτικών ως προς το τι έγινε με τα ναρκωτικά. Εκεί τους ανέμενε με το όχημα του ο 1ος κατηγορούμενος ο οποίος με τη χρήση πιστολιού, αλλά και φυσικής βίας, απαίτησε να του επιστραφούν άμεσα τα ναρκωτικά ή η αξία τους σε χρήματα, ήτοι το ποσό των €35.000,00, απειλώντας τόσο τον παραπονούμενο όσο και τον 2° κατηγορούμενο, ότι αν δεν συμμορφώνονταν θα τους σκότωνε.

 

Ο παραπονούμενος έχει αναγνωρίσει και τους τρεις κατηγορούμενους, τους έχει δε κατονομάσει ως τα πρόσωπα που προέβησαν στις πιο πάνω ενέργειες».

 

Ενόψει των πιο πάνω είναι νομίζουμε πρόδηλο ότι ικανοποιούνται πλήρως και οι τρεις αναγνωρισμένοι από τη Νομολογία αντικειμενικοί παράγοντες για κράτηση των εφεσειόντων μέχρι τη δίκη και ορθώς το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του στο κατά πόσο συνεκτίμηση των παραγόντων αυτών με τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων και του δεσμού τους με την Κύπρο, συνηγορούσαν προς την κατεύθυνση να αφεθούν ελεύθεροι με εγγύηση. Επί τούτου το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι «Δεν παραβλέπουμε ακόμη, ότι οι κατηγορούμενοι 1 και 2, ως Κύπριοι μόνιμα εγκατεστημένοι στην Κύπρο, έχουν μόνιμους δεσμούς με τη χώρα μας. Από την άλλη όμως, οι κίνδυνοι στους οποίους έχουμε αναφερθεί όπως αναγνωρίζονται από τη νομολογία είναι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης τέτοιοι, ώστε η πιθανότητα διαφυγής να προκύπτει ως εύλογο ενδεχόμενο. Λαμβάνουμε υπόψη επίσης ότι ο 1ος κατηγορούμενος, αντιμετωπίζει τα προβλήματα υγείας όπως προκύπτει από τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατέθεσε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του. Ταυτόχρονα όμως επισημαίνουμε ότι τα όποια προβλήματα υγείας αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος 1, δύνανται να αντιμετωπιστούν με την απαιτούμενη θεραπεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κράτους. Υπομνήσκουμε ότι μέχρι και σήμερα την πρωία, ήδη νοσηλευόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου του παρεσχέθη η απαραίτητη θεραπεία».  Ωστόσο με αναφορά σε νομολογία (Φλεριάνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 13/16 ημερ. 3.3.16 και Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 114/16 ημερ. 7.7.16), επεσήμανε ότι οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου και οι δεσμοί που αυτός έχει με την Κύπρο δεν επενεργούν ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα των αδικημάτων και κατ΄ επέκταση να εξαλείψουμε κίνδυνο φυγοδικίας.  Εξ  ου και εν τέλει εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα.

 

      Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του θέματος, το οποίο στην εμπεριστατωμένη απόφασή του συνεκτίμησε όλους τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας και η εν τέλει άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας είναι προϊόν ισοζυγισμένης στάθμισης των εν λόγω παραγόντων.  Κατά συνέπεια  καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο άσκησε την υπό αναφορά διακριτική ευχέρεια.

 

      Αναφορικά δε με το παράπονο του κατηγορούμενου 1 ότι ο παραπονούμενος τον αναγνώρισε (αντικανονικά) μέσω φωτογραφίας (Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 160), θέμα που σχετίζεται με την εμπλοκή του στην υπόθεση, είναι θέμα που οι συνέπειες του κατά την άποψή μας θα αποφασισθούν από το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της δίκης, αν αυτό βεβαίως εγερθεί.

 

      Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά το χρόνο κράτησης των εφεσειόντων, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε  ότι το Κακουργιοδικείο προγραμμάτισε την ακρόαση της υπόθεσης σε τρεις μήνες.  Χρόνος  που δεν μπορεί αντικειμενικά να υποστηριχθεί ότι είναι μεγάλος ώστε να θεμελιώσει εισήγηση για επέμβαση του Εφετείου.

 

      Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί και ο δεύτερος λόγος – αυτός του κινδύνου τέλεσης νέων αδικημάτων – εφόσον και οι τρεις αναγνωρισμένοι από τη Νομολογία λόγοι κράτησης είναι αυτοτελείς και είναι αρκετό να τεκμηριώνεται οποιοσδήποτε απ΄ αυτούς. 

 

      Οι εφέσεις απορρίπτονται.

                                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                             Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

         

                                                                             Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο