ECLI:CY:AD:2018:B399
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 267/18)
12 Σεπτεμβρίου 2018
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]
XXXXX ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Εφεσείοντας
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------
Α. Αλεξάνδρου, για τον εφεσείοντα.
Λ. Μάρκου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
---------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex tempore)
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για παράταση του χρόνου κράτησης του εφεσείοντα για περαιτέρω 8 ημέρες (2η αίτηση) ως υπόπτου για σκοπούς διερεύνησης σοβαρής υπόθεσης ναρκωτικών.
Περί διακριτικής ευχέρειας ο λόγος. Σε περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις σωστές αρχές δικαίου και δεν παρεισφρύουν στην κρίση του γεγονότα άσχετα με τα επίδικα θέματα, το Εφετείο δεν παρεμβαίνει (Σχουρή ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56). Η έφεση δεν παρέχει το μέσο και δεν αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία για επανεξέταση των ισχυρισμών του εφεσείοντα τους οποίους εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, νοουμένου ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στα ορθά πλαίσια. Παραπέμπουμε συναφώς και στην Μαυρομιχάλη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 62/2014, ημερ. 9.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:B251, όπου τονίστηκε πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου», αλλά «όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της». Δεν είναι όμως τέτοια η παρούσα περίπτωση εφόσον το κύριο παράπονο του εφεσείοντα – ότι δηλαδή τα αποτελέσματα του ανακριτικού έργου στις 8ήμερες κρατήσεις του εφεσείοντα αποδυνάμωσαν τις υπόνοιες εμπλοκής του στα υπό διερεύνηση αδικήματα – δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν κρίνουμε όμως πρέπον να δώσουμε προέκταση στο ζήτημα καθότι το ανακριτικό έργο συνεχίζεται και οποιαδήποτε αναφορά στις υπό αναφορά δεν είναι επιθυμητή.
Προκειμένου για παράταση του χρόνου κράτησης, τα ζητήματα που τίθενται είναι κατά πόσον ο διαρρεύσας χρόνος αξιοποιήθηκε δεόντως
από την αστυνομία για τη διερεύνηση του αδικήματος και κατά πόσον η παράταση της κράτησης κρίνεται ευλόγως αναγκαία για την περαιτέρω διερεύνηση (Stamataris and another v. The Police (1983) 2 CLR 107). Δοθέντος δε ότι ο χρόνος κράτησης συναρτάται άμεσα με το ανακριτικό έργο, το αποδεικτικό βάρος επαυξάνεται με κάθε αίτηση για ανανέωση της κράτησης (Σχουρή, ανωτ.).
Δεν έχουμε πρόθεση να επεκταθούμε γιατί η έφεση είναι έκδηλα αδικαιολόγητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού είχε την υπομονή να επιτρέψει όπως δεν θα όφειλε, μια αχρείαστα, υπό τις περιστάσεις, μακρά αντεξέταση εκ μέρους του εφεσείοντα, έχοντας όλα τα σχετικά δεδομένα ενώπιον του άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με βάση τις ορθές αρχές δικαίου. Κινούμενο στα ορθά πλαίσια έκρινε ότι ο χρόνος που παρήλθε αξιοποιήθηκε δεόντως. Έκρινε περαιτέρω ότι ευλόγως απαιτείτο ο περαιτέρω ζητούμενος χρόνος, απορρίπτοντας και ορθά τον ισχυρισμό που προβλήθηκε ξανά ενώπιον μας ότι το μέχρι τούδε ανακριτικό έργο αποδυνάμωνε τις υπόνοιες για εμπλοκή του εφεσείοντα. Άλλωστε, ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορούσε τον ισχυρισμό ότι «δεν καθορίσθηκε κατά πόσο το ανακριτικό έργο που υπολείπετο αφορούσε τον εφεσείοντα» αποσύρθηκε.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις μας απαντούν στους λόγους έφεσης 1 και 2.
Με το λόγο έφεσης 3 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «παρενέβη στη διαδικασία και πρότεινε στα διάδικα μέρη την έκδοση διατάγματος 6ήμερης προσωποκράτησης, προαποφασίζοντας ουσιαστικά την τύχη του αιτήματος». Τέτοιος ισχυρισμός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είχε εξ αρχής διευκρινιστεί από το δικηγόρο του εφεσείοντα ότι η ένσταση του εμπεριείχε και εναλλακτική εισήγηση ως προς τις ημέρες κράτησης και δεν περιοριζόταν σ'αυτό τούτο το διάταγμα κράτησης. Το Δικαστήριο δε, έθεσε τον προβληματισμό του με ιδιαίτερη προσοχή, αφού ρώτησε τους δικηγόρους αν θα ήταν πρόθυμοι να ακούσουν κάποια εισήγηση, στο τέλος της ακρόασης και πριν τις αγορεύσεις σε μια προσπάθεια, πασιφανώς, να εξοικονομηθεί περαιτέρω πολύτιμος δικαστικός χρόνος. Η παρέμβαση του Δικαστηρίου δεν είχε την έννοια της προαπόφασης όπως τώρα ο εφεσείοντας άδικα ισχυρίζεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ. Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο