ΚΑΖΑΝΟΥ v. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 96/19, 28/7/2020

ECLI:CY:AD:2020:B272

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.  96/19

 

28 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΚΑΖΑΝΟΥ

Εφεσείουσα

ΚΑΙ

 

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Εφεσίβλητου

--------------------

Κ. Χατζηιωάννου, για την Εφεσείουσα

Μ. Μασούρα (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο

-------------------------------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η  απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.   Η Εφεσείουσα/Κατηγορούμενη 2 κρίθηκε ένοχη, υπό την ιδιότητα της ως Διευθύντρια στις κατηγορίες παράλειψης καταβολής Φ.Π.Α. ύψους €36.014,89 και €34.297,76 ο οποίος ήταν καταβλητέος για τις φορολογικές περιόδους 1.12.2006 – 28.2.2007 και 1.3.2007 – 31.5.2007 αντίστοιχα.  Επεβλήθηκε σ'  αυτήν ποινή προστίμου €450 και €750 αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία.  Πρόσθετα, εκδόθηκε Διάταγμα με το οποίο διετάσσετο η Εφεσείουσα να καταβάλει αμέσως το μόνο οφειλόμενο ποσό κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής που ήταν €34.297,76 πλέον τόκο.   Το ίδιο Διάταγμα εκδόθηκε και εναντίον της Κατηγορουμένης 1 εταιρείας στην οποία επιβλήθηκε ποινή προστίμου €700 και €1.200 αντίστοιχα στις δύο κατηγορίες.

 

Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη με πέντε λόγους.  Προβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε τις κατηγορίες εναντίον της λόγω της υπέρμετρης καθυστέρησης στη δίωξη της και στην εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι υπήρξε καθυστέρηση δίωξης της Εφεσείουσας περίπου έξι ετών και ότι εσφαλμένα  κρίθηκε υπ'  αυτού ότι δεν δημιουργήθηκε τεκμήριο επηρεασμού.  Περαιτέρω, ότι η καθυστέρηση αυτή επηρέασε ουσιωδώς την υπεράσπιση της Εφεσείουσας.

 

Αντίθετη ήταν η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσίβλητο, η οποία υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή, έθεσε ότι ο χρόνος που παρήλθε δεν ήταν χωρίς δικαιολογία και από μόνος του δεν επηρέασε την υπεράσπιση της Εφεσείουσας.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τον λόγο Έφεσης καθότι άπτεται συνταγματικών δικαιωμάτων.  Θα πρέπει πρώτα να αναφερθούν τα γεγονότα που περιστοιχίζουν και αφορούν την εξέλιξη της υπόθεσης ώστε να γίνει κατανοητό και το εξεταζόμενο θέμα.

 

Στις 15.3.2013 καταχωρήθηκε εναντίον της Εφεσείουσας και της συγκατηγορούμενης εταιρείας το υπό εξέταση Κατηγορητήριο, το οποίο αφορούσε δύο (2) κατηγορίες.  Η Εφεσείουσα κατηγορείτο υπό την ιδιότητα της ως διευθύντρια της συγκατηγορούμενης της εταιρείας ότι  παρέλειψε να καταβάλει εμπρόθεσμα στον Έφορο Φ.Π.Α. ποσά ύψους €36.014,89 και €34.297,76 τα οποία ήτο καταβλητέα για τις φορολογικές περιόδους 1.12.2006 – 28.2.2007 και 1.3.2007 – 31.5.2007.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε στην απόφαση του από τη μαρτυρία Λειτουργού (Μ.Κ.3) του Τμήματος Φορολογίας Φ.Π.Α. "….. η γενική πρακτική του Εφόρου Φορολογίας κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και το μηχανογραφημένο σύστημα που είχε στη διάθεση του ως μέρος αυτής, του επέτρεπε σχεδόν αμέσως από την παράλειψη της Κατηγορουμένης 1 να του καταβάλει, βάσει των φορολογικών της δηλώσεων προς αυτόν, Τεκμήρια 2 και 3, ως προαναφέρθηκε, το οφειλόμενο Φ.Π.Α. στις 10/4/2007 και 10/07/2007 αντίστοιχα, να διαπιστώσει τη διάπραξη των αδικημάτων.  Δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο ή πολύπλοκο στην περίπτωση αυτή, από απόψεως μαρτυρίας, συλλογής στοιχείων ή και ετοιμασίας του κατηγορητηρίου, πέραν πιθανόν, κάποιων εσωτερικών διεργασιών του Εφόρου Φορολογίας, για σκοπούς λήψης της σχετικής απόφασης, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μακρά καθυστέρηση στην προώθηση της δίωξης των Κατηγορουμένων 1 και 2.". 

 

Παρά ταύτα καταχωρήθηκε για πρώτη φορά Κατηγορητήριο (Αρ. Υποθ. 6433/2009) εναντίον της Εφεσείουσας στις 14.5.2009 το οποίο αποσύρθηκε  εναντίον της στις 22.1.2010 λόγω μη επίδοσης.  Καταχωρήθηκε εναντίον της νέο κατηγορητήριο (Αρ. Υποθ. 7290/13) η δίωξη της όμως διεκόπηκε από το Γενικό Εισαγγελέα στις 15.3.2013. Την ίδια ημέρα, 15.3.2013, καταχωρήθηκε το υπό εξέταση κατηγορητήριο, Αρ. Υποθ. 3606/2013, η οποία ορίστηκε στις 15.4.2013 για επίδοση.  Ορίστηκε για ακρόαση στις 13.9.2013 και αναβλήθηκε για άγνωστο λόγο καθότι το σχετικό πρακτικό δεν μπορεί να ετοιμαστεί καθότι η στενογράφος που έλαβε το πρακτικό δεν είναι διαθέσιμη για λόγους υγείας.  Ορίστηκε για ακρόαση στις 26.11.2013 ότε αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου από το Δικαστήριο. Στις 17.3.2014 που ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής.  Στις 17.4.2014 που ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση, αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου.  Στις 16.6.2014 ότε ήταν ορισμένη για ακρόαση αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου της Εφεσείουσας και ορίστηκε για συνέχιση στις 12.9.2014.  Στις 12.9.2014 αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου για τις 17.11.2014 ότε αναβλήθηκε λόγω υποβολής προδικαστικής ένστασης εκ μέρους της Εφεσείουσας και ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση στις 23.12.2014.  Στις 23.12.2014 ακούστηκε υπό του Δικαστηρίου η προδικαστική ένσταση, επιφυλάχθηκε απόφαση και ορίστηκε για προγραμματισμό (sic). Η υπόθεση στις 13.3.2015.  Η απόφαση επί της προδικαστικής ένστασης δόθηκε στις 2.2.2015 και ορίστηκε για ακρόαση στις 13.3.15.  Αναβλήθηκε εκ νέου λόγω κωλύματος του συνήγορου της Κατηγορούσας Αρχής.  Στις 8.5.2015 που ορίστηκε για ακρόαση, αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου.  Ορίστηκε στις 18.9.2015 για ακρόαση ότε ανεβλήθη για τον ίδιο λόγο.  Το ίδιο συνέβηκε στις 14.12.15 και 9.3.2016 που ορίστηκε για ακρόαση.  Στις 25.5.2016 και 16.9.2016 ανεβλήθηκε η ακρόαση με αίτημα της συνηγόρου της Εφεσείουσας.  Στις 28.11.2016 ότε ήταν ορισμένη για ακρόαση, ανεβλήθη λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου και στις 13.2.2017 και 15.5.2017 με αίτημα αναβολής της συνηγόρου της Εφεσείουσας.  Ακολούθως στις 29.9.2017, 19.1.2018 και 4.5.2018 ανεβλήθη λόγω έλλεψης χρόνου του Δικαστηρίου.  Ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση στις 21.9.2018 ότε άρχισε η ακρόαση της η οποία και συνέχισε στις 2.11.2018, 9.11.2018, 30.11.2018, 11.12.2018, 18.1.2019, 8.2.2019, 15.2.2019, 7.3.2019, 29.3.2019, 31.5.2019 ότε δόθηκε τελική απόφαση και 21.6.2019 όταν επεβλήθηκε ποινή στην Εφεσείουσα.

 

Η Νομολογία του Ανωτάτου, πλήρως ταυτισμένη με αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθόρισε ότι παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητα της  (βλ. Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294).  Το Άρθρο 30.2. είναι ταυτόσημο με το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Καψού (2004) 2 Α.Α.Δ. 217 λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

"Τόσο η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί το δικαίωμα για δίκη εντός ευλόγου χρόνου ως εξαιρετικής σημασίας για την ορθή, αποτελεσματική και αξιόπιστη απονομή της Δικαιοσύνης. Ευθύνη προς τούτο φέρει το κράτος που είναι υπεύθυνο για την καλή οργάνωση του δικαστικού συστήματος ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η εκδίκαση τόσο των πολιτικών υποθέσεων και ιδιαίτερα των ποινικών υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο. (Βλέπε: König v. Germany [1978] 2 E.H.R.R. 170 και Sussman v. Germany [1998] 25 E.H.R.R. 64).  Εξάλλου με το Άρθρο 35 του Κυπριακού Συντάγματος επιβάλλεται υποχρέωση σε κάθε μια από τις τρεις εξουσίες, τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική όπως διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του μέρους ΙΙ «Περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών.»

 

Η καθόλου νομολογία δεν καθορίζει χρονική περίοδο καθυστέρησης, υπέρβαση της οποίας θα θεωρείται ότι θα έβγαινε έξω από τα όρια του ευλόγου χρόνου. Και δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά. Στον καθορισμό του μέτρου κρίσης για το εύλογο του χρόνου πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο τα περιστατικά κάθε υπόθεσης, το περίπλοκο και οι εγγενείς δυσκολίες της υπόθεσης, η καθόλου στάση των ανακριτικών και δικαστικών αρχών καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου. Στην υπόθεση Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) συνοψίζοντας τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου, στη σελ. 222 ανέφερε τα εξής:-

 

«Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζει, όπως υποδεικνύεται, ότι στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, με αφετηρία την ημέρα σύλληψης του κατηγορουμένου, λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά και το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών Αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου.  Οι ίδιες αρχές υποστηρίζονται και από την απόφαση της δικαστικής επιτροπής του αγγλικού Ανακτοβουλίου (P.C.) στην υπόθεση Bell v. DPP of Jamaica [1985] 2 All E.R. 585, στην οποία ερμηνεύθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 20(1) του Συντάγματος της Ιαμαϊκής που αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.2 του Κυπριακού Συντάγματος. Άξιες μνείας είναι επίσης οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση εκείνη ότι και σύμφωνα με τις αρχές του κοινού Δικαίου τα δικαστήρια έχουν συμφυή δικαιοδοσία να παρεμποδίσουν καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων που οδηγούν σε καταπιεστική (oppressive) μεταχείριση του κατηγορουμένου.»

 

Από την επισκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προκύπτει ότι πάροδος περιόδου 3-5 χρόνων από τη σύλληψη του κατηγορουμένου μέχρι την τελική εκδίκαση (και κατ΄ έφεση) της υπόθεσης θεωρήθηκε ότι παραβίαζε την επιταγή του ευλόγου χρόνου του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Και η πάροδος όμως συντομότερου χρόνου είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 6.1 εάν καμιά δικαιολογία δεν δοθεί για την παντελή αδράνεια που παρατηρήθηκε. Στην υπόθεση Bunkate v. The Netherlands [1995] 19 E.H.R.R. 477, πάροδος μόνο 15 μηνών που παρήλθε μεταξύ της άσκησης έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον κατηγορούμενο και της διαβίβασης του φακέλου της υπόθεσης από το Εφετείο στο Ανώτατο Δικαστήριο, θεωρήθηκε, αφού δεν δόθηκε καμιά δικαιολογία, ότι παραβίαζε την επιταγή του ευλόγου χρόνου.

 

Καθοδηγητικές επίσης είναι και αποφάσεις επί του θέματος της Κυπριακής νομολογίας όπως, μεταξύ άλλων, τις Tsiarta and Another v. Yiapana and Another (1962) C.L.R. 198, Nicola v. Christofi and Another (1965) 1 C.L.R. 324, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Δημητρίου ν. Γαβριήλ (2000) 1 A.A.Δ. 595, Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 A.A.Δ. 100 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Aboul Kareem Ban Othan (2001) 2 A.A.Δ. 777."

 

Στην Procurator Fiscal v. Watson (2002) 4 All E.R. 1 (απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής του Ανακτοβουλίου) αναφέρθηκε ότι η προσέγγιση υπό του Δικαστηρίου τυχόν παραβίασης του δικαιώματος για δίκη εντός εύλογου χρόνου θα πρέπει να αφορά  τρεις παράγοντες και οι οποίοι θα πρέπει να εξετάζονται:  (α) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, (β) η συμπεριφορά του Κατηγορουμένου και (γ) ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης υπό τις διοικητικές και δικαστικές αρχές.

 

Στις ποινικές υποθέσεις η διασφάλιση του εύλογου χρόνου αρχίζει από την ημερομηνία της διατύπωσης της Κατηγορίας μέχρι την ημερομηνία της τελικής εκδίκασης της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας της Εφέσεως (Εckle v. Federal Republic of Germany 1983) 5 E.H.R.D. 1).

 

Στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αφετηρία για τον υπολογισμό του εύλογου χρόνου είναι η 15.3.2013, ημερομηνία που καταχωρήθηκε το Κατηγορητήριο ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι η Εφεσείουσα επηρεάστηκε ουσιαστικά καθότι ευρισκόταν υπό κατηγορία χωρίς όμως να μας διαφεύγουν και τα όσα προηγήθησαν.  Λαμβανομένου υπόψιν ότι έχουν παρέλθει έκτοτε πέραν των επτά ετών εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα ώστε να εξεταστούν οι επιμέρους παράγοντες.

 

 

ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Έχουμε την άποψη ότι η παρούσα υπόθεση δεν είναι δυνατό να ενταχθεί στην κατηγορία των πολύπλοκων υποθέσεων.  Αντιθέτως, πρόκειται για μια απλή υπόθεση που αφορά δύο κατηγορίες μη πληρωμής Φ.Π.Α. από υπόχρεο νομικό πρόσωπο και η Εφεσείουσα κατηγορείτο υπό την ιδιότητα της ως διευθύντρια του νομικού προσώπου.  Όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο "δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο ή πολύπλοκο στην περίπτωση αυτή, από απόψεως μαρτυρίας….", κάτι που τονίστηκε και από τον Μ.Κ.3 (βλ. ανωτέρω) Ενώπιον του Δικαστηρίου κατάθεσαν τρεις μάρτυρες κατηγορίας όλοι Λειτουργοί του Τμήματος Φορολογίας (Φ.Π.Α) και για την υπεράσπιση η Εφεσείουσα και μια μάρτυρας του Γραφείου Εφόρου Εταιρειών. Ολόκληρη η δοθείσα μαρτυρία αποτελείται από 85 δακτυλογραφημένες σελίδες πρακτικών.

 

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ

 

Παρατηρούμε ότι ουσιαστικά μέρος της καθυστέρησης οφείλεται και στην Εφεσείουσα η οποία μέσω του συνηγόρου της ζήτησε αναβολή της ακρόασης σε 12 περιπτώσεις από το σύνολο των 30 περιπτώσεων που ορίστηκε για ακρόαση.  Επίσης, παρατηρούμε ότι η καθυστέρηση λήφθηκε υπόψιν από το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς μετριασμού της ποινής.

ΤΡΟΠΟΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

Παρατηρούμε ότι η διάπραξη των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχη η Εφεσείουσα έγινε αρχές του 2007 και μέχρι την καταδίκη της και επιβολής ποινής, 31.5.2019 και 21.6.2019 αντίστοιχα, παρήλθαν δηλαδή σχεδόν 13 έτη. Η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε 12 φορές λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου και 8 φορές κατόπιν αιτήματος της Κατήγορου.  Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να αναφέρουμε ότι αυτό αποτελεί από μόνο του εσφαλμένο προγραμματισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όμως δεν μας διαφεύγει και η συμπεριφορά  της Εφεσείουσας ως την έχουμε αναφέρει πιο πάνω, πλην όμως τονίζουμε για μια ακόμη φορά ότι είναι πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου να διασφαλιστεί το Συνταγματικό αυτό δικαίωμα του Κατηγορουμένου, δηλαδή αυτό της διάγνωσης της ποινικής ευθύνης ενός Κατηγορουμένου εντός εύλογου χρόνου (βλ. Καψού (άνω)).  Συνολικά αυτή η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για 32 φορές και ανεβλήθη για τον ένα ή τον άλλο λόγο.  Αδικαιολόγητα κατά τη γνώμη μας.  Η περίπτωση αφορά παράδειγμα προς αποφυγή.  Επίσης, ανησυχητικό είναι και το γεγονός ότι χρειάστηκαν 12 δικάσιμες ημέρες για να διεκπεραιωθεί η απλή αυτή υπόθεση.  Η μαρτυρία των τεσσάρων από τα πέντε πρόσωπα που κατάθεσαν ήταν τυπική και θα μπορούσε να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο το μέγιστο σε δύο μέρες, αν όχι σε μία.

 

Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω και σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, κρίνουμε ότι η καθυστέρηση στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως τα έχουμε αναλύσει, συνιστά παραβίαση του θεμελιακού δικαιώματος της Εφεσείουσας/Κατηγορουμένης για διάγνωση της ποινικής ευθύνης της εντός εύλογου χρόνου.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση, καταδίκη, ποινή και Διάταγμα πληρωμής του οφειλόμενου ποσού ακυρώνονται.  Επίσης, ακυρώνεται και η πρωτόδικη απόφαση για τα έξοδα.

 

 

 

                                                            Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,  Δ.

 

                                                            Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                            Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο