SAVENCU v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 194/2019, 9/7/2020

ECLI:CY:AD:2020:B236

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 194/2019)

 

9 Ιουλίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

χχχ χχχ SAVENCU,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

Π. Μιχαήλ για Πέτρος Α. Μιχαήλ ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Φρ. Κακούρη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν δίκης, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, για πρόκληση του θανάτου του Emillian Laurent Bunulescu, τέως από τη Ρουμανία, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους, καθότι κρίθηκε ότι  οι περιβάλλουσες το αδίκημα συνθήκες και η συμπεριφορά που επέδειξε κατά την οδήγηση, αντικειμενικά κρινόμενη, δεν μπορούσε παρά να θεωρηθεί ότι εμπεριείχε το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο. Κατά το εκδικάσαν Δικαστήριο, δεν  επρόκειτο για περίπτωση στιγμιαίας αβλεψίας, αλλά οδήγησης κατά τρόπο απερίσκεπτο.

 

Πρωτοδίκως, δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση ότι ο Εφεσείων οδηγούσε το όχημά του επί της λεωφόρου Τεύκρου Ανθία, κατευθυνόμενος προς Τσέρι. Το όριο ταχύτητας στην εν λόγω λεωφόρο είναι 65 χαω. Όπως, τελικά, κρίθηκε, κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανωτάτου ορίου, συγκεκριμένα με ταχύτητα 118 χαω αντί 65 χαω. Με αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι από Τσέρι προς τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού, οδηγούσε το όχημά του ο Νικολάου, πρώην συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα. Τα δύο οχήματα, κάτω από συνθήκες που θα εκτεθούν στη συνέχεια, όπως αυτές αποτέλεσαν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συγκρούστηκαν μεταξύ τους, στο ύψος της συμβολής της λεωφόρου Τεύκρου Ανθία με την οδό Ψαρών, η οποία ήταν αριστερά της πορείας του Εφεσείοντα. Η σύγκρουση έγινε κατά τον χρόνο που ο Νικολάου επιχειρούσε να στρίψει δεξιά ως η πορεία του, για να εισέλθει στην οδό Ψαρών. Μετά τη σύγκρουση, το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα συνέχισε την πορεία του και προσέκρουσε στο αυτοκίνητο του θύματος, το οποίο ήταν σταματημένο σε ασφάλτινη διαπλάτυνση, αριστερά της λωρίδας επί της οποίας κινείτο ο Εφεσείων. Η εν λόγω διαπλάτυνση  έχει ικανοποιητικό πλάτος και δεν επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο τη διέλευση οχημάτων στις λωρίδες κυκλοφορίας. Ως αποτέλεσμα της πρόσκρουσης, επήλθε ο θάνατος του θύματος, καθώς επίσης και ο σοβαρός τραυματισμός της συζύγου του, η οποία εισήχθη σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Σοβαρά τραυματίστηκε και ο Εφεσείων, ενώ ελαφρύτερα τραυματίστηκαν οι επιβαίνοντες στο όχημα του Νικολάου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε σε περαιτέρω εύρημα ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, ο Νικολάου, προκειμένου να κάμει εμφανή την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά με σκοπό να εισέλθει στην οδό Ψαρών, είχε αναμμένο τον δεξιό δείκτη πορείας του αυτοκινήτου του και προτού στρίψει κινήθηκε με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Ήταν επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι η λεωφόρος Τεύκρου Ανθία είναι δρόμος ευθύς και επίπεδος με ικανοποιητικό φωτισμό. Παρά ταύτα, τη στιγμή που ο Νικολάου υλοποιούσε την πρόθεσή του να στρίψει, απέτυχε να εντοπίσει το όχημα του Εφεσείοντα. Αντιθέτως, ως ήταν επίσης πρωτόδικο εύρημα, ο Εφεσείων «….. εντόπισε το όχημα του ΜΚ5 (Νικολάου) και το είδε να είναι σταματημένο στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Αντιλήφθηκε μάλιστα ότι ο ΜΚ5 είχε πρόθεση να στρίψει δεξιά. Εκείνη τη στιγμή, ο Κατηγορούμενος κινείτο με ταχύτητα τουλάχιστο 118 χαω. Παρά το ότι αντιλήφθηκε το όχημα του ΜΚ5, ο Κατηγορούμενος δεν μείωσε την ταχύτητα του εντός του ορίου ταχύτητας των 65 χαω και συνέχισε να κινείται με ταχύτητα τουλάχιστο 118 χαω. Ο ΜΚ5 κινήθηκε με κατεύθυνση την οδό Ψαρών και αφού διένυσε 1,70 μέτρα εντός της λωρίδας κυκλοφορίας στην οποία κινείτο ο Κατηγορούμενος, επήλθε η σύγκρουση του μπροστινού δεξιού προφυλακτήρα του οχήματος του Κατηγορούμενου στο μπροστινό δεξιό φανάρι του οχήματος του ΜΚ5.».

 

Αναλύοντας στη συνέχεια τη νομική πτυχή και προσδιορίζοντας τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, το οποίο στοιχειοθετεί το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, έκρινε ότι, υπό τα περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, «….. η ενέργεια του Κατηγορούμενου να οδηγήσει με ταχύτητα κατά πολύ ψηλότερη του καθορισμένου ορίου, μπορεί αντικειμενικά να καταταχθεί και στους τρεις πιο πάνω όρους», ήτοι ως ενέργεια «……. εξ αντικειμένου αλόγιστη και επικίνδυνη ……. και στη φύση της απερίσκεπτη ……». Επί του προκειμένου, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε, αυτούσια, την καταληκτική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση, η επιλογή του Κατηγορουμένου να οδηγήσει με υπερβολική ταχύτητα την στιγμή που υπήρχε τροχαία κίνηση στον δρόμο και ειδικότερα από την στιγμή που στην αντίθετη κατεύθυνση κινείτο το όχημα του ΜΚ5, το οποίο είχε πρόθεση να στρίψει δεξιά, κάτι που και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος αντιλήφθηκε, σχετίζεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, ήτοι τον θάνατο του θύματος. Μάλιστα, θεωρώ ότι η πράξη του Κατηγορουμένου είναι πολύ περισσότερο από de minimis. Είναι θεωρώ ουσιαστική αιτία πρόκλησης του επίδικου δυστυχήματος και κατ΄ επέκταση του θανάτου, ανεξαρτήτως βεβαίως της αδιαμφισβήτητης συντρέχουσας ευθύνης του ΜΚ5. Ο Κατηγορούμενος δημιούργησε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης τραυματισμού ή ακόμα και θανάτου σε άλλα πρόσωπα. Ενήργησε απερίσκεπτα καθότι δεν έστρεψε την προσοχή του στην πιθανότητα ο ΜΚ5 να στρίψει δεξιά, πιθανότητα την οποία εν πάση περιπτώσει, κατά δική του παραδοχή αναγνώρισε. Είναι θεωρώ, αδιάφορο το γεγονός ότι με το στρίψιμο του ΜΚ5 δεν δόθηκε ο αναγκαίος χρόνος για τον Κατηγορούμενο να αντιδράσει. Με άλλα λόγια, η ενέργεια του  ΜΚ5  να στρίψει δεν λειτουργεί στην παρούσα περίπτωση, ως novus actus interviniens, ώστε να διακόπτεται η αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς του Κατηγορουμένου με το αποτέλεσμα. Ο κίνδυνος ο ΜΚ5 να επιχειρήσει στροφή δεξιά σε χρόνο που δεν θα ήταν εφικτό για τον Κατηγορούμενο να αντιδράσει λόγω της ταχύτητας του, ήταν υπαρκτός και έπρεπε να γίνει αντιληπτός από τον Κατηγορούμενο. Ο Κατηγορούμενος όμως αδιαφόρησε μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο. Με άλλα λόγια, η ευθύνη του Κατηγορουμένου έγκειται, όχι στην παράλειψη του να αποφύγει την σύγκρουση με το όχημα του ΜΚ5, που ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να πράξει, αλλά στην επιλογή διακινδύνευσης παρά τον εντοπισμό του οχήματος του ΜΚ5 στο δρόμο.»

 

 

 

Η ουσία των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ακροσφαλή ευρήματα και συμπεράσματα, ως προς το κατά πόσο η οδική συμπεριφορά του Νικολάου ήταν ή όχι η αποκλειστική γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος και ως προς το θέμα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ταχύτητας που οδηγούσε το όχημά του ο Εφεσείοντας και της σύγκρουσης με το όχημα που οδηγούσε ο Νικολάου.

 

Το κρίσιμο ερώτημα εστιάζεται στο κατά πόσο, η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας από τον Εφεσείοντα κατά τον επίδικο χρόνο, ορώμενη υπό το πρίσμα του συνόλου των δεδομένων, συνιστούσε επικίνδυνη και απερίσκεπτη οδήγηση, εμπεριέχουσα το στοιχείο της αδιαφορίας σε σχέση με την ασφάλεια των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο.

 

Προς απάντηση, επανερχόμαστε στα επίδικα γεγονότα, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία έχουμε ήδη συνοψίσει.

 

Ο Εφεσείων, είχε αντιληφθεί το όχημα του Νικολάου να είναι σταματημένο στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, με πρόθεση να στρίψει δεξιά. Συνέχισε να οδηγεί με ταχύτητα 118 χαω και όταν πλησίασε το υπό αναφορά αυτοκίνητο σε σημείο «…… που ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση …» ο Νικολάου, ο οποίος απέτυχε να αντιληφθεί το όχημα του Εφεσείοντα σε προηγούμενο στάδιο, επιχείρησε στροφή προς τα δεξιά, αποκόπτοντάς του την ελεύθερη πορεία. Προσθέτουμε ότι το σημείο επαφής των δύο οχημάτων επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρχε ούτε επαρκής χρόνος, αλλά και ούτε η απαραίτητη απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων, προς λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, αποτρεπτικών της σύγκρουσης.

 

Όπως είναι νομολογημένο, οι όροι «αλόγιστη», «απερίσκεπτη», «επικίνδυνη», πράξη ή συμπεριφορά,  που εμπεριέχονται στο άρθρο 210, υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος (Ζυπιτής κ.ά. ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220). Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου  (Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233 (ανωτέρω), Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 ΑΑΔ 473, Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 762, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 615, ECLI:CY:AD:2014:B585, Φιντανάκης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 695, ECLI:CY:AD:2014:B725 και Συλλούρη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφέσεις Αρ. 189/2016 και 190/2016, ημερ. 20.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:B559, εξετάσθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που καλύπτεται από το άρθρο 210 και οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να ενταχθεί οδική συμπεριφορά στα πλαίσια του αδικήματος που δημιουργείται από το πιο πάνω άρθρο.

 

Η αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά διαστήματα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 ΑΑΔ 191). Η συνειδητοποίηση κινδύνου και εμμονή σε μια εκ φύσεως επικίνδυνη συμπεριφορά, απολήγει σε οδήγηση με αδιαφορία ως προς τους άλλους και περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή (Προκοπίου ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 73, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 453). Στην Gavalas v. The Police (1985) 2 CLR 114, το Δικαστήριο πραγματεύεται την έννοια του όρου «recklessness», όρος, που, όπως σημειώνεται και στην Ζυπιτής (ανωτέρω), «…… ως μπορεί να αποδοθεί στα Ελληνικά με τη σημασία που του αποδόθηκε από την αγγλική νομολογία, υποδηλώνει αδιαφορία έναντι εμφανούς κινδύνου». Σημειώνεται, σχετικά, στην βασική αγγλική υπόθεση R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974, ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea), με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη, σύμφωνα με την οποία, ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγά με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς, παραλείπει να λάβει υπόψη μια τέτοια πιθανότητα, ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο (Πέτρου (ανωτέρω), R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 961).

 

Στη R. v. Lawrence (ανωτέρω), τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι μια κατάλληλη οδηγία προς τους ενόρκους αναφορικά με την έννοια της απερίσκεπτης οδήγησης θα πρέπει να ικανοποιεί δύο παραμέτρους: Πρώτον, ότι ο κατηγορούμενος πράγματι οδηγούσε το όχημα κατά τρόπο που να δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης φυσικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που θα τύγχανε να χρησιμοποιούσε το δρόμο και, δεύτερο, ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε κατ΄ αυτό τον τρόπο χωρίς να είχε στρέψει την προσοχή του προς την πιθανότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή, αφού αναγνώρισε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος, εντούτοις προχώρησε αναλαμβάνοντάς τον.

 

Αναφορικά με το στοιχείο της επικίνδυνης οδήγησης, απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) εκ μέρους του οδηγού (Πέτρου (ανωτέρω)). Η επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα, όπου αναζητείται κατά πόσο το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε, υπολείπεται εκείνου που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό. Εξετάζεται κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη. Στα πλαίσια αυτά, απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν είναι αρκετή. Απαιτείται και απόδειξη ότι την επικίνδυνη κατάσταση την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, το οποίο, όμως, δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης αυτής κατάστασης (Σάββα (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάζου (2001) 2 ΑΑΔ 18, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αντωνίου (2014) 2 ΑΑΔ 915, ECLI:CY:AD:2014:B965). Σε ό,τι αφορά το στοιχείο του αδικήματος της αλόγιστης οδήγησης, ως τέτοια καθορίζεται κάθε μη λελογισμένη πράξη ή συμπεριφορά, εν τέλει, κάθε ενέργεια η οποία δεν απορρέει από την κοινή λογική (Ζυπιτής (ανωτέρω)). 

 

Ως προς το ζήτημα της οδήγησης με υπερβολική ταχύτητα, όπως, ορθά και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε σχετικά, το γεγονός ότι η υπερβολική ταχύτητα μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να ενταχθεί στα πλαίσια αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης πράξης, εντούτοις, όπως έχει υποδειχθεί στη σχετική επί του θέματος νομολογία, δεν μπορεί από μόνη της να αποδώσει ευθύνη σε ένα οδηγό, εκτός εάν οι υπόλοιποι παράγοντες συνηγορούν προς τούτο. Η νομική αρχή εστιάζεται στο ότι η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν αποτελεί αμέλεια, εκτός εάν αυτή συνδυαστεί με άλλους παράγοντες. Το ζητούμενο είναι – και αυτό εξετάζεται σε κάθε περίπτωση – εάν το δυστύχημα είναι απόρροια της ταχύτητας, εάν υπάρχει δηλαδή αιτιώδης συνάφεια ταχύτητας και σύγκρουσης (Quinn v. Scott (1965) 2 All E.R. 588, Alexandrou v. Gamble (1974) 1 CLR 5, Demou v. Constantinou (1979) 1 CLR 21, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 CLR 175, Παναγίδου ν. Κόκκινου (2001) 1 ΑΑΔ 122, Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1825 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 383).

 

Τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης, όπως αποτυπώθηκαν και στα κρίσιμα για την υπόθεση ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επιμαρτυρούν ότι μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχε εκδηλωθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος, αλλά ούτε και θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ότι ο Νικολάου δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του Εφεσείοντα και ότι θα επιχειρούσε κλίση προς τα δεξιά. Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο Νικολάου προσέγγισε στο ύψος της οδού Ψαρών και σταμάτησε, ως ήταν εύρημα του Δικαστηρίου, προτού επιχειρήσει στροφή και είσοδο στην πιο πάνω οδό - αποκόπτοντας, εντελώς αιφνίδια, την πορεία του Εφεσείοντα - άφηνε την ξεκάθαρη εντύπωση ότι θα έδινε προτεραιότητα, ως όφειλε, στον Εφεσείοντα και φανέρωνε την απουσία εμφανούς κινδύνου κατά τον κρίσιμο χρόνο.

 

Συνεπώς, υπό το φως όλων των δεδομένων, η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της, δεν θα μπορούσε να αποδώσει ευθύνη στον Εφεσείοντα, αφού, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες του δυστυχήματος δεν συνιστούσε αμέλεια και δεν συνέβαλε στην επίδικη σύγκρουση.

 

Σημειώνουμε, ολοκληρώνοντας, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης χχχ Νικολάου ν. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφ. 195/2014, ημερ. 20.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:B205, την οποία επικαλέστηκε η ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης ως απόλυτα σχετική, διαφοροποιούνται σε ουσιαστικό βαθμό. Στην υπό αναφορά υπόθεση ο Εφεσείων, οδηγώντας με ταχύτητα διπλάσια του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου, προσπέρασε προπορευόμενο όχημα σε μικρή απόσταση πριν τη συμβολή με άλλο δρόμο, έχοντας περιορισμένη ορατότητα και με πλήρη αδιαφορία για την άσπρη συνεχή γραμμή στο οδόστρωμα που χώριζε τις δύο λωρίδες και την υποχρέωσή του να ελαττώσει ταχύτητα και να μην προσπεράσει προπορευόμενο όχημα, εφόσον πλησίαζε συμβολή. Λόγω της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας, ο Εφεσείων δεν κατάφερε να επαναφέρει με ασφάλεια το αυτοκίνητό του στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, έχασε πλήρως τον έλεγχό του, με αποτέλεσμα να πλαγιολισθήσει, να βγει εκτός δρόμου και να προκαλέσει σφοδρότατες συγκρούσεις, με δραματικές συνέπειες. Ηταν αυτή η αλυσίδα των ενεργειών και παραλείψεών του, που συνολικά αντικριζόμενες, στοιχειοθέτησαν τις εναντίον του κατηγορίες.

 

 Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.

 

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο