ECLI:CY:AD:2017:D321
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.153/2017)
27 Σεπτεμβρίου, 2017
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ΜΙΛΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητη.
- - - - - - - - -
Γ.Πολυχρόνης, για τον εφεσείοντα
Ελ.Γιακουμεττή, (κα.), Δημόσιος Κατήγορος, για την εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με βάση τα πρωτόδικα ευρήματα στις 22.1.2015 δυνάμει δικαστικού εντάλματος ερευνήθηκε η οικία του εφεσείοντα. Κατά τη διάρκεια της έρευνας εντοπίστηκε σε τσάντα, πράσινη, ξηρή φυτική ύλη σε διάφορες συσκευασίες διαφόρων ποσοτήτων. Εντοπίστηκαν επίσης δύο ζυγαριές ακριβείας και ένα πλαστικό αλεστήρι. Μετά από εξετάσεις που διενεργήθηκαν στο Κρατικό Χημείο διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη συνολικού βάρους 137.3348 γραμμάρια. Σε μια από τις ζυγαριές ανιχνεύθηκαν και ίχνη κοκαϊνης. Όταν επιστήθηκε η προσοχή του εφεσείοντα στο νόμο στο χώρο της έρευνας σε σχέση με το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια ο εφεσείων απάντησε «θα πάω κανένα εξάμηνο φυλακή να βάλω νου».
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων ο εφεσείων είχε κριθεί ένοχος, κατόπιν ακρόασης, για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια - κατηγορία 2 και κατόπιν παραδοχής για το αδίκημα της απλής κατοχής, της ίδιας ποσότητας – κατηγορία 1, για το αδίκημα της προμήθειας της ίδιας ποσότητας – κατηγορία 3 και για το αδίκημα της κατοχής ιχνών κοκαϊνης – κατηγορία 4.
Του επεβλήθη ποινή φυλάκισης 15 μηνών για το αδίκημα της 2ης κατηγορίας και ενός μηνών για το αδίκημα της 4ης κατηγορίας, ποινές που συνέτρεχαν, ενώ για τις κατηγορίες 1 και 3 δεν επεβλήθηκε ποινή.
Η καταδίκη του εφεσείοντα στη 2η κατηγορία ήταν το αποτέλεσμα της θετικής αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή (τους ΜΚ1 αστυφύλακα Στυλιανού και ΜΚ2 Μ.Αυξεντίου του Γενικού Χημείου του κράτους) και της απόρριψης της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντα και των μαρτύρων της υπεράσπισης, (της ΜΥ1 – Μ.Αποστόλου, μητέρας του και του ΜΥ2 – Ιατρού Βερεσιέ, του οποίου η μαρτυρία εκρίθη γενικής φύσεως).
Η πρωτόδικη κρίση πλήττεται με αριθμό λόγων έφεσης που αφορούν τόσο την καταδίκη όσο και την επιβληθείσα ποινή.
Αναφορικά με την καταδίκη σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3, η παράθεση και εξέταση των οποίων ακολουθεί:
Αντικείμενο του λόγου 1 αποτελεί η γραπτή κατάθεση της ΜΥ1 Μ.Αποστόλου. Η κατάθεση αυτή δεν αποκαλύφθηκε στην Υπεράσπιση παρά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155[1].
Η εφεσίβλητη δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε αυτή η παράλειψη προσθέτοντας ότι πρόκειται για καλόπιστο λάθος. Ο κ.Πολυχρόνης υποδεικνύει τη σημασία της παράλειψης ως προς τη βαρύτητα που εδόθη πρωτοδίκως στην κατάθεση αυτή, ώστε τελικά το Δικαστήριο να μην αποδεχθεί τη ΜΥ1 ως αξιόπιστη, με άμεσο αντίκτυπο στην εν γένει αποτυχία της υπεράσπισης.
Ο ισχυρισμός και ο λόγος έφεσης στην ολότητα του αγγίζει το δίκαιο της δίκης. Όπως επανειλημμένα έχει τεθεί[2] τέτοιος ισχυρισμός δεν εξετάζεται in abstracto αλλά στο πλαίσιο της προσμέτρησης της όποιας παράλειψης στην ενδεχόμενη βλάβη ενός κατηγορουμένου.
Παρατηρούμε ότι η βάση αποτυχίας της υπερασπιστικής γραμμής για κατοχή της ως άνω ποσότητας (θέμα το οποίο ήταν κατά πάντα χρόνο παραδεκτό) ήταν η ίδια η αρνητική κατάταξη του εφεσείοντα ως μάρτυρα της αλήθειας, εύρημα που δεν πλήττεται. Συνεπώς, δεν διαφαίνεται βλάβη από την όποια παράλειψη της κατηγορούσας αρχής. Περαιτέρω, κατ΄αντίθεση με την εισήγηση του κ.Πολυχρόνη, παρατηρούμε ότι και η ΜΥ1 κρίθηκε ως μη παρέχουσα βάθρο αξιόπιστης εκδοχής ανεξάρτητα από τη σημασία της κατάθεσης της, η οποία της υποδείχθη στην αντεξέταση αυτής, από την κατηγορούσα αρχή.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Η εν λόγω μάρτυρας ήταν ξεκάθαρο από την όλη παρουσία της στο εδώλιο του μάρτυρα ότι προσπάθησε να βοηθήσει τον κατηγορούμενο γιο της. Αυτό προκύπτει αβίαστα από τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο που σε σχέση με την εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του ήταν για δική του χρήση δεν είχε ίδια γνώση αλλά ήταν από υποθέσεις που η ίδια έκανε και συμπεράσματα που από μόνη της κατέληξε. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που απαντούσε στις ερωτήσεις που της τίθεντο κατά την κυρίως εξέταση της. Ανέφερε η ΜΥ1 ότι ο γιος της κατά το έτος 2014-2015 ήταν πάντα με το τσιγάρο στο χέρι και της έλεγε ότι τα ναρκωτικά τον ανακουφίζουν. Είπε επίσης ότι από ότι η ίδια καταλάβαινε ήταν για δική του χρήση διότι της έλεγε ότι ξεχνά τους πόνους και τα προβλήματα».
Είναι μόνο μετά την παράθεση της πιο πάνω αιτιολογίας η οποία και σαφώς έχει αυτόνομο στήριγμα, που το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζει την εν λόγω κατάθεση. Προκύπτει λοιπόν ότι πρόκειται για πρόσθετα σχόλια πέραν του ανεξάρτητου ερείσματος της αναξιοπιστίας της ΜΥ1. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα βλάβης του εφεσείοντα ως προς τη δίκαιη δίκη και ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Στο λόγο έφεσης 2 προβάλλεται η θέση του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επηρέαζε την καταδίκη, η περιεκτικότητα σε τετραυδροκανναβινόλη των επιδίκων ναρκωτικών. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα η ποσότητα των ναρκωτικών είναι ένα μέγεθος που μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε συνάρτηση με την περιεκτικότητα τους σε τετραυδροκανναβινόλη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε εισήγηση που του έγινε επί του θέματος αφού αναφέρεται στη μαρτυρία και στην εμβέλεια του τεκμ.30Α του Νόμου περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών, Ν.29/77 προσθέτει ότι δεν απαιτείται από την πλευρά της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει την περιεκτικότητα των ναρκωτικών σε τετραυδροκανναβινόλη.
Δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προσθέτως έχει σημασία η υπερασπιστική γραμμή που ακολουθήθηκε κατά τη δίκη. Πέραν από την παραδοχή του εφεσείοντα που αφορούσε την κατοχή της συγκεκριμένης ποσότητας, ουδέποτε αμφισβητήθηκε ότι τα ανευρεθέντα αποτελούν, υπό την έννοια του Νόμου, κάνναβη. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Ως τρίτος λόγος προβάλλεται σφάλμα σε ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά το στάδιο επανεξέτασης του ΜΥ2 Δρα Βερεσιέ, να μην επιτρέψει ερωτήσεις στον κ.Πολυχρόνη, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της μαρτυρίας του και την παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης. ΄Εχουμε εξετάσει τα πρακτικά σε σχέση με την εξέταση του μάρτυρα αυτού. Με όση δυνατή ευρύτητα και να είδαμε το λόγο έφεσης 3, αδυνατούμε να αντιληφθούμε τη βασιμότητα του εφόσον διαφαίνεται από την εξέταση του μάρτυρα αυτού ότι υπήρξε γενικόλογος και ούτε καν γνώριζε τον εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο. Πέραν αυτού, οι ενδιάμεσες αποφάσεις του Δικαστηρίου για μη αποδοχή συγκεκριμένων ερωτήσεων προς τον μάρτυρα ήταν καθόλα επιτρεπτές και εύλογες, εφόσον επρόκειτο για επανεξέταση της οποίας το πεδίο είναι περιορισμένο.
Οι λοιποί λόγοι αφορούν το θέμα της ποινής. Πρόκειται για τους λόγους 4 έως και 11. Με τον 4ο λόγο προβάλλεται ότι προσμετρήθηκε ως προηγούμενο καταδίκη του εφεσείοντα ενώ εκκρεμούσε έφεση επ΄αυτής. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.7 της απόφασης του επί της ποινής ανέφερε το αυτονόητο ότι η καταχώρηση έφεσης δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα και σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί λευκού ποινικού μητρώου ένα άτομο που εναντίον του υπάρχει καταδίκη έστω και αν εκκρεμεί έφεση επ΄αυτής.
Ο 5ος, 8ος και 10ος λόγος αφορούν το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που παρατέθηκαν ενώπιον του. Μάλιστα στο σχετικό λόγο έφεσης καταγράφονται ως τέτοιοι παράγοντες που ενώ τέθηκαν από το συνήγορο του εφεσείοντα δεν ελήφθηκαν υπόψη. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τις αποδεδειγμένες προσπάθειες απεξάρτησης του, το χρόνο που έχει διαρρεύσει σε συνδυασμό με τις αλλαγές των προσωπικών του περιστάσεων και άλλα. ΄Ολοι αυτοί οι παράγοντες αναλύονται με αναφορά σε νομολογία στις σελ.16 ως και 22 του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα.
Θεωρούμε εντελώς άδικη την απόδοση λάθους στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Μετά την παράθεση των σχετικών γεγονότων, ο πρωτόδικος Δικαστής κατέγραψε εκτενώς τις θέσεις του κ.Πολυχρόνη ως προς τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του εφεσείοντα. Και αυτό σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείο Ευημερίας. Καταγράφηκαν με επιμέλεια τα προβλήματα υγείας του (κυρίως στον οφθαλμό, ως λεπτομερώς αναφέρεται) και πώς αυτά αντιμετωπίζονται. Όπως επίσης καταγράφεται η θέση του κ.Πολυχρόνη σε συνάρτηση με την κατηγοριοποίηση των αδικοπραγούντων σε σχέση με ναρκωτικά. Στη συνέχεια γίνεται ορθή αναφορά στη σχετική νομολογία και στις αρχές που διέπουν την ποινική αντιμετώπιση τέτοιων αδικημάτων με έμφαση στην επαναλαμβανόμενη από τη νομολογία ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών προς προστασία του κοινωνικού συνόλου από τη μάστιγα των ναρκωτικών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι λαμβάνει υπόψη την ηλικία, τις προσωπικές του συνθήκες ειδικά ότι είναι πατέρας ενός ανήλικου παιδιού ότι η δεύτερη σύζυγος του εγκυμονεί το δεύτερο του παιδί, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και ότι πλείστα απ΄αυτά έχουν επέλθει από δύο ατυχήματα που είχε υποστεί, ότι θα πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση καταλήγοντας ότι λαμβάνει υπόψη και ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αλλά και όσα έχει αναφέρει και ο συνήγορος υπεράσπισης.
Σαφώς και προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλους τους παράγοντες σε βαθμό που ήταν θεμιτό και αναφερόμενο ειδικά και επιμέρους στα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα κατέληξε ότι δύναται να αντιμετωπιστούν με κατάλληλες οδηγίες από τις αρμόδιες Αρχές των φυλακών.
Σε σχέση με το τελευταίο αυτό σημείο να αναφέρουμε ότι ο κ.Πολυχρόνης μας παρέδωσε κατά τη διάρκεια ακρόασης της έφεσης νέα πιστοποιητικά από τα οποία προκύπτει ότι ο εφεσείων έχει υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στον οφθαλμό και υποβάλλεται σε περαιτέρω θεραπείες. Απ΄όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι κατέθεσαν ενώπιον μας και ως προκύπτει από τα πιστοποιητικά που προσκομίστηκαν κρίνουμε ότι ο εφεσείων έτυχε πλήρους και κατάλληλης θεραπείας, σύμφωνα με τις επιθυμίες του, και κανένα δικαίωμα του δεν παραβλάφθηκε, όντας στη φυλακή. Αντιθέτως, θα λέγαμε ότι του εδόθη κάθε δυνατή υποστήριξη και βοήθεια προς το σκοπό της καλύτερης δυνατής θεραπείας. Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή στο πρόβλημα υγείας του από της επιβολής της ποινής, ώστε να εξετάζεται και ζήτημα ενεργοποίησης της εξουσίας του Εφετείου για ενδεχόμενη παρέμβαση του προς μείωση της ποινής, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία.
Σε σχέση με τους υπόλοιπους λόγους (πλην του 11ου) παρατηρούμε ότι αφορούν όλοι επιμέρους θέματα των παραγόντων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη και σε συνάρτηση με μαρτυρία που εδόθη για την ιατρική κατάσταση του εφεσείοντα. Εν πολλοίς καλύψαμε το θέμα ανωτέρω. Βρίσκουμε ότι από τη στιγμή που ο πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε και έλαβε υπόψη υπέρ του εφεσείοντα τα θέματα που η ίδια η υπεράσπιση έθεσε, ειδικά το θέμα υγείας του, δεν τίθεται θέμα εγκυρότητας της διαδικασίας κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής. ΄Ησαν θέματα τα οποία το Δικαστήριο με εύλογο τρόπο διαχειρίστηκε, αιτιολογώντας αυτά σε θεμιτά πλαίσια και εν τέλει τα προσμέτρησε κατά την επιβολή της ποινής.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης (λόγος 11) πλήττεται η μη αναστολή της ποινής φυλάκισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ειδικά αυτό συσχετίζεται με την προσπάθεια απεξάρτησης και τα προσωπικά του προβλήματα. Να θυμίσουμε ότι το θέμα που αφορά την εξουσία αναστολής ή μη μιας ποινής φυλάκισης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει αν διαπιστώσει σφάλμα αρχής. Κανένα σφάλμα δεν διαπιστώνεται στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. ΄Εχοντας υπόψη δε όλα τα περιστατικά και τις συνθήκες του εφεσείοντα κρίνουμε ότι δεν στοιχειοθετείται δυνατότητα παρέμβασης του Εφετείου στο τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνεπώς όλοι οι λόγοι έφεσης επί της ποινής απορρίπτονται.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] 7.(1) Πρόσωπο, το οποίο συλλαµβάνεται και κρατείται, δικαιούται να ζητήσει όπως χορηγηθεί εγκαίρως στο ίδιο ή το δικηγόρο του πρόσβαση στα ουσιώδη έγγραφα, που είναι σχετικά µε τη συγκεκριµένη υπόθεση και βρίσκονται στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής και τα οποία είναι απαραίτητα για την αποτελεσµατική αµφισβήτηση της νοµιµότητας της σύλληψης και της κράτησής του…….
2. Mansour v. Δημοκρατίας, (2010)2 Α.Α.Δ. 465, Τσιολής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 154, και Μιλτιάδου ν. Δημοκρατίας, ποιν.έφ.290/14, 14.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:D519.
|
|
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο