ΚΟΥΤΣΟΥΔΗΣ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 131/2020 και 132/2020, 20/8/2020

ECLI:CY:AD:2020:B288

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 131/2020 και 132/2020)

 

20 Αυγούστου, 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

(Ποινική Έφεση Αρ. 131/2020)

 

XXX ΚΟΥΤΣΟΥΔΗΣ

Εφεσείων

 ΚΑΙ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Εφεσίβλητη

---------------

(Ποινική Έφεση Αρ. 132/2020)

 

XXX ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Εφεσείων

 ΚΑΙ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Εφεσίβλητη

---------------

 

 

Ν. Καλλής, για τον εφεσείοντα στην ποινική έφεση 131/20.

Μ. Αρμεύτης, για τον εφεσείοντα στην ποινική έφεση 132/20.

Κ. Χατζηκωνσταντή, για την εφεσίβλητη.

 

--------------

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

[Ex-tempore]

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείοντας στην ποινική έφεση αρ. 131/20 είναι ο κατηγορούμενος 3 και ο εφεσείοντας στην ποινική έφεση αρ. 132/20 είναι ο κατηγορούμενος 4 σε υπόθεση η οποία παραπέμφθηκε στις 21.7.2020 ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τις 9.9.2020.  Τα αδικήματα τα οποία, μαζί με άλλους δύο κατηγορούμενους, αντιμετωπίζουν είναι η συνωμοσία προς διάπραξη αδικήματος, η ληστεία, η απαγωγή προσώπου και οι πράξεις που στοχεύουν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης.  Ο επαρχιακός δικαστής που τους παρέπεμψε διέταξε την κράτηση όλων των κατηγορουμένων, μέχρι τότε, αναφερόμενος στον κίνδυνο μη προσέλευσης τους κατά τη δίκη. 

 

Έλαβε υπόψιν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τις προβλεπόμενες ποινές, που είναι πολυετείς ποινές φυλάκισης ακόμα και δια βίου, παραπέμποντας στα λεχθέντα στην Θεοδωρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 139 ότι όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία ανάλογα μεγαλύτερο είναι το κίνητρο ενός κατηγορούμενου να αποφύγει τη δίκη.  Περαιτέρω, αναφερόμενο στην πιθανότητα καταδίκης, παρέπεμψε στις υποθέσεις Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 135, Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 337, Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 302/18, 4.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:B31 και στην πολύ πρόσφατη απόφαση Μαυρομιχάλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 31/20 κ.α., 29.6.2020, για να υποδείξει ότι το μαρτυρικό υλικό εξετάζεται στην όψη του χωρίς να αξιολογείται και ότι σκοπός είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη. 

 

Έχοντας υπόψιν του το μαρτυρικό υλικό, σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος 1 φέρεται να εμπλέκει τον εαυτό του και τους κατηγορούμενους 3 και 4 στη διάπραξη των αδικημάτων, αναφέρθηκε περαιτέρω στην αρχή ότι η κατάθεση κατηγορουμένου εναντίον συγκατηγορουμένου του μπορεί να ληφθεί υπόψιν σε αυτό το στάδιο (Narmania v. Αστυνομίας, Ποιν. 4/18 κ.α., 3.4.2019).  Κατόπιν τούτου, υπό το πρίσμα των παραπάνω αρχών, κατέληξε ότι υπάρχει πιθανότητα καταδίκης, χωρίς να αποκλείεται κάθε λογική προσδοκία για αθώωση. 

 

Σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα στην 131/20 έλαβε υπόψιν ότι αυτός διαμένει μαζί με την οικογένεια του στην Κύπρο χωρίς να έχει δεσμούς με άλλη χώρα.  Σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα στην 132/20 έλαβε επίσης υπόψιν ότι αυτός διαμένει μαζί με την οικογένεια του στην ίδια κατοικία για 45 χρόνια χωρίς να έχει δεσμούς με άλλη χώρα.  Έλαβε επίσης υπόψιν ότι όταν κλήθηκε στον αστυνομικό σταθμό παρέμεινε εκεί οικειοθελώς μέχρι την έκδοση εντάλματος σύλληψης του. 

 

Όμως σταθμίζοντας από τη μια τις κατηγορίες και από την άλλη τις προσωπικές τους συνθήκες έκρινε ότι αυτές δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και κατ΄ επέκταση να εξαλείψουν τον κίνδυνο φυγοδικίας (Α.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 19/19, 14.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:B86, Memic ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 89/19 κ.α., 16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:D258).  Έλαβε τέλος υπόψιν και συνεκτίμησε ως μη υπερβολικό τον χρόνο κράτησης, μέχρι 9.9.2020, παραπέμποντας σχετικά στις υποθέσεις Hussein v. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 34 και Tasev v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 126/16, 1.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:B383.

 

Οι κατηγορούμενοι 3 και 4 καταχώρισαν την υπό εξέταση έφεση. 

 

Ο κατηγορούμενος 3 (εφεσείοντας στην έφεση 131/20) προβάλλει με την έφεση του τα ακόλουθα τα οποία υποστήριξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του αγορεύοντας: ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσης του εφόσον για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό βασίστηκε στην κατάθεση του πρώτου κατηγορούμενου μέσα από την οποία είναι ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε συμφωνία έγινε μεταξύ τους αφορούσε τη διάρρηξη και κλοπή.  Ο εφεσείοντας δεν συγκαταλέγετο στα άτομα που εισήλθαν στην κατοικία του θύματος, ούτε συμφώνησε να διαπραχθεί το αδίκημα της ληστείας και της απαγωγής, κατηγορίες που αντιμετωπίζει χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε ίχνος μαρτυρίας ότι εμπλέκεται και συνεπώς χωρίς να στοιχειοθετείται πιθανότητα καταδίκης.  Αντίθετα, είναι βέβαιη η αθώωση του.  Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει στην απόφαση του, χωρίς αιτιολογία, περιορίστηκε μόνο να αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος 1 φέρεται να εμπλέκει τον εαυτό του και τους κατηγορούμενους 3 και 4 στη διάπραξη των αδικημάτων, χωρίς να εξηγεί την εμπλοκή και το βαθμό αυτής που να αφορά τον εφεσείοντα.  Περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρθηκε μεν στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, αλλά δεν τις έλαβε δεόντως και ορθώς υπόψιν.  Ειδικότερα αγνόησε τη θέση της υπεράσπισης, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, ότι είναι καταζητούμενο πρόσωπο στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας και συνεπώς δεν υπάρχει πιθανότητα διαφυγής του.  Εντέλει αποδίδεται στο επαρχιακό δικαστήριο ότι έχει αντιστρέψει την αρχή ότι ένας κατηγορούμενος κατά κανόνα απολύεται με εγγύηση και η κράτηση του αποτελεί την εξαίρεση με αποτέλεσμα να ασκήσει λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια.

 

Ο κατηγορούμενος 4 (εφεσείοντας στην 132/20) προέβαλε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για κίνδυνο μη προσέλευσης στη δίκη έγινε στη βάση μόνο της εξ αντικειμένου σοβαρότητας των αδικημάτων χωρίς  να συνυπολογίσει άλλα στοιχεία που καταδείκνυαν την εξασφάλιση της προσέλευσης του.  Ειδικότερα, όταν κλήθηκε στον αστυνομικό σταθμό, χωρίς ακόμα να είναι ύποπτος, αλλά για να δώσει κατάθεση αναφορικά με άλλον κατηγορούμενο, στην πορεία θεωρήθηκε ύποπτος, του έγινε επίστηση της προσοχής του στο νόμο και του αναφέρθηκε ότι η αστυνομία θα αποταθεί για έκδοση εντάλματος σύλληψης του.  Ο εφεσείων, ο οποίος συνοδευόταν από δικηγόρο, γνώριζε ότι μπορούσε να φύγει ανά πάσα στιγμή.  Παρά ταύτα προτίμησε να παραμείνει στο σταθμό για τρεις και πλέον ώρες μέχρι να συλληφθεί.  Προβάλλεται περαιτέρω ότι η πιθανότητα καταδίκης του είναι αντικειμενικά ανύπαρκτη ή και ελάχιστη με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του  πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ως προς τούτο γίνεται παραπομπή σε επιμέρους πτυχές του μαρτυρικού υλικού με κατάληξη την εισήγηση ότι ακόμα και εκεί που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει κάποια μαρτυρία αυτή είναι αδύνατη.  

 

Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας αντιθέτως εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε ορθά στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, με βάση την πιθανολόγηση καταδίκης.

 

Στην προαναφερθείσα πολύ πρόσφατη υπόθεση Μαυρομιχάλη επαναλήφθηκε η αρχή η οποία είχε διατυπωθεί ήδη στην Ευριπίδου και Μαλά, ότι το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και αποφασίζει μόνο το κατά πόσο η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη, έστω και αν διαπιστώνεται και εύλογη προσδοκία αθώωσης, όπως διευκρινίστηκε στην Τσέκκουρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32.  Είναι ζήτημα εκτίμησης του βαθμού πιθανολόγησης.  Στην Τσεκκούρα, όπου αναπτύχθηκαν επιχειρήματα αναφορικά με την πράγματι δύναμη της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής στα οποία η Δημοκρατία αντέταξε τις δικές της αντίθετες θέσεις και ερμηνείες, λέχθησαν τα ακόλουθα, τα οποία θεωρούμε ότι αρμόζουν πλήρως εν προκειμένω: 

 

«Είναι στοιχειώδες πως δεν τίθεται τώρα ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, όπως ορθά επισήμανε και το Κακουργιοδικείο.  Και πως δεν θα πρέπει με τωρινές ατελέσφορες παρατηρήσεις να επηρεάσουμε οτιδήποτε που θα ανήκει στη δίκη.»

 

Δεν θεωρούμε όμως ότι θα προκρίναμε ή θα επηρεάζαμε τη δίκη που θα ακολουθήσει εάν αναφέρουμε τη νομική θεώρηση, σε σχέση με την εισήγηση περί ανεπαρκούς μαρτυρίας στην ποινική έφεση 131/20, απλώς και μόνο για να καταδείξουμε το πόσο πρόωρο είναι να εξεταστούν τέτοια θέματα τώρα, ότι η ποινική ευθύνη πλειόνων συμμετεχόντων προσώπων σε εγκληματική δραστηριότητα μπορεί να συναρτηθεί είτε με την πιθανότητα διάπραξης άλλου, σοβαρότερου εγκλήματος κατά την επιδίωξη του σκοπούμενου από κοινού εγκλήματος (άρθρο 21 του Ποινικού Κώδικα), είτε με μια κατάσταση συνέργειας εν τη εννοία του άρθρου 20 το οποίο, εν προκειμένω, τέθηκε στο κατηγορητήριο (Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας κ.α., Ποιν. Έφ. 25/14, 20.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:D411). 

 

Αφετηρία είναι η ατομική ελευθερία.  Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ΄ εξαίρεση.  Η αναγκαία εξισορρόπηση εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία δεν αναθεωρείται με γνώμονα την υποκειμενική αντίληψη των μελών του Εφετείου για την ορθότητα της ή μη.  Επέμβαση επιτρέπεται εάν η διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου δικαστηρίου ασκηθεί έξω από τα επιτρεπτά όρια «είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από την νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της» (Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 256, ECLI:CY:AD:2014:B251, 262).

 

Εν προκειμένω το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν, συνεκτίμησε και εξισορρόπησε τους σχετικούς παράγοντες δίδοντας επαρκή αιτιολογία.  Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του εξουσία. 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

                                                                  

Λ. Παρπαρίνος, Δ.

                                                                  

Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                                  

Γ.Ν. Γιασεμή, Δ.

 

 

/φκ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο