ΑΒΡΑΑΜ ΠΑΝΑΓΗ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση αρ. 2/2016, 28/3/2018

ECLI:CY:AD:2018:B134

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση αρ. 2/2016)

 

28 Μαρτίου 2018

 

[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΑΒΡΑΑΜ ΠΑΝΑΓΗ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

---------------

 

Λ. Λουκαΐδης, για τον εφεσείοντα.

Στ. Χ”Κωνσταντή (κα), για τον εφεσίβλητο.

 

---------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:   Ο εφεσείοντας ενώ εργαζόταν για την εταιρεία Chapo Ltd υπέστη εργατικό ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα να αποσυγκολληθεί ο αντίχειράς του. 

 

Σύμφωνα με την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής, είχε διευθετήσει τις απαιτήσεις του με τους εργοδότες του, υπογράφοντας, στις 20.2.2008, απόδειξη είσπραξης για το ποσό των ΛΚ1135 (τεκμήριο 5) για πλήρη και τέλεια διευθέτηση, απαλλαγή και ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων του από το ατύχημα. 

 

Ο ίδιος όμως ισχυρίζεται ότι η υπογραφή του στο τεκμήριο 5 ήταν προϊόν πλαστογραφίας και στις 5.7.2011 υπέβαλε σχετική καταγγελία στο Τ.Α.Ε. Λευκωσίας.

 

Η καταγγελία του αυτή έδωσε έρεισμα ώστε να κατηγορηθεί για διάπραξη του αδικήματος της δημόσιας βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 115 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Ειδικότερα κατηγορήθηκε ότι στις 5.7.2011 εν γνώσει του έδωσε ψευδή κατάθεση στο Τ.Α.Ε. Λευκωσίας σχετικά με φανταστικό αδίκημα, δηλαδή κατέθεσε ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή του στην εν λόγω απόδειξη, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι η υπογραφή ήταν δική του.

 

Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και ο εφεσείοντας, κατόπιν ακρόασης, βρέθηκε ένοχος για το παραπάνω αδίκημα και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή €600 πλέον έξοδα. 

 

Ο εφεσίβλητος προσβάλλει δια της παρούσας τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή.

 

Η καταδίκη είχε βασιστεί κυρίως στη μαρτυρία της υπαλλήλου της εν λόγω εταιρείας Αστέρως Αυγουστίνου (Μ.Κ.4) η οποία εργαζόταν στο τμήμα μισθοδοσίας.  Αυτή ανέφερε ότι ο εφεσείοντας είχε υπογράψει την επίδικη απόδειξη και έγραψε το πλήρες όνομά του κάτω από την υπογραφή του στην παρουσία της, στο γραφείο της.

 

Περιπλέον, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Αστ. 3284 Σταύρου Νικολάου, ο οποίος υπηρετεί στο Εργαστήριο Γραφολογίας της Υπηρεσίας Εγκληματικών Ερευνών του Αρχηγείου Αστυνομίας ως δικανικός γραφολόγος (Μ.Κ.2).

 

Ο Μ.Κ.2 είχε να συγκρίνει τη γραφή και υπογραφή στην επίμαχη απόδειξη, με δείγματα γραφής και υπογραφής που είχαν ληφθεί από τον εφεσείοντα.  Περιπλέον προσπάθησε να συγκρίνει την υπογραφή επί της απόδειξης με τρεις υπογραφές του εφεσείοντα που υπήρχαν σε κάποιο προγενέστερο έντυπο της Chapo (τεκ. 7), σε κάποιο έντυπο του φόρου εισοδήματος (τεκ. 8) και στο εκλογικό του βιβλιάριο (τεκ. 9).

 

Σε ότι αφορά την αμφισβητούμενη υπογραφή, ο Μ.Κ.2 επεσήμανε ότι πρόκειται για γραφική παράσταση, ενώ τα δείγματα που έδωσε ο εφεσείοντας για σκοπούς σύγκρισης, όπως και οι υπογραφές στα τεκμήρια 8 και 9, ήταν γραμμένα ολογράφως και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να γίνει γραφολογική σύγκριση.  Μόνο στο τεκμήριο 7 υπήρχε υπογραφή υπό τη μορφή γραφικής παράστασης, αλλά, όπως εξήγησε ο Μ.Κ.2, ένα δείγμα δεν ήταν ποσοτικά επαρκές για ασφαλή σύγκριση.

 

Σε ότι όμως αφορά την αμφισβητούμενη γραφή, ολογράφως, του ονόματος του εφεσείοντα επί της επίμαχης απόδειξης, ο Μ.Κ.2 κατέληξε, μετά από σύγκριση με τα δείγματα γραφής που είχε δώσει ο εφεσείοντας στην αστυνομία και με τις υπογραφές όπου το όνομα του ήταν, ως άνω, γραμμένο ολογράφως, ότι η αμφισβητούμενη γραφή έγινε από τον εφεσείοντα.  Ο Μ.Κ.2 εξήγησε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στη γνώμη αυτή, αναφερόμενος στις ομοιότητες μεταξύ των συγκρινομένων και κυρίως στη διαπίστωσή του ότι όλα τα γράμματα είχαν τον ίδιο τρόπο σχηματισμού και αντεξετάστηκε εκτενώς για το ζήτημα αυτό.

 

Με την έφεση προβάλλεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα καταδίκασε τον κατηγορούμενο διότι «ο ίδιος ο γραφολόγος της αστυνομίας δήλωσε σαφώς ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή πρόκειται για γραφική παράσταση και δεν ήταν σε θέση να προβεί σε καμιά γραφολογική σύνδεση».  Αποδίδεται δε επί του προκειμένου ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής «προέβη σε δικούς της γραφολογικούς συλλογισμούς οι οποίοι είναι έκδηλα αβάσιμοι».  Προσβάλλεται επίσης η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.4 με τον ισχυρισμό ότι κακώς το Δικαστήριο βασίστηκε σε ουσιαστικό βαθμό στη μαρτυρία της, η οποία είχε κάθε λόγο, λόγω του επαγγέλματός της, να προβεί στην επίδικη μαρτυρία, όπως προσβάλλονται και τα αντίστοιχα ευρήματα του Δικαστηρίου.  Τέλος, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Μ.Κ.2 δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα για να παρουσιάσει τη γνώμη του ως πραγματογνώμονας και ότι η γνώμη του αυτή ήταν, εν πάση περιπτώσει, έκδηλα εσφαλμένη. 

 

Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά ούτε να αναφερθούμε στον αντίλογο.  Κατ΄αρχάς, η Μ.Κ.4 δημιούργησε πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως ειλικρινής μάρτυρας, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο για τον οποίο η ευπαίδευτη Δικαστής σχημάτισε την εικόνα και την πεποίθηση πως μοναδικό σκοπό είχε να αναιρέσει τα όσα συμφώνησε με την υπογραφή του τεκμηρίου 5.

 

Επαναλαμβάνουμε σχεδόν καθημερινά τις αρχές που διέπουν την περιορισμένη και κατ΄εξαίρεση δυνατότητα που διατηρεί το Εφετείο για παρέμβαση στο ζήτημα της αξιολόγησης και της διατύπωσης ευρημάτων.  Η έφεση δεν αποτελεί ευκαιρία για αναθεώρηση της μαρτυρίας στα χαρτιά.  Η μαρτυρία κρίνεται από το εκδικάζον Δικαστήριο μέσα από την άμεση εικόνα του κάθε μάρτυρα, του λόγου του, των αντιδράσεων και της όλης συμπεριφοράς του.  Ευχέρεια παρέμβασης του Εφετείου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι το έργο της αξιολόγησης, κρινόμενο εξ αντικειμένου, κατέληξε σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά.  Δεν είναι τέτοια η περίπτωση.

 

Πέραν τούτου, η κρίση του Δικαστηρίου είχε ως έρεισμα και τη γνώμη του δικανικού γραφολόγου Μ.Κ.2.  Ούτε ως προς τα προσόντα του, μήτε ως προς την αξιοπιστία του διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος ανατροπής της πρωτόδικης προσέγγισης.  Με αίσθημα ευθύνης, ως εμπειρογνώμονας, περιορίσθηκε μόνο σε ότι θα μπορούσε να δώσει έγκυρη και ασφαλή δυνατότητα σύγκρισης και έδωσε πλήρεις εξηγήσεις ως προς τη σύγκριση που έκαμε.

 

Η έφεση εναντίον της καταδίκης είναι αβάσιμη.

 

Η ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική σε βαθμό που να γίνεται εισήγηση ότι θα έπρεπε ο εφεσείοντας να τύχει πλήρους απαλλαγής από οποιαδήποτε ποινή.  Το αδίκημα το οποίο διέπραξε ο εφεσείοντας δεν στερείται σοβαρότητας.  Αντίθετα, κατατασσόμενο από τον Ποινικό Κώδικα στα Ποινικά αδικήματα κατά την Απονομή Δικαιοσύνης, ενέχει όχι μόνο το στοιχείο της ανέντιμης συμπεριφοράς, αλλά, έτι περαιτέρω, της ανεπίτρεπτης επιβάρυνσης του έργου της αστυνομίας για διερεύνηση του εγκλήματος με προβολή μιας ψευδούς καταγγελίας, ώστε να προκαλείται δημόσια βλάβη.  Η ποινή που επέβαλε το Δικαστήριο καθόλου δεν ήταν έκδηλα υπερβολική.  Αντίθετα το Δικαστήριο επέδειξε επιείκεια.  Η στάση αυτή του Δικαστηρίου εκδηλώθηκε και με τον τρόπο εκτέλεσης της ποινής εφόσον, λαμβάνοντας υπόψιν την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα, διέταξε όπως το πρόστιμο και τα έξοδα πληρωθούν με μηνιαίες δόσεις εκ €50.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

                                                         

                                                Κ. Σταματίου, Δ.

                                     

                                                Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                     

                                                Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο