A.F.K. κ.α. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 44/2018, 91/2018, 6/12/2019

ECLI:CY:AD:2019:B515

 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

6 Δεκεμβρίου, 2019

 

[Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.,  Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

Ποινική Έφεση Αρ. 44/2018

Μεταξύ:

A.F.K.

Εφεσείοντα,

V

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

________________________

Ποινική Έφεση Αρ. 91/2018

Μεταξύ:

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείουσας

V

Χ.Α.

Εφεσίβλητoυ

________________________

 

Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στην 44/2018

Αλ. Σιαπανή (κα), Δημόσιος Κατήγορος με Κ. Γερασίμου, ασκούμενο δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη για τον Γενικό Εισαγγελέα στην 44/2018

 

Αλ. Σιαπανή (κα), Δημόσιος Κατήγορος με Κ. Γερασίμου, ασκούμενο δικηγόρο, για την Εφεσείουσα για τον Γενικό Εισαγγελέα στην 91/2018

Σ. Μάτσας με Ι. Νεοφύτου (κα), για τον Εφεσίβλητο στην 91/2018

 

__________________________

 

       Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την απόφασή του, ημερομηνίας 2.2.2018, καταδίκασε τον πρώτο κατηγορούμενο, σε δεκαπέντε κατηγορίες βιασμού της ανήλικης,  γεννηθείσας το 2006, ΧΧ (παραλείπεται ως μη αναγκαίο όχι μόνο το όνομα αλλά και τα αρχικά του ονόματος της), κατά παράβαση του άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα και σε ακόμη είκοσι τέσσερις κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον της, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2013 και 30.1.2015.  Μετά την καταδίκη του πρώτου κατηγορούμενου, το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι ετών.  Ο δεύτερος κατηγορούμενος, εφεσίβλητος στην 91/2018, κατηγορείτο για σεξουαλική εκμετάλλευση της ΧΧ, κατά το έτος 2011 και μέχρι τον Αύγουστο του 2013.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον δεύτερο κατηγορούμενο σε οκτώ κατηγορίες άσεμνης επίθεσης που αντιμετώπιζε.

 

Ο πρώτος κατηγορούμενος, με την Έφεση του, υπ. αρ. 44/2018, εφεσιβάλλει τόσο την απόφαση, όσο και την ποινή.

 

Στην Ποινική Έφεση 91/2018, ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας εφεσιβάλλει την αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τον δεύτερο κατηγορούμενο. 

 

Οι κατηγορίες εναντίον του πρώτου κατηγορούμενου αφορούσαν δεκαπέντε διαφορετικές περιπτώσεις παράνομης συνουσίας με την ΧΧ, (κατηγορίες 1 – 15) και είκοσι τέσσερις περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης εναντίον της, οι οποίες αφορούσαν σε φιλιά και γλείψιμο του γεννητικού του οργάνου, ενώ ο ίδιος αυνανιζόταν, τρίψιμο του γεννητικού του οργάνου πάνω της ενώ η ίδια ήταν ξαπλωμένη, εκσπερμάτωση μέσα στο στόμα της, αφού την έβαζε να τον αυνανίσει και ακούμπημα του πέους του στα γεννητικά της όργανα ενώ αυτός τη φιλούσε στο στόμα και στο στήθος. Επιπρόσθετα, την είχε εκθέσει και σε πορνογραφικό υλικό.

 

Οι κατηγορίες για τον δεύτερο κατηγορούμενο, για σεξουαλική εκμετάλλευση της ΧΧ, αφορούσαν σε σοβαρές, επίσης, μορφές εκδήλωσης του εγκλήματος, χωρίς όμως να του αποδίδεται παράνομη συνουσία.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, αυτή κάλεσε συνολικά είκοσι δύο μάρτυρες, οι οποίοι κατέθεσαν και μεγάλο αριθμό τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων δύο οπτικογραφημένες καταθέσεις της παραπονούμενης ΧΧ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εκτενέστατη ανάλυση της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων, εξετάζοντας τη μαρτυρία τους κατά ενότητες, και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης ΜΚ20 και της οικογένειας της. Στη συνέχεια, εξέτασε και τη μαρτυρία των δύο κατηγορουμένων, οι οποίοι επέλεξαν να δώσουν ένορκη μαρτυρία, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος κάλεσε και δύο μάρτυρες, την εν διαστάσει σύζυγο του, ΜΥ2 και τον ιατρό των Κεντρικών Φυλακών, ΜΥ1, ο οποίος τον είχε εξετάσει μετά από αίτημα δικό του.

 

Ήταν, ουσιαστικά, η θέση του πρώτου Κατηγορούμενου – Εφεσείοντα, ότι η όλη υπόθεση εναντίον του ήταν σκευωρία, την οποία είχε υποκινήσει η ΜΚ11, γιαγιά της παραπονούμενης, όταν άκουσε για την πρόθεση της κόρης της (μητέρας της παραπονούμενης) και του πρώτου κατηγορούμενου να τελέσουν γάμο τον Ιούλιο του 2015 και φοβούμενη ότι μετά τον γάμο, ο πρώτος κατηγορούμενος και η ΜΚ12, μητέρα της παραπονούμενης, θα έπαιρναν τις ανήλικες κόρες της ΜΚ12, δηλαδή την παραπονούμενη και τη μικρότερη αδελφή της και θα έφευγαν. 

 

Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον κατηγορούμενο 1 επί της μαρτυρίας της παραπονούμενης ΧΧ (ΜΚ20) θεωρώντας ότι αυτή ενισχυόταν από ιατρική μαρτυρία, ενώ απάλλαξε τον κατηγορούμενο 2 κρίνοντας ότι η πτυχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης αναφορικά με εκείνον δεν ήταν το ίδιο θετική, σταθερή και συνεκτική, σημειώνοντας, παράλληλα, ότι ως προς τον κατηγορούμενο 2 δεν εντόπισε ενισχυτική μαρτυρία.

 

Αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία με αναφορά στον γνωστό κανόνα πρακτικής σύμφωνα με τον οποίο σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα το δικαστήριο αναζητεί ενισχυτική μαρτυρία, διατηρώντας ευχέρεια να καταδικάσει έστω και αν δεν εντοπίσει τέτοια μαρτυρία, αφού όμως προειδοποιήσει εαυτόν για τους κινδύνους καταδίκης σε τέτοιας φύσεως αδικήματα χωρίς ενίσχυση.  Δεν έστρεψε όμως την προσοχή του το Κακουργιοδικείο στο γεγονός ότι το κατηγορητήριο στηριζόταν και σε Νόμους στα πλαίσια των οποίων ο κανόνας πρακτικής έχει καταργηθεί, ώστε να εξετάσει τις συνέπειες στη συγκεκριμένη περίπτωση. 

 

Ειδικότερα οι κατηγορίες για βιασμούς που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος 1 στηρίζονταν στο άρθρο 144 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) και οι κατηγορίες για άσεμνες επιθέσεις στηρίζονταν τόσο στο άρθρο 151 του ΠΚ όσο και στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν. 119(Ι)/2000), ο οποίος κατ΄ ουσίαν ενσωμάτωσε τον κανόνα πρακτικής (άρθρο 16).  Από την άλλη όμως όταν η μαρτυρία προέρχεται από παιδί, έστω και τόσο μικρής ηλικίας ώστε να είναι ανώμοτη, σύμφωνα με την γενικής ισχύος πρόνοια του άρθρου 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.  Περιπλέον, οι κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος 2 στηρίζονταν στον περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, Ν. 87(Ι)/2007, ο οποίος κατάργησε τον κανόνα πρακτικής προκειμένου για αδικήματα προβλεπόμενα στον συγκεκριμένο Νόμο (άρθρο 4(3)).[1]  Πρόκειται για το φαινόμενο ανομοιομορφίας του Νόμου σε ένα κατ΄ εξοχήν ευαίσθητο πεδίο του δικαίου στο οποίο είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε πολύ πρόσφατα στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 147/16 και 148/16, ημερ. 20.11.2019, Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας και V.V.M. v. Δημοκρατίας, υποδεικνύοντας την ανάγκη για ενιαία νομοθετική ρύθμιση και εκσυγχρονισμό. 

Αυτά όμως δεν υποδείχθηκαν στο Κακουργιοδικείο, ούτε το απασχόλησαν, ούτε  τέθηκαν με τις εφέσεις.  Ως εκ τούτου δεν θα επεκταθούμε σε σχέση με το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο επικαλέστηκε τον κανόνα πρακτικής χωρίς αναφορά στις εν λόγω νομοθετικές πρόνοιες.  Είναι δεδομένο ότι το Κακουργιοδικείο αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία.  Όμως εσφαλμένα θεώρησε ότι τέτοια ήταν η ιατρική μαρτυρία των ΜΚ13 και ΜΚ22, περί χοανοειδούς διαμόρφωσης του πρωκτού της παραπονούμενης η οποία οφείλετο σε επαναλαμβανόμενες πρωκτικές «συνουσίες»,  κάτι που το Κακουργιοδικείο εξέλαβε ως ενίσχυση της μαρτυρίας της παραπονούμενης ότι ο κατηγορούμενος 1 τη βίαζε κατ΄ επανάληψη παρά φύσιν. 

 

Δεν επρόκειτο όμως για «ενισχυτική» μαρτυρία με την τεχνική έννοια του όρου.  Η ενισχυτική μαρτυρία, υπ΄ αυτή την έννοια, είναι η ανεξάρτητη μαρτυρία που τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αλλά και ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος  (James v. R. (1970) 55 Cr. App. Rep. 299, 330 PC, R. v. Baskerville (1916) 2 K.B. 658, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 258, Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας και V.V.M. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ως ενισχυτική μαρτυρία, μαρτυρία η οποία δεν ήταν τέτοια, δεν οδηγεί, κατ’ ανάγκη, σε ακύρωση της καταδίκης (Δέστε: Vouniotis v. Republic (1975) 2 CLR 34, Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας και V.V.M. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Το Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, μπορεί να ακυρώσει καταδικαστική απόφαση λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος, ή για τον λόγο ότι υπήρξε πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης, νοείται, όμως, ότι έχει εξουσία να απορρίψει την έφεση εάν κρίνει ότι δεν προέκυψε, πράγματι, ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται για τη γνωστή «επιφύλαξη» του άρθρου 145(1)(β), που παρέχει τη δυνατότητα, μια έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης να απορριφθεί, παρά την ύπαρξη σφάλματος στην πρωτόδικη απόφαση, όταν το Εφετείο κρίνει ότι δεν προκαλείται ουσιώδης εκτροπή από τα θέσμια της δικαιοσύνης. Το κριτήριο είναι, το κατά πόσον, παρά το σφάλμα, με τη σωστή καθοδήγηση, το εκδικάζον Δικαστήριο αλλά και κάθε άλλο Δικαστήριο, θα κατέληγαν, επί του συνόλου της μαρτυρίας, αναπόφευκτα, σε καταδικαστική απόφαση (Δέστε: Vouniotis (ανωτέρω) και Hiscock v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 183/15, ημερ. 19.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:B362).  Όπως χαρακτηριστικά παρατίθεται στην απόφαση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, 668:

 

«Το κριτήριο για την εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του Νόμου, καθώς προκύπτει, είναι η βέβαιη διαπίστωση ότι καταδικαστική θα ήταν η απόφαση του δικάσαντος δικαστηρίου και αν δεν υπέπιπτε στα σφάλματα, στα οποία υπέπεσε.»

 

Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί παρά με αναφορά σε συγκεκριμένες πτυχές της υπόθεσης και ιδιαίτερα σε σχέση με τη δυνητική επίδραση του σφάλματος στο έργο της αξιολόγησης και, εν τέλει, της καταδίκης (Nroorwzeft v. Δημοκρατίας (2002) 2 A.A.Δ. 505, Κondratjev ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 551, Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας και V.V.M. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, με επίγνωση του δύσκολου έργου του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε όλους τους αστυνομικούς μάρτυρες ως αξιόπιστους και ειλικρινείς και δέχθηκε τη μαρτυρία τους. Συγκεκριμένα τόνισε, ότι δεν διαπίστωσε οποιανδήποτε καθοδήγηση ή καταπίεση της παραπονούμενης από τις ΜΚ2, 3 και 4, κατά τη λήψη των δύο οπτικογραφημένων καταθέσεων της, Τεκμηρίων 3 και 4, όπως είχαν υποστηρίξει οι συνήγοροι των κατηγορουμένων.  Προς τούτο, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι, όπως οι προαναφερόμενοι μάρτυρες ανέφεραν, εάν η παραπονούμενη ΧΧ δεν επιθυμούσε να μιλήσει ή εξέφραζε την επιθυμία να σταματήσει τις καταθέσεις της, θα παρενέβαινε η καθ’ ύλην αρμόδια και υπεύθυνη για το όλο θέμα, Κοινωνική Λειτουργός, ΜΚ10, η οποία ήταν παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια των οπτικογραφημένων καταθέσεων. Το Κακουργιοδικείο δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε καταπίεση της παραπονούμενης και παρατήρησε ότι οι αρχικοί ενδοιασμοί της, κατά τη δεύτερη κατάθεση, ήταν απόλυτα φυσιολογικοί και αναμενόμενοι, δεδομένης της φύσης της υπόθεσης και της ηλικίας της παραπονούμενης.

 

Για τους ιατρούς ΜΚ13 και ΜΚ22 το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι τους θεωρούσε εμπειρογνώμονες, οι οποίοι έδωσαν τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων τους. Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε, τόσο για την εμπειρογνωμοσύνη τους, όσο και για την ειλικρίνεια τους, θεώρησε τη μαρτυρία τους ως λεπτομερή και απόλυτα τεκμηριωμένη και την αποδέχθηκε, χωρίς δισταγμό.

 

Οι ΜΚ8 και ΜΚ10, Λειτουργοί του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας, που ήταν παρούσες κατά τις οπτικογραφημένες καταθέσεις της ΧΧ, κρίθηκαν ως ειλικρινείς και αξιόπιστοι μάρτυρες, οι οποίοι είπαν την αλήθεια στο Δικαστήριο. Η ΜΚ10, συγκεκριμένα, αναφορικά με τη δεύτερη οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης ΧΧ (τεκμήριο 4), είπε πως δεν προέκυψε ανάγκη για διακοπή της κατάθεσής της, αφού η ίδια έκρινε ότι, η ΧΧ δεν είχε καταπιεστεί από τη ΜΚ4, η οποία υπέβαλλε τις ερωτήσεις. Η ΜΚ10 ανέφερε ότι, η ΧΧ ήταν στενοχωρημένη και αναστατωμένη, αφού θα αναβίωνε τραυματικά γεγονότα, αλλά ήθελε να τα πει για να ξελαφρώσει. Για τη ΜΚ21, Κλινική Ψυχολόγο, το Κακουργιοδικείο είπε ότι ήταν εξαιρετική μάρτυρας, η οποία, με υπευθυνότητα και άρτια επαγγελματική προσέγγιση, έδωσε τη μαρτυρία της. Αναφέρθηκε, η ΜΚ21, ειδικά στις συναντήσεις που είχε με τη ΜΚ11 και τη ΜΚ12.  Όσον αφορά την καθυστέρηση της παραπονούμενης ΧΧ να μιλήσει για τα επίδικα γεγονότα, η ΜΚ21 είπε ότι, ήταν φυσιολογικό η παραπονούμενη να μιλήσει στη γιαγιά της, ΜΚ11, και όχι στη μητέρα της, ΜΚ12, η οποία, μέχρι την ημέρα της ακρόασης, δεν είχε ακόμη αποδεχθεί το ενδεχόμενο σεξουαλικής κακοποίησης της κόρης της από τους δύο ερωτικούς της συντρόφους - κατηγορούμενους. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε επίσης τη μαρτυρία της ΜΚ14, δασκάλας της παραπονούμενης και της ΜΚ18.

Για την ίδια την παραπονούμενη, ΜΚ20, παρατηρεί ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ανήλικη από πέντε μέχρι και εννέα ετών, ενώ, κατά τη μαρτυρία της, ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν δέκα ετών. Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά σε Νομολογία, παρατήρησε ότι, ένα παιδί της ηλικίας της ΧΧ, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο, ακόμα και στην απουσία των κατηγορουμένων, διακατέχεται από άγχος, φόβο, αμηχανία, διστακτικότητα και ντροπή, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται σε γεγονότα σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία βίωσε.

 

Το Κακουργιοδικείο, παρατήρησε ότι, στις δύο οπτικογραφημένες καταθέσεις της, η ΧΧ περιέγραψε τις πράξεις του κατηγορούμενου 1 με αρκετή λεπτομέρεια. Είπε ότι ήταν επαναλαμβανόμενες και πολλές αλλά δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια το χρονικό σημείο της κάθε πράξης.  Παρά την εμφανή αναστάτωσή της, ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την αντεξέτασή της, εντούτοις η μαρτυρία της παρουσίαζε συνέπεια ως προς την περιγραφή των τραυματικών γεγονότων και σε σχέση με την αποκάλυψη τους στη γιαγιά της, ΜΚ11.  Όλες οι αποδιδόμενες, στον κατηγορούμενο 1, πράξεις δεν αναφέρθηκαν μόνο στην πρώτη κατάθεση της, αλλά επαναλήφθηκαν, με συνέπεια και στη δεύτερη, καθώς και ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την εξαντλητική και επίπονη αντεξέτασή της. Η όποια μικρή απόκλιση στην περιγραφή των γεγονότων εξηγείται, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, λόγω της ηλικίας της, κατά τον χρόνο των γεγονότων, καθώς επίσης και της αναστάτωσης και του βεβαρημένου ψυχικού της κόσμου. Σε σχέση με την καθυστέρηση της αποκάλυψης των γεγονότων, η οποία έγινε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2015, προς τη γιαγιά της, ΜΚ11, και όχι προς τη μητέρα της, ΜΚ12, η οποία αντιδρούσε κατά τρόπο ακραίο, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι, η ΧΧ, δεν είχε αποκαλύψει τις παρενοχλήσεις που υπέστη σε όλη τους την έκταση, φοβούμενη την αντίδραση της μητέρας της, ΜΚ12, αλλά και τις απειλές του κατηγορούμενου 1, ο οποίος της είχε πει ότι θα έκανε κακό στη μητέρα της.  Η δεύτερη αποκάλυψη, με περισσότερες λεπτομέρειες, έγινε και πάλι στη γιαγιά της, ΜΚ11, έξι μήνες αργότερα, ενώ παραπονούμενη και γιαγιά βρισκόντουσαν σε χαλαρό περιβάλλον, μακριά από τη ΜΚ12 και τον πρώτο κατηγορούμενο.

 

Κατά το Κακουργιοδικείο, η προαναφερόμενη συμπεριφορά της παραπονούμενης, όσον αφορά τον τρόπο και τον χρόνο αποκάλυψης των, κατ’ ισχυρισμό, πράξεων του κατηγορούμενου 1, ήταν δικαιολογημένη και αναμενόμενη. Επίσης, θεώρησε τις κάποιες αποκλίσεις που παρουσίαζε η μαρτυρία της, ως δικαιολογημένες και επουσιώδεις εφόσον αφορούσαν σε λεπτομέρειες και δεν επηρέαζαν την ουσία των ισχυρισμών (Δέστε: Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104) και ότι ο πυρήνας των θέσεων της παραπονούμενης ΧΧ παρέμεινε αναλλοίωτος.  Επίσης, το Κακουργιοδικείο, δέχθηκε ως επαρκείς τους λόγους καθυστέρησης της παραπονούμενης να καταγγείλει τον πρώτο κατηγορούμενο εξηγώντας γιατί. Γενικά δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ΧΧ, σε όλη της την έκταση, με κάποιες επιφυλάξεις μόνο, που αφορούν τις παρενοχλήσεις της από τον κατηγορούμενο 2.  Η μαρτυρία της παραπονούμενης εναντίον του κατηγορούμενου 1 διακρίνεται από σαφήνεια, και ήταν, καθόλα τα στάδια, σταθερή και συνεπής με τις θέσεις της ότι, ο κατηγορούμενος 1 προέβη σε όλες τις πράξεις που είχε περιγράψει, τόσο στις οπτικογραφημένες καταθέσεις της, όσο και στη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά την περιγραφή των πράξεων του κατηγορούμενου 1, αναφέρθηκε σε συγκλονιστικές λεπτομέρειες, ενώ παράλληλα προέβη και σε περιγραφή των γεννητικών του οργάνων, ως η εικόνα αναδυόταν μέσα από την αθωότητα του παιδικού της μυαλού. Αναφορικά με ουσιώδη παράλειψη της παραπονούμενης, όπως ισχυρίστηκε η υπεράσπιση του κατηγορούμενου 1, να περιγράψει σπίλους (ελιές), που είχε ο κατηγορούμενος 1 στο πέος, το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι, η παραπονούμενη έδωσε σαφή περιγραφή των γεννητικών οργάνων του κατηγορούμενου 1, περιγράφοντας όσα η ίδια θεώρησε σημαντικά.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης για παρενοχλήσεις της από τον κατηγορούμενο 2, το Κακουργιοδικείο παρατηρεί, ότι, δεν υπήρχε, στις περιγραφές της παραπονούμενης, η ίδια σταθερότητα και συνοχή, όπως υπήρχε για τον κατηγορούμενο 1.  Το Κακουργιοδικείο εντόπισε εγγενείς αδυναμίες στη μαρτυρία της, οι οποίες δυνατόν να οφείλονται στο μεγάλο χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει, όπως επίσης και στο γεγονός ότι η παραπονούμενη ήταν πιο μικρή σε ηλικία όταν ο κατηγορούμενος 2 διέπραξε τα όσα, κατ’ ισχυρισμό, του καταλογίζει. Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει την αδυναμία της να δώσει οποιανδήποτε περιγραφή των γεννητικών οργάνων του κατηγορούμενου 2, παρά τον ισχυρισμό της ότι την υποχρέωνε να γλείφει το πέος του. Επίσης, στις οπτικογραφημένες καταθέσεις της, η παραπονούμενη, είπε ότι, όταν είδε το γεννητικό όργανο του πρώτου κατηγορούμενου δεν είχε δει προηγουμένως άλλο ανδρικό γεννητικό όργανο, ενώ, σύμφωνα με την εκδοχή της, είχε δει εκείνο του δεύτερου κατηγορούμενου, προηγουμένως. Επίσης, το Κακουργιοδικείο είπε ότι δεν μπορούσε να παραγνωριστεί το γεγονός πως η παραπονούμενη δεν παραπονέθηκε στη γιαγιά της τον Ιανουάριο του 2015, για οποιανδήποτε κακοποίησή της, από τον κατηγορούμενο 2. Το Κακουργιοδικείο επισήμανε και άλλα στοιχεία της μαρτυρίας της, τα οποία παρουσίαζαν αδυναμίες και αντιφάσεις. Παρά το ότι δεν καταλόγισε στην παραπονούμενη οποιαδήποτε ενσυνείδητα ψέματα αναφορικά με τις παρενοχλήσεις που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν από τον κατηγορούμενο 2, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε κάποια αοριστία στη μαρτυρία της, σε αντιδιαστολή με τη μαρτυρία της σε σχέση με τις παρενοχλήσεις που δεχόταν από τον κατηγορούμενο 1, η οποία διακρινόταν από σαφήνεια, σταθερότητα και πειστικότητα.

 

Το Κακουργιοδικείο προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ11 και ΜΚ19, γιαγιάς και παππού της παραπονούμενης, των οποίων τη μαρτυρία αποδέχεται και προβαίνει και σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας της, ΜΚ12, την οποία, ουσιαστικά, απορρίπτει, δεδομένης της εξάρτησης της, όπως συμπέρανε, από τον πρώτο κατηγορούμενο και της επιθυμίας της να βοηθήσει τον πρώτο κατηγορούμενο, στον οποίο είχε μεγάλη αδυναμία.

 

Για τους δύο κατηγορούμενους, το Κακουργιοδικείο, σχημάτισε αρνητική εικόνα και απέρριψε τη μαρτυρία τους ως αναξιόπιστη. Για τον ΜΥ1, ιατρό των Φυλακών, το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία του ως ειλικρινή, ενώ για τη ΜΥ2, εν διαστάσει σύζυγο του κατηγορούμενου 1, είπε ότι ήλθε απλώς για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο 1, εν διαστάσει σύζυγο της.

 

Έχουμε υπόψιν μας το έργο της αξιολόγησης που επιτέλεσε το Κακουργιοδικείο.  Θα πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι ναι μεν η εκληφθείσα ως ενισχυτική, ιατρική, μαρτυρία δεν ήταν τέτοιας φύσης, όμως δεν στερείται αξίας, εφόσον δεν παύει να αποτελεί υποστηρικτική μαρτυρία (supporting evidence) (βλ. R. v. Turnbull [1977] QB 224).  Μάλιστα αποτελεί, υπό τις περιστάσεις, ισχυρή υποστηρικτική μαρτυρία της εκδοχής του παιδιού για επανειλημμένους παρά φύσιν βιασμούς από τον κατηγορούμενο 1, εφόσον αυτός διέμενε στο σπίτι τους καθ’  όλη την κρίσιμη περίοδο.  Τούτου δοθέντος ήταν πλέον ζήτημα συνολικής εκτίμησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης. 

 

Έχοντας εξετάσει όλες τις περιστάσεις, το σύνολο της μαρτυρίας, την ισχυρή υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης υποστηρικτική ιατρική μαρτυρία, τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο διενήργησε την αξιολόγηση και κατέληξε στα ευρήματα του, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι η εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας  δεν κατέληξε σε ουσιώδη πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης και ότι, τόσο το εκδικάζον Δικαστήριο όσο και κάθε άλλο Δικαστήριο, με τη σωστή καθοδήγηση, θα κατέληγαν, επί του συνόλου της μαρτυρίας αναπόφευκτα σε καταδικαστική απόφαση.  Κατά συνέπεια, έχει εφαρμογή η επιφύλαξη.

 

Οι περισσότεροι λόγοι έφεσης του κατηγορούμενου 1 αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα σχετικά ευρήματα του Κακουργιοδικείου.  Όμως είναι θεμελιωμένες οι αρχές, με βάση τις οποίες, το Εφετείο επεμβαίνει σε πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων. Ο κατ’ εξοχήν κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου δίδεται η μαρτυρία. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, σπάνια, και εκεί όπου θεωρήσει πως τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι καταφανώς εσφαλμένα. Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή και αναλυτική αναφορά στην ενώπιον του μαρτυρία, την αξιολόγησε δεόντως, κάνοντας τις απαραίτητες συγκρίσεις και ορθούς συνειρμούς και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του Κακουργιοδικείου.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε δεόντως υπόψιν την ηλικία της παραπονούμενης ΧΧ, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τόσο αναφορικά με τον πρώτο, όσο και αναφορικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο. Έλαβε επίσης υπόψιν του την ψυχολογική κατάσταση και την αναστάτωση που αισθανόταν η παραπονούμενη ΧΧ, κατά την αντεξέταση της ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Ορθά, το Κακουργιοδικείο, παραγνώρισε επουσιώδεις παραλείψεις ή ανακρίβειες στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Λαμβανομένου υπόψιν του χρόνου που πέρασε από τα επίδικα γεγονότα, αλλά και της ηλικίας της και της ψυχολογικής της κατάστασης.

 

Η μαρτυρία μιας παραπονούμενης που είναι σε τρυφερή ηλικία, όπως στην προκείμενη περίπτωση, και η οποία καταθέτει ως θύμα σεξουαλικών επιθέσεων και παρενοχλήσεων, δεν μπορεί να εξετάζεται μικροσκοπικά, αλλά πρέπει να ιδωθεί στο σύνολό της και να κριθεί χωρίς να δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα σε επουσιώδεις λεπτομέρειες.  Έτσι έγινε εν προκειμένω.

 

Ειδικότερα όμως, ο δέκατος έβδομος λόγος έφεσης αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας της παραπονούμενης, ΧΧ, αλλά αναφέρει, επίσης, ότι, και στη βάση της μαρτυρίας της, δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν οι φορές που ο πρώτος κατηγορούμενος τη βίασε ή της επιτέθηκε άσεμνα.  Επίσης, αντιπαραβάλλεται η μαρτυρία της εναντίον του πρώτου κατηγορούμενου με εκείνην εναντίον του δεύτερου κατηγορούμενου, η οποία, ουσιαστικά, απορρίφθηκε.

 

Ο εικοστός λόγος έφεσης αφορά στα, κατ’ ισχυρισμό, εσφαλμένα πρωτόδικα ευρήματα, σύμφωνα με τα οποία στοιχειοθετούντο όλες οι κατηγορίες εναντίον του πρώτου κατηγορούμενου, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Επίσης, το εύρημα ότι υπήρχαν συχνοί, επαναλαμβανόμενοι βιασμοί δεν βασίζεται στη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, θεωρούμε πως, το εύρημα ότι η παραπονούμενη ΧΧ ήταν αξιόπιστη μάρτυρας, που είπε την αλήθεια αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, δεν μπορεί να ανατραπεί. Η μαρτυρία της αξιολογήθηκε πλήρως, λήφθηκαν υπόψιν όλοι οι σχετικοί παράγοντες και το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη είπε την αλήθεια αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο.  Περαιτέρω, έχει ήδη κριθεί το ζήτημα της απουσίας ενισχυτικής μαρτυρίας και των συνεπειών της.

 

Πέραν των πιο πάνω, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, η παραπονούμενη ΧΧ, στην αξιόπιστη μαρτυρία της, αναφέρθηκε σε πολλούς και επαναλαμβανόμενους, παρά φύσιν, βιασμούς της από τον πρώτο κατηγορούμενο, και σε συνεχείς και επανειλημμένες σεξουαλικές πράξεις και παρενοχλήσεις της από τον ίδιο, οι οποίες κάλυπταν μία μακρά χρονική περίοδο. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τον ακριβή χρόνο για την κάθε περίπτωση, ούτε και τις ακριβείς φορές. Ήταν, όμως, παρενοχλήσεις που λάμβαναν διάφορες μορφές, τόσο σε φύση και έκταση, όσο και σε χρόνους.  Σε κάποια σημεία της μαρτυρίας της, αναφέρθηκε σε εκατόν δώδεκα φορές και σε δύο φορές την εβδομάδα, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των δύο περίπου ετών.

 

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και η νομική πτυχή – κατάληξη του, δείχνουν ότι, το Κακουργιοδικείο, αποδεχόμενο εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία της παραπονούμενης ΧΧ, κατέληξε σε συμπέρασμα ότι, σε διάφορες περιπτώσεις, μεταξύ Αυγούστου–Σεπτεμβρίου του 2013 και Ιανουαρίου του 2015, ο πρώτος κατηγορούμενος τη βίαζε παρά φύσιν και προέβαινε και σε άλλες συγκεκριμένες άσεμνες επιθέσεις εναντίον της. Στη βάση των προαναφερομένων, το Κακουργιοδικείο, έκρινε ότι, είχαν αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, οι 15 κατηγορίες του βιασμού και οι 24 κατηγορίες της άσεμνης επίθεσης.  Παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου πώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά την προαναφερόμενη περίοδο, διαπράχθηκαν συγκεκριμένοι 15 βιασμοί της παραπονούμενης και συγκεκριμένες 24 άσεμνες επιθέσεις εναντίον της, ενόψει της μαρτυρίας για εκατόν δώδεκα φορές και για δύο φορές την εβδομάδα, θεωρούμε ότι αποδείχθηκαν, τουλάχιστον, οι προαναφερόμενοι βιασμοί και οι άσεμνες επιθέσεις, εφόσον η μαρτυρία καλύπτει μεγαλύτερο αριθμό βιασμών και άσεμνων επιθέσεων.

 

Κατά συνέπεια, οι πρωτόδικες καταδίκες του πρώτου κατηγορούμενου – εφεσείοντα, στις προαναφερόμενες τριάντα εννέα κατηγορίες επικυρώνονται.

 

Τίθεται, τελικά, το ζήτημα του ύψους της ποινής.

 

Η περίπτωση αυτή ήταν άκρως ειδεχθής. Ο πρώτος κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος πλήρως τη σχέση «πατριού», δηλαδή εμπιστοσύνης και της οικειότητας που είχε με την ανήλικη παραπονούμενη, ενόψει του ότι ήταν ερωτικός σύντροφος της μητέρας της και διέμενε στο σπίτι της, καθώς και την τρυφερή ηλικία και αθωότητα της παραπονούμενης, που ήταν τότε επτά έως εννέα ετών, διέπραξε, κατά το προαναφερόμενο διάστημα, παρά φύσιν, βιασμούς και άσεμνες επιθέσεις, κατά τον τρόπο που περιέγραψε το Κακουργιοδικείο, εναντίον της, με αποτελέσματα αρνητικά για τη σωματική και ψυχική της υγεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τις κτηνώδεις πράξεις του, ο κατηγορούμενος 1 ονόμαζε την ανήλικη παραπονούμενη «σσιήλλα» και της συμπεριφερόταν σαν πόρνη.  Είναι επίσης ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τον κατηγορούμενο 1 ότι ουδέποτε έδειξε οποιανδήποτε μεταμέλεια και ότι με τη μή παραδοχή του και την εξαντλητική αντεξέταση της ανήλικης παραπονούμενης (δια της συνηγόρου του) την υποχρέωσε να ξαναζήσει τα εφιαλτικά γεγονότα.

 

Υπό τις περιστάσεις, δεν θεωρούμε τη συνολική ποινή φυλάκισης των είκοσι ετών, που του επιβλήθηκε, ως υπερβολική. Αντίθετα, ήταν η αρμόζουσα δίκαιη τιμωρία με το ορθό αποτρεπτικό μήνυμα τόσο για τον ίδιο, όσο και για όσους έχουν τέτοιες αρρωστημένες επιδιώξεις.  Η ποινή επικυρώνεται.

 

Η Ποινική Έφεση Αρ. 91/2018 στρέφεται κατά της αθωωτικής απόφασης του Εφεσίβλητου – Κατηγορούμενου 2.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δύναται να ασκήσει έφεση από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου, μόνο για τους ακόλουθους λόγους:

 

1.   Ότι δεν υπήρξε απόδειξη, βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα, αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής.

2.   Ότι, απόδειξη (μαρτυρία) έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε.

3.   Ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων και

4.   Ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας.

 

Η Έφεση βασίζεται στους λόγους 2 και 3 του άρθρου 137(1) του Κεφ. 155, καθότι, κατ’ ισχυρισμό, αποκλείστηκε πλημμελώς απόδειξη (μαρτυρία) και ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.

 

Οι λόγοι έφεσης αφορούν στη μαρτυρία της παραπονούμενης ΜΚ20 σε σχέση με τον εφεσίβλητο και στην, κατ’ ισχυρισμό, απόρριψη της μαρτυρίας της εναντίον του εφεσίβλητου, για επουσιώδεις λόγους, οι οποίοι αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, και οι οποίοι, μάλιστα, έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία της Κλινικής Ψυχολόγου, ΜΚ21.

 

Ο δεύτερος λόγος αφορά στην, κατ’ ισχυρισμό, εσφαλμένη πρωτόδικη κατάληξη ότι η εμπλοκή του κατηγορούμενου 2 δεν είχε αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό, με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο δέχτηκε ως αξιόπιστη. 

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν αφορά, κατά την κρίση μας, σε νομικό σημείο, αναφορικά με το οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 ΑΑΔ 94).  Αφορά στην απόρριψη, ουσιαστικά, της μαρτυρίας της παραπονούμενης ΜΚ20 ως ασφαλούς για καταδίκη του δεύτερου κατηγορούμενου.  Τούτο όμως δεν συνιστά «πλημμελή αποκλεισμό απόδειξης» όπως ο Νόμος προϋποθέτει και όπως ρητά προσδιορίστηκε στον πρώτο λόγο έφεσης. 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά σε ισχυρισμό ότι η ενοχή του δεύτερου κατηγορούμενου αποδεικνύεται στον απαιτούμενο βαθμό, στη βάση αξιόπιστης μαρτυρίας που δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σαφώς όμως το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης εναντίον του δεύτερου κατηγορούμενου δεν ήταν τέτοια που να μπορεί, από μόνη της, να αποδείξει την ενοχή του.  Δεν πρόκειται για περίπτωση πλημμελούς εφαρμογής του νόμου.

 

Συνεπώς και οι δύο λόγοι δεν καλύπτονται από το άρθρο 137.

 

Κατά συνέπεια, και οι δύο Εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

 

 

Μ. Μ. Νικολάτος, Π.

                                  

                                                Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.

/ΜΣ



[1] Η ίδια πρόβλεψη διατηρήθηκε στον περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι).2004, άρθρο 21. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο