
ECLI:CY:AD:2020:B369
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 165/2020 και 166/2020)
22 Οκτωβρίου, 2020
[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 165/2020)
(Σχ. με Ποινική ΄Εφεση Αρ. 166/2020)
xxx ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 166/2020)
(Σχ. με Ποινική ΄Εφεση Αρ. 165/2020)
xxx DYDI,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
΄Αντρος Πελεκάνος, μαζί με Χάρη Γεωργίου, για Πελεκάνος & Πελεκάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 165/2020.
Αντώνης Δημητρίου, μαζί με Μαρίνο Καούλα, για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 166/2020.
Μάριος Κουτσόφτας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Ηρόδοτο Ταλιαδώρο, ασκούμενο δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν, από κοινού, κατηγορία για απόπειρα φόνου. Αντιμετωπίζουν, επίσης, άλλες τρεις κατηγορίες, συναφείς με αυτήν, οι οποίες αφορούν ανάλογης σοβαρότητας εγκλήματα. Κατηγορηθέντες δε, στις 5.3.2020, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λευκωσίας, δήλωσαν μη παραδοχή. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 30.6.2020. Αναβλήθηκε, όμως, και ορίστηκε ξανά για τον ίδιο σκοπό στις 25.9.2020. Το Κακουργοδικείο, κάθε φορά που όριζε την υπόθεση για ακρόαση, διέτασσε την κράτηση των εφεσειόντων μέχρι την ορισθείσα προς τούτο ημερομηνία. Το ίδιο συνέβη και στις 25.9.2020. Κατά την ημερομηνία εκείνη, η ακρόαση άρχισε. Είναι κατανοητό ότι διεξάγεται, πάνω σε καθημερινή βάση, των εφεσειόντων, ενδεχομένως, τελούντων υπό κράτηση, δυνάμει διαταγής, η οποία ανανεώνεται κάθε φορά.
Οι εφεσείοντες, στις πρώτες δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε διαταχθεί η κράτησή τους, καταχώρισαν έφεση. Το ίδιο έπραξαν και σε σχέση με τη διαταγή κράτησής τους της 25.9.2020, η οποία αποτελεί το αντικείμενο των υπό εξέταση εφέσεων. Σημειώνεται πως οι δύο προηγούμενες εφέσεις[1] απέτυχαν, η δεύτερη με απόφαση πλειοψηφίας. Στην παρούσα περίπτωση, οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε η κράτηση των εφεσειόντων ήταν δύο: Η διασφάλιση της παρουσίας τους στη δίκη και η αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων. Το Κακουργοδικείο, ελλείψει μαρτυρίας, απέρριψε το δεύτερο λόγο κράτησης. ΄Εκαμε, όμως, δεκτό τον πρώτο λόγο, κατά πλειοψηφία, διαφωνούντος του Προέδρου του.
Ο λόγος ο οποίος είχε προβληθεί από τους εφεσείοντες κατά του αιτήματος κράτησής τους αφορούσε στην αποδεικτική αξία της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής, όπως αυτή είχε κατά το χρόνο εκείνο. ΄Ηταν η θέση τους πως, λόγω του περιεχομένου ανακριτικής κατάθεσης η οποία είχε ληφθεί, από συγκεκριμένο πρόσωπο, αναφερόμενο ως ο Γ.Χ., στις 28.8.2020, μετά την τελευταία διαταγή κράτησής τους, της 30.6.2020, επήλθε σημαντική αλλαγή στη μαρτυρία. Εισηγήθηκαν δε πως η πιθανότητα καταδίκης τους, αποτιμουμένης εκ νέου της μαρτυρίας, στο σύνολό της, στη βάση του κριτηρίου της πιθανολόγησης, μειώθηκε. Ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης δεν έγινε δεκτός από το Κακουργοδικείο, το οποίο εξέδωσε, πάλι, διάταγμα κράτησής τους.
Στη συνέχεια, καταχωρίστηκαν οι υπό εξέταση εφέσεις, προβάλλουσες παρόμοιους λόγους, προς ανατροπή του πιο πάνω διατάγματος, γεγονός το οποίο οδήγησε στην καταχώριση, εκ μέρους των εφεσειόντων, κοινής αγόρευσης. Πλέον σημαντικός είναι ο λόγος ο οποίος λαμβάνεται από την Ποινική ΄Εφεση Αρ. 166/2020 και αναφέρει, επί λέξει, ότι το Κακουργοδικείο λανθασμένα «δεν έλαβε υπόψη και/ή δεν στάθμισε ορθά το γεγονός ότι η ενώπιον του μαρτυρία είχε διαφοροποιηθεί ουσιωδώς από την προηγούμενη απόφαση κράτησης ημερ 30/06/2020 και σε τέτοιο βαθμό που η πιθανότητα καταδίκης μειώθηκε.» Συναφείς είναι και οι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο λανθασμένα θεώρησε ότι αυτό δεσμευόταν από την προηγηθείσα απόφαση του Εφετείου στην Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, παραλείποντας να εκτιμήσει, το ίδιο, την ισχύ της υπόλοιπης μαρτυρίας, την οποία και δεν έλαβε υπόψη του. Επί αυτών δε βασίστηκε, κατά την ακρόαση των εφέσεων, όλη η επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων.
Αποτελεί συνταγματική αρχή, δεδομένου, επίσης, του τεκμηρίου της αθωότητας, (΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος), ότι: «Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει ...», (΄Αρθρο 11.2 του Συντάγματος). Κλασσική περίπτωση αποτελεί η κράτηση κατηγορουμένου προσώπου, με σκοπό την προσαγωγή του ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου, «επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα», για να υποβληθεί, εννοείται, σε δίκη, (΄Αρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος[2]). Η εν λόγω αρχή είναι αυτονόητο ότι ισχύει και σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η έναρξη ή η συνέχιση της δίκης, κατά περίπτωση, αναβάλλεται σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του δικαστηρίου η διασφάλιση ότι ο κατηγορούμενος παραμένει ελεύθερος με ή χωρίς όρους εγγύησης. Διατάσσεται η κράτησή του, όπως έχει προαναφερθεί, μόνο εφόσον το συμφέρον της δικαιοσύνης το απαιτεί και προς διασφάλιση της διεξαγωγής προγραμματισμένης δίκης, για συγκεκριμένους λόγους, που έχει προσδιορίσει η νομολογία, (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 και Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48).
Ο κίνδυνος μη προσέλευσης κατηγορουμένου στο δικαστήριο για τη δίκη του είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, όπως έχει κριθεί, δυνατό να διαταχθεί η κράτησή του. ΄Εγινε δε επίκλησή του, εν προκειμένω, από την κατηγορούσα αρχή. Εξετάζεται στη βάση τριών εγγενών ενδείξεων, τις οποίες έχει αναγνωρίσει η νομολογία, (βλ. ΧˮΔημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45). Η πιθανότητα καταδίκης είναι μια από τις τρεις ενδείξεις. Λαμβάνεται υπόψη σε συσχετισμό με τις άλλες δύο, ήτοι τη σοβαρότητα του αδικήματος το οποίο αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος και την ποινή που πιθανόν να του επιβληθεί, δεδομένου του ανωτάτου ορίου που προβλέπει ο σχετικός νόμος για αυτή. Εξετάζονται σωρευτικά και δεν υπερισχύει η μια της άλλης. Δίδεται έμφαση στη μια ή στην άλλη, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, καθώς, επίσης, των περιστάσεων και της προσωπικότητας του ιδίου του κατηγορουμένου, (βλ. Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σελίδα 56, και Blackstone’s, Criminal Practice 2016, σελίδα 1436, παράγραφο D7.40).
Το δικαστήριο δεν εξετάζει, στο στάδιο τούτο, και δη για διαπίστωση της πιθανότητας καταδίκης, κατά πόσο η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής είναι αποδεκτή, ούτε την αξιολογεί ως προς την αποδεικτικότητά της και, βέβαια, δεν εξετάζει το ενδεχόμενο να βασιστεί σε αυτή, για να καταδικάσει, (βλ. Ευριπίδου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135). ΄Ο,τι εξετάζει είναι κατά πόσο, από τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, ως αυτή έχει στην όψη της, είτε στο σύνολό της είτε σε κάποιο μέρος της, διαπιστώνεται η ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης. Η πιθανότητα τούτη δεν επιδέχεται, ασφαλώς, ποσοτικών διαβαθμίσεων, (βλ. Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας). Η εν λόγω διαπίστωση, από μόνη της, είναι αρκετή ένδειξη, για το σκοπό που θέλει να εξυπηρετήσει. Συνεκτιμάται δε, από το δικαστήριο, μαζί με τις άλλες δύο εγγενείς ενδείξεις, στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής του εξουσίας, βασικά, ως προς την εντύπωση που αυτές πιθανό να δημιουργούν στον ίδιο τον κατηγορούμενο, η οποία εντύπωση είναι δυνατό να τον ωθήσει να φυγοδικήσει, (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σελίδες 116 έως 117, Blackstone’s, Criminal Practice 2016, ανωτέρω), λαμβανομένων, επίσης, υπόψη των υπολοίπων σχετικών παραγόντων, (βλ. ΧˮΔημητρίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Η πιο πάνω διεργασία διεξάγεται, σε κάθε περίπτωση, όπου τούτο κρίνεται αναγκαίο.
Η καθυστέρηση στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων οδηγεί σε επαναλαμβανόμενη αναβολή της ημερομηνίας ακρόασής τους. Αυτό συμβαίνει σχετικά συχνά, δυστυχώς, ειδικά σε σχέση με σοβαρές υποθέσεις, η αναβολή των οποίων συνοδεύεται, συνήθως, από επανάληψη αιτήματος, από μέρους της κατηγορούσας αρχής, για κράτηση του κατηγορουμένου, ο οποίος τελεί ήδη υπό κράτηση, μέχρι την επόμενη ημερομηνία της δίκης. Είναι σύνηθες αίτημα, ως το ανωτέρω, να αιτιολογείται στο λόγο της διασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη. Για την εξέτασή του, απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως έχει ήδη λεχθεί, η διερεύνηση της πιθανότητας καταδίκης του κατηγορουμένου, με αναφορά στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταδείξει, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, ότι, εκκρεμούσης της δίκης, η εξέταση ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης κατηγορουμένου προσώπου διενεργείται με αφετηρία το τελευταίο διαφοροποιητικό γεγονός, εάν υπάρχει τέτοιο. Διαπιστώνεται, έτσι, εφόσον περί τούτου πρόκειται, το περιεχόμενο της νέας μαρτυρίας που έχει, στο μεταξύ, προκύψει και η τυχόν επίδρασή της στην ήδη υπάρχουσα μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, ως προς την πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου. ΄Αλλως πως, δε δικαιολογείται η εξέταση, εκ νέου, του πλαισίου, νομικού ή και πραγματικού, εντός του οποίου έχει εκδοθεί προηγούμενο διάταγμα κράτησης, της θέσης αυτής οριζομένης από το δόγμα του δεδικασμένου. Η σχετική νομολογία επιβεβαιώθηκε, πολύ πρόσφατα, στην J. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 125/2020 και 126/2020, 8.10.2020. Στην προκειμένη περίπτωση, αναμφίβολα, η απόφαση της πλειοψηφίας στις υποθέσεις Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, καθιέρωσε τέτοιο δεδικασμένο, ήτοι αναφορικά με την ένδειξη της πιθανότητας καταδίκης, στη βάση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής που υπήρχε στις 30.6.2020.
Επί του προκειμένου, το Κακουργοδικείο, κατά την υποβολή του αιτήματος κράτησης των εφεσειόντων, στις 25.9.2020, κλήθηκε να εξετάσει, ειδικά, την ανακριτική κατάθεση που είχε δώσει ο Γ.Χ. στις 28.8.2020. Τούτη προτάθηκε ως το νέο διαφοροποιητικό στοιχείο, αφού, με βάση το περιεχόμενό της, εκλήφθηκε από τους εφεσείοντες ότι είχε διαφοροποιηθεί, ουσιωδώς, η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής που υπήρχε στις 30.6.2020, ημερομηνία κατά την οποία είχε εκδοθεί η προηγούμενη διαταγή κράτησής τους. Η θέση που προτάθηκε, συγκεκριμένα, εκ μέρους των εφεσειόντων ήταν πως, μέσα από την εν λόγω κατάθεση του Γ.Χ., δεν επιβεβαιωνόταν η εκδοχή του παραπονουμένου, με την οποία αυτός φέρεται να τους εμπλέκει στη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, με αποτέλεσμα η πιθανότητα καταδίκης τους να ελαχιστοποιείται. Η διαπίστωση αυτή, ίσως να προκύπτει ως ένα γεγονός. Πρέπει, όμως, να είναι τέτοιας σημασίας, ώστε να επιδρά προς ανατροπή της πιθανότητας καταδίκης, η οποία, με αναφορά στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, ως αυτή είχε στις 30.6.2020, επιβεβαιώθηκε κατ’ έφεση και αποτελεί δεδικασμένο.
Από την πλευρά των εφεσειόντων, δόθηκε έμφαση στο θέμα της ένδειξης πιθανότητας καταδίκης τους, με αναφορά στην αποδεικτική αξία του συνόλου της υπάρχουσας κατά τις 25.9.2020 μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής. Το Κακουργοδικείο, όμως, δεσμευόμενο από την προηγούμενη απόφαση του Εφετείου στην Didy κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ορθά, περιορίστηκε στην επίδραση που τυχόν να έχει στην εν λόγω ένδειξη το περιεχόμενο της ανακριτικής κατάθεσης του Γ.Χ. Δε διαπίστωσε από τη συγκεκριμένη κατάθεση, ως αυτή έχει στην όψη της, ανατροπή της επιβεβαιωθείσας, από την προαναφερθείσα απόφαση του Εφετείου, ύπαρξης της ένδειξης πιθανότητας καταδίκης. ΄Οπως το έθεσε, το νέο στοιχείο μαρτυρίας, με αναφορά στο περιεχόμενο της κατάθεσης του Γ.Χ.: «Δεν είναι, ..., τέτοιο, που να επηρεάζει ουσιαστικά την πιθανότητα καταδίκης που προκύπτει από την κατάθεση του παραπονούμενου και σίγουρα όχι τέτοιο που να εξαφανίζει τον κίνδυνο φυγοδικίας ως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης.» Η κρίση του είναι και επί του θέματος τούτου ορθή, ώστε να μη δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου. Παρεμπιπτόντως, το Κακουργοδικείο δεν κλήθηκε να εξετάσει οποιοδήποτε άλλο σχετικό παράγοντα, δεδομένων των αντίστοιχων θέσεων των δύο πλευρών στο αίτημα κράτησης των εφεσειόντων. Καταλήγοντας δε, σε σχέση με το μοναδικό λόγο που, τελικά, εξέτασε, ορθά και πάλι, διαπίστωσε ότι συνέτρεχαν σωρευτικά, ως έπρεπε, οι τρεις εγγενείς ενδείξεις.
Με τα όσα έχουν πιο πάνω συζητηθεί, απαντώνται οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης. Απαντώνται, επίσης, οι λόγοι, με τους οποίους τίθεται θέμα ότι δεν αιτιολογήθηκε από το Κακουργοδικείο η μη επιλογή λύσης άλλης από την κράτηση των εφεσειόντων και η μη εξέταση του γεγονότος ότι αυτοί δεν προσπάθησαν, σε οποιοδήποτε στάδιο, να διαφύγουν. Σαφώς οι λόγοι τούτοι απαντώνται μέσα από τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, της κράτησης προσφερομένης ως της μόνης επιλογής. Η διαπίστωση τούτη εδράζεται στην ανάλυση και την κατάληξη, συναφώς, του Κακουργοδικείου κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Αυτής δε επικυρωθείσας, κατ’ έφεση, δεν παρέχεται έδαφος για διαπίστωση μη διεξαγωγής δίκαιης δίκης, βασιζομένης της απόρριψης του συγκεκριμένου λόγου στην επιτυχία των, ήδη, απορριφθέντων λόγων έφεσης.
Ως αποτέλεσμα, οι εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/ΜΠ
[1] Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 31/2020 και 32/2020, 29.6.2020 και Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 103/2020 και 104/2020, 3.9.2020
[2] «2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:
..............................................................................................................................................................
(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού, ...»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο