ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 268/2015, 298/2015, 304/2015, 307/2016, 13/12/2018

ECLI:CY:AD:2018:B534

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 268/2015

(Σχ. με 298/2015, 304/2015, 307/2016)

 

13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]

 

 

xxxxxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ

---------------

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 298/2015

(Σχ. με 268/2015, 304/2015, 307/2016)

 

 

xxxxxx ΚΟΤΣΑΠΑ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ

---------------

 

 

 

 

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 304/2015

(Σχ. με 268/2015, 298/2015, 307/2016)

 

xxxxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ

----------------------

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 307/2016

(Σχ. με 268/2015, 298/2015, 304/2015)

 

xxxxxx ΜΕΛΙΦΡΟΝΙΔΗ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ

---------------------

 

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα στην 268/2015 και 304/2015.

Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα στην 298/2015.

Σ. Αργυρού με Τσαγγαρίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στην 307/2016.

Ε. Παπαλοΐζου, (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

Εφεσείοντες παρόντες

--------------

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η  απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

-------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Οι Εφεσείοντες, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες (α) καλλιέργειας 210 φυτών κάνναβης από τα οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη κάνναβη, (β)  κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι των φυτών της προηγούμενης κατηγορίας και (γ) κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια τούτου σε άλλα πρόσωπα.  Περαιτέρω οι Εφεσείοντες 1 και 3 κρίθηκαν ένοχοι  του αδικήματος συνωμοσίας προς διάπραξη του πρώτου άνω αδικήματος και οι Εφεσείοντες 1 και 2 κρίθηκαν ένοχοι των αδικημάτων της κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ, χωρίς άδεια κατοχής και κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια κατοχής ήτοι 15 πλήρη φυσιγγίων κυνηγετικού όπλου.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, είναι όπως εκτίθενται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, για επιβολή ποινής:

 

" i.            Στις 4.9.14 κατόπιν σχετικής πληροφορίας και δυνάμει εντάλματος έρευνας η Υ.ΚΑ.Ν ερεύνησε τουρκοκυπριακό τεμάχιο, στη Βιοτεχνική Περιοχή Λακατάμειας, το οποίο κατείχε ο Κατηγορούμενος 1 για επαγγελματικούς σκοπούς και σε τροχόσπιτο του οποίου φιλοξενείτο ο Κατηγορούμενος 2 και το οποίο (τεμάχιο) κατά καιρούς επισκέπτετο ο Κατηγορούμενος 3.

ii.           Κατά την έρευνα εντοπίστηκε σε αστέγαστη κλειδωμένη αποθήκη η επίδικη φυτεία αποτελούμενη από 210 φυτά κάνναβης από τα οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.  Στο τροχόσπιτο εντοπίστηκαν έμφορτο με δύο φυσίγγια το επίδικο ΔΟΚΟ και άλλα 13 κυνηγετικά φυσίγγια δίπλα του.  Εντός της εν λόγω αποθήκης εντοπίστηκαν διάφορα εργαλεία, φάρμακα, λιπάσματα και άλλα αντικείμενα σχετιζόμενα με τη φυτεία.  Κατά την επέμβαση της Υ.ΚΑ.Ν ανευρέθηκε στο τεμάχιο ο Κατηγορούμενος 2, με βάση καταθέσεις του οποίου αναζητήθηκαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 3 και οι οποίες αργότερα αποτέλεσαν, σε συνδυασμό με την προφορική του μαρτυρία και την κύρια βάση των συμπερασμάτων μας από τα οποία παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα (από τις σελ. 136-138 της προηγηθείσας Απόφασης):

«Από όλα τα πιο πάνω επιμέρους συμπεράσματα συνάγεται αναμφίβολα το αυτονόητο, εν πολλοίς, περαιτέρω συμπέρασμα ότι υπήρξε σχεδιασμός, οργάνωση και προετοιμασία για τη δημιουργία των αναγκαίων υποδομών για τη φυτεία, για την εγκατάσταση της φυτείας, καθώς και την παντός είδους περιποίηση και προστασία της.  Βασικά με πρωταγωνιστή και ιθύνοντα νουν τον Κατηγορούμενο 1 τίποτε δεν έγινε ή αφέθηκε στην τύχη.  Αυτός:

-  διέθεσε τον χώρο και επέλεξε το σημείο ανέγερσης της αποθήκης

-  ειδοποίησε τον κατασκευαστή, συνεννοήθηκε μαζί του, έδωσε οδηγίες να παραμείνει αστέγαστη η αποθήκη και τον εξόφλησε

-   βρήκε το κατάλληλο χώμα, το μετέφερε με τον Κατηγορούμενο 2, το   άπλωσε μόνος εντός της αποθήκης καταλλήλως και εξόφλησε τον πωλητή

-  φρόντισε να εξασφαλιστεί νερό Υδατοπρομήθειας που απεδείχθη κατάλληλο προς άρδευση και να γίνει υδροδότηση προς την αστέγαστη αποθήκη αποκρύβοντας το λάστιχο μεταφοράς του νερού

-  εισήρχετο καθημερινώς σχεδόν στην αποθήκη περιποιούμενος τα φυτά

-  φρόντισε την άρδευση της ακόμα και όταν δεν μπορούσε ο ίδιος, μέσω του Κατηγορουμένου 2

-  έλαβε βασικά μέτρα μη αποκάλυψης της φυτείας κλειδώνοντας την αστέγαστη αποθήκη αλλά και αποτρέποντας τον Κατηγορούμενο 2 από του να «φέρει» εκεί την Αστυνομία στις 2.9.14

-  κατάφερε να επαναφέρει τον Κατηγορούμενο 2 στον χώρο ακόμα και όταν εκείνος αποχώρησε μετά τους πυροβολισμούς.

 

Πλην όμως σε όλα αυτά δεν ήταν μόνος του ο Κατηγορούμενος 1.  Είναι επίσης αναμφίβολο πως άμεση βοήθεια και συνεργασία, για τα θέματα της φυτείας είχε από τον Κατηγορούμενο 3 ο οποίος:

 -  συμμετείχε στην υδροδότηση με το άνοιγμα και κλείσιμο του αυλακιού

-  αγόρασε και έφερε τον ψεκαστήρα

-  πήγαινε κάποια Σάββατα στην αστέγαστη αποθήκη και μαζί με τον Κατηγορούμενο 1 φρόντιζαν και περιποιούντο τα φυτά για αρκετές ώρες κάθε φορά

-  πήγε στο τεμάχιο μαζί με τον Κατηγορούμενο 1 στις 2.9.14 το βράδυ εξαιτίας των πυροβολισμών.

 

Η πιο πάνω εξαρχής αγαστή συνεργασία των Κατηγορουμένων 1 και 3 προφανώς και ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας και συνεννόησης τους με αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία, διατήρηση και ανάπτυξη την φυτείας, καθώς και της από κοινού εκμετάλλευση εν καιρώ της αναμενόμενης παραγωγής.  Δεν διατηρούμε λοιπόν καμία αμφιβολία ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και δη μεταξύ Απριλίου 2014 και 4 Σεπτεμβρίου 2014 συνωμότησαν όπως καλλιεργήσουν και εν τέλει καλλιέργησαν την επίδικη φυτεία με σκοπό να προμηθεύσουν ελεγχόμενο φάρμακο σε τρίτο πρόσωπο.  Στη δική τους περίπτωση η εμπλοκή στην καλλιέργεια υπό τις περιστάσεις που έχουν διαπιστωθεί σαφώς εμπεριέχει και στοιχειοθετεί στον απαιτούμενο βαθμό και το στοιχείο της κατοχής των φυτών δεδομένου ότι είχαν πρόσβαση στην αποθήκη και στα φυτά, τα οποία ουσιαστικά ευρίσκοντο συνεχώς υπό τον έλεγχο τους είτε κατά τη φυσική τους παρουσία στην αποθήκη είτε εξ αποστάσεως όταν δεν ήταν εκεί.

Όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 2 έχει προκύψει πως ενημερώθηκε από πολύ νωρίς από τον Κατηγορούμενο 1 για την πρόθεση του να φυτεύσει τα φυτά.  Έχουμε δεχθεί πως, λεκτικά τουλάχιστον, διαχώρισε τη θέση του και προέβαλε αντιρρήσεις σε κάποιες περιπτώσεις.  Στην πραγματικότητα όμως ο Κατηγορούμενος 2, λόγω της σχέσης του με τον Κατηγορούμενο 1 και πειθόμενος από αυτόν:

-  Βοήθησε και συμμετείχε στη διαδικασία σύνδεσης της υδροδότησης προς την αστέγαστη αποθήκη γνωρίζοντας από εκείνη την ημέρα και ύστερα τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν

-  Άνοιξε ή έκλεισε το ρουμπινέτο παροχής νερού προς την αστέγαστη αποθήκη, σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις, γνωρίζοντας ότι με αυτές του τις ενέργειες στη μια περίπτωση (του ανοίγματος) ποτίζοντο τα φυτά και στην άλλη (του κλεισίματος) διακόπτετο το πότισμα, πράξη επίσης απαραίτητη για την όλη διαδικασία άρδευσης στις κατάλληλες ποσότητες νερού.

 

-  Συνέχισε να χρησιμοποιεί το τροχόσπιτο ως χώρο μόνιμης διαμονής του εν γνώσει του ότι δίπλα του, σε απόσταση 20μ, καλλιεργούντο φυτά κάνναβης στην άρδευση των οποίων έλαβε μέρος.  Ακόμα και αυτή η απλή παρουσία του στον χώρο για όσες ώρες ήταν εκεί παρών και ιδιαίτερα κατά τις νύκτες και παρότι η φυτεία ήταν κλειδωμένη, λειτουργούσε εκ των πραγμάτων και παρείχε κάποιο είδος φύλαξης του ευρύτερου χώρου και κατά συνέπειαν και της κλειδωμένης αστέγαστης αποθήκης, από ανεπιθύμητους επισκέπτες ή εισβολείς.  Πράγμα που έτυχε εφαρμογής και χρήσης στις 2.9.14 το βράδυ όταν προστατεύοντας καταρχάς τον εαυτό του και τον δικό του χώρο διαμονής αναπόφευκτα εξυπηρέτησε και συμφέροντα των άλλων δύο εμπλεκομένων, ακόμα και αν ως εξυπηρέτηση εκληφθεί μόνον η ενημέρωση αυτών για την επίθεση και όχι η εκδίωξη των κουκουλοφόρων.»

 

iii.         Στη βάση των πιο πάνω κρίθηκε πως σε αντίθεση με τους Κατηγορούμενους 1 και 3 ο Κατηγορούμενος 2 δεν είχε συμμετάσχει μεν στη συνωμοσία, πλην όμως οι πράξεις του συνιστούσαν συμμετοχή στην καλλιέργεια, κατοχή και καλλιέργεια με σκοπό την προμήθεια.

iv.          Όσον αφορά το ΔΟΚΟ και τα φυσίγγια εξήχθησαν ευρήματα ότι τα είχε μεταφέρει στο τροχόσπιτο ο Κατηγορούμενος 1 και ότι στη συνέχεια έλαβε σχετική γνώση και ο Κατηγορούμενος 2 για την ύπαρξη τους στον χώρο διαμονής του, στη βάση των οποίων κρίθηκε και αυτός ένοχος για συμμετοχή στην κατοχή τους."

 

Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, ως αποτέλεσμα της απόφασης του, επέβαλε στους Εφεσείοντες στην κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια του σ'  άλλους, ποινές φυλάκισης, 12, 5 και 10 ετών αντίστοιχα.  Στον Εφεσείοντα 1 και 2 στην κατηγορία κατοχής πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια, επέβαλε ποινές φυλάκισης 2 ετών και ενός έτους αντίστοιχα και στην κατηγορία κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια, ποινές φυλάκισης 14 ετών και 7 μηνών αντίστοιχα.  Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επεβλήθηκε ποινή.

 

Ο Εφεσείων 1/Κατηγορούμενος 1 με 27 λόγους έφεσης προσβάλλει τόσο την καταδίκη του όσο και το ύψος της ποινής των 12 ετών ως εσφαλμένη και υπερβολική (Εφ. Αρ. 298/15).  Ο Εφεσείων 2/Κατηγορούμενος 2 με τρεις λόγους Έφεσης (αρ. 307/15) προσβάλλει την καταδίκη του ως εσφαλμένη.  Τέλος ο Εφεσείων 3/Κατηγορούμενος 3 με εννέα λόγους Έφεσης (Εφ. Αρ. 268/15) προσβάλλει την καταδίκη του ως εσφαλμένη και με τέσσερις λόγους Έφεσης (Αρ. 304/15) την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική.

 

Κατά την ακρόαση των Εφέσεων, ο Εφεσείων 1 απέσυρε το λόγο Έφεσης αρ. 26 και ο Εφεσείων 3 απέσυρε τον πρώτο λόγο Έφεσης (Αρ. 268/2015) όπως και την Έφεση του (αρ. 304/2015) εναντίον της επιβληθείσας ποινής.  Ως αποτέλεσμα, αυτά δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω.

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 298/2015 ΥΠΟ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ 1/ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ 1

 

Α.      Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 5, 9, 11, 12 και 13

          Νομιμότητα και Εγκυρότητα Εντάλματος Ερεύνης

         (Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 28.1.2015)

 

           Όλοι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αφορούν το ένταλμα ερεύνης ημερ. 4.9.2014, (στο εξής το Ένταλμα) η εκτέλεση του οποίου οδήγησε στην ανεύρεση της φυτείας φυτών κάνναβης για την οποία κρίθηκαν ένοχοι οι Εφεσείοντες.  Το ένταλμα (Τεκμ. 1) εξουσιοδοτούσε την υπό της Αστυνομίας έρευνα "στην οικία και υποστατικά ……….. στην οδό Θεόφιλου Γεωργιάδη στην Βιομηχανική περιοχή Λακατάμειας" για εντοπισμό "ναρκωτικών, ήτοι ελεγχόμενα φάρμακα Τάξης Β".

 

           Η έκδοση του εντάλματος στηρίχθηκε σε ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα xxxx Σ.Σ της ΥΚΑΝ ο οποίος, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι στον "πιο πάνω χώρο υπήρχε τροχόσπιτο……".

 

           Όλοι οι Εφεσείοντες ήγειραν ένσταση πρωτοδίκως, όταν επιχείρησε η Κατηγορούσα Αρχή, να καταθέσει ένα φυτό κάνναβης ως Τεκμήριο, προβάλλοντας ότι το ένταλμα αναφέρετο σε "οικία και υποστατικά επί της οδού Θεόφιλου Γεωργιάδη" ενώ ο ερευνηθείς χώρος, ήτοι το Τεμάχιο 247, ευρίσκετο στην οδό Βιοτεχνίας xxxx.  Ως αποτέλεσμα η εκτέλεση του εντάλματος σε άλλη διεύθυνση από αυτή που ορίζετο στο ένταλμα παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα, συνταγματικά  κατοχυρωμένα, των Εφεσειόντων (Άρθρα 15, 16, 30.2 και 35 του Συντάγματος) και συνεπώς οποιαδήποτε ληφθείσα μαρτυρία θα έπρεπε να αποκλειστεί.  Ακολούθησε Δίκη εντός Δίκης προκειμένου να διακριβωθεί το πραγματικό υπόβαθρο και κατά συνέπεια η νομιμότητα ή όχι της λήψης της συγκεκριμένης μαρτυρίας.  Αφού άκουσε την προσφερθείσα μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 20.1.2015 προέβη στ'  ακόλουθα ευρήματα:

 

·       "Tα γεγονότα που σχετίζονται με την έρευνα και τις ενέργειες των μελών της Αστυνομίας είναι ως τα έχουν περιγράψει οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2.

 

·       Τα υποστατικά και το τροχόσπιτο στα οποία διενεργήθηκε έρευνα από την Αστυνομία ευρίσκονται στο τεμάχιο 247 Φ/Σ.xx/xx.Ε.xx. Το τεμάχιο 247 ευρίσκεται εντός των διοικητικών ορίων Λακατάμειας και συγκεκριμένα στη Βιοτεχνική Ζώνη. Είναι τουρκοκυπριακή περιουσία και μέχρι το 2003 ήταν εκμισθωμένο σε δικαιούχο εκτοπισθέντα.

 

·       Περί το 2004 - 2005 εισήλθε στο τεμάχιο και έλαβε κατοχή του ο Κατηγορούμενος 1, χωρίς προηγουμένως να είχε εξασφαλίσει οποιαδήποτε έγκριση από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δηλαδή παράνομα. Το ισοπέδωσε, ανήγειρε υποστατικά και τοποθέτησε σ’ αυτό φορτηγά και το τροχόσπιτο.

 

·       Το εν λόγω τεμάχιο 247 ευρίσκεται σε χωμάτινο δρόμο στην προέκταση ασφάλτινης οδού η οποία οδός μέχρι τις 26.10.07 επίσημα έφερε το όνομα οδός Θεόφιλου Γεωργιάδη, οπότε με απόφαση αρμοδίων του Δήμου Λακατάμειας  μετονομάστηκε σε οδό Βιοτεχνίας.

 

Βασικά, όπως έχει προκύψει και από τη Μ.Κ.6, η παλαιά οδός Γεωργιάδη ξεκινούσε από άλλη βασικά Λεωφόρο και φθάνοντας στο δίστρατο που φαίνεται στη φωτ. 1 του Τεκμηρίου Β συνέχιζε ευθεία καλύπτοντας και τον χωματόδρομο. Το 2007 μετονομάστηκε σε Βιοτεχνίας το τμήμα της παλαιάς οδού Γεωργιάδη που ξεκινά από το δίστρατο και η νυν Γεωργιάδη συνεχίζει πλέον προς τα αριστερά διαπερνώντας περιοχή που δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί και φθάνοντας σε κατοικημένη περιοχή μετά από αρκετή απόσταση.

 

·       Η προέκταση της παλαιάς οδού Γεωργιάδη, δηλαδή ο χωματόδρομος, κατευθύνεται αριστερά και περνώντας από το επίδικο τεμάχιο καταλήγει στη νυν οδό Γεωργιάδη αποτελώντας έτσι τη βάση ενός νοητού ισοσκελούς περίπου τριγώνου του οποίου η μία πλευρά είναι βασικά το ασφάλτινο τμήμα της παλαιάς οδού Γεωργιάδη και η άλλη είναι το μέρος της νυν οδού Γεωργιάδη στο οποίο, σύμφωνα με τη Μ.Κ.6, θα αντιστοιχούν οι αριθμοί xx έως xx της μη κατοικημένης περιοχής, εάν και όταν ζητηθούν και δοθούν από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου, δηλαδή μετά την οικιστική ανάπτυξη των εν λόγω τεμαχίων.

 

·       Παρά την αλλαγή αυτή, οι κάτοχοι των υποστατικών στους αριθμούς xx και xx, οι αρμόδιες υπηρεσίες και ο ταχυδρόμος Λακατάμειας δεν είχαν ενημερωθεί πριν τις 4.9.14 για τη μετονομασία της οδού. Εξ ου και:

 

§  Όταν οι Μ.Κ.1 και 2 ζήτησαν πληροφορίες έμαθαν από εργαζόμενο στον αριθμό xx και από κάτοχο του υποστατικού στον αριθμό xx(Μ.Κ.3) ότι η οδός αυτή ήταν Θεόφιλου Γεωργιάδη.

 

§  Μέχρι και το 2014 ακόμα οι λογαριασμοί τηλεφώνου, ρεύματος και υδατοπρομήθειας της οικογένειας Κxxxx αποστέλλοντο στη διεύθυνση Θεόφιλου Γεωργιάδη xx (Τεκμήρια Ι, Κ) ή ανέφεραν ως διεύθυνση της οικίας την οδό Θεόφιλου Γεωργιάδη χωρίς αρίθμηση (Τεκμήριο Θ).

 

§  Ο ταχυδρόμος (Μ.Κ.4) μέχρι σήμερα παραδίδει στην ίδια οδό αλληλογραφία που φέρει διεύθυνση Θεόφιλου Γεωργιάδη, παρότι στην αρχή της οδού λειτούργησαν το 2014 δύο υποστατικά που παραλαμβάνουν αλληλογραφία με διεύθυνση την οδό Βιοτεχνίας.

 

§  Οι Ταχυδρομικές Υπηρεσίες δεν ενημερώθηκαν για τη μετονομασία, παρά μόνον πρόσφατα ότι τα δύο προαναφερόμενα υποστατικά στην αρχή της οδού φέρουν διεύθυνση αλληλογραφίας την οδό Βιοτεχνίας.

 

·       Στον εν λόγω δρόμο ουδέποτε υπήρχε πινακίδα αναγραφής της οδού είτε πριν είτε μετά τη μετονομασία της.

 

·       Ο Δήμος είναι υπεύθυνος για την ονομασία, μετονομασία και αριθμοδότηση των οδών. Η αριθμοδότηση κάθε συγκεκριμένου τεμαχίου γίνεται μόνον αφού ο κάτοχος αυτού αποταθεί στον Δήμο για κάτι τέτοιο.

 

·       Η παλαιά Θεόφιλου Γεωργιάδη, ως εγγεγραμμένος δημόσιος δρόμος, φθάνει μέχρι το τεμάχιο xxx, που είναι μία μάντρα η οποία βρίσκεται ακριβώς μεταξύ της οικίας xxxxx αρ. xx και του τεμαχίου 247, και η οποία δεν φέρει αριθμό και αλληλογραφεί άνευ αριθμού.

 

·       Το επίδικο τεμάχιο τροφοδοτείτο με ρεύμα και νερό από την προαναφερθείσα γειτονική μάντρα. Αυτό δεν έφερε ούτε είχε λάβει αριθμό μέχρι και τις 17.10.14 όταν, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αδελφής του Κατηγορουμένου 1, ο Δήμος έδωσε πλέον τη νέα διεύθυνση Βιοτεχνίας και τον αριθμό xxxx.

 

·       Στη νυν Θεόφιλου Γεωργιάδη δεν υπάρχει κτισμένο οποιοδήποτε υποστατικό παρά μόνο ένα στο οποίο δόθηκε ο αριθμός xx και το οποίο βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, πιο νοτιοανατολικά από το σημείο στο οποίο καταλήγει ο χωματόδρομος της παλαιάς οδού Γεωργιάδη. Δηλαδή ο αριθμός xxx ευρίσκεται στην προέκταση της νυν Γεωργιάδη πέραν του νοητού τριγώνου.

 

·       Στην παλαιά και νυν οδό Θεόφιλου Γεωργιάδη καθώς και τη γύρω περιοχή δεν εντοπίστηκε άλλο υποστατικό εντός του οποίου να υπάρχει τροχόσπιτο."

 

           Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε μετά από περίσκεψη και αναφορά στη νομολογία ότι:

 

"Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων και περιστάσεων της υπό εξέταση  περίπτωσης φρονούμε ότι αυτή δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που η νομολογία ταξινομεί ή χαρακτηρίζει ως περιπτώσεις λανθασμένης διεύθυνσης υπό την έννοια διαφορετικού χώρου. Θεωρούμε ότι η παράθεση των μη αμφισβητουμένων γεγονότων έχει καταστήσει σαφές ότι δεν υπήρξε θέμα διαφορετικής ή λανθασμένης διεύθυνσης στην οποία διενεργήθηκε η έρευνα σε σχέση με εκείνη που εξουσιοδοτούσε το ένταλμα έρευνας αλλά επρόκειτο για απλή μετονομασία του ιδίου δρόμου που περνούσε από το επίδικο τεμάχιο. Και είναι πιστεύουμε σημαντικό να επισημάνουμε ότι η νέα διεύθυνση του δρόμου, η Βιοτεχνίας, βασικά ήρθε στην επιφάνεια για πρώτη φορά και δόθηκε μάλιστα και σχετική βεβαίωση από τον Δήμο Λακατάμειας όταν τον Οκτώβριο του 2014 αποτάθηκε κάποια κα Σ….. εκ μέρους του Κατηγορουμένου 1 για τον σκοπό αυτό και ζήτησε ειδικά την εξασφάλιση τέτοιας βεβαίωσης αναφορικά με τη διεύθυνση του επίδικου τεμαχίου.

 

           Περαιτέρω έκρινε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει το ένταλμα από πλευράς νομιμότητας και να εκφέρει άποψη για το κατά πόσο περιείχε τα απαραίτητα στοιχεία ή όχι.  Θεώρησε δε αυτό νόμιμο και έγκυρο εφόσον αυτό δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ως αποτέλεσμα η ένσταση των Εφεσειόντων απερρίφθη και έγινε αποδεκτή η κατάθεση του φυτού, ως Τεκμ. 3.

 

           Είναι η εισήγηση των Εφεσειόντων ότι, η πρωτόδικη απόφαση ως άνω είναι εσφαλμένη, καθότι το ένταλμα από την απλή ανάγνωση του φαίνεται ότι δεν προσδιορίζει κανένα υποστατικό, κανένα αριθμό οδού, ή κάποιο πρόσωπο και γενικά δεν περιέγραψε κανένα τόπο με αποτέλεσμα αυτό να είναι εξ υπαρχής θνησιγενές και νομικά ατελές, λόγω αοριστίας και γενικότητας, στην περιγραφή του τόπου και του προσώπου που το κατείχε και συνεπώς, είχε δικαιοδοσία να το ελέγξει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Περαιτέρω, προβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθότι δεν αντιλήφθηκε ότι το ένταλμα εξουσιοδοτούσε έρευνα σε εντελώς διαφορετικό χώρο από εκείνο στον οποίο έγινε η έρευνα, ήτοι έγινε έρευνα και ανευρέθησαν τα επίδικα ναρκωτικά στο τεμάχιο ή το χώρο που ευρίσκεται στην οδό Βιοτεχνίας xxx και όχι η στην αναγραφόμενη στο ένταλμα διεύθυνση, ήτοι στην οδό Θεόφιλου Γεωργιάδη.

 

           Η γενική αρχή η οποία ισχύει στο δικαιΐκό μας σύστημα είναι ότι, όπου η εξασφάλιση της μαρτυρίας συνεπάγεται και παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων τότε αυτή είναι απαράδεκτη.  Αυτό σε αντιδιαστολή με το τι ισχύει στο κοινοδίκαιο.  Στην R v. Sang (1979) 2 All E.R. 1222, η οποία αντιπροσωπεύει την νομολογιακή θέση του κοινοδικαίου (βλ. Blackstone's Criminal Practice, 1995, σελ. 1793 και Alfred Robert Apicella (1986) 82 Cr. App. R. 295, 298) η ουσία της απόφασης της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων ευρίσκεται στο κάτωθι απόσπασμα της απόφασης του Lord Diplock σελ. 1231:

 

"(1) A trial judge in a criminal trial has always a discretion to refuse to admit evidence if in his opinion its prejudicial effect outweighs its probative value. 

 (2) Save with regard to admissions and confessions and generally with regard to evidence obtained from the accused after commission of the offence, he has no discretion to refuse to admit relevant admissible evidence on the ground that it was obtained by improper or unfair means. The court is not concerned with how it was obtained. It is no ground for the exercise of discretion to exclude that the evidence was obtained as the result of the activities of an agent provocateur."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"(1) Το εκδικάζον δικαστήριο σε μια ποινική δίκη έχει πάντοτε διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να δεχθεί μαρτυρία αν κατά την γνώμη του o δυσμενής της επηρεασμός υπερισχύει  της αποδεικτικής της αξίας. 

 (2) Εκτός σε σχέση με παραδοχή και ομολογία και γενικά σε σχέση με μαρτυρία που λαμβάνεται από τον κατηγορούμενο μετά τη διάπραξη του αδικήματος το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αρνηθεί την αποδοχή σχετικής αποδεκτής μαρτυρίας για το λόγο ότι εξασφαλίσθηκε με ανάρμοστα ή άδικα μέσα.  Δεν απασχολεί το δικαστήριο ο τρόπος εξασφάλισης της.  Δεν αποτελεί λόγο για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας για αποκλεισμό το ότι η μαρτυρία εξασφαλίστηκε ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων πράκτορα της Αστυνομίας."

 

           Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Scherk C. Eur.Court H.R. Schork Judgment of 12 July 1988, series A No. 140, p.29 §46) αποφάνθηκε ότι δεν παραβιάσθη το Άρθρο 6(1) όταν μαγνητοσκόπηση που εξασφαλίστηκε παράνομα, ενοχοποιητική για τον Κατηγορούμενο, έγινε αποδεκτή.  Αυτό συνέβηκε λόγω του ότι η Υπεράσπιση αντέκρουσε την αυθεντικότητα της ταινίας και υπήρχε άλλη μαρτυρία η οποία υποστήριζε την καταδίκη.

 

           Επαναλαμβάνουμε όμως ότι στην Κύπρο, σύμφωνα με την νομολογία μας, ενόψει των διατάξεων των Άρθρων 34 και 35 του Συντάγματος, δεν υπάρχει δυνατότητα αποδοχής μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παράβαση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα (βλ. Αστυνομία ν. Γιάλλουρος (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.α. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37).

 

           Στην παρούσα υπόθεση και αναφορικά με το εξεταζόμενο θέμα, η ουσία του πράγματος, είναι κατά πόσο η επίδικη έρευνα ήταν νόμιμη ή παράνομη βάσει του εξουσιοδοτούντος εντάλματος ημερ. 4.9.2014.

 

           Σταθερή είναι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι το Κακουργιοδικείο στερείται δικαιοδοσίας άμεσα ή έμμεσα να αναθεωρήσει την εγκυρότητα δικαστικών αποφάσεων ή διατάξεων που εκδίδονται από άλλα πρωτοβάθμια Δικαστήρια (βλ. Ellinas v. The Repubic (1989) 1 C.L.R. 17, Al-Hamad v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, Λοΐζου ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 247/18 ημερ. 2.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B425).

 

           Αναθεώρηση δικαστικής απόφασης είναι δυνατή μόνο μέσω (α) έφεσης, όπου παρέχεται τέτοιο δικαίωμα και (β) με προνομιακό ένταλμα Certiorari. Αμφότερες οι διαδικασίες ανήκουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Το Κακουργιοδικείο "το μόνο ερώτημα που είχε να απαντήσει ήταν κατά πόσο η εξουσιοδότηση που παρείχε το ένταλμα ερεύνης είχε απωλέσει το νομικό του έρεισμα.  Η ύπαρξη προϋποθέσεων για την έκδοση του εντάλματος – συμπεριλαμβανομένης και της ποιότητας της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστή – μπορεί να ελεγχθεί μόνο στα πλαίσια διαδικασίας για τον έλεγχο της εγκυρότητας του δικαστικού εντάλματος"  (βλ. Al-Hamad (άνω)).

 

           Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα με τα αναντίλεκτα γεγονότα, ο τόπος που έγινε η έρευνα ήταν ο τόπος που ορίζετο στο ένταλμα.  Η μετονομασία της οδού δεν διαφοροποίησε τον τόπο και υποστατικά όπου έγινε, κατ' εξουσιοδότηση του εντάλματος η έρευνα.  Οι υποθέσεις Norster κ.α. ν. Δημοκρατία (2013) 2 Α.Α.Δ. 797 και R. V. Atkinson (1976) C.L.R 307 δεν βοηθούν τους Εφεσείοντες.  Σε αμφότερες τις υποθέσεις, η έρευνα έγινε σε υποστατικά άλλα εκτός της εμβέλειας των ενταλμάτων έρευνας.  Κρίθηκε σε αμφότερες τις υποθέσεις ότι η περιγραφή του χώρου στο ένταλμα ήταν και στις δύο περιπτώσεις περιγραφή άλλου χώρου μάλλον παρά λανθασμένη ή κακή περιγραφή.  Επίσης στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Husein, Π.Ε. 2012/17, ημερ. 23.10.2018 τα γεγονότα ήταν διαφορετικά.  Εκεί ερευνήθηκε η οικία του, ενώ το εκδοθέν ένταλμα ερεύνης δεν εξουσιοδοτούσε αυτό.  Συνεπώς, δεν ετίθετο θέμα ελέγχου της νομιμότητας έκδοσης του στο πλαίσιο διαδικασίας προνομιακής φύσεως.  (βλ. σχετικά την Θεοδωροπούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 28/2016 ημερ. 19.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B487). Εδώ ουδέποτε τέθηκε ισχυρισμός ότι ερευνήθηκε άλλο υποστατικό από αυτό που κάλυπτε το ένταλμα ή ότι σ'  αυτό περιγράφετο άλλος χώρος απ'  αυτόν που ερευνήθηκε. Όλη η επιχειρηματολογία στράφηκε προς την μετονομασία της οδού.  Μετονομασία όμως που δεν άλλαξε τα δεδομένα του προς έρευνα χώρου, είτε γινόταν αναφορά σ'  αυτό με την παλιά ονομασία είτε με τη νέα του.

 

           Όλα τα πιο πάνω οδηγούν αναπόδραστα στο ότι το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε ότι δεν τίθεται θέμα ελέγχου της νομιμότητας έκδοσης του εντάλματος και ότι η εμβέλεια του κάλυπτε το χώρο όπου έγινε η έρευνα.

 

Β.        Λόγοι Έφεσης Αρ. 6, 7 και 8

           Αναθεώρηση Ενδιάμεσης Απόφασης ημερ. 20.1.2015

 

           Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του Κακουργιοδικείου να απορρίψει εισήγηση για αναθεώρηση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης του: ότι δηλαδή υπήρχε η δέουσα εξουσιοδότηση για την έρευνα του επίδικου τεμαχίου στη βάση του εκδοθέντος εντάλματος.

 

           Η εισήγηση έγινε με υπόβαθρο ότι προέκυψαν νέα στοιχεία μετά την έκδοση της Ενδιάμεσης Απόφασης και συγκεκριμένα:

 

           (α)  Η επιστολή του Δήμου Λακατάμειας ημερ. 28.10.2007 προς τον Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών με κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, στον Αρχηγό της Αστυνομίας για την οποία γίνεται πληροφόρηση για ονομασία οδών εντός των Δημοτικών Ορίων Λακατάμειας "όπως δείχνουν στα τοπογραφικά σχέδια που επισυνάπτονται".   Μεταξύ αυτών αναφέρεται και η οδός ΒΙΟΤΕΧΝΙΑΣ ενορία Αγία Παρασκευή, Φ/Σχ XXX/xxExx.

 

           Να σημειωθεί ότι το άνω τεκμήριο κατατέθηκε εκ συμφώνου στις 27.5.2015, ως Τεκμ. 97 και έγινε παραδεκτό γεγονός ότι απεστάλη με τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται σ'  αυτό.

 

           (β)  Η μαρτυρία της Μ.Υ.10, εκδότριας ατλαντών (χαρτών) Οδικού Δικτύου, Τεκμ. 75Α και 75Β, έκδοση 2008 και 2011 αντίστοιχα όπου φαίνεται η οδός Βιοτεχνίας.

 

           (γ)  Ο ανακριτής της υπόθεσης, αστυφύλακας xxxxxx, στη μαρτυρία του στις 31.3.2015 παραδέκτηκε ότι οι άνω χάρτες χρησιμοποιούνται από την Αστυνομία.

 

           Έγινε εισήγηση από πλευράς Εφεσείοντα, ότι με τα νέα στοιχεία που τέθησαν μετά την έκδοση της Ενδιάμεσης Απόφασης στις 20.1.2015 ανετράπει το "ratio Decidendi" της, και του ευρήματος ότι "η αποκαλούμενη αλλαγή", κατ'  ακρίβεια δεν υλοποιήθηκε "εν τοις πράγμασι αλλά μόνο τύποις".  Επίσης ότι τα νέα αυτά στοιχεία ανατρέπουν και την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.6 και ευρήματα ως αποτέλεσμα αυτής.  Τέλος, έγινε εισήγηση, ότι η μη αποκάλυψη του Τεκμ. 97 από την Κατηγορούσα Αρχή στο στάδιο της Δίκης εντός Δίκης, αποτελούσε παραβίαση του δικαιώματος του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.

 

           Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε την εισήγηση για αναθεώρηση ως ακολούθως:

"Εξετάζοντας τα πιο πάνω τεθέντα στοιχεία θα πρέπει εξαρχής να διευκρινίσουμε  ότι η επιστολή Τεκμήριο 97 η οποία απευθύνεται στον Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών με φερόμενη κοινοποίηση, μεταξύ άλλων, και στον Αρχηγό Αστυνομίας, κατατέθηκε στα πλαίσια συγκεκριμένου παραδεκτού γεγονότος το οποίο περιορίστηκε στο γεγονός της αποστολής της εν λόγω επιστολής. Χωρίς, δηλαδή, να γίνει παραδεκτό γεγονός η λήψη της επιστολής είτε από τον Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών στον οποίο απευθύνεται είτε από αυτούς προς τους οποίους αποσκοπούσε να κοινοποιηθεί. Ούτε προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει την παραλαβή της επιστολής ως ανωτέρω.

 

Όσον αφορά δε τη μαρτυρία της Μ.Υ.10, η οποία βασικά συνίστατο στην κατάθεση των Τεκμηρίων 75Α και 75Β - βιβλία χαρτών - για τα έτη 2008 και 2011, με δεδομένο ότι δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί με ποιαν από τις δύο μεθόδους που εξασφαλίζουν τα στοιχεία για τις οδούς βρήκαν την οδό Βιοτεχνίας για τις ανάγκες της έκδοσης του 2008 - είτε μέσω συνεργείων τα οποία τις καταγράφουν είτε μέσω ενημέρωσης από Δήμους και Κοινοτικά Συμβούλια - δεν διαπιστώνουμε να έχει προκύψει οποιοδήποτε νέο στοιχείο. Μάλιστα η εν λόγω μάρτυρας αντεξεταζόμενη από την κα Χατζηαθανασίου είπε πως δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν οποτεδήποτε υπήρχε πινακίδα επιτόπου με το όνομα της οδού.

 

Υπενθυμίζουμε ότι στην Ενδιάμεση Απόφαση μας ημ. 20.1.15 είχαμε κρίνει ότι η εξουσιοδότηση που παρείχε το εκδοθέν ένταλμα  για έρευνα στην οδό Θεόφιλου Γεωργιάδη κάλυπτε τον χώρο όπου πράγματι έγινε η σχετική έρευνα στο επίδικο ακίνητο έστω και αν αυτό, επισήμως για τους σκοπούς των αρχείων του Δήμου Λακατάμειας, είχε πλέον νέα διεύθυνση. Και τούτο στη βάση του πιο  κάτω σκεπτικού που μεταφέρουμε από την ενδιάμεση απόφαση μας:

 

  «Ουσιαστικά λοιπόν λήφθηκε κάποια εσωτερική απόφαση από λειτουργό ή υπηρεσία του Δήμου για μετονομασία της οδού, χωρίς όμως αυτή να κοινοποιηθεί δεόντως προς οποιονδήποτε, είτε αυτός ήταν άλλη υπηρεσία είτε ήταν ένοικος της περιοχής (εκτός από τους δύο στην αρχή της οδού οι οποίοι άρχισαν να αλληλογραφούν κατά το 2014). Εξαιτίας αυτής της παράλειψης είναι προφανές πως η αποκαλούμενη «αλλαγή» κατ΄  ακρίβειαν  δεν υλοποιήθηκε εν τοις πράγμασι αλλά μόνον τύποις.»

 

Προσθέτουμε δε αφενός πως από τον Μ.Κ.11 προέκυψε πως ακόμη και σήμερα (το 2015) εξακολουθούν να λαμβάνουν λογαριασμούς ρεύματος και νερού από τις αρμόδιες υπηρεσίες στους οποίους αναγράφεται 'άνευ οδού' και αφετέρου πως ακόμα και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 1 έμαθε τη νέα οδό του τεμαχίου μόνο μετά που την άκουσε τόσες πολλές φορές στην παρούσα διαδικασία. Σημειώνουμε επίσης ότι η αναφορά του Μ.Κ.11 επί της ύπαρξης άλλου τροχόσπιτου στην παρακείμενη του τεμαχίου περιοχή δεν έχει γίνει δεκτή ως παντελώς αόριστη και αβέβαιη.

 

Στην βάση όλων των πιο πάνω δεν έχουμε διαπιστώσει να έχει προκύψει οποιοδήποτε νέο δεδομένο βάσει του οποίου θα έπρεπε να διαφοροποιήσουμε την παλαιότερη κατάληξη μας."

          

           Η αναθεώρηση Ενδιάμεσης Απόφασης υπό του Δικαστηρίου είναι δυνατή σε κάθε περίπτωση, υπό το φως των δεδομένων, όπως αυτά διαμορφώνονται κατά την κύρια δίκη (βλ. R. v. Watson (1980) 2 All E.R. 293, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 370).

 

           Με όλο το σεβασμό τόσο τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα όσο και στο Κακουργιοδικείο, το όλο θέμα το οποίο ηγέρθηκε με την εισήγηση για αναθεώρηση επί τη βάσει των "νέων" στοιχείων, δεν αποτελούσε στην πραγματικότητα θέμα για επανεξέταση.  Τούτο γιατί είχε ήδη κρίνει ότι η διενεργηθείσα έρευνα του επίδικου τεμαχίου έγινε στη βάση  του εκδοθέντος εντάλματος ερεύνης.  Τα στοιχεία που τέθηκαν ως "νέα" ανάγονται στη δικαστική πράξη έκδοσης του η οποία, ως έχουμε αναφέρει προηγουμένως, μπορούσε να προσβληθεί  μόνο με αίτημα για προνομιακό ένταλμα τύπου Certiorari, το οποίο και δεν έγινε.  Συναφώς, απέκλειε οιανδήποτε περαιτέρω εξέταση επί τη βάσει των "νέων" στοιχείων.

 

           Δεν συμφωνούμε επίσης με την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, λόγω του ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απεκάλυψε το Τεκμ. 9, στα πλαίσια της Δίκης εντός Δίκης, αναφορικά με την νομιμότητα της έρευνας στο τεμάχιο του Εφεσείοντα.  Η μετονομασία της οδού Θεόφιλου Γεωργιάδη σε οδό Βιοτεχνίας από 26.10.2007 αποτέλεσε εύρημα του Κακουργιοδικείου και αυτό έλαβε υπόψη του κατά την εξέταση του όλου θέματος.  Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση του:

 

"Η βασική θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι ενώ το υπό εξέταση ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτούσε τη διεξαγωγή έρευνας στην οδό Θεόφιλου Γεωργιάδη, η έρευνα διεξήχθη στην οδό Βιοτεχνίας xx, δηλαδή σε άλλη και όχι στην αναγραφόμενη στο ένταλμα διεύθυνση. 

 

Με δεδομένη τη διεύθυνση που αναγράφεται στο υπό αναφορά ένταλμα έρευνας, το βασικό ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσον η έρευνα που διενεργήθη στον χώρο αυτό και στα υποστατικά που ευρίσκοντο εντός αυτού καλύπτετο από το εκδοθέν ένταλμα έρευνας το οποίο εξουσιοδοτούσε έρευνα «στην οικία και υποστατικά που διαμένει άγνωστο πρόσωπο στην οδό Θεόφιλου Γεωργιάδη στη Βιομηχανική περιοχή Λακατάμιας»."

 

           Το πιο πάνω απόσπασμα από την Ενδιάμεση Απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ. 20.1.2015 καταδεικνύει ότι ο Εφεσείων δεν στερήθηκε οποιασδήποτε ουσιώδους μαρτυρίας όταν εξετάζετο το θέμα της νομιμότητας της έρευνας. 

 

Οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 απορρίπτονται.

 

Γ.        Λόγοι έφεσης 10 και 27 (34) – Αξιολόγηση μαρτυρίας Εφεσείοντα κατά το ενδιάμεσο και τελικό στάδιο

 

 

           Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο στην Ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 20.1.2015, αξιολόγησε τη μαρτυρία του με τις φράσεις "επιτηδευμένη προσπάθεια" και ότι "δεν ικανοποιεί για την αλήθεια των όσων ανέφερε".  Ως αποτέλεσμα των εν λόγω αναφορών, προκατέβαλε την κρίση του περί της αξιοπιστίας ή/και της ενοχής του Εφεσείοντα και τον έκρινε αναξιόπιστο "a priori" κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος του να τύχει δίκαιης δίκης, καθότι με την πιο πάνω κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του Εφεσείοντα, η όλη ακροαματική διαδικασία έχει ουσιαστικά "μολυνθεί" και ότι η δίκη που διεξήχθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δίκαιη δίκη, δεδομένου ότι απαραίτητο στοιχείο της δίκαιης δίκης είναι η ύπαρξη ανεξάρτητου και αντικειμενικού κριτή, ο οποίος όχι μόνο θα έχει αυτές τις ιδιότητες αλλά και θα φαίνεται, σε όλους τους καλά πληροφορημένους παρατηρητές, ότι τις έχει.  Παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του, ως αυτά προστατεύονται, από τα άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος.

 

           Το Τεκμήριο της αθωότητας, δεν μπορεί να παραβιάζεται και το εκδικάζον Δικαστήριο θα πρέπει να συγκεντρώνει τα εχέγγυα, όχι μόνο υποκειμενικώς αλλά και εξ αντικειμένου αμεροληψίας.  Αυτά είναι θεμελιώδη και δεν χρειάζεται επέκταση.  Από πολύ νωρίς το Ανώτατο Δικαστήριο με τη νομολογία του (βλ. Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40) αποδοκίμασε την καταστροφή της αξιοπιστίας κατηγορουμένου στο στάδιο της Δίκης Εντός Δίκης.  Σε εκείνο το στάδιο, το Δικαστήριο, θα πρέπει να περιορίζεται στα όσα είναι αναγκαία για να αχθεί σε κρίση σε σχέση με το αντικείμενο της Δίκης Εντός Δίκης και τίποτε άλλο.  Ως αποτέλεσμα, να μην πλήττεται η υπεράσπιση του Κατηγορούμενου. 

 

           Εξετάσαμε την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου σε συνάρτηση πάντοτε με ό,τι προβλήθηκε ως ένσταση υπό του Εφεσείοντα.  Η απομόνωση των δύο φράσεων, επί των οποίων στηρίζεται ο Εφεσείων, χωρίς αναφορά στην ολότητα του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου, δεν είναι ο ορθός τρόπος προσέγγισης του εξεταζόμενου ζητήματος.  Το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης έχει ως ακολούθως:

 

"Η τοποθέτηση του Κατηγορουμένου 1 αναφορικά με το θέμα γνώσης της διεύθυνσης του επίδικου τεμαχίου ήταν ασαφής, γενική και αόριστη. Πέραν της αδυναμίας του να θυμηθεί αυτήν και να τη δηλώσει στο Δικαστήριο, η αναφορά του στο ότι άκουσε τη διεύθυνση πάμπολλες φορές στο Δικαστήριο αλλά εξακολουθούσε να μην μπορεί να τη θυμηθεί αποδεικνύει απλώς την επιτηδευμένη προσπάθεια εκ μέρους του να μας παραπέμψει στη μετονομασθείσα διεύθυνση. Συνεπώς η όλη του στάση επί του θέματος δεν μας ικανοποιεί για την αλήθεια των όσων ανέφερε γι΄ αυτό."

 

           Παρατηρούμε συναφώς, ότι το Κακουργιοδικείο περιορίστηκε στα απολύτως αναγκαία που αφορούσαν το εξεταζόμενο θέμα μόνο και δεν έχει επεκταθεί σε οτιδήποτε άλλο.  Οι λόγοι έφεσης 10 και 27 απορρίπτονται.

 

 

Δ.        Αποδοχή μαρτυρίας συναυτουργού χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Λόγοι Έφεσης 14 μέχρι 17 και 20 μέχρι 21

 

           Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, προωθώντας τους πιο πάνω λόγους έφεσης και επί τη βάσει της R. v. MJ (2003) EWCA crim. 1966, εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν θα έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2/Κατηγορουμένου 2.  Ο Εφεσείων 2, σύμφωνα με την εισήγηση, πρόβαλε ως υπεράσπιση του, την υπεράσπιση υπό μορφή "Cut-throat defence", η οποία είχε ως σκοπό να καταστρέψει την υπεράσπιση του Εφεσείοντα προκειμένου να αθωωθεί ο ίδιος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις ορθές αρχές – κατευθυντήριες γραμμές που έθεσε η άνω υπόθεση όταν προβάλλεται η πιο πάνω υπεράσπιση και ως αποτέλεσμα η μαρτυρία του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2 θα έπρεπε να απορριφθεί.

 

           Περαιτέρω, είναι η εισήγηση του ότι η συμπεριφορά του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2 σ'  όλη τη διαδικασία είναι τέτοια που δεν επέτρεπε την αποδοχή της μαρτυρίας του.  Αυτός μέχρι το στάδιο της τελικής ετυμηγορίας καλούσε μάρτυρες υπεράσπισης και ήλπιζε ότι ενδεχομένως δεν θα αποδεικνύετο το κατηγορητήριο εναντίον του.  Η μη παραδοχή του στο κατηγορητήριο ήταν καθοριστικής σημασίας για την αξιοπιστία των ισχυρισμών του.  Όφειλε σύμφωνα με τον συνήγορο, εάν ήθελε να έχει τον λιγότερο ρόλο, τουλάχιστον να προβεί σε παραδοχή ελαφρότερου αδικήματος και να ακολουθήσει η δίκη μετά την παραδοχή του, προκειμένου το Δικαστήριο να εξάξει εύρημα για όλους.

 

           Εισηγήθηκε επίσης ότι, η όλη αξιολόγηση της μαρτυρίας του από το Κακουργιοδικείο πάσχει, διότι δεν λήφθηκαν υπόψη όλοι οι λόγοι που καθιστούσαν αυτήν αναξιόπιστη ή οδηγούσαν στην ανάγκη ανεύρεσης ενισχυτικής μαρτυρίας.  Επίσης, η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η αμφισβήτηση της θεληματικότητας των καταθέσεων του με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή δύο δίκων εντός δίκης αφορούσε νομικά θέματα και/ή έγιναν κατόπι νομικής συμβουλής είναι εσφαλμένη.  Με αυτή την κρίση εκμηδενίστηκαν και/ή δεν αξιολογήθησαν ορθά τα ψέματα του Εφεσείοντα 2 που ανέφερε στην πρώτη του κατάθεση, ως ορίζει η νομολογία και παρέπεμψε στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, 268.  Επίσης η άνω κρίση ήταν εσφαλμένη, καθότι σύμφωνα με τον Εφεσείοντα οι διαδοχικές Δίκες εντός Δίκης που αφορούσαν τον Εφεσείοντα 2 ήταν δίκες ουσίας και ξεκάθαρη υπερασπιστική γραμμή και όχι ως κατάληξε το Κακουργιοδικείο ότι δηλαδή αφορούσαν νομικά θέματα και/ή κατόπιν νομικής συμβουλής.

 

           Αντίθετη, βεβαίως, είναι η εισήγηση της Εφεσίβλητης.  Σύμφωνα με την συνήγορο της η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή, στη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2 δεν παρατηρούνται αντιφάσεις, ολόκληρη η μαρτυρία του και όχι μέρος, έγινε αποδεκτή και αυτός υιοθέτησε τα όσα ανέφερε στις καταθέσεις του.

 

           Εξετάσαμε με προσοχή τα ζητήματα που προωθήθηκαν από την συνήγορο του Εφεσείοντα.

 

           "Cut-throat defence"

 

           Ένας συνεργός, ο οποίος είναι κατηγορούμενος, όταν δίδει μαρτυρία προς υπεράσπιση του και ενοχοποιεί συγκατηγορούμενο του μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί δικό του σκοπό.  Γι'  αυτό το λόγο στην Αγγλία πριν την εισαγωγή του CJPO 1994, (Criminal Justice and Public Order Act 1994) s.32, κρίθηκε ότι θα ήταν επιθυμητό να γίνει προειδοποίηση στους ενόρκους για τον κίνδυνο να ενεργήσουν με βάση την χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του, αλλά η κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται στα δικά της γεγονότα (Prater (1960) 2 Q.B. 464, Knowlden (1983) 77 Cr. App. R. 94, Perman (1995) Cr. L.R. 736). Όπου δίδεται προειδοποίηση στους ενόρκους, απλώς θα πρέπει να λεχθεί ότι ο μάρτυρας πιθανόν να εξυπηρετεί δικό του σκοπό (Cheema (1994) 1 All E.R. 639).  Στην Makanjuola (1995) 3 All E.R. 730 λέχθηκε ότι η ένταση της προειδοποίησης είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου η οποία εξαρτάται από τα ειδικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  (βλ. Muncaster (1999) Cr. L.R. 409).  Στην Jones (2004) 1 Cr. App. R. 60 απεφασίσθη ότι σε υπόθεση όπου προβάλλονται υπερασπίσεις cut-throat, ακόμη και αν είναι μορφής "mirror-image", θα πρέπει να γίνεται σκέψη κατά πόσο θα δοθεί προειδοποίηση και εάν δοθεί ο Δικαστής, ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια για το περιεχόμενο της προειδοποίησης, θα πρέπει τουλάχιστον να προειδοποιήσει τους ενόρκους να εξετάσουν τη μαρτυρία συγκατηγορούμενου με προσοχή, διότι ο καθένας έχει ή μπορεί να έχει συμφέρον να εξυπηρετήσει ( cf. Burrows (2000) Cr. L.R. 48 η οποία σύμφωνα με την Jones (άνω) κρίθηκε στα δικά της περιστατικά).  Εν πάση περιπτώσει ακόμη και να μη δοθεί προειδοποίηση, όπου είναι αναγκαία, το γεγονός αυτό δεν είναι μοιραίο, εάν είναι ξεκάθαρο στους ενόρκους ότι κάθε ένας από τους συγκατηγορούμενους εξυπηρετούσε το δικό του σκοπό (Petkav (2004) 1 Cr. App. R. 270).  Η προειδοποίηση είναι αναγκαία, όπου ένας συγκατηγορούμενος αρνήθηκε να δώσει κατάθεση, με αποτέλεσμα να έχει δυνατότητα, όταν καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου, να κατασκευάσει την υπεράσπιση του.  Εάν ο Δικαστής αποφασίσει ότι θα πρέπει να δοθεί προειδοποίηση, όπου συγκατηγορούμενοι δίδουν μαρτυρία ενοχοποιητική ο ένας εναντίον του άλλου, δυνατό τότε να λάβει υπόψη τέσσερα σημεία τα οποία να θέσει στους ενόρκους:  (i)  οι ένορκοι να εξετάσουν την υπόθεση υπέρ και εναντίον καθενός των κατηγορουμένων ξεχωριστά, (ii)  οι ένορκοι θα πρέπει να αποφασίσουν την υπόθεση επί του συνόλου της μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης της μαρτυρίας των συγκατηγορουμένων, (iii) όταν εξετάζουν τη μαρτυρία συγκατηγορούμενου, θα πρέπει να έχουν υπόψη ότι αυτός εξυπηρετεί δικό του συμφέρον ή "τροχίζει το τσεκούρι του" (an axe to grind), (iv) οι ένορκοι να εξετάσουν τη μαρτυρία του συγκατηγορούμενου με τον ίδιο τρόπο που θα εξετάσουν τη μαρτυρία των άλλων μαρτύρων (βλ. Jones (άνω)).  Όλο το πιο πάνω απόσπασμα, σε ελεύθερη μετάφραση, είναι από τον Blackstone's Criminal Practice 2018 σελ. 2528 παράγρ. F. 5-13.

 

           Επανερχόμενοι στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε κατ'  αρχάς ότι ο Εφεσείων δεν ήγειρε ενώπιον του Κακουργιοδικείου θέμα ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα 2/Κατηγορουμένου 2 θα έπρεπε να εξεταστεί υπό το πιο άνω πρίσμα, ήτοι τις αρχές που διέπουν την περίπτωση όπου παρουσιάζεται "cut-throat defence".  Παρόλα ταύτα το Κακουργιοδικείο επισήμανε τον κίνδυνο και στην απόφαση του (σελ. 103) με αναφορά στις καταθέσεις του  Εφεσείοντα 2, αναφέρει ρητά:

 

"……………. Ταυτόχρονα αναφέρθηκε και στην εμπλοκή των κατηγορουμένων 1 και 3.  Με αυτά υπόψη δεν διέλαθε σε κανένα στάδιο την προσοχή του Δικαστηρίου ότι έχοντας ο ίδιος παραδεχθεί την εμπλοκή του στην υπόθεση ως ανωτέρω υπήρχε κίνδυνος να θελήσει να υποβαθμίσει το δικό του ρόλο και ταυτοχρόνως να εμπλέξει άλλους στην υπόθεση.  Είναι μέσα σ'  αυτά τα πλαίσια που προσεγγίσαμε τις απαντήσεις που έδωσε κατά την αντεξέτασή του."

 

           Άλλο σχετικό σημείο είναι τα όσα αναφέρονται στις σελ. 105-106 της πρωτόδικης απόφασης:

"Είναι σημαντικό εδώ να υπογραμμίσουμε ότι η αναφορά στην εμπλοκή των Κατηγορουμένων 1 και 3 δεν έγινε από τον Κατηγορούμενο 2 για πρώτη φορά κατά το στάδιο της απολογίας του και αφού είχε ακούσει το τι είχε λεχθεί και ποιες ήταν οι θέσεις των συγκατηγορουμένων του. Η αναφορά αυτή είχε γίνει από την αρχή όταν του λαμβάνονταν οι ανακριτικές του καταθέσεις Τεκμήρια 72 και 74.

 

Οι πιο ουσιώδεις θέσεις του λοιπόν ήταν καταγεγραμμένες προ καιρού, γεγονός που εκ των πραγμάτων αποκλείει κάθε ισχυρισμό περί κατασκευής ή παραποίησης μαρτυρίας εκ των υστέρων και λίγο πριν καταθέσει ενόρκως.  Αντιθέτως, αν μπορεί να αποδοθεί κάτι στον Κατηγορούμενο 2 είναι ίσως το ότι κατέβαλε προσπάθειες αποκλεισμού των καταθέσεων του αυτών, πράγμα που, παρότι περιείχαν τις πραγματικές του θέσεις, αν πετύγχαινε θα είχε ευεργετικές συνέπειες εκτός για τον ίδιο και για τους Κατηγορούμενους 1 και 3, ιδιαίτερα στην περίπτωση που δεν θα ένιωθε πλέον την ανάγκη να καταθέσει ενόρκως, εκτιμώντας την όλη κατάσταση.  Βλέπουμε λοιπόν πως από πολύ νωρίς στη διαδικασία ο Κατηγορούμενος 2 έδειξε ότι δεν διακατείχετο από οποιοδήποτε μένος ή πάθος εναντίον των συγκατηγορουμένων του υπό την έννοια ότι δεν ήταν αυτοσκοπός του να καταθέσει ενόρκως εναντίον τους.  Μάλλον το αντίθετο θα λέγαμε.

 

Το τι εννοούσε με τις απαντήσεις του, που έχουμε παραθέσει πιο πριν, είναι ακριβώς πως καταλυτικής σημασίας για την απόφαση του να καταθέσει ενόρκως, υιοθετώντας όσα προέβαλε εξαρχής, ήταν η στοχοποίηση του μέσα από τις γραμμές υπεράσπισης και προωθούμενες εκδοχές των υπολοίπων, λόγω της συνεχούς διαμονής του δίπλα από τη φυτεία.  Αναμφίβολα λοιπόν κατέθεσε ενόρκως μόνον όταν ένιωσε υποχρεωμένος να το πράξει, πλην όμως δεν κατασκεύασε κάποια εκδοχή για αυτό τον σκοπό.  Απλώς υιοθέτησε τις θέσεις που προέβαλε από την επομένη της σύλληψης του."

 

           Ο Εφεσείων 2/Κατηγορούμενος 2 έδωσε συνολικά τρεις (3) καταθέσεις, (Τεκμ. 66, 72 και 74) εκ των οποίων οι δύο τελευταίες ήταν ανακριτικές, το περιεχόμενο των οποίων στο τέλος της δίκης του, τον Μάιο 2015, υιοθέτησε ως αληθές.  Οι τρεις καταθέσεις λήφθηκαν στις 4.9.14, 5.9.14 και 14.9.14 αντίστοιχα, ήτοι πριν την έναρξη της δίκης.  Συνεπώς δεν τίθετο θέμα κατασκευής εκ των υστέρων μαρτυρίας για ενοχοποίηση των άλλων δύο συγκατηγορουμένων του.

 

           Πέραν των πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο, θεώρησε τον Εφεσείοντα 2 ως συνεργό και έτυχε χειρισμού ως τέτοιος.  Μετά δε από την πλήρη και εξονυχιστική αξιολόγηση κάθε πτυχής της μαρτυρίας του, η οποία καταλαμβάνει 22 περίπου σελίδες της πρωτόδικης απόφαση, καταλήγει ως ακολούθως:

 

"Έχουμε ήδη αξιολογήσει την μαρτυρία του Κατηγορουμένου 2 και τον έχουμε κρίνει αξιόπιστο, συνεκτιμώντας και έχοντας συνεχώς υπ΄όψιν την ιδιότητα του ως συνεργού. Η νομική αρχή είναι ότι αν το Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία συναυτουργού, υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας και έχοντας και τον παράγοντα αυτό κατά νουν, την κρίνει αξιόπιστη, τότε μπορεί να βασιστεί σ΄αυτή και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο έστω και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.  Όμως, σε τέτοια περίπτωση οφείλει, όπως και πάλιν η νομολογία ορίζει, να προειδοποιήσει εαυτόν εάν θα προχωρήσει χωρίς ενίσχυση, για τους εγγενείς κινδύνους που εμπεριέχει τέτοια μαρτυρία από το γεγονός ότι εμπλέκεται και ο ίδιος στη διάπραξη του αδικήματος[24]

 

Αναφερόμενος στον πιο πάνω κανόνα του δικαίου της απόδειξης ο (τότε) Πρόεδρος Βασιλειάδης στην υπόθεση Peristianis v. The Police (1969) 2 CLR 137, έθεσε το θέμα ως εξής,  στη σελίδα 143:

 

«No question of corroboration arises when the trial Court (or Judge) at the end of the trial, assessing the credibility of an accomplice-witness whom they heard and saw in the witness-box, feel in their judicial conscience, after duly warning themselves according to law, that they can safely act on his evidence in determining the crucial issue in the case. (See Zacharia v. The Republic, 1962, C.L.R. 52).  The whole evidence adduced by all concerned, is already before them; and the Court have considered it in the light of comment and argument from all parties. If at that stage the Court felt that the accomplice's evidence on the crucial issue is true and substantially correct, no question of corroboration arises».

 

Αν, όμως, η πίστη του Δικαστηρίου προς αυτή τη μαρτυρία του συναυτουργού δεν ικανοποιείται στον βαθμό που απαιτείται σε μια ποινική υπόθεση, τότε μπορεί και πρέπει να αναζητήσει ανεξάρτητη ενισχυτική μαρτυρία η οποία να τείνει προς την ενοχοποίηση του Κατηγορούμενου. Εκτός βέβαια και αν εκ προοιμίου τη θεωρεί αναξιόπιστη οπότε δεν είναι δυνατό υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις να βασιστεί σ΄ αυτή[25].

 

Ανοίγουμε μια παρένθεση εδώ για να επισημάνουμε ότι η πατροπαράδοτη προσέγγιση ήταν να εξετάζεται σε πρώτο στάδιο η αξιοπιστία ενός συναυτουργού και να αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία μόνο όταν ο μάρτυρας κρίνεται κατ΄ αρχήν ως αξιόπιστος. Η προσέγγιση αυτή αμφισβητήθηκε στην A-G of Hong Kong v. Wong Muk-ping (1987) 2 All E.R. 488. Υποστηρίχθηκε ότι δεν υπάρχει λογικό έρεισμα στον κατατεμαχισμό της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης και ότι η μαρτυρία πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο.  Στην Κύπρο το ζήτημα συζητήθηκε σε σειρά αποφάσεων. Στην υπόθεση Τεβλετιάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ 512 υιοθετήθηκε με σαφήνεια η προσέγγιση ότι «η ενδεδειγμένη διαδικασία χειρισμού της μαρτυρίας συνενόχου ή μάρτυρα υπόπτων ελατηρίων είναι, κατ΄ αρχήν, η αξιολόγηση της μαρτυρίας τέτοιου μάρτυρα συνολικά, στο πλαίσιο δηλαδή της όλης μαρτυρίας, και όχι απομονωμένα από την υπόλοιπη μαρτυρία.».

 

Αν εξεταζόμενη κατ'  αυτό τον τρόπο τέτοια μαρτυρία κριθεί ως αναξιόπιστη, η μαρτυρία απορρίπτεται χωρίς άλλο.  Αν κριθεί αξιόπιστη το Δικαστήριο στη συνέχεια προειδοποιεί τον εαυτό του για τον κίνδυνο καταδίκης κατηγορουμένου στη βάση μόνο μαρτυρίας συνενόχου ή μάρτυρα υπόπτων ελατηρίων. Αν αποφασίσει ότι είναι ασφαλές να καταδικάσει στη βάση μόνο τέτοιας μαρτυρίας, τότε μπορεί να το πράξει.  Αν, όμως, κρίνει ότι δεν είναι ασφαλές να ενεργήσει κατ΄ αυτό τον τρόπο, τότε αναζητεί ενισχυτική μαρτυρία και, αν βρει τέτοια μαρτυρία, τότε καταδικάζει τον Κατηγορούμενο, αν, όμως, δεν βρει τέτοια μαρτυρία τότε τον απαλλάσσει.

 

Ως ζήτημα πρακτικής λοιπόν σε αυτό το στάδιο έχουμε αυτοπροειδοποιηθεί και για τους εγγενείς κινδύνους να καταλήξουμε σε εύρημα ενοχής των Κατηγορουμένων 1 και 3 χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Όπως έχουμε αναφέρει ο βασικότερος κίνδυνος αφορά την ιδιότητα του συνεργού και την τάση τέτοιων μαρτύρων να μειώνουν τη δική τους συμμετοχή επιρρίπτοντας την ευθύνη σε άλλους.

 

Η συνολική μας άποψη είναι ότι στην παρούσα υπόθεση, αυτή καθ΄εαυτή η μαρτυρία του Κατηγορουμένου 2 είναι τέτοιας αξιοπιστίας, ποιότητας και ισχύος που δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να στηριχθούμε σε αυτή και χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, έχοντας προειδοποιηθεί καταλλήλως για τους σχετικούς κινδύνους, ως ανωτέρω.'

 

 

           Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, όσον αφορά το θέμα προειδοποίησης ήταν σύμφωνη με τις αρχές της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, ως ορθή, δεν χωρεί επέμβαση μας.  Το ίδιο ισχύει και για την ίδια την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα 2/Κατηγορουμένου 2.  Δεν παρέχεται καμία δυνατότητα επέμβασης μας στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του.  Το Κακουργιοδικείο με περισσή επιμέλεια ασχολήθηκε με κάθε πτυχή της μαρτυρίας και αφού στάθμισε το σύνολο της μαρτυρίας όπως και τυχόν αντιφάσεις κατέληξε βάσιμα ότι τελικά αυτός πρόβαλε την αλήθεια ενώπιον του.  Δεν παρέχεται έδαφος επέμβασης μας.  Δεν είναι επίσης ορθή η θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο, αναφέροντας στην απόφαση του ότι δήθεν οι δύο διαδοχικές δίκες εντός δίκης αφορούσαν νομικά θέματα και/ή έγιναν κατόπιν νομικής συμβουλής, εκμηδένισε και/ή δεν αξιολόγησε τα ψέματα του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2, τα οποία ανάφερε στην πρώτη του κατάθεση και δεν λήφθηκαν υπόψη, ως ορίζει η νομολογία, ότι ψέματα που λέχθηκαν από τον Κατηγορούμενο είτε εντός είτε εκτός του Δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.  Σχετική είναι η παραπομπή του στη σελ. 136 της πρωτόδικης απόφασης όπου αναφέρονται τ' ακόλουθα:

 

"…… ……  Στα πλαίσια αυτά βεβαίως εντάσσεται και η αποφυγή του Κατηγορουμένου 2 κατά την πρώτη κατάθεση του να αποκαλύψει οτιδήποτε για τον Κατηγορούμενο 1 ή τον άμεσο συνεργάτη του τον Κατηγορούμενο 3, ενώ προφανώς το ίδιο αποτέλεσμα και για τους δύο αυτούς θα είχε και η τυχόν επιτυχία του στις ενστάσεις που προέβαλε στην παρουσίαση των ενοχοποιητικών του καταθέσεων, έστω και αν το επιδίωξε κατόπιν νομικής συμβουλής και για νομικούς λόγους."

 

           Η εισήγηση του συνήγορου όχι μόνο δεν είναι ορθή, αλλά ούτε θέτει τα πράγματα στην ορθή τους διάσταση.  Το Κακουργιοδικείο στη σελ. 102-104 ασχολείται σε έκταση αναφορικά με την πρώτη του κατάθεση Τεκμ. 66.  Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:

 

"Με δεδομένο ότι ο Κατηγορούμενος 2 υποστήριξε ότι η εκδοχή που προώθησε στο Δικαστήριο μέσω της γραπτής Δήλωσης του, Έγγραφο 24, συμπληρώνεται και από τις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία Τεκμήρια 66, 72 και 74, τις οποίες υιοθέτησε ως μέρος της μαρτυρίας του, μεγάλο μέρος της αντεξέτασης του κ. Μάτσα επικεντρώθηκε και σε αυτές. Αντεξεταζόμενος ο Κατηγορούμενος 2 δέχθηκε ότι στην 1η  κατάθεση του, Τεκμήριο 66, υπάρχουν 'κάποιες διαφορές' με τις άλλες δύο, διαφωνώντας ότι είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτές. Ακούσαμε και εξετάσαμε λέξη προς λέξη τις απαντήσεις και εξηγήσεις που  ο Κατηγορούμενος 2 έδωσε στο ζήτημα αυτό. Εντοπίσαμε και εμείς τις διαφορές που προκύπτουν. Τις θέσαμε και τις εξετάσαμε με μέγιστη προσοχή στην προσπάθεια μας να ανιχνεύσουμε κατά πόσο αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να επιφέρουν καίρια πλήγματα στην αξιοπιστία του. Πιστεύουμε ότι η σφαιρική αντίκριση των εν λόγω διαφορών υπό το πρίσμα των γεγονότων της υπόθεσης και της πορείας που αυτά λάμβαναν χώρα εξελικτικά θα δώσει την απάντηση. Επισημαίνουμε ότι δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι στην 1η  κατάθεση είχε ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε τι είχε μέσα η αποθήκη με την ανοικτή οροφή. Έδωσε όμως την εξήγηση. Η 1η  κατάθεση δόθηκε κατά το στάδιο που δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί η φυτεία από την Αστυνομία. Υπενθυμίζουμε ότι η κατάθεση αυτή δόθηκε στα αρχικά στάδια της έρευνας της Αστυνομίας στο επίδικο τεμάχιο και συγκεκριμένα μετά την έρευνα του τροχόσπιτου. Είναι προφανές ότι στα πλαίσια της 1ης αυτής κατάθεσης ο Κατηγορούμενος υπό τις περιστάσεις της δεδομένης στιγμής είχε επιλέξει να αναφέρει τα βασικά γεγονότα που αφορούσαν την περιγραφή του επίδικου χώρου, τη διαμονή του στον χώρο και συγκεκριμένα στο τροχόσπιτο αλλά και την ταυτότητα του ατόμου στον οποίο «ανήκε» ο χώρος και τα υποστατικά.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε πρώτο στάδιο επιχείρησε να αποκρύψει τη δική του συμμετοχή προκειμένου να αποφύγει τις εναντίον του συνέπειες.  Έχοντας συνείδηση και της δικής του ευθύνης, φυσιολογικό και ανθρώπινο θα λέγαμε ήταν να προσπαθήσει να αποστασιοποιηθεί από οτιδήποτε επιβαρυντικό για τον ίδιο. Την εμπλοκή του στην υπόθεση υπό την έννοια της γνώσης για την ύπαρξη της φυτείας και την αποδοχή του ορισμένες φορές, ενεργώντας κατόπιν οδηγιών του Κατηγορουμένου 1, να ανοίξει το ρουμπινέτο νερού προς τη φυτεία, την αποκάλυψε στην συνέχεια στα πλαίσια των δύο ανακριτικών του καταθέσεων. Ταυτόχρονα αναφέρθηκε και στην εμπλοκή των Κατηγορουμένων 1 και 3. Με αυτά  υπ' όψιν δεν διέλαθε σε κανένα στάδιο την προσοχή του Δικαστηρίου ότι έχοντας ο ίδιος παραδεχθεί την εμπλοκή του στην υπόθεση ως ανωτέρω υπήρχε ο κίνδυνος να θελήσει να υποβαθμίσει τον δικό του ρόλο και ταυτοχρόνως να εμπλέξει άλλους στην υπόθεση. Είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που προσεγγίσαμε τις απαντήσεις που έδωσε κατά την αντεξέταση του.

 

 Όταν του τέθηκε ότι ενώ στην 1η του κατάθεση αναφέρεται μόνο στον Κατηγορούμενο 1, στην 2η κατάθεση ενέπλεξε και τον Κατηγορούμενο 3 διευκρίνισε κατ' επανάληψη ότι η 1η  κατάθεση ήταν μέρος της αλήθειας και όχι όλη η αλήθεια. Απέρριψε δε κατηγορηματικά την υποβολή ότι ήταν μετά που άκουσε τα όσα είπε ο Μ.Κ.14 κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης - συγκεκριμένα το περιεχόμενο του όρκου του, Τεκμήριο 91 - που επινόησε για πρώτη φορά να ενοχοποιήσει τον Κατηγορούμενο 3 στα πλαίσια της 2ης  κατάθεσης του. Εξήγησε δε τον λόγο που αναφέρθηκε μόνο στον Κατηγορούμενο 1 αρχικά. Τα υποστατικά στον επίδικο χώρο ανήκαν στον Κατηγορούμενο 1 και αν δεν το αποκάλυπτε αυτό θα εμπλέκετο ο ίδιος σε μία υπόθεση που δεν είχε ανάμιξη. Πρόκειται, κατά την άποψη μας, για εξήγηση που έχει έρεισμα στη λογική. Ήταν εύκολο να διαπιστωθεί σε ποιόν ανήκε ο επίδικος χώρος και τα υποστατικά. Το ότι λοιπόν είχε κατονομάσει ο ίδιος τον ιδιοκτήτη του χώρου και των υποστατικών ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να πει. Άλλωστε αν δεν το έπραττε αυτός δεν ήταν δύσκολο για την Αστυνομία να το ανακαλύψει στη συνέχεια. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ήταν επίσης λογικό να αποκαλύψει ότι ήταν ο Κατηγορούμενος 1 που είχε τα κλειδιά της αστέγαστης αποθήκης διαφορετικά θα εμπλέκετο ο ίδιος εφόσον διέμενε στον χώρο. Όπως ήδη επισημάναμε ανωτέρω, έχουμε  καταγράψει και λάβει υπ' όψιν το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 2 στην πρώτη αυτή κατάθεση αποκρύπτει την γνώση του για τη φυτεία και κατ' επέκταση την εμπλοκή του στην υπόθεση. Επαναλαμβάνουμε. Εξετάσαμε αυτή την παράμετρο με τη μέγιστη προσοχή στην προσπάθεια μας να ανιχνεύσουμε κατά πόσον  αυτό είναι στοιχείο ικανό να επηρεάσει την αξιοπιστία του. Είναι προφανές, κατά την άποψη μας, ότι σε εκείνο το στάδιο ο Κατηγορούμενος 2 δεν ήταν έτοιμος να αναφέρει όλα τα γεγονότα που αφορούσαν την υπόθεση. Και κυρίως να αποκαλύψει τη δική του εμπλοκή. Γι' αυτό προτίμησε να μην αναφερθεί στον Κατηγορούμενο 3, ενώ επικαλέστηκε άγνοια για την ύπαρξη των επίδικων φυτών στην αστέγαστη αποθήκη.

 

Βασικά δεν πρέπει να λησμονείται ότι η 1η κατάθεση ήταν ανοικτού τύπου και δόθηκε αμέσως μετά την έρευνα στο τροχόσπιτο.  Ουσιαστικά το τι έπραξε ο Κατηγορούμενος 2 ήταν να τηρήσει τη στάση που τηρούσε όλο το προηγούμενο διάστημα μη καταγγέλοντας την ύπαρξη των φυτών.  Αναμφίβολα έχει διαφανεί από το σύνολο της μαρτυρίας του πως ακόμα και εκείνη τη στιγμή διατηρούσε ελπίδες ότι δεν θα ανευρίσκοντο τα φυτά, πράγμα που βεβαίως θα του επέτρεπε να συνεχίσει να συγκαλύπτει την κατάσταση, όπως και έπραττε για τόσο χρόνο. Συνεπώς αυτή η 1η κατάθεση θα πρέπει στην πραγματικότητα να εκλαμβάνεται ως μια προσπάθεια προστασίας των όποιων εμπλεκομένων συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του βεβαίως.  Δεν πρόκειται πάντως για καταγγελία του Κατηγορουμένου 1 και αντίστοιχα μη καταγγελία του Κατηγορουμένου 3."

 

           Συνεπώς δεν είναι ορθή η εισήγηση, στην πραγματική της διάσταση, ότι το Κακουργιοδικείο "εκμηδένισε και/ή δεν αξιολόγησε τα ψέματα του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2  που ανάφερε στην πρώτη του κατάθεση."  Αυτό, όχι μόνο τα εξέτασε αλλά ενδιέτριψε σ'  αυτά με επιμονή, ορθά, σύμφωνα με τις ορθές αρχές που διέπουν το θέμα.  Επίσης, δεν είναι ορθή η εισήγηση του Εφεσείοντα αναφορικά με την κρίση του Κακουργιοδικείου, να αποδεκτεί τον Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2  ως αξιόπιστο μάρτυρα, αλλά ταυτόχρονα να απορρίπτει τους ισχυρισμούς του περί μη θεληματικότητας των καταθέσεων των Τεκμ. 72 και 74.  Διαφορετικό είναι το  αντικείμενο στην πρώτη περίπτωση που αφορά την αξιολόγηση μαρτυρίας και διαφορετικό είναι το αντικείμενο σε δίκη εντός δίκης για τη θεληματικότητα καταθέσεως, όπου τα όρια αξιολόγησης είναι στενά και περιορισμένα (βλ. Petri (άνω)).

 

           Οι λόγοι έφεσης 14 μέχρι 17 και 20 μέχρι 22 απορρίπτονται.

 

Ε.        Δεν αποδείχθηκαν τα υπό εκδίκαση αδικήματα.  Λόγοι Έφεσης αρ. 19 και 22

 

           Σύμφωνα με την γραπτή αγόρευση για τον Εφεσείοντα, δεν αποδείχθηκαν τα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων λόγω της μη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας και/ή να δεχτεί ως αξιόπιστο τον Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενο 2, να απορρίψει τη μαρτυρία του Εφεσείοντα λόγω προκατάληψης για την εικόνα που σχημάτισε γι΄ αυτόν στη δίκη εντός δίκης αλλά και λόγω της ύπαρξης της κάτωθι αθωωτικής μαρτυρίας γι'  αυτό:

 

           (α)  Δεν ανευρέθηκε το γενετικό του υλικό

           (β)  Δεν υπήρξε μαρτυρία για τη φυσική του παρουσία τον ουσιώδη χρόνο της έρευνας εντός του επίδικου χώρου και/ή υποστατικού ενώ βρέθηκε ο Κατηγορούμενος 2.

           (γ)  Δεν ανευρέθηκε στην κατοχή του το κλειδί της αστέγαστης αποθήκης όπου ανευρέθη η φυτεία κάνναβης

           Επίσης δεν αποδείχθηκαν σύμφωνα με την εισήγηση η ηλικία των φυτών αλλά ούτε και ο χρόνος εναπόθεσης τους στον επίδικο τόπο με αποτέλεσμα να μην αποδειχθεί ο χρόνος διάπραξης των αδικημάτων.

 

           Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, οι λόγοι έφεσης 19 και 22 προβάλλουν τα ακόλουθα και όχι αυτά που προβλήθηκα με την γραπτή αγόρευση  και εισήγηση ενώπιον του Εφετείου.

    "19ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

     Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα στα αδικήματα της κατοχής και/ή καλλιέργειας φυτών κάνναβης με σκοπό την προμήθεια καθότι δεν αποδείκτηκε  η γνώση ή εξουσία ελέγχουν των επίδικων φυτών από τον Εφεσείοντα και πρόσθετα υπήρχαν τα αθωωτικά στοιχεία υπό (α), (β), (γ) άνω."

 

22ος ΛΟΓΟΣ

 

Το Δικαστήριο προέβη σε σωρεία αυθαίρετων και/ή εξωγενών της μαρτυρίας συμπερασμάτων και/ή παρερμηνεία της μαρτυρίας και ειδικότερα και τ'  ακόλουθα ευρήματα:

 

(α)  Ο Εφεσείων βρήκε κατάλληλο χώμα (για τη φυτεία)

(β)  Το νερό ποτίσματος περιείχε βόριο

(γ)  Η ηλικία των 3.5 μηνών των φυτών κάνναβης που προσδιόρισε δεν ευσταθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία.

(δ)  Η ηλικία των φυτών κάνναβης δεν προκύπτει από τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2."

 

           Η ενοχή του Εφεσείοντα κρίθηκε από το σύνολο των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου αφού αποδέκτηκε προς τούτο σχετική μαρτυρία αλλά και από παραδοχές του Εφεσείοντα.  Όλα μαζί οδηγούν στα ακόλουθα:

 

§  Την κατοχή του επίδικου τεμαχίου την είχε ο Εφεσείων.

§  Εντός αυτού ανεγέρθηκε με έξοδα του Εφεσείοντα αστέγαστη αποθήκη, η δε απόφαση να μείνει αυτή αστέγαστη, ήταν δική του.

§  Εντός της αποθήκης άπλωσε κατάλληλο χώμα το οποίο αγόρασε.

§  Φρόντισε να εξασφαλίσει την υδροδότηση της αποθήκης με κατάλληλο νερό όπως φρόντισε και την παροχή νερού προς αυτήν αποκρύβοντας όμως το λάστιχο μεταφοράς του  νερού.

§  Εισήρχετο καθημερινά στην αποθήκη.

§  Φρόντισε την άρδευση εντός της αποθήκης όταν ο ίδιος δεν μπορούσε μέσω του Εφεσείοντα 2

§  Η αποθήκη από τον Μάιο 2014 κλειδωνόταν από τον Εφεσείοντα και απέτρεψε στις 2.9.2014 τον Εφεσείοντα 2 να ειδοποιήσει την Αστυνομία αναφορικά με τη ρίψη πυροβολισμών. 

§  Εντός της αποθήκης ανευρέθηκε στις 4.7.2014 από την ΥΚΑΝ φυτεία 210 φυτών κάνναβης από τα οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

§  Στην διάθεση του εντός της αποθήκης είχε λιπάσματα, ορμόνες, βιοδιεγέρτη ριζικού συστήματος, βιοενεργοποιητή, εντομοκτόνο και γεωργικά εργαλεία όπως ψεκαστήρα, κλαδευτήρια, ψαλίδια, ποτιστήρι και μαχαίρι.

§  Η καλλιέργεια 210 φυτών συνιστά καλλιέργεια πολύ περισσοτέρων των τριών τα οποία θέτει ως όριο το Άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/77, όπως τροποποιήθηκε, πέραν των οποίων σαφώς τίθεται σε λειτουργία το νομοθετικό τεκμήριο περί ύπαρξης σκοπού προμήθειας του ελεγχόμενου φαρμάκου σε τρίτο πρόσωπο.

 

           Όλα τα πιο πάνω από μόνα τους οδηγούν αναπόδραστα στην ενοχή του Εφεσείοντα στα αδικήματα της καλλιέργειας, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο, εφόσον κανένα στοιχείο δεν τέθηκε από τον Εφεσείοντα προς ανατροπή του νομικού τεκμηρίου που αναφέραμε πιο πάνω σε σχέση με την τρίτη άνω κατηγορία.

 

           Παρόλα ταύτα το Κακουργιοδικείο προχώρησε και χρησιμοποίησε και άλλη αποδεκτή μαρτυρία όπως:

 

·        Η ανακοίνωση του Εφεσείοντα κατά τη διαδικασία υδροδότησης στον Εφεσείοντα 2, ότι προόριζε την αστέγαστη αποθήκη για φύτευση φυτών κάνναβης.

·        Η παραίνεση του Εφεσείοντα προς τον Εφεσείοντα 2 περί τα μέσα Ιουλίου 2014 να εισέλθει και ο ίδιος στην αποθήκη για να δει τα φυτά κάνναβης.

·        Αρχές Αυγούστου ζήτησε από τον Εφεσείοντα 2 να ανοίξει την παροχή νερού προς τα φυτά κάνναβης προκειμένου αυτά να ποτιστούν.

·        Από τον Μάιο 2014 καθημερινά ο Εφεσείων επισκέπτετο το επίδικο τεμάχιο, εισερχόταν στην ακάλυπτη αποθήκη  και παρέμενε σ'  αυτήν κάποια ώρα.

 

            Όλα τα πιο πάνω ήταν πέραν των όσων χρειάζονταν για την απόδειξη της ενοχής του Εφεσείοντα σε συνάρτηση βέβαια με τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων τα οποία ανάλυσε το Κακουργιοδικείο με επιμέλεια.

 

           Τα αθωωτικά στοιχεία που εισηγείται ο Εφεσείων ότι δεν αποδείχθηκαν δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς απόδειξης των κατηγοριών στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όπου υπήρχε υπεραρκετή μαρτυρία για καταδίκη του.  Όσο δε αφορά τα συμπεράσματα που κατά την εισήγηση της Υπεράσπισης είναι αυθαίρετα και εξωγενή της μαρτυρίας με όλο το σεβασμό δεν συμφωνούμε. Αυτά όλα στηρίζονται σε αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου η οποία ήταν το αποτέλεσμα πλήρους και ορθής αξιολόγησης.  Τα συμπεράσματα του ήταν καθόλα επιτρεπτά δεδομένης της αποδεκτής μαρτυρίας ενώπιον τους.

 

           Οι λόγοι έφεσης 19 και 22 δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.  Ο λόγος Έφεσης αρ. 18 ο οποίος αφορά τον Εφεσείοντα 3 δεν προωθήθηκε ενώπιον μας και συμπεραίνουμε ότι εγκαταλείφθηκε.

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ Αρ. 23-25

 

Με τον λόγο Έφεσης αρ. 23 προβάλλεται ότι υφίσταται αναιτιολόγητη δυσανάλογη διάκριση (disparity) μεταξύ της ποινής που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα 1 και των δύο συγκατηγορουμένων του,  Εφεσείοντες στις εφέσεις αρ. 268/15 και 307/15.  Με το λόγο Έφεσης αρ. 24 προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής ως προς την επιμέτρηση επιβαρυντικών παραγόντων.  Δηλαδή ότι υφίστατο ο επιβαρυντικός παράγων που αναφέρεται στο Άρθρο 30(4)(α)(i) του Περί Ναρκωτικών Νόμου, λόγω του ότι ο Εφεσείων και οι συγκατηγορούμενοι του, έδρασαν ως ομάδα/σπείρα.  Και αυτό καθότι από τα ευρήματα του δεν διαφάνηκε ότι υφίστατο στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ο παράγοντας αυτός.  Τέλος με τον 25ο λόγο Έφεσης γίνεται η εισήγηση ότι εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκαν ή/και εφαρμόστηκαν πλημμελώς οι κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται όταν επιβάλλεται ποινή για αδικήματα καλλιέργειας φυτών κάνναβης και αυτό διότι στην παρούσα υπόθεση υφίσταντο σωρεία ελαφρυντικών παραγόντων όπως ενδεικτικά αναφέρεται:

 

(α)   Τα φυτά καλλιεργούντο υπαίθρια (outdoor και/ή άνευ sophisticated growning system.

(β)   Τη δυναμική των φυτών δηλαδή πόση συγκομιδή θα παρήγαγαν

(γ)   Ήταν κοντά στο στάδιο της συγκομιδής και όχι έτοιμο προϊόν και

(δ)   Δεν υπήρχαν λίστες με ονόματα πελατών, αριθμοί λογαριασμών και γενικά lifestyle.

 

ΑΝΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΑ ΠΟΙΝΗΣ (DISPARITY)

 

Όσον αφορά το θέμα διαφοροποίησης της ποινής σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατία (1986) 2 Α.Α.Δ. 109 όπου αναφέρεται το κριτήριο που χρησιμοποιείται για την άρση πιθανής αδικίας στην επιμέτρηση της ποινής.

"Αs regards disparity I had recently the opportunity to refer to a number of authorities in the case of Koukos v. The Police Criminal Appeal No. 4723 and also to the cases of R. v. Towel and R. v. Wintle, The Times 23.1.1986 where the test laid down was that when a Court was considering appeal against sentence based on disparity, what was relevant. was whether right thinking members of the public knowing all the facts and looking at what had happened would say that something has gone wrong here in the administration of justice which has resulted in one or more convicted persons being treated unfairly."

 

"Αναφορικά με το ζήτημα της διαφοροποίησης της ποινής είχα πρόσφατα την ευκαιρία να αναφερθώ σε αριθμό αυθεντιών στην υπόθεση Κούκος ν. Της Αστυνομίας,  ποινική  έφεση  4723  που  δημοσιεύθη  στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (1986) 2 σελίδα 1 και επίσης στις υποθέσεις R. v. Towle και R. ν. Wintle, The Times 23.1.86 στις οποίες ετέθη το κριτήριο όταν το Δικαστήριο εξετάζει έφεση εναντίον ποινής με λόγο την διαφοροποίηση και ελέχθη πως αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο ορθά σκεπτόμενα μέλη του κοινού που γνωρίζουν όλα τα γεγονότα και παρακολούθησαν τί έχει συμβεί, θα μπορούσαν να πουν ότι κάτι δεν πήγε ορθά στην απονομή της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα η μεταχείριση ενός ή περισσοτέρων από αυτούς που καταδικάστηκαν να είναι άδικη."

 

Στην Κούκος (άνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Parity of treatment of persons in substantially the same position is a deep rooted principle of criminal justice, interwoven with the wider ends of justice. Equality before the law and the administration of justice is constitutionally safeguarded in Cyprus by the provisions of Article 28.1 of the Constitution. Disparity of sentences is, as proclaimed in Nicolaou v. The Police offensive to common sense and derogatory of equality before the law. In this, as in other respects, equality does not connote mathematical nicety; nor is the principle of parity of sentences designed to blunt the sentencing process by eliminating the discretion of the trial Court to impose on each of the accused a sentence that takes due account of both the intrinsic culpability of his conduct and personal circumstances. For disparity to make an impact on appeal the difference between the sentencesimposed must be substantial, such as to suggest, in the face of strongsimilarity in the position of the accused, that justice is not done and for that reason liable to generate feelings of injustice on the part of the appellant. Unjustified differences in the treatment of persons jointly accused tend to undermine faith in the law and the administration of justice."

 

 

Στη Βασιλείου ν. Δημοκρατία (1999) 2 Α.Α.Δ. 583 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Το γεγονός ότι σε έναν από τους δύο συγκατηγορούμενους επιβάλλεται ποινή άμεσης φυλάκισης και για τον άλλο αναστέλλεται, δεν αποτελεί απαράδεκτη διαφοροποίηση και ανισότητα μεταχείρισης αν υπάρχουν οι ορθοί λόγοι για αναστολή της ποινής στην περίπτωση του ενός και όχι στην περίπτωση του άλλου (Βλέπε: Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273 και R. v. Burton, Nightingale February 12, 1972, Current Sentencing Practice, Τόμος Πρώτος, A9-4B01).

Στην Μπάλλης (πιο πάνω) στη σελίδα 280, αναφέρονται τα εξής:-

"Η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος εφέσεως σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα, όπως αναφέρεται στο Principles of Sentencing 2nd Edition, D.A. Thomas στη σελ. 71 όπου αναφέρει ότι η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου.  Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής.  Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης.".

Οι ποινές που επιβλήθηκαν στους Εφεσείοντες/συγκατηγορούμενους ήδη έχουν αναφερθεί.

 

Το Κακουργιοδικείο κατεύθυνε την προσοχή του στο θέμα υπό εξέταση και έδωσε λόγους για τη διαφοροποίηση της ποινής ανάλογα με το ρόλο που ο καθένας διαδραμάτισε στη διάπραξη των αδικημάτων, αλλά και μετά για σκοπούς εξιχνίασης της υπόθεσης.  Ο Εφεσείων 1 όπως πολύ ορθά τον χαρακτήρισε το Κακουργιοδικείο ήταν ο "πρωταγωνιστής και ιθύνων νους" υπό την έννοια ότι διατηρούσε τον ηγετικό ρόλο. Δηλαδή κατεύθυνε και καθοδηγούσε την όλη "επιχείρηση προετοιμασίας της αποθήκης, φύτευση καθώς και περιποίηση της φυτείας".  Ήταν ο κάτοχος του χώρου της φυτείας και μαζί με τον Εφεσείων 3/Συγκατηγορούμενο 3, που ήταν ο άμεσος και βασικός συνεργός του, αποφάσιζαν και ενεργούσαν για όλα τα θέμα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση.  Αντίθετα ο ρόλος του Εφεσείοντα 2 ήταν πολύ περιορισμένος σε σχέση με αυτό των δύο και η συνεργασία του με την ΥΚΑΝ, μετά τον εντοπισμό της φυτείας, με πληροφορίες και στοιχεία βοήθησε στην εξιχνίαση της υπόθεσης.  Συνεπώς ορθά το Κακουργιοδικείο διαφοροποίησε τις επιβληθείσες ποινές με γνώμονα τα διαφορετικά στοιχεία τα οποία αφορούσαν τον καθένα από τους Εφεσείοντες.

 

Επικροτούμε την σημαντική μείωση της ποινής στον Εφεσείοντα 2 καθότι με τον τρόπο αυτό θα οδηγήσει, ενδεχομένως, και άλλους, στη θέση του, να αντιληφθούν την σημασία της παροχής βοήθειας στις ανιχνευτικές αρχές εντοπισμού εγκλημάτων της φύσης όπως και τα παρόντα αδικήματα.

 

Όσον αφορά το λόγο Έφεσης αρ. 24, ο συνήγορος του Εφεσείοντα μας παρέπεμψε στον Περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικός) Νόμος του 2003, Ν.11(ιιι)/2003 με τον οποίο κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση "United Nations Convention against Transnational Organized Crime and the Protocol Thereto" όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"(a) "Organized criminal group" shall mean a structured group of three or more persons, existing for a period of time and acting in concert with the aim of committing one or more serious crimes or offences established in accordance with this Convention, in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit"

 

(c)  "Structured group" shall mean a group that is not randomly formed for the immediate commission of an offence and that does not need to have formally defined roles for its members, continuity of its membership or a developed structure;"

 

προκειμένου να εισηγηθεί ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έλαβε ως επιβαρυντικό παράγοντα ότι τουλάχιστον οι Κατηγορούμενοι 1 και 3 ενήργησαν ως ομάδα που προβλέπεται στο Άρθρο 30(4)(α)(i) ως περιστατικό το οποίο καθιστά το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό.

 

Το Άρθρο 30(4)(α)(i) του Ν.29/77 προβλέπει:

 

"(4) Χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων σχετικών διατάξεων και επιπρόσθετα απ’ αυτές, το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής μεταξύ άλλων λαμβάνει υπόψη του τα ακόλουθα περιστατικά:

(α) Ως καθιστώντα το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό-

(i) Την ανάμειξη στη διάπραξη του αδικήματος οργανωμένης ομάδας εγκληματιών στην οποία ο κατηγορούμενος ανήκει"

 

Είναι η θέση του ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει εύρημα ότι η ομάδα των Κατηγορουμένων απαρτίζετο από τρία άτομα ή εύρημα για οικονομικό ή άλλο αντάλλαγμα ή εύρημα για ύπαρξη της ομάδας για μια χρονική περίοδο ή για "structured group".

 

Εξετάσαμε το ζήτημα και υπενθυμίζουμε ότι εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση είναι το Άρθρο 30(4)(α)(i) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, Ν.29/1977 και όχι ο Νόμος 11(ιιι)/2003 (άνω) ο οποίος αναφέρεται σε αδικήματα κατά της Σύμβασης και Πρωτοκόλλων του τα οποία είναι:

 

(α) συμμετοχή σε εγκληματική ομάδα  (Άρθρο 5)

(β) ξέπλυμα εσόδων από έγκλημα  (Άρθρο 6)

(γ) διαφθορά δημόσιου λειτουργού ((Άρθρο 8)

(δ) παρεμπόδιση της δικαιοσύνης (Άρθρο 23)

 

(ε) Εμπορία Προσώπων,   (Πρωτόκολλο 1)

(ζ)  Λαθρεμπόριο Μεταναστών  (Πρωτόκολλο 2) και

(η) Παράνομη κατασκευή όπλων, (Πρωτόκολλο 3)

 

 

Συναφώς η προσπάθεια του συνήγορου να εντάξει την υπό εξέταση υπόθεση στον Ν.11(ΙΙΙ)/2003 και κατά προέκταση στη Σύμβαση και Πρωτόκολλα της είναι εσφαλμένη και χωρίς αξία.

 

Ο 24ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο Έφεσης, εκείνο το οποίο θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι σύμφωνα με την σταθερή θέση της νομολογίας μας το καθήκον επιμέτρησης της ποινής ευρίσκεται επί των ώμων του πρωτόδικου Δικαστή.  Αυτός έχει υπόψη την πλήρη διάσταση της υπόθεσης και όλες τις παραμέτρους που την περιβάλλουν.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής (Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 222, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227).

 

Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από τον συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορουμένου (βλ. Σωκράτης Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατία (1997) 2 Α.Α.Δ. 138).

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων της καλλιέργειας, κατοχής και εμπορίας ναρκωτικών ουσιών δεν μπορεί να υποβαθμιστεί ή να αμφισβητηθεί.  Οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές και η νομολογία μας δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.  Ούτε και η εξατομίκευση της ποινής θα πρέπει να υποβαθμίζει την σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από τον Εφεσείοντα αλλ' ούτε και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αδικημάτων της φύσης υπό εξέταση.  Οι ανησυχητικές διαστάσεις που έχουν προσλάβει τα συγκεκριμένα αδικήματα, τα οποία προκαλούν την καταστροφή στους συνανθρώπους για εύκολο κέρδος, χρήζουν και την ανάλογη αντιμετώπιση για την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου πάντοτε στο ορθό πλαίσιο και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων.  Η αποτροπή είναι το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό και την έκταση της ποινής.  Εδώ ο αριθμός των φυτών που ευρίσκετο στο στάδιο συγκομιδής, δεν αφήνει αμφιβολία για το προϊόν που θα παρήγετο και το οικονομικό όφελος του Εφεσείοντα έστω και αν ληφθεί υπόψη προς όφελος του Εφεσείοντα το κατώτατο επίπεδο.  Επίσης θα πρέπει να λεχθεί ότι οι ποινές που επιβάλλονται σε άλλες υποθέσεις είναι μεν καθοδηγητικές αλλά δεν επιβάλλουν και την ακριβή αριθμητική εξίσωση τους.  Η κάθε υπόθεση κρίνεται στα δικά της περιστατικά.

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση σταθμίσαμε κάθε παράγοντα και κάθε πτυχή που περιβάλλει την επιβληθείσα ποινή και έχουμε την γνώμη ότι οι επιβληθείσες ποινές στον Εφεσείοντα δεν είναι εκτός των περιθωρίων και των αρχών επιβολής ποινής του Νόμου και της Νομολογίας.  Δεν έχει αποδειχθεί το έκδηλο της υπερβολής.

 

Ο λόγος Έφεσης 25 κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 307/15   

 

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

 

Ο πρώτος λόγος Έφεσης αφορά την νομιμότητα του εντάλματος ερεύνης ημερ. 4.9.2014 στο Τεμάχιο 237 και τροχόσπιτο στο οποίο διέμενε ο Εφεσείων 2/Κατηγορούμενος 2.  Το θέμα εξετάστηκε στο πλαίσιο της πρώτης ομάδας λόγων Έφεσης στην Έφεση με αρ. 298/15 και απορρίφθηκε.  Συναφώς δεν θα επανέλθουμε.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Με τους δεύτερο και τρίτο λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η καταδίκη του Εφεσείοντα 2/Κατηγορούμενου 2 στην κατηγορία της καλλιέργειας και ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο προχώρησε σε ευρήματα για το ρόλο του στην καλλιέργεια, πότισμα, αριθμού των φυτών, για τα οποία ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε και τέλος ότι ο Εφεσείοντας είχε γνώση για αυτά.  Είναι περαιτέρω εισήγηση του ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα προσέγγισε τη μαρτυρία ενώπιον του.  Υποστηρίζοντας την εισήγηση αυτή, ο συνήγορος του πρόβαλε ότι, η μετά από λογομαχία με τον Εφεσείοντα 1, άνοιγμα ρουπινέτου, 2-3 φορές τον Αύγουστο του 2014, το οποίο ευρίσκετο εκτός της ανοικτής αποθήκης όπου ευρίσκετο η φυτεία και μάλιστα, μετά που είχαν φυτευθεί τα φυτά δεν αποδεικνύει στον αναγκαίο βαθμό, την εμπλοκή του στα αδικήματα στα οποία βρέθηκε ένοχος.  Δεν υπάρχει μαρτυρία κατά τον συνήγορο ότι πράγματι εποτίζονταν τα φυτά κάνναβης και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει μαρτυρία για γνώση του αριθμού των φυτών.

 

Ο Εφεσείων ήγειρε τα ίδια θέματα και ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αυτό τα αντιμετώπισε ως ακολούθως:

"Όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 2 έχει προκύψει πως ενημερώθηκε από πολύ νωρίς από τον Κατηγορούμενο 1 για την πρόθεση του να φυτεύσει τα φυτά.  Έχουμε δεχθεί πως, λεκτικά τουλάχιστον, διαχώρισε τη θέση του και προέβαλε αντιρρήσεις σε κάποιες περιπτώσεις.  Στην πραγματικότητα όμως ο Κατηγορούμενος 2, λόγω της σχέσης του με τον Κατηγορούμενο 1 και πειθόμενος από αυτόν:

 

-  Βοήθησε και συμμετείχε στη διαδικασία σύνδεσης της υδροδότησης προς την αστέγαστη αποθήκη γνωρίζοντας από εκείνη την ημέρα και ύστερα τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν

-  Άνοιξε ή έκλεισε το ρουμπινέτο παροχής νερού προς την αστέγαστη αποθήκη, σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις, γνωρίζοντας ότι με αυτές του τις ενέργειες στη μια περίπτωση (του ανοίγματος) ποτίζοντο τα φυτά και στην άλλη (του κλεισίματος) διακόπτετο το πότισμα, πράξη επίσης απαραίτητη για την όλη διαδικασία άρδευσης στις κατάλληλες ποσότητες νερού.

-  Συνέχισε να χρησιμοποιεί το τροχόσπιτο ως χώρο μόνιμης διαμονής του εν γνώσει του ότι δίπλα του, σε απόσταση 20μ, καλλιεργούντο φυτά κάνναβης στην άρδευση των οποίων έλαβε μέρος.  Ακόμα και αυτή η απλή παρουσία του στον χώρο για όσες ώρες ήταν εκεί παρών και ιδιαίτερα κατά τις νύκτες και παρότι η φυτεία ήταν κλειδωμένη, λειτουργούσε εκ των πραγμάτων και παρείχε κάποιο είδος φύλαξης του ευρύτερου χώρου και κατά συνέπειαν και της κλειδωμένης αστέγαστης αποθήκης, από ανεπιθύμητους επισκέπτες ή εισβολείς.  Πράγμα που έτυχε εφαρμογής και χρήσης στις 2.9.14 το βράδυ όταν προστατεύοντας καταρχάς τον εαυτό του και τον δικό του χώρο διαμονής αναπόφευκτα εξυπηρέτησε και συμφέροντα των άλλων δύο εμπλεκομένων, ακόμα και αν ως εξυπηρέτηση εκληφθεί μόνον η ενημέρωση αυτών για την επίθεση και όχι η εκδίωξη των κουκουλοφόρων.

 

Ο κ. Αργυρού, ενώ από την μια πλευρά αναφέρεται στο ότι η μόνη ενέργεια του Κατηγορουμένου 2 «.ήταν να γυρίσει το ρουμπινέτο ορισμένες φορές, είτε ανοίγοντας είτε κλείνοντας το», από την άλλη εστιάζοντας μόνο στο άνοιγμα του (ρουμπινέτου), εισηγείται ότι «..χρειαζόταν επιπλέον πράξη η οποία θα μεσολαβούσε μεταξύ του ανοίγματος του ρουμπινέτου από τον Κατηγορούμενο 2 και του ποτίσματος των φυτών, διακόπτοντας την αιτιώδη συνάφεια της πράξης του με την καλλιέργεια των φυτών κάνναβης».  Σημειώνουμε τα εξής:

 

(i)      Για τις ανάγκες της πιο πάνω εισήγησης ο κ. Αργυρού αγορεύοντας απέσυρε υποβολή του προς τον Μ.Υ.6 ότι αν παρέμενε ανοικτό το ρουμπινέτο θα μπορούσαν ανεξαρτήτως πίεσης να στάζουν όλες οι σταγόνες.  Έχουμε όμως ήδη αξιολογήσει τη δοθείσα μαρτυρία και έχουμε καταλήξει ότι ακόμα και αυτό όντως ήταν δυνατό, συμφωνώντας με την υποβολή.

(ii)   Το εύρημα μας όμως ήταν πως για να τοποθετηθούν ρουμπινέτα σημαίνει πως ποτίζοντο ανά δόσεις τα φυτά και έχουμε εξηγήσει με ποιο τρόπο ήταν δυνατό να αρχίσει η άρδευση την κάθε επόμενη φορά, χωρίς δηλαδή την ανάγκη εισόδου στην αποθήκη για ρύθμιση ρουμπινέτων.

(iii)  Εσφαλμένα ο κ. Αργυρού αποκαλεί συλλήβδην το «άνοιγμα» και «κλείσιμο» ως τη «μόνη ενέργεια», καθότι δεν πρόκειται για μία και την αυτή ενέργεια.  Το δε κλείσιμο του ρουμπινέτου, που συνεπάγεται τη διακοπή νερού προς τη φυτεία, εκ των πραγμάτων δεν εγείρει ζητήματα εκροής νερού προς τα φυτά και άρα σε αυτή την περίπτωση το ζητούμενο δεν είναι αυτό που ανέπτυξε ο κ. Αργυρού.  Όμως η ίδια η πράξη του κλεισίματος εμπεριέχει κατά λογική προέκταση τη διακοπή της παροχής νερού και ως ενέργεια σαφώς εντάσσεται στη γεωργική διαδικασία υπό την έννοια τερματισμού της άρδευσης σε μια συγκεκριμένη ημέρα, πράγμα επίσης αναγκαίο στους καλλιεργητές.

(iv)        Η παρούσα περίπτωση προφανώς και διακρίνεται από την Ξυδάς v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 807, δεδομένου ότι εκεί ο εφεσείων αθωώθηκε στην καλλιέργεια επειδή, παρότι αυτός είχε γνώση για την ύπαρξη των φυτών, εντούτοις δεν εντοπίστηκε μαρτυρία που να τον συνέδεε με την καλλιέργεια τους, πράγμα το οποίο είχε οδηγήσει σε «...ύπαρξη αμφιβολίας ως προς τις ενέργειες του εφεσείοντα αναφορικά με την καλλιέργεια των φυτών..».

 

Έχοντας υπ΄όψιν όλα τα πιο πάνω δεν διατηρούμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι με τις πράξεις του και ο Κατηγορούμενος 2 κατέστη συμμέτοχος στην καλλιέργεια των φυτών στον βαθμό βεβαίως που παρείχε τη σχετική βοήθεια προς τους Κατηγορούμενους 1 και 3.

 

            …………………………………………….

 

Ως προς την κατηγορία 3 και το θέμα της συμμετοχής του Κατηγορουμένου 2 στην κατοχή των φυτών, πέραν των όσων έχουμε προαναφέρει, σημειώνουμε πως όπως συνάγεται από την R.v.Searle (1971) Crim.L.R. 592 C.A. η απλή γνώση για την ύπαρξη ενός παράνομου αντικειμένου εις χείρας τρίτου, ήτοι ακόμα και ενός συνεργού (confederate), δεν είναι αρκετή για την εξαγωγή συμπεράσματος συγκατοχής καθότι είναι αδύνατο να εξισωθεί η γνώση με την κατοχή.  Δηλαδή δεν δύναται να λεχθεί πως όπoιος  απλώς γνωρίζει τις περιστάσεις κατοχής αντικειμένου από άλλον τότε αυτομάτως κατέχει και ο ίδιος.  Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold, 2000 §27-63, ακόμα και η με παθητικό τρόπο παροχή βοήθειας απαιτεί κάτι περισσότερο από την απλή γνώση, ήτοι απαιτεί απόδειξη ενθάρρυνσης ή κάποιο στοιχείο ελέγχου (Assistance, though passive, required more than mere knowledge; for example, it required evidence of encouragement or some element of control; . ..)

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading and Practice, 2015, §27-69:

 

 ''In R. v. Searle [1971] Crim.L.R. 592, CA, the defendants were convicted of possessing a quantity of various dangerous drugs which had been found in a vehicle used by them for a touring holiday. It was alleged that they were all in joint possession of all the drugs. Possession of any particular drug could not be attributed to any particular defendant. The court held: (a) that mere knowledge of the presence of a forbidden article in the hands of a confederate was not enough, it being impossible to equate knowledge with possession; and (b) that an appropriate direction would be to invite the jury to consider whether the drugs formed a common pool from which all had the right to draw at will, and whether there was a joint enterprise to consume drugs together, because then the possession of drugs by one in pursuance of that common enterprise might well be possession on the part of all. See also, R. v. Bland, ante, § 27-63.

 

An allegation of joint possession of drugs, where they have not been found on the person of any of the alleged joint possessors, entails an allegation that each had the right to say what should be done with the drugs, a right shared with the other joint possessors. Knowledge is a sine qua non of possession, but it is not enough.....''. 

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Κρίνουμε πως στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος 2 ασκούσε έλεγχο επί των φυτών υπό την έννοια δηλαδή ότι είχε το δικαίωμα να εισέλθει στην αποθήκη και πάρει μέρος της συγκομιδής, δηλαδή της κάνναβης, ιδιαίτερα ενόψει του τρόπου δράσης των άλλων συγκατηγορουμένων, του κλειδώματος της αποθήκης, αλλά  και της απροθυμίας του να πράξει κάτι τέτοιο.

 

Εκείνο που εξετάζεται όμως είναι κατά πόσον υπό τις περιστάσεις υπήρξε συμμετοχή του στην κατοχή υπό τη μορφή ενθάρρυνσης προς τους άλλους λόγω της δικής του συμπεριφοράς, δηλαδή υπό τη μορφή συνδρομής και παρακίνησης (aiding and abetting). Αναφέρεται σχετικά στο πιο πάνω σύγγραμμα Archbold,  2000, στην §18-18:

 

'To establish aiding and abetting on the basis of encouragement, it must be proved that the defendant intended to encourage and wilfully did encourage the crime committed. Mere continued voluntary presence at the scene of a crime, even though it was not accidental, does not of itself necessarily amount to encouragement; but the fact that a person was voluntarily and purposely present witnessing the commission of a crime and offered no opposition, though he might reasonably be expected to prevent it and had the power to do so, or at least express his dissent, might in some circumstances afford cogent evidence upon which a jury would be justified in finding that he wilfully encouraged and so aided and abetted, but it would be purely a question of fact for the jury whether he did so or not: R. v. Clarkson , 55 Cr.App.R. 445, Ct-MAC.''

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Συνάγεται λοιπόν πως η συνεχής επί 5μηνο μόνιμη διαμονή και ως επί το πλείστον παρουσία του Κατηγορουμένου 2 δίπλα από τα φυτά δεν συνιστά αφ΄εαυτής κατ' ανάγκην και  ενθάρρυνση υπό την ως άνω έννοια.  Πλην όμως, από την άλλη πλευρά αυτή η διαμονή και παρουσία, ιδωμένη αντικειμενικά και σε συνδυασμό με (α) την αρχική  παράκληση του απλώς να μην τον εμπλέξουν, (β) τη μεταγενέστερη απλή λεκτική αντίδραση του στην άρδευση, χωρίς τη λήψη άλλων πιθανών μέτρων (π.χ. καταγγελία ή αποχώρηση του από τον χώρο και (γ) κυρίως την εμπλοκή του στη διαδικασία άρδευσης των φυτών σε όσες περιπτώσεις κρίθηκε αναγκαίο να ζητηθεί η βοήθεια του, θεωρούμε ότι αναμφίβολα συνιστά συμπεριφορά η οποία πληροί τα στοιχεία της εκούσιας ενθάρρυνσης και προφανώς έτσι την αντιλήφθηκαν και οι Κατηγορούμενοι 1 και 3.  Με άλλα λόγια κρίνουμε πως, ακόμα και υπό τις περιστάσεις που έγινε, η συμμετοχή του στην καλλιέργεια έδιδε προς τους άλλους το μήνυμα ότι ήταν εντάξει και μπορούσαν να συνεχίσουν και ολοκληρώσουν αυτό που άρχισαν.  Συνεπώς, καταλήγουμε πως έχουν στοιχειοθετηθεί και για τον ίδιο τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της Κατηγορίας 3."

 

Όλα τα πιο πάνω ήταν απόρροια των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου τα οποία προέκυψαν από την ίδια την μαρτυρία του Εφεσείοντα 2, ήτοι τις γραπτές καταθέσεις του (Τεκμ. 72, 74) στην Αστυνομία, τις οποίες υιοθέτησε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, την Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο 24) και την προφορική μαρτυρία του.  Αυτά είναι:

 

i)   Ότι ενόσω ασχολούντο με τις εργασίες σύνδεσης και επίχωσης του λαστίχου από την Υδατοπρομήθεια ενημερώθηκε από τον Κατηγορούμενο 1 για το σχέδιο μεταφοράς και φύτευσης φυτών κάνναβης (και ζήτησε να μην τον μπλέξουν).

ii)  Ότι αρχικά υπολόγιζε και αργότερα περί τα μέσα Ιουλίου του 2014 βεβαιώθηκε ότι πράγματι τα είχαν φέρει και φυτεύσει.

iii) Ότι από τις αρχές Αυγούστου του 2014 του ζητήθηκε από τον Κατηγορούμενο 1 και άνοιξε (ή έκλεισε) σε κάποιες περιπτώσεις το νερό προς τη φυτεία.

iv)   Ότι από τον Μάιο του 2014 μέχρι τις 4.9.14, δηλαδή καθόλο το επίδικο διάστημα εξακολουθούσε να διαμένει συνεχώς στο τροχόσπιτο δίπλα από την αποθήκη με τη φυτεία έχοντας γνώση για τα φυτά.

v)   Ότι ακόμα και τη μια φορά που εγκατέλειψε το τεμάχιο, δηλαδή στις 2.9.14, μετά από το επεισόδιο με τους πυροβολισμούς, επέστρεψε κατόπιν διαβεβαίωσης του Κατηγορουμένου 1 ότι θα ερχόταν και εκείνος στο τεμάχιο.

vi)   Ότι συμφώνησε και  δεν κατήγγειλε τους πυροβολισμούς στην Αστυνομία διότι του είπε ο Κατηγορούμενος 1 ότι αν ερχόταν Αστυνομία θα ανακάλυπτε τη φυτεία. "

 

Όλα τα πιο πάνω δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την συμμετοχή στην καλλιέργεια και γνώση του Εφεσείοντα για τη φυτεία των φυτών κάνναβης στον συγκεκριμένο χώρο από την αρχή μέχρι τη σύλληψη του.  Τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και το Κακουργιοδικείο είναι ορθό στην κατάληξη του.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 268/15

 

Δεδομένης της απόρριψης του πρώτου λόγου Έφεσης θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το λόγο Έφεσης 2. Με αυτόν ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του Κακουργιοδικείου ότι, οι συνθήκες λήψης των παρειακών επιχρισμάτων του Εφεσείοντα 3/Κατηγορούμενου 3 είναι τέτοιες που καθιστούν την παράλειψη συμμόρφωσης με το Άρθρο 25(Ι)/2004, του Περί Αστυνομίας Νόμου, Ν.73(ι)/2004, τυπικής μορφής.

 

Το όλο θέμα όπως παρουσιάζεται από τον Εφεσείοντα είναι ότι τα πιο πάνω επιχρίσματα (Τεκμ. 35) δεν λήφθηκαν στις 4.9.15 κατά την εκτέλεση του εντάλματος ερεύνης του επίδικου τεμαχίου παρουσία του Αναπληρωτή Λοχία xxxx αλλά στις 10.10.14 και η ώρα 20.15 στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας χωρίς να αναφερθεί κατά πόσο το Τεκμ. 35 παρελήφθη μετά από οδηγίες Λοχία ή Ανωτέρου του.  Σύμφωνα με την εισήγηση, το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να αποδεκτεί ως Τεκμήρια τα άνω επιχρίσματα λόγω της άνω παράβασης του Άρθρου 25 του Ν.73(Ι)/2004, η οποία ισοδυναμεί με παραβίαση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.

Σύμφωνα με την κατάθεση του Α/φ xxx Σ. Σ. (βλ. Έγγραφο 16), στις 10.10.14 έλαβε από τον Εφεσείοντα στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας παρειακά επιχρίσματα.  Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του (σελ. 51) αναφέρει ότι "τα παρειακά επιχρίσματα του Κατηγορουμένου 3 λήφθηκαν από τον Μ.Κ.14 στις 10.10.14.".  Αποφάσισε δε περαιτέρω ότι το Τεκμ. 35 "λήφθηκε, διακινήθηκε και φυλάχθηκε καθόλα νομότυπα και χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε αλλοίωση" και συνέχισε:

 

"Ερχόμενοι τώρα στην εισήγηση για παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων του Κατηγορουμένου 3, εν πρώτοις τονίζουμε ότι έχουμε ικανοποιηθεί για τη νομιμότητα διακίνησης του Τεκμηρίου 35, γεγονός το οποίο εκβαραθρώνει την εισήγηση εφόσον απορρίπτουμε το ένα σκέλος της. Επιπλέον, θεωρούμε ότι οι συνθήκες λήψης των επιχρισμάτων από τον Κατηγορούμενο 3, ήτοι ότι αυτά λήφθηκαν με τη συγκατάθεση του και εν γνώσει του περί της διερεύνησης των αδικημάτων για τα οποία βρισκόταν υπό σύλληψη, θεωρούμε ότι είναι τέτοιες που καθιστούν την όποια παράλειψη συμμόρφωσης με το Άρθρο 25(1) τυπικής μορφής. Επομένως, και πάλι θα καταλήγαμε υπέρ της αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας."

 

Το Άρθρο 25 προνοεί:

"Μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα κ.λπ. προσώπων που τελούν υπό νόμιμη κράτηση

 

25.- (1) Κάθε μέλος της Αστυνομίας με βαθμό Λοχία ή ανώτερο μπορεί να λάβει ή να μεριμνήσει ώστε να ληφθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση, για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος:

 

(α) μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα, αποτυπώματα παλάμης και πέλματος, δείγματα γραφικού χαρακτήρα, αποκόμματα ονύχων, δείγματα τριχών, σάλιου, κατάλοιπα ξένης ουσίας στο σώμα οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δε συναινεί.

 

(β) με τη βοήθεια ιατρικού λειτουργού δείγματα αίματος και ούρων οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δε συναινεί.

 

(2) Εάν το πρόσωπο στο οποίο αφορούν τα στοιχεία που λήφθηκαν με βάση το εδάφιο (1) δεν κατηγορηθεί στο δικαστήριο για αδίκημα ή εάν απολυθεί χωρίς να διατυπωθούν εναντίον του κατηγορίες ή αθωωθεί από το Δικαστήριο και δε βαρύνεται με προηγούμενη καταδίκη για ποινικό αδίκημα, τότε όλες οι καταχωρίσεις των μετρήσεων, φωτογραφιών, δακτυλικών αποτυπωμάτων και αποτυπωμάτων παλάμης και πέλματος και οποιαδήποτε αρνητικά αντίγραφα των φωτογραφιών αυτών ή των φωτογραφιών των δακτυλικών αυτών αποτυπωμάτων καταστρέφονται αμέσως ή παραδίδονται στο πρόσωπο στο οποίο αφορούν.

 

(3) Πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση και αρνείται ή παρεμποδίζει ή δεν επιτρέπει να ληφθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή μέχρι τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δυο αυτές ποινές."

 

Η παράβαση των προνοιών του Άρθρου 25 του Ν.73(Ι)/2004 δεν οδηγεί αυτόματα σε αποκλεισμό της μαρτυρίας – Τεκμ. 35. (βλ. Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, Μ.Κ. ν. Δημοκρατία Ποιν. Εφ. 14/2013 ημερ. 20.3.2014)

 

Η άνω μαρτυρία εξασφαλίστηκε στα πλαίσια διερεύνησης των επίδικων αδικημάτων με την συναίνεση του Εφεσείοντα και κατετέθη ως τεκμήριο χωρίς ένσταση.  Το Σύνταγμα δεν ορίζει πουθενά ότι οι αστυνομικές αρχές όταν διερευνούν μια ποινική υπόθεση και λαμβάνουν το υλικό που αναφέρεται στο Άρθρο 25 θα πρέπει το αστυνομικό όργανο που το λαμβάνει να έχει βαθμό του Λοχία ή ανώτερο.  Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα, χωρίς οτιδήποτε άλλο, παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 3, 4, 6-9

 

Οι λόγοι 3, 4, 6-9 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Εφεσειόντων, ιδιαίτερα του Εφεσείοντα  2, του Μ.Υ.18, Π.Σ. και τα συνακόλουθα ευρήματα και κατάληξη του Κακουργιοδικείου.  Όσον αφορά τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2, τον τρόπο προσέγγισης της από το Κακουργιοδικείο και αξιολόγηση της, αναφερθήκαμε όταν εξετάζαμε την Έφεση του Εφεσείοντα 2 (Αρ. 298/15) και συνεπώς δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.

 

Εξετάσαμε τα παράπονα του Εφεσείοντα, κατά το υπόλοιπο μέρος υπό το φως της νομολογίας για τη δυνατότητα επέμβασης Εφετείου στην αξιολόγηση μαρτυρίας υπό πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 45/2014 ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, Πισσας ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 229/2016 ημερ. 14.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B114Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρώτη απόφαση:

 

«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθησαν ενώπιον μας κρίνουμε ότι δεν παρέχεται έδαφος επέμβασης μας.  Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε με περισσή λεπτομέρεια εξέτασης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ενώπιον του υπό το πρίσμα της όλης μαρτυρίας που τέθηκε σ'  αυτό.  Δεν διαπιστώνουμε λόγους που θα επέτρεπαν ανατροπή της κρίσης του Κακουργιοδικείου.  Η συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστης από το Κακουργιοδικείο, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ως προς τα ευρήματα του και λογική αμφιβολία ως προς της κατάληξη του.

 

Οι λόγοι Έφεσης απορρίπτονται.  Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, όλες οι Εφέσεις (Αρ. 268, 298, 304 και 307/15) απορρίπτονται.

 

 

 

                                                         Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                          Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                          Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο