ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΗΛΙΑΔΗ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 348/2018, 349/2018, 31/5/2019

ECLI:CY:AD:2019:B207

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                     

          ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 348/2018

(σχ. με 349/2018)

 

31 Μαΐου, 2019

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                             Εφεσείουσας

 

V.

xxx ΗΛΙΑΔΗ

                                                                             Εφεσίβλητου

 

…………………………

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 349/2018

(σχ. με 348/2018)

ΜΕΤΑΞΥ:

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                   Εφεσείουσας

 

V.

xxx ΚΥΠΡΗ

                                                                   Εφεσίβλητου

 

Κ. Κληρίδης,  Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με

         κ. Ν. Κέκκο, κα Μ. Μασούρα και Θ. Χατζηλούκα, ασκούμενο δικηγόρο, για την Εφεσείουσα και στις δύο υποθέσεις

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης μαζί με κ.κ. Π. Σταύρου και Ε. Μάνουλο, για τον εφεσίβλητο στην 348/2018. 

 

 Ηλ. Στεφάνου μαζί με Δρ. Ελ. Καπαρδή, για τον εφεσίβλητο στην 349/2018

 

Εφεσίβλητοι απόντες

……………………..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη όσον αφορά το 2ο Λόγο Έφεσης και τελική κατάληξη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.   Σε σχέση όμως με τους Λόγους Έφεσης 1 και 3 θα δοθεί ξεχωριστή αιτιολογία από μένα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Αποτελεί αξίωμα του Δικαίου ότι υπέρτατο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η προώθηση της Δικαιοσύνης και η παρεμπόδιση πρόκλησης αδικίας.

 

      Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος καθήκοντος έχει αναγνωριστεί, με πάγια  νομολογία, ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία αναστολής ή απόρριψης υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας όταν αυτή απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου.   Υπό την προϋπόθεση όμως ότι, επειδή η υπό αναφορά εξουσία συνιστά κατ΄ εξαίρεση δικαιοδοσία, η άσκηση της πρέπει να γίνεται με περίσκεψη και φειδώ και μόνο στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα προκαλέσει έκδηλη αδικία στο πρόσωπο που επικαλείται την κατάχρηση, το οποίο έχει και το βάρος απόδειξης της κατάχρησης βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.   Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 όπου γίνεται ευρεία επισκόπηση της μέχρι τότε κυπριακής και αγγλικής νομολογίας και η οποία – μαζί με την απόφαση στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 – θεωρείται σταθμός για το ζήτημα.  Σε βαθμό που οι νομολογιακές αρχές που αποκρυσταλλώθηκαν στην εν λόγω απόφαση  να επαναλαμβάνονται σε όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις.  Όπως στις Εμπεδοκλής κ.α. (Αρ.3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, Μεταφορές Ν. Γερολέμου Λτδ ν. Αδελφοί Πεκρής (Γενικές Επιχειρήσεις) Λτδ κ.α. (2013) 2 Α.Α.Δ. 591, Σπύρου ν. Ξενή, Ποιν. Εφ. 223/2014 ημερ. 11.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B742, Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου ν. Χριστοφίδης, Ποιν. Εφ. 4/2014 ημερ. 3.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:B137, Παναγιώτου Λτδ ν. Plyntex Public Ltd κ.α., Ποιν. Εφ. 11/2015 ημερ. 11.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B291 και άλλες.

 

      Στην υπό κρίση περίπτωση το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, στη βάση συμφωνηθέντος πραγματικού πλαισίου, έκανε αποδεκτή προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων ότι η τρίτη στη σειρά ποινική υπόθεση εναντίον τους - η υπ΄ αρ. 284/17 - συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.  Ως αποτέλεσμα διέκοψε την εναντίον τους διαδικασία και τους απάλλαξε από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, οι οποίες αφορούσαν, κατ΄ ισχυρισμό, ποινικώς κολάσιμες πράξεις που οδήγησαν στην κατάρρευση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.

 

 

      Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη για 3 βασικά λόγους.  Πρώτο, γιατί είναι προϊόν πλημμελούς εφαρμογής και ερμηνείας του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων, αφού το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε κατά πόσο οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης ότι οι 3 ποινικές υποθέσεις είχαν την ίδια ή ουσιαστικά την ίδια βάση γεγονότων που κατά τη θέση τους ήταν τα Ελληνικά Ομόλογα, δεύτερο, γιατί προέβη σε εύρημα ότι και οι 3 ποινικές υποθέσεις είχαν ως κοινή βάση τα Ελληνικά Ομόλογα χωρίς να υπάρχει ενώπιον του σχετική μαρτυρία και, τρίτο, τα επιμέρους ευρήματα του Κακουργιοδικείου δεν δικαιολογούν και δεν υποστηρίζουν το τελικό του συμπέρασμα ότι η υπόθεση συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας (Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 αντιστοίχως).

 

      Όπως γίνεται αντιληπτό, προς εξέταση των Λόγων Έφεσης καθίσταται αναγκαία η αναφορά στο συμφωνηθέν πραγματικό πλαίσιο εφόσον η κατάχρηση είναι «ζήτημα που εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων» (βλ. Εμπεδοκλής, ανωτέρω), το οποίο και διατυπώνουμε ως ακολούθως:-

 

      Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ανέθεσε στο Διεθνή Οίκο Alvarez & Marshal (A & M) να ετοιμάσει έκθεση αναφορικά με τους λόγους κατάρρευσης του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, με την επισήμανση ότι ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι, αφενός, οι λόγοι κατάρρευσης της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και, αφετέρου, το τι σχετικά καταλογίστηκε στους εφεσιβλήτους στις τρεις υποθέσεις που καταχωρίστηκαν εναντίον τους στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας:- Τις υπ΄ αρ. 32370/14, 17977/15 και την επίδικη υπ΄ αρ. 284/17.

      Ο οίκος A & M, αφού ολοκλήρωσε την έρευνα του, απέστειλε την έκθεση του στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία την κοινοποίησε, το Μάρτη του 2013, στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τις δικές του ενέργειες και αποφάσεις.  Παράλληλα, η Κεντρική Τράπεζα, με έναυσμα την έκθεση των Α & M, ανέθεσε στον xxx Τσολάκη την διενέργεια εσωτερικής έρευνας στην Τράπεζα Κύπρου, η προκαταρκτική έκθεση του οποίου ετοιμάστηκε στις 24.2.2014 και η τελική στις 12.5.2014.  Απ΄ αυτές, η τελική έκθεση «Τσολάκη» στάληκε από την Κεντρική Τράπεζα στο Γενικό Εισαγγελέα στις 23.7.2014, ο οποίος την παρέδωσε, στις 22.8.2014, για περαιτέρω ενέργειες στην ανακριτική ομάδα  που είχε συσταθεί για διερεύνηση της υπόθεσης.  Μερικές δε εβδομάδες αργότερα, στις 8.10.2014, ο Τσολάκης παρέδωσε στην Αστυνομία τόσο την προκαταρκτική όσο και την τελική του έκθεση μαζί με τα παραρτήματα και τις καταθέσεις που είχε λάβει στα πλαίσια της έρευνάς του.

 

      Δύο μήνες μετά την παράδοση των εκθέσεων Τσολάκη στην Αστυνομία, στις 17.12.2014, καταχωρίστηκε εναντίον των εφεσιβλήτων και 4 άλλων προσώπων – της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής η Τράπεζα) και των  xxx Αριστοδήμου, xxx Αρτέμη και xxx Πεχλιβάνη – η υπ΄ αρ.  32370/2014 Ποιν. Υπόθεση (στο εξής η πρώτη υπόθεση), με την οποία τους καταλογίστηκε ότι μεταξύ 14.6 και 19.6.2012, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) της Τράπεζας, οι τίτλοι της οποίας ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), συνωμότησαν για τη μη ενημέρωση του κοινού ότι οι κεφαλαιουχικές ανάγκες της Τράπεζας είχαν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το ποσό των €200 εκατομμυρίων που είχε ανακοινωθεί νωρίτερα στις 10.5.2012 και ότι κατά την ίδια περίοδο χειραγώγησαν την αγορά λόγω του ότι παρέλειψαν να προβούν στις δέουσες ενέργειες ώστε να εκδοθεί από την Τράπεζα δημόσια ανακοίνωση για την υπό αναφορά αύξηση των κεφαλαιουχικών της αναγκών.  Επιπρόσθετα, στον εφεσίβλητο xxx Ηλιάδη και στην Τράπεζα καταλογίστηκε, αφενός, ότι μεταξύ 19.6. και 26.6.2012 χειραγώγησαν την αγορά αφού κατά την Ετήσια Γενική Συνέλευση της Τράπεζας, η οποία έγινε στις 19.6.2012, ο Ηλιάδης, ενώ ήταν Μέλος του Δ.Σ. και Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της Τράπεζας, προέβη σε παραπλανητικές δηλώσεις ενώπιον των μετόχων της Τράπεζας σε σχέση με το κεφαλαιουχικό έλλειμμα της Τράπεζας και, αφετέρου, ότι κατά την εν λόγω Συνέλευση απέκρυψε στοιχεία αναφορικά με το κεφαλαιουχικό έλλειμμα της Τράπεζας.  Αναφορικά δε με τον εφεσίβλητο xxx Κυπρή, του καταλογίστηκε ότι κατά την πιο πάνω  Συνέλευση, ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της Τράπεζας, απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία αναφορικά με το κεφαλαιουχικό έλλειμμα της Τράπεζας.

 

      Εννέα μήνες μετά την καταχώριση της πρώτης υπόθεσης, στις 25.9.2015, καταχωρίστηκε η υπ΄ αρ. 17977/15 Ποιν. Υπόθεση (στο εξής η δεύτερη υπόθεση), με κατηγορούμενους τους εφεσίβλητους, την Τράπεζα και  τους xxx Αρτέμη, xxx Γεωργιάδη, xxx Σεβέρη και xxx Χατζήπαπα, το κατηγορητήριο της οποίας περιελάμβανε 6 κατηγορίες.  Απ΄ αυτές οι πρώτες 4 αφορούσαν χειραγώγηση της αγοράς λόγω παράλειψης έκδοσης δημόσιας ανακοίνωσης ότι μεταξύ 14.1 και 25.5.2010, η Τράπεζα κατείχε Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) αξίας €1.000.000.000,00 που στη συνέχεια η αξία τους αυξήθηκε στα €2.346.000.000,00 τα οποία δημιουργούσαν κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημιάς.  Επιπρόσθετα στον εφεσίβλητο xxx Ηλιάδη καταλογίστηκε το αδίκημα της ψευδορκίας ενώπιον της «Ερευνητικής Επιτροπής για την Οικονομία της Κύπρου 2013», ήτοι ότι (α) μετά τις 10.12.2009 ο ίδιος δεν έδιδε εντολές για αγορά ΟΕΔ, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι έδινε τέτοιες εντολές και (β) ο ίδιος έλαβε γνώση για την επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 1.3.2010 το Μάρτη του 2012, ενώ γνώριζε ότι έλαβε γνώση της εν λόγω επιστολής την 1.3.2010.

      Δυόμιση περίπου χρόνια μετά την καταχώριση της πρώτης υπόθεσης και ενώ τόσο αυτή όσο και η δεύτερη υπόθεση βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο εκδίκασης, καταχωρίστηκε, στις 27.1.2017, εναντίον των εφεσιβλήτων και 5 άλλων προσώπων – των xxx Χατζημιτσή, xxx Καρυδά, xxx Πατσαλίδη, xxx Λειβαδιώτου και xxx Κυριακίδου – και η τρίτη υπόθεση (η υπ΄ αρ. 284/2017) που είναι και η επίδικη.

 

      Το κατηγορητήριο της εν λόγω υπόθεσης περιείχε αρχικά  26 κατηγορίες, αλλά με την αναστολή των 6 παρέμειναν οι υπόλοιπες 20 που είχαν στο επίκεντρο τους τα Ομόλογα που κατείχε η Τράπεζα και τα οποία παρουσιάζονταν σε πρακτικά συνεδριάσεων της Επιτροπής Group Alco της Τράπεζας να είχαν επαναταξινομηθεί, ενώ σύμφωνα με το κατηγορητήριο τέτοιες συνεδρίες ουδέποτε έγιναν και ούτε λήφθηκαν επί τούτου σχετικές αποφάσεις.  Με αυτό ως δεδομένο καταλογίστηκε στους κατηγορούμενους της υπόθεσης αυτής ότι συνωμότησαν να προβούν σε επαναταξινόμηση των Ομολόγων με ισχύ από 1.4.2010, καταρτίζοντας και στη συνέχεια κυκλοφορώντας για το σκοπό αυτό πλαστά πρακτικά των συνεδριάσεων.  Επιπρόσθετα τους προσήφθηκαν κατηγορίες για χειραγώγηση της αγοράς και για ψευδείς καταχωρίσεις στα λογιστικά βιβλία της Τράπεζας αναφορικά με την επαναταξινόμηση των Ομολόγων, γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα αφού η αρμόδια Επιτροπή Επαναταξινομήσεων Alco ουδέποτε έλαβε αποφάσεις για επαναταξινόμησή τους.

 

      Σ΄ ό,τι δε αφορά τα Ομόλογα, δηλώθηκε ότι αυτά αποτελούν μέρος των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας και ότι στις οικονομικές καταστάσεις της Τράπεζας που δημοσιοποιήθηκαν στις 30.8.2010, υπάρχει αναφορά για επαναταξινόμηση Ομολόγων που έλαβε χώρα πριν τις 25.8.2010.  Δηλώθηκε επίσης ότι για το ζήτημα της επαναταξινόμησης των Ομολόγων γίνεται αναφορά τόσο στους ετήσιους λογαριασμούς της Τράπεζας, οι  οποίοι δημοσιοποιήθηκαν το Φεβρουάριο του 2011, όσο και στην έκθεση των Α & M που λήφθηκε από την αστυνομία και τη Νομική Υπηρεσία το Μάρτη του 2013.

 

      Τέλος, στο συμφωνηθέν πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης, έγινε  αναφορά και στο δικαστικό αποτέλεσμα των δύο πρώτων υποθέσεων.  Δηλώθηκε συναφώς ότι στην πρώτη υπόθεση (α) ο εκ των εφεσιβλήτων xxx Ηλιάδης αθωώθηκε στις 3 από τις 4 κατηγορίες που αντιμετώπιζε και καταδικάστηκε μόνο στη μία, με αποτέλεσμα να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης 2.5 ετών, αλλά τελικά αθωώθηκε (κατά πλειοψηφία) από το Εφετείο και σ΄ αυτή την κατηγορία αφού εξέτισε ποινή φυλάκισης 8.5 μηνών (βλ. Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 2/2018 ημερ. 12.9.2018) και (β) ο εφεσίβλητος xxx Κυπρή αθωώθηκε στην πρώτη υπόθεση σ΄ όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.  Σε σχέση δε με τη δεύτερη υπόθεση, δηλώθηκε ότι αμφότεροι απαλλάχτηκαν των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν κατ΄ ακολουθία της απόφασης που έκδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο σε διαδικασία certiorari (βλ.  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Πολ. Αιτ. 69/2017 ημερ. 6.12.2017).

 

      Με δεδομένο το πιο πάνω συμφωνηθέν πραγματικό πλαίσιο, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η εν τέλει απόφασή του για το εγερθέν ζήτημα της κατάχρησης ήταν άμεσα συνυφασμένη με την απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί σε δύο ερωτήματα.  Το πρώτο, κατά πόσο οι δύο πρώτες υποθέσεις και η ενώπιον του (τρίτη) υπόθεση είχαν την ίδια ή ουσιαστικά την ίδια βάση (same or substantially the same) που περιστρεφόταν γύρω από τα Ελληνικά Ομόλογα και, αν ναι, (το δεύτερο), πότε το θέμα των Ελληνικών Ομολόγων περιήλθε σε γνώση της Κατηγορούσας Αρχής.  Εξετάζοντας επί του προκειμένου το ενώπιον του (συμφωνηθέν) πραγματικό πλαίσιο, κατέληξε σε εύρημα ότι και «οι 3 υποθέσεις έχουν την ίδια ή ουσιαστικά την ίδια βάση γεγονότων η οποία δεν είναι άλλη από τα Ελληνικά Ομόλογα» εφόσον το ζήτημα των Ελληνικών Ομολόγων αναδεικνυόταν  τόσο από την έκθεση των A & M όσο και από την τελική έκθεση «Τσολάκη», τις οποίες είχε στην κατοχή του ο Γενικός Εισαγγελέας από το Μάρτιο του 2013 και Ιούλιο του 2014, αντιστοίχως.  Έχοντας, το Κακουργιοδικείο, απαντήσει τα δύο ερωτήματα ως ανωτέρω, αποφάνθηκε ότι η ενώπιον του διαδικασία ήταν καταχρηστική, με αποτέλεσμα να την διακόψει και να απαλλάξει τους εφεσίβλητους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.  Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο βασικά βρίσκεται στο επίκεντρο και των 3 Λόγων Έφεσης.

 

«Δεν υποτιμούμε το εύρος ή την πολυπλοκότητα της όλης υπόθεσης ούτε και την ανάγκη για πλήρη διερεύνηση κάθε πτυχής της. Εξάλλου - στη γενικότητα της - η υπόθεση ήταν πολύ σοβαρή αφού είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις στην οικονομία του τόπου. Ομοίως δεν μεμφόμαστε  τους  εν  γένει  χειρισμούς  της  Αστυνομίας  και πολύ περισσότερο της Νομικής Υπηρεσίας. Όπως υποδείξαμε προηγουμένως δεν είναι αυτή η αποστολή του Δικαστηρίου. Η αποστολή και το καθήκον του Δικαστηρίου είναι η διασφάλιση του κύρους και της υπόληψης του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στον τόπο μας.

 

Στην υπόθεση Connelly v. DPP [1964] AC 1254, αποφασίστηκε ότι, ως γενική αρχή, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο ίδιο κατηγορητήριο όλα τα αδικήματα τα οποία προκύπτουν από το ίδιο ή ουσιαστικά το ίδιο πλαίσιο γεγονότων. Το Δικαστήριο, σε περίπτωση καταχώρισης δεύτερου κατηγορητηρίου, οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία αν διαπιστώσει ότι το αντικείμενο (subject matter) έπρεπε να συμπεριληφθεί στο πρώτο. Ο λόγος είναι διότι η δεύτερη υπόθεση είναι πλέον καταπιεστική (oppressive). Αν όμως υπάρχουν ειδικές περιστάσεις για την καταχώριση δεύτερου κατηγορητηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τη συνέχιση της υπόθεσης (βλ. επίσης Dwyer v. R [2012] EWCA CRIM 10). Στην υπόθεση R v.Beedie [1997] 2 Cr Αpp R 167, αποφασίστηκε ότι η αγωνία των συγγενών ή το δημόσιο συμφέρον δεν αποτελούν ειδικές περιστάσεις για την καταχώριση δεύτερης υπόθεσης.     Σ' αυτό θα προσθέταμε ότι η πίεση συγγενών ή ακόμα μια πιο γενικευμένη κοινωνική κατακραυγή, δεν δικαιολογούν την εσπευσμένη καταχώριση μιας υπόθεσης ή τον κατακερματισμό της και τη διαδοχική προσαγωγή των ίδιων ανθρώπων σε ψυχοφθόρες διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων.

 

Στην εδώ περίπτωση δεν βρίσκουμε να υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την καταχώριση δεύτερης υπόθεσης, πόσο μάλλον τρίτης, 2 και πλέον χρόνια μετά την καταχώριση της πρώτης και 7 χρόνια μετά τα όσα τους καταλογίζονται στο κατηγορητήριο. Το ότι η υπόθεση ήταν πολύπλοκη και έχρηζε διεξοδικής διερεύνησης δεν αποτελεί δικαιολογία. Όπως δεν αποτελεί δικαιολογία το ότι η Αστυνομία ασχολείτο με πολλές υποθέσεις της οικονομίας. Θα έπρεπε, είτε να ολοκληρωνόταν νωρίτερα το όλο ανακριτικό έργο και οι κατηγορίες της παρούσας υπόθεσης να εντάσσονταν αν όχι στην πρώτη υπόθεση, τουλάχιστον στη δεύτερη, είτε, αν τούτο χρονικά δεν ήταν εφικτό, να εντάσσονταν όλες οι κατηγορίες, στα πλαίσια μιας μετέπειτα ενιαίας υπόθεσης, όπως την παρούσα. Επ' αυτού να επισημάνουμε και μια άλλη παραδοξότητα που προκύπτει από τις τρεις υποθέσεις. Στην πρώτη υπόθεση, που καταχωρήθηκε το 2014, καταλογίζονταν στους κατηγορούμενους αδικήματα που φέρονταν να διαπράχθηκαν το 2012. Στη δεύτερη υπόθεση, που καταχωρήθηκε το 2015, καταλογίζονταν στους κατηγορούμενους αδικήματα που φέρονταν να διαπράχθηκαν το 2010 και σε απροσδιόριστο χρόνο μετά το 2013 (κατηγορίες 5 και 6) και σε αυτή την υπόθεση, που καταχωρήθηκε το 2017, καταλογίζονται στους κατηγορούμενους αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ 2010-2011. Με άλλα λόγια, κινούμαστε αντίστροφα από πλευράς χρονικής συνάφειας κατηγοριών και χρονολογικής καταχώρησης υποθέσεων.

 

Όπως και να έχει, θεωρούμε ότι η παρούσα υπόθεση, περιλαμβάνοντας μέρος μόνο των όσων φέρονται να έπραξαν και να διέπραξαν οι κατηγορούμενοι 1 και 2 και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα τους καταλογίστηκαν στις δυο προηγούμενες υποθέσεις, είναι καταχρηστική της δικαστικής διαδικασίας.

 

Αν χρειάζεται επιπλέον να καταδειχθεί δυσμενής επηρεασμός των κατηγορουμένων 1 και 2, απόρροια της κατάχρησης, σαφέστατα βρίσκουμε ότι καταδεικνύεται. Πρώτον, πρόκειται για τις διώξεις των κατηγορουμένων 1 και 2 ενώπιον τριών διαφορετικών κακουργιοδικείων σε τρία διαφορετικά έτη, το 2014, το 2015 και το 2017. Στο πλαίσιο αυτό έχει δίκαιο ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου 1, κ. Τριανταφυλλίδης υποδεικνύοντας ότι οι οικονομικές δυνατότητες ενός ιδιώτη  να  αντιμετωπίσει  διαδοχικές  ποινικές  υποθέσεις αυτής της εμβέλειας, δεν είναι ανεξάντλητες. Ούτε και οι φυσικές αντοχές, του οποιουδήποτε, θα προσθέταμε, είναι ανεξάντλητες.  Δεύτερον, η αθώωση (απαλλαγή στη μια) του κατηγορουμένου 2 και στις δύο προηγηθείσες υποθέσεις και η εν τέλει αθώωση (απαλλαγή στη μια) και του κατηγορούμενου 1 αφού εξέτισε στην πρώτη υπόθεση - αδίκως ως αποφάνθηκε το εφετείο - ποινή φυλάκισης 8 ½ μηνών και τρίτο, η χρονική πλέον απομάκρυνση από τα επίδικα γεγονότα και τα όσα δυσμενή για την υπεράσπιση των κατηγορουμένων συνεπάγεται το γεγονός αυτό.  Η συνάρτηση όλων αυτών των παραγόντων, καταδεικνύει, κατά την κρίση μας, το δυσμενή επηρεασμό των κατηγορουμένων συνεπεία της κατάχρησης.»

 

       Έχοντας θέσει το υπόβαθρο, να παρατηρήσουμε καταρχάς ότι στην καρδιά των δύο πρώτων Λόγων Έφεσης (ανωτέρω) βρίσκεται η διαφωνία του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα με το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι και οι τρεις υποθέσεις είχαν την ίδια, ή ουσιαστικά την ίδια, βάση γεγονότων που δεν ήταν άλλη από τα Ελληνικά Ομόλογα.  Επί του προκειμένου δεν διαφωνεί ότι το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στις ορθές νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα της κατάχρησης, αλλά η διαφωνία του εντοπίζεται βασικά στο ότι, υπό τα γεγονότα της υπόθεσης, τις εφάρμοσε πλημμελώς.  Τούτο γιατί δεν εξέτασε την πραγματική φύση της  υπό εκδίκαση υπόθεσης για να διαπιστώσει κατά πόσο ευσταθούσε η θέση των εφεσιβλήτων ότι τα αδικήματα των δύο πρώτων υποθέσεων είχαν όντως την ίδια ή ουσιαστικά την ίδια βάση γεγονότων με την ενώπιον του (τρίτη) υπόθεση και κατά πόσο, επί του προκειμένου, είχαν αποσείσει το βάρος απόδειξης για κατάχρηση.  Συναφώς υποστήριξε ότι:-

      Η πρώτη υπόθεση – η υπ΄ αρ. 32370/2014 – αφορούσε το κεφαλαιουχικό έλλειμα της Τράπεζας και τις επί του θέματος δηλώσεις του εφεσίβλητου Ηλιάδη κατά τη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας ημερ. 19.6.2012, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα Ελληνικά Ομόλογα.   Συνεπώς ο ισχυρισμός του Ηλιάδη ότι κατά την εν λόγω Συνέλευση ήταν την αξία των Ελληνικών Ομολόγων που δεν ανακοίνωσε, ήταν παραπλανητικός και αποσκοπούσε στο να πείσει ότι δήθεν στον πυρήνα και των τριών υποθέσεων βρίσκονταν τα Ελληνικά Ομόλογα.  Παρέπεμψε επί του προκειμένου στην πρωτόδικη απόφαση που εκδόθηκε για την εν λόγω υπόθεση, όπου δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο ποσό του κεφαλαιουχικού ελλείμματος της Τράπεζας, καθώς επίσης και στην απόφαση του Εφετείου ημερ. 12.9.2018 (Ποιν. Εφ. 2 και 3/2018, ανωτέρω) όπου δεν αναφέρεται καν ο όρος «Ομόλογα».  Αναγνώρισε, όμως, ότι τα Ελληνικά Ομόλογα αποτελούσαν μία πτυχή της μαρτυρίας της πρώτης υπόθεσης σε σχέση με το κεφαλαιουχικό έλλειμμα της Τράπεζας, αλλά το στοιχείο αυτό δεν δικαιολογούσε το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι τα Ομόλογα βρίσκονταν στον πυρήνα και της πρώτης υπόθεσης.

 

      Η δεύτερη υπόθεση – η υπ΄ αρ. 17977/2015 –  αφορούσε κατηγορίες για παράλειψη έκδοσης δημόσιας ανακοίνωσης σε σχέση με την κατοχή Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), αλλά ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν τέθηκε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο  ότι τα ΟΕΔ συσχετίζονταν με τα Νέα Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου (ΝΟΕΔ) τα οποία αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση της πρώτης υπόθεσης.  Εν πάση περιπτώσει, τόνισε, οι κατηγορούμενοι αυτής της υπόθεσης απαλλάχθηκαν των κατηγοριών σε διαδικασία Certiorari (Πολ. Αιτ. 69/2017 ημερ. 6.12.2017, ανωτέρω), στη βάση ότι οι κατηγορίες που τους προσάφθηκαν δεν αποκάλυπταν αδίκημα γνωστό στο  Νόμο και η πτυχή αυτή δεν λήφθηκε υπόψιν από το Κακουργιοδικείο.

 

      Η τρίτη υπόθεση – η υπ΄ αρ. 284/2017 που είναι και η επίδικη – αφορά ετοιμασία και κυκλοφορία πλαστών πρακτικών σε σχέση με το πότε έγινε η επαναταξινόμηση των ΟΕΔ, ενώ η φύση της δεύτερης υπόθεσης (ανωτέρω) αφορούσε τον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημίας από τα ΝΟΕΔ.  Συνεπώς δεν αποδείχθηκε ταύτιση των δύο υποθέσεων ως ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου Ηλιάδη.

 

      Επιπροσθέτως των πιο πάνω, ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας καταλόγισε στο Κακουργιοδικείο και σωρεία άλλων σφαλμάτων τα οποία πλήττουν, κατά την άποψή του, το συμπέρασμα του ότι στον πυρήνα και των τριών υποθέσεων βρίσκονταν τα Ελληνικά Ομόλογα.  Συγκεκριμένα, καταλόγισε στο Κακουργιοδικείο:

 

1.    Πως δεν έλαβε υπόψιν του ότι (α) ο χρόνος διάπραξης των αδικημάτων των τριών  υποθέσεων δεν ταυτιζόταν, (β) οι κατηγορούμενοι των τριών υποθέσεων δεν ήσαν ως επί τω πλείστον οι ίδιοι, (γ) οι συγκατηγορούμενοι των εφεσιβλήτων στην επίδικη (τρίτη) υπόθεση  περιλαμβάνονταν στον πίνακα μαρτύρων κατηγορίας της πρώτης  υπόθεσης και οι δύο εξ αυτών – οι Χατζημιτσή και Κυριακίδου – είχαν καταθέσει ως μάρτυρες κατηγορίας στην πρώτη υπόθεση και (δ) στην περίπτωση που αναμενόταν η ολοκλήρωση των ανακρίσεων και της επίδικης (τρίτης) υπόθεσης για να καταχωριστεί ενιαίο κατηγορητήριο, θα προκαλείτο καθυστέρηση στην εκδίκαση των δύο πρώτων  υποθέσεων και θα επηρεάζονταν τα δικαιώματα των συγκατηγορουμένων των εφεσιβλήτων.

 

2.     Ότι, ενώ η θέση του ήταν πως δεν θα αξιολογούσε και δεν θα προσέδιδε οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο των εκθέσεων Α & M και Τσολάκη παρά μόνο θα σημείωνε συγκεκριμένες παραπομπές των εκθέσεων που θα υποδείκνυαν οι συνήγοροι, εντούτοις μέμφεται τις ενέργειες της Κατηγορούσας Αρχής ως προς το χρόνο καταχώρισης των τριών υποθέσεων.  Και αυτό χωρίς να αντιληφθεί πως οι ογκώδεις αυτές εκθέσεις δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα έγγραφο που δυνατό να δικαιολογούσε την έναρξη ποινικής διερεύνησης και όχι ολοκληρωμένο ανακριτικό έργο, για ολοκλήρωση του οποίου έπρεπε να ληφθούν καταθέσεις και στη συνέχεια να μελετηθεί το υλικό για ποινική δίωξη. Κατά συνέπεια ο χρόνος που οι εν λόγω εκθέσεις περιήλθαν στην κατοχή του Γενικού Εισαγγελέα  δεν δικαιολογούσε οποιαδήποτε μομφή για το χρόνο καταχώρισης των ποινικών διώξεων και, 

 

3.    Ότι  έδωσε αδικαιολόγητα υπέρμετρη βαρύτητα σε ζητήματα που αφορούσαν τους εφεσίβλητους, παραγνωρίζοντας το δημόσιο συμφέρον που απαιτεί – ιδιαίτερα όταν πρόκειται για σοβαρά αδικήματα,  όπως αυτά που αντιμετώπιζαν οι εφεσίβλητοι – την προσαγωγή των αδικοπραγούντων ενώπιον της δικαιοσύνης.  Συναφώς διαφώνησε με το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι οικονομικές δυνατότητες ενός ιδιώτη να αντιμετωπίσει διαδοχικές ποινικές υποθέσεις δεν είναι ανεξάντλητες, προβάλλοντας ότι το στοιχείο αυτό δεν εξουδετερώνει το δημόσιο συμφέρον και εν πάση περιπτώσει για το υπό αναφορά ζήτημα   η Πολιτεία προέβλεψε το ευεργέτημα της νομικής αρωγής.  Σ΄ ό,τι δε αφορά την επισήμανση του Κακουργιοδικείου ότι οι φυσικές αντοχές του οποιουδήποτε δεν είναι ανεξάντλητες, αντέτεινε ότι το στοιχείο αυτό δεν είχε θέση κατά την εξέταση του ζητήματος της κατάχρησης εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν παρέμειναν υπό κράτηση ούτε για μία ημέρα.  Δεν παρέλειψε επίσης να σχολιάσει και τη θέση περί δυσμενούς επηρεασμού της Υπεράσπισης των εφεσιβλήτων, θέμα για το οποίο αντέτεινε ότι αυτό θα μπορούσε να εξεταστεί στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας όταν το Κακουργιοδικείο θα είχε ενώπιον του το σύνολο της μαρτυρίας, και όχι πριν καν ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία. 

 

      Τέλος, επέσυρε την προσοχή του Εφετείου ότι σε  υποθέσεις  όπως η παρούσα, όπου εξετάζεται ζήτημα διασφάλισης του κύρους και της  υπόληψης του συστήματος δικαιοσύνης, θα πρέπει πρώτα να εξετάζεται από το Δικαστήριο κατά πόσο οι διωκτικές αρχές είχαν ενεργήσει κακόβουλα.  Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Regina v. Norman (Robert) [2016] EWCA Crim 1564, [2017] 4 W.L.R. 16, απόσπασμα της οποίας παρατίθεται στο σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice, 2019, par. D3-108 υπό τον τίτλο Bringing Justice Into Disrepute, σελ. 1421 και στην R. v. Babos, 2014 SCC 16, [2014] 1 S.C.R. 309 par. 43, τονίζοντας ότι στην υπό κρίση περίπτωση το Κακουργιοδικείο δεν καταλόγισε κακοβουλία στις διωκτικές αρχές. 

 

      Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.  Επιγραμματικά:

 

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου Ηλιάδη επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στη βάση συμφωνηθέντος πραγματικού πλαισίου και αφού το Κακουργιοδικείο μελέτησε την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών ως προς το ζήτημα της κατάχρησης.  Παρόλ΄ αυτά, τόνισε, η εφεσείουσα βασίζει τις θέσεις της, αφενός, σε γεγονότα που ήταν εκτός του συμφωνηθέντος πραγματικού πλαισίου και, αφετέρου, σε επιχειρηματολογία που δεν ανέπτυξε πρωτοδίκως.  Αφού δε σύγκρινε τόσο το συμφωνηθέν πραγματικό πλαίσιο όσο και την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Κατηγορούσα Αρχή πρωτοδίκως με ό,τι προώθησε κατ΄ έφεση, εισηγήθηκε πως η εφεσείουσα καλεί κατ΄ ουσία το Εφετείο να ενεργήσει ως πρωτόδικο Δικαστήριο και όχι ως Εφετείο, ρόλο πρωτόγνωρο για το ισχύον σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης και συνεπώς νομικά ανεπίτρεπτο. Αντικρούοντας περαιτέρω τις θέσεις της εφεσείουσας, τόνισε πως όλα τα ζητήματα και των τριών κατηγορητηρίων σχετίζονταν με τα Ελληνικά Ομόλογα, κάτι που στοιχειοθετείται από το παραδεκτό γεγονός ότι τα Ομόλογα αποτελούσαν μέρος του ενεργητικού της Τράπεζας. Η μόνη διαφορά που εντοπίζεται στις τρεις υποθέσεις, υπέδειξε, αφορά στη φύση της ενέργειας ή της παράλειψης και στο αποτέλεσμα που καθόριζε και το ποινικό αδίκημα που καταλογίστηκε στον πελάτη του. Είναι υπό αυτή την έννοια, υποστήριξε, που το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα Ελληνικά Ομόλογα βρίσκονταν στον πυρήνα και των τριών υποθέσεων.  Και συνέχισε:-

 

      Το βασικό ερώτημα για το Κακουργιοδικείο ήταν κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή είχε ενώπιον της όλο το υλικό πριν καταχωρίσει την πρώτη υπόθεση και, αν ναι,  οι συνέπειες της επιλογής της να χρησιμοποιήσει το υλικό αυτό  για καταχώριση τριών υποθέσεων,  αντί μίας ή έστω δύο.  Η απάντηση, εισηγήθηκε, είναι προφανής και προκύπτει μέσα από τα παραδεκτά γεγονότα εφόσον το σχετικό με τα Ελληνικά Ομόλογα υλικό ήταν μέρος των εκθέσεων A & M και Τσολάκη, οι οποίες βρίσκονταν στα χέρια του Γενικού Εισαγγελέα από το Μάρτιο του 2013 και Αύγουστο του 2014, αντιστοίχως.  Ενόψει δε του γεγονότος ότι οι εν λόγω εκθέσεις κατατέθηκαν ως τεκμήρια 3Α και 3Β (εκθέσεις Τσολάκη) και τεκμήριο 4 (έκθεση Α & Μ), ορθώς το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο σχετικό συμπέρασμα.

 

      Τέλος, απορρίπτοντας τις περαιτέρω θέσεις της εφεσείουσας, υποστήριξε πως η επιλογή της Κατηγορούσας Αρχής να καταχωρίσει 3 ποινικές υποθέσεις εναντίον του πελάτη του ήταν λανθασμένη και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα – χρόνος διάπραξης αδικημάτων, το ότι οι κατηγορούμενοι των τριών υποθέσεων δεν ήσαν ως επί τω πλείστον τα ίδια πρόσωπα, το δημόσιο συμφέρον κ.λ.π. – όχι μόνο είναι προδήλως αβάσιμα αλλά, στην περίπτωση που γίνονταν αποδεκτά, θα κατέληγαν σε καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του πελάτη του ο οποίος «δεν πρέπει επουδενί να «πληρώσει» τη λανθασμένη, από πλευράς τακτικής, επιλογή της εφεσείουσας».

 

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου Κυπρή, αφού υιοθέτησε τα όσα ο κ. Τριανταφυλλίδης προώθησε, επέσυρε την προσοχή του Εφετείου στο ότι τα τεκμήρια 3Α, 3Β και 4 κατατέθηκαν κατόπιν επιμονής του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής (του κ. Κέκκου), με την επισήμανση του Κακουργιοδικείου ότι «… δεν θα αξιολογήσει τα τεκμήρια αυτά ούτε θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενό τους, παρά μόνο θα σημειώσει όσα οι συνήγοροι υποδείξουν τα οποία θεωρούν ότι σχετίζονται με την ένσταση».  Και αυτό έγινε, με την υπόδειξη από τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων συγκεκριμένων αποσπασμάτων από τις εν λόγω εκθέσεις.  Κυρίως της εισαγωγής της έκθεσης των Α & M όπου αναφέρεται πως ο σκοπός της έρευνας τους ήταν οι ζημιές που υπέστη η Τράπεζα από την κατοχή των ΟΕΔ (παρ. 2 και 2.1.1.1, τεκμ. 4).  Είναι αυτές οι ζημιές, ισχυρίστηκε, που δημιουργήθηκαν από το κούρεμα των ΟΕΔ που εκτόξευσαν το έλλειμμα της Τράπεζας από τα €200 εκατομ. (πρώτη υπόθεση) στο €1.560 δις (παρ. 2, 2.1, 2.1.2, 2.1.3 και 4.3.13.3, τεκμ.4) και που αποτέλεσε για τον πελάτη του τη βάση των κατηγοριών που του προσήφθηκαν.  Σ΄ ό,τι δε αφορά την επαναταξινόμηση των ΟΕΔ, για την οποία προσήφθηκαν εναντίον του πελάτη του οι κατηγορίες της τρίτης υπόθεσης, παρέπεμψε στις παρ. 4.4, 4.4.11 και 6.2.1 του τεκμ. 4 για να τονίσει πως τα ΝΟΕΔ προέκυψαν ως αποτέλεσμα της επαναταξινόμησης των ΟΕΔ και συνεπώς η θέση της εφεσείουσας ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν ότι τα εν λόγω Ομόλογα ταυτίζονταν δεν ευσταθεί.  Εν πάση περιπτώσει, υπέδειξε, δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου οποιοδήποτε στοιχείο ότι τα εν λόγω Ομόλογα ενδεχομένως να ήταν διαφορετικά.   Κατά τα άλλα υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, απορρίπτοντας τις περί αντιθέτου αιτιάσεις της εφεσείουσας.

      Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και να επαναλάβουμε κατ΄ αρχάς ότι το ζήτημα της κατάχρησης εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων που συνθέτουν την κάθε υπόθεση (Εμπεδοκλής, ανωτέρω).  Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο – και πολύ ορθά – περιορίστηκε να εξετάσει το ζήτημα της κατάχρησης στη βάση του συμφωνηθέντος πραγματικού πλαισίου, στις υποδείξεις των συνηγόρων σε αποσπάσματα των εκθέσεων των Α & Μ και Τσολάκη και σ΄ ό,τι οι συνήγοροι των διαδίκων επικαλέστηκαν στις αγορεύσεις τους.  Με αυτό ως δεδομένο, οι οποιεσδήποτε αναφορές που έγιναν από την πλευρά της εφεσείουσας σε άλλα στοιχεία εκτός του συμφωνηθέντος πραγματικού πλαισίου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν.  Όπως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν και θέματα ή επιχειρήματα που δεν τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, διαφορετικά – όπως ορθώς υπέδειξε ο κ. Τριανταφυλλίδης - το Εφετείο θα ενεργούσε ως πρωτόδικο Δικαστήριο, που ασφαλώς δεν είναι τέτοιος ο ρόλος του.

 

      Έχοντας, το Κακουργιοδικείο, ενώπιον του το συμφωνηθέν πραγματικό πλαίσιο και τις εκατέρωθεν θέσεις, θεώρησε πως  η εν τέλει απόφαση του στο εγερθέν ζήτημα της κατάχρησης ήταν άμεσα συνυφασμένη με την απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στα δύο ερωτήματα, τα οποία έχουμε παραθέσει πιο πάνω.  Η εφεσείουσα, κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, συμφώνησε ότι όντως η απόφαση του Κακουργιοδικείου επί του ζητήματος της κατάχρησης ήταν άμεσα συνυφασμένη με την απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί στα δύο ερωτήματα και επομένως το Εφετείο έχει να αποφασίσει μόνο κατά πόσο οι δοθείσες απαντήσεις ήταν ή όχι ορθές.    Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα,  το Κακουργιοδικείο επεσήμανε πως στις κατηγορίες της πρώτης υπόθεσης δεν γινόταν ρητή αναφορά σε Ομόλογα, αλλά δεν διέφυγε της προσοχής του ότι η υπόθεση αυτή περιστρεφόταν γύρω από το κεφαλαιουχικό έλλειμμα της Τράπεζας και σύμφωνα με το παραδεκτό πραγματικό πλαίσιο «Τα ομόλογα αντικατοπτρίζονται, αποτελούν μέρος των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας».  Τα Ελληνικά Ομόλογα, επομένως, δεν ήταν ζήτημα εκτός του πλαισίου της πρώτης υπόθεσης και επ΄ αυτού δεν διαφωνεί ούτε η εφεσείουσα, η οποία ρητώς αναγνώρισε ενώπιον του Εφετείου ότι τα Ομόλογα ήταν «μια πτυχή της μαρτυρίας και της υπόθεσης σε σχέση με το κεφαλαιουχικό έλλειμμα» αλλά πρόσθεσε πως αυτό δεν δικαιολογούσε «το συμπέρασμα ότι αυτά βρίσκονταν στον πυρήνα της υπόθεσης».  Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση αυτή.  Τούτο γιατί αφ΄ ης στιγμής τα ΟΕΔ  ήταν μια πτυχή της μαρτυρίας της πρώτης υπόθεσης, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης δεύτερης υπόθεσης στη βάση της ίδιας ή περαιτέρω μαρτυρίας που θα μπορούσε να προσκομιστεί στην πρώτη υπόθεση.    Λαμβανομένου δε υπόψιν ότι ο σκοπός της έκθεσης των Α & Μ – η οποία σύμφωνα με την εφεσείουσα αποτέλεσε το έναυσμα (το υπόβαθρο θα λέγαμε) για τις αστυνομικές έρευνες που ακολούθησαν – ήταν οι ζημιές που υπέστη η Τράπεζα από την κατοχή των ΟΕΔ, δεν  μπορούσε παρά να κριθεί πως στον πυρήνα της υπό αναφορά υπόθεσης βρίσκονταν τα ΟΕΔ, όπως ορθώς αποφάνθηκε το Κακουργιοδικείο. Αναφορικά δε με τη θέση της εφεσείουσας ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο τα ΟΕΔ ταυτίζονταν με τα ΝΟΕΔ, να παρατηρήσουμε αφενός ότι στο συμφωνηθέν πραγματικό πλαίσιο δεν γίνεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ΟΕΔ και ΝΟΕΔ και αφετέρου ότι η τρίτη υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την επαναταξινόμηση των ΟΕΔ,  ορολογία που παραπέμπει σε υπάρχοντα Ομόλογα.  Επομένως η πτυχή αυτή δεν ήταν προς εξέταση και η  σχετική εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο δεν την έλαβε υπόψιν, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Σ΄ ό,τι δε αφορά τη δεύτερη υπόθεση, και αυτή είχε στον πυρήνα της τα ΟΕΔ εφόσον περιελάμβανε και κατηγορίες χειραγώγησης της αγοράς λόγω μη ανακοίνωσης της κατοχής ΟΕΔ διαφορετικής χρηματικής αξίας.   Επί του προκειμένου προβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψιν ότι οι κατηγορίες που  προσάφθηκαν στους εφεσίβλητους δεν αποκάλυπταν αδίκημα γνωστό στο Νόμο (Πολ. Αιτ. 69/2017).  Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε η θέση αυτή για δύο λόγους.  Ο πρώτος, ο λόγος απαλλαγής των εφεσιβλήτων στη δεύτερη υπόθεση αφενός δεν ήταν μέρος του συμφωνηθέντος πραγματικού πλαισίου και αφετέρου δεν κλήθηκε το Κακουργιοδικείο από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής να τον λάβει  υπόψιν και, ο δεύτερος, η πρόσαψη άγνωστων στο Νόμο κατηγοριών εναντίον των εφεσιβλήτων ενίσχυε μάλλον παρά αδυνάτιζε  τη θέση των εφεσιβλήτων για κατάχρηση λόγω των διαδοχικών υποθέσεων που καταχωρίστηκαν εναντίον τους.

 

      Στον πυρήνα λοιπόν και των τριών υποθέσεων βρίσκονταν τα ΟΕΔ, τα οποία αναμφίβολα ήταν σε γνώση της Κατηγορούσας Αρχής από το 2013 και 2014 όταν της κοινοποιήθηκαν οι εκθέσεις των Α & Μ και Τσολάκη που αποτέλεσαν και τη βάση για τις περαιτέρω αστυνομικές έρευνες, οι οποίες οδήγησαν εν τέλει στην καταχώριση των τριών υποθέσεων εναντίον των εφεσιβλήτων και άλλων προσώπων.  Οι απαντήσεις επομένως του Κακουργιοδικείου στα δύο ερωτήματα που έθεσε (ανωτέρω) είναι ορθές και ό,τι είχε απομείνει για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας επί του εγερθέντος ζητήματος της κατάχρησης, ήταν κατά πόσο η καταχώριση εναντίον των εφεσιβλήτων των τριών υποθέσεων με πυρήνα τα ΟΕΔ επηρέασε δυσμενώς τους εφεσίβλητους (Attorney Generals Reference (No.2 of 2001) [2004] 2 A.C. 72HL).  Απεφάνθη ότι όντως επηρεάστηκαν δυσμενώς, ως το απόσπασμα από την απόφασή του που παρατίθεται ανωτέρω. 

 

      Η εφεσείουσα αντικρούοντας την κρίση του Κακουργιοδικείου ότι οι εφεσίβλητοι επηρεάστηκαν δυσμενώς, αντέτεινε πως το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα σε ζητήματα που αφορούσαν τους εφεσίβλητους, παραλείποντας να εξετάσει το δημόσιο συμφέρον που απαιτεί την προσαγωγή των αδικοπραγούντων ενώπιον της δικαιοσύνης.   Παρέπεμψε συναφώς στην R. v. Babos, 2014 SCC 16 [2014] 1 S.C.R.E. 309 para 43 για να τονίσει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να εξισορροπούνται τα δύο συμφέροντα, κάτι που το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να πράξει.  Περαιτέρω, απορρίπτοντας τις επισημάνσεις του Κακουργιοδικείου ότι οι φυσικές και οικονομικές αντοχές του οποιουδήποτε δεν είναι ανεξάντλητες, υπέδειξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρέμειναν ούτε μια μέρα υπό κράτηση και αν είχαν οικονομικό πρόβλημα θα μπορούσαν να επιδιώξουν το ευεργέτημα της νομικής αρωγής.  Εξετάσαμε και αυτές τις θέσεις, οι οποίες δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.  Ναι μεν το δημόσιο συμφέρον απαιτεί την προσαγωγή των αδικοπραγούντων ενώπιον της δικαιοσύνης, αλλά δεν γνωρίζουμε νομική αρχή που επιτρέπει την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας για σκοπούς εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος και η R. v. Babos δεν εισάγει τέτοια αρχή.  Σ΄ ό,τι δε αφορά το δεύτερο σκέλος της εισήγησης, είναι νομίζουμε αρκετό να παρατηρήσουμε ότι η καταχρηστική άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον οποιουδήποτε, αφ΄ εαυτής, δεν μπορεί παρά να επηρεάζει δυσμενώς τόσο τον ίδιο όσο και το οικογενειακό του περιβάλλον, για ευνόητους λόγους.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, οι δύο πρώτοι Λόγοι Έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

      Όπως ήδη έχουμε σημειώσει, με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προσβάλλονται επιμέρους ευρήματα του Κακουργιοδικείου.  Συγκεκριμένα, καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι ενώ προέβη σε εύρημα ότι η υπόθεση ήταν σοβαρή και πολύπλοκη, εντούτοις θεώρησε πως δεν συνέτρεχαν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την καταχώριση της επίδικης υπόθεσης και ότι ενώ δεν μέμφεται τους εν γένει χειρισμούς της αστυνομίας εντούτοις ουσιαστικά τους αποδοκίμασε, σε αντίθεση με τη νομολογία που το ίδιο παραθέτει.  Συναφώς, με αναφορά σε αγγλική νομολογία (R. v. Norwich Crown Court Ex p.  Belsham (1992) 94 Cr.App.R. 382) και καναδέζικη (R. v. Keyowski [1988] 1 SCR 657, 1988 CanL1174 (SCC)), διατυπώθηκαν βασικά τρεις θέσεις.  Η πρώτη, ότι η επίδικη υπόθεση δεν ήταν ξεκάθαρη περίπτωση κατάχρησης, η δεύτερη, ότι αναγνωρίστηκε και από το Κακουργιοδικείο ότι η συμπεριφορά της Κατηγορούσας Αρχής δεν ήταν αθέμιτη και, η τρίτη, δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα της υπόθεσης και στο γεγονός ότι κάποιοι από τους κατηγορούμενους της υπόθεσης ήταν μάρτυρες κατηγορίας στις δύο προηγούμενες υποθέσεις.

 

      Εξετάσαμε και αυτή την πτυχή.  Καταλήξαμε πως δεν χρειάζεται να παραθέσουμε τι επί του προκειμένου αντέτειναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων.  Τούτο γιατί είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι η απόρριψη των δύο πρώτων λόγων έφεσης, με τους οποίους προσβάλλεται ουσιαστικά η αιτιολογία του συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου ότι η καταχώριση της επίδικης υπόθεσης συνιστούσε κατάχρηση, δεν αφήνει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του επί του ζητήματος.  Κατά συνέπεια η περαιτέρω ενασχόληση με τις πιο πάνω αιτιάσεις της εφεσείουσας δεν θα μπορούσε να έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις στο επί του θέματος συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου.  Εν πάση περιπτώσει θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο, για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, εξέτασε κατά τρόπο υποδειγματικό ό,τι τέθηκε ενώπιον του και οι επιμέρους επισημάνσεις του μας βρίσκουν σύμφωνους και τις υιοθετούμε.

 

      Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή σε όλες της τις πτυχές και αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                                        

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

      

   

/κβπ

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 348/18

(σχ. με 349/18)

31 ΜΑΪΟΥ 2019

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ]

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ

ΚΑΙ 

xxx ΗΛΙΑΔΗ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 349/18

(σχ. με 348/18)

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ

ΚΑΙ

xxx ΚΥΠΡΗ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ

------------------------

Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Ν. Κέκκο, Μ. Μασούρα (κα) και Θ. Χατζηλούκα, ασκούμενο δικηγόρο, για Εφεσείουσα και στις δύο υποθέσεις

Χρ. Τριανταφυλλίδης με κ.κ. Π. Σταύρου και Ε. Μάνουλο, για τον Εφεσίβλητο στην 348/18

Ηλ. Στεφάνου με Δρ Ε. Καπαρδή, για Εφεσίβλητο στην 349/18

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.   Συμφωνώ με την απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Χριστοδούλου όσον αφορά τα γεγονότα και την απόρριψη του δεύτερου λόγου έφεσης.  Συμφωνώ, επίσης, με την τελική κατάληξη ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, για τους λόγους όμως που αναφέρω στην απόφαση μου και που αφορούν  τους λόγους Έφεσης 1 και 3.

 

Κατάχρηση της διαδικασίας

 

Είναι γενικός κανόνας ότι τα Δικαστήρια έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλουν ή να απορρίψουν μια υπόθεση όταν αυτή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.  Αυτός ο κανόνας  ισχύει είτε η διαδικασία είναι αστική είτε είναι ποινική.

 

Στην Διευθυντής Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα· μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου."

 

Θα πρέπει περαιτέρω να λεχθεί ότι "πρόκειται για εξουσία η οποία ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η διαδικασία απολήγει σε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου" (βλ. Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149). Στην Ηλία (Αρ.3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 λέχθηκαν σχετικά, μεταξύ άλλων, ότι "εάν το Δικαστήριο δεν ασκούσε τον έλεγχο αυτό θα κινδύνευε να παραμορφωθεί η δικαστική διαδικασία και να χάσει την αξιοπιστία και το κύρος της σαν μέσο εφαρμογής του δικαίου".    Στην Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. λέχθηκε ότι τα κυπριακά Δικαστήρια έχουν την ίδια εξουσία, όπως και τα Αγγλικά Δικαστήρια, να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεως της δικαστικής δικαιοδοσίας.  Αποφασίστηκε επίσης, ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της.

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές και με δεδομένο το πραγματικό υπόβαθρο ότι δηλαδή "στον πυρήνα και των τριών υποθέσεων ευρίσκονται τα Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) τα οποία αναμφίβολα ήταν στην γνώση της Κατηγορούσας Αρχής από τα έτη 2013-2014 όταν τους κοινοποιήθηκαν οι εκθέσεις των Α & Μ και Τσολάκη που αποτέλεσαν τη βάση των περαιτέρω αστυνομικών ερευνών οι οποίες οδήγησαν αρχικά στην καταχώρηση των ποινικών υποθέσεων αρ. 32370/14 και 17977/2015 εναντίον των Εφεσίβλητων και άλλων προσώπων και τώρα την υπ' αρ. 284/17 και πάλι εναντίον των Εφεσίβλητων και άλλων προσώπων", θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο αυτό, ήτοι η καταχώρηση της τρίτης άνω υπόθεσης με τα δεδομένα που έχουν λεχθεί, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε στην απόφαση του από την απόφαση στην Αγγλική υπόθεση Connelly v. DPP (1964) A.C. 1254, (1964) 2 All E.R. 4011.  Στην υπόθεση αυτή τέθηκε ο ακόλουθος κανόνας:

 

"As a general rule a judge should stay an indictment (that is, order that it remain on the file not be proceeded with) when he is satisfied that the charges therein are founded on the same facts as the charges in a previous indictment on which the accused has been tried…. But a second trial on the same or similar facts is not always necessary oppressive, and there may in a particular case be special circumstances which make it just and convenient in that case.  The judge must then, in all the circumstances of the particular case, exercise his discretion as to whether or not he applies the general rule."

 

 

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στην R v. Beedie (1998) Q.B. 356 η οποία χρονικά ακολούθησε.  Τα γεγονότα στην τελευταία αυτή υπόθεση ήταν τα ακόλουθα:  Ο Εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης μικρού διαμερίσματος ενός δωματίου (bedsit) όπου νεαρή γυναίκα δηλητηριάστηκε από διοξείδιο του άνθρακα το οποίο προκλήθηκε από την πτωχή συντήρηση σόμπας γκαζιού. Ο Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή για το αδίκημα του άρθρου 33 του Health and Safety at Work Act 1979.  Ακολούθως, κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με βάση τα άνω γεγονότα.  Το Εφετείο, στο οποίο κατάληξε η υπόθεση, έκρινε ότι θα έπρεπε να διαταχθεί αναστολή επί της αρχής ότι ο Δικαστής έχει εξουσία να διατάξει αναστολή όπου οι κατηγορίες του δεύτερου κατηγορητηρίου στηρίζοντο επί θεμάτων (matters) τα οποία προέκυψαν από τα ίδια ή ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα που αφορούσαν το ίδιο κατηγορητήριο, εκτός και αν υπήρχαν εξαιρετικές συνθήκες οι οποίες να δικαιολογούσαν την μη περίληψη τους στο πρώτο κατηγορητήριο.  Κρίθηκε δε περαιτέρω ότι το δημόσιο ενδιαφέρον (public interest) για προώθηση των κατηγοριών δεν αποτελούσε εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Στην R. v. Phipps (2005) EWCA Crim.33, (2005) All E.R.(D) 88, ο Εφεσείων παραδέχτηκε ενοχή για οδήγηση κάτω από την επήρεια υπερβολικής αλκοόλης.  Ακολούθως, πιθανώς λόγω δημοσιότητας που δόθηκε για την ποινή που του επεβλήθηκε, η Κατηγορούσα Αρχή τον κατηγόρησε για το αδίκημα της επικίνδυνης οδήγησης.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε εισήγηση του για κατάχρηση της δικαιοδοσίας καθότι, ως έκρινε, η 2η κατηγορία δεν προέκυψε από τα ίδια ή ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα που αφορούσαν την πρώτη κατηγορία επειδή η 2η αφορούσε την οδήγηση ενώ η πρώτη αφορούσε το αλκοόλ στο αίμα του.  Το Εφετείο ανατρέποντας το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η Κατηγορούσα Αρχή δεν μπορούσε να προσάψει δεύτερο σετ κατηγοριών οι οποίες προέρχονται από τα ίδια ή ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα διαδικασίας η οποία ήδη είχε αποπερατωθεί.  Περαιτέρω επεξέτεινε τον κανόνα δικαίου της Connelly (άνω) αναφέροντας ότι αυτός δεν αναφέρεται μόνο σε "ίδια γεγονότα ("same facts") αλλά και σε παρόμοια γεγονότα ("similar γεγονότα") και ότι η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να καταχωρήσει όλες τις κατηγορίες που επιθυμεί σε ένα κατηγορητήριο.

 

Όσον αφορά το βάρος απόδειξης εξαιρετικών περιστάσεων κρίθηκε στην ίδια υπόθεση ότι βρίσκεται επί της Κατηγορούσας Αρχής και ο Εφεσείων δεν βαρύνεται να αποδείξει ότι θα ήταν άδικο να προωθηθεί το δεύτερο κατηγορητήριο.  Η Κατηγορούσα Αρχή  όφειλε να αποφασίσει από την αρχή ποιες κατηγορίες επιθυμούσε να προσάψει εναντίον του εφεσείοντα και οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα ήταν αδίκως καταπιεστική.  Όσον δε αφορά το χρόνο επιλογής και καταχώρησης των κατηγοριών από την Κατηγορούσα Αρχή λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

"[14]  That principle was approved by the House of Lords in Connelly.  This can perhaps be most clearly seen in the speech of Lord Devlin.  He said at pp 1356 and 1358 that the principle was essentially the same as that exemplified in the civil law in the classic statement of Wigram VC in Henderson v. Henderson (1843) 3 Hare 100 at pp 114-115.  Lord Devlin expressly approved the statement of Cockburn CJ at pp 1357.  However, as we read his speech, he did not restrict the principle to a second trial on the same facts, but extended it to a trial on "the same or similar facts", see p 1360.  See also per Lord Reid (at p 1296) where he said:

 

"So the general rule must be that the prosecutor should combine in one indictment all the charges which he intends to prefer."

 

Στην Director of Public Prosecutions v. Alexander (2010) EWHC 2066 αποσαφηνίσθηκε περαιτέρω το χρονικό πλαίσιο καταχώρησης των κατηγοριών σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

"The principle (which is in essence that identified in the civil law by Wigram CJ in Henderson v. Henderson) is that the Crown should decide at the outset, or at the latest before the conclusion of the first set of proceedings, what charges it wishes to bring arising out of the same incident.  Any other approach is unfairly oppressive to a Defendant.  It is for that reason that the burden is on the Crown to identify special or exceptional circumstances to justify such a course."

 

Στην R v. Dwyer (2012) EWCA Crim. 10 το Εφετείο ανέλυσε τις έννοιες "τα ίδια ή ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα" και "το ίδιο γεγονός" και είπε ότι "αναφέρονται στη σχετική κατάσταση των πραγμάτων όπως αυτά υπήρχαν σε γνώση της Κατηγορούσας Αρχής κατά το χρόνο ολοκλήρωσης της πρώτης διαδικασίας".  Το σχετικό κείμενο έχει ως ακολούθως:

"As Lord Devlin and Lord Pearce said in Connelly, and as Clarke LJ re-iterated in Phipps, the principle which underlies the court's special discretion to stay proceedings save in the presence of special circumstances, when the second set of proceedings is founded upon the same or substantially the same facts as the first, is that the obligation is upon the prosecutor to lay all the charges which it wishes to bring arising out of the same incident.  Clarke LJ in Phipps, at para 21, and Moses LJ in Marcellin [2010] EWCA Crim 2733, at para 26, both regarded the critical moment as the date when the first proceedings were finally concluded, and not the date when guilt was established.  In our judgment, the words "the same or substantially the same facts" and "the same incident" refer to the relevant state of affairs as the existed to the knowledge of the prosecutor at the date the proceedings were concluded.  At any time up to that date the prosecutor may lay the charges it wishes for the purpose of capturing the offender's culpability.  If that culpability embraces further offences committed on other occasions which are not charged ordinarily they should be charged or taken into consideration."

 

Στην R v. JFJ (2013) EWCA Crim. 469 επαναλήφθηκαν και  υιοθετήθηκαν τα όσα λέχθηκαν από τον Λόρδο Devlin στην Connelly (άνω), ότι δηλαδή συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις (special circumstances) οι οποίες θα επέτρεπαν την καταχώρηση περαιτέρω κατηγορητηρίου, το οποίο θα στηρίζετο επί των ίδιων ή ουσιαστικά ίδιων γεγονότων, εκεί όπου η Κατηγορούσα Αρχή κρίνει ως ορθή, την εκδίκαση των αδικημάτων με την καταχώρηση δύο κατηγορητηρίων και η υπεράσπιση αποδέχεται την επιλογή χωρίς παράπονο και ωφελείται από οποιοδήποτε πλεονέκτημα το οποίο μπορεί να απορρέει από αυτή.

 

Στην Jordan Antoine v. The Queen (2014) EWCA Crim 1971 ο Εφεσείων στις 30.7.2013 καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε ποινή σε δύο κατηγορίες.  Η πρώτη αφορούσε κατοχή πυροβόλου όπλου χωρίς πιστοποιητικό και η δεύτερη κατοχή πυρομαχικών χωρίς πιστοποιητικό κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας (Firearms Act 1968 as amended).  Στις 14.8.2013 κατηγορήθηκε με δύο επιπλέον κατηγορίες ήτοι (α) κατοχή απαγορευμένου πυροβόλου όπλου και (β) κατοχή πυροβόλου όπλου μετά από κράτηση και Διάταγμα εκπαίδευσης κατά παράβαση του ίδιου Νόμου, ως άνω, αλλά επί διαφορετικών άρθρων.  Το Εφετείο, μετά από ανάλυση όλης της σχετικής νομολογίας απέρριψε την Έφεση η οποία προωθήθηκε επί τη βάσει της κατάχρησης της διαδικασίας.  Το σκεπτικό ήταν ότι η υπόθεση δεν αφορούσε υπόθεση κλιμάκωσης από ελαφρύτερες κατηγορίες, αποδείχθηκαν ειδικές περιστάσεις και τα γεγονότα ήταν διαφορετικά από τις R v. Beedie και R. Dwyer.

 

"32. There is this further consideration. This appellant was carrying a loaded revolver through the streets of Luton. He was subject to a detention and training order. He knew the risk he was taking of being sentenced to a long custodial term. He was expecting to go to the Crown Court. He was expecting a term measured in many years. The sentence of 4 months' detention was an unexpected, astonishing and undeserved windfall. Leaving aside the misguided attempt to have the sentence revisited by the Magistrates, the appellant was aware that appropriate charges were to be brought 9 days after the sentence was imposed and only 19 days after arrest. The facts are quite different from those in R v Beedie and R v Dwyer.

 

33. We have no hesitation in concluding that the judge was justified in finding that there were special circumstances here which required that the prosecution continue. The court's sense of justice and propriety was not offended nor was public confidence in the criminal justice system undermined. On the contrary, a stay would have brought the criminal justice system into disrepute.

 

34. We have made it plain that we accept that serious mistakes were made but there was no bad faith and the mistakes were rectified within a very short time. The fact that the fault lay with the Crown Prosecution Service did not require the grant of a stay, given the circumstances of this case."

 

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω νομολογιακή αντιμετώπιση του εξεταζόμενου θέματος, είμαι σε πλήρη συμφωνία με το Κακουργιοδικείο ότι στην παρούσα υπόθεση δεν καταδείχθηκαν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την καταχώρηση της τρίτης υπόθεσης/αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Η τρίτη υπόθεση αφορά τα ελληνικά ομόλογα και ενέργειες των Εφεσειόντων για μια περίοδο μεταξύ 2010-2013.  Η κατάσταση των πραγμάτων αυτών όμως ευρίσκετο στην γνώση της Κατηγορούσας Αρχής από το χρόνο καταχώρησης της πρώτης υπόθεσης ή ακόμα της δεύτερης υπόθεσης στις 17.12.2014 και 25.9.2015 αντίστοιχα και οι οποίες αποπερατώθησαν (εν τη εννοία της άνω νομολογίας) πριν την καταχώρηση της τρίτης/παρούσας υπόθεσης στις 27.1.2017.  Συνεπώς δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η βάση των κατηγοριών της τρίτης υπόθεσης προκύπτει από ίδια ή ουσιαστικά τα ίδια ή ακόμη παρόμοια γεγονότα των δύο πρώτων υποθέσεων.  Το δημόσιο συμφέρον που απαιτεί την προσαγωγή των αδικοπραγούντων ενώπιον της δικαιοσύνης, το γεγονός ότι η συμπεριφορά της Κατηγορούσας Αρχής που όπως αποφάσισε το Κακουργιοδικείο δεν ήταν αθέμιτη, η σοβαρότητα της υπόθεσης και ότι κάποιοι από τους Κατηγορούμενους ήταν μάρτυρες κατηγορίας στις δύο προηγούμενες υποθέσεις δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις όπως προκύπτει από τη Νομολογία.  Το δημόσιο συμφέρον για προσαγωγή των αδικοπραγούντων ενώπιον της δικαιοσύνης όπως κρίθηκε (βλ. Beedie (άνω)) δεν αποτελεί εξαιρετικές περιστάσεις, το ίδιο ασφαλώς και η σοβαρότητα της, η οποία συναρτάται και συμβαδίζει με το δημόσιο συμφέρον ως άνω.  Όσο αφορά την συμπεριφορά του Εφεσείοντα να καταχωρήσει ποινικές υποθέσεις, μπορεί να είναι θεμιτή και αποτελεί συνάμα καθήκον και δικαίωμά του σύμφωνα με τον Νόμο αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει εξαιρετική περίσταση.  Τέλος, όσον αφορά το γεγονός ότι ορισμένοι από τους Κατηγορούμενους στην τρίτη υπόθεση ήταν μάρτυρες σε προηγούμενη υπόθεση και συνεπώς δημιουργούσε πρόβλημα η καταχώρηση ενός κατηγορητηρίου όπως αποφασίστηκε στην Dwyer (άνω) αυτά τα θέματα είναι θέματα χειρισμού της υπόθεσης και όχι εξαιρετικές περιστάσεις.  Ούτε το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες διαφοροποιεί με οιονδήποτε τρόπο την κατάσταση των πραγμάτων ώστε κάποιος να ισχυριστεί ότι αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις.  Σε τέτοιου είδους υποθέσεις, πάντα αυτό συμβαίνει, να αφορά διαφορετικές κατηγορίες, σε αντίθετη περίπτωση ομοίων κατηγοριών οι δεύτερες κατηγορίες θα αντιμετωπίζοντο με μια των ειδικών απαντήσεων "autrefois convict" ή "autrefois acquit" ανάλογα με την περίπτωση.

 

Οι υποθέσεις επί των οποίων στηρίχθηκε ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας προκειμένου να στηρίξει τις θέσεις του περί υπάρξεως εξαιρετικών περιστάσεων, με όλο το σεβασμό δεν ασχολούνται με την εξεταζόμενη αρχή δικαίου που τέθηκε στην Connelly (άνω) και εφαρμόζεται στην παρούσα υποθεση.  Η R. v. Norwich Crown Court ex.p. Belsham (1992) 94 Cr. App. R.382, ασχολήθηκε με την καθυστέρηση προσαγωγής των Κατηγορουμένων σε δίκη (μετά από πέντε έτη) και κατά πόσο δικαιολογούσε την αναστολή της εκδίκασης της.  Η καναδέζικη R. v. Keyowski (1988) 1 SCR 657, 1988 CanLII74 (SCC) ασχολήθηκε με την αρχή δικαίου, η οποία νομολογιακά επικράτησε στον Καναδά, ήτοι κατά πόσο δικαιολογείται η αναστολή της διαδικασίας όπου "η υποχρέωση του Κατηγορούμενου να αντιμετωπίσει δίκη θα παραβίαζε τις βασικές αρχές της δικαιοσύνης που υπογραμμίζουν το αίσθημα της κοινωνίας για δίκαιο και εντιμότητα ή όπου η διαδικασία είναι καταχρηστική και καταπιεστική".  Περαιτέρω ότι "ο Κατηγορούμενος σε τέτοια περίπτωση προκειμένου  να επιτύχει θα πρέπει να αποδείξει κακό χειρισμό της διαδικασίας".   

 

"The availability of a stay of proceedings to remedy an abuse of process was confirmed by this Court in R v. Jewitt, 1985 CanLII 47 (SCC), [1985] 2 S.C.R. 128.  On that occasion the Court stated that the test for abuse of process was that initially formulated by the Ontario Court of Appeal in R n. Young (1984) CanLII2145 (ON CA), 40 CR (3d)289.  A stay should be granted where "compelling an accused to stand trial would violate those fundamental principles of justice which underlie the community's sense of fair play and decency", or where the proceedings are "oppressive or vexatious" ([1985] 2 S.C.R. at pp. 136-37).  The Court in Jewitt also adopted "the caveat added by the Court in Young that this is a power which can be exercised only in the "clearest of cases" (p.137).

 

The legal issue on the appeal is a very narrow one, namely whether a series of trials could per se constitute an abuse of process or whether it is necessary for the accused to show prosecutorial misconduct.  The majority of the Court of Appeal expressed the view that the accused had to establish prosecution misconduct.  Vancise J.A., writing for the majority, stated at p.68:

 

In the absence of evidence that the legal officers of the Crown were guilty of prosecutorial misconduct or proceeded for [sic] some ulterior motive, in short that the proceedings were oppressive, the continuation of the trial on the indictment is not an abuse of process."

 

Στην Warren And Others v. Attorney General of the Bailiwick of Jersey (Court o Appeal of Jersey) (2011) UKPC 10  επίσης το Δικαστήριο ασχολήθηκε με αίτηση για αναστολή της διαδικασίας με βάση την κατάχρηση της διαδικασίας αλλά όπως αναφέρεται στην ίδια την απόφαση "the basis of the application was the crucial evidence on which the prosecution wished to rely had been obtained as a result of serious prosecutorial misconduct"Συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.  Με το ίδιο περίπου άνω θέμα ασχολήθηκε και η Regina v. Robert Norma (2016) EWCA Crim. 1564  και ιδιαίτερα με το κατά πόσο η αστυνομία ή η Κατηγορούσα Αρχή είχε εμπλακεί σε ανεπίτρεπτη συμπεριφορά προκειμένου να προσαγάγει τον Κατηγορούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

"It is well established that the court has the power to stay proceedings in two categories of case, namely (i) where it will be impossible to give the accused a fair trial, and (ii) where it offends the court's sense of justice and propriety to be asked to try the accused in the particular circumstances of the case (R v Maxwell [2011] 1 WLR 1837 per Lord Dyson SCJ at paragraph [13]). We are concerned with the second category. It is not suggested that the appellant's trial was in any way unfair.

 

Within the second category fall cases where the police or prosecuting authorities have been engaged in misconduct in bringing the accused before the court for trial. In such cases the court is concerned to protect the integrity of the criminal justice system. A stay will be granted where the court concludes that in all the circumstances a trial will offend the court's sense of propriety and justice (per Lord Lowry in R v Horseferry Road Magistrates Court, ex pte Bennett [1994] 1 AC 42, 74G) or will undermine confidence in the criminal justice system and bring it into disrepute (per Lord Steyn in R v Latif [1996] 1 WLR 104, 112F)."

 

Τέλος η R v. Babos, 2014 SCC 16 (2014) 1 S.C.R.E 309 ασχολήθηκε με εντελώς διαφορετικό θέμα, απ΄ ότι στην παρούσα.  Δεν εξετάστηκε θέμα κατάχρησης διαδικασίας λόγω καταχώρησης νέου κατηγορητηρίου επί των ίδιων ή παρόμοιων γεγονότων  για τα οποία καταχωρήθηκε ήδη κατηγορητήριο και η υπόθεση εκδικάστηκε.  Όπως στην ίδια την απόφαση αναφέρεται το θέμα που απασχόλησε αφορούσε αίτημα του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου για αναστολή της διαδικασίας λόγω κατάχρησης της διαδικασίας επί τη βάσει του ισχυρισμού του Εφεσείοντα περί αθέμιτης συμπεριφοράς της Κατηγορούσας Αρχής (Crown) να εξασφαλίσει ιατρικά πρακτικά, συμπαιγνία της Αστυνομίας να παραπλανήσει το Δικαστήριο και απειλές της Κατηγορούσας Αρχής προς τον Κατηγορούμενο πιέζοντας αυτόν να παραδεχθεί.

 

 

Οι σχετικοί λόγοι Έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν.  Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/γκ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο