ΠΑΝΑΓΗ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 265/2015, 1/11/2019

ECLI:CY:AD:2019:B458

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 265/2015)

 

1 Νοεμβρίου, 2019

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

Η. Χρίστου και Μ. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Δημοσθένους, Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 16.2.2012, επεσυνέβη δυστύχημα στη συμβολή των οδών Κέρκυρας και Θεοδόση Πιερίδη στα Λειβάδια, της επαρχίας Λάρνακας. Ως αποτέλεσμα, ο Εφεσείων – κατηγορούμενος αντιμετώπισε, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, κατηγορίες οδήγησης μηχανοκινήτου δίκυκλου: χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή, χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ, σχετικά με τη χρήση του, ασφαλιστήριο, χωρίς να είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης και χωρίς να μεριμνήσει, ως νέος ιδιοκτήτης του εν λόγω μηχανοκίνητου, να το εγγράψει επ΄ ονόματί του. Κατηγορήθηκε ακόμα ότι προσπέρασε άλλο μηχανοκίνητο όχημα, παραβιάζοντας άσπρη συνεχή γραμμή και ότι αποπειράθηκε να προσπεράσει, σε συμβολή δρόμων, άλλο όχημα.

 

Ο Εφεσείων, προώθησε πρωτοδίκως τη θέση ότι ο ίδιος δεν ήταν αμελής και πως ευθύνη για το επίδικο ατύχημα είχε ο οδηγός του άλλου, διπλοκάμπινου, οχήματος, ΜΚ2. Προέβαλε ότι ουδέποτε επιχείρησε να προσπεράσει το προπορευόμενο  όχημα και ότι ο υπό αναφορά οδηγός του διπλοκάμπινου με απότομο ελιγμό προς τα δεξιά τον εξανάγκασε να προβεί σε δεξιό ελιγμό προς αποφυγή της σύγκρουσης, μπαίνοντας στην αντίθετη πορεία κυκλοφορίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, βρήκε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, ήτοι την ΜΚ1, αστυνομικό εξεταστή και τον ΜΚ2, οδηγό του διπλοκάμπινου οχήματος. Σε σχέση όμως με τη ΜΚ1, έκρινε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στα σχεδιαγράμματα της σκηνής που ετοίμασε προς εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Σημείωσε όμως ότι, εν πάση περιπτώσει, υπό το φως των γεγονότων, τα σχεδιαγράμματα αυτά δεν θα μπορούσε να είχαν επίδραση προς επιβεβαίωση της εκδοχής της μιας ή της άλλης πλευράς. Αντιθέτως, απέρριψε ως αναξιόπιστη την ουσιαστική επί του θέματος μαρτυρία του Εφεσείοντα – κατηγορούμενου και του συνεπιβάτη του στη μοτοσυκλέτα ΜΥ1. Με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία προέβηκε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Την 16-02-2012 ο Κατηγορούμενος και ο Ε.Ε. επέβαιναν της μοτοσυκλέτας με αριθμούς εγγραφής Κxxxx7 και κυβισμού 124cc και κινούνταν στην οδό Κερκύρας στα Λειβάδια, με κατεύθυνση προς Κελλιά. Δεν φορούσαν κράνη. Το προπορευόμενο διπλοκάμπινο όχημα με αριθμούς εγγραφής Dxxxx8, έδειξε πρόθεσή δια του δείκτη του να στρίψει δεξιά εντός της οδού Θεοδόση Πιερίδη και άρχισε να στρίβει.  Λίγο πριν μπει το διπλοκάμπινο στη Θεοδόση Πιερίδη και ενώ βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, η επίδικη μοτοσυκλέτα, η οποία εκείνη τη στιγμή το  προσπερνούσε, του χτύπησε στο μπροστινό δεξιό μέρος. Στο σημείο όπου ο κατηγορούμενος προσπέρασε υπήρχε άσπρη συνεχής γραμμή στο οδόστρωμα.  Το ατύχημα επισυνέβη στη συμβολή των οδών Κερκύρας και Θεοδόση Πιερίδη. Ο κατηγορούμενος δεν είχε κλείσει, κατά τον επίδικο χρόνο, τα 18 του χρόνια και κατείχε άδεια οδήγησης μαθητευομένου. Μοτοσυκλέτα αγνώστων στοιχείων συγκρούστηκε, σχεδόν ταυτόχρονα, με το δεξί πίσω μέρος του διπλοκάμπινου και εγκατέλειψε τη σκηνή.»

 

 

 

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων, ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το σύνολο των συστατικών στοιχείων που κάλυπταν τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων, τον οποίο και έκρινε ένοχο.

 

Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με τρεις, τελικά, λόγους έφεσης, οι δύο εκ των οποίων συμπλέκονται και απολήγουν στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη δοθείσα μαρτυρία, με αποτέλεσμα να καταδικάσει λανθασμένα τον Εφεσείοντα στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης και σε αυτές της παραβίασης της συνεχούς άσπρης γραμμής και της προσπέρασης σε συμβολή δρόμων. Ο άλλος λόγος έφεσης καλύπτει το ζήτημα της καταδίκης στη δεύτερη κατηγορία, ήτοι, της χρήσης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλειας. 

Εξετάζοντας τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στον πυρήνα τους βρίσκεται το ζήτημα της  δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου σε αξιολόγηση μαρτυρίας από πρωτόδικο Δικαστήριο. Η νομολογία επί του θέματος είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην πρόσφατη απόφαση xxx Κολιάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 106/15 κ.α., ημερ. 17.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B236, με παραπομπή στην xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:

 

«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

 

 

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές, προσεγγίσαμε τις σχετικές εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα. Είναι η κρίση μας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασής μας. Τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας συνιστούν ασήμαντες – υπό το φως των κρίσιμων δεδομένων που περιέβαλλαν τις κατηγορίες – λεπτομέρειες και φυσιολογικές – υπό το πρίσμα της εξέλιξης των γεγονότων κατά τον κρίσιμο χρόνο – αντιφάσεις.

 

Στους υπό εξέταση λόγους έφεσης γίνεται εκτεταμένη αναφορά σε πρόβλημα κώφωσης που, κατά παραδοχή του, είχε ο οδηγός του διπλοκάμπινου οχήματος, καθώς επίσης και σε γεγονότα που, κατά τον συνήγορο του Εφεσείοντα, δικαιολογούσαν εντοπισμό αμέλειας και εκ μέρους του συγκεκριμένου οδηγού. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν μεταβάλλουν το ζήτημα ως προς την ενοχή του Εφεσείοντα στις υπό εξέταση κατηγορίες. Ζητούμενο ήταν η απόδειξη αμελούς οδήγησης εκ μέρους του Εφεσείοντα στα πλαίσια της ποινικής διάστασης του θέματος. Πέραν τούτου, όπως ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο όποιος βαθμός κώφωσης του εμπλεκόμενου στο δυστύχημα οδηγού επενήργησε, με οποιοδήποτε τρόπο, στο επίδικο ατύχημα.

 

Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, οι υπό εξέταση λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στην καταδίκη του Εφεσείοντα σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία, της χρήσης δηλαδή μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προέκυψαν ως παραδεκτά γεγονότα τα ακόλουθα:

 

«Kατά τον επίδικο χρόνο, ήτοι την 16-2-2012, Κατηγορούμενος,

 

                 i.         δεν είχε κλείσει τα 18 του χρόνια, η ημερομηνία γέννησης του ως προκύπτει από την κατάθεση της ΜΚ1 και δεν αμφισβητήθηκε από την αντεξέταση, είναι xx-xx-xxxx,

                ii.        κατείχε άδεια οδήγησης μαθητευομένου,

               iii.        οδηγούσε μοτοσυκλέτα με κυβισμό 124cc και συνεπιβάτη τον ΜΥ1,

              iv.        υπήρχε εκδομένο πιστοποιητικό ασφάλισης, το Τεκμήριο 6, το οποίο ίσχυε από 11-11-2011 μέχρι και 10-11-2012 και επί του Πίνακα του οποίου αναγράφονται ρητά οι λεπτομέρειες του ασφαλισμένου οχήματος (ήτοι αρ. εγγραφής Kxxxx7, Motorcycle, Gilera με κυβισμό μηχανής 0124cc (στο εξής «η επίδικη μοτοσυκλέτα»).»

 

 

Η διαφωνία των δύο πλευρών, ως προς το υπό εξέταση ζήτημα, τέθηκε ως εξής από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Κατά την Κατηγορούσα Αρχή, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν είχε κλείσει τα 18 του χρόνια, η άδεια μαθητευομένου που κατείχε, σύμφωνα με τον περί Άδεια Οδήγησης Νόμο Ν. 94(Ι)-2001 (στο εξής «ο Νόμος»), τον κάλυπτε να οδηγεί μόνο μοτοποδήλατο και όχι την  μοτοσυκλέτα που οδηγούσε. Επομένως και εφόσον η κατοχή άδειας εκ μέρους του ασφαλισμένου είναι προϋπόθεση για την ισχύ του ασφαλιστηρίου, δεν ευρίσκετο σε ισχύ ούτε το ασφαλιστήριο έγγραφο. Υποβλήθηκε, δε, κατά τις τελικές αγορεύσεις ότι το ασφαλιστήριο ήταν εξ υπαρχής άκυρο λόγω του ότι η έκδοσή του αντίβαινε του Νόμου.

 

Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι, ο Κατηγορούμενος, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης μαθητευομένου και εφόσον είχε εκδοθεί ασφαλιστήριο από ασφαλιστική εταιρεία στο όνομα του, για την επίδικη μοτοσυκλέτα και για περίοδο που κάλυπτε την επίδικη ημέρα, ο Κατηγορούμενος δεν παρανόμησε εφόσον αυτό βρισκόταν σε ισχύ.»

 

 

 

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής - παραθέτοντας τα σχετικά άρθρα 6(1), 8(1) και 49(1) του περί ΄Αδειας Οδήγησης Νόμου, Ν. 94(Ι)/2001, καθώς επίσης και τον κανονισμό 2, των περί ΄Αδειας Οδήγησης Κανονισμών, ΚΔΠ 196/2004 - σημείωσε ότι η άδεια οδήγησης μαθητευόμενου, την οποία κατείχε ο Εφεσείων, σε συνάρτηση με την ηλικία του, κάτω των 18 ετών, κάλυπτε μόνο μοτοποδήλατα κυβισμού μέχρι και τα 50 κυβικά εκατοστά. Ακολούθως, έστρεψε την προσοχή της στο επίδικο ασφαλιστήριο, στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι ισχύει «νοουμένου ότι το πρόσωπο που θα οδηγεί κατέχει άδεια να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα ή κατείχε άδεια και δε στερήθηκε του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια. Ο όρος «άδεια» σημαίνει άδεια (licence) ή άλλη εξουσιοδότηση που εκδίδεται σύμφωνα με τους Κανονισμούς χορήγησης αδειών ή άλλου Νόμου ή Κανονισμού».

 

Κατέληξε, με αναφορά σε νομολογία επί του θέματος (Wilkinson on Road Traffic Offences,10th edition, στη σελίδα 313, Egan v. Bowler (1939) 63 Lloyd's Rep 266, ν. Durrant ν. MacLaren [1956] Crim.L.R. 632 και Carnill v. Rowland [1953] 1 All ER 486), ότι, εν προκειμένω, η ξεκάθαρη προϋπόθεση επί του ασφαλιστηρίου, σύμφωνα με την οποία απαιτείται κατοχή άδειας εκ μέρους του ασφαλισμένου για το όχημα το οποίο χρησιμοποιεί, οδηγούσε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι το επίδικο ασφαλιστήριο δεν βρισκόταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο, αφού η άδεια μαθητευομένου που κατείχε ο Εφεσείων δεν τον κάλυπτε βάσει του νόμου να οδηγεί την επίδικη μοτοσυκλέτα πριν κλείσει τα 18 του χρόνια.

 

Δεν απομένει να προστεθούν πολλά, στα όσα η πρωτόδικη κρίση καλύπτει. Το αδίκημα της χρήσης – οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς ασφαλιστήριο έγγραφο είχε συντελεστεί αφ΄ ης στιγμής ο Εφεσείων οδηγούσε το επίδικο όχημα κατά παράβαση των όρων που αναφέρονται στο ίδιο το ασφαλιστήριο και τους οποίους γνώριζε ή, εν πάση περιπτώσει, όφειλε να γνωρίζει. Η παραβίαση του προαναφερθέντος όρου, δεν άφηνε περιθώρια κάλυψης κινδύνου και, κατά συνέπεια, το ασφαλιστήριο έγγραφο καθίστατο ανύπαρκτο, για όλους τους σκοπούς του Νόμου. Ο Εφεσείων, υπό τις συνθήκες, οδηγούσε χωρίς να καλύπτεται από ασφάλεια ευθύνης έναντι τρίτου.

 

Ολοκληρώνοντας, σημειώνουμε ότι τα όσα περιβάλλουν την υπόθεση 1. xxx xxx Pyrilli alias Skapoullos, 2. xxx xxx Pyrilli ν. The Police (1963) 1 CLR 96, στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας. Στην Pyrilli, ο εφεσείων κατείχε άδεια οδήγησης, η οποία του έδιδε το δικαίωμα να οδηγεί όχημα της ίδιας κατηγορίας με εκείνο που οδηγούσε κατά τον επίδικο χρόνο. Το γεγονός ότι είχε λήξει η εν λόγω άδεια κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε παράβαση όρου του ασφαλιστηρίου εγγράφου, ως αποτέλεσμα του λεκτικού του συγκεκριμένου όρου. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που έχουμε ήδη παραθέσει.

 

Με βάση τα πιο πάνω, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.

 

Εν τέλει, η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής – Εφεσίβλητης, αναπόδραστα οδηγούσε στην απόδειξη, σωρευτικά, των συστατικών στοιχείων όλων των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο Εφεσείοντας και ορθά κρίθηκε ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο