ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 236/2018, 11/1/2019

ECLI:CY:AD:2019:B3

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 236/2018

 

11 Ιανουαρίου 2019

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]

 

xxx ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ

Εφεσείοντα

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

---------------

 

Ηλ. Στεφάνου με Α. Χρίστου και Κατ. Σοφοκλέους (κα), για τον εφεσείοντα.

Παν. Αβρααμίδης, Δημόσιος Κατήγορος, για την εφεσίβλητη.

 

--------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από

                                  τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:   Ο εφεσείοντας βρέθηκε ένοχος μετά από ακρόαση σε κατηγορία για παράνομη κατοχή περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία) και σε τρεις κατηγορίες για κλεπταποδοχή κατά παράβαση του άρθρου 306(α) του Κεφ. 154 (κατηγορίες 2, 3 και 4).

 

Η 1η κατηγορία αφορούσε την κατοχή 6 ελαστικών αυτοκινήτου τα οποία δεν αναγνωρίστηκαν από οποιοδήποτε που παρουσιάστηκε ως ο ιδιοκτήτης τους.  Οι λοιπές κατηγορίες αφορούσαν 11, 18 και 32 ελαστικά αυτοκινήτου, αντιστοίχως, τα οποία αναγνωρίστηκαν ως δική τους περιουσία που είχε πρόσφατα κλαπεί από τους παραπονούμενους Μ.Κ.9, Μ.Κ.10 και Μ.Κ.11.  Όλα τα ελαστικά ανευρέθηκαν στην οικία όπου διέμενε ο εφεσείοντας, έξω από την οποία υπήρχε αναρτημένη η επιγραφή: «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ».

 

Αρχίζοντας με τις κατηγορίες περί κλεπταποδοχής, σημειώνουμε ότι η υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε ότι έλαβαν χώρα οι κλοπές ελαστικών από τους εν λόγω παραπονούμενους.  Αμφισβητήθηκε όμως η αναγνώριση από αυτούς των ελαστικών που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα ως τα ελαστικά που είχαν κλαπεί από αυτούς.  Για το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε κατ΄ουσία στην παράθεση της μαρτυρίας περί αναγνώρισης και των συλλογισμών των ιδίων των παραπονουμένων, χωρίς να την εξετάσει με τη δέουσα προσοχή και χωρίς να εκφράσει με την απαιτούμενη σαφήνεια τη δικαστική του πεποίθηση για το ασφαλές ή μη της αναγνώρισης.  Εντέλει δε, χωρίς να διατυπώσει με το δέοντα θετικό τρόπο εύρημα για το κατά πόσον τα επίδικα ελαστικά ήταν η κλοπιμαία περιουσία των παραπονουμένων.  Στα τελικά του δε συμπεράσματα, αφού σημειώνει ότι οι διαρρήξεις και οι κλοπές από τα καταστήματα των παραπονουμένων δεν αμφισβητήθηκαν και πως ό,τι αμφισβητήθηκε είναι ότι τα ελαστικά που αναγνώρισαν οι παραπονούμενοι ήταν όντως τα δικά τους που είχαν κλαπεί, υπερπηδά το καίριο αυτό ερώτημα, θεωρώντας πως «απομένει η εξέταση του τρίτου συστατικού στοιχείου, δηλαδή του κατά πόσον ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα ελαστικά ήταν κλοπιμαία».  Σε άλλο δε σημείο της απόφασής του, που ακολουθεί, εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι τα επίδικα ελαστικά «προέρχονταν από τις πολύ πρόσφατες διαρρήξεις και κλοπές στη Λεμεσό».

 

Αλλ’ ούτε, εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία περί αναγνώρισης ήταν θετική και ασφαλής.  Τα γνωρίσματα των ελαστικών που επικαλέστηκαν οι παραπονούμενοι δεν ήταν στην πραγματικότητα διακριτικά.  Αναφέρθηκαν στη μάρκα, το μέγεθος, τη χρονολογία κατασκευής.  Περιπλέον ο Μ.Κ.9 ανέφερε ότι 4 από τα κλαπέντα ελαστικά μάρκας bridgeston ήταν του 2007, τα είχε έκτοτε στο κατάστημά του και λόγω της παλαιότητας τους δεν μπορούσε να τα πωλήσει.  «Δηλαδή τούτα τα 4 λάστιχα αν κοιτάξεις την Κύπρο όλη, μπορεί να μην τα βρεις διότι είναι 11 χρονών», είπε.  Παρακάτω διευκρίνισε ότι τα αναγνώρισε ως δικά του μόνο ως εκ του ότι ήταν του 2007.  Όταν όμως ρωτήθηκε κατά πόσον υπάρχουν και άλλα ελαστικά στην αγορά ίδιας μάρκας, ιδίων διαστάσεων και ίδιας ηλικίας απάντησε πως δεν το γνωρίζει και πως πρέπει να ερωτηθεί ο αντιπρόσωπος.  Γενικά δε ο Μ.Κ.9 δέχθηκε ότι τα ελαστικά δεν είναι αναγνωρίσιμα αντικείμενα, συμπέρασμα που προκύπτει διάχυτα από τη μαρτυρία των παραπονουμένων, καταλήγοντας κατά τρόπο δίκαιο:  «Εντάξει, εν τζαι λέω είναι δικά μου.  Απλώς εγίνηκε η κλοπή τζαι αυτά τα ελαστικά που είδα στην αστυνομία ήταν τα ίδια με αυτά που έχασα».  Ο δε Μ.Κ.10 του ανέφερε ότι αναγνώρισε τα ελαστικά καθώς τα εισάγει ο ίδιος, δέχθηκε ότι δεν γνωρίζει εάν εισάγονται και από κάποιο άλλο.

 

Επισφαλής ήταν και η αναγνώριση ως κλοπιμαίας της περιουσίας  (πατάτες) στην υπόθεση Kamilaris and another v. The Police (V18) 1 CLR 78.  Δεδομένου δε ότι δεν υπήρχε άλλη επαρκής μαρτυρία που να στοιχειοθετεί ταύτιση με την περιουσία που κλάπηκε από τον παραπονούμενο, το σχετικό εύρημα ανατράπηκε και οι εφεσείοντες αθωώθηκαν.  Τούτο, παρά την απόρριψη ως αναξιόπιστων των ισχυρισμών τους για τις περιστάσεις υπό τις οποίες περιήλθε η περιουσία στην κατοχή τους.  Η εξήγηση προκύπτει από την κατωτέρω θεώρηση της νομολογίας.

 

Το κλοπιμαίο της περιουσίας, ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλοπής ή της κλεπταποδοχής, μπορεί ν’ αποδειχθεί με άμεση μαρτυρία για την κλοπή (R. V. Reynolds, 20 Cr. App. R. 125, CCA), ή μπορεί να αποδειχθεί, συμπερασματικά με μαρτυρία για τις περιστάσεις υπό τις οποίες η περιουσία περιήλθε στην κατοχή του κατηγορούμενου (Kyprianou v. The Police (1976) 2 CLR 75, R. V. Sbarra, 13 Cr. App. R. 118, R. V. Korniak (1983) 76 Cr. App. R. 145.

 

Δεν αποτελούν όμως τέτοια περιστατική μαρτυρία προς απόδειξη του κλοπιμαίου της περιουσίας, σε αντιδιαστολή με τη γνώση του κατηγορουμένου για το κλοπιμαίο της περιουσίας, τα ψεύδη ή οι υπεκφυγές του.  Όπως διευκρινίστηκε στην Korniak:

 

«the lies and evasiveness could not prove that the goods were stolen.  Lies may, perhaps, strengthen the conclusion that the accused had positive knowledge … but they do not by themselves prove that the good were stolen

 

Εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως το γεγονός ότι απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για τον τρόπο που νόμιμα, κατά τον ίδιο, περιήλθαν τα ελαστικά στην κατοχή του ως αναξιόπιστους και ως προσπάθεια υπεκφυγής, συνιστούσε περιστατική μαρτυρία εναντίον του χωρίς περαιτέρω να διευκρινίσει το ζητούμενο.  Δεν μπορούσε όμως για τους λόγους που εξηγήσαμε να αποτελούν η υπεκφυγή ή τα ψεύδη από μόνα τους περιστατική μαρτυρία για το κλοπιμαίο της περιουσίας.   Το λεγόμενο «δόγμα της πρόσφατης κατοχής» (doctrine of recent possession), ως έκφραση κοινής λογικής και όχι ως ζήτημα εφαρμογή νομικού τεκμηρίου (presumption of law) έχει την έννοια ότι η κατοχή προσφάτως κλαπείσας περιουσίας μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι πρόκειται για τέτοια περιουσία, εκτός εάν ο κατηγορούμενος δώσει κάποια εξήγηση η οποία, έστω κι αν δε γίνει πιστευτή, αρκεί να προκαλέσει αμφιβολία κατά πόσο γνώριζε.  Τούτο όμως προϋποθέτει την ύπαρξη, κατά τ΄άλλα, επαρκούς μαρτυρίας περί του ότι πρόκειται για προσφάτως κλαπείσα περιουσία (Kyprianou (ανωτ.), Christofides v. The Police (1965) 2 CLR 69, Ψύλλας ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2011) 2 ΑΑΔ 466, D.P.P. v. Nieser (1959) 1 Q.B. 254, R. V. Aves, 34 Cr. App. R. 159, CCA).

 

Η περαιτέρω μαρτυρία που έλαβε υπόψιν το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν, κυρίως, ότι ο εφεσείοντας γνώριζε και διατηρούσε επαφή και σχέσεις με κάποιο Σ.Γ. ο οποίος είναι πρόσωπο εμπλεκόμενο σε πολλές υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών και ότι ο Σ.Γ. θεάθηκε, λίγες μέρες πριν την αστυνομική έρευνα και την ανεύρεση των ελαστικών στην οικία του εφεσείοντα, να εξέρχεται από οικόπεδο παρά την εν λόγω οικία επιβαίνοντας οχήματος που οδηγούσε κάποιο άλλο πρόσωπο.  Το πρόσωπο αυτό κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας (Μ.Κ.12) χωρίς όμως να ενοχοποιήσει με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία του τον εφεσείοντα.

 

«Σύμφωνα με πληροφορίες της Αστυνομίας», αναφέρει περαιτέρω ο πρωτόδικος Δικαστής, τα εν λόγω πρόσωπα και το εν λόγω όχημα εμπλέκονταν σε διάφορες διαρρήξεις και κλοπές στην επαρχία Λεμεσού, περιλαμβανομένων των διαρρήξεων στα καταστήματα των παραπονουμένων.  Συνεχίζει ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέροντας ότι στο μεταξύ έχουν καταχωριστεί ποινικές υποθέσεις εναντίον του Σ.Γ. με κατηγορίες που αφορούσαν και στις «επίδικες» διαρρήξεις, γεγονός που περιήλθε σε γνώση του όταν τέθηκαν οι υποθέσεις εκείνες ενώπιον του, την οποία εσφαλμένα εξέλαβε ως «δικαστική γνώση».  Η σύλληψη του Σ.Γ. και άλλων και η καταχώριση ποινικών υποθέσεων εναντίον τους, σε συνδυασμό με την ανεύρεση των κλοπιμαίων, όπως έλαβε ως δεδομένο, ελαστικών στην οικία του εφεσείοντα και η παρουσία του Σ.Γ. και του οχήματος σε οικόπεδο παρά την οικία του, έχουν επιβεβαιώσει τις ανωτέρω «πληροφορίες της αστυνομίας», καταλήγει ο πρωτόδικος Δικαστής, παραπέμποντας στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαράλαμπος Χρυσάνθου, Ποιν. Έφεση 137/2015, ημερ. 2.6.2016.

 

Η υπόθεση όμως εκείνη δεν έχει οποιαδήποτε σχετικότητα με το υπό εξέταση ζήτημα.  Αφορούσε περίπτωση όπου μια πληροφορία για απόκρυψη ναρκωτικών σε συγκεκριμένο τόπο αποδείχθηκε ακριβής, οπότε αποφασίστηκε ότι αρκούσε η εξ ακοής μαρτυρία από αστυνομικό για την ύπαρξη τέτοιας πληροφορίας χωρίς να υπήρχε, υπό τις περιστάσεις, υποχρέωση να κληθεί ως μάρτυρας ο πληροφοριοδότης.  Εν προκειμένω η σύλληψη και καταχώριση ποινικών υποθέσεων εναντίον των άλλων προσώπων δεν επιβεβαίωσε οτιδήποτε σχετικό με τις κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα, όπως δεν «επιβεβαίωσε» οτιδήποτε εναντίον τους.

 

Άλλο στοιχείο που έλαβε υπόψιν ήταν η προαναφερθείσα επιγραφή έξω από την οικία του εφεσείοντα περί πώλησης ελαστικών σε χαμηλές τιμές.  Όπως υποδείχθηκε από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258:

 

«Ως θέμα αρχής η αγορά κλαπέντων εμπορευμάτων σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την αξία τους μπορεί να ενισχύσει μαρτυρία για την ύπαρξη γνώσης για την προέλευσή τους και παράλληλα να αποτελέσει αυτοτελή μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθούν ενοχοποιητικά συμπεράσματα.»

 

Εν προκειμένω πέραν της επιγραφής που δεν ήταν από μόνη της ύποπτη, δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσείοντας προσέφερε τα ελαστικά σε τόσο χαμηλές τιμές ώστε να εξαχθούν ενοχοποιητικά συμπεράσματα.  Αυθαίρετος κρίνεται ο περί αντιθέτου συλλογισμός του πρωτοδίκου Δικαστηρίου.

 

Υποθετικοί συλλογισμοί και υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι αν είναι, δεν επιτρέπονται (Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363).

 

Όλα αυτά προβάλλονται με την έφεση και δικαίως, οι καταδίκες στις κατηγορίες για κλεπταποδοχή θα πρέπει να παραμεριστούν. 

 

Αναφορικά με την καταδίκη στην κατηγορία για παράνομη κατοχή περιουσίας σημειώνουμε τα ακόλουθα:

 

Συστατικό στοιχείο του αδικήματος κατά το άρθρο 309 είναι η ύπαρξη ευλόγων υπονοιών ότι η περιουσία που κατέχεται είναι κλοπιμαία.  Η εμβέλεια του αδικήματος εξηγήθηκε από το Lord Goddard, με αναφορά σε ανάλογη νομοθεσία στην υπόθεση Flatman v. Light and others [1946] 2 All ER, 368, ως το ακόλουθο απόσπασμα που υιοθετήθηκε στην Kamilaris (ανωτ.):

 

«A man is found in very suspicious circumstances in possession of property. He can be called upon to give an account of how he got it. If the police, or whoever start the prosecution, are satisfied that it was stolen and could show it was stolen, there is no need to invoke this section. The section is designed to cover cases in which it is impossible to show at the time of the man's arrest that the property is stolen. It is not necessary to show that it is stolen, because the section deals with property which is 'reasonably suspected of being stolen or unlawfully obtained.' If that is so a man can be brought before the Magistrates and dealt with under this section.»

 

Αποφασίστηκε περαιτέρω ότι για να θεμελιωθεί κατηγορία βάσει του άρθρου 309 η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει ότι «a given date a certain person had in his possession property which some other person reasonably suspected to be stolen property» (Police v. Haralambous & Yianni 14 CLR 109, Police v. Skoufaris 23 CLR 187, Kamilaris, ανωτ.).

 

Η εύλογη υπόνοια πρέπει να προκαλείται σε κάποιο πρόσωπο που βλέπει ή βρίσκει την περιουσία στην κατοχή του κατηγορούμενου, ενόσω η περιουσία παραμένει στην κατοχή του τελευταίου (Economides v. The Police 24 CLR 5, Kamilaris, ανωτ.).

 

Ο Αρχιδικαστής Jackson είχε χαρακτηρίσει στην Kamilaris τη σχετική πρόνοια δυσεξήγητη εκφράζοντας την προσδοκία διευκρίνισης της από τη νομολογία μελλοντικά.  Δεν φαίνεται όμως να παράχθηκε νομολογία επί του άρθρου 309.  Έχουμε μόνο εντοπίσει την Καριπίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 237, όπου ελέχθη ότι το εύλογο των υπονοιών του προσώπου που τις επικαλέστηκε, αστυνομικού, εξεταστή της υπόθεσης, δεν μπορούσε να αποδειχθεί με την έκφραση της υποκειμενικής του κρίσης, αλλά ήταν ζήτημα αντικειμενικό.

 

Προκύπτει ότι το άρθρο 309 βρίσκει εφαρμογή όταν ο κατηγορούμενος κατέχει περιουσία υπό τέτοιες ύποπτες περιστάσεις ώστε, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι είναι κλοπιμαία, εύλογα, εξ αντικειμένου, δημιουργούνται υποψίες στο πρόσωπο που τον βλέπει να κατέχει τέτοια περιουσία, ότι αυτή είναι κλοπιμαία.

 

Εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του από πρόσωπο που να σχημάτισε υπόνοιες και για τις περιστάσεις υπό τις οποίες το πρόσωπο αυτό σχημάτισε τέτοιες υπόνοιες ώστε, περαιτέρω, να τις κρίνει εξ αντικειμένου ως εύλογες.

 

Προχώρησε το ίδιο να αναζητήσει ύποπτες περιστάσεις κι αυτό θα αρκούσε για να ανατρέψουμε την καταδίκη στην 1η κατηγορία.  Σημειώνουμε όμως περαιτέρω ότι άστοχα θεώρησε ως τέτοιες ύποπτες περιστάσεις τη δικαστική του γνώση για τη μεγάλη συχνότητα διάπραξης διαρρήξεων και κλοπών και γενικά αδικημάτων κατά της περιουσίας σε συνδυασμό με «το συμπέρασμα του για τις κατηγορίες 2, 3 και 4».

 

Η έφεση επιτρέπεται.  Ο εφεσείοντας αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες.

 

                                                          Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                          Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

/ΚΧ»Π

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο