ΡΙΚΚΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, 15/12/2017

ECLI:CY:AD:2017:B465

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 53/2017, 64/2017,

66/2017 και 68/2017)

 

15 Δεκεμβρίου, 2017

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Ποινική ΄Εφεση αρ. 53/2017)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική ΄Εφεση αρ. 64/2017)

ΡΙΚΚΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική ΄Εφεση αρ. 66/2017)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική ΄Εφεση αρ. 68/2017)

ANDREAS NEOKLEOUS & CO LLC,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

Εφεσείων στην έφεση 53/2017, προσωπικά.

Ε. Ευσταθίου και Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα στην έφεση 64/2017.

Α. Μαρκίδης με Κ. Πατσαλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στην έφεση 66/2017.

Γ. Παπαϊωάννου με Ν. Τσαρδελλή και Α. Γλυκή, για την Εφεσείουσα στην έφεση 68/2017.

Η. Στεφάνου και Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου επί όλων των εφέσεων είναι ομόφωνη. Στην Ποινική Εφεση Αρ. 64/2017, η απόφαση θα δοθεί από εμένα, στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 53/2017, η απόφαση θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. και στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 66/2017 και 68/2017, η απόφαση θα δοθεί από τον Οικονόμου, Δ.

 

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Βρισκόμαστε, όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, ενώπιον πρωτοφανούς για τα δικαστικά δρώμενα της Κυπριακής Δημοκρατίας υπόθεσης. Το κατηγορητήριο και τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση παραπέμπουν σε συνομωσία και διαφθορά, με εμπλεκόμενο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τον τότε Βοηθό Γενικού Εισαγγελέως, Εφεσείοντα Ρίκκο Ερωτοκρίτου, κατηγορούμενο 1 στην πρωτόδικη, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, διαδικασία. Το πρωτόγνωρο της υπό εξέταση περίπτωσης, δεν εξαντλείται στα πιο πάνω. Στο όλο φάσμα των γεγονότων που προηγήθησαν της καταχώρησης κατηγορητηρίου, αλλά και στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας, ενεπλάκησαν, είτε υπό τη θεσμική τους ιδιότητα, είτε ως μάρτυρες γεγονότων, πρόσωπα από όλο το φάσμα των κρατικών εξουσιών, θέτοντας την αξιοπιστία τους, υπό την κρίση του Δικαστηρίου. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά το ΄Αρθρο 36 του Συντάγματος ο Αρχηγός της Πολιτείας, κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης. Περαιτέρω, ως μάρτυρες κατηγορίας, παρουσιάστηκαν ο νυν Γενικός Εισαγγελέας, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας, η Βουλευτής κα Ειρήνη Χαραλαμπίδου, ο τέως Αρχηγός της Αστυνομίας, ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας, ο Εφορος Εταιρειών και η υπεύθυνη περί των ποινικών θεμάτων Εισαγγελέας στη Νομική Υπηρεσία. Παρεμβάλλουμε, ότι η εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα ως μάρτυρα γεγονότων και ταυτόχρονα, υπό τη θεσμική του ιδιότητα, ως κατήγορου, έδωσε έρεισμα στην υπεράσπιση προς αμφισβήτηση της αμεροληψίας του και προς έγερση ισχυρισμών περί παραβίασης συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων – κατηγορουμένων, συγκεκριμένα του βασικού δικαιώματος να τύχουν δίκαιης δίκης. Το ζήτημα συνιστά καίριο μέρος των λόγων έφεσης και θα μας απασχολήσει σε κατάλληλο, μεταγενέστερο, στάδιο.

 

Οι Εφεσείοντες διώχθηκαν, δικάστηκαν, κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν, στη βάση των ακόλουθων κατηγοριών:

 

Εφεσείων Ρίκκος Ερωτοκρίτου - Κατηγορούμενος 1:

 

Κατηγορία 1:   Δεκασμός δημοσίου λειτουργού

                      (Άρθρο 100(α) του Ποινικού Κώδικα)

 

Κατηγορία 3:   Δωροληψία οικείων δημόσιων

                     αξιωματούχων

                      (Άρθρο 4 του περί της Σύμβασης του

                      Συμβουλίου της Ευρώπης   για την

                      Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού)

                      Ν.23 (ΙΙΙ)/2000 και Άρθρο 3 της πιο πάνω

                      Σύμβασης).

 

Κατηγορία 4Συναλλαγές με αντιπροσώπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά

(Άρθρο 3 (α) του περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161)

 

Κατηγορία 10: Κατάχρηση εξουσίας

                      (Άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα)

 

Εφεσείοντες Andreas Neokleous & Co LLC (εταιρεία δικηγόρων) και Παναγιώτης Νεοκλέους (δικηγόρος, διευθυντής και μέτοχος της Κατηγορούμενης 3), Κατηγορούμενοι 3 και 4 αντίστοιχα:

 

Κατηγορία 5:   Δεκασμός δημοσίου λειτουργού

                      (Άρθρο 100(β) του Ποινικού Κώδικα)

 

Κατηγορία 6:   Ενεργός δωροδοκία οικείων δημόσιων

             αξιωματούχων

                      (Άρθρο 4 του Ν.23(ΙΙΙ)/2000 και Άρθρο 2 της

                      Σύμβασης)

 

Κατηγορία 7: Συναλλαγές με αντιπροσώπους οι οποίες

                   υποδηλώνουν  διαφθορά

                     (Άρθρο 3(β) του περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161

  

Ολοι οι εφεσείοντες - Κατηγορούμενοι 1, 2 (Ανδρέας Κυπρίζογλου, δικηγόρος) , 3 και 4:


 

Κατηγορία 8:   Συνωμοσία προς ανατροπή της πορείας

                     της δικαιοσύνης

                      (Άρθρο 121 του Ποινικού Κώδικα)

 

Κατηγορία 9:   Συνωμοσία προς καταδολίευση

                      (Άρθρο 302 του Ποινικού Κώδικα)

 

 

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, όπως εντοπίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με στήριξη στη σύνοψη των λεπτομερειών των αδικημάτων και ως απόρροια της προσκομισθείσας μαρτυρίας και των σχετικών, τελικών θέσεων, των ευπαιδεύτων συνηγόρων των κατηγορουμένων, ήταν ότι:

 

«i) Οι Κατηγορούμενοι 1-4 κατά το διάστημα Αυγούστου-Νοεμβρίου του 2013 συνωμότησαν όπως οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 μην καταχωρίσουν εμφάνιση σε αγωγή που θα καταχωρούσε ο Κατηγορούμενος 1 και εταιρείες συμφερόντων του, ούτως ώστε να εκδοθεί απόφαση ερήμην υπέρ των εναγόντων με όφελος €515.679,99 και αντίστοιχη βλάβη των συμφερόντων των εκεί εναγομένων (και της Τράπεζας Κύπρου στην περίπτωση της κατηγορίας 9) διαπράττοντας έτσι τα αδικήματα της συνωμοσίας για εκτροπή της πορείας της δικαιοσύνης και της συνωμοσίας προς καταδολίευση (κατηγορίες 8 και 9).

 

ii)   Εις αντάλλαγμα του πιο πάνω οφέλους ο Κατηγορούμενος 1, όντας Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως, συμφώνησε με τους Κατηγορούμενους 3 και 4 να προωθήσει την ποινική δίωξη πέντε φυσικών και ενός νομικού προσώπου, για την υπόθεση της Providencia, διαπράττοντας έτσι ο ίδιος τα αδικήματα του δεκασμού, της δωροληψίας και συναλλαγών που υποδηλώνουν διαφθορά και οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 τα αδικήματα του δεκασμού, της ενεργούς δωροδοκίας και συναλλαγών με αντιπροσώπους που υποδηλώνουν διαφθορά (κατηγορίες 1, 3, 4 και 5, 6, 7 αντίστοιχα).

 

iii) Σύμφωνα με την πιο πάνω εκδοχή η ενέργεια του Κατηγορουμένου 1 να διατάξει την ποινική δίωξη συνιστά και κατάχρηση της αναγόμενης στα καθήκοντα του εξουσίας διότι έγινε κατά παράκαμψη των καθορισμένων διαδικασιών και οδηγιών του ΓΕ και παρά τις προηγούμενες αντίθετες οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέως (κατηγορία 10).»

 

 

 

 

Παρεμβάλλουμε, προς ευκολότερη κατανόηση, ότι τα όσα καλύπτουν τα συμφέροντα και την εταιρική δομή της Providencia Holdings Ltd (η οποία θα αναφέρεται ως η Providencia),  διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση. Η Providencia είχε διοριστεί Επίτροπος (Trustee) στο εμπίστευμα Spring Trust, εμπίστευμα πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ. Οι διαφορές που προέκυψαν μεταξύ ρώσων υπηκόων και άλλων προσώπων, ως προς την εταιρική μετοχική και διοικητική δομή της Providencia και ως προς το ποια φυσικά πρόσωπα νομιμοποιούντο να εμφανίζονται και/ή να ενεργούν ως Διευθυντές ή Γραμματέας της, καθώς επίσης και σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πιο πάνω εμπιστεύματος, αποτέλεσαν αντικείμενο αριθμού δικαστικών διαδικασιών ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων, στις οποίες βασική εμπλοκή είχε και η Εφεσείουσα – Κατηγορούμενη 3, δικηγορική εταιρεία. Αριθμός υποθέσεων, με ανάλογα ζητήματα, εκκρεμούσε και ενώπιον των ρωσικών δικαστηρίων. Η ουσία των θέσεων της Εφεσίβλητης – Κατηγορούσας Αρχής, τις οποίες και αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, ήταν ακριβώς ότι, πυρήνα της ποινικά κολάσιμης συνομωσίας, συνιστούσε η προσπάθεια της Εφεσείουσας δικηγορικής εταιρείας να πετύχει, μέσω αθέμιτης συνέργειας με τον τότε Βοηθό Γενικού Εισαγγελέως, Εφεσείοντα Ρ. Ερωτοκρίτου, προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον συγκεκριμένων προσώπων σε σχέση με προκύψασα μεταβολή της μετοχικής και διοικητικής δομής της Providencia. Τυχόν άσκηση ποινικής δίωξης αυτής της μορφής, θα είχε ως απώτερο στόχο την ενίσχυση της θέσης και των συμφερόντων των προσώπων που εκπροσωπούσε στις δικαστικές διαδικασίες, αστικής μορφής, η Εφεσείουσα δικηγορική εταιρεία. 

 

Η ενώπιον του Κακουργιοδικείου πρωτόδικη διαδικασία, υπήρξε ιδιαίτερα εκτεταμένη, απότοκο του μεγάλου αριθμού μαρτύρων που παρήλασαν, του όγκου της προσφερθείσας μαρτυρίας και των πολύπλοκων νομικών ζητημάτων που ανεφύησαν στην πορεία εκδίκασης της υπόθεσης.

 

Προς απόδειξη των κατηγοριών, η Κατηγορούσα Αρχή –Εφεσίβλητη, κάλεσε συνολικά 20 μάρτυρες. Μετά την κλήση τους σε απολογία, οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 4 – Εφεσείοντες Ρ. Ερωτοκρίτου, Α. Κυπρίζογλου και Π. Νεοκλέους αντίστοιχα, κατέθεσαν ενόρκως. Περαιτέρω, ο μεν πρώτος Κατηγορούμενος κάλεσε προς υπεράσπιση τρεις ακόμη μάρτυρες, ο δε τέταρτος Κατηγορούμενος τρεις επίσης μάρτυρες. Η Κατηγορούμενη εταιρεία παρουσίασε αριθμό εγγράφων, τα οποία τελικά κατατέθηκαν εκ συμφώνου και δεν πρόσφερε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.

 

Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του και η ανάπτυξη της δικαστικής του σκέψης ως προς τη νομική διάσταση της υπόθεσης, αποτυπώνεται στην καταδικαστική του απόφαση, έκτασης 296 σελίδων. Αποδεχόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο τα ουσιαστικά μέρη της μαρτυρίας των Μαρτύρων Κατηγορίας και απορρίπτοντας τις βασικές θέσεις της Υπεράσπισης, κατέληξε, πολύ συνοπτικά, στην ακόλουθη κρίση του ως προς τα διαπιστωθέντα γεγονότα και συμπεράσματα:

 

«1(α) Οι Κ.1-4 μεταξύ Αυγούστου και 16ης Σεπτεμβρίου 2013 συμμετείχαν σε συνωμοσία προς εκτροπή ή ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και προς καταδολίευση, συμφωνώντας όπως οι Κ.3 και 4 μην καταχωρίσουν εμφάνιση σε αγωγή την οποία θα καταχωρούσε ο Κ.1 και πέντε εταιρείες αποκλειστικών συμφερόντων του (εκτός μιας στην οποία κατείχε το 50%), ούτως ώστε να εκδοθεί απόφαση ερήμην υπέρ των εναγόντων και η οποία θα διέτασσε τον συμψηφισμό απομειωμένων («κουρεμένων») καταθέσεων μιας εκ των εναγουσών με το ήμισυ οφειλομένου δανείου άλλης εκ των εναγουσών, με αντίστοιχη βλάβη των συμφερόντων της Λαϊκής Τράπεζας, της Διαχειρίστριας της, και της Τράπεζας Κύπρου (κατηγορίες 8 και 9).

 

(β)    Εν τέλει καταχωρίστηκε τέτοια αγωγή (υπ΄ αρ. 3987/13) στις 16/9/13, όντως απεφεύχθη η καταχώριση εμφάνισης εκ μέρους των εναγομένων από τους Κ.3 και 4 και όντως στις 8/11/13 εκδόθηκε απόφαση ερήμην υπέρ των εναγόντων η οποία διέτασσε τον συμψηφισμό των απομειωμένων καταθέσεων της εκ των εναγουσών Ricni Secretarial Services Ltd με το ήμισυ οφειλομένου δανείου άλλης εκ των εναγουσών, Dare Investments Ltd, το οποίο (ήμισυ) στις 16/9/13 ανερχόταν τουλάχιστον σε €300.000. Σύμφωνα με την απόφαση οι εναγόμενοι και ή οποιοσδήποτε εξ αυτών και ή οι με οποιοδήποτε τρόπο αντιπρόσωποι και ή οι υποκατάστατοι αυτών θα έπρεπε με την επίδοση της (απόφασης) να προχωρήσουν αμέσως στον συμψηφισμό της κατάθεσης με το χρέος.

 

2.    Εις αντάλλαγμα της πιο πάνω ερήμην απόφασης ο Κ.1, όντας Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως συμφώνησε με τους Κ.3 και 4 να προωθήσει την ποινική δίωξη πέντε φυσικών και ενός νομικού προσώπου, την οποίαν και όντως προώθησε κρυφίως δίδοντας στις 31/10/13 σχετικές οδηγίες για δίωξη των πιο πάνω, κατά κατάχρηση εξουσίας αναγομένης στα καθήκοντα του, αφού παρέκαμψε παλαιότερες οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέως και διαπράττοντας έτσι ο ίδιος τα αδικήματα του δεκασμού, της δωροληψίας και της διαφθοράς (κατηγορίες 1, 3, 4) και οι Κ.3 και 4, οι οποίοι χορήγησαν το αντάλλαγμα, τα αδικήματα του δεκασμού δημοσίου λειτουργού, της ενεργούς δωροδοκίας δημόσιου αξιωματούχου και της διαφθοράς (κατηγορίες 5, 6 και 7).

 

3.    Στις 26/11/13 ο Γενικός Εισαγγελέας πληροφορήθηκε τις οδηγίες για δίωξη και τις ανακάλεσε ενώ η επίδοση της δικαστικής απόφασης στη Διαχειρίστρια της Λαϊκής την ίδια μέρα οδήγησε σε καταχώριση αίτησης ακύρωσης της η οποία πρωτοδίκως όντως ακυρώθηκε στις 30/9/14, οπότε ακολούθησε έφεση από τον Κ.1 και τις εταιρείες του η οποία εκκρεμεί μέχρι σήμερα.»

 

 

 

Τέλος, κατά τη διαδικασία επιβολής της αρμόζουσας ποινής, το Κακουργιοδικείο, συνεκτιμώντας τα ενώπιόν του σχετικά δεδομένα, έκρινε ως κατάλληλες και επέβαλε τις πιο κάτω ποινές:

 

Στον Κατηγορούμενο 1:

Στην Κατηγορία 1 φυλάκιση 3,5 ετών.

Στην Κατηγορία 10 φυλάκιση 1,5 έτους.

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

Καμιά ποινή στις Κατηγορίες 3, 4, 8 και 9.

 

Στον Κατηγορούμενο 2:

Στην Κατηγορία 9 φυλάκιση 1,5 έτους, με αναστολή.

Καμιά ποινή στην Κατηγορία 8.

 

Στην Κατηγορούμενη 3

Στην Κατηγορία 5 πρόστιμο €70.000.

Καμιά ποινή στις Κατηγορίες 6, 7, 8 και 9.

 

Στον Κατηγορούμενο 4

Στην Κατηγορία 5 φυλάκιση 2,5 ετών.

Καμία ποινή στις Κατηγορίες 6, 7, 8 και 9.

 

 

Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση επί της καταδίκης με εκτεταμένους λόγους έφεσης, αναλυτική παράθεση των οποίων θα ακολουθήσει κατά την εξέταση της κάθε έφεσης ξεχωριστά. Στο παρόν στάδιο, περιοριζόμαστε να καταγράψουμε μόνο ότι καίριας σημασίας χαρακτηρίστηκαν οι λόγοι έφεσης που περιστρέφονται γύρω από τα εγερθέντα ζητήματα της δίκαιης δίκης, της ύπαρξης ή μη ασυλίας στο πρόσωπο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως, του τρόπου αξιολόγησης βασικών στοιχείων της ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρίας, της επάρκειας και νομικής αντίκρυσης της περιστατικής μαρτυρίας και της εταιρικής ποινικής ευθύνης, σε ό,τι αφορά την Εφεσείουσα εταιρεία δικηγόρων.

 

Εφέσεις καταχωρήθηκαν και σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή στους Εφεσείοντες Ρ. Ερωτοκρίτου και Π. Νεοκλέους. Προσβάλλονται οι εν λόγω ποινές φυλάκισής τους, ως έκδηλα υπερβολικές και νομικά εσφαλμένες.

 

Προχωρούμε, μετά την ολοκλήρωση της εισαγωγής, στην αναλυτική εξέταση των λόγων έφεσης που καλύπτουν τον κάθε Εφεσείοντα ξεχωριστά. Προσθέτουμε μόνο ότι, για σκοπούς ευκολότερης αναφοράς, στη συνέχεια, ο Εφεσείοντας Ρίκκος Ερωτοκρίτου θα αναφέρεται και ως Κ1, ο Εφεσείοντας Αντρέας Κυπρίζογλου και ως Κ2, η Εφεσείουσα Andreas Neocleous & Co LLC και ως Κ3 και ο Εφεσείοντας Παναγιώτης Νεοκλέους και ως Κ4.

 

 


ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 64/2017

(ΡΙΚΚΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ – Κ1)

 

    Στις 9.7.2013, ο Εφεσείων διορίσθηκε στη θέση Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατ΄ ακολουθία των διαλαμβανομένων στο ΄Αρθρο 112.1 του Συντάγματος, ενόσω ακόμα, ως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, υπηρετούσε ο τέως Γενικός Εισαγγελέας κ. Πέτρος Κληρίδης. Ο νυν Γενικός Εισαγγελέας υπηρετεί ως Γενικός Εισαγγελέας από τις 16.9.2013. Στις 24.9.2015 το Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας την αρμοδιότητα του Συμβουλίου που προβλέπεται στο ΄Αρθρο 153.8(1)(2)(3) του Συντάγματος, εξέτασε αίτηση του νυν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με την οποία ζητούσε την απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως, για ανάρμοστη συμπεριφορά. Εκρινε τον Εφεσείοντα, για τους λόγους που με λεπτομέρεια αποτυπώνονται στην απόφαση του Συμβουλίου (η οποία θα δημοσιευθεί στους Τόμους Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως (2015) 3 ΑΑΔ 484, ECLI:CY:AD:2015:D624), υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντά του. Συνακόλουθα, κατά συνταγματική επιταγή, ΄Αρθρο 153.8(4), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπαυσε τον Εφεσείοντα από τα καθήκοντά του, ο οποίος, τοιουτοτρόπως, απώλεσε την ιδιότητα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως. Το κατηγορητήριο στο Κακουργιοδικείο καταχωρήθηκε καθ΄ ον χρόνο ο Εφεσείων διατηρούσε ακόμη τη θέση και ιδιότητα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως. Συγκεκριμένα, η εισαγωγή του κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, έλαβε χώρα στις 26.5.2015 και η παραπομπή του Εφεσείοντα στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στις 17.6.2015. Το γεγονός ότι τόσο οι πιο πάνω ημερομηνίες, όσο και τα γεγονότα που αποτέλεσαν τη βάση στήριξης των κατηγοριών, παρέπεμπαν σε χρόνο προγενέστερο της απόφασης του Συμβουλίου και της συνακόλουθης παύσης του Εφεσείοντα, συνιστούν το βάθρο στήριξης του ενός εκ των δύο λόγων έφεσης μέσω των οποίων προσβάλλεται η πρωτόδικη, καταδικαστική απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, του δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος κινείται γύρω από ισχυρισμό περί ύπαρξης ασυλίας, για τους λόγους που με λεπτομέρεια θα αναπτύξουμε αμέσως πιο κάτω. Ο έτερος λόγος έφεσης, δέκατος ένατος στο εφετήριο, καλύπτει το ζήτημα της, κατ΄ ισχυρισμό, παραβίασης της αρχής Δικαίου περί δίκαιης δίκης. Ο λόγος αυτός έφεσης συναρτάται άμεσα με παρεμφερείς προσεγγίσεις που αφορούν σειρά άλλων λόγων έφεσης, οι οποίοι αφορούν και τους υπόλοιπους Εφεσείοντες.

 

Υπενθυμίζουμε ότι οι υπόλοιποι λόγοι επί της καταδίκης απεσύρθησαν με δήλωση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα Ρίκκου Ερωτοκρίτου κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης και, κατά προέκταση, απερρίφθησαν.

 

Με τα πιο πάνω ως προοίμιο, θα υπεισέλθουμε στην εξέταση των εναπομείναντων λόγων έφεσης, των σχετικών με την καταδίκη.

 

Λόγοι έφεσης επί της καταδίκης

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης τίθεται ότι:

 

«Το νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο, εκδικάστηκε ο Εφεσείων από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, ήταν εξ υπαρχής λανθασμένο και το Δικαστήριο, στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει τον Εφεσείοντα λόγω των προνοιών του άρθρου 112.4 του Συντάγματος και του ΄Αρθρου 15 του Π.Κ Κεφ. 154.» 

 

Στην αιτιολογία του υπό εξέταση λόγου έφεσης παρατίθεται ο χρόνος διορισμού του Εφεσείοντα ως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως και χρονολογική αναδρομή των κρίσιμων γεγονότων, προκειμένου να τεκμηριωθεί ότι η ποινική διαδικασία εις βάρος του είχε ήδη ξεκινήσει πριν την παύση του από τη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα και/ή αντινομικά δεν εξέτασε σ΄ οποιοδήποτε στάδιο της δίκης κατά πόσο είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης υπό το φως των προνοιών του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα και της συνταγματικής διάταξης 112.4.

 

Αναπτύσσοντας τον υπό κρίση λόγο έφεσης κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιόν μας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα εισηγήθηκαν ότι σε συνδυασμό και με βάση τα ΄Αρθρα 112.4 και 153.10 του Συντάγματος και κατ΄ ακολουθία της νομοθετικής πρόβλεψης του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα, ο Εφεσείων απολάμβανε ασυλίας και, κατά προέκταση, ανεπίτρεπτα δικάστηκε από το Κακουργιοδικείο. Εθεσαν, σχετικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να δικάσει τον Εφεσείοντα και πως, ως αποτέλεσμα, τα συνταγματικά δικαιώματα του Εφεσείοντα παραβιάστηκαν κατάφωρα, αφού όλες οι ποινικές διαδικασίες ξεκίνησαν καθ΄ ον χρόνο κατείχε τη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δηλαδή, κατά τη διάρκεια που απολάμβανε ασυλίας. Ολοκληρώνοντας τις εισηγήσεις τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι προέβαλαν ότι είναι ολοφάνερη και έκδηλη η ευρύτητα της προστασίας των Δικαστικών Λειτουργών από ποινικές διώξεις, που ταυτόχρονα και με τον ίδιο τρόπο καλύπτει και τον Γενικό Εισαγγελέα ως και τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, αφού και οι δύο έχουν την ίδια θεσμική ισότητα και ομοιότητα με τους Δικαστές και/ή τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Προτού υπεισέλθουμε στην ουσία του υπό κρίση λόγου έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να καταγράψουμε ότι το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό ασυλίας δεν τέθηκε και, κατά προέκταση, δεν απασχόλησε το Κακουργιοδικείο. Συνεπώς, δεν αποτυπώθηκε και πρωτόδικη δικαστική κρίση επί του προκειμένου. Μας απασχόλησε το ερώτημα κατά πόσο η μη έγερση του ζητήματος πρωτοδίκως αποστερεί τον Εφεσείοντα του δικαιώματος προώθησης σχετικού λόγου έφεσης. Η απάντηση είναι αρνητική. Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την απόφαση Fingleton v. Queen (2005) HCA 34, του High Court της Αυστραλίας, που αφορούσε εν ενεργεία Δικαστή, η οποία κατηγορήθηκε για παράνομη, εκδικητική συμπεριφορά εναντίον μάρτυρα. Το ζήτημα της ασυλίας της εν λόγω Δικαστή δεν απασχόλησε ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε, ακολούθως το Εφετείο. Τέθηκε για πρώτη φορά στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας (High Court), όπου και προβλήθηκε η θέση ότι δεν θα έπρεπε η Δικαστής να είχε διωχθεί ποινικώς, αφού καλυπτόταν από ασυλία κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 30 του σχετικού Ποινικού Κώδικα της πολιτείας της Queensland, άρθρο το οποίο είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 15 του Κεφαλαίου 154. Κρίθηκε, ως προς το δικαίωμα έγερσης κατ΄ έφεση του υπό αναφορά θέματος, ότι η σπουδαιότητά του, ως ζήτημα θεμελιακής σημασίας, επέτρεπε συζήτησή του σε ανώτερο επίπεδο, έστω και αν δεν απασχόλησε προηγουμένως, κατά τη δίκη. Το όλο ζήτημα κινείται γύρω από τη δικαιοδοσία, συνεπώς, λόγω της θεμελιακής του σημασίας, η μη έγερσή του πρωτοδίκως δεν αποστερεί τον Εφεσείοντα να το εγείρει προς εξέταση σε μεταγενέστερο στάδιο, ενώπιον του Εφετείου.

 

Προχωρώντας στην ουσία, θα παραθέσουμε τις σχετικές νομοθετικές και συνταγματικές πρόνοιες, προκειμένου να απαντηθεί, κατά πόσο η θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως εμπίπτει στον ορισμό «Δικαστικός Λειτουργός» ή κατά πόσον η ιδιότητα της θέσης παρέχει τα ίδια εχέγγυα προστασίας σε αναφορά με τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 153.10 του Συντάγματος. Το εύρος της προστασίας είναι βεβαίως ζήτημα το οποίο επιβάλλεται να μας απασχολήσει στη συνέχεια.

 

Το άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 έχει ως εξής:

 

«15. Εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο Κώδικας αυτός προνοεί ρητά για το αντίθετο, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ποινικά ανεύθυνοι για πράξεις ή παραλείψεις που γίνονται κατά την εκτέλεση των δικαστικών τους καθηκόντων, και αν ακόμη η πράξη έγινε με υπέρβαση της δικαστικής τους εξουσίας ή αν ακόμη υφίστατο νομική υποχρέωση για διενέργεια της πράξης που παραλείφθηκε.»

 

 

 

 

Είναι, κατ΄ αρχάς, ο Γενικός Εισαγγελέας ή ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως «Δικαστικοί Λειτουργοί» εν τη εννοία του πιο πάνω άρθρου; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα αρνητική. Το εν λόγω άρθρο παραπέμπει ευθέως σε Δικαστές και σε εκτέλεση δικαστικών τους καθηκόντων. Η σαφής αναφορά σε άσκηση «δικαστικής εξουσίας» δεν αφήνει περιθώρια διαφορετικής προσέγγισης, ήτοι ερμηνείας στη βάση που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα εισηγούνται.


Κατά το Σύνταγμα, ΄Αρθρο 152.1:

 

«1. H δικαστική εξουσία, εξαιρουμένης της ασκουμένης κατά το έννατον μέρος υπό του Aνωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου υπό των δικαστηρίων των προβλεπομένων υπό κοινοτικού νόμου, ασκείται υπό Aνωτάτου Δικαστηρίου και υπό κατωτέρων δικαστηρίων, τα οποία θα ιδρυθώσι δια νόμου, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος.»

 

 

Οι σκοποί που προορίζεται να εξυπηρετεί το άρθρο 15 του Κεφαλαίου 154 είναι άμεσα συνυφασμένοι με τη δικαστική ιδιότητα και την ίδια τη φύση των καθηκόντων που επιτελεί δικαστικός λειτουργός. Η προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας προς το δημόσιο συμφέρον - και όχι απλώς η κατοχή της δικαστικής έδρας προς εξυπηρέτηση ατομικού οφέλους Δικαστή - αγγίζει τη ρίζα διασφάλισης της απρόσκοπτης και χωρίς φόβο επιτέλεσης του δικαστικού έργου και συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο στήριξης του κράτους δικαίου.

 

Παρεμβάλλουμε, προς επίρρωση, ότι ο προαναφερθείς Ποινικός Κώδικας της Queensland τροποποιήθηκε, με ισχύ από 19 Ιουλίου 2002 (Criminal Law Amendment Act 2002), με την εισαγωγή ερμηνείας ως προς τον όρο «Judicial Officer». Περιλαμβάνει, πέραν των Δικαστών, πρόσωπα τα οποία ασκούν οιoνεί δικαστική εξουσία, όπως Διαιτητές ή μέλη πειθαρχικών σωμάτων. Σε καμία όμως περίπτωση, πρόσωπα τα οποία ασκούν καθήκοντα πέραν της δικαστικής φύσης και υφής, στην ευρύτερή τους μορφή.

 

Η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα που περιβάλλει τον υπό κρίση λόγο έφεσης εκτείνεται στη διασύνδεση του άρθρου 15 του Κεφαλαίου 154 με τα διαλαμβανόμενα στα ΄Αρθρα 112.4 και 153.10 του Συντάγματος.

 

Το ΄Αρθρο 112.4 διαλαμβάνει:

 

«4. Ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είναι μέλη της μονίμου νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούσιν, υφ’ ούς όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του προέδρου τούτου και δεν απολύονται, ειμή υφ’ ούς όρους και καθ’ όν τρόπον οι δικασταί ούτοι.»

 

 

Το ΄Αρθρο 153.10 του Συντάγματος, πανομοιότυπο με το ΄Αρθρο 133.10 που αφορούσε τον Πρόεδρο και τους Δικαστές του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, διαλαμβάνει:

 

 

«10. Aποκλείεται οιαδήποτε αγωγή κατά του προέδρου ή οιουδήποτε δικαστού του Aνωτάτου Δικαστηρίου δια πάσαν πράξιν γενομένην ή πάσαν γνώμην εκφρασθείσαν κατά την ενάσκησιν των δικαστικών αυτού καθηκόντων.»

 

 

 

 

Σημειώνουμε ότι στο σχετικό αγγλικό κείμενο του Συντάγματος η λέξη και/ή ο όρος «αγωγή» αναγράφεται ως «action».

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η ουσία της προσέγγισης των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα είναι ότι ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα έχει την ίδια θεσμική ισότητα και ομοιότητα με τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού, κατά συνταγματική επιταγή, υπηρετεί «…. υφ΄ ους όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου …».

 

Το ερώτημα που αναφύεται είναι κατά πόσον οι όροι υπηρεσίας, όπως προνοεί το ΄Αρθρο 112.4 του Συντάγματος, περιλαμβάνουν και παραπέμπουν και στα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 153.10 του Συντάγματος, εάν δηλαδή ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα καλύπτεται από το ίδιο προνόμιο/προστασία, που καθορίζει η πιο πάνω παράγραφος του ΄Αρθρου 153.

 

Κρίνουμε ότι είναι αχρείαστη η περαιτέρω εμβάθυνση επί του θέματος, καθότι θα απέληγε σε θεωρητική άσκηση συνταγματικής ερμηνείας. Αυτό διότι, έστω και αν γινόταν αποδεκτή η προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα ότι, τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 15 του Κεφαλαίου 154 και στην παράγραφο 10 του ΄Αρθρου 153 του Συντάγματος, καλύπτουν και τη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως, θα έπρεπε να καταδειχθεί ότι οι πράξεις που αποδίδονται στον Εφεσείοντα, έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ούτως ώστε να δικαιούτο και της ανάλογης προστασίας.

 

Εχουμε ήδη καταγράψει τον λόγο θέσπισης των υπό αναφορά νομοθετικών διατάξεων και τον σκοπό που προορίζονται να εξυπηρετούν.

 

Είναι, θεωρούμε, εμφανές ότι καλύπτουν και προστατεύουν  συγκεκριμένο πλαίσιο συμπεριφοράς, άμεσα συναρτημένης με την επιτέλεση των καθηκόντων της θέσης.

 

Εξ αρχής, κατά το κοινοδίκαιο, είχε αναγνωριστεί ασυλία των δικαστών έναντι απαιτήσεων για αποζημιώσεις για πράξεις που λαμβάνουν χώρα κατά την εκτέλεση ή ενάσκηση των καθηκόντων τους, έστω και αν γίνονται καθ΄ υπέρβαση εξουσίας ή ακόμα και κακόπιστα (βλ. Sirros v. Moore (1974) 3 All E.R. 776, Mireles v. Waco 502 U.S. 9 (1991)). Εξ ίσου σαφές όμως είναι ότι η σχεδόν απόλυτη αυτή προστασία, δεν αφορά τις περιπτώσεις εκείνες που οι πράξεις δεν είναι δικαστικής φύσης, ήτοι όπου ο δικαστής δεν ενεργεί υπό τη δικαστική του ιδιότητα (βλ. Mireles (ανωτέρω) με αναφορά στις υποθέσεις Forrester v. White, 484 U.S. at 227-229 και Stump v. Sparkman 435 U.S. at 360). Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα The Australian Judiciary, second edition, H.P. Lee and Enid Campbell, Cambridge University Press, σελ. 219, υπό τον τίτλο «Acting Judicially»:

 

«Judges do not qualify for any immunity from legal liabilities when they act in a purely private capacity: for example, when a judge drives a motor vehicle home from a social gathering in a state of intoxication or publishes a novel which is defamatory. Equally, a judge is not entitled to any immunity from legal liability if he or she does something without any colour or judicial authority for example, if a judge solicits or accepts a bribe in relation to a case before the judge. While the judge in such a situation may be immune from liability in respect of the decision made in the case, he or she is not immune from prosecution for the criminal conduct involved in soliciting or accepting a bribe (Yeldham v. Rajski 18 NSWLR 48, 58-9, 65-6, 68-9).»

 

 

 

Οι αρχές αυτές έχουν ακριβώς κωδικοποιηθεί σε πρόνοιες διαφόρων πρώην αποικιών της Μεγάλης Βρετανίας - και έτσι απαντώνται στο άρθρο 15 του δικού μας Ποινικού Κώδικα - και σε αντίστοιχες πρόνοιες σε Κώδικες στην επικράτεια της Αυστραλίας εξ ου και η υπόθεση Fingleton. Αναφορικά με αντίστοιχες πρόνοιες του άρθρου 15, αναφέρονται ειδικότερα τα ακόλουθα στο προαναφερθέν σύγγραμμα The Australian Judiciary, σελ. 223:

 

«Section 19 of Tasmania’s Criminal Code and s. 39 of the Northern Territory’s Criminal Code absolve judicial officers from any criminal responsibility for anything done or omitted to be done by them when their acts are done in excess of their judicial authority, and even when they are bound to do the act omitted to be done; however, these provisions do not immunize judicial officers against liability for crimes such as accepting a bribe.»

 

 

 

Τα πιο πάνω αποτυπώνονται  και στην ίδια την Fingleton (ανωτέρω) – στο μέρος που αφορά την εξέταση της έκτασης της προστασίας που καλύπτει το άρθρο 30 του Ποινικού Κώδικα της Queensland – όπου αναφέρεται ότι οι Δικαστικοί Λειτουργοί δεν τυγχάνουν καμίας προστασίας σε σχέση με ζητήματα ποινικής ευθύνης για εξωδικαστική συμπεριφορά και ακόμη, σε σχέση με δικαστική συμπεριφορά, υπάρχουν σαφώς καθορισμένα περιθώρια παροχής προστασίας. Αναφέρεται μάλιστα ως ξεκάθαρο παράδειγμα το άρθρο 120 του εν λόγω Κώδικα όπου η δικαστική διαφθορά συνιστά αδίκημα και δεν τυγχάνει καμίας προστασίας κάτω από το άρθρο 30 του υπό αναφορά Κώδικα.

 

Ολοκληρώνοντας επί του προκειμένου, σημειώνουμε, προς επίρρωση των πιο πάνω, ότι η μια εκ των κατηγοριών στην οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας, της δωροληψίας, τρίτη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου, εδράζεται στις σχετικές πρόνοιες του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικού) Νόμου του 2000, Ν. 23(ΙΙΙ)/2000 (η Σύμβαση).

 

Για τους σκοπούς της Σύμβασης, ο όρος «δημόσιος αξιωματούχος» «νοείται με αναφορά στον ορισμό της λέξης «αξιωματούχος», «δημόσιος λειτουργός, «δήμαρχος», «υπουργός» ή «δικαστής» ο οποίος δίδεται στο εθνικό δίκαιο του Κράτους στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο ασκεί την αρμοδιότητα αυτή και όπως εφαρμόζεται στο ποινικό του δίκαιο.».

 

Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά που αποδόθηκε στον Εφεσείοντα και η οποία αποτέλεσε τη βάση τόσο των εναντίον του κατηγοριών, όσο και της καταδικαστικής απόφασης, κινείται εκτός των πλαισίων προστασίας που καλύπτει ο νόμος και το Σύνταγμα σε σχέση με Δικαστικούς Λειτουργούς και, κατά προέκταση, δεν είναι νοητή επίκληση οποιουδήποτε σχετικού προνομίου.

 

Ως αποτέλεσμα, ο δεύτερος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.

 

Ο εναπομείνας, δέκατος ένατος λόγος έφεσης, καλύπτει το ζήτημα της δίκαιης δίκης. Όπως ήδη λέχθηκε, είναι ζήτημα το οποίο αναδύεται ως κυρίαρχο και σε σειρά άλλων λόγων έφεσης που αφορούν και τους υπόλοιπους Εφεσείοντες, ιδίως τον Εφεσείοντα Π. Νεοκλέους, Κ4. Υπό τις συνθήκες, ορθότερο είναι να εξετασθεί η όλη επιχειρηματολογία σε μια ενότητα, στο παρόν στάδιο της απόφασής μας.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσειόντων, σχετικά με τους υπό εξέταση λόγους έφεσης, εντοπίζεται η εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα υπό τη διπλή του ιδιότητα - λόγω του θεσμικού του ρόλου, αφενός και της παρουσίας του κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ως μάρτυρα γεγονότων, αφετέρου – και ο όλος χειρισμός των ποινικών ανακριτών που ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε.

 

Η αιτιολογία των υπό αναφορά λόγων έφεσης αναπτύχθηκε  εκτεταμένα ενώπιόν μας από τους ευπαίδευτους συνήγορους των Εφεσειόντων. Επιγραμματικά: Προέβαλαν ότι μέσα από την όλη μαρτυρία αναδύεται ως αναντίλεκτο γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα και Εφεσείοντα, κατά τον επίδικο χρόνο Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως, ήταν από τα αρχικά στάδια τεταμένες και κατέληξαν, μετά από κάποιο χρονικό σημείο, να είναι εχθρικές. Υπήρχε ανάμεσά τους υποβόσκουσα αντιπαλότητα, η οποία είχε ως αφετηρία την κατανομή των μεταξύ τους καθηκόντων. Υπό το πρίσμα αυτό, κατέστη αναγκαία ακόμη και η παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας προς εξομάλυνση των σχέσεων των πιο πάνω αξιωματούχων. Προεκτείνοντας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έθεσαν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, εξ αιτίας μιας συζήτησης που έλαβε χώραν στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για θέμα που απασχόλησε σε έκταση τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κοινή γνώμη, αποφάσισε όπως αναθέσει τη διενέργεια ποινικής έρευνας, επιλέγοντας, ως ανακριτή, τον κ. Παναγιώτη Καλλή, πρώην Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τίθεται ότι η εν λόγω ανάκριση δεν ήταν δίκαιη, αφού δεν λήφθηκαν καταθέσεις από όλους όσους είχαν εμπλοκή με το όλο φάσμα της υπόθεσης Providencia. Επιπρόσθετα, δεν λήφθηκε κατάθεση από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος έλαβε και το πόρισμα, αποκτώντας δικονομικό πλεονέκτημα έχοντας στην κατοχή του όλο το μαρτυρικό υλικό και προσαρμόζοντας, πάντα κατά τους συνηγόρους, ανάλογα και τη δική του μαρτυρία. Περαιτέρω, όταν ο Γενικός Εισαγγελέας παρέλαβε το πόρισμα της έρευνας αυτής, δεν το γνωστοποίησε στον Εφεσείοντα Ρίκκο Ερωτοκρίτου, αλλά, προβαίνοντας σε δημοσιογραφική διάσκεψη στις 14.4.2015, ανακοίνωσε το περιεχόμενο του πορίσματος, δηλώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτό αποτελούσε αιτιολογημένο συμπέρασμα περί αποκάλυψης διάπραξης από τον εν λόγω Εφεσείοντα του ποινικού αδικήματος του δεκασμού δημοσίου λειτουργού. Προέβαλαν, επί του προκειμένου, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, ότι οι δημόσιες δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, παραβίαζαν το τεκμήριο αθωότητας, ιδιαιτέρως εάν ληφθεί υπόψη το αξίωμα του Γενικού Εισαγγελέα και, ως συνακόλουθο, η πεποίθηση που δημιουργήθηκε περί ενοχής των εμπλεκομένων. Πέραν τούτου, η ίδια η εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα από τα προκαταρκτικά στάδια της διεξαγωγής έρευνας με το διορισμό αρχικά του κ. Καλλή και ακολούθως δύο άλλων ποινικών ανακριτών, προκειμένου να «ενδυναμωθεί η υπόθεση», είχε την έννοια της καταπιεστικής αναζήτησης περαιτέρω ενοχοποιητικών στοιχείων εις βάρος των ποινικώς διωκομένων, κατά παράβαση κάθε έννοιας δίκαιης δίκης, αφού η ανάκριση περιορίστηκε στην αναζήτηση τέτοιων και μόνο στοιχείων, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας. Ακόμη, πάντα κατά την εισήγηση των συνηγόρων των Εφεσειόντων, ο Γενικός Εισαγγελέας παραβιάζοντας κάθε αρχή περί δίκαιης δίκης ήταν σε επαφή με τους ιδιώτες συνήγορους - κατήγορους, που προώθησαν και χειρίζονταν  την υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ενώ γνώριζε ότι ο ίδιος θα ήταν ουσιώδης μάρτυρας. Επιπρόσθετα, μετά το τέλος των ανακρίσεων, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας διατύπωσε το κατηγορητήριο, το οποίο και υπέγραψε, ενεργώντας, ταυτόχρονα ως παραπονούμενος και κατήγορος και κατεύθυνε τις ανακρίσεις εις βάρος προσώπου, του Ρίκκου Ερωτοκρίτου, με το οποίο είχε τεταμένες σχέσεις. Ηταν η καταληκτική προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων, ότι, ως απόρροια των πιο πάνω, υπήρξε κατάχρηση της θέσης του Γενικού Εισαγγελέα, που οδήγησε σε καταχρηστική ποινική διαδικασία, μόλυνση και χειραγώγηση της μαρτυρίας, παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, της αρχής της αμεροληψίας, του αξιώματος  της ισότητας των όπλων και, εν τέλει, της δίκαιης δίκης.

 

Το Κακουργιοδικείο, στα πλαίσια της όλης επιχειρηματολογίας που τέθηκε ενώπιόν του από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους όλων των κατηγορουμένων, σε αναφορά με το εξεταζόμενο ζήτημα, εξέτασε εκτεταμένα τις σχετικές προσεγγίσεις. Η κατάληξή του αποτυπώνεται στις σελίδες 217-230 της απόφασης. Κρίνουμε σκόπιμη την αυτούσια παράθεσή τους:

 

«ΕΓΕΙΡΟΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ

 

Μεγάλο μέρος των αγορεύσεων, κυρίως εκείνης που προώθησε η Υπεράσπιση του Κ.4, αφορούσε σε ισχυρισμούς περί παραβίασης της δίκαιης δίκης. Μελέτη των σχετικών εισηγήσεων καταδεικνύει ότι αυτές δύνανται να ενταχθούν σε 4 βασικές ενότητες ως ακολούθως:

 

(Α)     Προσυνεννοήσεις και μόλυνση μαρτυρίας

 

Ένα από τα θέματα που ήγειρε η Υπεράσπιση του Κ.4 μέσω του κ. Μαρκίδη ήταν ότι:

 

(i)          Η Κατηγορούσα Αρχή είχε συναντήσεις πριν την ακρόαση με τους μάρτυρες κατηγορίας.

(ii)      Αποτέλεσμα των εν λόγω συναντήσεων ήταν οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας συστηματικά να προσθέτουν σε ό,τι είχαν προηγουμένως καταθέσει στους ανακριτές της υπόθεσης.

(ii)         Πάντοτε η προσθήκη τέτοιας μαρτυρίας αποτελούσε επιβάρυνση της θέσης των Κατηγορουμένων και προσαρμογή της κατάθεσης τους στη βάση του τι είπαν οι άλλοι μάρτυρες.

 

(Β)     Διττός ρόλος Γενικού Εισαγγελέα ως Εισαγγελέα και μάρτυρα γεγονότων.

 

                    Προβλήθηκε η θέση ότι ο Γ.Ε. παρά το ότι ο ίδιος θα ήταν μάρτυρας στην υπόθεση εντούτοις είχε πρόσβαση και εξέτασε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης περιλαμβανομένων και των καταθέσεων άλλων μαρτύρων ειδικά σε σχέση με τη διαδρομή του ποινικού φακέλου της Providencia παραβιάζοντας την αναγνωρισμένη ανάγκη για προστασία των αποδεικτικών στοιχείων των μαρτύρων από μόλυνση ή επιρροή.

                    Προέβη σε γραπτή δήλωση και όχι σε κατάθεση προς τους ποινικούς ανακριτές.

                    Όντας μάρτυρας ο ίδιος, αξιολόγησε το μαρτυρικό υλικό, έκρινε τη δική του μαρτυρία αξιόπιστη (αφού περιέλαβε τον εαυτό του στους μάρτυρες κατηγορίας) έκρινε, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, συγκεκριμένους μάρτυρες ήτοι τις κες Σερδάρη Μ.Υ.4(4) και Ρούσου ως αναξιόπιστες (αφού δεν τις περιέλαβε στο κατηγορητήριο ως μάρτυρες κατηγορίας), υπέγραψε το κατηγορητήριο της υπόθεσης και ήταν σε διαρκή επαφή με τους δικηγόρους που ο ίδιος διόρισε.

 

(Γ)     Παράλειψη διενέργειας ενδελεχούς έρευνας σε σχέση με οτιδήποτε θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε πορίσματα αθωότητας των κατηγορουμένων

 

Κατά παρόμοιο τρόπο η Υπεράσπιση της Κ.3 ήγειρε και αυτή το ζήτημα πλημμελούς ποινικής διερεύνησης από μέρους των ανακριτικών και διωκτικών αρχών.

 

(Δ)     Παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας

 

Υπήρξε ισχυρισμός ότι οι δηλώσεις του Γ.Ε. κατά την δημοσιογραφική διάσκεψη στις 14/4/15 στην οποία ανακοίνωσε το πόρισμα του κ. Καλλή ήταν τέτοιες που συνιστούσαν παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας.

 

Πιο συγκεκριμένα τονίστηκαν οι ακόλουθες αναφορές του Γ.Ε.:

 

(α)     ότι ο ποινικός ανακριτής προέβη σε «ενδελεχή ανάλυση της περιβάλλουσας μαρτυρίας», «αιτιολογημένο συμπέρασμα» και «λεπτομερή ανάλυση του συνόλου του μαρτυρικού υλικού»

(β)     ότι στην έκθεση υπάρχει «μια σαφής τοποθέτηση και κατάληξη σύμφωνα με την οποίαν αποκαλύπτεται η διάπραξη ποινικών αδικημάτων»

(γ)      Η αναφορά περί προώθησης διαδικασίας «η οποία προβλέπεται για τέτοιες περιπτώσεις διάπραξης ποινικών αδικημάτων».

 

Περαιτέρω, υποστηρίχθηκε ότι με τις σχετικές αναφορές του Μ.Κ.8 δημιουργήθηκε η εντύπωση ή μπορούσε να δημιουργηθεί ότι ο παραμερισμός της απόφασης επιτεύχθηκε λόγω του δεύτερου δικηγόρου.

 

Πριν την εξέταση των πιο πάνω ζητημάτων, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση εν συνάψει του νομικού πλαισίου που διέπει τα υπό εξέταση ζητήματα. 

 

Το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγηση της στο σύνολο. Όπως έχει και προσφάτως επισημανθεί στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Παπανδρέα Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/14, ημ. 5/10/16 τελικά η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτε και με τρόπο αφηρημένο, in abstracto αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto). Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι πράγματι επηρεάστηκε δυσμενώς η Υπεράσπισή του[89].

 

Σε σχέση με το ζήτημα της ενότητας (Α), όπως είχαμε επισημάνει στην Ενδιάμεση Απόφαση μας ημερ.3/3/15, το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης υπαγορεύει ότι ένας μάρτυρας καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου ελεύθερα και ανεπηρέαστα τα γεγονότα που βρίσκονται στη γνώση και αντίληψη του. Είναι δε για αυτό τον λόγο που δεν επιτρέπεται η προσυνεννόηση μεταξύ μαρτύρων και οι κοινές συναντήσεις μεταξύ αυτών ούτως ώστε να μην γνωρίζει ένας μάρτυρας τι θα καταθέσει ένας άλλος. Εντός του ίδιου πλαισίου εντάσσεται και η αρχή ότι η προετοιμασία (coaching) και/ή η εκπαίδευση (training) ενός μάρτυρα αναφορικά με το τι θα πει και πως θα καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αθέμιτη και ανεπίτρεπτη πρακτική[90]. Και αυτό σε αντίθεση με την απλή εξοικείωση (familiarisation) του μάρτυρα με τη δικαστική αίθουσα στην οποία θα καταθέσει και της επεξήγησης των διαφόρων φάσεων της δικαστικής διαδικασίας[91].

 

Στην υπόθεση Regina ν. Momodou and another (2005) EWCA Crim 177 αναφέρθηκαν στην παρα.61 τα εξής σχετικά:

 

"61 There is a dramatic distinction between witness training or coaching, and witness familiarisation. Training or coaching for witnesses in criminal proceedings (whether for prosecution or defence) is not permitted. This is the logical consequence of the well-known principle that discussions between witnesses should not take place, and that the statements and proofs of one witness should not be disclosed to ang other witness. (See R. v Richardson (1971) 55 Cr.App.R. 244, /19711 2 O.B. 484 ; R. v Arif (Dogan) The Times, June 22, 1993 ; R. v Skinner (1994) 99 Cr.App.R. 212: and R. v Shaw 120021 EWCA Crim 3004 .) The witness should give his or her own emdence, so far as practicable uninfluenced by what anyone else has said, whether in formal discussions or informal conversations. The rule reduces, indeed hopefully avoids, any possibility that one witness may tailor his evidence in the light of what anyone else said, and equally avoids any unfounded perception that he may have done so. These risks are inherent in witness training....".

 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Είναι δε σκόπιμο να καταστήσουμε σαφές ότι η προηγούμενη επαφή και συνέντευξη του εκπροσώπου της Κ.Α. με ένα μάρτυρα κατηγορίας, ήτοι πριν το στάδιο της έναρξης της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν απαγορεύεται. Αντιθέτως ο εκπρόσωπος της Κ.Α. δικαιούται να έχει τέτοια επαφή η οποία δυνατόν να συμπεριλαμβάνει την ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα που έδωσε στην Αστυνομία, την υποβολή οποιωνδήποτε διευκρινιστικών ερωτήσεων και την πιθανή εξασφάλιση/προσθήκη νέων στοιχείων στη μαρτυρία. Σε καμία, βεβαίως, περίπτωση δεν πρέπει η επαφή αυτή με τον μάρτυρα να έχει ως στόχο την βελτίωση ή ενδυνάμωση της μαρτυρίας που αυτός θα δώσει όταν θα καταθέσει στο Δικαστήριο ή την όποια καθοδήγηση προς αυτόν.

 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται ο Κώδικα Πρακτικής που ισχύει και εφαρμόζεται στην Αγγλία και ο οποίος εκδόθηκε από τον Director of Public Prosecutions για σκοπούς καθοδήγησης των εκπροσώπων της Κ.Α. (Pre-Trial Witness Interviews: Code of Practice):

 

"Interviews to which this Code of Practice applies

 

"A prosecutor may conduct a pre-trial interview with a witness when they considers that it will enable them to reach a better informed decision about any aspect of the case. Pre-trial Interviews must not be held for the purpose of improving a witness's evidence or performance although a prosecutor conducting a pre-trial interview may answer a. witness's questions about court procedure.

 

Where a prosecutor conducts a pre-trial interview to assess the reliability of a witness's evidence, the witness may be asked about the content of their statement or other issues that relate to reliability. This may include taking the witness through their statement, asking questions to clarify and expand emdence, asking questions relating to character, exploring new evidence or probing the witness's account.

 

A pre-trial interview may take place at any stage of the proceedings (including pre-charge) until the witness starts to give evidence at trial.

 

However, no interview should be conducted until the witness has provided to the police a signed witness statement or has taken part in a visually recorded, evidential interview".

 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Στην αγόρευση του ο κ. Μαρκίδης έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες είχαν προσθέσει σε αυτά που είχαν καταθέσει στους ανακριτές. Στο πλαίσιο αυτό έγινε αναφορά και στον αριθμό σελίδων από τα πρακτικά που κάλυψε η πρόσθετη μαρτυρία, ήτοι αυτή που ήταν πέραν της κατάθεσης τους. Εν πρώτοις να πούμε ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε κανόνας ο οποίος περιορίζει την κυρίως εξέταση στο περιεχόμενο και μόνο της κατάθεσης που ο μάρτυρας έδωσε στις ανακριτικές αρχές και η οποία κατάθεση υιοθετείται ως μέρος της κυρίως εξέτασης. Κατά δεύτερο δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας προσφέρει στην κυρίως εξέταση του μαρτυρία πρόσθετη από εκείνη που περιέχεται στην κατάθεση του. Αντίθετα θα λέγαμε ότι κάτι τέτοιο είναι εν πολλοίς αναμενόμενο να προκύψει ως αποτέλεσμα της συνάντησης και συνέντευξης που ο μάρτυρας είχε με τον εκπρόσωπο της Κ.Α.. Σε μια τέτοια περίπτωση καλό θα ήταν ο εκπρόσωπος της Κ.Α. να εξασφάλιζε επιπρόσθετη κατάθεση από τον μάρτυρα στην οποία να περιλαμβάνεται ό,τι επιπλέον προέκυψε και δεν περιέχετο στην αρχική κατάθεση και στη συνέχεια να το έθετε υπόψιν της Υπεράσπισης[92]. Η παράλειψη, ωστόσο, να γίνει κάτι τέτοιο δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε οποιαδήποτε εισήγηση περί επηρεασμού - από πλευράς  του εκπροσώπου της Κ.Α. - της μαρτυρίας ενός μάρτυρα. Υποστήριξε εν προκειμένω ο κ. Μαρκίδης ότι η παράλειψη λήψης κατάθεσης από τον Μ.Κ.1 στην οποία να καταγράφεται η πρόσθετη μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο και η οποία δεν περιλαμβάνετο στην κατάθεση του στέρησε από την Υπεράσπιση τη δυνατότητα να πληροφορηθεί περί αυτής σε ικανοποιητικό πριν από τη δίκη χρόνο. Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι της αντεξέτασης του Μ.Κ.1 προηγήθηκε διάλειμμα που είχε ζητηθεί ειδικά από τον συνήγορο του Κ.2 για σκοπούς διαβούλευσης με τον πελάτη του. Αν η υπεράσπιση αισθανόταν την ανάγκη να της παραχωρηθεί περαιτέρω χρόνος θα μπορούσε να υποβάλει σχετικό αίτημα κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν έπραξε. Επιπλέον είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η Μ.Υ.4(4) στην αντεξέταση της ανέφερε ότι στη διάρκεια του διαλείμματος την ημέρα που κατέθετε ο Μ.Κ.1 είχε ρωτηθεί από τον δικηγόρο του Κ.4 και μετέφερε τη θέση της αναφορικά με το κατά πόσον είχε λάβει χώρα η ισχυριζόμενη από τον Μ.Κ.1 στιχομυθία μαζί της[93]. Υποστήριξε ακόμη ο κ. Μαρκίδης ότι το αποτέλεσμα της συνάντησης του Μ.Κ.1 με τους εκπροσώπους της Κ.Α. ήταν η προσπάθεια «τελειοποίησης» της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 με την συμπερίληψη γεγονότων που δεν υπήρχαν στην αρχική του κατάθεση. Τέτοια θέση, ωστόσο, δεν υποβλήθηκε στον Μ.Κ.1 για να τοποθετηθεί.

 

Εν πάση δε περιπτώσει δεν διαφεύγει την προσοχή μας ότι ούτε στους άλλους μάρτυρες για τους οποίους έγινε λόγος  από τον κ. Μαρκίδη ότι συστηματικά προσέθεταν σε ό,τι είχαν προηγουμένως καταθέσει στους ανακριτές δεν τέθηκε από τους συνηγόρους Υπεράσπισης η θέση ότι τα όσα επιπλέον της κατάθεσης τους ανέφεραν στο στάδιο της κυρίως εξέτασης ήταν αποτέλεσμα καθοδήγησης ή συμβουλών ή οποιασδήποτε ενημέρωσης για το τι είπαν άλλοι μάρτυρες από μέρους του εκπροσώπου της Κ.Α..

 

Η παραπομπή από τον κ. Μαρκίδη στην υπόθεση Κακουργιοδικείου Λευκωσίας Δημοκρατία v. Στυλιανού κ.ά., ημερ. 23/7/1993, δεν υποβοηθά τα επιχειρήματα της Υπεράσπισης εφόσον ουδεμία ταύτιση γεγονότων προκύπτει μεταξύ εκείνης της υπόθεσης και της  παρούσας.

 

Σε ό,τι αφορά την ενότητα (Β) από την αγόρευση του κ. Μαρκίδη προκύπτει ότι καταλογίζεται στον Γ.Ε. έλλειψη αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Και τούτο ένεκα του ρόλου που διαδραμάτισε στην ανάκριση, δίωξη και διεξαγωγή της δίκης στην παρούσα υπόθεση. Ως προεξάρχον στοιχείο τονίζεται η σημασία και το κίνητρο που είχε για τον Γ.Ε. να προωθήσει ως μάρτυρας κατηγορίας την δική του εκδοχή σχετικά με το ζήτημα αν ο ποινικός φάκελος της Providencia είχε σταλεί με το καροτσάκι στο γραφείο του για έγκριση ενόψει της ύπαρξης αντίθετης μαρτυρίας από υπαλλήλους του γραφείου του.

 

Το κατά πόσον η απόφαση του Γ.Ε. να δώσει μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση ελαύνετο από προκατάληψη συνιστά, κατά την άποψη μας,  ζήτημα που εμπίπτει καθαρά στη σφαίρα αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ.8 και αποτελεί στοιχείο το οποίο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε στη βάση όλων των γνωστών παραμέτρων αξιολόγησης.

 

Το ίδιο ισχύει και για τη θέση που προβάλλεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Κ.4 σε σχέση με το ότι ο Μ.Κ.8 είχε την ευκαιρία να δει τις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων πριν δώσει τη δική του μαρτυρία. Αποτελεί και εδώ ζήτημα το οποίο αξιολογήθηκε προηγουμένως.

 

Κατά παρόμοιο τρόπο θα εξετασθεί και η θέση του κ. Μαρκίδη ότι ο λόγος διορισμού από τον Γ.Ε. των δύο νέων Ποινικών Ανακριτών δεν ήταν η πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης αλλά η «ενδυνάμωση» της - όπως την χαρακτήρισε ο Γ.Ε. - εναντίον των Κατηγορούμενων με αποτέλεσμα να προκύπτει έκδηλη παραβίαση τόσο του καθήκοντος της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας όσο και του τεκμηρίου της αθωότητας. Και εδώ το ζήτημα άπτεται της αξιολόγησης της σχετικής μαρτυρίας και ειδικότερα εκείνης που αφορά στον τρόπο που λειτούργησαν οι Ποινικοί Ανακριτές και το τι έπραξαν στο πλαίσιο της περαιτέρω ανάκρισης, πράγμα το οποίο ήδη έγινε.

 

Ο κ. Μαρκίδης εισηγήθηκε περαιτέρω ότι έλλειψη αμεροληψίας καταδεικνύει και το ότι ο Γ.Ε. υπέγραψε το κατηγορητήριο και βρίσκετο σε επαφή με τους δικηγόρους που διόρισε.

 

Σε ό,τι αφορά την εμπλοκή του Γ.Ε. στην παρούσα υπόθεση και της υπογραφής του κατηγορητηρίου της θεωρούμε αναγκαίο να θέσουμε εν πρώτοις το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνται οι εξουσίες του Γ.Ε. αναφορικά με τις ποινικές διώξεις.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 112 του Συντάγματος ο Γ.Ε. προΐσταται της Ν.Υ. της Δημοκρατίας και έχει δικαίωμα να ακούεται υπό παντός Δικαστηρίου ή Δικαστή.  Περαιτέρω, με βάση το Άρθρο 113.2 έχει εξουσία κατά την κρίση του, η οποία ασκείται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, να διώκει ποινικώς οποιοδήποτε πρόσωπο εντός της Δημοκρατίας. Και «Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκήται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι' υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού». Είναι πασιφανές ότι με βάση τις πρόνοιες αυτές ο Γ.Ε. δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο «άρχων των ποινικών διώξεων».

 

Η γενικότητα με την οποία ορίζεται η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα στο Άρθρο 113.2 λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή στην περίπτωση που ένας κατηγορούμενος παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το Άρθρο 107 του Κεφ. 155[94], το κατηγορητήριο καταχωρείται από το Γ.Ε. Βέβαια, όχι απαραίτητα από τον ίδιο προσωπικά, αφού σύμφωνα με την προαναφερθείσα πρόνοια μπορεί να ασκεί τη συνταγματική του εξουσία που περιλαμβάνει και αυτή στο Άρθρο 107, διά των λειτουργών της υπηρεσίας της οποίας προΐσταται και οι οποίοι ενεργούν με τις οδηγίες του[95].

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω η υπογραφή του κατηγορητηρίου από τον Γ.Ε. υπό τη θεσμική του ιδιότητα δεν αποτελεί κώλυμα στο να καταθέσει ως μάρτυρας αναφορικά με γεγονότα που γνωρίζει σε μία υπόθεση, όπως η υπό εξέταση, της οποίας ο χειρισμός ανετέθη σε ιδιώτες δικηγόρους. Και αφού της άσκησης ποινικής δίωξης προηγήθηκε ποινική ανάκριση από Ποινικούς Ανακριτές.

 

Ανοίγουμε εδώ μια παρένθεση για να επισημάνουμε ότι η υπό εξέταση περίπτωση δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση. Θα μπορούσε δε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και πρωτοφανής. Παρουσιάζεται το φαινόμενο ο Γ.Ε., πέραν της θεσμικής ιδιότητας του, να είναι και μάρτυρας γεγονότων σχετικών με την υπόθεση στην οποία Κατηγορούμενος είναι, μεταξύ άλλων, ο Β.Γ.Ε. Είναι, πιστεύουμε, κοινός τόπος ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε προηγούμενο ενώ στο Σύνταγμα και την Ποινική Δικονομία δεν διαλαμβάνονται εν προκειμένω συγκεκριμένες και/ή οποιεσδήποτε ρυθμίσεις. Το ζητούμενο σε τελευταία ανάλυση είναι κατά πόσον ο χειρισμός της παρούσας υπόθεσης με τον τρόπο που έγινε επηρέασε στην πράξη καθ΄οιονδήποτε τρόπο τις βασικές διασφαλίσεις και δικαιώματα που προβλέπονται για την υπεράσπιση των Κατηγορουμένων.

 

Δεδομένης, ωστόσο, της πιο πάνω Συνταγματικής πρόνοιας του Άρθρου 113.2, δεν μπορεί εξ αυτού να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε κατάληξη περί ελλείψεως αμεροληψίας του Γ.Ε. Ενδεχομένως να ήταν προτιμότερο η υπογραφή του κατηγορητηρίου να είχε ανατεθεί σε άλλο πρόσωπο, πλην όμως η μη ανάθεση της είναι και αυτή παράγοντας που ανάγεται στο πλαίσιο της συνολικής θεώρησης της μαρτυρίας του Γ.Ε.

 

Η δε παραπομπή του κ. Μαρκίδη στην υπόθεση Sharma v Browne- Antoine and others (2006) UKPC 57, με αναφορά στην εκεί εξαίρεση του Κατήγορου (Director of Public Prosecutions) δεν προσφέρει ιδιαίτερη καθοδήγηση λόγω διαφοροποίησης ως προς τους λόγους για τους οποίους ο τελευταίος αυτοεξαιρέθηκε, αλλά ιδιαίτερα για το λόγο ότι το γεγονός αυτό αναφέρεται απλώς παρενθετικά στην απόφαση και δεν είχε καμία σχέση με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για επίλυση (".but this episode has no bearing on anything the Board has now to decide").

 

Στο πλαίσιο, δε, της παρούσας δίκης δεν έχει περιέλθει στην αντίληψη μας και ούτε τέθηκε από την Υπεράσπιση ο Γ.Ε. να έχει οποιανδήποτε εμπλοκή στο χειρισμό της υπόθεσης υπό τη θεσμική του ιδιότητα, την οποία και χειρίζονται, όπως ήδη αναφέραμε, ιδιώτες δικηγόροι. Η παρουσία του στο Δικαστήριο ήταν για να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας θέτοντας ενώπιον μας κάποια μαρτυρία αναφορικά με τις υπό εξέταση κατηγορίες. Δεν θα πρέπει δε να ξεχνούμε και πάλι ότι μοναδικός και τελικός κριτής στην υπόθεση με βάση την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία είναι το Δικαστήριο και κανένας άλλος, διασφαλίζοντας έτσι συγχρόνως και από κάθε άποψη το ακριβοδίκαιο της δικαστικής διαδικασίας.  Αυτά έχουν τονιστεί κατ' επανάληψη στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναφέρουμε ενδεικτικά τις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225 και Αναφορικά με Αίτηση του Ευθύβουλου Λιασίδη (1999) Α.Α.Δ. 185 και τη σχετική νομολογία στην οποία παραπέμπουν.

 

Σε ό,τι αφορά την ενότητα (Γ) προβλήθηκε η θέση ότι η Κ.Α. απέτυχε να τηρήσει την υποχρέωση της για επαρκή ποινική έρευνα και διερεύνηση όλων των πιθανών ισχυρισμών ούτως ώστε να προσκομίσει όλη τη σχετική μαρτυρία. Ενδεικτικό παράδειγμα τέτοιας παράλειψης δίδεται η περίπτωση της μη εξασφάλισης κατάθεσης από τη Μ.Υ.4(4) με συνέπεια να μην έχει τεθεί η δική της εκδοχή για ένα ουσιώδες συμβάν.

 

Ανεξαρτήτως του κατά πόσον τέτοια μαρτυρία θα ήτο ή όχι ουσιαστικής μορφής, το δεδομένο ενώπιον μας είναι ότι η εκδοχή της Μ.Υ.4(4) τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της κλήτευσης της ως μάρτυρα Υπεράσπισης εκ μέρους του Κ.4. Τούτου δοθέντος δεν παρέμεινε οποιοδήποτε κενό στην προσαχθείσα μαρτυρία με αποτέλεσμα να μην προκύπτει οποιοσδήποτε επηρεασμός στα δικαιώματα της Υπεράσπισης και γενικότερα της δίκαιης δίκης.

 

Επί αυτής της ενότητας σχετική ήταν και η εισήγηση του κ. Γεωργίου εκ μέρους της Κ.3 αναφορικά με παραλείψεις που ισχυρίστηκε ότι υπήρξαν από μέρους του Μ.Κ.20, ποινικού ανακριτή, τις οποίες χαρακτήρισε ως «πλημμελή ποινική διερεύνηση». Μεταξύ αυτών των παραλείψεων επικαλέστηκε και τα ακόλουθα σε σχέση με τον Μ.Κ.20:

 

        Μη διερεύνηση του ποιος είχε υπογράψει την αίτηση για απόφαση ημερ. 30/9/13

        Μη εξασφάλιση κατάθεσης από την Ελένη Σπανού, ενόρκως δηλούσας στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση παραμερισμού

        Παράλειψη υποβολής ερώτησης στον αναφορικά με το αν είχε υπόψη του για ανάμειξη του Κ.4 στην υπόθεση

        Παράλειψη μελέτης εγγράφων που παρέδωσε ο Μ.Κ.13 και μη εξασφάλιση κατάθεσης από τον Φ. Αριστοτέλους

 

 

Χωρίς αμφιβολία μέσα στα πλαίσια της παροχής όλων των αναγκαίων διευκολύνσεων για σκοπούς ετοιμασίας της υπεράσπισης ενός κατηγορούμενου και της ισότητας των όπλων εμπίπτει και η δυνατότητα πρόσβασης του σε κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο έχει συλλεγεί ή θα μπορούσε να είχε συλλεγεί από τις ανακριτικές αρχές[96]. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, δεν έχει επεξηγηθεί πειστικά πως οι πιο πάνω παραλείψεις επηρέασαν καθ΄οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς την Υπεράσπιση οποιουδήποτε Κατηγορούμενου. Αντίθετα θα λέγαμε ότι τα πιο πάνω αλλά και άλλα σημεία αποτέλεσαν τη βάση για να αναπτυχθεί από πλευρά Υπεράσπισης επιχειρηματολογία περί έλλειψης μαρτυρίας σε βάρος των Κατηγορουμένων. Τέτοια ήταν για παράδειγμα η περίπτωση όπου η Υπεράσπιση τόσο του Κ.1 όσο και του Κ.2 υποστήριξαν σθεναρώς την έλλειψη μαρτυρίας που να αποδεικνύει ότι ο Κ.2 ήτο το πρόσωπο που είχε καταχωρήσει την αίτηση για απόφαση ημερ. 30/9/13. Παρομοίως η παράλειψη των Ανακριτών να ερωτήσουν τον Μ.Κ.15 στα πλαίσια της ανακριτικής κατάθεσης του ημερ.14/5/15 για το αν είχε υπόψη του ανάμειξη του Κ4 στην υπόθεση Providencia - και η μη αναφορά στην εν λόγω κατάθεση στον Κ.4 - αποτέλεσε και αυτό τη βάση για να υποστηριχθεί  από την Υπεράσπιση του Κ.4 ότι τα όσα σε σχέση με αυτό το θέμα ανέφερε ο Μ.Κ.15 στη δεύτερη συμπληρωματική κατάθεση του και στο Δικαστήριο δεν θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά. Όσο για το ζήτημα της μη λήψης κατάθεσης από συγκεκριμένα άτομα επισημαίνουμε ότι στον βαθμό που η μαρτυρία τέτοιων ατόμων θεωρείτο σημαντική και/ή χρήσιμη για την Υπεράσπιση θα μπορούσε κάλλιστα η ίδια να την παρουσιάσει.

 

Επιπλέον αξίζει να υπογραμμιστεί ότι σε κανένα στάδιο δεν τέθηκε στον Μ.Κ.20 ότι οι περαιτέρω ανακριτικές ενέργειες και έρευνα στην παρούσα υπόθεση αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση και μόνο ενοχοποιητικής μαρτυρίας και όχι η πλήρης διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Όσον αφορά την ενότητα (Δ) ιδιαίτερη μνεία έγινε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κατηγορούμενου 4 στη δημοσιογραφική διάσκεψη που δόθηκε από τον Γ.Ε. Μ.Κ.8 για ανακοίνωση του πορίσματος του Ποινικού Ανακριτή με την εισήγηση ότι υπήρξε παραβίαση του Τεκμηρίου της Αθωότητας.

 

Στην υπόθεση Allenet De Ribemont v France (1995) 20 E.H.R.R.557 αποφασίστηκε ότι το τεκμήριο της αθωότητας πιθανόν να παραβιαστεί όχι μόνο από Δικαστές ή το Δικαστήριο αλλά και από άλλους δημόσιους αξιωματούχους ("The Court considers that the presumption of innocence may be infringed not only by a judge or court but also by other public authorities"). Tο Ε.Δ.Α.Δ. αναγνώρισε ότι το τεκμήριο της αθωότητας είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της δίκαιης δίκης. Όπως το ίδιο Δικαστήριο ανέφερε όμως στη Ilgar Mammadov V Azerbaijan Appl. No. 15172/13, ημερ. 22/5/2014 το Άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορεί να εμποδίσει τις αρμόδιες αρχές του Κράτους από το να ενημερώνουν το κοινό για την πορεία ποινικών ανακρίσεων, απλώς επιβάλλει όπως τέτοια ενημέρωση γίνεται με προσοχή και διακριτικότητα[97].

 

Από τη Νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. προκύπτει κάποια διαφοροποίηση σε περιπτώσεις όπου η υπόθεση εκδικάζεται από επαγγελματίες δικαστές με αυτές όπου η τελική απόφαση περί καταδίκης ή μη εναπόκειται σε ενόρκους[98]. Επίσης στην υπόθεση Konstas v Greece, Appl. No. 53466/07 ημερ. 24.5.11 στην παρ. 37 λέχθηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο τα σχόλια έγιναν υπό τέτοιες περιστάσεις και με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι δυνατό να επηρεάσουν το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου η υπόθεση εκκρεμεί[99].

 

Στο Τεκμήριο 273(β) παρουσιάζεται ο Γ.Ε. να παραπέμπει σε γεγονότα που καταγράφονται στο πόρισμα του κ. Καλλή, αλλά και στην «άποψη» εκείνου περί του λόγου για τον οποίο ο Κ.1 δεν ενημέρωσε τον Γ.Ε. Οι αναφορές στην 2η παράγραφο της σελίδας 2 του Τεκμηρίου 273(β) παρουσιάζονται ως άποψη του Ποινικού Ανακριτή όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το πόρισμα. Το ίδιο διαφαίνεται και στην 3η παράγραφο της ίδιας σελίδας σε σχέση με την αποκάλυψη της διάπραξης ποινικού αδικήματος. Παράλληλα δε η έκθεση του Ποινικού Ανακριτή χαρακτηρίζεται από τον ΓΕ ως άποψη μη δεσμευτική ξεκαθαρίζοντας ότι θα ακολουθήσει η ποινική διαδικασία.  Η αναφορά του Γ.Ε. περί προώθησης διαδικασίας «η οποία προβλέπεται για τέτοιες περιπτώσεις διάπραξης ποινικών αδικημάτων» προκύπτει από και ακολουθεί την παραπομπή του στην τοποθέτηση και κατάληξη που υπάρχει στην έκθεση σύμφωνα με την οποία αποκαλύπτεται η διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Ούτε και συμφωνούμε ότι το φερόμενο ως λεκτικό των απαντήσεων του Μ.Κ.8 σε ερωτήσεις δημοσιογράφων συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, αφού ο ίδιος αναφέρεται στον Κ.1 ως «πρόσωπ(ο) εναντίον τ(ου) οποί(ου) αποκαλύπτεται ότι ενδεχόμενα να έχει διαπραχθεί κάποιο ποινικό αδίκημα» ενώ ρητά στη σελίδα 6 αναφέρει «Δεν θέλω κατ' αρχάς να προδικάσω οτιδήποτε όσον αφορά την υπόθεση αυτή για την πορεία την οποία θα ακολουθήσει, πολύ λιγότερο για την έκβαση της. Και αντιλαμβάνεστε και το τεκμήριο αθωότητας που πάντα υπάρχει».»

 

 

 

Είναι έκδηλο από το πιο πάνω απόσπασμα, ότι το Κακουργιοδικείο ανασκοπεί στην απόφασή του το σύνολο της μαρτυρίας που προσφέρθηκε και υπό το πρίσμα της αξιολόγησης στην οποία είχε ήδη προβεί, πραγματεύεται τις νομικές αρχές που διέπουν το όλο πλαίσιο των σχετικών εισηγήσεων που τέθηκαν ενώπιόν του. Η αναλυτική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Κρίνουμε όμως επιβεβλημένο να προσθέσουμε τα ακόλουθα:

 

Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας συνδέθηκε από τους ευπαίδευτους συνήγορους των Εφεσειόντων με τα όσα ανέφερε ο Γενικός Εισαγγελέας στη δημοσιογραφική διάσκεψη προς ανακοίνωση του πορίσματος του ανακριτή κ. Καλλή, καθώς επίσης και με την έκταση που έλαβε το όλο ζήτημα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αποδίδονται στον Γενικό Εισαγγελέα εκτεταμένες δηλώσεις, τέτοιας μορφής που στιγμάτιζαν τους εμπλεκόμενους, ως ενόχους, προδικάζοντας την ετυμηγορία του αρμόδιου Δικαστηρίου.

 

Θα πρέπει, κατ΄ αρχάς, να υπομνησθεί ότι – παρά τα όσα αποδίδονται από τους Εφεσείοντες στον Γενικό Εισαγγελέα περί προκατάληψης - τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας σε σχέση με τα γεγονότα που περιέβαλλαν τη συνάρτηση της σχετικής με την Providencia ποινικής δίωξης με την καταχώρηση και πορεία της αγωγής 3987/2013, είχε αξιώσει ο ίδιος ο Εφεσείοντας Ρίκκος Ερωτοκρίτου, τότε Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, ούτως ώστε να μην πλανάται οποιαδήποτε σκιά ως προς την εντιμότητα και συμπεριφορά του. Το όλο ζήτημα, είχε λάβει ευρύτατες διαστάσεις και απασχόλησε εκτεταμένα την κοινή γνώμη κατά την κρίσιμη περίοδο. Συνεπώς, προέκυπτε καθήκον ενημέρωσης του κοινού ως προς την πορεία και το τελικό πόρισμα του ποινικού ανακριτή. Το καθήκον αυτό ενέπιπτε στους ώμους του Γενικού Εισαγγελέα ως του, θεσμικά, πλέον αρμόδιου. Εφερε, βεβαίως, και το βάρος να προβεί σε τέτοια ενημέρωση με προσοχή και διακριτικότητα, αφενός λόγω της ιδιομορφίας του όλου θέματος και αφετέρου λόγω του ιδίου του αξιώματός του και των συνταγματικών εξουσιών που το περιβάλλουν και προς διαφύλαξη, σε κάθε περίπτωση, του τεκμηρίου της αθωότητας.

 

Μέσα από τα δεδομένα της υπόθεσης, όπως προέκυψαν είτε από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία είτε ως αποτέλεσμα σχετικής αξιολόγησης του Κακουργιοδικείου, ξεκάθαρα συνάγεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, κινούμενος σε λεπτές γραμμές, ενήργησε, καθόλα, άμεμπτα. Οι αναφορές του είχαν ως βάση το ίδιο το περιεχόμενο του πορίσματος και με συνέπεια απέφυγε την προβολή προσωπικών του απόψεων, αποφεύγοντας, ταυτόχρονα,  πολύ περισσότερο, την παράθεση οποιωνδήποτε ενοχοποιητικών για εμπλεκόμενα πρόσωπα δηλώσεων. Ακόμη και η αποκάλυψη στο πόρισμα διάπραξης ποινικών αδικημάτων, αντικρίσθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα ως «ενδεχόμενο» διάπραξης, αφήνοντας το όλο ζήτημα ανοικτό για προώθηση διαδικασίας, κατά τα προβλεπόμενα. Τέλος, σεβόμενος πλήρως το τεκμήριο της αθωότητος, δεν προδίκασε ο,τιδήποτε σε σχέση με την πορεία και την τελική έκβαση της όλης υπόθεσης.

 

Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, τα όποια σχόλια έλαβαν χώραν εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα κατά την επίμαχη δημοσιογραφική διάσκεψη, δεν θα μπορούσαν με κανένα τρόπο να θεωρηθούν ότι παραβίαζαν το τεκμήριο της αθωότητας, αφού ούτε οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβαν χώραν, ούτε και το ίδιο το περιεχόμενό τους, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τελικά και θα κρινόταν η υπόθεση.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί ευρείας δημοσιότητας, πάντα σε συνάρτηση με την ίδια την εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα, είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε τον απολύτως διακριτό ρόλο του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα με αυτόν της Δικαστικής Εξουσίας και να επαναλάβουμε ότι διαχρονική είναι η προσέγγιση της νομολογίας μας ότι η δίκη δεν καταργείται λόγω δημοσιευμάτων, έστω και δυσμενών, όσο έντονα και να είναι, ούτε και τα οποιαδήποτε δημοσιεύματα εξισούνται άνευ ετέρου με μη δίκαιη δίκη (Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 ΑΑΔ 501 και Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232).

 

Ακόμη και αν βρισκόμασταν ενώπιον περίπτωσης όπου δηλώσεις ή δυσμενή δημοσιεύματα λάμβαναν χώραν, αυτά θα ήταν δυνατό να είχαν επίδραση στη δίκαιη δίκη σε αναφορά πάντα και ανάλογα με συγκεκριμένη βλάβη στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας που, καθηκόντως, διεξάγεται. Η δίκη δεν καθίσταται αυτοτελώς μη δίκαιη, στην απουσία δηλαδή συγκεκριμένης αρνητικής επίδρασης και ως αποτέλεσμα και μόνο δυσμενών δημοσιευμάτων (Γενικός Εισαγγελέας ν.  Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 ΑΑΔ 94).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν καταδείχθηκε οποιαδήποτε αρνητική επίδραση επί των παραγόντων της δίκης, αλλά ούτε και τέθηκε ενώπιόν μας καμία συγκεκριμένη, βάσιμη, εισήγηση επί του προκειμένου. Συνεπώς, το όλο επιχείρημα παραμένει μετέωρο και έκθετο σε απόρριψη.

 

Ως προς το τεθέν ζήτημα της πλημμέλειας της ποινικής ανάκρισης, λόγω παράλειψης διενέργειας ενδελεχούς έρευνας και του μετέπειτα διορισμού δύο ακόμη ποινικών ανακριτών, επίσης δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η ποινική ανάκριση ξεκίνησε μετά από επιθυμία του Εφεσείοντα Ρίκκου Ερωτοκρίτου. Ο ποινικός ανακριτής κ. Καλλής, η επάρκεια και εντιμότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε σε κανένα στάδιο, προχώρησε στη λήψη μαρτυρίας από τα πρόσωπα που έκρινε σκόπιμο, προς ετοιμασία ολοκληρωμένου πορίσματος. Το πόρισμα παραδόθηκε, καθηκόντως, στον Γενικό Εισαγγελέα και όλο το μαρτυρικό υλικό ήταν στη διάθεση των εμπλεκομένων όταν η ποινική διαδικασία λάμβανε χώραν ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι Εφεσείοντες, όπως ορθά σημειώνει και το πρωτόδικο δικαστήριο, είχαν στην κατοχή τους, για σκοπούς ισότητας των όπλων, πρόσβαση σε κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο είχε συλλεγεί και τη δυνατότητα αμφισβήτησης της όποιας σχετικής μαρτυρίας και προσκόμισης οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας επιθυμούσαν και θεωρούσαν ως βοηθητική προς προώθηση των θέσεών τους.

 

Οι ποινικοί ανακριτές είχαν εκπληρώσει την υποχρέωσή τους προς λήψη κάθε σχετικής, υπό τις συνθήκες, μαρτυρίας, προς διερεύνηση και διεκπεραίωση των συγκεκριμένων σκοπών της ανατεθείσας σε αυτούς ποινικής ανάκρισης. Δεν βαρύνονταν όμως με καθήκον λήψης οποιασδήποτε μαρτυρίας που πιθανόν οι Εφεσείοντες να θεωρούσαν ως απαραίτητη. Η συλλογή επαρκούς μαρτυρικού υλικού και η κατάληξη σε διαπιστώσεις ως προς τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ολοκλήρωναν τον κύκλο των καθηκόντων και υποχρεώσεων των ποινικών ανακριτών. Η συλλογή όλων των σχετικών στοιχείων έδιδε πλήρη εικόνα της φύσης των κατηγοριών και καταδείκνυε με σαφήνεια την πορεία και μορφή της ποινικής δίωξης, προς αποφυγή αθέμιτων παρεμβάσεων εκ μέρους της εισαγγελικής αρχής.

 

Ούτε και η αναφορά περί επιλεκτικής ποινικής διερεύνησης από τους δύο πρόσθετους ανακριτές έχει στέρεο υπόβαθρο. Πέραν του ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν τέθηκε κατά την αντεξέταση του ανακριτή, ΜΚ20, τα ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεδομένα επιβεβαίωναν ότι η επιπρόσθετη ανάκριση κρίθηκε ως απαραίτητη προς συμπλήρωση κενών που εντοπίστηκαν και τα οποία, χρονικά, ακολούθησαν την πρώτη ποινική ανάκριση και το πόρισμα Καλλή. Προς τον σκοπό αυτό, λήφθηκε σχετική μαρτυρία, όχι κατά επιλεκτικό τρόπο, προς ενοχοποίηση, αλλά από όλο το φάσμα των προσώπων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη σφαιρική διερεύνηση, συμπεριλαμβανομένων προσώπων του κύκλου εργασίας των Εφεσειόντων.

 

Κατά προέκταση, ούτε και οι εισηγήσεις περί υποχρέωσης του Κακουργιοδικείου να διακόψει τη δίκη ως καταχρηστική λόγω προσβολής του κύρους ή της υπόληψης του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, έχουν στέρεο έδαφος. Κάτι τέτοιο δεν έχει καταδειχθεί. Η ποινική έρευνα διεξάχθηκε κατά τρόπο αποτελεσματικό από ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές, οι οποίοι ενήργησαν, όπως επεξηγήθηκε, κατά τρόπο αψεγάδιαστο και καθόλα δίκαιο προς τους εμπλεκομένους στην έρευνα. Ο χειρισμός της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου έγινε από ιδιώτες κατήγορους και αποφεύχθηκε έτσι η παρεμβολή, με οποιοδήποτε ανεπιθύμητο τρόπο, του ιδίου του Γενικού Εισαγγελέα ή οποιουδήποτε υφιστάμενού του, μέλους της Νομικής Υπηρεσίας. Διαφυλάχθηκε, τοιουτοτρόπως, σφαιρικά, η ανεξαρτησία και το αμερόληπτο της όλης διαδικασίας.

 

Εν τέλει, δεν τεκμηριώθηκε ο,τιδήποτε συγκεκριμένο προς την κατεύθυνση υποβοήθησης των θέσεων των Εφεσειόντων, ότι δηλαδή, ως αποτέλεσμα της όλης ποινικής ανάκρισης, επηρεάστηκαν καθορισμένα δικαιώματά τους κατά την εκδίκαση των εναντίον τους κατηγοριών, ούτως ώστε και να στοιχειοθετείται και η εισήγηση περί παραβίασης των κανόνων της δίκαιης δίκης.

 

Στο Δικαστήριο εναποτίθεται η οριστική και αμετάκλητη κρίση τέτοιας παραβίασης, με βάση πάντα την αξιολόγηση του συνόλου της δίκης και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης. Αυτό και έπραξε το Κακουργιοδικείο. Κατά προέκταση, διαπιστώνουμε ορθή και επί του προκειμένου την πρωτόδικη κατάληξη.

 

Οι εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων περί παραβίασης της δίκαιης δίκης, αγγίζουν και τους ίδιους τους συνήγορους οι οποίοι εμφανίζονται ως κατήγοροι εκ μέρους της Δημοκρατίας. Τέθηκε ότι παρέβηκαν το καθήκον τους να ενεργήσουν κατά τρόπο αμερόληπτο, προς το δημόσιο συμφέρον και για λογαριασμό της κοινωνίας. Τους αποδίδουν προτίμηση, προκατάληψη εις βάρος των κατηγορουμένων και αθέμιτες παρεμβάσεις, που οδήγησαν σε μόλυνση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας.

 

Το Κακουργιοδικείο πραγματεύεται το υπό εξέταση ζήτημα στις σελίδες 220-223, τις οποίες και έχουμε ήδη παραθέσει. Υιοθετούμε και επικροτούμε τις σχετικές αναφορές, προσθέτοντας τα ακόλουθα:

 

Προκύπτει μέσα από την όλη διαδικασία ότι η υπόθεση ολοκληρώθηκε με πλήρη αποκάλυψη του συνόλου του μαρτυρικού υλικού και των θέσεων της Κατηγορούσας Αρχής, οι οποίες έμειναν αναλλοίωτες μέχρι και το τέλος της δίκης. Δεν καταδείχθηκε, κατά τρόπο βάσιμο και συγκεκριμένο, κανένα συμφέρον προς εξυπηρέτηση από τους ιδιώτες κατήγορους, ούτε και υποβλήθηκε σε οποιοδήποτε μάρτυρα η θέση περί καθοδήγησης ως προς επιπρόσθετα μέρη της μαρτυρίας του, ήτοι πέραν των όσων αρχικά κατέθεσε. Καταληκτικά, οι ισχυρισμοί των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων επί του θέματος, παρέμειναν μετέωροι και αποσυνδεδεμένοι από πραγματική βάση, αφού τα ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεδομένα δεν παρείχαν έδαφος στήριξής τους.

 

Το τελευταίο κεφάλαιο των θέσεων των Εφεσειόντων που περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της δίκαιης δίκης αφορά, κατ΄ ουσίαν, το διττό ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, ήτοι τον θεσμικό και του μάρτυρα γεγονότων.

 

Σύνοψη των εκτεταμένων επί του προκειμένου εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων έχουμε ήδη παραθέσει. Η όλη προσέγγισή τους κινείται γύρω από τη θέση ότι ο διττός ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα του παρείχε την ευχέρεια πρόσβασης στα αποδεικτικά στοιχεία, αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού και, ανάλογης, προσαρμογής της δικής του μαρτυρίας και επιρροής στη μαρτυρία συγκεκριμένων προσώπων – λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας. Καταλογίζουν επίσης στο Γενικό Εισαγγελέα, αλλά και στον ποινικό ανακριτή κ. Καλλή και στον ιδιώτη κατήγορο κ. Στεφάνου, προκατάληψη, μεροληψία και αθέμιτο κίνητρο ως προς την έκβαση της ποινικής διαδικασίας.

 

Κατ΄ αρχάς, το ερώτημα που αναφύεται είναι κατά πόσο ο διπλός αυτός ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα επηρέασε, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα εχέγγυα δίκαιης δίκης.

 

Ο θεσμικός ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα διασφαλίζεται και μορφοποιείται συνταγματικά από τα ΄Αρθρα 112 και 113, λεπτομερής αναφορά επί των οποίων παρέλκει. Είναι στον Γενικό Εισαγγελέα που παρέχει ο υπέρτατος νόμος του Κράτους την, δικαστικά ανέλεγκτη, εξουσία ποινικής δίωξης οποιουδήποτε προσώπου εντός της Δημοκρατίας. Στον Γενικό Εισαγγελέα, εκ της θέσεώς του, επαφίετο η συνταγματική και νομική εξουσία, αλλά και υποχρέωση, εφόσον έκρινε ενδεδειγμένο, καταχώρησης του επίδικου κατηγορητηρίου. Η ενέργειά του αυτή, δεν περιείχε ο,τιδήποτε το μεμπτό, ούτε και συνιστούσε κώλυμα μετέπειτα παρουσίας του ως μάρτυρα γεγονότων.

 

Από μόνη της η άσκηση των συνταγματικών εξουσιών με τις οποίες περιβάλλεται το πρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως μολυσμένη με το στίγμα της μεροληψίας ή της προκατάληψης. Τέτοιοι σοβαροί ισχυρισμοί θα έπρεπε να τεκμηριωθούν κατά τρόπο συγκεκριμένο και σε αναφορά με το όλο πλέγμα των δεδομένων που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση. Είναι υπό το φως αυτής της ανάγκης τεκμηρίωσης που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων συνέδεσαν την όλη εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα με το όλο πλέγμα των προηγούμενων σχέσεών του με τον τότε Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, Εφεσείοντα Ρίκκο Ερωτοκρίτου και με τις, κατ΄  ισχυρισμό, παρεμβολές του στο ανακριτικό έργο και στο έργο των ιδιωτών κατηγόρων.

 

Οι πιο πάνω όμως προσεγγίσεις, αντικρίσθηκαν από το Κακουργιοδικείο στην ορθή πραγματική και νομική τους διάσταση και κρίθηκαν, δικαιολογημένα, ως αβάσιμες. Δεν εντοπίσθηκε ο,τιδήποτε το μεμπτό ως προς την ανάθεση, διενέργεια και πορεία των ποινικών ανακρίσεων, στο αποτέλεσμα των οποίων, στηριζόμενος ο Γενικός Εισαγγελέας, προχώρησε στην καταχώρηση του επίδικου κατηγορητηρίου. Τοιουτοτρόπως, διαχώρισε ουσιαστικά την προσωπική του εμπλοκή στα γεγονότα από τη λήψη από τον ίδιο και μόνο απόφασης περί ύπαρξης ποινικών αδικημάτων προς πρόσαψη συγκεκριμένων κατηγοριών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπογραφή του κατηγορητηρίου από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, συνταγματικά κατοχυρωμένη ως λέχθηκε, δεν θα ήταν δυνατό να του αποδώσει ψήγματα μεροληψίας. Αλλωστε, ακολουθώντας την ίδια πορεία σκέψης, ζήτημα μεροληψίας θα μπορούσε και πάλι να εγερθεί, εάν το κατηγορητήριο υπέγραφε άλλο μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, οπόταν, κατ΄ ανάλογο τρόπο, θα αποδίδετο προκατάληψη και επιρροή σε υφιστάμενο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Σε ό,τι αφορά την, κατ΄ ισχυρισμό πάντα, καθοδήγηση του ιδιώτη κατηγόρου από τον Γενικό Εισαγγελέα στα πλαίσια της διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αλλά και του προβληθέντος πλεονεκτήματος του Γενικού Εισαγγελέα, συνεπεία της θέσης του και της κατοχής από αυτόν του συνόλου του μαρτυρικού υλικού, κάτι τέτοιο δεν διεφάνη κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Αντιθέτως, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ούτε καν τέθηκε από την υπεράσπιση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στον χειρισμό της υπόθεσης υπό τη θεσμική του ιδιότητα. Περαιτέρω, ορθά εντοπίζεται από το Κακουργιοδικείο ότι το σύνολο της μαρτυρίας βρισκόταν στα χέρια όλων των μερών, η υπεράσπιση είχε την ευχέρεια να παρουσιάσει οποιοδήποτε μάρτυρα επιθυμούσε προς αντίκρουση οποιωνδήποτε ισχυρισμών και ο Γενικός Εισαγγελέας, ως μάρτυρας, ήταν πλέον στην κρίση του Δικαστηρίου, μοναδικού και τελικού κριτή της υπόθεσης για αξιολόγηση της αξιοπιστίας του, αλλά και για διακρίβωση, δικαστικά, του συνόλου των γεγονότων που περιέβαλλαν το όλο φάσμα της εμπλοκής του Γενικού Εισαγγελέα, προς τελική κατάληξη ως προς το ζήτημα της απόλυτης τήρησης των εχεγγύων που καλύπτουν το ζήτημα της δίκαιης δίκης.

 

Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό, ότι είναι άνευ ερείσματος η αναφορά των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα Π. Νεοκλέους, περί άσκησης πίεσης στους Δικαστές του Κακουργιοδικείου ως αποτέλεσμα της παρουσίας και μόνο του Γενικού Εισαγγελέα ως μάρτυρα γεγονότων ενώπιόν τους, αφού στερείται οποιουδήποτε υπόβαθρου στήριξης. Το γεγονός ότι το Σύνταγμα κατατάσσει τον Γενικό Εισαγγελέα, ως προς τους όρους υπηρεσίας, στην ίδια θέση με τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν διαφοροποιεί τον ξεχωριστό ρόλο και τη φύση των καθηκόντων του Γενικού Εισαγγελέα, ούτε και παρέχει οποιαδήποτε περιθώρια επιρροής επί εκδικάζοντος δικαστηρίου. Όπως ήδη λέχθηκε, είναι απολύτως διακριτός ο ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα από τη Δικαστική Εξουσία. Όπως προαναφέραμε, ο Γενικός Εισαγγελέας κατέθεσε ως μάρτυρας γεγονότων, θέτοντας την αξιοπιστία του υπό την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο, ανεπηρέαστο από εξωγενείς παράγοντες και εφαρμόζοντας καλά καθιερωμένες αρχές, διεκπεραίωσε στο ακέραιο το καθήκον του προς αξιολόγηση. Υπενθυμίζουμε τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 ΑΑΔ 319, και τα οποία δηλώνουν το στίγμα του δικαστικού λειτουργήματος:

 

«Οι Δικαστές συνεχίζουν το έργο τους και απονέμουν το δίκαιο σύμφωνα με τις αέναες αρχές της δικαιοσύνης, όπως έχουν θεσμοθετηθεί στο Σύνταγμα, στους Νόμους και στις Διεθνείς Συμβάσεις.»

 

 

Προσθέτουμε, προς ολοκλήρωση, ότι κανένα στοιχείο προκατάληψης ή μεροληψίας ή αθέμιτου κινήτρου δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τον ποινικό ανακριτή κ. Καλλή ή τον ιδιώτη κατήγορο κ. Στεφάνου.

 

Σ΄ ό,τι αφορά τον κ. Καλλή, πέραν των όσων έχουμε ήδη αναφέρει ως προς το έργο του, κατά τη διενέργεια της ποινικής ανάκρισης, σημειώνουμε ότι τίποτα σχετικό δεν του υπεβλήθη κατά την παρουσία του ως μάρτυρα στο Κακουργιοδικείο.

 

Σε σχέση με τον κ. Στεφάνου, η σχετική εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων συνδέθηκε με, κατά τη θέση τους, προηγούμενη εμπλοκή του σε ζητήματα σχετικά με την Providencia και, συνακόλουθη, σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του και της Εφεσείουσας δικηγορικής εταιρείας, Κ3. Τέθηκε, επίσης, ότι ο εν λόγω κατήγορος, παράτυπα και αντικανονικά, ενήργησε σε κάποιο στάδιο της δίκης και ως ανακριτής, μεθοδεύοντας τη μαρτυρία του ΜΚ8, Γενικού Εισαγγελέα, με «στημένο ερωτηματολόγιο», προς στοιχειοθέτηση της 10ης κατηγορίας. Ακόμη ότι είχε επαφές με μάρτυρες κατηγορίας, «μολύνοντας» τη μαρτυρία τους. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί, που αποτέλεσαν και τη βάση της εξεταζόμενης προσέγγισης των Εφεσειόντων, δεν τεκμηριώθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη. Επιπρόσθετα, ως προς το πιο πάνω ερωτηματολόγιο και την επαφή του κατήγορου με μάρτυρες κατηγορίας και πάλι δεν εντοπίζεται ο,τιδήποτε μεμπτό. Δεν διαφάνηκε σε οποιαδήποτε περίπτωση αθέμιτη επαφή με μάρτυρες κατηγορίας προς την κατεύθυνση μόλυνσης ή χειραγώγησης της μαρτυρίας, ούτε και υπεβλήθη ο,τιδήποτε σχετικό περί «στημένου ερωτηματολογίου» στον ΜΚ20, ποινικό ανακριτή, ο οποίος και ετοίμασε το υπό αναφορά ερωτηματολόγιο στα πλαίσια της ποινικής ανάκρισης που είχε διεξαγάγει.

 

Σε τελική δε ανάλυση, δεν εντοπίζεται, εν πάση περιπτώσει, με ποιο τρόπο επέδρασαν τα εξεταζόμενα ζητήματα στο δικαίωμα των Εφεσειόντων για δίκαιη δίκη, δεδομένης της όλης πορείας της διαδικασίας και των όλων δεδομένων που περιέβαλλαν τη δίκη, όπως τα έχουμε ήδη αναλύσει.

 

Συνιστά βασική αρχή της νομολογίας μας ότι, ισχυρισμοί περί προκατάληψης, θα πρέπει να τίθενται ξεκάθαρα και να στηρίζονται με ανάλογη μαρτυρία. Όπως επίσης συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας μας πως το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης προς διαπίστωση, έχοντας πλέον ολοκληρωμένη εικόνα το Δικαστήριο, αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Στην πορεία αυτή, ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτε κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεση (in concreto) (Παπανδρέα Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470).

 

Είναι σε αναφορά με το συγκεκριμένο πλαίσιο των δεδομένων, πραγματικών και νομικών, που το Κακουργιοδικείο εξέτασε και έκρινε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς περί παραβίασης των αρχών της δίκαιης δίκης. Όπως αναπτύξαμε στο προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας, η όλη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασής μας προς αποδοχή των σχετικών λόγων έφεσης των Εφεσειόντων.

 

Καταλήγουμε,  αναφέροντας τα εξής:

 

Είναι έκδηλο από το όλο πλέγμα των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και έγιναν αποδεκτά, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας – κινούμενος εν πολλοίς σε αχαρτογράφητα ύδατα, λόγω της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης – κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια αποστασιοποίησής του, προς τον σκοπό διασφάλισης δίκαιης μεταχείρισης των υπόπτων / κατηγορουμένων / Εφεσειόντων. Εχοντας πλήρη συναίσθηση αρνητικών ενδεχομένων που εγκυμονούσε η δική του σχέση με ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης και του κινδύνου που ελλοχεύει για πιθανή παραβίαση δικαιωμάτων των εμπλεκομένων προσώπων, ορθά πράττοντας – και ικανοποιώντας σχετικό αίτημα του τότε Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα – ανέθεσε σε ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές τη διερεύνηση του όλου θέματος που προέκυψε και σεβόμενος την κρίση τους, ουσιαστικά ακολούθησε τα διαλαμβανόμενα στο πόρισμά τους ως προς την προώθηση ποινικής υπόθεσης, τον χειρισμό της οποίας και ανέθεσε σε ιδιώτες δικηγόρους, αποφεύγοντας ανάμειξη καθ΄ οιονδήποτε τρόπο του ιδίου ή υφισταμένων του στη Νομική Υπηρεσία. Ορθά, όπως ήδη καταγράψαμε, οι όλες ενέργειες και χειρισμός του Γενικού Εισαγγελέα κρίθηκαν - κατόπιν ανασκόπησης του συνόλου της μαρτυρίας και υπό το φως των νομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα - ως άμεμπτες από το Δικαστήριο, τον μόνο και τελικό κριτή της υπόθεσης.

 

Ως αποτέλεσμα, οι λόγοι έφεσης που αφορούν το ζήτημα της δίκαιης δίκης απορρίπτονται. 

 

Συνοψίζοντας, οι λόγοι έφεσης επί της καταδίκης απορρίπτονται.


ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 53/2017

(ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΠΡΙΖΟΓΛΟΥ – Κ2)

 

Λόγοι έφεσης επί της καταδίκης:

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η έφεση του Κ2 με τους λόγους 1, 2 και 4 (ο λόγος 3 έχει αποσυρθεί) αφορά ευθέως ή εμμέσως την πλημμέλεια, κατά τη θέση του Κ2, ως προς τη δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας, πλημμέλεια που οδήγησε το Κακουργιοδικείο στην καταδίκη αυτού.  Όπως εξηγεί ο Κ2, εφόσον το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε ότι ο Εφεσείων δεν γνώριζε για τη συναλλαγή που αποδόθηκε στους υπόλοιπους κατηγορούμενους, δηλαδή την προώθηση και καταχώρηση από τον Κ1 ποινικής υπόθεσης εναντίον της Providencia, με αντάλλαγμα την μη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης από την Κ3 μέσω του Κ4 στην επίδικη αγωγή, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση της ένοχης σκέψης για τη διάπραξη του αδικήματος της συνωμοσίας προς ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και το αδίκημα της συνωμοσίας προς καταδολίευση της Τράπεζας Κύπρου.  Ο Κ2 προβαίνει σε απαρίθμηση στοιχείων (α) έως (ρ), τα οποία θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι εύλογα και καλόπιστα καταχώρησε και προώθησε την επίδικη αγωγή και ότι δεν είχε ένοχη διάνοια για τη διάπραξη των αδικημάτων που του αποδόθηκαν.  Κατ΄ουσία ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν έκαμε εύρημα περί ένοχης διάνοιας του».  Προς τούτο επικαλέστηκε την υπόθεση Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2Α ΑΑΔ 249

 

Είναι υποχρέωσή μας να ανατρέξουμε σε διάφορα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης για εντοπισμό των θεμάτων που εγείρει ο Κ2, ως προς την περιστατική μαρτυρία εναντίον του.  Είναι γεγονός ότι αυτό συμβαίνει σε διάσπαρτα σημεία της απόφασης αντί ενιαία.  Προκύπτει ωστόσο, ότι το Κακουργιοδικείο επικεντρώθηκε σε ένα σύνολο βασικών στοιχείων ως προς τα ευρήματα του σε συνάρτηση με τον Κ2.  Αυτά σχετίζονται κυρίως με την έγερση και προώθηση της αγωγής 3987/13 Ε.Δ. Λεμεσού (η επίδικη αγωγή).  Τα συνοψίζουμε:

 

(α)  τη μαρτυρία που προέκυπτε από τον ΜΚ1 – ιδιώτη επιδότη Π.Κλείτου, τον οποίο το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε σημαντικό μάρτυρα.  Το εύρημα περί της αξιοπιστίας του παρέμεινε αλώβητο και η σημασία αυτών που ανέφερε έγκειται στο γεγονός ότι υπήρξε ειδική υπόδειξη του Κ2 σε σχέση με την επίδοση της επίδικης αγωγής προσωπικά στον Κ4.  Περαιτέρω υπήρξε εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι μετά την άρνηση της ιδιαιτέρας του Κ4 να παραλάβει τα έγγραφα της επίδικης αγωγής από τον ΜΚ1, ο τελευταίος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Κ2 και αφού τον πληροφόρησε για το γεγονός αυτό, ο Κ2 του είπε να αναφέρει στην ιδιαιτέρα πως είχε μιλήσει ο ίδιος με τον Κ4 για την περίπτωση και ότι, λόγω του ότι ο τελευταίος είναι ο δικηγόρος της Λαϊκής Τράπεζας, να τα παραλάβει.  Κατόπιν αυτού, ο ΜΚ1 προσήλθε στο γραφείο του Κ4 και του επέδωσε την αναφερόμενη αγωγή. Σημαντική κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο και η απουσία αντίδρασης του Κ4 για την εν λόγω επίδοση, συμπεριφορά που θεωρήθηκε ότι ενισχύει τη μαρτυρία του ΜΚ1 για προσυνεννόηση του Κ2 και του Κ4. 

 

(β)  Ο τρόπος έγερσης της επίδικης αγωγής.  Υπήρξε αποδεκτό γεγονός, ή εν πάση περιπτώσει μη αμφισβητούμενο ότι ο Κ1 αποχωρώντας από το δικηγορικό του γραφείο (για να διοριστεί στο αξίωμα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως) είχε δώσει οδηγίες να προωθήσουν τις προσωπικές του υποθέσεις.  Μία εξ αυτών ήταν η επίδικη αγωγή η οποία αφορούσε τις απομειωθείσες καταθέσεις της Ricni (εταιρείας συμφερόντων του Κ1) και ειδική οδηγία του Κ1 σε σχέση με αυτή ήταν «για ταχεία προώθηση στο Δικαστήριο».  Ως ενάγων στην αγωγή αυτή εμφανίζεται και ο ίδιος ο Κ1.  Είναι επίσης δεκτό ότι την αγωγή τη συνέταξε ο Κ2 καταχωρώντας την στο Δικαστήριο στις 16.9.2013.  Το Κακουργιοδικείο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι στην επίδικη αγωγή σημειώθηκε εξ αρχής ως διεύθυνση για επίδοση στους εναγομένους 1 και 2, δηλαδή τη Λαϊκή Τράπεζα και την ειδική διαχειρίστρια της, όχι η διεύθυνση τους αλλά η διεύθυνση του δικηγορικού γραφείου της Κ3, γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων αποσκοπούσε σε επίδοση σε δικηγόρο.  Σε σχέση με αυτό ειδικά τονίζεται αφενός η γνώση που θα έπρεπε αντικειμενικά να έχει ο Κ2 για το αντικανονικό της επίδοσης αλλά και αφετέρου η παραδοχή του ότι ευθύς εξ αρχής δεν ήταν σίγουρος για το ότι το Δικαστήριο θα την αποδεχόταν.  (Διεφάνη από τη μαρτυρία του ότι γνώριζε πως μπορούσε να μην αποδεχθεί το Δικαστήριο την επίδοση, αφού επρόκειτο για επίδοση κατά παράβαση της Δ.5 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας).

 

(γ)  Εκτός της αντικανονικής επίδοσης που συντελέστηκε στις 16.9.2013 στον Κ4, με τον τρόπο που ο ΜΚ1 Κλείτου ανέφερε και η οποία οδήγησε το γραφείο στο οποίο επικεφαλής ήταν ο Κ2 να καταχωρήσει αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφανίσεως, η ίδια η απόσυρση της αίτησης κατόπιν της υπόδειξης του Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για αντικανονική επίδοση, και η περαιτέρω διαδικαστική πορεία της υπόθεσης οδήγησε σε νέες επιδόσεις στις 22.10.2013 από τον επιδότη Πανίκο Αριστείδου στη ΜΥ3(4), υπεύθυνη στη Νομική Υπηρεσία της διαχειρίστριας και συνεπακόλουθα σε δεύτερη αίτηση για απόφαση καταχωρηθείσα στις 5.11.2013 η οποία και κατέληξε στην έκδοση απόφασης. 

 

(δ)  Προσθέτως έχει σημασία το γεγονός ότι στην α΄ αίτηση για απόφαση καταγράφεται ότι η επίδοση συντελέστηκε στους εναγομένους 1 και 2, ενώ κάτι τέτοιο δεν έγινε, αφού  επιδόθηκε στην Κ3.  Γεγονός που, από μόνο του, δυνατό να παραπλανούσε το Δικαστήριο και να οδηγούσε στην έκδοση απόφασης στην α΄ αίτηση.

 

(ε)  Οι επισκέψεις του Κ2 στη Νομική Υπηρεσία με σκοπό τη συνάντηση με τον Κ1 στις 22.10.13 από τις 13.35-14.48, στις 23.10.13 από τις 13.50-14.45 και στις 31.10.13 από τις 11.20-11.45.

 

Οι πιο πάνω επισκέψεις (οι οποίες βέβαια, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Κ2 δεν οδήγησαν σε συνάντηση με τον Κ1, παρά την πιο πάνω καταγραφή ωρών), σε συσχετισμό με τις υπογραφές των ενόρκων δηλώσεων εκ μέρους του Κ1 τόσο στις 16.10.13 όσο και στις 5.11.13 προς απόδειξη της αγωγής αλλά και άλλα επιμέρους σημεία τα οποία το Δικαστήριο αναλύει, διαγράφουν μια πορεία επικοινωνίας του Κ1 με τον Κ2, εν αντιθέσει της προσπάθειας του Κ2 να καταδείξει έλλειψη επικοινωνίας ή αποστασιοποίηση από τον Κ1, τον οποίο εξάλλου, αφορούσε η αγωγή, προσπάθειας που κρίθηκε επιτηδευμένη.  Όπως επιτηδευμένη και ψεύτικη στο περιεχόμενο της, κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο, συνομιλία που και οι δύο δέχονται ότι είχαν, με την οποία προβάλλουν την ενημέρωση που είχε ο Κ1 από τον Κ2 για λανθασμένη επίδοση. Το Κακουργιοδικείο σχολιάζει ότι η δήθεν στιχομυθία τους  είχε μοναδικό σκοπό να προβάλει την κοινή τους αθωότητα και για τους εκτενείς λόγους που παραθέτει, δεν ήταν καθόλου πειστική. 

 

(στ)  Ο διαφορετικός χειρισμός εκ μέρους του Κ2 άλλων αγωγών εναντίον της Λαϊκής και ειδικά ότι σε αυτές δεν ανεγράφη ως διεύθυνση επίδοσης το δικηγορικό γραφείο της Κ3 ούτε και έγινε τέτοια επίδοση. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία δυσκολία επίδοσης στη διαχειρίστρια της Λαϊκής για όλες τις υπόλοιπες 13 αγωγές των οποίων η επίδοση έγινε νομότυπα και σύντομα.  Αυτό σε συνάρτηση με τις αιτιολογίες που δόθησαν από τον Κ2 για το λόγο που ανέγραψε στην επίδικη αγωγή τη διεύθυνση επίδοσης της Κ3 (ότι δεν ήταν εύκολο να επιδοθεί στη διαχειρίστρια).  Αιτιολογίες βέβαια, που το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμες. 

 

(ζ)  Η ίδια η ιδιότητα του Κ2 στο γραφείο του Κ1 εφόσον ήταν ο επικεφαλής των δικηγόρων του γραφείου που διατηρούσε ο Κ1 με πλούσια εμπειρία στο χειρισμό αστικών υποθέσεων.  Η επίδικη αγωγή ήταν για τον Κ2 και το γραφείο του Κ1 σημαντική για την προώθηση των συμφερόντων του πρώην εργοδότη – συνεργάτη του.  Σημειώνουμε ακόμη, με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, πως η δικηγόρος που εμφανίστηκε, κατά την α΄ αίτηση για απόφαση, στις 17.10.13, μετά από την επισήμανση βεβαίως του Δικαστηρίου για το μη νομότυπο της επίδοσης, δρούσε υπό τις οδηγίες του Κ2, αφού είναι ο ίδιος ο Κ2 που παραδέχτηκε ότι χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση.  Περαιτέρω, η ίδια η άμεση εμπλοκή του Κ2 στο χειρισμό καταδεικνύει ότι εκ των πραγμάτων ήταν αυτός που έδιδε οδηγίες.  Αναφορικά με αυτή την πτυχή, ότι δηλαδή τη συγκεκριμένη δικάσιμο της α΄αίτησης εμφανίστηκε κάποια άλλη δικηγόρος και όχι ο ίδιος, είναι η θέση του ότι αυτό καταδεικνύει «έλλειψη δόλου». 

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Κ2, ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να υποδεικνύει ότι πριν την καταχώρηση της Αίτησης ημερ. 30/9/13, ο Κ1 συνεννοήθηκε με τον Κ2 για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, είναι σημαντικά και τα εξής:

 

Βασική θέση του Κ2 στην ακρόαση, ήταν πως υπήρχαν οδηγίες από τον Κ1 για ταχεία προώθηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο και αυτό το γνώριζαν και τα μέλη του γραφείου του.  Περαιτέρω, σκοπός του πάντοτε ήταν η διασφάλιση των συμφερόντων του Κ1.

 

Ήταν επίσης γεγονός, ως αναφέρει στην απόφασή του το Δικαστήριο, πως κάποια στιγμή πριν την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος ο Κ1 υπέγραψε και το απαραίτητο διοριστήριο δικηγόρου (retainer) τουλάχιστον προσωπικά ως Ενάγων 5, εξουσιοδοτώντας την έγερση της αγωγής εναντίον των συγκεκριμένων Εναγομένων 1 και 2. Εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι επίσης ότι ήταν παράλογο ο Κ1 να συμπεριέλαβε την σοβαρή προσωπική του αυτή υπόθεση, (η οποία μάλιστα έπρεπε να προωθηθεί επειγόντως), σε εκείνες για τις οποίες επέλεξε να μην έχει ανάμειξη μετά το διορισμό του, θέση που προώθησε και ο Κ2 και απορρίφθηκε.  Eξάλλου είναι ο ίδιος ο Κ1 που υπέγραψε τις δύο ένορκες δηλώσεις, της α΄αίτησης για την ανεπιτυχή πρώτη προσπάθεια λήψης απόφασης καθώς και της β΄αίτησης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης.

 

Σε συνδυασμό τα αναφερόμενα κύρια στοιχεία ομού με δευτερευούσης σημασίας αναφορές, που δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε, οδήγησαν στο εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Κ2 είχε καθόλα συμμετοχή στη συνωμοσία, όσον αφορά το κομμάτι του χειρισμού και προώθησης της επίδικης αγωγής 3987/13.  Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία - και το αποδέχεται το Δικαστήριο - ο Κ2 δεν συμμετείχε στην ευρύτερη συμφωνία για αντιπαροχή με τη δίωξη ρώσων σχετικά με την υπόθεση Providencia

 

Το ότι συνεπώς η συμμετοχή του Κ2 δεν επεκτάθηκε σε όλο το εύρος της συνωμοσίας διαφθοράς δεν επηρεάζει το βάσιμο της κρίσης του Κακουργιοδικείου για το ότι η εμπλοκή του τον καθιστά ένοχο για τη συνωμοσία αναφορικά με την επίδικη αγωγή και τη λήψη απόφασης ερήμην.  Προβλήθηκε επίσης από τον Κ2 ότι, μέσω του παρακλητικού Γ της επίδικης αγωγής, γίνεται ρητή αναφορά σε επίδοση της απόφασης και συνεπώς δεν υπάρχει δόλος του ιδίου λόγω του ότι οι εναγόμενοι θα λάμβαναν γνώση αυτής.  Δεν θα συμφωνήσουμε με αυτή την εισήγηση, αφού, στην πορεία των πραγμάτων, οι ενέργειες που ακολούθησαν, επηρέασαν την εξέλιξη των γεγονότων καθώς και τον τρόπο που ενήργησαν πλέον τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. 

 

Είναι μόνο οι κατηγορίες 8 και 9 που αφορούν τον Κ2, δηλαδή τα αδικήματα της συνωμοσίας προς εκτροπή ή ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και της συνωμοσίας προς καταδολίευση κατά παράβαση αντίστοιχα των άρθρων 121 και 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. 

 

Τόσο στην κατηγορία 8 όσο και στην κατηγορία 9, το βασικό συστατικό στοιχείο είναι η συνωμοσία (βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010)2 Α.Α.Δ. 633).  Βεβαίως, πρέπει να αποδεικνύεται τόσο η συμφωνία όσο και η πρόθεση (mens rea) για εκτέλεση ενός παράνομου σκοπού.  Όπως υποδείχθηκε πλειστάκις, η πρόθεση δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατ΄εξοχήν αναδύεται ως εξυπακουόμενο στοιχείο μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα τα οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε.  (Βλ. Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008)2 Α.Α.Δ. 646).  Η ύπαρξη συμφωνίας σπάνια αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία αλλά εξάγεται ως συμπέρασμα από τη συντονισμένη δράση των κατηγορουμένων προσώπων ως ανάγκη ακριβώς να αποτελέσει η συντονισμένη δράση μαρτυρία για το εν λόγω αδίκημα.  (Βλ. Phipson on Evidence 18th ed. ch.38 και Αrchbold Criminal Pleading, Evidence and Practice (2016) para.33-14, 33-15). 

 

Αναφορικά με τον όρο εκτροπή ή ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης του άρθρου 121 ως άνω, δυνάμεθα σίγουρα εννοιολογικά να ομιλούμε για οποιανδήποτε πράξη η οποία τείνει και σκοπεί να επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης.  (βλ. R v. Andrews (1973) Q.B. 422, CA και R v. Lawrence Machin (1980)71 Cr.App.R.166).  Συμπεριφορά δηλαδή η οποία δύναται και έχει σκοπό να οδηγήσει σε κακήν απονομή της δικαιοσύνης, είτε εν τέλει υπάρξει κακοδικία είτε όχι.  

 

Το Κακουργιοδικείο στην ανάλυση της νομικής πτυχής της κατηγορίας 8, ορθά εντόπισε δύο βασικά στοιχεία (α) την απόδειξη της γνώσης στον Κ2 όλων των ουσιωδών περιστάσεων (την αγωγή, το χειρισμό, την επίδοση κ.ά.). (β) Την εκ προθέσεως διενέργεια πράξης που είχε την τάση, αντικειμενικά ιδωμένη, να εκτρέψει την πορεία της δικαιοσύνης.  Υπό αυτή την έννοια δεν έχει σημασία ότι εν τέλει επετεύχθη ο παραμερισμός της ερήμην απόφασης.

 

Το Κακουργιοδικείο, περαιτέρω, ενέταξε τις πιο πάνω περιγραφόμενες πράξεις του Κ2 με πυρήνα βεβαίως την «μεταχείριση» της επίδικης αγωγής ως προς την επίδοση της και την εν τέλει εξασφάλιση ερήμην αποφάσεως, ως συμπεριφορά που εντάσσεται στον εννοιολογικό προσδιορισμό του ως άνω άρθρου. 

 

Αναφορικά δε με το αδίκημα της συνωμοσίας προς καταδολίευση, της κατηγορίας 9, δυνάμει του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα θα πρέπει εκτός της συνωμοσίας να αποδειχθεί καταδολίευση του κοινού ή οποιουδήποτε προσώπου με οποιονδήποτε δόλιο μέσο ή απάτη.  (Βλ. Welham v. D.P.P. {1961} A.C. 103, H.L. και Ioannou v. The Police (1985) 2 C.L.R. 14).

 

Η δε εισήγηση του Κ2 ότι δεν έγινε εύρημα του Δικαστηρίου στην εξέταση της επίδικης αγωγής, για προσπάθεια καταδολίευσης της Τράπεζας Κύπρου, συνεπώς λανθασμένα ευρέθη ένοχος στην κατηγορία 9 δεν μπορεί να έχει αντίκρισμα αφού τα δεδομένα που είχε το Δικαστήριο κατά τον χρόνο εξέτασης της επίδικης αγωγής ήταν διαφορετικά και δεν θα μπορούσε να προβεί σε τέτοιου είδους διαπίστωση.  Η εισήγηση εξάλλου είναι εντελώς υποθετικού χαρακτήρα.

 

Εκ των πιο πάνω αναφερομένων ενεργειών συνάγεται ως το μόνο λογικό συμπέρασμα η ύπαρξη συνωμοσίας για εκτροπή της πορείας της δικαιοσύνης, δηλαδή τη μη ομαλή πορεία της επίδικης αγωγής και δια των ιδίων ενεργειών καταδολίευση των συμφερόντων των εναγομένων στην επίδικη αγωγή και βεβαίως της Τράπεζας Κύπρου για τους λόγους που αναλυτικά εξηγεί το Κακουργιοδικείο, κυρίως στις σελίδες 285-291 της απόφασης του. 

 

Παρά την απομόνωση κυρίως κάποιων μεταγενέστερων της έκδοσης της απόφασης γεγονότων από τον Κ2 ως αθωωτικών, κατά τη θέση του, συμπερασμάτων (όπως τον εν τέλει παραμερισμό της απόφασης, την επίδοση της απόφασης στη διαχειρίστρια, τον χειρισμό μιας άλλης αγωγής από τον Κ2) αλλά και προγενέστερων (ως την επιστολή της διαχειρίστριας για το συμψηφισμό, το περιεχόμενο του κλητηρίου εντάλματος και άλλα), δεν μπόρεσε ο Κ2 να πείσει αφενός ότι τα στοιχεία αυτά δεν απασχόλησαν δεόντως το Κακουργιοδικείο και αφετέρου ότι ήσαν ή αποτελούν αθωωτικά συμπεράσματα που επηρεάζουν ή αφαιρούν το mens rea με οποιονδήποτε τρόπο. 

 

Διατυπώνονται επίσης διάφοροι ισχυρισμοί στα πλαίσια των λόγων έφεσης του Κ2 για λάθη του Κακουργιοδικείου οι οποίοι ισχυρισμοί όμως τίθενται – και πάλιν -  κατ΄ απομόνωση των σωρευτικών στοιχείων της υπόθεσης εναντίον του Κ2.  ΄Εχουμε εξετάσει τις θέσεις αυτές.  Κρίνουμε ότι, με κανένα τρόπο δεν μπορούν να αγγίξουν τη δυναμική των στοιχείων που το Κακουργιοδικείο έκρινε ως τέτοιας ισχύος ώστε, ως περιστατική μαρτυρία, να δημιουργήσουν αρραγές υλικό ένοχης διάνοιας του Κ2, για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. 

 

Όπως επισημαίνει το Κακουργιοδικείο, ο Κ2 είχε δραστήριο και ενεργό ρόλο στην προώθηση της επίδικης αγωγής.  Τη συνέταξε, επέλεξε τον τρόπο επίδοσης, δίδοντας ειδικά τα κλητήρια στον ΜΚ1, με συγκεκριμένες οδηγίες για επίδοση στον Κ4, (αυθημερόν με την καταχώρηση της αγωγής) ενημέρωσε τον Κ1 και κατά πάντα χρόνο έδιδε σχετικές οδηγίες σε δικηγόρους του γραφείου.  Δεν έχει οποιαδήποτε σημασία ότι στις 17.10.2013 στη α΄αίτηση εμφανίστηκε μια άλλη δικηγόρος του γραφείου ή αν η α΄αίτηση υπεγράφη από άλλη δικηγόρο.  Σαφώς και ενεργούσαν υπό τις οδηγίες του.  Ο Κ2 εμφανίστηκε επίσης στις 24.10.2013 για να αποσύρει την α΄αίτηση δηλώνοντας επί του πρακτικού πως είχαν διενεργηθεί στο ενδιάμεσο νέες επιδόσεις. Εμφανίστηκε επίσης και στη δεύτερη αίτηση για απόδειξη της αγωγής.  Ακόμη ο ίδιος έδωσε σχετικές οδηγίες σε άλλη δικηγόρο του γραφείου τους, η οποία συμμορφούμενη με αυτές ζήτησε και έλαβε την άδεια από το Δικαστήριο για τον ορισμό της δεύτερης αίτησης ημερ. 5.11.2013 ως επείγουσας στις 8.11.2013, ημερομηνία που εξασφαλίστηκε εν τέλει η ερήμην απόφαση με την οποία διατασσόταν ο συμψηφισμός κατάθεσης που διατηρούσε η εταιρεία του Κ1 Ricni με δάνειο που χρωστούσε άλλη εταιρεία του (Dare). 

 

Στην καθολική αντίληψη της μαρτυρίας την οποία παραθέτει το Κακουργιοδικείο και για τους δύο πυλώνες της συνωμοσίας, (την αγωγή και τη δίωξη), τονίζεται η διαπίστωση πως υπήρχαν πλήρως εναρμονισμένες δράσεις και πορείες, οι οποίες στοχεύουν και εν τέλει καταλήγουν, ανεξαρτήτως διαφόρων τυχαίων εξωγενών κωλυμάτων, (όπως η ανακάλυψη εσφαλμένης πρώτης επίδοσης από το Δικαστήριο και άλλων) αφενός στις οδηγίες για δίωξη σε σχέση με την Providencia και αφετέρου στην έκδοση ερήμην απόφασης.  Όπως ήδη παρατηρήσαμε ο Κ2 δεν συμμετείχε στην ευρύτερη συνωμοσία περί της αντιπαροχής στην Κ3, γι΄αυτό αντιμετώπισε μόνο τις κατηγορίες 9 και 10. 

 

Όπως ορθά εξάλλου παρατηρεί το Κακουργιοδικείο τα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν είχαν την ίδια βαθμίδα εμπλοκής, άλλοι ήσαν πρωταγωνιστές και άλλοι όχι. 

 

΄Ηδη εξηγήθηκε ποια ήταν εμπλοκή του Κ2. Η συνεκτίμηση του Κακουργιοδικείου των στοιχείων και η εκτεταμένη αιτιολογία που δίδεται επί της αξίας αυτών δεν παρουσιάζουν ρήγματα ούτε κενά, ώστε να ισχύουν επ΄ ελάχιστον οι εισηγήσεις του Κ2.

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 66/2017

(ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ – Κ4)

 

Λόγοι έφεσης επί της καταδίκης:

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:

 

1.   H βασική εκδοχή εναντίον του Κ.4

 

Η όλη εκδοχή που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή και τα αντίστοιχα ευρήματα του Κακουργιοδικείου έχουν τεθεί στο εισαγωγικό μέρος της απόφασής μας επί της έφεσης του Κ.1 η οποία αναγνώσθηκε ενωρίτερα από τον αδελφό Α.Ρ. Λιάτσο, Δ.

 

Για τους σκοπούς της έφεσης του Κ.4 που τώρα εξετάζουμε, επαναλαμβάνουμε πως ειδικότερα η εκδοχή που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή στο Κακουργιοδικείο αναφορικά με τον Κ.4, επί της οποίας το Κακουργιοδικείο τον καταδίκασε, ήταν πως αυτός, στα πλαίσια της όλης συνομωσίας, της οποίας είχε γνώση και αποτελούσε μέρος ανέλαβε να του επιδοθεί προσωπικά το κλητήριο εισαγωγής 3987/2013, κατά τρόπο αντικανονικό και παράτυπο, αντί να επιδοθεί στους εναγομένους, όπως προβλέπουν οι θεσμοί.  Τούτο, με απώτερο σκοπό να παραλείψει, ως ο αρμόδιος επικεφαλής του δικαστηριακού τμήματος της Κ.3, να καταχωρίσει εμφάνιση ώστε στο τέλος να εκδοθεί ερήμην απόφαση υπέρ του Κ.1.

 

Η εκδοχή αυτή δεν είχε στον πυρήνα της ότι ο Κ.4 ήταν κυρίαρχο ή ουσιώδες πρόσωπο στον χειρισμό της υπόθεσης της Providencia καθ΄εαυτής.  Η σχέση που του αποδόθηκε αναφορικά με την Providencia ήταν ότι η σκοπούμενη θετική εξέλιξη στην υπόθεση εκείνη, ήτοι η άσκηση ποινικής δίωξης από τον Κ.1 εναντίον των αντιδίκων των πελατών της Κ.3 στην οποία ο Κ.4 ήταν μέτοχος, διευθυντής και υιός του μεγαλομετόχου της, αποτελούσε το κίνητρο για τον Κ.4 ώστε να αφήσει να εκδοθεί ερήμην απόφαση, ως ήταν το συμφωνηθέν αντάλλαγμα για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον Κ.1.

 

Σ΄αυτά τα πλαίσια η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε μαρτυρία για τις ενέργειες και ειδικότερα για τις παραλείψεις του Κ.4, που εν τέλει οδήγησαν στην έκδοση απόφασης ερήμην.  Όταν δε κλήθηκε ο Κ.4 σε απολογία, έδωσε τις δικές του εξηγήσεις για τις παραλείψεις του, τόσο μέσα από δική του μαρτυρία, όσο και καλώντας μάρτυρες.

 

2.   Κλήση σε απολογία (Λόγοι Έφεσης 16 και 17)

 

Στο στάδιο όμως εκείνο υπεβλήθη ότι δεν στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κ.4. Ειδικότερα υποβλήθηκε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να διασυνδέει την παράλειψη του Κ.4 να καταχωρίσει εμφάνιση ως αντάλλαγμα της άσκησης ποινικής δίωξης από τον Κ.1, ότι δεν υπήρχε μαρτυρία περί επαφής μεταξύ Κ.1 και Κ.4 και ότι δεν υπήρχε μαρτυρία περί εμπλοκής του Κ.4 στην υπόθεση Providencia όσον αφορά το ζήτημα ποινικής δίωξης.  Υπεβλήθη επίσης ότι η προσαχθείσα περιστατική μαρτυρία δεν απέκλειε την εύλογη πιθανότητα αθώωσης ούτε οδηγούσε αποκλειστικά στο συμπέρασμα ενοχής του Κ.4.

 

Η άλλη πλευρά υπέδειξε ότι η περιστατική μαρτυρία που προσέφερε θα έπρεπε να εξεταστεί συνολικά και όχι αποσπασματικά, όπως έπραξε η υπεράσπιση, προσπαθώντας να αποκλείσει επιμέρους στοιχεία με λογικοφανείς εξηγήσεις.  Υπέδειξε δε, εκείνη τη μαρτυρία που, σε συνδυασμό με το σύνολο της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας που αφορούσε τους Κ.1 και Κ.2, στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Με την περάτωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου μαρτυρία που να στοιχειοθετεί εκ πρώτης όψεως τη συνολική εκδοχή της, περιλαμβανομένων των παραλείψεων του Κ.4 ως εκ των οποίων αφέθη να εκδοθεί ερήμην απόφαση υπέρ του Κ.1, ο οποίος παράλληλα μεριμνούσε για την άσκηση ποινικής δίωξης.

 

Το έργο του Δικαστηρίου σε εκείνο το στάδιο δεν ήταν να προβεί σε υποκειμενική αξιολόγηση και να καταλήξει σε ευρήματα, αλλά να ανακόψει την υπόθεση σε περίπτωση που δεν στοιχειοθετείτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος ή σε περίπτωση που η μαρτυρία ήταν τόσο αντινομική ή εστερείτο πειστικότητας σε τέτοιο βαθμό ώστε κανένα λογικό δικαστήριο να μην μπορούσε να βασιστεί σε αυτή για καταδίκη του κατηγορουμένου (Practice Note [1962] 1 All E.R. 448). Επακριβέστερη διατύπωση των αρχών, όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δράκου κ.α. (2012) 2 ΑΑΔ 851, βρίσκεται στην R. v. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1060, 1062, η οποία συνιστά και την κλασσική διατύπωσή του:

 

«How then should be judge approach a submission of ´no case´? (1) If there is no evidence that the crime alleged has been committed by the defendant, there is no difficulty. The judge will of course stop the case. (2) The difficulty arises where there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence. (a) Where the judge comes to the conclusion that the prosecution evidence, taken at its highest, is such that a jury properly directed could not properly convict upon it, it is his duty, upon a submission being made, to stop the case. (b) Where however the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness´s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury and where on one possible view of the facts there is evidence upon which a jury could properly come to the conclusion that the defendant is guilty, then the judge should allow the matter to be tried by the jury.»

 

 

 

Όπως υποδείχθηκε από τον Χατζηχαμπή, Δ., ως ήτο τότε, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Δράκου, ακόμα και αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μια περίπτωση εμπίπτει στα πλαίσια της κατηγορίας 2 της Galbraiththere is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence.»), που δεν είναι η παρούσα περίπτωση, θα μπορούσε τέτοια περίπτωση να εντάσσεται και στα πλαίσια της κατηγορίας 2(β) ώστε να δικαιολογείται η κλήση κατηγορουμένου σε απολογίαthe prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of the witness’s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury»).

 

Εν προκειμένω, δεν επρόκειτο για παράλειψη στοιχειοθέτησης ουσιώδους στοιχείου του αδικήματος, ούτε για μαρτυρία τόσο ελλιπή ή αδύνατη, ώστε να μην μπορούσε να στοιχειοθετηθεί εξ αντικειμένου καταδίκη.  Η εισήγηση της υπεράσπισης και ο σχετικός λόγος έφεσης είναι, εν πολλοίς, το αποτέλεσμα αποσπασματικής θεώρησης, η ακαταλληλότητα της οποίας έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Παναγιώτου κ.α. ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, χωρίς να αποκαλύπτεται το αναγκαίο ουσιώδες κενό ή η απαιτούμενη αντίφαση και αναξιοπιστία.  Ως προς δε τον ισχυρισμό ότι η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής σε εκείνο το στάδιο δεν απέκλειε την εύλογη πιθανότητα αθώωσης, ούτε οδηγούσε αποκλειστικά σε συμπέρασμα ενοχής του Κ.4, τούτο, εφόσον κατά τα άλλα δεν επρόκειτο για εξ αντικειμένου τρωτή, υπό την παραπάνω έννοια, μαρτυρία, ήταν ζήτημα προς θεώρηση στο τέλος της δίκης, όπου ακριβώς αξιολογήθηκε το σύνολο της μαρτυρίας και συνεκτιμήθηκαν οι εξηγήσεις του Κ.4 για τα όσα εκ πρώτης όψεως στοιχειοθετήθηκαν εναντίον του, από παραλείψεις και ενέργειες του που ως αντικειμενικά γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν. 

 

Ως εκ των άνω, δεν διαπιστώνεται σφάλμα όπως υποστηρίζεται με το λόγο έφεσης 16, στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ. 3.3.2016 ότι εστοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση, οπότε ο Κ.4 κλήθηκε σε απολογία.

 

Στο ίδιο στάδιο ζητήθηκε και απερρίφθη αίτημα για τη διαδικασία λόγω κατάχρησης κατ΄επίκληση των ισχυρισμών που στην παρούσα έφεση προσβάλλονται ως παραβιάσεις δικαιωμάτων που άπτονται της δίκαιης δίκης (Λόγοι Έφεσης 4, 5, 6 και 7).  Η πτυχή αυτή της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 17.

 

Η πτυχή όμως αυτή έχει ήδη καλυφθεί με κριτήριο το τελικό στάδιο της δίκης ως σύνολο, από την προαναφερθείσα απόφαση στα πλαίσια της έφεσης του Κ.1. 

 

Ως εκ των άνω οι λόγοι έφεσης 16 και 17 απορρίπτονται.

 

3.   Οι παραλείψεις και ενέργειες του Κ.4

 

Παραθέτουμε τις ενέργειες του Κ.4 και το πλαίσιο όπου εκτυλίχθηκαν, όπως του αποδόθηκαν από το Κακουργιοδικείο, σημειώνοντας την επιφύλαξη ότι αυτά ως και τα συμπεράσματα στα οποία το Κακουργιοδικείο κατέληξε επί των διαπιστωθέντων γεγονότων, θα τα εξετάσουμε υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης που άπτονται, ως κατωτέρω θα επεκταθούμε, της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και της διατύπωσης ευρημάτων.

 

Ο Κ.4 είναι δικηγόρος από το 1997 στο δικηγορικό γραφείο της Κ.3, γιος του μεγαλομετόχου της Κ.3, Ανδρέα Νεοκλέους, υπεύθυνος του δικαστηριακού τμήματος, μέτοχος και διευθυντής της Κ.3.  Στα πλαίσια των εν λόγω καθηκόντων του, ήταν ο επικεφαλής στην εκπροσώπηση των υποθέσεων της Ειδικής Διαχειρίστριας της Λαϊκής Τράπεζας τις οποίες χειριζόταν το γραφείο, κατόπιν συμφωνίας της Κ.3 με την Ειδική Διαχειρίστρια, τον Απρίλιο 2013, στα πλαίσια της οποίας η Κ.3 διορίστηκε ως η βασική δικηγόρος της Ειδικής Διαχειρίστριας.  Στο τεκ. 114 γίνεται αναφορά σε 497 τέτοιες υποθέσεις στο γραφείο.

 

Μεταξύ των εν λόγω αγωγών ήταν και 14 αγωγές που καταχωρίστηκαν από το δικηγορικό γραφείο Ρ. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ εναντίον της Λαϊκής και της Ειδικής Διαχειρίστριας για 13 από τις οποίες κατατέθηκαν στοιχεία στο Κακουργιοδικείο.  Από τα στοιχεία προκύπτει ότι όλες οι άλλες αγωγές, πλην της επίμαχης, 3987/2013, επιδόθηκαν κανονικά χωρίς να προκύψει πρόβλημα στη διαδικασία.


 

3.1 Η αγωγή 3987/2013

 

Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε η αγωγή 3987/2013, στην οποία ενάγοντες ήταν ο Κ.1 και εταιρείες συμφερόντων του, ενώ εναγόμενοι ήταν η Διαχειρίστρια και η Λαϊκή Τράπεζα.  Πρόκειται για αγωγή που αποσκοπούσε στο συμψηφισμό των χρεών που είχαν οι ενάγουσες εταιρείες 2, 4 και 6 με κατάθεση που διατηρούσε στη Λαϊκή η ενάγουσα εταιρεία 1 («Ricni»), η οποία όμως είχε απομειωθεί στα πλαίσια του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν. 17(Ι)/2013).

 

Οι ύποπτες, κατά το Κακουργιοδικείο, περιστάσεις ξεκινούν από το γεγονός ότι στην αγωγή 3987/2013 σημειώθηκε ως διεύθυνση για επίδοση στους εναγόμενους 1 και 2 όχι η δική τους διεύθυνση, αλλά του δικηγορικού γραφείου της Κ.3.  Οι «αθώες» εξηγήσεις που προσπάθησε να δώσει ο Κ.2 που χειρίστηκε για τους ενάγοντες την υπόθεση, δεν έπεισαν καθόλου το Κακουργιοδικείο.

 

3.2 Η πρώτη επίδοση

 

Πράγματι, στο δικηγορικό γραφείο της Κ.3 μετέβη στις 16.9.2013 για να επιδώσει την αγωγή ο Μ.Κ.1 με οδηγίες του Κ.2 όπως η επίδοση γίνει προσωπικώς στον Κ.4, αυθημερόν.  Όταν η γραμματειακή υπάλληλος της δικαστηριακής ομάδας της Κ.3 με υπεύθυνο τον Κ.4, Σόνια Παπαλεοντίου, Μ.Υ.4(4) έφερε αντίρρηση στην επίδοση, ο Μ.Κ.1 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Κ.2 ο οποίος του είπε να εξηγήσει στη γραμματέα πως είχε ήδη μιλήσει ο ίδιος με τον Κ.4 για τη συγκεκριμένη περίπτωση, πράγμα που ο Μ.Κ.1 έπραξε.  Κατόπιν τούτου, ο Μ.Κ.1 πήγε στο προσωπικό γραφείο του Κ.4 και του επέδωσε την αγωγή έναντι της υπογραφής του.

 

Ο Κ.4 όχι μόνο αποδέχθηκε παράτυπα την επίδοση, αλλά, κατά παρέκκλιση από ότι ακολουθείτο σε όλες τις άλλες υποθέσεις της Λαϊκής και άλλωστε κατά παρέκκλιση από το επαγγελματικώς επιβεβλημένο και αναμενόμενο, δεν μερίμνησε ώστε να καταχωριστεί σημείωμα εμφάνισης.  Στις εξηγήσεις που μετά έδωσε ο Κ.4 θα επανέλθουμε.

 

Η παράλειψη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης έδωσε την ευκαιρία στους ενάγοντες να καταχωρίσουν αίτηση για έκδοση απόφασης ερήμην, η οποία, κατά την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, αποτελούσε το αντάλλαγμα των Κ.3 και 4 στα πλαίσια της συνωμοτικής συμφωνίας με τον Κ.1.  Είναι σ΄αυτά τα πλαίσια της αποδιδόμενης συνωμοσίας που συνεκτιμήθηκε παράλληλα και η συμπεριφορά του Κ.2 εκ μέρους του γραφείου Ερωτοκρίτου, που συνάδει με πρωτόγνωρη σπουδή προς επίτευξη το γρηγορότερο και άνευ ετέρου, εκείνου που προέβαλλε ως η μία πλευρά της συνωμοσίας.  Δεν ήταν μόνο η σπουδή και οι οδηγίες για επίδοση αυθημερόν, αλλά και το ότι, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθούσε στις άλλες αγωγές το γραφείο Ερωτοκρίτου, εν προκειμένω η αίτηση για απόφαση καταχωρίστηκε αμέσως με τη λήξη της προνοουμένης προθεσμίας για εμφάνιση.  Η αγωγή δε, σε αντίθεση και πάλιν με την ακολουθητέα πρακτική, καταχωρίστηκε με ειδική οπισθογράφηση.  Επιπρόσθετα, παρά την πρακτική και πάλιν, που ακολουθείτο σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν ζητήθηκε ενδιάμεση προστασία με αίτηση για συντηρητικό διάταγμα.

 

Όταν στις 17.10.2013 τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η προαναφερθείσα αίτηση για έκδοση ερήμην απόφασης, ο Δικαστής, εντοπίζοντας ότι η επίδοση είχε γίνει παρατύπως στον Κ.4, δεν την αποδέχθηκε ως έγκυρη και έδωσε οδηγίες για νέα επίδοση.

 

3.3 Η δεύτερη επίδοση

 

Ακολούθησε νέα επίδοση στις 22.10.2013, αυτή τη φορά ορθά, στους εναγόμενους. Η δεύτερη αυτή επίδοση γνωστοποιήθηκε στις 23.10.2013 (με e-mail, τεκ. 103) στον Κ.4 κατά την πάγια πρακτική που ακολουθείτο, την οποία εξήγησε, κατά τρόπο που να αποτελέσει κοινό τόπο, η Ελένη Χρίστου (Μ.Υ.4(3)), η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν υπάλληλος της Λαϊκής Τράπεζας στο τμήμα της Ειδικής Διαχειρίστριας.  Κατά την πάγια πρακτική τα επιδιδόμενα δικόγραφα κατέληγαν από το γραφείο της Διαχειρίστριας, όπου γινόταν η επίδοση, στον Κ.4 τόσο δια ηλεκτρονικού, όσο, ακολούθως και δια κανονικού ταχυδρομείου.  Η δια ταχυδρομείου αποστολή περιελάμβανε και τα αναγκαία διοριστήρια.  Μέχρι την παραλαβή των διοριστηρίων η Μ.Υ.4(4) εκτύπωνε τα κλητήρια και τα τοποθετούσε σε ένα προσωρινό γενικό φάκελο.  Με την παραλαβή και των διοριστηρίων, ανοιγόταν φάκελος της αγωγής και καταχωρείτο σημείωμα εμφάνισης.

 

Παρά το e-mail τεκ. 103, ούτε αυτή τη φορά ο Κ.4 μερίμνησε ώστε να καταχωριστεί σημείωμα εμφάνισης και, ακολούθως, υπεράσπιση.  Στις εξηγήσεις που δόθηκαν από πλευράς υπεράσπισης θα επανέλθουμε.

 

3.4   Η ερήμην απόφαση και η αίτηση για παραμερισμό της

 

Πολύ σύντομα, μετά τη λήξη και πάλιν άπρακτης της προθεσμίας, καταχωρίστηκε νέα αίτηση για έκδοση ερήμην απόφασης η οποία και εκδόθηκε στις 8.11.2013, διατάσσοντας τον επιδιωκόμενο συμψηφισμό.  Η απόφαση επιδόθηκε στο γραφείο της Διαχειρίστριας στις 29.11.2013.  Έμεινε αναντίλεκτο πως ο Κ.4 παρέλαβε στις 29.11.2013 και ηλεκτρονικό μήνυμα από τη Διαχειρίστρια στο οποίο του επεσύναπτε την απόφαση που είχε εκδοθεί καθώς και ότι είχε μαζί της τηλεφωνική επικοινωνία περί την 29.11.2013.

 

Παρά ταύτα, ο Κ.4 μερίμνησε ώστε να καταχωριστεί αίτηση για παραμερισμό της απόφασης παρά μετά πάροδο περίπου 3 μηνών, στις 25.2.2014.  Θα αναφερθούμε κατωτέρω, επίσης, στις εξηγήσεις του.

 

Όλα αυτά, ενώ στις υπόλοιπες 13 εν λόγω αγωγές η Κ.3 είχε καταχωρίσει εγκαίρως σημειώματα εμφάνισης.

 

4.   Οι εξηγήσεις του Κ.4 για τη διπλή παράλειψη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης

 

4.1 Σε σχέση με την πρώτη επίδοση

 

Η εξήγηση που εξ υπαρχής, στην ανακριτική του κατάθεση προς τον κ. Καλλή (τεκ. 96) έδωσε ο Κ.4 για την παράλειψη εμφάνισης μετά την πρώτη επίδοση, ήταν ότι θεώρησε, υπό το κράτος σύγχυσης, πως η επίδοση αφορούσε έγγραφα μιας παλαιότερης αγωγής (1482/2013) στην οποία ενάγουσα ήταν η ενάγουσα 1 στην αγωγή 3987/2013 (δηλαδή η Ricni).  Παραθέτουμε το δικό του λόγο μέσα από την εν λόγω κατάθεση:

 

«Στο νου μου είχα πάντα «ενάγοντας Ricni» ούτε μπορούσε να φανταστώ ότι και όταν η Αγωγή μου είχε επιδοθεί προσωπικά στις 16.9.2013 ή όταν με ενημέρωσε η Διαχειρίστρια στις 1.11.13 ότι της είχε επιδοθεί η αγωγή 3987/13, επέρασε από το νου μου ότι είχε καταχωρηθεί και δεύτερη Αγωγή.

 

……………………………………………………………………………….

 

… παρασύρθηκα από το όνομα Ricni που ήταν το ίδιο στις δύο Αγωγές – ήταν η πρώτη ενάγουσα το πρώτο όνομα η πεποίθηση μου μέχρι σήμερα ότι δεν μπόρεσα να αντιληφθώ γιατί έγιναν δύο Αγωγές.  Εάν το αντιλαμβανόμουν και τα έξοδα θα εγλίτωνα καθώς και την ταλαιπωρία.»

 

 

 

 

 

Ως αποτέλεσμα της σύγχυσης, πρόσθεσε στη μαρτυρία του, έδωσε τα κλητήρια της αγωγής 3987/2013 στη Μ.Υ.4(4) για αρχειοθέτηση στο φάκελο της αγωγής 1482/2013.  Αυτή την εκδοχή υποστήριξε και η Μ.Υ.4(4) στη δική της μαρτυρία, λέγοντας πως ακολούθησε τις οδηγίες του Κ.4 για αρχειοθέτηση του εγγράφου, χωρίς να γνωρίζει περί τίνος επρόκειτο.  Απλώς ακολούθησε τις οδηγίες.

 

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή ότι ο Κ.4 έμπειρος δικηγόρος, υπεύθυνος του δικαστηριακού τμήματος, δεν αντελήφθη ότι του είχαν επιδοθεί κλητήρια εντάλματα της αγωγής 3987/2013 αν και τα παρέλαβε θέτοντας την υπογραφή του όχι απλώς στην πρόσοψή τους αλλά πάνω στον αριθμό «3987/2013» και δίπλα ακριβώς από την επικεφαλίδα με κεφαλαία γράμματα: «ΚΛΗΤΗΡΙΟΝ ΕΙΔΙΚΩΣ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΝ (Ο.2 r.6) (τεκ.2).  Όπως απέρριψε και τον ισχυρισμό ότι ο Κ.4, σε αντίθεση με τη γραμματέα Μ.Υ.4(4), δεν γνώριζε ότι το χρώμα των κλητηρίων είναι μπλε, όπως τα έγγραφα που του επιδόθηκαν.

 

4.2  Σε σχέση με τη δεύτερη επίδοση

 

Σε ότι αφορά τη δεύτερη φορά, η αρχική εξήγηση του Κ.4 στην ανακριτική του κατάθεση συνίστατο επίσης σε δική του σύγχυση με την αγωγή 1482/2013 και σε δικό του λάθος.  Ανέφερε συγκεκριμένα τα εξής:

 

«Λειτούργησα με τον ίδιο τρόπο δηλαδή επήγε ο νους μου στη Ricni όταν η Διαχειρίστρια μου έστειλε το κλητήριο στην Αγωγή 3987/2013 που της είχε επιδοθεί.»

 

 

 

Μάλιστα ο ισχυρισμός περί τέτοιας σύγχυσης προβλήθηκε, ακόμα και τρεις σχεδόν μήνες μετά και στην αίτηση για παραμερισμό, η οποία ετοιμάστηκε μεν από άλλη δικηγόρο του γραφείου, πλην όμως με οδηγίες και υπό τον έλεγχο του Κ.4.  Στην ανακριτική δε κατάθεση του ο Κ.4 αναγνώρισε ρητώς την πατρότητα της αίτησης.

 

Αργότερα όμως, στη μαρτυρία του, ο Κ.4 δεν αναφέρθηκε πλέον σε τέτοια σύγχυση.  Προέβαλε αυτή τη φορά τον ισχυρισμό ότι είχε προωθήσει το e-mail ημερ. 23.10.2013 στη Μ.Υ.4(4) για περαιτέρω χειρισμό, χωρίς προηγουμένως να το ανοίξει και χωρίς να δει τα επισυνημμένα κλητήρια.  Ισχυρίστηκε ότι, όταν έδιδε κατάθεση στον κ. Καλλή δεν θυμόταν καθόλου αυτό το γεγονός.

 

Αυτά θυμήθηκε, ισχυρίστηκε, όταν, μετά που κλήθηκε σε απολογία, κατόπιν προτροπής του δικηγόρου του κ. Α. Μαρκίδη, έλεγξε την ηλεκτρονική αλληλογραφία του της επίμαχης περιόδου, οπότε εντόπισε, ως ισχυρίστηκε, τα ακόλουθα ηλεκτρονικά μηνύματα τα οποία και κατέθεσε ως τεκμήρια.

 

(α) Τεκμήριο 327:  Φερόμενο ως εκτυπωθέν από τη δική του ηλεκτρονική διεύθυνση, ηλεκτρονικό μήνυμα της Μ.Υ.3(4) (από το γραφείο της Διαχειρίστριας) ημερ. 23.10.2013 προς τον Κ.4 φερόμενο ως προωθηθέν αυθημερόν από τον ίδιο προς τη Μ.Υ.4(4) στο οποίο καταγράφεται ότι η αγωγή 3987/2013 παρελήφθη στις 22.10.2013 και ότι τα διοριστήρια θα αποστέλλονταν την επόμενη εβδομάδα.  Πρόκειται δηλαδή για φερόμενη προώθηση του e-mail τεκ. 103 από τον Κ.4 προς τη Μ.Υ.4(4).

 

(β) Τεκμήριο 328:  Φερόμενο ως εκτυπωθέν από την ηλεκτρονική διεύθυνση της Μ.Υ.4(4) μήνυμα της Μ.Υ.3(4) ημερ. 12.11.2013 προς την Μ.Υ.4(4) στο οποίο περιέχεται το κείμενο «όπως μιλήσαμε» και στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το παλαιότερο μήνυμα ημερ. 23.10.2013, δηλαδή το τεκ. 327.  Πρόκειται δηλαδή για φερόμενη επαναπροώθηση του e-mail τεκ. 103 (ημερ. 23.10.2013) στις 12.11.2013.

 

(γ) Τεκμήριο 329:  Μηνύματα παρομοίου περιεχομένου με το τεκ. 327, αλλά φερόμενα ως εκτυπωθέντα από την ηλεκτρονική διεύθυνση της Μ.Υ.4(4).

 

Τα παραπάνω τεκμήρια αποτέλεσαν τη βάση της νέας, ως άνω, θέσης του Κ.4 ότι εν τέλει είχε προωθήσει τα κλητήρια στη Μ.Υ.4(4), πλην όμως αυτή δεν τα εκτύπωσε με αποτέλεσμα να μην προωθηθεί η καταχώριση εμφάνισης.

 

Αυτή ήταν και η εκδοχή της Μ.Υ.4(4) που υποστήριξε ότι ο Κ.4 είχε προωθήσει προς την ίδια το αρχικό e-mail της Μ.Υ.3(4) ημερ. 23.10.2013 αυθημερόν (τεκ. 327), όμως εκείνη, από δική της παράβλεψη, παρέλειψε να εκτυπώσει τα κλητήρια και να προχωρήσει, συνεπακόλουθα, η διαδικασία με καταχώριση σημειώματος εμφάνισης.  Όταν αργότερα, την 1.11.2013 (ο ισχυρισμός της υπεράσπισης ήταν για 11.11.2013) έλαβε την πρωτότυπη επιστολή της Διαχειρίστριας (τεκ. 104) έψαξε αμέσως στον προσωρινό, γενικό φάκελο που τηρούσε κι όταν δεν εντόπισε τα κλητήρια, τηλεφώνησε στη Μ.Υ.4(3) ζητώντας της να της τα ξαναστείλει.  Εξ ου και το δεύτερο e-mail, τεκ. 328.  Μόλις εκτύπωσε το e-mail εκείνο διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα οπότε επικοινώνησε αμέσως με το γραφείο Ερωτοκρίτου για να τους αναφέρει ότι θα καταχωρούσαν σημείωμα εμφάνισης.  Πλην όμως της ελέχθη ότι είχε ήδη ληφθεί απόφαση ερήμην.

 

Αλλά και η Μ.Υ.4(3) ανέφερε στην κύρια εξέταση της και αφού της υπεδείχθη το τεκ. 328, ότι της είχε τηλεφωνήσει η Μ.Υ.4(4) και της είπε ότι δεν είχε παραληφθεί η αγωγή, παρακαλώντας την να της την ξαναστείλει ηλεκτρονικά. Τότε η Μ.Υ.3(4) απέστειλε το e-mail ημερομηνίας 12.11.2013, με την ένδειξη «όπως μιλήσαμε» (τεκ. 328) που περιείχε το αρχικό e-mail προς τον Κ.4 ημερομηνίας 23.10.2013.

 

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τις εξηγήσεις του Κ.4 σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς της Μ.Υ.4(4), συνεκτιμώντας στα πλαίσια αυτά τους ισχυρισμούς περί εντοπισμού των e-mail τεκ. 327-329 και τη μαρτυρία της Μ.Υ.4(3) για την οποία έκρινε ότι εστερείτο αξίας εφόσον δεν ήταν το αποτέλεσμα πραγματικής ανάκλησης μνήμης, αλλά όπως φάνηκε κατά την αντεξέτασή της, μεταφορά των όσων έβλεπε στα εν λόγω τεκμήρια.

 

Υπέδειξε το Κακουργιοδικείο τη θεμελιακή αντίφαση στις δύο θέσεις που, ως άνω, προώθησε σε διαφορετικά στάδια ο Κ.4, ότι δηλαδή αφ'ενός συγχύσθηκε όταν είδε το κλητήριο στο οποίο φαινόταν ως πρώτη ενάγουσα η Ricni και αφ'ετέρου ότι προώθησε το τεκ. 103 στη Μ.Υ.4(4) χωρίς προηγουμένως να το ανοίξει και άρα χωρίς να δει το κλητήριο και την αναφορά σ'αυτά της Ricni. Δεν δέχθηκε το Κακουργιοδικείο ως γνήσια την εξήγηση που προσπάθησε να δώσει ο Κ.4, ενόψει της δεύτερης πλέον εκδοχής περί παράλειψης και λάθους της Μ.Υ.4(4) πως η αρχική αναφορά του σε δικό του λάθος, είχε την έννοια της ανάληψης ευθύνης από τον ίδιο, ως υπεύθυνος του δικαστηριακού τμήματος.

 

Δεδομένης τέτοιας αντίφασης, το Κακουργιοδικείο δέχθηκε μεν την προηγούμενη παραδοχή του ότι είχε δει τα κλητήρια, εφόσον δεν θα αναμενόταν από ένα έμπειρο δικηγόρο που ανακρινόταν επί τούτου να προβεί σε τέτοια δήλωση, εάν όντως δεν τα είχε δει και απλώς τα είχε προωθήσει, παράλληλα, όμως, απέρριψε τον ισχυρισμό του περί σύγχυσης, θέση που ο ίδιος εγκατέλειψε.

 

Αναξιόπιστη έως παράλογη έκρινε το Κακουργιοδικείο την εκδοχή της Μ.Υ.4(4) περί δικής της παράλειψης να ενεργήσει τα δέοντα μετά που ο Κ.4 της προώθησε κανονικά το e-mail ημερ. 23.10.2013 (τεκ. 103) με τα κλητήρια. Εάν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, σχολίασε, όταν παρέλαβε την επιστολή (τεκ. 104), το αναμενόμενο θα ήταν να ελέγξει εκείνη τη στιγμή στον υπολογιστή της κατά πόσον ο Κ.4 της είχε προωθήσει το τεκ. 103 ή να ζητήσει από τον Κ.4 να της το επαναπροωθήσει και όχι να απευθυνθεί στους πελάτες. Δεν το έπραξε, ισχυρίστηκε, λόγω φόρτου εργασίας, δικαιολογία που το Κακουργιοδικείο απέρριψε.

 

Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο θεώρησε πολύ πιο ακατανόητη την εικόνα ότι η Μ.Υ.4(4) ενώ ανησύχησε όταν είδε στο τεκ. 328 τα ειδικώς οπισθογραφημένα κλητήρια, για τον κίνδυνο να μην προλάβει να καταχωρίσει εμφάνιση, οπότε και ανέλαβε την πρωτοβουλία να επικοινωνήσει με το γραφείο Ερωτοκρίτου, εντούτοις, όταν πληροφορήθηκε ότι εκδόθηκε η απόφαση, ως εφησυχασμένη πλέον δεν ενημέρωσε ποτέ κανένα και δη τον υπεύθυνο Κ.4, μέχρι το Μάρτιο 2016, όταν ο τελευταίος της είχε ζητήσει να ελέγξει το ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο καθ'υπόδειξιν, ως άνω, του δικηγόρου του.

 

Έλαβε, επίσης, υπόψη το Κακουργιοδικείο ότι, όταν η Μ.Υ.4(4) είχε παραλάβει την επιστολή τεκ. 104 (την 1.11.2013 ή ακόμα και την 11.11.2013 όπως ήταν η θέση της υπεράσπισης) περιλαμβάνονταν σ'αυτή αντίγραφα των κλητηρίων, όπως υπήρχαν και στο e-mail ημερ. 23.10.2013, οπότε στην πραγματικότητα δεν είχε καμία ανάγκη να επικοινωνήσει, όπως ισχυρίστηκε, με την Μ.Υ.3(4), εκθέτοντας, μάλιστα την Κ.3, για να ζητήσει να της στείλει ξανά τα κλητήρια. Θεώρησε έτσι, καταληκτικά το Κακουργιοδικείο, ότι αφαιρείται κάθε υπόβαθρο λογικής αναγκαιότητας που να υποστήριζε ως πραγματική την ηλεκτρονική αλληλογραφία που η υπεράσπιση παρουσίασε με τα τεκ. 327-329.

 

Η τελική κατάληξη του Κακουργιοδικείου ήταν ότι ο Κ.4 είχε δει το τεκ. 103 και τα συνημμένα στις 23.10.2013, πλην όμως δεν το προώθησε όπως θα έπρεπε στη Μ.Υ.4(4), με συνέπεια την έκδοση της ερήμην απόφασης στις 8.11.2013.

 

4.3 Σε σχέση με το χρόνο που παρήλθε μέχρι την καταχώριση της αίτησης νια παραμερισμό (25.2.2014)

 

Ο Κ.4 ισχυρίστηκε ότι την επιστολή της Διαχειρίστριας, τεκ. 104, την είδε μετά από τηλεφωνική ενημέρωση της οποίας έτυχε από την τελευταία περί τα τέλη Νοεμβρίου, οπότε και τότε αντελήφθη ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Ακόμα και έτσι, είχαν παρέλθει 3 περίπου μήνες από το χρόνο που κατ'ισχυρισμό του έλαβε γνώση μέχρι την καταχώριση της αίτησης για παραμερισμό. Το Κακουργιοδικείο ευλόγως θεώρησε ότι η αναμενόμενη αντίδραση εάν η έκδοση της απόφασης αποτελούσε «ατυχή» εξέλιξη, ως η εκδοχή του Κ.4, θα ήταν η άμεση προώθηση αίτησης για παραμερισμό. Ο Κ.4 δεν φαίνεται να είχε διαφορετική αντίληψη, εφόσον το τι προώθησε δεν ήταν ότι ενήργησε με την αναμενόμενη και δέουσα σπουδή, αλλά προσπάθησε να δικαιολογήσει γιατί παρήλθε τόσος χρόνος.

 

Επικαλέστηκε προς τούτο φόρτο εργασίας με αναφορά σε αριθμό υποθέσεων που χειριζόταν, με προεξάρχουσα την αγωγή 8400/2012 Ε.Δ. Λευκωσίας, καθώς και τη φύση και τη σοβαρότητα των εγειρομένων στην αγωγή 3987/2013 ζητημάτων.

 

Ως προς το φόρτο εργασίας ως κώλυμα ετοιμασίας μιας αίτησης το Κακουργιοδικείο δεν πείστηκε υποδεικνύοντας το μέγεθος του γραφείου της Κ.3 ως ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία στην Κύπρο. Ειδικά δε για την αγωγή 8400/2012 υπέδειξε το Κακουργιοδικείο ότι ο Κ.4 προσπάθησε να παρουσιάσει ότι εργαζόταν νυχθημερόν για εκείνη την υπόθεση σε περίοδο όμως που είχαν καταχωριστεί πλέον οι γραπτές αγορεύσεις.

 

Σε ότι αφορά την κατ' ισχυρισμό πολυπλοκότητα, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ο Κ.4 δέχθηκε, αντεξεταζόμενος, ότι η σκοπούμενη υπεράσπιση, στην ένορκη δήλωση της αίτησης για παραμερισμό, διατυπώθηκε verbatim όπως σε άλλα δικόγραφα.

 

5.  Οι λόγοι έφεσης που άπτονται της αξιολόγησης (λόγοι έφεσης 22 και 23)

 

Προβάλλονται ως λόγοι έφεσης ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε άνιση και άδικη μεταχείριση της μαρτυρίας της υπεράσπισης σε σχέση με τη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στο Μ.Κ.1 αφενός και στις Μ.Υ.3(4) και Μ.Υ.4(4) αφετέρου (λόγος έφεσης 22). Επίσης ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε λανθασμένα ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με τον Κ.4 και τις Μ.Υ.3(4) και Μ.Υ.4(4) (λόγος έφεσης 23).

 

Σημειώνουμε κατ' αρχάς ότι, σε αντίθεση με άλλο μάρτυρα (το Μ.Κ.15) για τον οποίο ρητώς υπεβλήθη ότι η μαρτυρία του κακώς κρίθηκε αξιόπιστη (λόγος έφεσης 12), η αξιοπιστία του Μ.Κ.1 δεν προσβλήθηκε ευθέως, πέραν της συγκριτικής αναφοράς του λόγου 22, παρά το ότι υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές από την εκδοχή που προωθούσε η υπεράσπιση και παρά τη σημασία της μαρτυρίας του, μέσα από την οποία αρχίζει να ξετυλίγεται η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής για τα διαδραματισθέντα προς εξωτερίκευση της συνωμοσίας με ουσιώδη εμπλοκή του Κ.4.

 

Τέθηκε, ειδικότερα, στα πλαίσια του λόγου 22 ότι «ουσιώδες μέρος» της μαρτυρίας, ειδικότερα, του Μ.Κ.1 δεν είχε αναφερθεί στους ποινικούς ανακριτές.  Υποστηρίχθηκε δε ενώπιον του Κακουργιοδικείου από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κ.4 ότι το αποτέλεσμα συνάντησης που είχε ο Μ.Κ.1 με εκπροσώπους της Κατηγορούσας Αρχής ήταν η προσπάθεια «τελειοποίησης» της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, με τη συμπερίληψη γεγονότων που δεν υπήρχαν στην αρχική του κατάθεση.  Τέτοια θέση όμως, όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο στο εκτενές απόσπασμα της απόφασής του κάτω από το κεφάλαιο περί Δίκαιης Δίκης, που παραθέσαμε στην απόφασή μας επί της εφέσεως του Κ.1, δεν του υποβλήθηκε για να τοποθετηθεί.

 

Η γενική μας διαπίστωση είναι ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε με περισσή προσοχή κάθε σχετικό παράγοντα που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψιν στην κρίση της αξιοπιστίας της κάθε πλευράς, δίδοντας αιτιολογία για κάθε βήμα του δικανικού του συλλογισμού. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό έργο του πρωτοδίκου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων.  Το Εφετείο δύναται να επέμβει μόνο όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας ή, όταν τα ευρήματα του ως προς την αξιοπιστία μάρτυρα, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά.  Η αξιολόγηση δε της μαρτυρίας πρέπει να γίνεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά (Παπακοκκίνου κ.α. ν. Κουρέα κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 1833).  Όχι μόνο δεν παρέχεται με βάση τις αρχές που διέπουν τον κατ'έφεσιν έλεγχο του πρωτόδικου έργου αξιολόγησης και, συναφώς, διατύπωσης ευρημάτων, περιθώριο για παρέμβαση, αλλά η διενεργηθείσα αξιολόγηση αποτελούσε μονόδρομη πορεία λογικής.

 

Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι δεν εγείρεται ζήτημα αναξιοπιστίας του Μ.Κ.1, εν πάση περιπτώσει δεν ακούσαμε οτιδήποτε που να κλονίζει την αποδοχή της μαρτυρίας του ως αξιόπιστης.  Έστω και συγκριτικά αν δούμε την περίπτωση, το Κακουργιοδικείο εξήγησε επαρκώς την κρίση του, αναφερόμενο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που περιέβαλλαν την περίπτωση. Όντως, ο Μ.Κ.1 είχε δικαιολογημένο λόγο ώστε να αποτυπωθούν στη μνήμη του οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η επίδοση, εφόσον κλήθηκε να ενεργήσει κατά τρόπο ασύμβατο με τη συνήθη πορεία της εργασίας του. Έλαβε,  επίσης,  υπόψιν το Κακουργιοδικείο ότι η εμπλοκή του στη διαδικασία μόνο αρνητικές συνέπειες αναμενόταν ότι θα είχε, εφόσον θα έχανε τους Κ.2 και Κ.3 από πελάτες του.   Αντίθετα, η Μ.Υ.4(4) έδιδε μαρτυρία προς όφελος του εργοδότη της.   Περιπλέον, σε ότι αφορά την επίσκεψη του Μ.Κ.1, το Κακουργιοδικείο έδωσε με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η Μ.Υ.4(4) δεν θυμόταν τα συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά απαντούσε  με εικασίες και γενικολογίες.   Άλλωστε, η συνολική αξιολόγησή της κατέληξε στη διαπίστωση ότι ήταν αναξιόπιστη, προβάλλουσα αντιφατικές και μη συνάδουσες με τη λογική, αλλά και τη δική της ιδιότητα, θέση και πείρα, δικαιολογίες. Δεν διαπιστώνεται «άνιση και άδικη μεταχείριση της μαρτυρίας της Υπεράσπισης», αλλά πρόκειται για προσεκτική εξέταση και λήψη υπόψιν κάθε σχετικού παράγοντα, ώστε η κρίση επί της αξιολόγησης να είναι το απότοκο συνολικής θεώρησης των πραγμάτων.

 

Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της Μ.Υ.2(1) Ε. Σερδάρη, για την οποία το Κακουργιοδικείο εξήγησε ότι, ενώ στα πλαίσια της εργασίας της η διακίνηση μεγάλου αριθμού φακέλων ήταν καθημερινό φαινόμενο, αυτή, μετά την παρέλευση αρκετού χρόνου, παραδόξως, κατά τρόπο μη αναμενόμενο, παρουσιάστηκε να θυμάται το είδος των λεπτομερειών που παρέθεσε χωρίς να υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να θυμάται με τόση λεπτομέρεια.

 

«Άνιση και άδικη μεταχείριση» επικαλείται ο Κ.4 και αναφορικά με την περίπτωση της Μ.Υ.3(4). Δεν τίθεται όμως ζήτημα διαφορετικής προσέγγισης ομοίων καταστάσεων, εφόσον εν προκειμένω το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν ότι η Μ.Υ.3(4) δεν θυμόταν εκ μνήμης τα όσα κατέθεσε, αλλά τα όσα ανέφερε ήσαν επί τη βάσει των τεκμηρίων 327-329 που της επιδείχθηκαν.

 

Σε ότι δε αφορά τις εξηγήσεις από πλευράς Κ.4 δεν διαπιστώνουμε κανένα βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί ανατροπή της αξιολόγησης του Κακουργιοδικείου.

 

Καταρχάς, αναφορικά με τις εξηγήσεις για την πρώτη επίδοση, εμφανίζεται να γίνεται αντικανονική επίδοση αγωγής σε δικηγόρο, ο οποίος αποδέχεται την επίδοση, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι επρόκειτο για αγωγή. Παρά το ότι επρόκειτο για δικηγόρο έμπειρο, υπεύθυνο του δικαστηριακού τμήματος ενός από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία στην Κύπρο. Παρά το ότι το αντίγραφο που του επιδόθηκε είχε το γαλάζιο χαρακτηριστικό χρώμα του προβλεπομένου για κλητήρια εντάλματα εντύπου. Παρά το ότι υπέγραψε δίπλα από την ένδειξη που δήλωνε με κεφαλαία γράμματα ότι επρόκειτο για «ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΙΔΙΚΩΣ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ».

 

Εν πάση περιπτώσει κι αν ακόμα θα μπορούσαν τέτοιες εξηγήσεις να προκαλέσουν έστω αμφιβολία υπέρ του Κ.4 ως προς την αντίληψη του για το ότι επρόκειτο για επίδοση αγωγής, που δεν είναι η περίπτωση, σύμφωνα πάλιν με τη δική του εκδοχή, δέχθηκε επίδοση ενός εγγράφου που ναι μεν δεν κατάλαβε τι ήταν, αντελήφθη όμως ότι αφορούσε μια εκκρεμούσα αγωγή και μπορούσε να έχρηζε άμεσου χειρισμού. «Μπορούσε να ήταν οτιδήποτε» είπε στη μαρτυρία του. Όμως, χωρίς να διαπιστώσει τι ήταν, χωρίς να διερωτηθεί κατά πόσο επιβάλλετο οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τέτοιο έγγραφο, παρουσιάζεται απλώς να το δίδει στη Μ.Υ.4(4) για αρχειοθέτηση, χωρίς καμιά άλλη οδηγία, μέριμνα ή ενδιαφέρον για εκείνο το «άγνωστο» έγγραφο που παρέμεινε «άγνωστο» στην αντίληψη του μέχρι τέλους.

 

«Άγνωστο» παρέμεινε και για τη Μ.Υ.4(4) εφόσον, κατά τα λεγόμενα της, ο Κ.4 της έδωσε «κάτι» να βάλει μέσα στο φάκελο της Ricni, χωρίς να της πει τι έγγραφο ήταν. Η ίδια δε, αν και δήλωσε ότι είναι σε θέση να διακρίνει ότι τα κλητήρια είναι τυπωμένα σε μπλε χαρτί και αιτήσεις σε άσπρο χαρτί, «δεν είδε τι ήταν». Δεν έδωσε σημασία και απλώς ακολούθησε τυφλά τις οδηγίες, χωρίς, ούτε αυτή, να διερωτηθεί για τυχόν περαιτέρω ενέργειες.

 

Η ουσία συνεπώς τέτοιας εκδοχής παρουσιάζει ένα έμπειρο σε διευθυντική και υπεύθυνη θέση δικηγόρο να δέχεται αντικανονική επίδοση αγωγής χωρίς ποτέ να το αντιληφθεί και μια έμπειρη γραμματέα του δικαστηριακού τμήματος να παραλαμβάνει και να αρχειοθετεί «κάτι» χωρίς να αντιληφθεί ούτε αυτή ότι επρόκειτο για αγωγή, αμφότερους δε να αφήνουν εκείνο το απροσδιόριστο έγγραφο στο φάκελο χωρίς κανένα περαιτέρω προβληματισμό για το εάν επιβάλλετο κάποια ενέργεια για έγγραφο που «θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε». Πώς θα μπορούσε η αρνητική αξιολόγηση της εν λόγω εκδοχής από το Κακουργιοδικείο να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στην κοινή λογική ώστε, κατά τη νομολογία, να χωρούσε παρέμβαση του Εφετείου; Αντιθέτως, ως άνω, προκύπτει ως μονόδρομος λογικής.

 

Σε ότι αφορά τις εξηγήσεις σε σχέση με τη δεύτερη επίδοση είναι φανερή η μεταστροφή του Κ.4 κατά τη διάρκεια πλέον της δίκης προς μια εντελώς διαφορετική εκδοχή που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με την δήθεν εκ των υστέρων ανεύρεση των όσων κατατέθηκαν ως τεκ. 327-329. Η πρώτη του εκδοχή περί συνέχισης της σύγχυσης όταν έλαβε το e-mail ημερ. 23.10.2013 (τεκ. 103), ήτοι ότι «με τον ίδιο τρόπο πήγε ο νους του στη Ricni», προϋποθέτει ότι άνοιξε τα συνημμένα και είδε το όνομα Ricni το οποίο δεν φαίνεται στο σώμα του e-mail. Ό,τι αναφέρεται είναι μόνο τα εξής:

 

«Η [sic] συνημμένες αγωγές με τον ίδιο αριθμό (CPB και Άντρη Αντωνιάδου) παραλήφθηκαν στις 22/10/13.

 

Τα retainers θα σας σταλούν την επόμενη βδομάδα λόγω απουσίας της ΕΔ.»

 

 

 

Σε συνάρτηση με την επικαλούμενη δική του σύγχυση ήταν και η αναφορά του σε δικό του λάθος.

 

Μετά όλα αυτά αλλάζουν. Δεν άνοιξε το e-mail, είπε στη μαρτυρία του. Άρα δεν μπορεί να συγχύστηκε με την άλλη αγωγή της Ricni. Απλώς το προώθησε στη Μ.Υ.4(4).

 

Υπό το φως αυτής της νέας εκδοχής, η έννοια της σύγχυσης του Κ.4 και του δικού του λάθους εξαφανίζεται και προκύπτει το λάθος πλέον της Μ.Υ.4(4).

 

H εξήγηση του Κ.4 ότι το τι έγινε το θυμήθηκε όταν είδε τα όσα κατέθεσε ως τεκ. 327-329 πάσχει σε δύο επίπεδα, όπως ορθά διέγνωσε το Κακουργιοδικείο.  Κατ΄αρχάς, εάν όντως δεν θυμόταν, γιατί να αναφέρει, όντας μάλιστα έμπειρος δικηγόρος, ανακρινόμενος, ότι είχε συγχυστεί;

 

Πέραν δε τούτου, ο ισχυρισμός ότι διαπιστώθηκε πως το e-mail ημερ. 3.10.2013 είχε προωθηθεί από τον Κ.4 προς τη Μ.Υ.4(4) (τεκ. 327), συνδυάστηκε από την Υπεράσπιση με τον περαιτέρω ισχυρισμό περί τηλεφωνήματος της Μ.Υ.4(4) προς τη Μ.Υ.3(4) για να της ξαναστείλει αντίγραφα του κλητηρίου, όπως και έγινε (τεκ. 328).

 

Όπως όμως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, η Μ.Υ.4(4) δεν είχε κανένα λόγο να ζητήσει από  τη Μ.Υ.3(4) να της στείλει το κλητήριο ώστε να προκύψει το τεκ. 328 συνδυαζόμενο, όπως η ίδια η υπεράσπιση, επαναλαμβάνουμε, τα διασύνδεσε, με το τεκ. 327.  Τούτο για τους ακόλουθους λόγους:

 

Κατ΄αρχάς, διότι τα αντίγραφα, τα οποία υποτίθεται ότι είχε ζητήσει από τη Μ.Υ.3(4), βρίσκονταν στην ίδια την επιστολή (τεκ. 104) που ισχυρίζεται ότι την ώθησε να τα αναζητήσει στο γενικό προσωρινό φάκελο, χωρίς αποτέλεσμα.  Αυτή ήταν η πάγια πρακτική που ακολουθήθηκε και στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με τη Μ.Υ.3(4).  Αυτή ήταν και η θέση του ίδιου του Κ.4 όταν ανακρινόμενος ανέφερε ότι η Διαχειρίστρια του έστειλε το κλητήριο που της επιδόθηκε.

 

Άρα, εφόσον τα αντίγραφα του κλητηρίου βρίσκονταν συνημμένα στην επιστολή, γιατί όταν άνοιξε αυτή την επιστολή η Μ.Υ.4(4) βρέθηκε στην ανάγκη να ζητήσει από τη Μ.Υ.3(4) τα αντίγραφα που ήταν ήδη συνημμένα στην επιστολή που κρατούσε; Η εξήγηση που υποτίθεται ότι έδωσε αργότερα, όταν τα θυμήθηκε όπως ισχυρίζεται όλα αυτά, στον Κ.4, όπως ο τελευταίος τη μετέφερε, ήταν ότι με βάση την ενημέρωση που είχε από την ίδια, «κατά τον έλεγχο της επιστολής δεν το εντόπιζε» (το κλητήριο).  Ποίο όμως νόημα μπορεί βάσιμα να έχει τέτοιος ισχυρισμός;  Ένα έγγραφο, είτε είναι συνημμένο οπότε «εντοπίζεται», είτε όχι, οπότε δεν «εντοπίζεται».  Εν προκειμένω δεν ήταν η θέση του Κ.4 ότι τα αντίγραφα δεν ήταν συνημμένα, αλλά, ως άνω, ότι αυτά του είχαν αποσταλεί από τη Διαχειρίστρια.  Αλλ΄έστω ότι η Μ.Υ.4(4) «δεν εντόπισε» τα αντίγραφα στην επιστολή.  Αυτά, όπως δέχθηκε ο Κ.4 στη μαρτυρία του ήταν συνημμένα στο e-mail τεκ. 103 το οποίο βρισκόταν στην κατοχή ή σε άμεση πρόσβαση της Μ.Υ.4(4).  Ορθά συνεπώς το Κακουργιοδικείο εντόπισε λογικό αδιέξοδο ως προς την ανάγκη να ζητήσει ξανά τα αντίγραφα από τον πελάτη, εν πάση περιπτώσει.

 

Είναι υπό το πρίσμα τέτοιας συνολικής αφενός και αναλυτικής αφετέρου αξιολόγησης και αφού έλαβε γενικότερα υπόψη την όλη, θεμελιακά, αντιφατική στάση του Κ.4 επί του θέματος και τις αοριστολογίες, γενικολογίες και υπεκφυγές, όπως έκρινε, της Μ.Υ.4(4) που το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι τα τεκ. 327, 328 και 329 «δεν συνιστούν μέρος πραγματικής αλληλογραφίας μεταξύ των αναφερομένων σε αυτά προσώπων και στον αναφερόμενο σ΄αυτά χρόνο».

 

Πέραν όμως και ανεξαρτήτως των παραπάνω, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε «δύο ανεξήγητες και περίεργες οφθαλμοφανείς διαφορές» που παρατηρούνται στην όψη του αρχικού e-mail (τεκ. 103) σε σύγκριση με το πώς αυτό φαίνεται στα τεκ. 327-329.  Με αφορμή την παραπάνω ενέργεια του Κακουργιοδικείου προέκυψε ως αυτοτελής λόγος έφεσης η εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε ανεπίτρεπτα ως εμπειρογνώμονας επί τεχνικών/ηλεκτρονικών δεδομένων (λόγοι έφεσης 8 και 24).  Σ΄αυτή την πτυχή θα επανέλθουμε.

 

Σε ότι αφορά το ζήτημα της αξιολόγησης, υπήρξε περαιτέρω η εισήγηση ότι η μαρτυρία της Μ.Υ.3(4) απερρίφθη κατά τρόπο παράδοξο «ακριβώς διότι υποστηρίζεται και εγγράφως», εννοώντας τα τεκ. 327-329.  Δεν ήταν όμως αυτή η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου.  Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η διαπίστωση ήταν ως εκ της σαφούς διευκρίνισης που προέκυψε κατά την αντεξέταση και όχι χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία, όπως αδίκως αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο, ότι η Μ.Υ.3(4) δεν είχε ανεξάρτητη ανάκληση μνήμης, αλλά στηρίχθηκε σε όσα έβλεπε στα έγγραφα που της υποδείχθηκαν από την Υπεράσπιση (τεκ. 327-329).

 

Αυτή ήταν η ουσία της κρίσης του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη μαρτυρία της Μ.Υ.3(4), η οποία βρίσκει έρεισμα στην αποδοχή, κατά την αντεξέτασή της, ότι δεν θυμόταν τα διαδραματισθέντα στις 12.11.2013, ανεξάρτητα από τα τεκ. 327-329 επί των οποίων έδωσε τη μαρτυρία της στην κύρια εξέτασή της.  Αυτή προφανώς ήταν και η έννοια μιας αναφοράς του Κακουργιοδικείου περί του ότι το σημαντικότερο μέρος της μαρτυρίας της προήλθε από σαφή καθοδήγηση της κατά την κυρίως εξέταση.  Η αναφορά αυτή προκάλεσε την έγερση λόγου έφεσης ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποφάσισε πως ο συνήγορος του Κ.4 υπέβαλε καθοδηγητικές ερωτήσεις τη στιγμή μάλιστα που δεν ηγέρθη ένσταση από την άλλη πλευρά (λόγος έφεσης 13).  Η έννοια της καθοδήγησης όμως εν προκειμένω και εν πάση περιπτώσει το καθοριστικό χαρακτηριστικό ήταν η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως η Μ.Υ.3(4) δεν θυμόταν τα όσα ανέφερε, αλλά «καθοδηγήθηκε» από τα έγγραφα που της είχαν υποδειχθεί. Συνεπώς, δεν επρόκειτο για περίπτωση αναγνώρισης εγγράφου ώστε να προβάλλεται στο λόγο 13 ότι κακώς το Κακουργιοδικείο έκρινε πως η μάρτυρας καθοδηγήθηκε γιατί της δόθηκε το έγγραφο (τεκ. 328) που καλείτο να αναγνωρίσει.  Άλλωστε, υπό γενικότερη θεώρηση, η αξία της μαρτυρίας της Μ.Υ.3(4) δεν μπορούσε να εκτιμηθεί, ούτως ή άλλως, παρά μόνο σε συνάρτηση με τη μαρτυρία της Μ.Υ.4(4) η οποία ευλόγως κρίθηκε εντελώς αναξιόπιστη.

 

Αποδίδεται, περαιτέρω, στο Κακουργιοδικείο ότι σε πολλά σημεία της απόφασης του απορρίπτει τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από μάρτυρες υπεράσπισης χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία.  Με αυτό τον τρόπο, συνεχίζει η εισήγηση, το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε σε σαφή αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, καθ΄ότι για την υπεράσπιση αρκούσε να προκαλέσει εύλογες αμφιβολίες για συγκεκριμένες πτυχές της προωθούμενης από την κατηγορούσα αρχή εκδοχής.  Οι παραπάνω αιτιάσεις περί αναιτιολόγητης απόρριψης ισχυρισμών, βασίζονται σε αποσπασματική θεώρηση της απόφασης, στην οποία παραγνωρίζεται πλήρως η ουσία και η διεργασία της αξιολόγησης ως σύνολο, που είναι το πρέπον (Charitonos and Others v. The Republic (1971) 2 CLR 40).  Με τη διεργασία δε αξιολόγησης, στην οποία δεν υπεισέρχεται πλέον η έννοια του βάρους απόδειξης, το Κακουργιοδικείο δεν αντέστρεψε το βάρος απόδειξης.  Αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία με μεγάλη προσοχή και με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χωρεί επέμβαση του Εφετείου.

 

Όλα τα ανωτέρω, αναφέρεται στα πλαίσια του λόγου 22, κατά τρόπο ατεκμηρίωτο, ανεξήγητο και ακατανόητο, «ενισχύονται και από την όλη συμπεριφορά του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κατά την πολύωρη ανάγνωση της μακροσκελέστατης απόφασης του».  Δεν θα σχολιάσουμε ένα ατεκμηρίωτο ισχυρισμό και μάλιστα χωρίς να υπάρχει λόγος έφεσης ο οποίος να θέτει ζήτημα προκατάληψης του Κακουργιοδικείου.  Αναμένεται, όμως, όπως τέτοιας φύσης αναφορές τίθενται, όπου δικαιολογείται, τεκμηριωμένα και χωρίς να αφήνονται αιωρούμενες αιχμές ή εντυπώσεις.

 

Για τους παραπάνω λόγους απορρίπτονται οι λόγοι 22 και 23 ως και ο λόγος 13.

 

6.   Τα τεκμήρια 327, 328 και 329 (λόγοι έφεσης 8 και 24)

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η επιπρόσθετη αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι στα τεκμήρια αυτά παρουσιάζονταν «δύο ανεξήγητες και περίεργες διαφορές» από τεκ. 103 έδωσε έρεισμα για τη διατύπωση παραπόνου περί του ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε ως πραγματογνώμονας (λόγος έφεσης 8).  Σε συνάφεια προβλήθηκε και ο λόγος έφεσης 24, που έχει ως ακολούθως:

 

«Η μη υποβολή ένστασης από την Κατηγορούσα Αρχή για την αυθεντικότητα των τεκμηρίων 327, 328 και 329, προκειμένου να αποφασιστεί το ζήτημα τούτο στο πλαίσιο Δίκης εντός Δίκης αυθύπαρκτα και/ή σε συνδυασμό με τη συγκεχυμένη θέση της Κατηγορούσας Αρχής επί του θέματος αυτού, στα πλαίσια της όποιας αντεξέτασης έγινε ή δεν έγινε του Κ.4 και των Μ.Υ.3(4) και Μ.Υ.4(4) και/ή του γεγονότος ότι, εν γνώσει του Δικαστηρίου, στον συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής είχε παραδοθεί έκθεση εμπειρογνώμονα από το Ισραήλ, σχετικά με την αυθεντικότητα των εν λόγω τεκμηρίων, αποστέρησαν ή υπονόμευσαν τη δυνατότητα αποτελεσματικού χειρισμού από τον Κ.4 της υπεράσπισης του.»

 

 

 

Έγκειται, συνεπώς, ο λόγος 24 σε ισχυρισμό για δυσμενή επηρεασμό του χειρισμού της υπεράσπισης του Κ.4 από το γεγονός ότι, σε συνδυασμό αφενός με τη συγκεχυμένη θέση της κατηγορούσας αρχής και την παράδοση αφετέρου στην κατηγορούσα αρχή έκθεσης περί της γνησιότητας των τεκμηρίων, δεν διενεργήθηκε δίκη εντός δίκης προκειμένου να κριθεί το ζήτημα της γνησιότητας των μηνυμάτων, πριν αυτά γίνουν τεκμήρια, με αποτέλεσμα να ενταχθούν στο μαρτυρικό υλικό χωρίς κρίση επί τούτου, προκαλώντας αμηχανία στην υπεράσπιση του Κ.4.

 

Θα πρέπει κατ΄αρχάς να διευκρινιστεί ότι ο ισχυρισμός πως η στάση της κατηγορούσας αρχής κατά την αντεξέταση του Κ.4 και των Μ.Υ.3(4) και Μ.Υ.4(4) ήταν συγκεχυμένη, είναι αβάσιμος.  Είχε σαφώς υποβληθεί τόσο στον Κ.4 όσο και στη Μ.Υ.4(4) ότι τα επίμαχα e-mail δημιουργήθηκαν εκ των υστέρων.  Σαφώς δε τέτοια θέση είχε γίνει αντιληπτή εξ αρχής, εφόσον κατά την επανεξέταση του Κ.4 ο ευπαίδευτος συνήγορός του τον ρώτησε με αναφορά στα e-mail «για τα οποία έγινε αντεξέταση σήμερα, με ισχυρισμό ότι είναι κατασκευασμένα».  Παράλληλα δε, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής προκάλεσε την άλλη πλευρά να προσκομίσει επιστημονική μαρτυρία προς απόδειξη της γνησιότητάς τους.  Όντως αυτή την πρόθεση εξέφρασε η υπεράσπιση του Κ.4 και μάλιστα είχε προγραμματίσει να παρουσιάσει εμπειρογνώμονα από το Ισραήλ σε συγκεκριμένη δικάσιμο (20.7.2016). Στις 20.7.2016 όμως δεν παρουσιάστηκε ο αναφερθείς ως εμπειρογνώμονας και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κ.4 δήλωσε ότι θα ακολουθούσε.  Όμως ούτε την επομένη, ούτε οποτεδήποτε παρουσιάστηκε τελικά ο αναφερθείς ως εμπειρογνώμονας, παρά μόνο δόθηκε στην άλλη πλευρά μια έκθεσή του.

 

Εν πάση περιπτώσει, στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ε.Τ. Autospares Enterprises Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 843, όπου το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσον οι εναγόμενοι είχαν όντως υπογράψει την επίδικη σύμβαση, όπως ήταν ο ισχυρισμός των εναγόντων, αποφασίστηκε ότι το θέμα της γνησιότητας των υπογραφών δεν συναρτάται προς τους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ώστε να τίθεται θέμα ένστασης, αλλά σχετίζεται με την αποδεικτική αξία που θα αποδοθεί στο τεκμήριο στο τέλος, είτε αυτό κατατεθεί με ή χωρίς ένσταση. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«Η ένσταση ή μη ένσταση στην προσαγωγή του (εγγράφου) συναρτάται προς τους κανόνες που διέπουν την απόδειξη. Δεν προσφέρεται η ένσταση στην προσαγωγή μαρτυρίας ως μέσο για την επίλυση της ουσίας της διαφοράς και η μη υποβολή τέτοιας δεν έχει από μόνη της επίπτωση που υπερβαίνει τον προορισμό της.»

 

 

 

Διαπιστώνεται, εν προκειμένω, διαφορά από το αγγλικό δίκαιο όπου, σε δίκες με ενόρκους, η αποδοχή τέτοιας φύσεως μαρτυρίας διενεργείται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο εξετάζεται από το δικαστή, ο οποίος ακούει σχετική μαρτυρία στην απουσία των ενόρκων και αποφασίζεται στο επίπεδο απόδειξης αστικής δίκης, το ζήτημα και μόνο της αποδεκτότητας της μαρτυρίας, υπό την έννοια της «εκ πρώτης όψεως» αποδοχής της ως γνήσιας. Ακολούθως όμως, εάν η συγκεκριμένη μαρτυρία ενταχθεί στο μαρτυρικό υλικό, αξιολογείται πλέον στο σύνολο της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης μαρτυρίας που ενδέχεται να αντικρούει την εκ πρώτης όψεως θεώρηση επί της οποίας η συγκεκριμένη μαρτυρία έγινε αποδεκτή (R. v. Robson [1972] 2 All E.R. 699).

 

Ως προς την ένταξη τέτοιας φύσεως μαρτυρίας στο όλο μαρτυρικό υλικό και την υπαγωγή της στη συνολική διεργασία αξιολόγησης, σχετική είναι η απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση R. v. Rizwan Μ. [2003] EWCA Crim 3067. Στην υπόθεση εκείνη η εκτύπωση ηλεκτρονικού μηνύματος κατατέθηκε από την παραπονούμενη, με τον ισχυρισμό της ότι επρόκειτο για ηλεκτρονικό μήνυμα που έλαβε από τον κατηγορούμενο με απειλητικό περιεχόμενο, το οποίο είδε στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή και το εκτύπωσε. Η υπεράσπιση σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ρήγματα αναφορικά με τη γνησιότητα του μηνύματος ως προερχόμενου από τον κατηγορούμενο, κάλεσε εμπειρογνώμονα ο οποίος εξήγησε ότι είναι σχετικά εύκολο να χαλκευθεί ένα e-mail και στο τέλος εισηγήθηκε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα πως το έγγραφο ήταν κατασκευασμένο. Εν τέλει όμως ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε επί της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

 

Στην έφεση προβλήθηκε ότι το μήνυμα θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί ως μη αποδεκτή (εξ ακοής) μαρτυρία. Το Εφετείο, θεωρώντας ότι επρόκειτο περί πραγματικής μαρτυρίας, αποδεκτής σε συνδυασμό με την προφορική μαρτυρία της παραπονούμενης, προχώρησε να υποδείξει ότι εναπόκειτο πλέον στους ενόρκους, ως ζήτημα αξιολόγησης και ευρημάτων, να αποδεχθούν τον ισχυρισμό της παραπονούμενης ότι επρόκειτο για ένα γνήσιο έγγραφο το οποίο, σε τέτοια περίπτωση, θα επιβεβαίωνε σαφώς, υπό την έννοια της πραγματικής μαρτυρίας, τον ισχυρισμό της ως προς το τι είχε δει στην οθόνη του υπολογιστή. Καταλήγοντας ως εξής:

 

«Whether the jury did or did not accept it as genuine in the context of this case was manifestly a matter for them.»

 

 

Είναι υπ' αυτή την έννοια που αντιμετώπισε και το Κακουργιοδικείο τα επίμαχα τεκμήρια.

 

Καταληκτικά, δεν ετίθετο ζήτημα ένστασης και δίκης εντός δίκης για τη δεκτότητά τους με ζητούμενο, κατά τρόπο πρωθύστερο, τη γνησιότητα τους. Η γνησιότητα ήταν ζήτημα που θα έπρεπε να αποφασιστεί ως το αποτέλεσμα της συνολικής αξιολόγησης και διατύπωσης ευρημάτων, όπως και έγινε.

 

Αλλά ακόμα και αν θα μπορούσε δικονομικά να προβληθεί ένσταση, δεν μπορεί να υποβάλλει παράπονο ο διάδικος, ότι δεν υπήρξε ένσταση στην κατάθεση τεκμηρίου που ο ίδιος επιχείρησε να καταθέσει υπό τις περιστάσεις τουλάχιστον της υπόθεσης.  Η αμφισβήτηση της γνησιότητας των μηνυμάτων ήταν δεδομένη και είχε προκληθεί η πλευρά του Κ.4 σχετικά.  Συνεπώς, ανεξάρτητα από την ένσταση ή μη, σε τίποτα δεν εμποδιζόταν η Υπεράσπισή του να χειριστεί την υπόθεσή της σύμφωνα με τη δική της εκτίμηση για τις ανάγκες και την πορεία της υπόθεσής της, στα πλαίσια της οποίας παρουσιάστηκε αρχικά με πρόθεση να καλέσει εμπειρογνώμονα από το Ισραήλ, οπότε και αναλόγως προγραμματίστηκε η ακρόαση, χωρίς όμως συνέχεια.  Δεν μπορεί τώρα να γίνεται λόγος για αποστέρηση ή υπονόμευση της δυνατότητας αποτελεσματικού χειρισμού.

 

Πέραν των παραπάνω που ήδη απαντούν στο λόγο 24, στους λόγους 8 και 24 δεν δικογραφείται ως λόγος έφεσης οτιδήποτε που να αφορά βάρος απόδειξης σε σχέση με τα εν λόγω τεκμήρια. Ούτε στο σώμα των λόγων έφεσης, μήτε στην αιτιολογία τους. Είναι μόνο στο διάγραμμα αγόρευσης για τον Κ.4 υπό τον τίτλο «Λόγοι Έφεσης αρ. 8 και αρ. 24» που ηγέρθη ο ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο με την απόφαση του σε σχέση με τα εν λόγω τεκμήρια «εναπόθεσε υπερβολικό, παράλογο, παράνομο και εκτός κάθε λογικής αποδειχτικό βάρος στον Εφεσείοντα, ασυμβίβαστο με το τεκμήριο της αθωότητας, ... [και] ... δημιούργησε τεκμήριο πλαστότητας των συγκεκριμένων τεκμηρίων, αφαιρώντας κάθε δυνατότητα από τον Εφεσείοντα να το ανατρέψει παραβιάζοντας κατ'αυτό τον τρόπο το συνταγματικό δικαίωμα του Εφεσείοντος βάσει του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ» (παράγραφος 50.Α του διαγράμματος).

 

Τέτοιο θέμα αναφορικά με τα συγκεκριμένα τεκμήρια δεν εγείρεται ούτε σε άλλους λόγους Έφεσης.

 

Επίσης, στο διάγραμμα αγόρευσης και μόνο, αναφορικά με το βάρος απόδειξης υποδεικνύεται ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν έγινε αναφορά περί της ύπαρξης βάρους απόδειξης επί των ώμων του Εφεσείοντα προς απόδειξη της αυθεντικότητας των τεκμηρίων και δεν έγινε αναφορά περί του ότι η αυθεντικότητα των τεκμηρίων είχε δεόντως αμφισβητηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και ότι υπήρχε αντιστροφή του βάρους απόδειξης (παράγραφοι 38-39). Τέλος, αναφέρεται στο διάγραμμα και μόνο ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσέφερε αντικρουστική μαρτυρία που να αποδεικνύει κατά τον απαιτούμενο βαθμό τις υποβολές της προς τον Εφεσείοντα και τη Μ.Υ.4(4) (παράγραφος 40) και ότι δεν υπήρξε καμία μαρτυρία εμπειρογνώμονα που να καταδεικνύει στοιχεία πλαστότητας ή μη αυθεντικότητας σε σχέση με τα τεκμήρια (παράγραφος 41).

 

Η προβολή στο διάγραμμα και μόνο ισχυρισμών δεν τους καθιστά συζητήσιμους ως λόγους έφεσης. Τα επίδικα θέματα καθορίζονται από τo δικόγραφο της έφεσης. Συνεπώς, όλα τα παραπάνω που προβλήθηκαν στο διάγραμμα σε σχέση με το βάρος απόδειξης βρίσκονται εκτός των δικογραφημένων πλαισίων. Θεωρούμε όμως ορθό να αναφερθούμε στο ζήτημα, όχι υπό την έννοια της εξέτασης ενός επιδίκου θέματος, αλλά για να θέσουμε το πλαίσιο εντός του οποίου το Κακουργιοδικείο προέβη σε παρατηρήσεις οφθαλμοφανών, όπως τις χαρακτήρισε, διαφορών στα σχετικά τεκμήρια.

 

Δεν θα μπορούσε ποτέ να αμφισβητηθεί ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποκλειστικά και καθ'όλη τη διάρκεια της δίκης το βάρος να αποδείξει πέραν λογικής αμφιβολίας την ενοχή του κατηγορούμενου (νομικό βάρος απόδειξης, legal burden of proof). Ο κατηγορούμενος αντίθετα, δεν έχει κανένα βάρος να αποδείξει την αθωότητα του, υπέρ της οποίας υφίσταται μαχητό τεκμήριο (Wοolmington v. The Director of Public Prosecutions [1935] A.C. 462, Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97). Σ'αυτά τα πλαίσια είναι η κατηγορούσα αρχή που θα πρέπει να προσκομίσει μαρτυρία προς απόδειξη της πλαστότητας εγγράφου (Doe dem. Devine v. Wilson and Others [1855] 10 Moo. P.C.C. 502, Cypromix Concetrates Co Ltd v. Vitafor N.V. (2001) 1 AAA 676), καθόσον αφορά το αδίκημα της πλαστογραφίας, όπως ορθά διευκρινίζεται στο Δίκαιο της Απόδειξης, Τάκης Ηλιάδης και Νικόλας Γ. Σάντης, σελ. 354.

 

Κατά τ'άλλα, τηρούμενης πάντοτε της θεμελιακής αρχής περί «νομικού βάρους απόδειξης», όταν ένας κατηγορούμενος δεν τηρήσει δικαιωματικά στάση σιωπής και προβάλει ένα νέο ζήτημα στα πλαίσια της υπεράσπισης του, τότε έχει το «βάρος» (evidential burden of proof) να εγείρει το ζήτημα αυτό επαρκώς ως επίδικο (Attorney General's Ref. (No. 1 of 2004) [2004] 1 W.L.R. 2111), Παράλληλα, παραμένει, καθ'όλη τη διάρκεια, της δίκης, το νομικό βάρος, ήτοι το βάρος απόδειξης της ενοχής του κατηγορούμενου στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, υπό την έννοια ότι, εάν ο κατηγορούμενος στοιχειοθετήσει, σε βαθμό που θα μπορούσε να προκληθεί εύλογη αμφιβολία για την ενοχή του, είτε με μαρτυρία που θα προσφέρει είτε και επί της μαρτυρίας της άλλης πλευράς[1], το εγειρόμενο από τον ίδιο ζήτημα, τότε η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αντικρούσει τον κατηγορούμενο και να αποδείξει, παρά τους ισχυρισμούς του, την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Τα ηλεκτρονικά μηνύματα εν προκειμένω κατατέθηκαν ως πραγματική μαρτυρία (real evidence), έννοια που αντιδιαστέλλεται προς εκείνη των εγγράφων τα οποία ενσωματώνουν μια συμφωνία ή πράξη (documentary evidence) (Phipson on Evidence, 18th Ed., 1-14) (βλ. Rizwan, ανωτ.).  Ev πάση περιπτώσει, η στοιχειοθέτηση από το πρόσωπο που προσκομίζει το έγγραφο της αυθεντικότητας του (authentification), είτε πρόκειται για έγγραφο που κατατίθεται ως πραγματική μαρτυρία, είτε πρόκειται έγγραφο που κατατίθεται ως «έγγραφη μαρτυρία», είναι αναγκαία. Τέτοια στοιχειοθέτηση της αυθεντικότητας μπορεί να γίνει με μαρτυρία αναγνώρισης του τεκμηρίου ή με περιστατική μαρτυρία ή με μαρτυρία εμπειρογνώμονα (Phipson on Evidence, ανωτ. 41-07). Όταν δε προσκομίζεται από κατηγορούμενο, αρκεί να αποσειστεί το «βάρος» υπό την περιορισμένη έννοια που αναφέραμε ανωτέρω.

 

Εν προκειμένω, με το να δοθεί απλώς η φερόμενη ως έκθεση πραγματογνώμονα στην άλλη πλευρά, καθόλου δεν ηγέρθη το ζήτημα της γνησιότητας ώστε η Κατηγορούσα Αρχή να είχε πλέον το βάρος να αποδείξει την πλαστότητα, όπως δεν θα μπορούσε ο συνήγορος να επικαλείται τέτοιο ζήτημα χωρίς μαρτυρία (βλ. Parker v. Smith [1974] R.T.R. 500). Ούτε η διάτρητη από πλευράς αξιοπιστίας λοιπή μαρτυρία γύρω από τα τεκμήρια, μπορεί να θεωρηθεί ως εγείρουσα επαρκώς το ζήτημα.

 

Είναι υπ'αυτή την έννοια που πρέπει να γίνει αντιληπτή η ενέργεια του Κακουργιοδικείου να προβεί σε οπτικές και μόνο παρατηρήσεις που δεν συνιστούσαν άσκηση εμπειρογνωμοσύνης προς στοιχειοθέτηση της  πλαστότητας των τεκμηρίων. Ήταν μια αναφορά επιπρόσθετη όχι μόνο σε σχέση με τη συνολική αξιολόγηση, αλλά και σε σχέση με το επιμέρους γεγονός ότι ενώ η υπεράσπιση κατέθεσε τα αμφισβητούμενα τεκμήρια με τέτοιο τρόπο ώστε να μην στοιχειοθετηθεί επαρκώς, έστω και στον περιορισμένο απαιτούμενο βαθμό, το ζήτημα της γνησιότητας, υπήρχαν σ'αυτά και οφθαλμοφανείς διαφορές που παρέμειναν ανεξήγητες.

 

Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές ότι η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ήταν επιπρόσθετη και τέθηκε, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην απόφαση, «πέραν και ανεξαρτήτως των πιο πάνω στοιχείων λογικής», στοιχείων επί των οποίων το Κακουργιοδικείο δεν είχε πειστεί καθόλου ότι τα συγκεκριμένα αποτέλεσαν μέρος πραγματικής αλληλογραφίας ως οι ισχυρισμοί της υπεράσπισης. Θα μπορούσε τέτοια αναφορά να αποφευχθεί ως περιττή ή και άτοπη, αλλά οπωσδήποτε    δεν    μπορεί   να   γίνει    αντιληπτή    ως άσκηση εμπειρογνωμοσύνης ή άλλη ενέργεια που να επηρεάζει την εξέλιξη της υπόθεσης.

 

Ως εκ των άνω οι λόγοι Έφεσης 8 και 24 απορρίπτονται.

 

7.  Η αξιοπιστία του Μ.Κ.15 (λόγος έφεσης 12) - Άρθρο 34(1) Κεφ. 9 (λόγοι έφεσης 10 και 18)

 

Ως άνω, ο μόνος μάρτυρας κατηγορίας του όπου η αξιολόγηση προσβλήθηκε με λόγο έφεσης είναι ο Μ.Κ. 15 (λόγος έφεσης 12). Πρόκειται για δικηγόρο, συνέταιρο στο γραφείο Zhigachov στη Μόσχα αλλά και ένα των διευθυντών της Providencia κατά τις αμφισβητούμενες αλλαγές. Είναι η εισήγηση τώρα του Κ.4 ότι κακώς το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.15 εφόσον επρόκειτο για μη αντικειμενική μαρτυρία με προσωπικά κίνητρα και οικονομικό συμφέρον.

 

Η εμπλοκή του Μ.Κ.15 στην υπόθεση Providencia είναι δεδομένη και επαρκώς λήφθηκε υπόψιν από το Κακουργιοδικείο που σημείωσε ότι αυτός ήταν και παρέμενε συνέταιρος στο γραφείο Zhigachov στη Ρωσία έχοντας ενεργό ανάμειξη στις δικαστικές διαδικασίες στη Ρωσία, ενώ βοηθούσε και τους κύπριους δικηγόρους στις διαδικασίες ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων. Περιπλέον, το όνομα του περιλαμβανόταν σε διαταγή του Κ.1 προς την Αστυνομία για ποινική δίωξη. Όλα αυτά σημειώθηκαν από το Κακουργιοδικείο το οποίο προειδοποιήθηκε σχετικά. Παράλληλα υπέδειξε ότι η αντεξέταση του Μ.Κ.15, από τους συνηγόρους των Κ.3 και Κ.4, επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ουσία της υπόθεσης Providencia, χωρίς να αντεξεταστεί για τους ισχυρισμούς του περί του ότι η Αστυνομική Έκθεση (Police Report) που εξασφάλισε η Μαρία Κυριακού ημερ. 6.11.2013, εκ μέρους της Κ.3, χρησιμοποιήθηκε σε δικαστικές διαδικασίες στη Ρωσία και περί της ανάμειξης του Κ.4 σε δικαστικές διαδικασίες στη Ρωσία, συνομιλίες και αλληλογραφία σε σχέση με τις υποθέσεις της Providencia και της Rosinka. Δράση την οποία, εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε ως «λογική δεδομένου ότι αυτός είναι ο Υπεύθυνος του Δικαστηριακού Τμήματος της Κ.3». Επανέρχονται έτσι τα πράγματα στην ουσία τους, στα πλαίσια των οποίων, ως άνω, δεν αποδίδεται ουσιώδης συμμετοχή στον Κ.4 σε ότι αφορά την υπόθεση Providencia καθ' εαυτή, τη θεμιτή πλευρά του χειρισμού της, ζήτημα το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή δεν προέβαλε ως επίδικο. Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής αφορούσε τη «σκοτεινή όψη» της υπόθεσης, τη γνώση και τη συμμετοχή του Κ.4 στις ενέργειες που γίνονταν με ανάληψη συγκεκριμένου ρόλου από τον ίδιο, ώστε να εξασφαλιζόταν σε αντάλλαγμα η άσκηση της επιδιωκόμενης ποινικής δίωξης από τον Κ.1.

 

Η ευρύτερη αυτή θεώρησή μας άπτεται και του λόγου έφεσης 10 σύμφωνα με τον οποίο κακώς το Κακουργιοδικείο και εφαρμόζοντας λανθασμένα το άρθρο 34(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, επέτρεψε στο Μ.Κ.15 να αναφέρει ότι από έγγραφα που υπάρχουν στο Δικηγορικό Γραφείο τους στη Μόσχα, τα οποία δεν παρουσίασε, είχε την εντύπωση ότι ο Κ.4 ήταν αναμεμειγμένος σε διαδικασίες στη Ρωσία που αφορούσαν την Providencia. Συναφής είναι και ο λόγος αρ. 18 με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο ότι κακώς το Κακουργιοδικείο επέτρεψε στο δικηγόρο Λ. Ιωαννίδη Μ.Κ.13 να αναφερθεί ότι σε έγγραφα που είδε σε σχέση με διαδικασίες στη Ρωσία ο Κ.4 εμφανίζετο ως παραλήπτης αλληλογραφίας.

 

Ακόμα κι αν επρόκειτο για λάθος του Κακουργιοδικείου, το παράπονο μένει χωρίς πραγματικό έρεισμα και η εξέταση των λόγων έφεσης 10 και 18  θα απέβαινε αλυσιτελής, εφόσον ό,τι εν τέλει αποκόμισε ως άνω το Κακουργιοδικείο ήταν ένας ρόλος αναμενόμενος από τον υπεύθυνο του δικαστηριακού τμήματος της Κ.3.  Εν πάση δε περιπτώσει, η όποια ανάμειξη του Κ.4 προέκυπτε από άλλη μαρτυρία, ως του δικηγόρου Αλέξανδρου Γαβριηλίδη και όχι επί της άποψης ή γνώμης του Μ.Κ.13 ή Μ.Κ.15 από έγγραφα, ευχέρεια που ούτως ή άλλως απέκλεισε γενικότερα το Κακουργιοδικείο.

 

Ως εκ των άνω οι λόγοι έφεσης 12, 10 και 18 απορρίπτονται.

 

8. Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου περί συνομωσίας

 

8.1   Το εύρημα περί παραλείψεων του Κ.4

 

Ως αποτέλεσμα της διεργασίας αξιολόγησης το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε ευρήματα ότι ο Κ.4 παράτυπα αποδέχθηκε επίδοση της αγωγής και παρέλειψε να καταχωρίσει εμφάνιση, ότι έλαβε γνώση της νέας επίδοσης και οδηγίες για καταχώριση εμφάνισης, παραλείποντας και πάλιν και ότι μετά που έλαβε γνώση για την έκδοση απόφασης καταχώρισε αίτηση για παραμερισμό της σχεδόν 3 μήνες αργότερα.

Το επόμενο ερώτημα που εξέτασε το Κακουργιοδικείο είναι κατά πόσο η όλη, ως άνω, δράση του Κ.4 μπορούσε και μόνο να ενταχθεί στα πλαίσια της αποδιδόμενης συνομωσίας.

 

8.2   Η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση

 

Ως προς την έννοια της συνομωσίας, βασικό στοιχείο των κατηγοριών 8 και 9, το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε στην Λαζάρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633, στην οποία υποδείχθηκε ότι το αδίκημα της συνομωσίας συντελείται όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνήσουν να διαπράξουν αδίκημα (ή να πετύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα), έχοντας πρόθεση επιτέλεσης του παρανόμου σκοπού (mens rea). Σημείωσε περαιτέρω το Κακουργιοδικείο με αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα (Phipson on Evidence, 18th Ed. Chapter 38: section 4, sub-section 1, Prosecution and Defence of Criminal Conspiracy Cases Paul Marcus, παρ. 2.051, Archbold (2016) παρ. 33-15, 33-14), ότι τέτοια πρόθεση και γενικότερα τέτοιας φύσης συμφωνία σπανίως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Η συνομολόγηση συνομωσίας εξάγεται συνήθως από τη συντονισμένη δράση με πράξεις ή δηλώσεις, των κατηγορουμένων. Στα πλαίσια τέτοιας περιστατικής μαρτυρίας δεν απαιτείται η απόδειξη συνάντησης και ρητής συμφωνίας για προώθηση του παρανόμου σκοπού, αλλ' αρκεί η συναγωγή συμπεράσματος περί συναντίληψης από τη δράση των κατηγορουμένων προς προώθηση του κοινού τους σκοπού.

 

8.3   Οι αρχές που διέπουν την περιστατική μαρτυρία

 

Παράλληλα, αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο στις αρχές που διέπουν την περιστατική μαρτυρία, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία (Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102, Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258, Χριστάκης Χαραλάμπους Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 331, Παλάσκα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 53/13, ημ. 20.1.17), υποδεικνύοντας αφ'ενός την όχι υποδεέστερη αξία της, εφόσον μάλιστα τείνει να αποκλείσει το ανθρώπινο λάθος που μπορεί να παρεισφρήσει σε μια άμεση μαρτυρία, αλλά τονίζοντας αφετέρου την ανάγκη διαπίστωσης άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ περιστατικής μαρτυρίας και ενοχής. Είχε επίγνωση το Κακουργιοδικείο ότι η περιστατική μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε στο σύνολο της να οδηγεί αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ενοχής, μη επιδεχόμενη λογικά άλλης ερμηνείας ή εξήγησης.

 

8.4   Συντονισμένες, παράλληλες δράσεις με κοινό σκοπό

 

Έχοντας ορθά καθοδηγηθεί το Κακουργιοδικείο από τις νομικές αρχές προχώρησε ακολούθως στη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία για την συνομολόγηση της αποδιδόμενης συνομωσίας. Έτσι, προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα του κατά πόσον είχε συμφωνηθεί μεταξύ των κατηγορουμένων όπως μη καταχωριστεί εμφάνιση στην αγωγή που θα καταχωρούσε ο Κ.1 στα πλαίσια συνομωσίας και με αντάλλαγμα ο Κ.1 να ασκήσει ποινική δίωξη στην υπόθεση Providencia, αποκλειστικά επί τη βάσει διαφόρων στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας. Υποδεικνύοντας το Κακουργιοδικείο ότι ενώ το αδίκημα δεν συνίσταται στη συντονισμένη δράση (concerted action), αλλά στην εξυπακουόμενη προηγούμενη συμφωνία (inferred anterior agreement) σημείωσε ότι η συντονισμένη δράση συνιστά μαρτυρία για το αδίκημα της συνομωσίας.

 

Στην παραπάνω διεργασία, το Κακουργιοδικείο διαχώρισε προς εξέταση τα γεγονότα που εξελίσσονταν παράλληλα και ειδικότερα τις δράσεις των Κ.4 και Κ.1 προς επίτευξη, εκ προθέσεως, του κοινού παρανόμου σκοπού, όπως τους αποδίδεται. Στη διεργασία αυτή το Κακουργιοδικείο κατέγραψε τις εκατέρωθεν «δράσεις» (ενέργειες και παραλείψεις), με ιδιαίτερη επιμέλεια.

 

8.5   Η δράση σε σχέση με την άσκηση ποινικής δίωξης στην υπόθεση Providencia

 

Σε ότι αφορά τον Κ.1 καταγράφεται μεταξύ πολλών άλλων ότι παρά τις οδηγίες δύο Γενικών Εισαγγελέων για τη μη άσκηση δίωξης στην υπόθεση Providencia, αυτός στις 26.8.2013, πολύ σύντομα μετά το διορισμό του, εξασφάλισε τον ανακριτικό φάκελο και με διάφορες ενέργειες του προώθησε την ποινική δίωξη την οποία διέταξε στις 31.10.2013 χωρίς να ενημερώσει προσωπικά το Γενικό Εισαγγελέα.

 

Αυτά παρά το ότι όταν ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης (Μ.Κ.7) τον αντελήφθη στις 20.8.2013 να κρατά το φάκελο Providencia του Γενικού Αρχείου του ζήτησε να μην ασχοληθεί με την υπόθεση εκείνη, όσο ο ίδιος παρέμενε Γενικός Εισαγγελέας. Την ίδια δε ημέρα, ο Π. Κληρίδης επανέλαβε γραπτώς, για τρίτη φορά, τις οδηγίες του στον ποινικό φάκελο, όπως οι διαφορές επιλυθούν στα αστικά δικαστήρια.

 

Ούτε η παραπάνω ρητή αποτροπή και η επανάληψη των οδηγιών συγκράτησαν τον Κ.1.  Λίγες μέρες μετά, στις 26.8.2013, κρυφά από τον Γενικό Εισαγγελέα, ζήτησε και εξασφάλισε τον ποινικό φάκελο. Παρά ταύτα, σε συνάντηση που είχε με το νέο Γενικό Εισαγγελέα, Κώστα Κληρίδη (Μ.Κ.8) στις 4.10.2013 αναφορικά με το θέμα των πιστοποιητικών του Εφόρου Εταιρειών για την Providencia, ζήτημα για το οποίο επίσης παρενέβη, δεν προέβη σε οποιαδήποτε νύξη για το γεγονός ότι είχε ανασύρει τον ποινικό φάκελο και ενεργούσε προς την κατεύθυνση άσκησης ποινικής δίωξης.

 

Ενεργούσε μάλιστα κατά τρόπο πιεστικό εφόσον 3-4 φορές είχε τηλεφωνήσει στον Αρχηγό Αστυνομίας εκτός ωρών εργασίας αναφορικά με συμπληρωματικές καταθέσεις για τη λήψη των οποίων έδωσε οδηγίες στις 8.10.2013.

 

Ενεργούσε δε και παραπλανητικά εφόσον όταν ρωτήθηκε από την ανακρίτρια της υπόθεσης Αστ. 3185 Β. Πόντου για την άποψη του νέου Γενικού Εισαγγελέα για την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης, ψευδώς απάντησε ότι ο ίδιος και ο νέος Γενικός Εισαγγελέας είχαν διαφορετική άποψη από τον προηγούμενο Γενικό Εισαγγελέα.

 

Εν τέλει, την 31.10.2013 συνέταξε επιστολή προς την Αστυνομία με οδηγίες για άσκηση ποινικής δίωξης, εν αγνοία του Γενικού Εισαγγελέα, παραβιάζοντας έτσι όρο επί του οποίου ο Γενικός Εισαγγελέας του είχε αναθέσει τον χειρισμό ποινικών υποθέσεων. Κατέγραψε δε το Κακουργιοδικείο σειρά ενεργειών του Κ.1 που καταδεικνύουν ότι βιαζόταν να προχωρήσει η δίωξη.

 

Την ίδια βιάση επεδείκνυε και η κα Μαρία Κυριακού, δικηγόρος στην Κ.3, υπεύθυνη του γραφείου της Κ.3 στη Λευκωσία,  εφόσον την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την αποστολή της επιστολής για δίωξη, στις 4.11.2013 και αφού στις 31.10.2013 είχε επισκεφθεί το γραφείο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα λίγο πριν αυτός διατάξει την άσκηση δίωξης, εμφανίστηκε στο Γραφείο Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος ενημερωμένη για τη σκοπούμενη δίωξη, να ζητά έκδοση αστυνομικής έκθεσης που να επιβεβαιώνει ότι επρόκειτο να ασκηθεί δίωξη με σκοπό να κατατεθεί σε σχετική δικαστική διαδικασία στη Ρωσία που ήταν ορισμένη για ακρόαση την επομένη. Η Μ. Κυριακού μάλιστα παρέδωσε επιστολή της Κ.3 στον Αρχηγό Αστυνομίας υπό μορφή προσχεδίου έκθεσης, οπότε εξασφαλίστηκε η έκθεση με το συγκεκριμένο λεκτικό.

 

Δεν ήταν όμως μόνο αυτή η εμπλοκή της Μ. Κυριακού και η άμεση γνώση που είχε για τις ενέργειες του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Στις 3.10.2013, λίγες μόνο μέρες μετά που ο Κ.1 εξασφάλισε τον ανακριτικό φάκελο και άρχισε να κινείται προς άσκηση ποινικής δίωξης, η Μ. Κυριακού συνάντησε τον Κ.1 στο γραφείο του. Την ίδια ημέρα ο Α. Νεοκλέους ήταν εκ των έσω ενήμερος και ενημέρωνε με τη σειρά του ρώσο δικηγόρο ότι η ποινική υπόθεση είχε ξανανοίξει, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι στο εγγύς μέλλον θα ασκηθούν ποινικές διώξεις. Αναφερόμενος δε στον Α. Νεοκλέους ο Κ.1 σε συνομιλία που είχε με τον Μ.Κ.8 είχε πει «έκατσε πάνω στα αφτιά μου».

 

8.6   Η «δράση» σε σχέση με το χειρισμό της αγωγής 3987/2013

 

Παράλληλα μ'εκείνη τη γραμμή γεγονότων, εξελισσόταν η άλλη ιστορία στην οποία έχουμε αναλυτικά ανωτέρω αναφερθεί που αφορά τη διπλή παράλειψη εμφάνισης στην αγωγή 3987/2013 υπό πρωτόγνωρες περιστάσεις ξεκινώντας από την αναγραφή ως διεύθυνσης επίδοσης, της διεύθυνσης της Κ.3. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα γεγονότα εκείνα. Υποδεικνύουμε τώρα τη χρονική αλληλουχία, εφόσον η ιστορία εκείνη άρχισε να εξελίσσεται με την κατάθεση της αγωγής στις 16.9.2013, λίγες μέρες μετά που ο ενάγων Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας είχε εξασφαλίσει το φάκελο και ενεργούσε προς την κατεύθυνση άσκησης ποινικής δίωξης. Αν δε ο δικαστής που είχε επιληφθεί της πρώτης αίτησης για ερήμην απόφαση δεν είχε εντοπίσει το παράτυπο της επίδοσης, με την ψευδή αναφορά ότι η επίδοση είχε γίνει στους εναγόμενους, η έκδοση αποφάσεων θα ελάμβανε χώρα, κατά τα επιδιωκόμενα, στις 17.10.2013. Σε χρόνο που εμπίπτει στην περίοδο που ο ενάγων στην αγωγή ενεργούσε για την άσκηση πάση θυσία ποινικής δίωξης ενημερώνοντας την Κ.3, δίδοντας οδηγίες περί τούτου στις 31.10.2013 ως Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, ενώ ως ενάγων στις 16.10.2013 είχε προβεί σε ένορκη δήλωση προς απόδειξη για λήψη ερήμην απόφασης, όπως και στις 8.11.2013 για να λάβει απόφαση αυθημερόν.

 

8.7   Το εύρημα για πλήρως εναρμονισμένες δράσεις

 

Έχοντας ιχνηλατήσει με ακρίβεια τις δύο παραπάνω γραμμές γεγονότων το Κακουργιοδικείο κατέληξε ως εξής:

 

Σελ. 277:

 

«Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως τα δύο αυτά σκέλη κατέληξαν το ένα στη δίωξη και το άλλο στην απόφαση. Οι καταλήξεις αυτές προβάλλονται από την ΚΑ. ως οι συμφωνηθείσες παροχή και αντιπαροχή εκατέρωθεν. Κανένας από τους Κατηγορούμενους ή τους εκπροσώπους τους δεν αμφισβήτησε τις πιο πάνω καταλήξεις και σε κάποιες περιπτώσεις ούτε βασικούς σταθμούς στις διαδρομές που ακολουθήθηκαν.

 

Για το Δικαστήριο δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως οποιοσδήποτε καλόπιστος και αντικειμενικός παρατηρητής εξετάζοντας και κρίνοντας τα πιο πάνω πρωτογενή γεγονότα της υπόθεσης θα διαπιστώσει αμέσως και χωρίς δυσκολία πως τόσο από πλευράς χρόνου στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα όσο και από πλευράς συμμετεχόντων στα διαδραματιζόμενα προσώπων, παρατηρούνται πλήρως εναρμονισμένες δράσεις και πορείες οι οποίες στοχεύουν και εν τέλει καταλήγουν, ανεξαρτήτως διαφόρων τυχαίων εξωγενών κωλυμάτων (π.χ. «ανακάλυψη» εσφαλμένης πρώτης επίδοσης ή ουδέτερων αστυνομικών εκθέσεων κ.λ.π.) αφενός στις οδηγίες για δίωξη και αφετέρου στην ερήμην απόφαση.»


 

 

Σελ. 279 και 280:

 

«Έχοντας συνεκτιμήσει τα όσα έχουν προκύψει κρίνουμε χωρίς κανένα δισταγμό και καμιά αμφιβολία πως πρόκειται για συμφωνημένη εκ των προτέρων δράση ως προς την κατάληξη. Είναι κατά τη γνώμη μας αντίθετο με κάθε ανθρώπινη λογική να δεχθεί οποιοσδήποτε πως τυχαία συνέπεσαν τόσες ενέργειες, παραλείψεις, χειρισμοί, ημερομηνίες, συναντήσεις, επισκέψεις και άλλως ανεξήγητα ή ακατανόητα γεγονότα μεταξύ τόσων προσώπων και για τόσο χρονικό διάστημα. Μια αντίθετη κατάληξη θα μπορούσε ίσως από κάποιους να προβληθεί ως το άκρον άωτον των συμπτώσεων, την οποία βεβαίως δεν είναι δυνατόν να αποδεχθούμε ότι υπήρξε σε τόσα επιμέρους στοιχεία και μεταξύ τόσων ανθρωπίνων συμπεριφορών. Αντιθέτως η ακράδαντη πεποίθηση μας περί προηγηθείσας συμφωνίας εξηγεί, συνάδει και φωτίζει όλα τα γεγονότα όπως έχουν διακριβωθεί.»

 

 

 

 

Υπό το φως τέτοιας σφαιρικής και συνάμα λεπτομερώς αναλυτικής θεώρησης, το Κακουργιοδικείο προέβη ειδικά για τον Κ.4, επί τη βάσει των γεγονότων σε διαπίστωση ότι γνώριζε και ήταν μέρος της συμφωνηθείσας δράσης. Μάλιστα διευκρίνισε ότι προς τούτο δεν έλαβε υπόψιν την αναφορά του Μ.Κ.1 ότι ο Κ.2 του είχε πει πως είχε συνεννοηθεί από τηλεφώνου με τον Κ.4, όπως ο τελευταίος δεχθεί παράτυπα επίδοση.  Θεώρησε το Κακουργιοδικείο ότι τέτοια μαρτυρία δεν ήταν αποδεκτή, εφόσον επρόκειτο για δήλωση συγκατηγορούμενου, του Κ.2, που δεν προβλήθηκε ενόρκως, με αποτέλεσμα να αφορά μόνο τον Κ.2 και όχι τον Κ.4.

 

Ως προς το ζήτημα αυτό ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής μας κάλεσε να προσμετρήσουμε και αυτό το στοιχείο ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον όλων των κατηγορουμένων, περιλαμβανομένου του Κ.4. Παρέπεμψε δε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία ενέργειες και δηλώσεις ενός συνωμότη μπορεί να ληφθούν ως μαρτυρία εναντίον άλλου συνωμότη, εάν λαμβάνουν χώρα προς προώθηση του κοινού τους σκοπού, νοουμένου ότι υπάρχει και άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο άλλος εμπλέκεται ως μέρος της συνομωσίας (R. v. Williams (2002) EWCA Crim 2208, R. v. Jones (Brian) [1997] 2 Cr. App. R. 119, Walters (1979) 69 Cr. App. R. 115, R. v. A. Ltd [2017] 1 Cr. App. R. 1  (“three-pronged test”) και  Ηλιάδη και Σάντη, ανωτ., σελ. 67).

 

Υπέδειξε δε περαιτέρω ο κ. Στεφάνου την ευχέρεια, σε ποινικές υποθέσεις όπου δεν προβλέπεται αντέφεση, του Εφετείου να ακούσει επιχειρηματολογία για ζήτημα που δεν θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να προβληθεί με αντέφεση λαμβανομένης υπόψιν της φύσης και της σπουδαιότητας του (Parris ν. Δημοκρατία (1999) 2 ΑΑΔ 186).

 

Δεν υπήρξε αντίλογος. Κρίνουμε κατ'αρχάς ότι η επιχειρηματολογία που προσφέρθηκε σε σχέση με τη δήλωση του Κ.2 προς τον Μ.Κ.1 είναι τέτοιας φύσης και σπουδαιότητας ώστε να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να επιτραπεί.  Επί της ουσίας της δε, διαπιστώνεται σφάλμα εν προκειμένω του Κακουργιοδικείου. Η όλη μαρτυρία στοιχειοθετεί συνομωσία στην οποία εμπλέκεται ο Κ.4. Συνεπώς ήταν επιτρεπτό για το Κακουργιοδικείο να συνεκτιμηθεί η δήλωση του Κ.2 προς το Μ.Κ.1 εις βάρος του Κ.4, νοουμένου μάλιστα ότι η παραλαβή των κλητηρίων από τον Κ.4 επιβεβαιώνει και την αλήθεια των όσων ο Κ.2 είχε αναφέρει στο Μ.Κ.1. Ευχέρεια για τέτοια συνεκτίμηση παρέχεται τώρα στο Εφετείο.

 

9.   Ο ισχυρισμός περί πλάνης του Κακουργιοδικείου όσον αφορά την κατάληξή του περί πλήρως εναρμονισμένων δράσεων από πλευράς χρόνου (λόγος έφεσης 9)

 

Προβάλλεται με το λόγο έφεσης αρ. 9 ότι το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε, καταλήγοντας στο εύρημα του για πλήρως εναρμονισμένες, από πλευράς χρόνου, δράσεις, το γεγονός ότι η ερήμην απόφαση στην αγωγή 3987/2013 θα μπορούσε να είχε ληφθεί την ημέρα που η σχετική αίτηση ορίστηκε για πρώτη φορά, ήτοι στις 17.10.2013 ενώ η διαταγή του Κ.1 προς την Αστυνομία για άσκηση ποινικής δίωξης διαβιβάστηκε αργότερα, την 1.11.2013.

 

Σε τέτοια περίπτωση, επιχειρηματολόγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κ.4, η εξασφάλιση ερήμην απόφασης, το ένα σκέλος της κατ'ισχυρισμό προωθούμενης συνομωσίας, θα είχε ολοκληρωθεί προτού καν γίνει οποιοδήποτε διάβημα σε σχέση με φερόμενο ως το άλλο σκέλος, την ποινική δίωξη. Συνεπώς, το εύρημα του Κακουργιοδικείου για «πλήρως εναρμονισμένες δράσεις και πορείες» δεν είναι παρά το απότοκο ενός εξωγενούς παράγοντα που ήταν η απαίτηση του Δικαστή, στις 17.10.2013, για νέα επίδοση, οπότε τελικά εκδόθηκε απόφαση σε χρόνο μεταγενέστερο του «άλλου σκέλους». Η χρονική συγκυρία ή σύμπτωση προέκυψε τυχαία λόγω μεσολάβησης παραγόντων μη ελεγχόμενων από τους κατηγορούμενους έτσι ώστε να καταρρίπτεται η όλη θεωρία περί συνομωσίας. Η άλλη πλευρά απάντησε ότι δεν ήταν ποτέ η θέση της Κατηγορούσας Αρχής πως στοιχείο της επίδικης συνομωσίας ήταν η πλήρης χρονική ταύτιση. Ούτε, προσθέτουμε, το σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου περί πλήρως εναρμονισμένων δράσεων και πορειών, το οποίο παραθέσαμε ανωτέρω αυτολεξεί, είχε αυτή την έννοια, όπως επιχειρήθηκε να ερμηνευθεί στον υπό εξέταση λόγο έφεσης. Η συμπερίληψη της φράσης «από πλευράς χρόνου» δεν απέδιδε χρονική ταύτιση υπό την έννοια της ταυτόχρονης ανταλλαγής «παροχής» και «αντιπαροχής», αλλά υπό το φως όσων συνολικά μεταδίδει η απόφαση, σκοπός ήταν να καταγραφεί ο συσχετισμός τους στο χρόνο, ώστε ευλόγως να προκύπτουν ως εναρμονισμένες δράσεις και όχι ασύνδετες πορείες γεγονότων.

 

Υπ'αυτή την έννοια, η δυνατότητα για λήψη ερήμην απόφασης στις 17.10.2013 που ανετράπη επειδή ο Δικαστής καθηκόντως εντόπισε το παράτυπο της επίδοσης, δεν είναι στοιχείο που από μόνο του ανατρέπει τη συνομωσία εφόσον η εξέταση του συσχετισμού των παράλληλων δράσεων έπρεπε να γίνει επί του συνόλου της μαρτυρίας, όπως και έγινε.

 

Ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.

 

10. Ο ισχυρισμός περί εσφαλμένου ευρήματος ότι ο Κ.4 μετείχε στο χειρισμό της όλης υπόθεσης Providencia (λόγος έφεσης 11), ότι ο Κ.4 είχε γνώση και ήταν μέρος της συνωμοσίας (λόγοι έφεσης 1 και 15) και ο ισχυρισμός ότι η προσκομισθείσα περιστατική μαρτυρία δεν δικαιολογούσε την κατάληξη περί ενοχής πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας (λόγος έφεσης 21).

 

Προβάλλεται από τον Κ.4 ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να ασχοληθεί με το στοιχείο της γνώσης του σε σχέση με την κατ΄ισχυρισμό συμφωνία που αποτελούσε το υπόβαθρο των κατηγοριών για συνωμοσία και των λοιπών κατηγοριών.  Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ή ικανοποιητική μαρτυρία βάσει της οποίας να είχε στοιχειοθετηθεί ο συσχετισμός της παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης από πλευράς Κ.4 με την από μέρους του Κ.1 προώθηση της ποινικής δίωξης στην υπόθεση Providencia.  Δεν υπήρξε, συνεχίζει η σχετική εισήγηση, μαρτυρία για ενέργειες του Κ.4 προς την κατεύθυνση του Κ.1 με σκοπό την προώθηση της ποινικής δίωξης, ή έστω τη γνώση του σχετικά. Αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο ότι η αίτηση παραμερισμού πέτυχε και ότι αγνόησε το γεγονός πως τα διοριστήρια παραλήφθηκαν μετά την ερήμην απόφαση. Γενικότερα δε, εγείρεται ζήτημα ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατέληξε ότι η προσκομισθείσα περιστατική μαρτυρία στο σύνολό της δεν οδηγούσε σε άλλο λογικά συμβατό συμπέρασμα από αυτό της ενοχής του Κ.4, πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας.

 

Έχουμε ήδη εξ αρχής αναφέρει ότι η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής δεν τοποθετεί τον Κ.4 ως κυρίαρχο ή ουσιώδες πρόσωπο στο χειρισμό της υπόθεσης Providencia καθ΄εαυτής.  Ό,τι προώθησε η Κατηγορούσα Αρχή και το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε, ήταν η γνώση του Κ.4 για τις ενέργειες που αφορούσαν την ποινική υπόθεση στα πλαίσια της Providencia και η παράλληλη δική του δράση σε σχέση με την παράλειψη εμφάνισης στην επίμαχη αγωγή.  Αυτά τα δύο, στα πλαίσια της αποδιδόμενης συνομωσίας.

 

Σε συμφωνία με το Κακουργιοδικείο έχουμε και εμείς την πεποίθηση ότι η περιστατική μαρτυρία που προσεφέρθη, αποδεικνύει γνώση και συντονισμένη δράση του Κ.4 με τον Κ.1,  αλλά και τον Κ.2.  Η αποδοχή της παράτυπης επίδοσης υπό τις συνθήκες που έγινε, η διπλή παράλειψη εμφάνισης, ο έκδηλος εκ των πραγμάτων συντονισμός των ενεργειών και παραλείψεων του Κ.4 με τις ενέργειες του Κ.1 και την εμμονή του τελευταίου να προωθήσει ποινική δίωξη προς όφελος ή προς εξυπηρέτηση της Κ.3, με αμφότερες να συγκλίνουν στα επιδιωκόμενα για τις δύο πλευρές αποτελέσματα, ορθά οδήγησαν το Κακουργιοδικείο ότι όλες οι ενέργειες και οι παραλείψεις του Κ.4 καταδεικνύουν, χωρίς να υπάρχει περιθώριο για άλλη λογική εξήγηση, ότι έλαβαν χώραν ώστε αφενός να μην καταχωριστεί εμφάνιση από τον ίδιο και την Κ.3 στην αγωγή και αφετέρου να προωθηθεί η ποινική δίωξη από τον Κ.1 σε σχέση με την Providencia.  Η διαπίστωση αυτή, ενδυναμώνεται έτι περαιτέρω, αν ληφθεί υπόψη και το περιπλέον στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας που το Κακουργιοδικείο, ως άνω, δεν έλαβε υπόψη, ήτοι το γεγονός της αποδεδειγμένης, εκ της εξέλιξης των πραγμάτων, προσυνεννόησης του Κ.2 με τον Κ.4 προκειμένου ο τελευταίος να δεχθεί το Μ.Κ.1 και να αποδεχθεί παράτυπα την επίδοση της αγωγής του Κ.1.  Ο συντονισμός αυτός μεταξύ Κ.2 και Κ.4 θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να θεμελιώσει συνωμοσία προς ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και προς καταδολίευση, εφόσον συνιστούσε επέμβαση στην πορεία της δικαιοσύνης, η οποία στα κανονικά και νόμιμα πλαίσια, προϋπόθετε νόμιμη επίδοση και εμφάνιση και ασφαλώς όχι το συντονισμό, ώστε ο δικηγόρος να δεχθεί παράτυπη επίδοση και να μην καταχωρίσει εμφάνιση.  

 

Ως εγγενής αδυναμία της υπόθεσης προβλήθηκε και ο ισχυρισμός ότι τα διοριστήρια παραλήφθηκαν μετά την ερήμην απόφαση, (14ος λόγος έφεσης) ο παραμερισμός της οποίας υπήρξε επιτυχής. Αυτός όμως ήταν  ισχυρισμός της Μ.Υ.4(4) που κρίθηκε αναξιόπιστη γενικά. Ως προς δε τον συγκεκριμένο ιδιαίτερα ισχυρισμό το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι «εντυπωσιάζει» ο ισχυρισμός ότι μια επιστολή που διακινήθηκε και στάληκε από τη Λευκωσία στη Λεμεσό την 1.11.13 μέσω ταχυμεταφορέα, εν τέλει παρελήφθη στη Λεμεσό στις 11.11.13. Ακόμα και αν ο ισχυρισμός ότι τα διοριστήρια παραλήφθηκαν μετά, θα ευσταθούσε, ακόμα και αν έγινε στο τέλος και μετά από αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αίτηση για παραμερισμό της απόφασης με θετικό αποτέλεσμα, ό,τι έχει καθοριστική σημασία είναι πως, εάν ο Δικαστής δεν εντόπιζε την παρατυπία συνοδευόμενη από ψευδή ένορκη δήλωση για επίδοση στους εναγομένους, ο Κ.1 και οι εταιρείες του θα εξασφάλιζαν απόφαση εξ αρχής.  Είναι ο εξωτερικός αυτός παράγοντας που οδήγησε σε νέα επίδοση στη Διαχειρίστρια και, ως εκ τούτου, σε γνώση πλέον της Διαχειρίστριας για την επίμαχη αγωγή και την αναπόφευκτη τελικά, εφόσον η Διαχειρίστρια έλαβε γνώση, προσπάθεια για παραμερισμό της απόφασης, η οποία και αυτή έγινε με μεγάλη και αδικαιολόγητη, ενδεικτική και αυτή της όλης τάσης, καθυστέρηση.  Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε και η εκτροπή της πορείας της συντονισμένης δράσης ως συνέπεια της εγρήγορσης του Δικαστή κατά την πρώτη αίτηση για απόφαση, δεν αναιρεί τη στέρεη, έστω και με περιστατική μαρτυρία, στοιχειοθέτηση της πορείας αυτής ως το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει.

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 11, 14, 15 και 21 απορρίπτονται.

 

11. Η εισήγηση ότι δεν λήφθηκαν υπόψη μαρτυρίες και γεγονότα που σαφώς ενίσχυαν την περί αθωότητας υπεράσπιση του Κ.4 (λόγος έφεσης 2)

 

Στον προηγηθέντα παραπάνω προβληματισμό και διαπιστώσεις, είχαμε εξ αρχής και σε κάθε στάδιο κατά νου την εισήγηση της υπεράσπισης ότι δεν λήφθηκαν υπόψη μαρτυρίες και γεγονότα που σαφώς ενίσχυαν την περί αθωότητας υπεράσπιση του Κ.4, έχοντας ασφαλώς επίγνωση ότι εάν ο συνδυασμός ή οποιοδήποτε από τα στοιχεία, από μόνο του, στα οποία παρέπεμψε σχετικά η υπεράσπιση, μπορούσε να προκαλέσει ρήγμα στο πλέγμα της περιστατικής μαρτυρίας έστω και υπό την έννοια της υποβόσκουσας αμφιβολίας, τότε  θα έπρεπε να αποδοθεί τέτοιο ευεργέτημα στον Κ.4. 

 

Προβλήθηκαν στα πλαίσια της παραπάνω εισήγησης διάφοροι ισχυρισμοί, περιλαμβανομένου ισχυρισμού περί ελλιπούς ανακριτικού έργου σε σχέση με καταγγελία στην οποία η εταιρεία Providencia έκαμε στην αστυνομία.  Η ανακρίτρια Μ.Κ.16 όμως έδωσε εξηγήσεις αντεξεταζόμενη και εν πάση περιπτώσει δεν διαπιστώνεται λόγος για διαφοροποίηση της εικόνας που αδιαμφισβήτητα προκύπτει από τα γεγονότα στα οποία ευθέως η υπό εκδίκαση υπόθεση αφορά.  Άλλοι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν αφορούν ζητήματα που συσχετίζονται με τα ηλεκτρονικά μηνύματα τεκ. 327-329.  Υποδεικνύεται επίσης ότι ο Κ.4 συνέταξε τη γραπτή αγόρευση προς υποστήριξη της αίτησης για παραμερισμό της ερήμην απόφασης.  Αυτά όμως τα ζητήματα έχουν ήδη εξεταστεί και ληφθεί ανωτέρω υπόψιν.  Το γεγονός, περαιτέρω, ότι η κα Μαρίνα Τζιούτ, δικηγόρος υπό τον Κ.4 στο δικαστηριακό τμήμα του γραφείου Νεοκλέους, έσπευσε να πληροφορήσει την Τράπεζα Κύπρου ότι η απόφαση είχε ήδη παραμεριστεί, όταν ο Κ.1 ανέφερε στην Τράπεζα Κύπρου ότι το δάνειο του είχε συμψηφιστεί με απόφαση Δικαστηρίου, είναι μεταγενέστερο και δεν μπορεί να επηρεάσει την επίδικη κρίση.  Ό,τι έχει εν προκειμένω σημασία είναι ότι ο Κ.1 προχώρησε έναντι της Τράπεζας Κύπρου επικαλούμενος την απόφαση που λόγω της διπλής παράλειψης του Κ.4 και μόνο κατόρθωσε να εξασφαλίσει.  Ούτε βρίσκουμε να έχει σημασία η περαιτέρω εισήγηση ότι η ειδική Διαχειρίστρια ουδέποτε έπαυσε να εμπιστεύεται τον Κ.4 και το γραφείο Νεοκλέους.  

 

Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

12. Λόγοι Έφεσης που άπτονται της δίκαιης δίκης (λόγοι 4, 5, 6, 7 και 19)

 

Όσα τίθενται στους λόγους έφεσης 4, 5, 6, 7 και 19 έχουν στην ουσία τους εξεταστεί στα πλαίσια της έφεσης του Κ.1 και οι σχετικοί ισχυρισμοί έχουν απορριφθεί.  Επαναλαμβάνουμε την ίδια ετυμηγορία εν προκειμένω.  Ό,τι ενδεχομένως χρήζει περαιτέρω αναφοράς είναι σε σχέση με τον ισχυρισμό στο λόγο έφεσης 4(κδ) ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.2(4) Κ. Σταματίου, δικηγόρου στην Κ.3, παραγνωρίστηκε πλήρως από το Κακουργιοδικείο.  Πρόκειται για μαρτυρία που αποσκοπούσε να καταδείξει ότι η προώθηση της υπόθεσης από τον κ. Η. Στεφάνου δεν ήταν αντικειμενική.  Δεν παραγνωρίστηκε.  Εξετάστηκε και κρίθηκε ως το αποτέλεσμα συνειρμών και εικασιών, με αντιφάσεις και υπερβολές και χωρίς έρεισμα στη λογική και ότι σκοπός του μάρτυρα ήταν να βοηθήσει, όπως μπορούσε, τον Κ.4. 

 

Οι λόγοι έφεσης 4, 5, 6, 7 και 19 απορρίπτονται.

 

13. Άλλοι λόγοι έφεσης

 

13.1        Λόγος έφεσης 3

 

Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο πλανήθηκε όταν αποφάσισε ότι υπήρξε πρόθεση και/ή απόπειρα και/ή συνωμοσία καταδολίευσης της Τράπεζας Κύπρου Λτδ.  Η αιτιολογία του σχετικού Λόγου ήταν ότι ουδεμία περί τούτου μαρτυρία που να αφορά τον Κ.4 προσκομίστηκε και ούτε καθ΄οιονδήποτε τρόπο δικαιολογήθηκε η άποψη ότι η εν λόγω Τράπεζα θα δεσμευόταν από απόφαση σε αγωγή στην οποία δεν ήταν διάδικος.  Το Κακουργιοδικείο εξέτασε επισταμένα το ζήτημα με αναφορά αφ΄ενός στο πλεονέκτημα που αποκτούσε με την επίμαχη ερήμην απόφαση ο Κ.1 έναντι των εναγόντων, το οποίο και προέταξε όντως σε εκπροσώπους της Τράπεζας Κύπρου.  Αφ΄ετέρου δε, με αναφορά στο Διάταγμα Κ.Δ.Π. 104/2013 περί μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Λαϊκής προς την Τράπεζα Κύπρου, ημερομηνίας 29.3.2013.  Στην αγωγή 3987/13 οι ενάγοντες αναφέρονταν σαφώς στην Τράπεζα Κύπρου όταν στο αιτητικό έκαναν λόγο στους «υποκατάστατους αυτών».

 

Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

13.2  Λόγος έφεσης 20

 

Προβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψιν την εισήγηση της υπεράσπισης του Κ.4 περί παραβίασης του δικαιώματος του για παρουσία δικηγόρου κατά τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τους δύο ποινικούς ανακριτές Πελαγία και Σωκράτους.  Όντως το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με την εισήγηση αυτή. Το δικαίωμα κατηγορουμένου σε νομική εκπροσώπηση και για πρόσβαση σε δικηγόρο από την αρχή της αστυνομικής ανάκρισης δεν αμφισβητείται.  Όμως εν προκειμένω ο Κ.4 κατ΄ουσία, σημειώνοντας «τη διαμαρτυρία του που δεν επιτράπηκε στο δικηγόρο του να είναι παρών», άσκησε το δικαίωμα της σιωπής.  Χωρίς αργότερα, έχοντας γνώση πλέον των ερωτήσεων των ανακριτών και ευχέρεια να συμβουλευθεί το δικηγόρο του, να επανέλθει και να παραδώσει τις θέσεις του στους ανακριτές, όπως έκαναν άλλοι ανακρινόμενοι.

 

Εν πάση περιπτώσει δεν έχει υποδειχθεί κατά ποιο συγκεκριμένο έχει επηρεαστεί η υπεράσπιση του Κ.4. 

 

Ο λόγος έφεσης 20 απορρίπτεται.

 

13.3  Λόγος έφεσης 25

 

Προβλήθηκε ως παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης ότι κατά την «ειδική δικάσιμο» στις 16.12.2016 όταν το ίδιο το Κακουργιοδικείο υπέβαλε διάφορες ερωτήσεις προς τους δικηγόρους, απηύθυνε τις ερωτήσεις εις έκαστον χωριστά χωρίς σχόλια από τους υπόλοιπους.

 

Αυτά όμως τέθηκαν τόσο γενικόλογα ώστε στην πραγματικότητα να μην εγείρεται ζήτημα προς εξέταση.  Εν πάση περιπτώσει, γίνεται αντιληπτό ότι επρόκειτο για διευκρινίσεις που το Κακουργιοδικείο ζήτησε επί των γραπτών αγορεύσεων κάθε πλευράς.  Δεν διαπιστώνεται παράβαση φυσικής δικαιοσύνης.

 

Ο λόγος έφεσης 25 απορρίπτεται.

 

13.4  Λόγος έφεσης 26

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι η καταδίκη του Κ.4 είναι εσφαλμένη για όλους μαζί και για κάθε ένα χωριστά τους λόγους οι οποίοι έχουν προβληθεί στα πλαίσια εφέσεων που έχουν καταχωριστεί από τους άλλους Εφεσείοντες. Αυτό υπό την έννοια, όπως εξηγείται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 26, ότι λόγω της φύσης και της διασύνδεσης της υπόθεσης η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης για οποιοδήποτε από τους Εφεσείοντες - κατηγορούμενους επιφέρει αναπόφευκτα την κατάρρευση της καταδίκης του Κ.4. Ετσι το ζήτημα αυτό, έχει διασυνδεθεί με την τύχη όλων των εφέσεων, η απόφασή μας επί των οποίων επιδρά ανάλογα.

 


ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2017

(ANDREAS NEOCLEOUS & CO LLC – Κ3)

 

Λόγοι έφεσης επί της καταδίκης.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:

 

1.     Ζητήματα σε σχέση με τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο χρησιμοποίησε τις ενέργειες του Ανδρέα Νεοκλέους και της Μαρίας Κυριακού

 

Σειρά λόγων έφεσης έχουν στον πυρήνα τους το επιχείρημα ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα χρησιμοποίησε και βασίστηκε σε ενέργειες και νοητική στάση προσώπων, κυρίως του Α. Νεοκλέους, εκτός κατηγορητηρίου, τα οποία θεώρησε ότι εμπλέκονται στα αδικήματα.

 

Σε σχέση με τον Α. Νεοκλέους υποδεικνύεται, πέραν της μη συμπερίληψης του στο κατηγορητήριο, η αναφορά του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, στα πλαίσια απάντησής του σε ένσταση που αφορούσε την κατάθεση του Α. Νεοκλέους προς τον ανακριτή, ότι  δεν υπήρχε μαρτυρία για να κατηγορηθεί.

 

Ως εκ των άνω, η Κ.3 δεν μπορούσε να υποθέσει ότι το Κακουργιοδικείο θα μπορούσε να την καταδικάσει επί τη βάσει ενεργειών του Α. Νεοκλέους και άλλων και εν τέλει καταδικάστηκε, στην ουσία, για άλλη υπόθεση από αυτή που γνώριζε ότι αντιμετώπιζε με βάση το κατηγορητήριο, καταλήγει η σχετική εισήγηση.  Υποβάλλεται δε, ότι το Κακουργιοδικείο όφειλε να περιοριστεί στους κατηγορούμενους και να εξετάσει κατά πόσο ο Κ.4, κρινόμενος ο ίδιος ένοχος, μπορούσε να δεσμεύσει ποινικά την Κ.3, που όπως είναι η περαιτέρω εισήγηση, δεν μπορούσε.

 

Τα παραπάνω σχετίζονται με το ουσιώδες ζήτημα της εταιρικής ποινικής ευθύνης, ειδικότερα με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ενέργειες και η νοητική στάση ενός (φυσικού) προσώπου μπορούν να αποδοθούν σε εταιρεία προς στοιχειοθέτηση δικής της ποινικής ευθύνης.

 

Κατά την παραδοσιακή προσέγγιση, γνωστή ως «the identification doctrine» («αρχή της ταύτισης»), με αφετηρία την Lennards Carrying Co Ltd v. Asiatic Petroleum Co Ltd [1915] AC 705, 713, σε μια εταιρεία μπορούν να αποδοθούν οι ενέργειες και η νοητική στάση προσώπου που μπορεί να θεωρηθεί ως ο «ιθύνων νους και βούληση» της εταιρείας («directing mind and will»).  Ως κλασική απόφαση επί του θέματος θεωρείται η Tesco Supermarkets Ltd v. Nattrass [1972] AC 153.

 

Θα επεκταθούμε κατωτέρω σε σχέση με τον Κ.4.  Εκείνο που τώρα πρέπει να λεχθεί είναι ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Tesco, η «αρχή της ταύτισης» προϋποθέτει δύο στάδια ανάλυσης ως ακολούθως:

 

«… a two step analysis first identifies the perpetrator of the crime and then asks whether he or she is a person who can be said to embody the company’s mind and will.»

 

 

 

 

Διευκρινίζουμε κατ΄ αρχάς ότι ο προσδιορισμός του δράστη για τους παραπάνω σκοπούς, δεν συνεπάγεται κατ΄ ανάγκη τη συμπερίληψη του στο κατηγορητήριο.  Στην υπόθεση R. v. A. Ltd [2017] 1 Cr.App.R. 1, CA, θεωρήθηκε ως «ιθύνων νους» της εταιρείας, σε κατηγορία για διαφθορά/δωροδοκία, διευθυντής της ο οποίος δεν βρισκόταν στο κατηγορητήριο.  Επρόκειτο μεν στην περίπτωση εκείνη για άτομο πέραν της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, όμως εκείνο που έχει σημασία είναι ότι δεν απαιτείται απαραιτήτως να κατηγορηθεί και το φυσικό πρόσωπο για δωροδοκία, αλλά αρκεί, πλην απαιτείται, η διαπίστωση ότι θα μπορούσε, τουλάχιστον, να καταδικαστεί.  (Η αρχή αυτή κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 7 του Bribery Act 2010).  Εν προκειμένω όμως, θεωρούμε ότι δεν χωρεί περαιτέρω συζήτηση ως εκ του λόγου που δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή για το ότι δεν κατηγορήθηκε ο Α. Νεοκλέους.

 

Έτσι, παραμένει ως διαπίστωση ότι ο Α. Νεοκλέους δεν μπορούσε να εκληφθεί ως «δράστης του εγκλήματος» («perpetrator of the crime»), ώστε σε δεύτερο στάδιο να κριθεί κατά πόσο ήταν «ιθύνων νους» της Κ.3, με τις ενέργειες του εν τέλει να συνυπολογίζονται υπ΄αυτή την έννοια στα πλαίσια της «αρχής της άρθροισης» («aggregation»).

 

Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση του Κακουργιοδικείου παρουσιάζει σύγχυση.  Εξετάζοντας τις παράλληλες δράσεις που αντιστοιχούσαν στα δύο σκέλη της συμφωνίας/συνωμοσίας, διαπίστωσε, αναφορικά με το σκέλος που αφορούσε την προώθηση ποινικής δίωξης, ότι στο προσκήνιο βρισκόταν ο Α. Νεοκλέους και η δικηγόρος Μ. Κυριακού, υπεύθυνη του γραφείου της Κ.3 στη Λευκωσία, ως εντολοδόχος του Α. Νεοκλέους στον οποίο και λογοδοτούσε.

 

Έχει αναγνωρισθεί η δυνατότητα συνδυασμού των ενεργειών (actus reus) εκ μέρους εργοδοτουμένου που δεν αποτελεί «ιθύνοντα νου», με τη νοητική στάση (mens rea) ατόμου που θεωρείται ως «ιθύνων νους» (Information Commissioner v. Islington LBC [2003] B.L.G.R. 38, DC).  Το Κακουργιοδικείο όμως εν προκειμένω δεν ήταν σαφές.  Ενώ σημείωσε ότι η «όποια αναφορά» στους Α. Νεοκλέους και Μ. Κυριακού δεν ήταν ως συνωμότες, από την άλλη χαρακτήρισε τον Α. Νεοκλέους ως «ιθύνοντα νου», χαρακτηρισμός που, ως άνω, θα είχε θέση εάν προηγουμένως διαπιστωνόταν η συμμετοχή του ως «δράστης».  Στην απόφαση δε για την ποινή, έγινε λόγος για το ότι δεν έχουν διωχθεί όλα τα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στη συνομωσία.

 

Η αναφορά του Κακουργιοδικείου σε «ιθύνοντα νου» για τον Α. Νεοκλέους υπό την παραπάνω έννοια αποτελούσε σφάλμα, ενόψει της δήλωσης της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά και λόγω του ότι δεν τον προσδιόρισε προηγουμένως με σαφήνεια ως «δράστη».  Πολύ δε περισσότερο δεν μπορούσαν να εκληφθούν οι ενέργειες της Μ. Κυριακού ως ενέργειες «ιθύνοντα νου» υπό την έννοια της αρχής της ταύτισης, εάν αυτό το νόημα αποδόθηκε από το Κακουργιοδικείο, εφόσον καμιά αναφορά δεν έγινε για τη Μ. Κυριακού υπ΄αυτή την έννοια.

 

Όμως, κατ΄αρχάς, η εσφαλμένη και, εν πάση περιπτώσει, αντιφατική αντιμετώπιση των ενεργειών του Α. Νεοκλέους ως «ιθύνοντα νου» στο τέλος της διαδικασίας, στην τελική απόφαση και η προαναφερθείσα αναφορά στο στάδιο της ποινής, δεν μπορούσε, ως μεταγενέστερη ενέργεια, να επηρεάσει τον προηγούμενο χειρισμό της υπόθεσης από την υπεράσπιση της Κ.3.  Το κατηγορητήριο είχε δομηθεί χωρίς να εγερθεί ζήτημα ή να ζητηθούν λεπτομέρειες με τρόπο ώστε να είναι εξ αρχής αντιληπτή η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ότι η ποινική ευθύνη της Κ.3 θα διερχόταν μέσω του Κ.4.  Το σφάλμα ή η σύγχυση στο τελικό πλέον στάδιο δεν εξέτρεψε τη δίκη, ούτε δημιούργησε συνθήκες μη δίκαιας δίκης για την Κ.3, η οποία, ως άνω, είχε ειδοποίηση και γνώση της υπόθεσης που αντιμετώπιζε με αναφορά στον Κ.4.

 

Πέραν τούτου, το σφάλμα δεν μπορούσε εξ αυτού και μόνο να εξουδετερώσει την τυχόν θεμελίωση ευθύνης της Κ.3 επί τη βάσει της δράσης και της νοητικής στάσης του Κ.4.

 

Το ζήτημα της ποινικής ευθύνης της Κ.3 δια μέσω του Κ.4

 

Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ήταν πως ο Κ.4 είχε αναλάβει ρόλο στο χειρισμό της αγωγής αρ. 3987/2013, παράλληλα με όσα διαδραματίζονταν για την προώθηση ποινικής δίωξης στην υπόθεση Providencia, στα πλαίσια «δύο πλήρως εναρμονισμένων δράσεων και πορειών» που συνιστούσαν «συμφωνημένη εκ των προτέρων δράση ως προς την κατάληξη» στα πλαίσια «προηγηθείσας συμφωνίας», με τον Κ.4 να «γνωρίζει πάρα πολύ καλά και να είναι μέρος της συμφωνηθείσας δράσης».

 

Επί των διαπιστώσεων αυτών ο Κ.4 καταδικάστηκε για συνωμοσία, ένα αδίκημα που συντελείται από τη στιγμή που δύο τουλάχιστον πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα (Λαζάρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633).  Περιπλέον, καταδικάστηκε στις κατηγορίες 5, 6, 7 επί τω ότι παρείχε αντάλλαγμα στον Κ.1 για την άσκηση της ποινικής δίωξης στην υπόθεση Providencia.

 

Ήταν, συνεπώς, σαφής η διαπίστωση περί συμμετοχής του Κ.4 ως «δράστη» στο πλήρες φάσμα της συμφωνίας/συνωμοσίας και στα άλλα αδικήματα, με επίγνωση ότι ο δικός του ρόλος ήταν το αντάλλαγμα προς τον Κ.1.

 

Ενόψει της διαπίστωσης αυτής, το επόμενο ερώτημα αφορά κατά πόσον οι ενέργειες, η γνώση και η πρόθεσή του μπορούν να αποδοθούν στην Κ.3, έχοντας ως δεδομένο ότι μια εταιρεία μπορεί να καταδικαστεί για συνωμοσία προς εξαπάτηση (R. v. ICR Haulage Co Ltd [1944] 1 All ER 691).

 

Έχουμε ήδη αναφερθεί στην παραδοσιακή προσέγγιση της Tesco («αρχή ταύτισης») όπου το κριτήριο για τον «ιθύνοντα νου» τέθηκε ως εξής από τον Viscount Dilhorne, στη σελ. 187:

 

«a person who is in actual control of the operations of a company or of part of them and who is not responsible to another person in the company for the manner in which he discharges his duties in the sense of being under his orders

 

 

 

Στην HL Bolton (Engineering) Co Ltd v. TJ Graham & Sons Ltd [1957] 1 QB 159, 172, CA, η αντιδιαστολή τέθηκε παραστατικά από τον Lord Denning ως ακολούθως:

 

«Some of the people in the company are mere servants and agents who are nothing more than hands to do the work and cannot be said to represent the mind or will.  Others are directors and managers who represent the directing mind and will of the company and control what it does.  The state of mind of those managers is the state of mind of the company and is treated by the law as such.»

 

 

 

Τα κριτήρια με βάση τα οποία είναι δυνατό να καθοριστούν τα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι πράξεις και η νοητική στάση μπορούν να αποδοθούν στην εταιρεία («rules of attribution»), εξηγήθηκαν από τον Lord Hoffmann στην Meridian Global Funds Management Asia Ltd v. Securities Commission [1995] 2 A.C. 500, PC.  Πηγή κατ΄αρχάς αποτελεί το καταστατικό της εταιρείας, το οποίο, κατά το σύνηθες, ορίζει ότι οι εργασίες μιας εταιρείας διευθύνονται από το διοικητικό συμβούλιο. («βασικός κανόνας απόδοσης ευθύνης»,«primary rules of attribution»).  Σ΄αυτά τα πλαίσια, οι διευθυντές μιας εταιρείας μπορούν εκ πρώτης όψεως να θεωρηθούν ως ο «ιθύνων νους και βούληση» της.  Όπως όμως έχει υποδειχθεί στη Δημοκρατία ν. Δράκου κ.α. (2012) 2 ΑΑΔ 851, το ζήτημα «δεν μπορεί να υπεραπλουστευθεί με αναφορά μόνο στη θέση και στις αρμοδιότητες του αξιωματούχου, αλλά επεκτείνεται σε όλα όσα μπορούν να αφορούν την καθόλα λειτουργία της εταιρείας και τη συμμετοχή και ευθύνη του συγκεκριμένου αξιωματούχου σ΄αυτή.»

 

Περιπλέον, εφόσον τα συστατικά έγγραφα της εταιρείας δεν μπορούν να ρυθμίζουν την καθημερινή άσκηση των εργασιών της και προς αποφυγή της ανάγκης για απόφαση επί παντός του διοικητικού συμβουλίου, στην πράξη οι δραστηριότητες μιας εταιρείας διενεργούνται διά εργοδοτουμένων στα πλαίσια σχέσης αντιπροσώπευσης, οπότε είναι δυνατό για τις πράξεις τούτων να αποδοθεί ευθύνη στην εταιρεία («γενικός κανόνας απόδοσης ευθύνης», «general rules of attribution»).  Προχώρησε περαιτέρω ο Lord Hoffmann αναφερόμενος στην ανάγκη και ειδικότερου κριτηρίου για απόδοση ευθύνης  με αναφορά στο σκοπό του συγκεκριμένου νόμου, στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που εκ της διατύπωσης του νόμου δεν είναι δυνατή η εφαρμογή εκ προστήσεως ευθύνης («ειδικός κανόνας απόδοσης ευθύνης», «special rule of attribution»).   Στη συνήθη όμως κατάσταση πραγμάτων η απόδοση ευθύνης της εταιρείας γίνεται μέσα από το συνδυασμό του «βασικού» με το «γενικό κανόνα απόδοσης ευθύνης» με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε περίπτωσης.

 

Έτσι, στην Tesco, κρίθηκε ότι η παράλειψη του διευθυντή ενός από τις εκατοντάδες καταστήματα της εταιρείας να βεβαιωθεί ότι αγαθά που διαφημίζονταν προς πώληση σε συγκεκριμένη τιμή προσφέρονταν όντως στην τιμή εκείνη, δεν μπορούσε να αποδοθεί στην εταιρεία, εφόσον το πρόσωπο εκείνο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ο «ιθύνων νους και βούληση» της εταιρείας.

 

Επίσης, στην υπόθεση R. v. St Regis Paper Co Ltd [2012] 1 Cr. App. R. 14, δεν θεωρήθηκε ως «ιθύνων νους» ο τεχνικός διευθυντής στο μικρότερο από τα πέντε εργοστάσια της εταιρείας, υπόλογος ο ίδιος σε τρεις ιεραρχικά ανωτέρους, σε σχέση με την ενέργειά του, παρά τις απαιτήσεις και προδιαγραφές που επέβαλλε η εταιρεία, να παρουσιάζει στην υπηρεσία περιβάλλοντος παραπλανητικά στοιχεία για την εκροή χημικών από το εργοστάσιο.

 

Αντιθέτως στην υπόθεση El Ajou v. Dollar Land Holdings Plc [1994] 2 All ER 685 CA, ένας μη εκτελεστικός διευθυντής της εναγόμενης εταιρείας, ως εκ του ρόλου του στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε ότι μπορούσε να δεσμεύσει από πλευράς ευθύνης την εταιρεία.  Όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση εκείνη από τον Rose LJ, στη σελ. 699j:

 

«… First, the directors of a company are prima facie likely to be regarded as its ‘directing mind and will’ whereas particular circumstances may confer that status on non-directors.  Secondly, a company’s ‘directing mind and will’ may be found in different persons for different activities of the company.»

 

 

Ο δε Hoffmann LJ (ως ήτο τότε) κατέληξε ως εξής, στη σελ. 706e:

 

«The authorities show clearly that different persons may for different purposes satisfy the requirements of being the company’s directing mind and will.»

 

 

 

Θα ήταν βέβαια λάθος, να αποδίδεται στην εταιρεία η γνώση ενός αντιπροσώπου της ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα γεγονότα (Re Bank of Credit and Commerce International SA (in liquidation) (No 15); Morris v. Bank of India [2005] BCLC 328).

 

Εν προκειμένω, το καταστατικό της Κ.3 ορίζει κατ΄αρχάς το σύνηθες, ότι δηλαδή οι εργασίες της εταιρείας διευθύνονται από το διοικητικό συμβούλιο αυτής. Τονίστηκαν από πλευράς εφεσείουσας οι πρόνοιες του καταστατικού σύμφωνα με τις οποίες ο Πρόεδρος είναι το κορυφαίο διευθυντικό όργανο της εταιρείας με εξουσίες, μεταξύ άλλων, να προεδρεύει του διοικητικού συμβουλίου και να έχει δεύτερη νικώσα ψήφο, αλλά και να διορίζει διευθυντές (managers) των τμημάτων ή των γραφείων της εταιρείας.  Η καταληκτική εισήγηση ήταν ότι εκ του καταστατικού προκύπτει ότι όχι μόνο ο Κ.4 δεν ήταν ο «ιθύνων νους», αλλά απεναντίας ήταν υπόλογος στον Α. Νεοκλέους.

 

Με το δέοντα σεβασμό, τόσο προς τη συγκεκριμένη εισήγηση όσο και προς την ικανή γενικότερα αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Κ.3, εκ του καταστατικού δεν προκύπτει τέτοιο συμπέρασμα ούτε και θα μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να επιλυθεί το κρίσιμο ερώτημα.  Οι πρωταρχικοί κανόνες ευθύνης δεν είναι πάντοτε καθοριστικοί, αλλά μπορούν να συμπληρώνονται ως προς το ζητούμενο με επισκόπηση του πραγματικού τρόπου με τον οποίο ασκούνται οι εξουσίες της εταιρείας (βλ. El Ajou, ανωτ.) σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο σκοπό.

 

Ο ρόλος του Κ.4 έχει διαπιστωθεί και καταγραφεί στα πλαίσια της δικής του έφεσης επί της οποίας δόθηκε απόφαση αμέσως προηγουμένως.  Ο Κ.4 ήταν ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας. Ήταν υπεύθυνος του δικαστηριακού τμήματος. Οι επίμαχες του ενέργειες εντάσσονταν στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του. Στη διευθυντική και υπεύθυνη θέση στην οποία τον τοποθέτησε ο Πρόεδρος και η Κ.3, είχε απόλυτη εξουσία ή ελευθερία χειρισμού της επίμαχης αγωγής, όπως προκύπτει από τις δικές του ενέργειες που περιβάλλουν την επίμονη παράλειψη να καταχωριστεί εμφάνιση σε μια υπόθεση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, ενός τέτοιου σημαντικού πελάτη, χωρίς να δείχνει καμιά ανησυχία ή έγνοια για την αντίδραση είτε του Προέδρου, είτε του διοικητικού συμβουλίου.  Επρόκειτο δε για μια συνειδητή επιλογή σε άμεση διασύνδεση με την υπόθεση Providencia και την επιδιωκόμενη άσκηση ποινικής δίωξης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων και επιδιώξεων της Κ.3, στην οποία δεν ήταν μόνο ένας εκ των διευθυντών, αλλά ήταν μέτοχος σε μια ολιγομελή εταιρεία και γιος του μεγαλομετόχου Προέδρου της. 

 

Είναι το παράπονο της Εφεσείουσας ότι το Κακουργιοδικείο δεν διεξήγαγε την απαιτούμενη έρευνα, ότι τελούσε σε πλάνη σε σχέση με τις αρχές της ποινικής εταιρικής ευθύνης και ότι κακώς απέδωσε ευθύνη στην Κ.3 επί τη βάσει των ενεργειών του Κ.4, θεωρώντας τον ως «ιθύνοντα νου» της Κ.3. 

 

Έχοντας κατά νου την πρωτόδικη απόφαση επί του θέματος και τις εισηγήσεις εκ μέρους της Eφεσείουσας, όπως και εκ μέρους της Eφεσίβλητης, θεωρούμε ότι είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου η απαιτούμενη μαρτυρία ώστε, ορθά με βάση τις αρχές που παραθέσαμε, να μπορούσε να καταλήξει σε διαπίστωση ποινικής ευθύνης της Κ.3 δια μέσου του Κ.4, όπως και κατέληξε.  Όπως έχουμε ήδη αποφανθεί, η σύγχυση που προκλήθηκε σε σχέση με τις ενέργειες άλλων προσώπων και ειδικά του Α. Νεοκλέους, δεν επηρεάζει το ζητούμενο ώστε να προκύπτει ουσιώδες σφάλμα, υπό την έννοια ότι εάν το Κακουργιοδικείο δεν τελούσε σε σύγχυση ως προς τα άλλα πρόσωπα, δεν θα κατέληγε σε καταδικαστική απόφαση. Η καταδίκη της Κ.3 μέσω του Κ.4 ήταν, ανεξαρτήτως τούτου, το μόνο νομικό, με βάση τις προαναφερθείσες αρχές, επακόλουθο των γεγονότων και της ιδιότητας και του ρόλου του Κ.4 στην Κ.3 και στην επίδικη υπόθεση, ώστε, με δεδομένη πλέον την καταδίκη του Κ.4 ως «δράστη», η καταδίκη της Κ.3 να ήταν, εν πάση περιπτώσει, βεβαία.

 

Ως προς τις ενέργειες δε άλλων προσώπων, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση εκ μέρους της Εφεσείουσας ότι αυτές δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως περιστατική μαρτυρία γιατί κάτι τέτοιο θα παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας και τις αρχές της δίκαιης δίκης, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν ήταν κατηγορούμενοι, αλλ΄ούτε αναφέρονται στο κατηγορητήριο ως πρόσωπα που συμμετείχαν στη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Δεν πρόκειται, ακριβώς, για πράξεις προσώπων που τους αποδόθηκε από την Kατηγορούσα Aρχή ότι συμμετείχαν στο αδίκημα της συνωμοσίας, όπως αποδόθηκε στον Κ.4, οπότε τέτοια συμμετοχή τους θα έπρεπε να προδιαγράφεται στο κατηγορητήριο.  Παρά την προκληθείσα, μετά, σύγχυση, οι πράξεις τους είναι εξ αντικειμένου που εντάσσονται στο σκέλος που αφορούσε την άσκηση ποινικής δίωξης στην υπόθεση Providencia.  Ανεξάρτητα από τη δική τους εμπλοκή ως δράστες ή τη δική τους γνώση, οι πράξεις τους για προώθηση του σκοπού που οι δράστες της συνωμοσίας είχαν κατά νου, ήταν στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας για τη συνωμοσία της Κ.3 διά του Κ.4.

 

Εν πάση περιπτώσει, οι θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής είχαν δοθεί με όλο το μαρτυρικό υλικό στην υπεράσπιση, με ευχέρεια πάντοτε να ζητηθούν λεπτομέρειες, αν η υπεράσπιση διέβλεπε τον κίνδυνο να τεθεί προ εκπλήξεως.  Λεπτομέρειες δεν ζητήθηκαν, ούτε συγκεκριμενοποιήθηκε, εν πάση περιπτώσει, τέτοιος κίνδυνος, εφόσον είχε προδιαγραφεί η ποινική ευθύνη της Κ.3 διά μέσου του Κ.4, χωρίς τούτο να επηρεάζεται, ως άνω, από τη σύγχυση που υπήρξε, στο τέλος και μόνο, ως προς τον χαρακτηρισμό του ρόλου του Α. Νεοκλέους.

 

Κατόπιν των παραπάνω διαπιστώσεων απαντούνται ευθέως όσοι λόγοι έφεσης καλύπτουν άμεσα ή έμμεσα το ζήτημα της εταιρικής ποινικής ευθύνης και ειδικότερα σε σχέση με το ρόλο του Κ.4 ως «ιθύνοντα νου» και όσοι λόγοι αναφέρονται στην εμπλοκή του Α. Νεοκλέους και της Μ. Κυριακού και ειδικότερα στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε τον τελευταίο και τις ενέργειές του.

 

Η εισήγηση για κενά στη μαρτυρία και λανθασμένα ευρήματα.

 

Πέραν των παραπάνω ζητημάτων, η Εφεσείουσα προέβαλε και ζητήματα που άπτονται της ποιότητας και πληρότητας της μαρτυρίας και της ορθότητας των ευρημάτων επί αυτής.  Στην ουσία τους τα ζητήματα αυτά έχουν καλυφθεί με την προηγηθείσα απόφασή μας επί της έφεσης του Κ.4.

 

Εν πάση περιπτώσει, τέθηκε η εισήγηση ότι υπήρξαν αλληλοσυγκρουόμενα ευρήματα. Τονίστηκαν σ΄αυτά τα πλαίσια τα ακόλουθα:  Το εύρημα ότι ο Α. Νεοκλέους έλαβε την πληροφόρηση ότι ο Κ.1 θα επανανοίξει την υπόθεση στις 3.10.2013 και τούτο από μόνο του θα έπρεπε να οδηγήσει σε απόρριψη των κατηγοριών, εφόσον το βασικότερο εύρημα του Δικαστηρίου για την υπόθεση ήταν ότι η συνωμοσία έλαβε χώρα λίγες μέρες πριν την 16.9.2013.  Αν συνωμοτούσαν από τότε, θα το ήξερε και ο Α. Νεοκλέους από τότε.  Πέραν τούτου, αν δεν γινόταν από το Δικαστήριο αντιληπτή η κακή επίδοση στις 16.9.2013, τότε θα εκδιδόταν ήδη η απόφαση υπέρ του Κ.1 στις 17.10.2013, χωρίς αυτός να είχε κάνει οτιδήποτε ουσιαστικό για εξυπηρέτηση της Κ.3, όπως είναι κατά την εκδοχή της Kατηγορούσας Aρχής το αντάλλαγμα.  Μέχρι τότε δεν είχε δώσει οδηγίες για δίωξη, ούτε και έπραξε οτιδήποτε ουσιαστικό.  Ως προς αυτά τα σημεία, δεν ήταν η θέση της Kατηγορούσας Aρχής ούτε και η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε χρονική ταύτιση.  Ορθά, εφόσον η περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια έντιμη συναλλαγή στην ανοικτή αγορά «χέρι με χέρι», αλλά στη σωστή της διάσταση, ως συνωμοσία σε ένα ευρύτερο στο χρόνο πλαίσιο σχεδιασμού και δράσης.

 

Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι ο βασικός στόχος της Εφεσείουσας ήταν να λάβει αστυνομική έκθεση που να αναφέρει ότι διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα για να τα παρουσιάσει ενώπιον ρωσικών δικαστηρίων σε υπόθεση που ήταν ορισμένη στις 5.11.2013.  Αυτό δεν έγινε κατορθωτό και όμως το Κακουργιοδικείο, εισηγείται η πλευρά της Εφεσείουσας, παρέλειψε να αποδώσει σημασία στο γεγονός τούτο.  Εφόσον ο βασικός σκοπός που ήταν η λήψη της αστυνομικής έκθεσης πριν τις 5.11.2013 δεν επιτεύχθηκε, η Κ.3, πάντα κατά την Εφεσείουσα, δεν είχε λόγο να δώσει στον Κ.1 το δικό της αντάλλαγμα.  Το γεγονός όμως ότι η έκθεση δεν χρησιμοποιήθηκε στις 5.11.2013 δεν επηρεάζει την ουσία του πράγματος.  Το έκδηλο και πιεστικό ενδιαφέρον της Μ. Κυριακού ήταν δεδομένο και η επιδίωξη φανερή παρά την εκτροπή του εγχειρήματος, με την έκθεση πάντως να κατατίθεται εν τέλει σε υποθέσεις που βρίσκονταν υπό εκδίκαση στη Ρωσία, με σκοπό να καταδειχθεί, προς εξυπηρέτηση της Κ.3, ότι συγκεκριμένα πρόσωπα διώκονται στην Κύπρο.  Διευκρινίζουμε δε ότι η αναφορά μας εν προκειμένω στη Μ. Κυριακού δεν είναι ασφαλώς υπό την έννοια του «ιθύνοντα νου», αλλά υπό την έννοια που εξηγήθηκε ανωτέρω. 

 

Γενικότερα, έχοντας υπόψη όλα τα σημεία που έχουν εγερθεί σ΄αυτά τα πλαίσια, δεν διαπιστώνουμε λόγο παρέμβασης.

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης επί της καταδίκης απορρίπτονται στο σύνολό τους.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ:

 

Ως αποτέλεσμα της απόρριψης όλων των σχετικών λόγων έφεσης, οι εφέσεις όλων των Εφεσειόντων επί της καταδίκης, που συνεκδικάστηκαν, ως εκ της φύσεώς των, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται στο σύνολό τους.


ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 64/2017

(ΡΙΚΚΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ – Κ1)

 

Λόγοι έφεσης επί της ποινής

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο, όπως έχει ήδη καταγραφεί, συνεκτιμώντας τα ενώπιόν του σχετικά δεδομένα, επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 3,5 ετών στην πρώτη κατηγορία (δεκασμό δημοσίου λειτουργού) και ποινή φυλάκισης 1,5  έτους στη δέκατη κατηγορία (κατάχρηση εξουσίας). Διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης συντρέχουν. Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες, στις οποίες κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας, δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει τις  ποινές που του επιβλήθηκαν με δεκατρείς συνολικά λόγους έφεσης, θέτοντας, κατ΄ ουσίαν, ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολικές και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλματα αρχής.

 

Πιο αναλυτικά, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη ή αξιολόγησε λανθασμένα ελαφρυντικά στοιχεία ή δεδομένα που δικαιολογούσαν επιεικέστερη αντιμετώπιση, όπως η μη δίωξη προσώπων που είχαν συμμετοχή στην όλη έκνομη συμπεριφορά και το γεγονός ότι κανένα χρηματικό ή άλλο όφελος δεν αποκόμισε τελικά ο Εφεσείοντας. Περαιτέρω, τίθεται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα συνεκτίμησε τον όλο ρόλο και την όλη εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντα και αντινομικά έλαβε υπόψη του εξωγενείς παράγοντες, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένο καθορισμό της ποινής. 

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779

 

 

 

 

Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τους ενώπιόν μας λόγους έφεσης και τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα ανέπτυξαν προς υποστήριξή τους. Δεν εντοπίζουμε περιθώρια επέμβασής μας:

 

Τα όσα καλύπτουν τον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης περιστρέφονται γύρω από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, απόρροια της οποίας είναι η υποχρέωση του Δικαστηρίου όπως, κατά την επιβολή της ποινής, συνεκτιμήσει κάθε σχετικό παράγοντα που άπτεται της τιμωρίας. Η παράλειψη των αρχών να προβούν στη δίωξη όλων των προσώπων που εμπλέκονται σε συγκεκριμένη εγκληματική συμπεριφορά, παραβιάζει την ισόνομη μεταχείριση που διασφαλίζεται από το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος και συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα. Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να συνεκτιμήσει, στα πλαίσια της πορείας καθορισμού της αρμόζουσας ποινής, το γεγονός ότι ο πατέρας του Εφεσείοντα, Α. Νεοκλέους, είχε δραστήριο ρόλο στα θέματα της Providencia, κρίνοντας – αντιφατικά ως ήδη επεξηγήσαμε εν σχέσει με τις ενέργειές του - πως η μη δίωξή του ως συνεργού, χωρίς οποιαδήποτε βάσιμη εξήγηση, συνιστούσε άνιση μεταχείριση ως προς όλους τους Εφεσείοντες. Το γεγονός αυτό συνυπολογίστηκε «… ευμενώς υπέρ των Κατηγορουμένων», ανεξάρτητα από τη σύγχυση που έχουμε ήδη διαπιστώσει στα πλαίσια της έφεσης της Κ3 ως προς τον Α. Νεοκλέους.  Κατά τους ευπαίδευτους συνήγορους του Εφεσείοντα, θα έπρεπε επίσης να είχαν διωχθεί και άλλα πρόσωπα. Κάτι τέτοιο όμως δεν εντόπισε το Κακουργιοδικείο στην καταδικαστική του απόφαση, θεωρώντας ότι οι όποιες ενέργειες των εν λόγω προσώπων δεν ενείχαν το στοιχείο της εγκληματικής συμπεριφοράς. Συνεπώς, δεν σημειώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην όλη αντιμετώπιση του Κακουργιοδικείου, ούτως ώστε να παρέχεται και η εξουσία επέμβασης του Εφετείου.

 

Ούτε και εντοπίζουμε οποιαδήποτε αναντιστοιχία μεταξύ των επιβληθεισών ποινών, ούτως ώστε να δίδεται λαβή προς ανάπτυξη επιχειρήματος περί άνισης μεταχείρισης. Ως ζήτημα αρχής, η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια (D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2η έκδοση, σελ. 71). Το Κακουργιοδικείο ορθά στάθμισε τον διαφορετικό ρόλο και εμπλοκή του κάθε Εφεσείοντα στην όλη εγκληματική συμπεριφορά και ανάλογα προσάρμοσε τις ποινές που επέβαλε σε αυτούς. Προσθέτουμε ότι ο Εφεσείοντας δεν διώχθηκε, όπως προβάλλουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, ούτε και κρίθηκε ένοχος για τη νομική του άποψη ως προς την έναρξη ποινικής δίωξης σχετικά με την Providencia, αλλά για την όλη συμπεριφορά του και τον τρόπο που ενήργησε, εμπλεκόμενος έτσι στη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων, για τα οποία και καταδικάστηκε.

 

Δεν εντοπίζεται επίσης εσφαλμένη προσέγγιση σε σχέση με το ζήτημα της ύπαρξης χρηματικού ή περιουσιακού οφέλους ως αποτέλεσμα της έκνομης συμπεριφοράς. Ηταν η σχετική προέκταση των θέσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα, ότι ουσιαστικά δεν υπήρξε οποιοδήποτε όφελος, δεδομένης της ακύρωσης της ερήμην εκδοθείσας, προς όφελος των συμφερόντων του Εφεσείοντα απόφασης, στην αγωγή 3987/2013. Το Κακουργιοδικείο, ορθά αντικρίζοντας το όλο ζήτημα, σημείωσε ότι ο αναμενόμενος συμψηφισμός μεταξύ χρεών και καταθέσεων δεν υλοποιήθηκε, έλαβε όμως υπόψη πως, εν πάση περιπτώσει, εκκρεμεί ακόμη έφεση κατά του κύρους της πρωτόδικης απόφασης στην 3987/2013, με την οποία παραμερίστηκε η ερήμην εκδοθείσα απόφαση.

 

Τέλος, το παράπονο ότι λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες προς καθορισμό της αρμόζουσας ποινής, στηρίζεται στην παράθεση από το Κακουργιοδικείο εκθέσεων διαφόρων φορέων, που σκοπό είχε την τεκμηρίωση έξαρσης της παραβατικής συμπεριφοράς, που κινείται γύρω από το φαινόμενο της διαφθοράς και, συνεπώς, την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Είναι όμως θεωρητικής σημασίας η εξέταση του υπό αναφορά παραπόνου, δεδομένης της αναντίλεκτης πλέον δέσμευσης των Δικαστηρίων για επιβολή αυστηρών, αποτρεπτικών, ποινών σε υποθέσεις αυτής της μορφής, ως αποτέλεσμα της ιδιαίτερα αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώρηση υποθέσεων που καλύπτουν ταυτόσημη εγκληματική συμπεριφορά, αλλά και της νομολογιακής πλέον επιταγής για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα.

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525). Δεν τεκμηριώθηκε ο,τιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση στην παρούσα περίπτωση. Ούτε και εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς την εκτίμηση του Κακουργιοδικείου κατά την πορεία επιβολής ποινής, σχετικά με το ρόλο,  τον τρόπο ενέργειας και την όλη εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντα.  Κατ΄ ακολουθία, και με δεδομένο το ύψος της ποινής φυλάκισης των 3½ ετών, δεν παρέχεται νομικό και πραγματικό υπόβαθρο εξέτασης των λόγων έφεσης, που αφορούν το ζήτημα της αναστολής.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, δεν έχει καταδειχθεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ότι παρείσφρησε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Το Κακουργιοδικείο, συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιο όλους τους παράγοντες που προσμετρούν στον καθορισμό της ποινής και ορθά εφαρμόζοντας τα νομολογιακά καθορισμένα κριτήρια, επέβαλε την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, τιμωρία.

 

Προσθέτουμε μόνο, ότι η έκταση της επιβληθείσας ποινής ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη την όλη εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσειόντα και τις συνθήκες που την περιέβαλλαν. Ο Εφεσείων, ανεξάρτητος αξιωματούχος της Δημοκρατίας, περιβεβλημένος με συνταγματικές εξουσίες άμεσα συνυφασμένες με την πάταξη του εγκλήματος και, ευρύτερα, την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, ενεπλάκη, έχοντας ευτελή κίνητρα, σε κολάσιμες πράξεις δεκασμού και διαφθοράς, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους θεσμούς πάταξης του εγκλήματος και δυναμιτίζοντας το θεμέλιο της Δικαιοσύνης. Η κοινωνία εναποθέτει τις ελπίδες της για προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων της στους θεσμικούς αξιωματούχους. Aναμένει – και δικαιούται - από αυτούς άμεμπτη και υποδειγματική συμπεριφορά κατά την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Πολύ περισσότερο, από όσους κατέχουν υψηλές θέσεις, οι οποίες, αναπόδραστα, συνδέονται με ανάλογο επίπεδο ευθύνης. Υπό το πρίσμα αυτό,  έκνομες ενέργειες που ιδίως φέρουν το στίγμα του δεκασμού, της διαπλοκής και της διαφθοράς, δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα από τα Δικαστήρια, τα οποία δεν θα ήταν άξια της αποστολής τους και της εμπιστοσύνης του κοινού, αν αφίσταντο από το καθήκον τους για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, προς αντιμετώπιση τέτοιας φύσεως εγκλημάτων.

 

Συνακόλουθα, η έφεση επί της ποινής απορρίπτεται και οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται.


ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 66/2017

(ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ – Κ4)

 

Λόγοι έφεσης επί της ποινής

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο, συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 2,5 ετών στην πέμπτη κατηγορία (δεκασμό δημοσίου λειτουργού). Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε και στις οποίες κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας, δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.

 

Η επιβληθείσα ποινή προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης. Προβάλλεται ότι είναι έκδηλα υπερβολική, ότι παρείσφρησαν σφάλματα αρχής και πλήττεται ως εσφαλμένη η άσκηση της εξουσίας και/ή της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου προς την κατεύθυνση μη αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Πιο συγκεκριμένα, τίθεται ότι η εν λόγω ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι δυσανάλογη του αποδοθέντος στον Εφεσείοντα ρόλου στις επίδικες διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου και άνιση σε αναφορά με τους υπόλοιπους Εφεσείοντες, ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα πως, παρά τον δικαστικό παραμερισμό της, εξακολουθεί να ισχύει η απόφαση στην αγωγή 3987/2013 και ότι, επίσης εσφαλμένα, αναφέρθηκε σε συνεννόηση μεταξύ του Εφεσείοντα και του Κ2, Κυπρίζογλου, ως προς το ζήτημα της επίδοσης της πιο πάνω αγωγής, αφού, ως δήλωση συγκατηγορουμένου, δεν θα μπορούσε να επηρεάζει τον Εφεσείοντα. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις και το σύνολο των δεδομένων που καλύπτουν τον Εφεσείοντα, προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του προς την κατεύθυνση αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.

 

Εχουμε ήδη παραθέσει - στα πλαίσια της εξέτασης των λόγων έφεσης επί της ποινής που αφορούσαν τον Εφεσείοντα Ερωτοκρίτου – τις βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου προς επέμβαση σε αναφορά με επιβληθείσες πρωτοδίκως ποινές. Καλύψαμε, ακόμη, τα όσα περιβάλλουν τον λόγο έφεσης περί εσφαλμένης προσέγγισης του Κακουργιοδικείου ως προς το ζήτημα της ερήμην εκδοθείσας απόφασης στην αγωγή 3987/2013 και του μετέπειτα παραμερισμού της. Παρέλκει, επίσης, η οποιαδήποτε επανάληψη σε αναφορά με τη σοβαρότητα  εγκληματικής συμπεριφοράς, που κινείται γύρω από πράξεις δεκασμού και διαφθοράς.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, ως ζήτημα αρχής, η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια. Επιπρόσθετα, η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις.

 

Είναι υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών, που αντικρίσαμε τους σχετικούς λόγους έφεσης περί αναντιστοιχίας μεταξύ των επιβληθεισών στους Εφεσείοντες ποινών και περί έκδηλα υπερβολικής ποινής. Δεν εντοπίζουμε περιθώρια επιτυχίας των ενώπιόν μας λόγων έφεσης.

 

Ως προς το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό ανισότητας, το Κακουργιοδικείο, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, στάθμισε κατά ορθό και δίκαιο τρόπο, τον διαφορετικό ρόλο και εμπλοκή του κάθε Εφεσείοντα στην όλη εγκληματική συμπεριφορά και ανάλογα προσάρμοσε τις ποινές που επέβαλε σε αυτούς. Η όλη εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντα και ο βαθμός εμπλοκής του συνεκτιμήθηκαν στα ορθά πλαίσια και, γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, διαφοροποιήθηκε το ύψος της ποινής που του είχε επιβληθεί από αυτή του Εφεσείοντα Ερωτοκρίτου, ο οποίος αντιμετώπιζε ανάλογη κατηγορία. Δικαιολογημένη επίσης ήταν η διαφοροποίηση της ποινής του Εφεσείοντα από αυτή του Κ2, Κυπρίζογλου. Πέραν του διαφορετικού βαθμού συμμετοχής, δεν πρέπει να διαφεύγει ότι ο μεν Εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος σε κατηγορία δεκασμού δημοσίου λειτουργού, η οποία αντιμετωπίζεται με ποινή φυλάκισης, κατ΄ ανώτατο όριο, επτά ετών, ο δε Κυπρίζογλου κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή σε κατηγορία συνομωσίας προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, η οποία αντιμετωπίζεται με ποινή φυλάκισης, κατ΄ ανώτατο όριο, πέντε ετών.

 

Ως προς τη θέση περί έκδηλα υπερβολικής ποινής, το Κακουργιοδικείο ορθά συνεκτίμησε τις προσωπικές συνθήκες, την όλη συμμετοχή του Εφεσείοντα, αλλά και τη σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς για την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος. Η έκταση της επιβληθείσας ποινής είναι απόλυτα δικαιολογημένη και δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε αναντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της υπό αναφορά ποινής. Ούτε βεβαίως και παρέχεται περιθώριο επέμβασης στη βάση ουσιώδους απόκλισης της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις. Τονίζουμε μόνο ότι ο Εφεσείοντας, δικηγόρος, συλλειτουργός της Δικαιοσύνης, ενεπλάκη σε πράξεις δεκασμού και διαφθοράς, άμεσα συνυφασμένες με την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, την οποία τάχτηκε να  υπηρετεί.

 

Ούτε και εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, όπως εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα, στην αναφορά του Κακουργιοδικείου περί συνεννόησης του Εφεσείοντα με τον Κ2, Κυπρίζογλου, ως προς την επίδοση της επίδικης αγωγής. Πέραν του ότι η δήλωση συγκατηγορουμένου θα μπορούσε, υπό τις συνθήκες, όπως επεξηγήσαμε κατά την ανάλυση των λόγων έφεσης επί της καταδίκης στην ποινική έφεση αρ. 66/2017, να ληφθεί υπόψη και ανάλογα να αξιολογηθεί, η συγκεκριμένη αναφορά του Κακουργιοδικείου κατά την πορεία επιβολής της ποινής ήταν περιθωριακής σημασίας και χωρίς επίδραση στο ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

Παραμένει το ζήτημα που αφορά τη λανθασμένη, κατ΄ ισχυρισμό, προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, ως προς το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στον περί της Υφ’  Ορων Αναστολής της Εκτελέσεων Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο, Ν. 95/72, ως έχει τροποποιηθεί, εξέτασε την ενώπιόν του εισήγηση για αναστολή της ποινής φυλάκισης των 2,5 ετών που επέβαλε. Εκρινε ότι «…. η φύση και η σοβαρότητα των περιστάσεων των αδικημάτων είναι τέτοιου βαθμού που δεν επιτρέπει κατά την κρίση μας, την αναστολή της ποινής παρά τις προσωπικές περιστάσεις του Κ.4. Τυχόν δε αναστολή της ποινής φυλάκισης δεδομένης της σοβαρότητας των περιστατικών της υπόθεσης και της φύσης των επίδικων αδικημάτων θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα για αυτού του είδους τις συμπεριφορές και θα υπονόμευε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της επιβληθείσας ποινής.».

 

Εισηγήθηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Εφεσείοντα ότι, αφενός, ασκήθηκε λανθασμένα η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης και ότι, αφετέρου, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η επιείκεια που επέδειξε ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής δεν του επέτρεπε να εξετάσει ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούσαν τον Εφεσείοντα μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο Νόμος 95/72, ως τροποποιήθηκε.

 

Όπως είναι καλά γνωστό, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου προς αναστολή ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί ως αποτέλεσμα της τροποποίησης που επέφερε στο βασικό νόμο, Ν. 95/72, ο τροποποιητικός νόμος Ν. 186(Ι)/03. Είναι δυνατή πλέον η αναστολή, εάν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορουμένου. Όπως αναλύεται το όλο ζήτημα στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, 938-939:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, είναι βάσιμη η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα ότι, η όποια επιείκεια είχε επιδείξει το Κακουργιοδικείο ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής και οι παράγοντες τους οποίους έλαβε υπόψη προς καθορισμό της, δεν του αποστερούσαν το δικαίωμα να εξετάσει, κατά το στάδιο της κρίσης περί αναστολής της ποινής, ξεχωριστά όλα τα περιστατικά που αφορούσαν τον Εφεσείοντα και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να επιδράσουν με βάση το σχετικό νόμο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε. Η πορεία εξέτασης θέματος αναστολής της εκτέλεσης της ποινής προϋποθέτει και επιβάλλει, όπως και στην Ιωσήφ (ανωτέρω) εντοπίζεται, την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων ενός κατηγορουμένου.

 

Η τελική όμως κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την απόρριψη της σχετικής εισήγησης για αναστολή κινείται στα ορθά πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Τα προβληθέντα προβλήματα υγείας του Εφεσείοντα, σε συνάρτηση με το λευκό ποινικό του μητρώο και τις επιπτώσεις στις επαγγελματικές και οικογενειακές περιστάσεις που θα επέφερε ποινή άμεσης φυλάκισης, δεν ήταν ικανά για να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόφασης για αναστολή.

 

Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών και, όπως ήδη λέχθηκε, το βασικό ερώτημα που τίθεται σε τέτοια περίπτωση είναι το κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων,  θα δικαιολογείτο να δοθεί στον Εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Υπό την αίρεση πάντα, ότι η τελική κρίση θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Υπό το πρίσμα αυτό, ορθά επισημαίνει το Κακουργιοδικείο ότι η φύση του αδικήματος και η σοβαρότητα των δεδομένων που το περιέβαλλαν ήταν τέτοιου βαθμού που δεν άφηναν περιθώρια αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Συμφωνούμε απόλυτα με το Κακουργιοδικείο ότι τυχόν αποδοχή του αιτήματος για αναστολή θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα, θα υπονόμευε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της επιβληθείσας ποινής και δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του εγκλήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας.

 

Συνακόλουθα, η έφεση επί της ποινής απορρίπτεται και η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.

 

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

ΣΦ/Κ»Π/ΜΑ

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 



[1] R. v. Bullard [1957] A.C. 63


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο