ΚΟΝΝΑΡΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 184/2019, 16/7/2020

ECLI:CY:AD:2020:B248

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 184/2019)

 

16 Ιουλίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΚΟΝΝΑΡΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

ΗΜΕΡ. 17.2.2020

_ _ _ _ _ _

 

Α. Ματθαίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Αιτήτρια -Εφεσίβλητη.

Γ. Λουϊζίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση-Εφεσείοντα.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 30.10.12 καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, το οποίο, μετά από ακροαματική διαδικασία, εξέδωσε στις 17.4.2015 αθωωτική απόφαση. Καταχωρήθηκε έφεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία έγινε αποδεκτή και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Στις 18.6.2019, κατόπιν δίκης, ο Εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες: τις κατηγορίες 6 και 11 επί του κατηγορητηρίου, οι οποίες αφορούσαν, αντιστοίχως, στο αδίκημα της πρόκλησης σε ψευδορκία, κατά παράβαση του άρθρου 110(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 και στο αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του ιδίου νομοθετήματος.

 

Η καταδικαστική απόφαση προσβλήθηκε με σειρά λόγων έφεσης, το βασικό μέρος των οποίων αφορά στην επίκληση έλλειψης δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση των διαλαμβανομένων από το άρθρο 24 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, το οποίο έχει ως εξής:

 

«Πoιvική δικαιoδoσία Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ

 

24.-(1) Έκαστoς Πρόεδρoς Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, έκαστoς Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής και έκαστoς Επαρχιακός Δικαστής θα έχωσιv αρμoδιότητα vα εκδικάζωσι συvoπτικώς πάvτα τα αδικήματα τα τιμωρoύμεvα με φυλάκισιv διά περίoδov μη υπερβαίvoυσαv τα πέντε έτη ή με πρόστιμov μη υπερβαίvov τας πεvήvτα χιλιάδες λίρες ή με αμφoτέρας τας πoιvάς και δύvαvται επιπρoσθέτως ή εv υπoκαταστάσει oιασδήπoτε τoιαύτης τιμωρίας, vα διατάξωσιv oιovδήπoτε πρόσωπov καταδικασθέv υπ' αυτώv όπως πληρώση πρoς oιovδήπoτε πρόσωπov βλαβέv υπό τoυ αδικήματoς αυτoύ, απoζημίωσιv μη υπερβαίvoυσαv τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000,00).

 

(2) Παρά πάσαv διάταξιv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, Πρόεδρoς Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής, τη συγκαταθέσει τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέως της Δημoκρατίας, θα έχη αρμoδιότητα vα εκδικάζη συvoπτικώς oιovδήπoτε αδίκημα, εάv είvαι ικαvoπoιημέvoς ότι τo τoιoύτov είvαι σκόπιμov, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv όλωv τωv περιστατικώv της υπoθέσεως περιλαμβαvoμέvης και της επαρκείας της τιμωρίας ή της απoζημιώσεως τηv oπoίαv o Πρόεδρoς τoυ Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής ή o Επαρχιακός Δικαστής έχει εξoυσίαv δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ vα επιβάλη ή επιδικάση:

 

Νoείται ότι oιαδήπoτε επιβληθείσα τιμωρία ή oιαδήπoτε επιδικασθείσα απoζημίωσις δεv θα υπερβαίvη τηv τιμωρίαv ή τηv απoζημίωσιv τηv oπoίαv Πρόεδρoς Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ,  Αvώτερoς Επαρχιακός  Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής, ως είvαι η περίπτωσις, έχει εξoυσίαv vα επιβάλη ή επιδικάση δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1).»

 

 

 

 

Προβάλλεται στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, ότι η ποινική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου προς εκδίκαση συνοπτικά οποιουδήποτε αδικήματος, τελεί, ως διαλαμβάνει το άρθρο 24(2), υπό την αίρεση παροχής συγκατάθεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του πιο πάνω άρθρου δόθηκε στις 26.1.2012, προς συνοπτική εκδίκαση του Εφεσείοντα – κατηγορούμενου «…… για τη διάπραξη αδικημάτων δυνάμει των άρθρων 116, 339 και 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 …..». Ητοι, στην εν λόγω συγκατάθεση, δεν περιλαμβανόταν και το αδίκημα του άρθρου 110(2), που επιφέρει ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια.

 

Προς ολοκλήρωση του ιστορικού, συμπληρώνουμε, γεγονός επίσης αδιαμφισβήτητο, ότι ζήτημα δικαιοδοσίας υπό την πιο πάνω μορφή τέθηκε για πρώτη φορά πρωτοδίκως στις 26.8.2019, μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης και προτού επιβληθεί ποινή, όπως εντοπίζεται και στις σελίδες 472-477 των πρακτικών. Όπως καταγράφεται στη σελίδα 476, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου – Εφεσείοντα, ανέφερε ότι «Είναι ένα θέμα το οποίο εξετάζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας». Το πρωτόδικο Δικαστήριο,  όπως καταγράφεται στην ίδια σελίδα, προσέγγισε το ζήτημα ως ακολούθως:

 

«Δικαστήριο: Το Δικαστήριο, το ίδιο, είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να ελέγξει την ίδια του την απόφαση, είμαι απόλυτη σε αυτό και αν το ζητήσετε από εμένα σας λέω ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορεί να κάνει το παρόν Δικαστήριο στο στάδιο αυτό είναι να σας καλέσει να αγορεύσετε για μετριασμό της ποινής και ακολούθως να επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο.»

 

 

Ο συνήγορος του Εφεσείοντα, διατηρώντας τη θέση του, πρόσθεσε ότι «Είναι θέμα που θα ελεγχθεί ενδεχομένως από το Ανώτατο σε πλαίσια άλλης διαδικασίας. Αυτή είναι η θέση μου άρα θα προχωρήσω με αγορεύσεις.». Όπως διαφαίνεται από τη συνέχεια των πρακτικών, στις 30.8.2019 έλαβαν χώραν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτεταμένες αγορεύσεις, η επιχειρηματολογία των οποίων αφορούσε στο κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προς άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, με βάση το άρθρο 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, προκειμένου να παραπεμφθεί σχετικό νομικό ερώτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμοδότηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερ. 5.9.2019, απέρριψε το αίτημα της υπεράσπισης, κρίνοντας ότι όλο θέμα δεν συνιστούσε ούτε ζήτημα που ήταν αμιγώς νομικό, ούτε αναγκαίο προς επίλυση, για να ήταν δυνατή η συνέχιση της ενώπιόν του διαδικασίας.

 

Με δεδομένη την ουσία των λόγων έφεσης, όπως την έχουμε ήδη εκθέσει, η πλευρά της Εφεσίβλητης καταχώρησε την αίτηση η οποία συνιστά το αντικείμενο της παρούσας ενδιάμεσης απόφασής μας. Αιτείται την παροχή άδειας για παρουσίαση νέας και/ή περαιτέρω μαρτυρίας, μέσω της κλήτευσης αρμόδιου λειτουργού της Νομικής Υπηρεσίας και/ή του εξεταστή της υπόθεσης, η οποία αφορά γραπτές οδηγίες που δόθηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα προς την Αστυνομία για την ποινική δίωξη του Εφεσείοντα και οι οποίες καταγράφονται στο ημερολόγιο ενεργείας του ανακριτικού φακέλου. Φέρουν, όπως τίθεται, την υπογραφή του ιδίου του Γενικού Εισαγγελέα και ήταν όπως ο Εφεσείοντας δικαστεί συνοπτικά και κατηγορηθεί, μεταξύ άλλων, για το αδίκημα της πρόκλησης σε ψευδορκία κατά παράβαση του άρθρου 110(2) του Ποινικού Κώδικα. Είναι η θέση της Εφεσίβλητης -αιτήτριας ότι η εν λόγω μαρτυρία είναι απόλυτα σχετική με τα επίδικα θέματα της έφεσης και ουσιαστικής σημασίας, ως προς το αποτέλεσμά της. Χαρακτηρίζεται ως αξιόπιστη και προβάλλεται ότι, υπό τις συνθήκες που περιβάλλουν το όλο ζήτημα, ήταν αδύνατο και μη προβλέψιμο να προσκομισθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε προηγούμενο στάδιο.

 

Ο Εφεσείοντας – καθ΄ ου η αίτηση ενίσταται, επικαλούμενος ότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις που καθορίζει η νομολογία. Προεκτείνοντας, θέτει ότι πρόκειται για μαρτυρικό υλικό που ήταν στη διάθεση της Εφεσίβλητης από την αρχή της διαδικασίας και που θα μπορούσε, με επίδειξη εύλογης επιμέλειας, να εντοπισθεί και να προσκομισθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Μας έχει έντονα απασχολήσει το ζήτημα της θωράκισης πλέον της πρωτόδικης διαδικασίας με το τεκμήριο της εγκυρότητας, σε συνάρτηση με την καθυστερημένη έγερση της διαδικαστικής ένστασης περί απουσίας συγκατάθεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα. Όπως είναι σταθερή γραμμή της νομολογίας (Ioannou Andreas and Another v. The Police 23 C.L.R. 266, Price v. Humphries (1958) 2 All E.R. 725), διαδικαστικές ενστάσεις, όπως ισχυρισμοί περί έλλειψης της αναγκαίας συγκατάθεσης για την έγερση ποινικής διαδικασίας, πρέπει να εγείρονται πριν την περάτωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Άλλως, εάν η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή ολοκληρωθεί χωρίς ένσταση ως προς τη συγκατάθεση, το τεκμήριο είναι ότι η διαδικασία ορθά και κατ΄ εξουσιοδότηση εισήχθη. Κρίνουμε όμως ορθότερο να μην επεκταθούμε επί του προκειμένου, δεδομένου ότι, τυχόν κρίση μας, θα έχει καταλυτικά αποτελέσματα επί της ουσίας των λόγων έφεσης, χωρίς να έχουν ακουστεί, σφαιρικά, επί τούτων οι δύο πλευρές.

 

Περιοριζόμενοι στο ζήτημα της παροχής άδειας για παρουσίαση περαιτέρω μαρτυρίας, παρεμβάλλουμε τη σταθερή νομολογία επί του θέματος, όπως συνοψίζεται στην απόφαση xxx Ζαρή ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 193/2010, ημερ. 11.5.2015:

 

«Οι πρόνοιες του άρθρου 146(β) και (γ) του Κεφ. 155 συναρτώνται με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 25(3) του Ν. 14/60. Το εν λόγω εδάφιο διεύρυνε τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακούει μαρτυρία κατ΄ έφεση. Η ερμηνεία και εμβέλεια των προνοιών του άρθρου 25(3) εξετάστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρχής γενομένης από την Philippos Charalambous v. Sotiris Demetriou (1961) CLR 14.  Ηταν η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι με το υπό αναφορά νομοθέτημα δεν διευρύνεται ριζικά η εξουσία επέμβασής του σε ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασισμένα στην αξιοπιστία μαρτύρων, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στη μετέπειτα απόφαση Kkolis v. The Republic (1961) CLR 53, επιβεβαιώθηκε ότι το υπό εξέταση εδάφιο δεν παρέχει απεριόριστη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις. Ακολούθησαν οι αποφάσεις Simadiakos v. The Police (1961) CLR 64, Christodoulides v. The Police (1968) 2 CLR 226, Vrahimis v. The Police (1970) 2 CLR 120 και Varnava v. The Police (1973) 2 CLR 317, όπου επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη νομολογιακή προσέγγιση και δεν έγινε αποδεκτή η θέση ότι με τη θεσμοθέτηση του άρθρου 25(3) επήλθε ουσιαστική αλλαγή ως προς την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων σε αναφορά με τη θεώρηση ευρημάτων γεγονότων. Τονίστηκε ότι τα εν λόγω ευρήματα ανάγονται στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το άρθρο 25(3) δεν σκόπευε στη μεταβολή της θέσης αυτής.

 

Το βάρος απόδειξης ότι παρέχεται πεδίο για την εφαρμογή του άρθρου 25(3) παραμένει στο μέρος που προσβάλλει τα ευρήματα και εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στο διάδικο ο οποίος προωθεί εισήγηση για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου να πείσει για την αναγκαιότητα αυτή (HadjiAntoni v. Vassiliadou (1961) CLR 103). Στην υπόθεση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 294, επιβεβαιώθηκε προηγούμενη νομολογία σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση με αναφορά σε γεγονότα τα οποία έλαβαν χώραν μεταγενέστερα της δίκης. Ως προς τα κριτήρια που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ΄ έφεση, καθοδηγητική είναι η απόφαση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 ΑΑΔ 8, όπου, αφού γίνεται εκτεταμένη ανασκόπηση της σταθερής επί του θέματος νομολογίας, καθορίζεται ότι οι προϋποθέσεις είναι:

 

«(α)   Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

                                  

(β)     Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

(γ)     Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.»

 

Προκύπτει ως κοινή συνισταμένη του δικαστικού λόγου που καλύπτει το σύνολο της νομολογίας αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 25(3) ότι η εξουσία επανακρόασης μαρτύρων σπάνια χρησιμοποιείται, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, η εισαγωγή και αξιολόγηση μαρτυρίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρουσίαση μαρτυρίας κατ΄ έφεση και, κατά κανόνα, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται επεξήγηση της παράλειψης προσαγωγής της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα πρέπει δε, προκειμένου να γίνει δεκτή η παροχή τέτοιας μαρτυρίας, να φαίνεται ότι θα μπορούσε να είχε σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης.»

 

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, επιζητείται η παρουσίαση περαιτέρω μαρτυρίας σε αναφορά με ζήτημα το οποίο προέκυψε μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, που δεν είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει πρωτοδίκως η Εφεσίβλητη και το οποίο συνιστά τον πυρήνα των λόγων έφεσης που καταχώρησε ο Εφεσείοντας.

 

Μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας – Εφεσίβλητης ότι η παρούσα περίπτωση, στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων που την περιβάλλουν, εμπίπτει στις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου μπορεί να δικαιολογηθεί η παρουσίαση μαρτυρίας κατ΄ έφεση. Αφορά σε στοιχείο μαρτυρίας που σχετίζεται με θέματα τα οποία τίθενται για πρώτη φορά προς κρίση στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Περαιτέρω, είναι μαρτυρία η οποία εμφανίζεται ως αξιόπιστη, σχετική με τα επίδικα ζητήματα και που η παρουσίασή της είναι πιθανό να έχει σημαντική επίδραση προς συνεκτίμηση όλων των κρίσιμων γεγονότων για την απόφαση επί της ουσίας της έφεσης.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω και έχοντας λάβει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, κρίνουμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την παροχή άδειας ως η αίτηση.

 

 

                                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο