ΛΟΙΖΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 247/2018, 2/10/2018

ECLI:CY:AD:2018:B425

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 247/2018

 

2 Οκτωβρίου 2018

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]

 

 

XXXXX ΛΟΙΖΟΥ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

---------------

 

 Νίκος Δημητρίου, για τον εφεσείοντα.

Νίκος Κέκκος με κα Μ. Καρπούζη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

--------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον

     Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:   Στις 29.1.2016 διενεργήθηκε, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας ημερομηνίας 28.1.2016, έρευνα στην οικία του εφεσείοντα και της συζύγου του και κατασχέθηκε μεγάλος αριθμός αντικειμένων στα πλαίσια διερεύνησης εναντίον τους υπόθεσης για κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο και για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.  Ακολούθως, διατάχθηκε η κατακράτηση των εν λόγω αντικειμένων δυνάμει του άρθρου 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

Στη συνέχεια καταχωρίστηκε εναντίον τους ποινική υπόθεση στο Κακουργιοδικείο (υπ΄αριθμό 8244/2016) με κατηγορίες για νομιμοποίηση εσόδων.   Όταν στα πλαίσια της ακρόασης της υπόθεσης αυτής επιχειρήθηκε η κατάθεση των εν λόγω αντικειμένων ως τεκμήρια, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι «δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αποδεικτικό υλικό».  Τούτο γιατί στο ένταλμα δεν αναγραφόταν η ώρα έκδοσης του, όπως ορίζει το άρθρο 28(1) του Κεφ. 155, παράλειψη που κατά το Κακουργιοδικείο δεν ήταν τυπική, αλλά τέτοιας σημασίας ώστε να «παραβιάζεται ο πυρήνας του ασύλου της κατοικίας και η συνταγματική προστασία που παρέχεται». 

 

Ανοίγουμε παρένθεση για να εκφράσουμε τον προβληματισμό μας για τον χειρισμό του θέματος αυτού από το Κακουργιοδικείο, ενόψει   της θεμελιακής αρχής, σύμφωνα με την οποία το Κακουργιοδικείο, ως κατώτερο δικαστήριο, δεν έχει δικαιοδοσία να αναθεωρήσει διαταγή ή απόφαση άλλου πρωτόδικου δικαστηρίου (Al Hamad ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 117). Σύμφωνα με το άρθρο 28(3) του Κεφ. 155:

 

«Κάθε ένταλμα έρευνας παραμένει σε ισχύ μέχρις ότου εκτελεστεί ή ακυρωθεί από δικαστή.»

 

Η αναθεώρηση δε ενός εντάλματος μπορεί να γίνει αποκλειστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο, είτε μέσω έφεσης, όπου παρέχεται τέτοιο δικαίωμα, είτε μέσω εντάλματος certiorari (Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17, Σύνδεσμος για την πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1996) 1 ΑΑΔ 171).

 

Το Κακουργιοδικείο επεχείρησε να διαφοροποιήσει την περίπτωση θεωρώντας ότι επρόκειτο για περίπτωση παρανομίας που σχετιζόταν με τη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος και ότι δεν επρόκειτο για έλεγχο της εγκυρότητας του εντάλματος.  Ανεξάρτητα, όμως, από τη διάκριση που επιχειρήθηκε, το πρόβλημα αφορούσε σε παράλειψη «στην όψη του εντάλματος», όπως το χαρακτήρισε το Κακουργιοδικείο και ανέτρεχε στο χρόνο της έκδοσης του.  Το ερώτημα δε που προσδιόρισε ρητώς και συγκεκριμένα προς εξέταση το ίδιο το Κακουργιοδικείο, δεν αφορούσε σε παρανομία που σχετίζεται με τη διαδικασία εκτέλεσης, όπως επεχείρησε να διακρίνει τα πράγματα, αλλά στο «κατά πόσον η έρευνα ή μέρος αυτής διεξήχθη χωρίς την ύπαρξη εντάλματος έρευνας» και η κατάληξη του ήταν ότι το ένταλμα ήταν «ανύπαρκτο». Πρόκειται για λεκτικά που παραπέμπουν ευθέως σε ανυπόστατη ή άκυρη δικαστική πράξη, η οποία, ως άνω, μπορεί να διαγνωσθεί ή να κηρυχθεί ως τέτοια από το Ανώτατο Δικαστήριο και μόνο. 

 

Ανεξάρτητα από το ζήτημα του αποκλεισμού της μαρτυρίας, εν τέλει, αφού ακούστηκαν πέντε μάρτυρες κατηγορίας, το Κακουργιοδικείο ήγειρε αυτεπάγγελτα ζήτημα και απάλλαξε τους κατηγορούμενους με αιτιολογικό τη μη αναφορά στο κατηγορητήριο συγκεκριμένου γενεσιουργού αδικήματος.  Αριθμός από τα εν λόγω αντικείμενα επιστράφηκε.

 

Ακολούθησε η καταχώριση νέας ποινικής υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντα (υπ΄αριθμό 5755/2018), με κατηγορίες τόσο για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσο, αυτή τη φορά και για κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο.

 

Η αστυνομία επανήλθε ζητώντας την κατακράτηση όσων αντικειμένων δεν είχαν επιστραφεί στον εφεσείοντα, για τις ανάγκες της νέας υπόθεσης.  Το Δικαστήριο στις 23.7.2018 εξέδωσε, παρά την ένσταση του εφεσείοντα, διάταγμα για κατακράτηση τους για περίοδο δύο μηνών από την ημερομηνία έκδοσης του.  Το διάταγμα αυτό αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. 

 

Ο βασικός λόγος ένστασης, όπως και ο κύριος λόγος της έφεσης, είναι ότι η εν λόγω απόφαση/διάταγμα ημερ. 23.7.2018 «προσκρούει στο δεδικασμένο της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας ημερ. 10.3.2019 [σημ: το ορθό είναι 1.3.2018] στην ποινική υπόθεση 8244/2016 […..] που έκρινε ότι η έρευνα που έλαβε χώρα στα επίδικα υποστατικά του εφεσείοντα και στη βάση της οποίας περισυλλέχθηκαν τα επίδικα αντικείμενα ήταν παράνομη ή/και διεξήχθηκε χωρίς έγκυρο ένταλμα έρευνας ή/και χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του εφεσείοντα».

 

Η εξουσία για κατακράτηση αντικειμένων τα οποία ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν στα πλαίσια εκτέλεσης εντάλματος έρευνας δυνάμει του άρθρου 27 του Κεφ. 155, παρέχεται από το άρθρο 32(1), στο οποίο ορίζεται ότι πράγμα που έχει κατασχεθεί κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, δύναται να κατακρατηθεί μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

 

Ο συσχετισμός του άρθρου 32(1) με το άρθρο 27, που προβλέπει περί της έκδοσης ενταλμάτων έρευνας και διέπει την εξουσία για κατάσχεση των ανευρεθέντων αντικειμένων, αναλύεται στην Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 360 (βλ. επίσης Ησαΐα κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 669).

 

«Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του άρθρ. 27, παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 (1) του νόμου. Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του άρθρ. 32 (1) παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες.»

 

Εφόσον πρόκειται για άσκηση διακριτικής ευχέρειας, παρέμβαση του Εφετείου χωρεί, όπως πολύ πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε (Στυλιανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 267/2018, ημερ. 12.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B399) μόνο στην περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψιν τις σωστές αρχές δικαίου ή παρεισφρύουν στην κρίση του γεγονότα άσχετα με τα επίδικα γεγονότα (Σχουρή ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56), εφόσον σε τέτοια περίπτωση σκοπός δεν είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης με γνώμονα την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου (βλ. Μαυρομιχάλη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 62/2014, ημερ. 9.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:B251).

 

Έτσι το ερώτημα είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα υπέπεσε σε τέτοιο σφάλμα αρχής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπεισήλθε, βεβαίως, στην ουσία της απόφασης του Κακουργιοδικείου να μην αποδεχθεί τα αντικείμενα ως τεκμήρια στην προηγούμενη υπόθεση υπ΄αριθμό 8244/2016.  Η προσέγγισή του είχε ως αφετηρία τα λεχθέντα στην υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω) ότι «η απόφαση για κατακράτηση τεκμηρίων θεωρείται αυτοτελής απόφαση η οποία αν και άμεσα συνδεδεμένη με το ένταλμα έρευνας, εντούτοις έχει τη δική της αυτοτέλεια, εφόσον ο δικαστής […] έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να χειριστεί αντικείμενα που κατασχέθηκαν, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης».  Υπό το πρίσμα αυτό, θεώρησε ότι τα ζητήματα που αφορούσαν «την ύπαρξη δεδικασμένου», όπως το έθεσε ο συνήγορος του εφεσείοντα και άλλα ζητήματα σε σχέση με το παράνομο ή μη του εντάλματος έρευνας, δεν ενέπιπταν στο ενώπιον του ζητούμενο, που ήταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Κεφ. 155.

 

Η προσέγγιση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους.  Το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αυτοτελές αλλά και περιορισμένο. 

 

Ένας περαιτέρω λόγος έφεσης θέτει ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος ιδιοκτησίας, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα αποστέρησε την περιουσία του εφεσείοντα αναιτιολόγητα και δυσανάλογα και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέλεξε την ολιγότερο επαχθή λύση.  Όπως όμως προκύπτει και εξηγήθηκε από τον ευπαίδευτο εκπρόσωπο της εφεσίβλητης, πρόκειται για κατακράτηση αντικειμένων για περιορισμένο χρόνο τα οποία είναι αναγκαία είτε ως τεκμήρια είτε ως προϊόντα νομιμοποίησης εσόδων, σε περίπτωση που αποδειχθεί η σχετική κατηγορία.  Αυτή η πτυχή της έφεσης κατ΄ουσίαν άπτεται του τρόπου που άσκησε την ευρεία διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο.  Δεν θα επέμβουμε.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                   Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο