ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.176/2017, 20/9/2017

ECLI:CY:AD:2017:D308

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                          oινική ΄Εφεση αρ.176/2017)

 

20 Σεπτεμβρίου, 2017

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ

Εφεσείων

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

        - - - - - - - - -

Ν.Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα

Αν.Γιάλλουρου, (κα), για Γενικό Εισαγγελέα

  - - - - - - - - -

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

      

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Από το απαύγασμα της νομολογίας μας[i] σε σχέση με την κράτηση ενός κατηγορουμένου εκκρεμούσης της δίκης του προκύπτει ότι το ερώτημα αν θα παραμείνει υπό κράτηση δυνάμει του αρθ.157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 εξετάζεται με αναφορά:

 

(Ι)  στον κίνδυνο μη προσέλευσης του στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο

(ΙΙ)  στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και

(ΙΙΙ) στην πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.

 

Οι τρεις αυτοί λόγοι δεν είναι ανάγκη να συνυπάρχουν, αλλά δύνανται, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογούν την κράτηση.

 

΄Εχει δε επίσης καθιερωθεί νομολογιακά[ii] ότι ο κίνδυνος μη προσέλευσης καθορίζεται από:

 

(α)  τη σοβαρότητα του αδικήματος

(β)  την πιθανότητα καταδίκης και

(γ)  την ποινή που πιθανό να επιβληθεί

 

Βεβαίως, όσο πιο σοβαρή είναι μια κατηγορία, μεγαλύτερο και το κίνητρο ενός κατηγορούμενου να αποφύγει τη δίκη του.[iii]

 

Ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών πιο πάνω αντικειμενικών κριτηρίων λαμβανομένων όμως υπόψη και των προσωπικών δεδομένων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο.

 

Όπως τονίστηκε στη Φλεριανού ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ.13/16 ημερ. 3.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:B136 και στη Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. 114/16 ημερ. 7.7.2016, οι προσωπικές συνθήκες και οι δεσμοί με την Κύπρο δεν επενεργούν ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα των αδικημάτων και κατ΄επέκταση να εξαλείψουν τον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε το αίτημα της στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας αλλά και του  κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων αναφερόμενο ειδικά σε τρεις πρόσφατες καταγγελίες από την ίδια παραπονούμενη για επίθεση, εξύβριση, παράνομη είσοδο σε οικία και αποστολή απειλητικών μηνυμάτων.  Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων έχει παραπεμφθεί για δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 3.10.2017. 

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης στην ένσταση του ανέφερε ότι το μαρτυρικό υλικό δεν αποκαλύπτει ορατή πιθανότητα καταδίκης.  Επίσης έθεσε τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα (κύπριος, διαζευγμένος με 4 παιδιά (2 ανήλικα), οδηγός νταλίκας, τα ανήλικα παιδιά του διαμένουν σε οικία του πατέρα του εφεσείοντα), εισηγούμενος ότι δεν συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας.  Αρνήθηκε επίσης την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό προς την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή αυστηρής ποινής και κατ΄εφαρμογή της νομολογίας[iv] εξέτασε τα επιμέρους δεδομένα της υπόθεσης ως προς το πρόσωπο του εφεσείοντα.

 

Μετά δε παραπομπή στη σχετική νομολογία που αφορά τον κίνδυνο φυγοδικίας, κατέληξε ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων καθιστάται πρόδηλη από την ποινή (για το βιασμό – 2η κατηγορία επί του κατηγορητηρίου - φυλάκιση δια βίου).  Τόνισε ακόμη ότι η πιθανότητα καταδίκης προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό, ειδικά την κατάθεση της παραπονούμενης ημερ. 15.7.2017 και άλλες συγκεκριμένες καταθέσεις προσώπων που αναφέρει ονομαστικά, συνοψίζοντας και την εκδοχή τους.  Περαιτέρω στα πλαίσια αυτά αξιολόγησε και τις συνθήκες του εφεσείοντα αναφέροντας ότι παρά το ότι «η φυγή δεν είναι εύκολη απόφαση για τον κατηγορούμενο», ωστόσο, το σύνολο των συνθηκών, δεν είναι τέτοιας εμβέλειας ώστε οι συνθήκες συνολικά ορώμενες «να απομακρύνουν τον κίνδυνο μη προσέλευσης».

 

Αναφορικά με την πτυχή του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής ανέφερε το αυτονόητο, ότι δηλαδή η καταγγελία δεν οδηγεί απαραίτητα προς μόνο μια κατεύθυνση.  Ορθά επεσήμανε περαιτέρω τη σημασία που έχει το όλο ιστορικό ώστε να κριθούν οι ανησυχίες εύλογες ή όχι.  Παρέπεμψε δε σε σχετική νομολογία την Τσιάκκας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 164 και τη Σιακαλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, θέτοντας μάλιστα εκτενή αποσπάσματα των υποθέσεων αυτών.  Κατέληξε δε αναφέροντας ότι «έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, τη φύση των αδικημάτων και των διαφόρων καταγγελιών, το ιστορικό δεικνύει πράγματι σοβαρή ανησυχία και εγκυμονεί ενδεχομένως κινδύνους».

 

Είναι σαφές, κατά την κρίση μας, ότι το Δικαστήριο, παρά το ότι έδωσε έμφαση στον κίνδυνο φυγοδικίας, θεωρώντας το ως βάσιμο, δεν απέρριψε τη διπλή βάση του αιτήματος της κατηγορούσας αρχής, αφ΄ης στιγμής διαπίστωσε σοβαρή ανησυχία για διάπραξη άλλων αδικημάτων σε συνάρτηση των καταγγελιών και με ορθό προσανατολισμό στο ξέχωρο βάθρο της νομολογίας που παρέθεσε, κατέληξε να αποδεχθεί ως έγκυρες και τις δύο βάσεις του αιτήματος της κατηγορούσας αρχής, έστω και αν δεν το διατύπωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

 

Η έφεση, παρά τη γενικότητα της, καταγράφει στο εφετήριο δύο λόγους έφεσης (α) το νομικά εσφαλμένο και/ή αντινομικό της απόφασης και (β) ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθ.5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Όπως προκύπτει από το εφετήριο και από τις αγορεύσεις του κ.Δημητρίου, προσβλήθηκε ως σφάλμα μόνον η προσέγγιση του Δικαστηρίου που αφορούσε τον κίνδυνο φυγοδικίας, ενώ θεωρήθηκε ότι το Δικαστήριο απέρριψε ή δεν ασχολήθηκε με τον έτερο πόλο του αιτήματος της κατηγορούσας αρχής, δηλαδή τη διαπίστωση πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

Η μη προσβολή του ευρήματος του Δικαστηρίου περί του παράγοντα αυτού, καθιστά την έφεση αλυσιτελή.  Είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται ακαδημαϊκών και μόνο θεμάτων.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον εφεσείοντα – έστω και αν δεν του εδόθη η ίδια σημασία με τον κίνδυνο φυγοδικίας – υφίσταται και εφόσον δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης, οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι η κράτηση έχει νομικό έρεισμα και δεν μπορεί να ανατραπεί μερικώς.

 

Η έφεση απορρίπτεται ως αλυσιτελής.

 

                                                          Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                          Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                         Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 



[i] Βλ. Χ΄Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Kazanjian ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 326, Αdnan v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 183.

 

[ii] Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7 και Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 538.

 

[iii]  Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 600

 

[iv]  Λαζαρίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 105, Θεοχάρη ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48 και Κρασοπούλη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 450.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο