ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΝΤΡΟ ΥΓΕΙΑΣ ΟΛΙΣΤΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΒΙΟΡΑΜΑ ΛΤΔ ν. ΚΑΡΒΕΛΛΑ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 288/18, 289/18, 12/3/2019

ECLI:CY:AD:2019:B82

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 288/18

(σχ. με 289/18)

 

 

12 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΝΤΡΟ ΥΓΕΙΑΣ

 ΟΛΙΣΤΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΒΙΟΡΑΜΑ ΛΤΔ

ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ

και

 

XXXX ΚΑΡΒΕΛΛΑ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 289/2018

(σχ. με 288/18)

 

 

XXXX ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

και

XXXX ΚΑΡΒΕΛΛΑ

 ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ

------------------------

 

Κ. Κουππαρή (κα), για τους Εφεσείοντες

Κ. Ορφανίδης, για την Εφεσίβλητη

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η  απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Οι Εφεσείοντες/Κατηγορούμενοι 1 και 2 κρίθηκαν ένοχοι από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε 7 κατηγορίες έκαστος, οι οποίες αφορούσαν αντίστοιχα πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και της συνδρομής στην πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής συμφώνως του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ.154.  Ως αποτέλεσμα επιβλήθησαν ποινές προστίμου στην Εφεσείουσα 1 και ποινή άμεσης φυλάκισης 16 μηνών στον Εφεσείοντα 2 στις κατηγορίες 2, 6, 14 και 16, ποινή φυλάκισης 4 μηνών στην κατηγορία 4 και ποινή φυλάκισης 3 μηνών στις κατηγορίες 10 και 12.  Oι ποινές φυλάκισης θα συντρέχουν από 30.8.2018 ημερομηνία κατά την οποία ο Εφεσείων 2 τελεί υπό κράτηση. 

 

Οι Εφεσείοντες με 21 λόγους προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση, στο σύνολο της, ως εσφαλμένη.

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 288/2018

 

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 1-7

 

Με τους λόγους έφεσης 1,2,3 και 6 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας η οποία οδήγησε στην κατάληξη ότι οι επίδικες επιταγές εξεδόθησαν από την Εφεσείουσα 1 και υπεγράφησαν από τον Εφεσείοντα 2.  Επικεντρώνεται δε το παράπονο της Εφεσείουσας 1 ότι εσφαλμένα αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.5 ενώ αγνόησε την μαρτυρία του Μ.Υ.3 xxxxx, Γραφολόγου, ο οποίος κατέθεσε προς υπεράσπιση των Εφεσειόντων. 

 

Με τους λόγους έφεσης 4, 5 και 7 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα Τεκμήρια 28 και 29 που είναι οι οδηγίες ανάκλησης των επίδικων επιταγών στις οποίες βρέθηκαν ένοχοι οι Εφεσείοντες υπεγράφησαν από τον Εφεσείοντα 2. 

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας των λόγων Έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το ιστορικό της υπόθεσης ώστε να γίνουν πιο κατανοητά τα επίδικα θέματα.

 

Δυνάμει έγγραφης συμφωνίας ημερ. 24.2.2009 η παραπονούμενη, πώλησε στην Εφεσείουσα 1 ένα ακίνητο της στο χωριό Καπέδες έναντι του συνολικού ποσού των €900.000.  Με την υπογραφή της συμφωνίας, πληρώθηκε το ποσό των €20.000.  Στις 19.3.2009 το ακίνητο μεταβιβάστηκε και ενεγράφη επ'  ονόματι της Εφεσείουσας 1 και πληρώθηκε το ποσό των €380.000.  Την ίδια ημέρα και σύμφωνα με τη συμφωνία των μερών παραδόθηκαν στην παραπονούμενη 10 μεταχρονολογημένες επιταγές, ύψους €50.000 έκαστη, με ημερομηνίες που είχαν συμφωνηθεί ήτοι στις 1.9.2009, 1.12.2009, 1.3.2010, 1.6.2010, 1.9.2010, 1.12.2010, 1.3.2011, 1.6.2011, 1.9.2011 και 1.12.2011 για το συνολικό υπόλοιπο τίμημα πώλησης των €500.000.  Τιμήθηκαν μόνο οι πρώτες 3 επιταγές και καταβλήθηκε έναντι της τέταρτης ημερ. 1.6.2010, το ποσό των €40.000.  Ο Εφεσείων 2 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο πλειοψηφών μέτοχος και ένας εκ των Διευθυντών της Εφεσείουσας 1. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι 6 επίδικες επιταγές που εξεδόθησαν  από την Εφεσείουσα 1 επί της ΣΠΕ Στροβόλου (Τεκμ. 8, 9, 12, 14, 15 και 16), αντικείμενο των κατηγοριών 1-6, 11-16 και η έγγραφη ανάκληση τους με τα Τεκμήρια 28 και 29 έφεραν την υπογραφή του Εφεσείοντα 2 ως ακολούθως:

 

"Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 αρνήθηκαν τη συνδρομή αμφοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, αμφισβητώντας τόσο την νομότυπη έκδοση των επίδικων επιταγών, όσο και την ανάκληση των επιταγών από την κατηγορουμένη 1, ισχυριζόμενοι ότι ούτε οι επιταγές, ούτε οι επιστολές ανάκλησης υπεγράφησαν από πρόσωπο που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράφει για την κατηγορουμένη 1, προβάλλοντας τη θέση ότι οι υπογραφές επί των επιταγών και των επιστολών ανάκλησης τέθηκαν από τον λογιστή της κατηγορουμένης 1 ο οποίος πλαστογράφησε την υπογραφή του κατηγορούμενου 2.

 

Όσον αφορά τις επιταγές που εκδόθηκαν επί της ΣΠΕ Στροβόλου (Τεκμήρια 8, 9, 12, 14, 15 και 16), υπενθυμίζω κατ’ αρχάς ότι δικαίωμα υπογραφής για την κατηγορουμένη 1 σε σχέση με επιταγές που εκδίδοντο από τον τρεχούμενο λογαριασμό από τον οποίο οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν, είχαν ο κατηγορούμενος 2 και ο xxxx (ΜΚ5), ένας εκ των δύο (Τεκμήριο 27), οι οποίοι ήταν αξιωματούχοι της κατηγορουμένης 1 (Τεκμήρια 3 και 35). Τόσο οι επίδικες επιταγές όσο και οι επιστολές με τις οποίες οι επιταγές ανακλήθηκαν (Τεκμήρια 28 και 29) υποδείχθηκαν στον ΜΚ5 και έχει γίνει δεκτή η επί του προκειμένου μαρτυρία του ότι δεν είναι ο ίδιος που υπέγραψε είτε τις επιταγές είτε τις επιστολές ανάκλησης. Περαιτέρω, όντας πρόσωπο το οποίο, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας του, γνωρίζει την υπογραφή του κατηγορούμενου 2 και ήταν συνεπώς σε θέση να την αναγνωρίσει (βλ. σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης, ανωτέρω, σελ. 369 - 369, Αναστασίου ν. Τιμοθέου, Ποιν. Έφ. 5/14, ημερ. 24.3.17 και Μακαρίου ν. Τσιμεντοποιΐα Βασιλικού (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 398, 406), θετικά αναγνώρισε τις υπογραφές επί των επιταγών και στις επιστολές ανάκλησης ως ανήκουσες στον κατηγορούμενο 2, μαρτυρία την οποία επίσης έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. Πέραν δε της θετικής αναγνώρισης της υπογραφής επί των επιταγών και των επιστολών ανάκλησης από τον ΜΚ5, υπενθυμίζω, αφενός, πως σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΚ4 κατά τον τραπεζικό τεχνικό έλεγχο των επιταγών δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε πρόβλημα σε σχέση με τις υπογραφές επί των επιταγών, και, αφετέρου, πως ο ΜΚ4 συγκρίνοντας τις υπογραφές στις επιταγές και στις επιστολές ανάκλησης με τα δείγματα υπογραφών στο Τεκμήριο 30, απέδωσε αυτές στον κατηγορούμενο 2, μαρτυρία η οποία ενισχύει και επιβεβαιώνει την ούτως ή άλλως αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ5.

 

Σχετικά με το θέμα είναι και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Ζίττη ν. Οργάνωση Παραγωγών Συνεργατική Εταιρεία Διαθέσεως Γεωργικών Προϊόντων (ΣΕΔΙΓΕΠ) Λύσης Λτδ, Ποιν. Έφ. 272/15, ημερ. 4.3.16:

 

«Το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν διευθυντής της Εταιρείας και το μόνο πρόσωπο που είχε εξουσία να υπογράφει επιταγές που αυτή εξέδιδε, ήταν αφ' εαυτού ικανό στοιχείο να εκληφθεί από την Τράπεζα ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης των επιταγών ήταν δική του εφόσον μόνο αυτός της είχε δώσει δείγμα υπογραφής για ό,τι είχε σχέση με τις επιταγές της Εταιρείας. Κάτω απ' αυτά τα δεδομένα το βάρος απόδειξης ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης δεν ήταν του εφεσείοντα είχε μετέλθει στον ίδιο εφόσον επρόκειτο για θέμα που ήταν αποκλειστικά στη σφαίρα της δικής του γνώσης και σε τέτοιες περιπτώσεις το να εναποτίθεται το υπό αναφορά βάρος στον αποδέκτη μιας επιταγής Θα αντιστρατευόταν κάθε έννοια λογικής, θα έπληττε την ασφάλεια των συναλλαγών και θα δημιουργούσε πολυπλοκότητα σε ένα ζήτημα που από τη φύση του είναι απλό.»

 

Δεν παραβλέπω βεβαίως πως στην πιο πάνω υπόθεση ο εφεσείων ήταν το μοναδικό πρόσωπο που είχε εξουσία να υπογράφει επιταγές, σε αντίθεση με την παρούσα όπου υπήρχαν δύο πρόσωπα που εξουσιοδοτήθηκαν να υπογράφουν για την κατηγορουμένη 1. Όμως, στην παρούσα υπόθεση, αν και ο κατηγορούμενος 2 δεν ήταν το μοναδικό εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, το έτερο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, δηλαδή ο ΜΚ5, έδωσε μαρτυρία αρνούμενος ότι είναι η δική του η υπογραφή που φαίνεται πάνω στις επιταγές και στις επιστολές ανάκλησης, μαρτυρία αποδεκτή η οποία, υπενθυμίζω, δεν αμφισβητήθηκε. Οι δε ισχυρισμοί του κατηγορούμενου 2 ότι η υπογραφή του επί των επιταγών είχε πλαστογραφηθεί από τον λογιστή της κατηγορουμένης 1, xxxxx, δεν έπεισαν το Δικαστήριο, για τους λόγους που αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του, ενώ ο γραφολόγος xxxxx  (ΜΥ3), ο οποίος εξέτασε τις υπογραφές επί των επιταγών και των επιστολών ανάκλησης αυτών, δεν προσέθεσε οτιδήποτε στην εκδοχή του κατηγορούμενου 2, αφού δεν κατέληξε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα σχετικά με το θέμα της γνησιότητας ή πλαστότητας των υπογραφών (Τεκμήριο 61, σελ. 15).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, κρίση μου είναι πως η παραπονούμενη απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε στους ώμους της παρουσιάζοντας αξιόπιστη, συμπαγή μαρτυρία ως προς την πατρότητα των υπογραφών επί των επιταγών και των επιστολών ανάκλησης. Με την προσφερθείσα και αποδεκτή μαρτυρία, η παραπονούμενη κατάφερε να αποδείξει πως οι υπογραφές στις επιταγές Τεκμήρια 8, 9, 12, 14, 15 και 16, στην επιστολή Τεκμήριο 28 (με την οποία ανακλήθηκε η πληρωμή των επιταγών Τεκμήρια 12, 14 και 15), καθώς και στην επιστολή Τεκμήριο 29 (με την οποία ανακλήθηκε η πληρωμή των επιταγών Τεκμήρια 8, 9 και 16), ανήκουν στον κατηγορούμενο 2, ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε να υπογράφει εκ μέρους της κατηγορουμένης 1 έγγραφα που σχετίζονται με τις συναλλαγές της τελευταίας και τον επίδικο λογαριασμό (Τεκμήρια 27 και 30)."

 

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα τέθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο των Εφεσειόντων τόσο εγγράφως (περίγραμμα και γραπτή αγόρευση) όσο και προφορικά έθεσε ενώπιον μας. 

 

Είναι πάγια η νομολογία ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει και παρακολουθήσει τους μάρτυρες κατά το χρόνο που αυτοί καταθέτουν, δυνατότητα που δεν παρέχεται στο Εφετείο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστώσει ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι αυθαίρετη ή λανθασμένη με βάση σταθερά στοιχεία που οδηγούν κατά λογική συνέπεια σε αντίθετη κρίση.  (βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ. 485)

 

Εξ'  αρχής να πούμε ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.3, γραφολόγου xxxx είναι ουδέτερη και ως τέτοια δεν βοηθά καμία από τις δύο πλευρές.  Παραθέτουμε το τελικό του συμπέρασμα από την Έκθεση που ετοίμασε για τον σκοπό αυτό ημερ. 3.2.2018, Τεκμ. 61, αφού εξέτασε τις αμφισβητούμενες υπογραφές και το οποίο ομιλεί από μόνο του.

 

"Με βάση τους Κανόνες της Δικαστικής Γραφολογίας ένας αντικειμενικός Γραφολόγος για να καταλήξει σε ΑΠΟΛΥΤΟ και ΑΣΦΑΛΕΣ συμπέρασμα πρέπει

 

1.    Να εξετάζει τόσο τα αμφισβητούμενα όσο και τα δείγματα υπογραφών από τα πρωτότυπα. Δεν επιτρέπεται η εξέταση για τη γνησιότητα ή μη του κειμένου και πολύ περισσότερο μιας υπογραφής από φωτοτυπία. Η φωτοτυπία γενικά είναι απρόσφορο μέσο για να διαπιστωθεί η πλαστότητα ενός εγγράφου.

2.    Το συγκριτικό υλικό να είναι ποσοτικά επαρκές και ποιοτικά κατάλληλο επειδή η γραφή μεταβάλλεται ανάλογα με την κατάσταση της στιγμής και σε μερικά πρόσωπα εμφανίζει και διαφορετική εικόνα.

3.    Η καταλληλότητα του δείγματος πρέπει να αφορά αποδεδειγμένα γνήσια δείγματα που να είναι παραπλήσια και σε ανύποπτο χρόνο με το αμφισβητούμενο.

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση κανένας από τους πιο πάνω κανόνες τυγχάνει εφαρμογής. Πρωτότυπες υπογραφές είναι μόνο τα ΤΕΚΜ.2 και 27 και τα υπόλοιπα φωτοτυπίες.

 

Σύμφωνα με τα πιο πάνω οι τρεις βασικοί κανόνες (πρωτότυπα, ικανοποιητική ποσότητα γραφής και κατάλληλη ποιότητα) δεν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση και έτσι δεν μου παρέχεται η ευκαιρία να προχωρήσω σε αντιπαραβολή μεταξύ αμφισβητουμένων υπογραφών και δειγμάτων.

 

Ως εκ τούτου δεν μπορώ να καταλήξω σε ΑΠΟΛΥΤΟ και ΑΣΦΑΛΕΣ συμπέρασμα όσον αφορά την γνησιότητα ή την πλαστότητα των αμφισβητουμένων υπογραφών. Κανένας αντικειμενικός Γραφολόγος θα μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα εξετάζοντας φωτοτυπημένα έγγραφα, ή προβαίνοντας σε σύγκριση με βάση περιορισμένων αριθμών δειγμάτων."

 

Συνεπώς, η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι η μαρτυρία του γραφολόγου Μ.Υ.3, θα έπρεπε να υπερισχύσει κρίνεται, τουλάχιστον, ατυχής εφόσον δεν προσέδιδε οτιδήποτε είτε προς τη μια κατεύθυνση είτε προς την άλλη.  Η υπόλοιπη μαρτυρία την οποία χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως φαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα, δεν περιορίζεται στη μαρτυρία του Μ.Κ.5 αλλά και σ'  αυτήν του Μ.Κ.4 αλλά και σε λογικά συμπεράσματα όπως ο αποκλεισμός του ενός (Μ.Κ.5) από τους δύο που μπορούσαν να υπογράψουν τις επίδικες επιταγές.  Τα πιο πάνω βεβαίως δεν ήταν τα μοναδικά στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Υπήρχε και άλλη περιστατική μαρτυρία η οποία συνηγορούσε προς την κατάληξη αυτή, αλλά ταυτόχρονα απέκλειε οιονδήποτε άλλο συμπέρασμα και δη την εκδοχή του Εφεσείοντα.   Αυτή προερχόταν από την παραπονούμενη, σύζυγο της Μ.Κ.2, Μ.Κ.3 υπάλληλο της Τράπεζας Κύπρου, Μ.Κ.4 υπάλληλο της ΣΠΕ Στροβόλου και τέλος Μ.Κ.5.  Ειδικότερα, από τη μαρτυρία της παραπονούμενης και συζύγου της Μ.Κ.2 κατεδείχθηκαν ότι τις επίδικες επιταγές τις παρέδωσε ο Εφεσείων 2 στην παραπονούμενη στο χώρο του Κτηματολογίου στις 19.3.2009 όταν και έγινε η μεταβίβαση του πωληθέντος κτήματος της.  Όλες οι συνομιλίες αναφορικά με την πώληση του κτήματος, την εξόφληση του και τις επιταγές εγένοντο μεταξύ της παραπονούμενης, συζύγου της και του Εφεσείοντα. Εναντίον των Εφεσειόντων και Μ.Κ.5 καταχωρήθηκε από την Παραπονούμενη η αγωγή αρ. 1377/2012 Ε.Δ. Λευκωσίας, με βάση αγωγής τις επίδικες επιταγές και αφού επιδόθηκε στους Εναγόμενους εξεδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον τους (βλ. Τεκμ. 17 και 18) για το υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς ήτοι €310.000 πλέον τόκοι και έξοδα.  Η υπογραφή επί των επιταγών και επιστολές ανάκλησης βεβαιώθηκε ως υπογραφή του Εφεσείοντα 2 αφού ελέγχθηκε με τα υπάρχοντα εις τα πιστωτικά ιδρύματα δείγματα υπογραφής του, τόσο από τον Μ.Κ.3 όσο και τον Μ.Κ.4.  Ο τελευταίος έχει 34 έτη πείρας στο Τμήμα Τρεχούμενων  Λογαριασμών και Ελέγχου υπογραφών στη ΣΠΕ Στροβόλου. Ο Μ.Κ.5 πλην της αναγνώρισης της υπογραφής του Εφεσείοντα επί των επίδικων επιστολών και επιστολών ανάκλησης, κατάθεσε ότι ο Εφεσείων 2 ήταν καθ'  όλους τους ουσιώδεις χρόνους ο υπεύθυνος για το όλο θέμα αγοράς και εξόφλησης του κτήματος ως άνω.  Πέραν  των πιο πάνω όμως, τονίζεται ότι οι Εφεσείοντες ουδέποτε κατήγγειλαν στην Αστυνομία πλαστογραφία ή υπογραφή των επίδικων επιταγών/επιστολών από το λογιστή των Εφεσειόντων ή οιονδήποτε άλλο.  Αντίθετα, εκ συμφώνου αποδέκτηκαν την έκδοση αποφάσεως εναντίον τους για όλο το οφειλόμενο ποσό δυνάμει των επίδικων επιταγών.  Όλη η πιο πάνω άμεση και περιστατική μαρτυρία οδηγεί σε ένα και μοναδικό ασφαλές συμπέρασμα, ότι η υπογραφή επί των επίδικων επιταγών και επιστολών ανάκλησης των είναι του Εφεσείοντα 2.

 

Λαμβανομένου υπόψη ότι ο λόγος Έφεσης αρ. 8 απεσύρθη, η Έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 289/18

 

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 1-9

 

Οι λόγοι Έφεσης αρ. 1-7 είναι πανομοιότυποι με αυτούς της Έφεσης αρ. 288/18 και συνεπώς με δεδομένη την κρίση μας δεν θα επανέλθουμε.

 

Ο λόγος με αριθμό 8 έχει αποσυρθεί και απορριφθεί και παραμένει ο λόγος αριθμός 9.  Με αυτόν προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζοντας στοιχειώδεις κανόνες δίκαιης δίκης, το Κυπριακό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, καταδίκασε τον Εφεσείοντα 2 χωρίς επαρκή στοιχεία και παραβλέποντας ουσιώδη γεγονότα τα οποία θα έπρεπε να λάβει υπόψη κατά την απόφαση του, χωρίς επαρκή αιτιολογία και χωρίς απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.

 

Στην αιτιολογία του λόγου αυτού, εκφράζεται και πάλι το παράπονο λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των Μ.Κ.5 και Μ.Υ.3 και παραγνώριση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα που είχαν ως αποτέλεσμα να μην είναι επαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία των αδικημάτων ώστε να μην μπορούσαν να στηρίξουν την καταδίκη του.  Η έκδοση δε απόφασης χωρίς επαρκή στοιχεία και αιτιολογία  αποτελούν κατάχρηση εξουσίας και μεροληψία.  Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι ο Μ.Κ.5 είχε και συμφέρον να μαρτυρήσει εναντίον του Εφεσείοντα 2.  Επίσης, παρά τον όγκο μαρτυρίας που δόθηκε για πρώην Διευθυντή της Εφεσείουσας 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ότι αυτός δεν κατηγορήθηκε αλλά ούτε κατέθεσε ως μάρτυρας.  Επίσης, ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα του Εφεσείοντα 2, δεν έτυχε δίκαιης δίκης και η απόφαση εξεδόθη αφού το Δικαστήριο βασίστηκε αποκλειστικά σε φωτοτυπημένα τεκμήρια και μαρτυρία του Μ.Κ.5.

 

Κατ'  αρχάς να παρατηρήσουμε ότι η γενική αναφορά σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Εφεσείοντα 2 και ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης χωρίς συγκεκριμενοποίηση του παραπόνου, δεν μπορεί να τύχει εξέτασης.  Εν πάση περιπτώσει, εδώ, από τα πρακτικά της δίκης παρατηρούμε ότι ο Εφεσείων 2 έκαμε πλήρη χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το Σύνταγμα, το Νόμο και Νομολογία.  Περαιτέρω, το Δικαστήριο του έδωσε κάθε ευκαιρία να παρουσιάσει την υπεράσπιση του και στο τέλος το Δικαστήριο σε μια 80σέλιδη απόφαση του, αιτιολόγησε πλήρως την κατάληξη του.  Επίσης να παρατηρήσουμε ότι σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο δεν απαγορεύεται, υπό προϋποθέσεις, η παρουσία φωτοαντιγράφου οιουδήποτε εγγράφου (βλ. Άρθρο 34, ΚΕΦ. 9).  Εδώ δεν υποβάλλεται παράπονο ότι δεν τηρήθηκε ο Νόμος.  Όσον αφορά την μη περίληψη του xxxxx., ο οποίος διετέλεσε και αυτός Διευθυντής της Εφεσείουσας 1, εις το Κατηγορητήριο, ως μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής ή ως Κατηγορούμενο, παρατηρούμε ότι η επιλογή των Κατηγορουμένων σε ένα κατηγορητήριο και δη εις ιδιωτική ποινική υπόθεση, είναι θέμα που αφορά τον Κατήγορο.  Η παρουσία δε στο Δικαστήριο ενός προσώπου ως  μάρτυρα σε ποινική υπόθεση συνοπτικής διαδικασίας εξαρτάται, εν πολλοίς, από τον κατήγορο και πάλι.  Εδώ δεν τέθηκε τέτοιο θέμα και συνεπώς οιαδήποτε εισήγηση στο παρόν στάδιο της Έφεσης δεν μπορεί να έχει καμία αξία.  Σημειώνουμε περαιτέρω ότι εάν οι Εφεσείοντες πίστευαν ότι το άνω πρόσωπο θα τους βοηθούσε στην Υπεράσπιση τους θα μπορούσαν να το κλητεύσουν ως μάρτυρα οι ίδιοι.

 

Όσον αφορά την καταδίκη του Εφεσείοντα 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως την κρίση του. Όπως προαναφέραμε, η κατάληξη του δεν στηρίχθηκε μόνο στη μαρτυρία του Μ.Κ.5, ως λανθασμένα αναφέρεται στην Έφεση, αλλά και επί άλλων.  Επίσης αιτιολόγησε πλήρως και επαρκώς την αποδοχή της μαρτυρίας η οποία προέρχετο από τους Μάρτυρες Κατηγορίας όπως πλήρως αιτιολόγησε την απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα 2. Η μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 αναλύθηκε και αξιολογήθηκε σε 8 σελίδες της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με λεπτομέρεια την εκδοχή του και την απέρριψε με αναφορά σε πραγματική και άλλη μαρτυρία η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ήταν πλήρης και ορθή.  Δεν παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης μας.  Η κατάληξη δε καταδίκης του Εφεσείοντα 2 είναι ορθή και στηριγμένη στα ευρήματα του τα οποία με την σειρά τους ήταν το αποτέλεσμα της ορθής αξιολόγησης της πρωτοδίκως τεθείσας μαρτυρίας.  Όσον αφορά την ευθύνη εκδότου και συνεργού, συνήθως Διευθυντή εταιρείας, που υπογράφει την επιταγή, βλ. Γρηγορίου Β.Ε. Λτδ ν. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. Ποιν. Έφ. 274/15 ημερ. 25.1.2019. Τα όσα σχετικά λέχθηκαν εκεί εφαρμόζονται πλήρως στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Ο έννατος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην Εφεσείουσα 1 χρηματική ποινή προστίμου €1.000 σε κάθε μια των Κατηγοριών 1, 5, 13, 15, €200 στην Κατηγορία 3 και €150 σε κάθε μία των Κατηγοριών 9 και 11.

 

Στον Εφεσείοντα 2 επέβαλε ποινή φυλάκισης 16 μηνών σε κάθε μια των Κατηγοριών 2, 6, 14 και 16, 4 μηνών στην Κατηγορία 4, 3 μηνών σε κάθε μια των Κατηγοριών 10 και 12 και περαιτέρω διέταξε όπως συντρέχουν από 30.8.18 όταν ο Εφεσείων 2 τέθηκε υπό κράτηση.

 

Η Εφεσείουσα 1 προσβάλλει την άνω απόφαση ως εσφαλμένη, καθότι αυτή παραδέχθηκε το χρέος της άμεσα και προέβη σε ενέργειες είσπραξης της οφειλής και το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ότι ήδη εξεδόθηκε απόφαση εναντίον της για την άνω οφειλή και η Παραπονούμενη συνεπώς θα μπορούσε άμεσα να προβεί σε ενέργειες είσπραξης της οφειλής.  Επίσης αγνοήθηκαν και δεν αξιολογήθηκαν οι προσπάθειες της για λήψη χορηγιών από τρίτους και κυρίως από τον ΚΟΤ ώστε να ικανοποιηθεί η Παραπονούμενη.

 

Όσον αφορά τον Εφεσείοντα 2 είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέδειξε ιδιαίτερη αυστηρότητα εις βάρος του, επιβάλλοντας την άνω ποινή και δεν εξατομίκευσε ορθά την επιβληθείσα ποινή εφόσον δεν έλαβε υπόψη ορθά τους μετριαστικούς παράγοντες που συνηγορούσαν υπέρ του (10ος λόγος).  Επίσης, λανθασμένα δεν ανέστειλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης (11ος/λόγος) και επέβαλε ποινή φυλακίσεως εσφαλμένη κατ'  αρχήν (12ος λόγος). 

 

Ενώπιον μας η ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική και θα έπρεπε να ανασταλεί η επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως στον Εφεσείοντα 2.  Παρουσίασε δε ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 26.11.2018 ιδιώτη ιατρού.  Σε αυτό αναφέρεται ότι ο Εφεσείων πάσχει από Αυχενική μυελοπάθεια και ότι "Υπάρχει σοβαρή στένωση του μυελικού σωλήνα με επακόλουθο την πίεση του νωτιαίου μυελού και των εξερχομένων ριζών.

 

Χρήζει άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης καθότι η παραμονή του στις κεντρικές φυλακές του χειροτερεύει την κατάσταση του.  Γι'  αυτό πρέπει να παραπεμφθεί σε νευροχειρουργό για άμεση χειρουργική θεραπεία και με συνεπακόλουθο την απόλυση του από τις κεντρικές φυλακές.".

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα μας έχουν τεθεί από την ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων και όλα όσα καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση. 

 

Κατ'  αρχάς να παρατηρήσουμε ότι δεν συμφωνούμε με την γνώμη του ιδιώτη Ιατρού ότι συνεπακόλουθο της άμεσης χειρουργικής επέμβασης είναι η απόλυση του Εφεσείοντα 2 από τις Κεντρικές Φυλακές.  Η λογική υπαγορεύει ότι η "χειρουργική θεραπεία" προσφέρεται για αποθεράπευση του ασθενή και δεν βλέπουμε λόγο γιατί ένας ασθενής κατάδικος εφόσον κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων θεραπευτεί μετά τη "χειρουργική θεραπεία" θα πρέπει να απολυθεί από τις Κεντρικές Φυλακές.  Εάν αυτό είναι αναγκαίο υπάρχει η κατάλληλη διαδικασία μέσα από γνωμάτευση Ιατροσυμβουλίου.

 

Είναι πάγια θεμελιωμένη η Αρχή ότι η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί κατ'  εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν η ποινή θα μπορούσε ενδεχόμενα να ήταν, κατά την κρίση του, διαφορετική, αλλά όταν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν αυτή είναι έκδηλη υπερβολική ή ανεπαρκής (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19).

 

Το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, να μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά (α) σε πασιφανή έλλειψη αναλογίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής ή (β) σε ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετείται η νομολογία ή/και σε συνδυασμό των δύο αυτών παραγόντων (βλ. ΤTOZIOS MANAGEMENT LTD v. Κυριάκου κ.α. Ποιν. Εφ. 96/2014, 97/2014 ημερ. 15.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:B201).

 

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, τονίζουμε για ακόμα μια φορά τη σοβαρότητα των αδικημάτων της φύσης που κρίθηκαν ένοχοι οι Εφεσείοντες όπως και η ανησυχητική έξαρση διάπραξης τους που διαφαίνεται από το μεγάλο αριθμό υποθέσεων που παρατηρείται ότι καταχωρούνται στα Δικαστήρια.  Η έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα ή η ανάκληση εξόφλησης τους χωρίς εύλογη αιτία, πλήττει καίρια την ασφάλεια και εμπιστοσύνη των συναλλαγών.  Η χρήση της επιταγής είναι, αν όχι το κυριότερο, ένα από τα κυριότερα μέσα συναλλαγής στις καθημερινές συναλλαγές του τόπου.  Η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς είναι πρωταρχικής σημασίας για την οικονομία του τόπου.  Η μη εξόφληση επιταγής σε αρκετές περιπτώσεις έχει καταλυτικές και καταστροφικές  συνέπειες για τον δικαιούχο καθότι οδηγείται είτε στην πτώχευση σε περίπτωση φυσικού προσώπου είτε στην ίδια την υπόσταση νομικού προσώπου. Η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών φαίνεται από την πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Νεοφύτου ν. Κυριακίδης (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 229, Σιμιλλίδης ν. Νικολάου (2013) 2 Α.Α.Δ. 444, Nikiforos Technologies Ltd Χρίστου Ποιν. Εφ. 18/2012, ημερ. 6.4.2014, L.C.A Domiki Ltd  v. R.K.A. Kikkos Developers Ltd κ.α., Ποιν. Εφ. 116/2011, ημερ. 17.3.2015, Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη κ.α. Ποιν. Εφ. 102 και 115/2014 ημερ. 26.2.2016 και Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί Λτδ ν. 1. Vrontis Builders Ltd κ.α. Ποιν. Εφ. 90/2014 ημερ. 6.12.2016, Metron Cyprus Ltd v. Μιχαήλ Κάνιου Ποιν. Εφ. 64/15 ημερ. 16.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:D23, Corina Snacks Ltd v. Ορφανίδη Ποιν. Εφ. 212/2015 ημερ. 15.11.2018)

 

Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και διαπιστώνουμε ορθή νομολογιακή οριοθέτηση του πλαισίου μέσα στο οποίο κινήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Έλαβε υπόψη του όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που τέθησαν ενώπιον του και ορθά κατέληξε στην φύση της ποινής που επέβαλε, έχοντας υπόψη τις ορθές νομικές αρχές.  Όλοι οι σχετικοί παράγοντες συνεκτιμήθησαν ορθά και δεν χωρεί επέμβαση μας για μείωση της ποινής.  Θα προσθέταμε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τους Εφεσείοντες με περισσή επιείκεια. Με δισταγμό δεν επεμβαίνουμε αυξάνοντας τις ποινές, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη το μεγάλο χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων (8-9 έτη).  Ούτε ασφαλώς χωρεί επέμβαση μας στη μη αναστολή των ποινών φυλάκιση που επεβλήθησαν στον Εφεσείοντα 2 λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ισοζύγισε το σύνολο των άνω παραγόντων ενώπιον του και ορθά, λαμβάνοντας τις ορθές νομικές αρχές, κατέληξε στην μη αναστολή των επιβληθεισών ποινών.

 

Αμφότερες οι Εφέσεις απορρίπτονται και λαμβάνοντας υπόψη την άθλια οικονομική κατάσταση του Εφεσείοντα 2, την κακή κατάσταση της υγείας του αλλά και ότι αυτός ευρίσκεται στη φυλακή, κρίνουμε όπως τα έξοδα ύψους €1.500 να είναι εις βάρος της Εφεσείουσας 1 και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

Προτού τελειώσουμε θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι είναι καιρός πιστεύουμε, οι εμπορικές τράπεζες να επανεξετάσουν το πλαίσιο χορήγησης βιβλιαρίου επιταγών προς το αυστηρότερο όπως και η Βουλή των Αντιπροσώπων επανεξετάσει εν τη σοφία της την αύξηση του ύψους των ποινών για την εγκληματική αυτή συμπεριφορά η οποία ευρίσκεται σε έξαρση.  Το υφιστάμενο ανώτατο όριο φυλάκισης 3 ετών ή ποινή προστίμου €10.000 ή αμφότερες ποινές, με τα σημερινά δεδομένα, δεν αποτελεί αποτρεπτική ποινή ιδιαίτερα σε συναλλαγές όπου το αντικείμενο τους είναι χιλιάδες ή εκατομμύρια ευρώ.

 

 

 

 

                                              Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                              Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο