
ECLI:CY:AD:2020:B349
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 187/2019)
15 Οκτωβρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Η. Στεφάνου, Γ. Νεάρχου και Ι. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων – κατηγορούμενος 2, αντιμετώπιζε, από κοινού με τον κατηγορούμενο 1 (Κ.1), δύο κατηγορίες, εδραζόμενες στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο, Ν.29/77: Της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι 2.878,20 γρ. κάνναβης, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και της κατοχής της υπό αναφορά ποσότητας, με σκοπό την προμήθειά της σε άλλο πρόσωπο. Επιπρόσθετα, ο Εφεσείων αντιμετώπιζε και κατηγορία που αφορούσε στο αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154.
Κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, στις δύο πρώτες κατηγορίες και του επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης 4½ ετών σε σχέση με την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Στην κατηγορία της κατοχής δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, δεδομένου ότι τα γεγονότα της εμπεριέχονταν στα γεγονότα της κατηγορίας για την οποία είχε επιβληθεί η ποινή της φυλάκισης. Σε σχέση με την κατηγορία της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι, στην απουσία μαρτυρίας που να καταδείκνυε με σαφήνεια πώς, πότε και υπό ποίες συνθήκες ο Εφεσείων συνωμότησε με τον Κ.1 ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να διαπράξουν τα υπό εκδίκαση γενεσιουργά αδικήματα, δεν ήταν δυνατή η τεκμηρίωση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος και, κατά προέκταση, αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσείοντα.
Με εκτεταμένη επιχειρηματολογία, η πλευρά του Εφεσείοντα εισηγείται, μέσω των λόγων έφεσης, ότι λανθασμένα και αντινομικά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως υπήρχε επαρκής περιστατική μαρτυρία που οδηγούσε στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών στις οποίες κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείοντας (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, αντινομικά και αντιφατικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αποδείχθηκαν οι κατηγορίες (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι, επίσης, λανθασμένα και αντινομικά, κρίθηκε πρωτοδίκως, πως δεν επηρεάσθηκε το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη (τρίτος λόγος έφεσης) και ότι, αναιτιολόγητα και κατά παραβίαση θεμελιωδών αρχών, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα ήταν κατασκευασμένη.
Προτού ενδιατρίψουμε, με την απαραίτητη λεπτομέρεια και στην αναγκαία έκταση, στους υπό αναφορά λόγους έφεσης, είναι το κατάλληλο στάδιο να παραθέσουμε το βασικό υπόβαθρο των γεγονότων που καλύπτει την υπό κρίση περίπτωση, όπως αυτά αναδύονται μέσα από τα παραδεκτά γεγονότα και την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, καθώς επίσης την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα επίμαχα ζητήματα:
Στις 4.9.2017 και περί ώρα 17.00 ο Κ.1 ενοικίασε το όχημα xxx x58, από εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων στην Πάφο. Εντός του οχήματος δεν υπήρχε ο,τιδήποτε το παράνομο. Κατά την ενοικίαση παρών ήταν και ο Εφεσείων. Την ίδια ημέρα, η Αστυνομία έλαβε πληροφορία ότι ο Κ.1 θα μετέβαινε από την Πάφο στη Λευκωσία με το πιο πάνω όχημα, προκειμένου να παραλάβει μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών από τρίτο πρόσωπο. Στη βάση αυτής της πληροφορίας, οργανώθηκε επιχείρηση από μέλη της ΥΚΑΝ σε διάφορα σημεία στη Λευκωσία. Το υπό αναφορά όχημα εντοπίστηκε αρχικά, περί ώρα 20.00, στη Λευκωσία, κοντά στον κυκλικό κόμβο του «ΜΕΤΡΟ», κατευθυνόμενο προς τον κυκλικό κόμβο Αρχάγγελου, με επιβαίνοντες δύο άντρες. Αστυνομικά όργανα προσπάθησαν να παρακολουθήσουν το αυτοκίνητο, αλλά, λόγω πυκνής τροχαίας κίνησης, χάθηκε η οπτική επαφή για κάποιο χρονικό διάστημα. Στις 20.25 εντοπίσθηκε να κατευθύνεται προς τον κυκλικό κόμβο ΑΠΟΕΛ – Αρχαγγέλου, με κατεύθυνση το κατάστημα «JUMBO». Σε αυτό επέβαιναν δύο άτομα, όπως διαφάνηκε τελικά, ο Κ.1 ως συνεπιβάτης και ο Εφεσείοντας ως οδηγός. Σε αυτό το στάδιο, δόθηκαν οδηγίες από τον υπεύθυνο της επιχείρησης, όπως ανακοπεί με την πρώτη ευκαιρία για έλεγχο. Περί τις 20.30, αστυνομικοί επιχείρησαν να ανακόψουν το όχημα στη λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού, παρά τον κυκλικό κόμβο Τσερίου, τοποθετώντας και φάρους στα οχήματά τους. Το υπό αναφορά όχημα, ανέβηκε στη δεξιά νησίδα σύμφωνα με την κατεύθυνσή του και εισήλθε, με αντίθετη πορεία, εντός του πιο πάνω κυκλικού κόμβου, με κατεύθυνση το Τσέρι. Αστυνομικός έριξε πυροβολισμό προς ακινητοποίησή του, προσπαθώντας να στοχεύσει τα λάστιχα, χωρίς αποτέλεσμα. Η καταδίωξη συνεχίστηκε από μέλη της ΥΚΑΝ και το όχημα, ακολούθως, εισήλθε στην οδό Σωτήριου Λόντου, όπου ο Κ.1 και ο Εφεσείοντας το εγκατέλειψαν εν κινήσει και τράπηκαν σε φυγή. Ακολούθησε καταδίωξή τους, κατά τη διάρκεια της οποίας, συνελήφθη ο Κ.1, αλλά δεν έγινε κατορθωτή η σύλληψη του Εφεσείοντα, ο οποίος συνελήφθηκε τελικά στις 7.9.2017, η ώρα 12.15 στη Χλώρακα της επαρχίας Πάφου, δυνάμει δικαστικού εντάλματος, το οποίο εκδόθηκε στις 6.9.2017. Του επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο και αυτός απάντησε «εν ηξέρω τίποτε». Στις 8.9.2017 του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση, στην οποία, σε όλες τις ερωτήσεις, απάντησε «΄Εχω πάρει νομική συμβουλή και αυτή τη στιγμή θα κρατήσω το δικαίωμα της σιωπής.». Προστίθεται ότι, κατά την εγκατάλειψη του οχήματος και την έξοδο των κατηγορούμενων από αυτό, μέλη της ΥΚΑΝ εντόπισαν να πέφτει, από τη θέση του συνοδηγού, μια κυκλική, σε σχήμα μπάλας, νάϋλον συσκευασία με ξηρή φυτική ύλη, όμοια με κάνναβη, βάρους ενός κιλού περίπου. Αστυνομικός, ο οποίος πλησίασε το εν λόγω όχημα, διαπίστωσε ότι, στο πάτωμα της θέσης του συνοδηγού, υπήρχαν άλλες τρεις όμοιες συσκευασίες, οι οποίες περιείχαν ξηρή φυτική ύλη, όμοια με κάνναβη, συνολικού βάρους δύο κιλών περίπου. Ήταν, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, η συνολική ποσότητα των 2.878,20 γραμμαρίων κάνναβης, της ναρκωτικής δηλαδή ουσίας που αφορούν οι κατηγορίες.
Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιόν του μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία ενέταξε στο όλο πλαίσιο της περιστατικής μαρτυρίας που κάλυπτε την ενώπιόν του υπόθεση:
«1. Το όχημα που οδηγούσε ο Κ2 κατά την ανεύρεση των ναρκωτικών ενοικιάστηκε από τον Κ1 αφού πήγαν μαζί εκεί και ο Κ2 αναχώρησε με το δικό του όχημα ενώ ο Κ1 με αυτό.
2. Τόσο ο Κ2 όσο και ο Κ1 ξεκίνησαν μαζί για Λευκωσία με το εν λόγω όχημα.
3. Κατά τη διαδρομή προς Λευκωσία ο Κ1 είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τρίτο πρόσωπο (Ν. Νικολάου) ο οποίος διέμενε στην περιοχή από την οποία παραλήφθησαν τα ναρκωτικά, τουλάχιστον 25 φορές από δυο διαφορετικούς αριθμούς τηλεφώνων.
4. Η ώρα 20:00 το εν λόγω ενοικιαζόμενο όχημα εντοπίστηκε από τον Αστ. 3xx1 (ΜΚΙ1) και Αστ. 3xx9 στο οποίο επέβαιναν δυο άτομα κοντά στον κυκλικό κόμβο Μετρό κατευθυνόμενο προς κυκλικό κόμβο Αρχαγγέλου. Χάθηκε η οπτική επαφή με το εν λόγω όχημα στον κυκλικό κόμβο Αρχαγγέλου.
5. Η ώρα 20:17:59 ο αρ. τηλεφώνου του Κ2 καλεί τον αρ. τηλεφώνου του Κ1 και έχουν συνομιλία διάρκειας 27 δευτερόλεπτα ενώ στις 20:19:11 ο αρ. τηλεφώνου του Κ1 καλεί τον αρ. τηλεφώνου του Κ2 και είχαν συνομιλία διάρκειας 21 δευτερόλεπτα.
6. Η ώρα 20:25 το εν λόγω όχημα εντοπίζεται από τον ΜΚ4 στα φώτα Χρυσοβαλάντου να κατευθύνεται προς κυκλικό κόμβο Αρχαγγέλου (με αντίθετη πορεία από προηγουμένως) και δόθησαν οδηγίες προς τους αστυνομικούς για ανακοπή του.
7. Η ώρα 20:30 τρία οχήματα της αστυνομίας με συντονισμένη προσπάθεια προσπάθησαν να ανακόψουν το εν λόγω όχημα.
8. Ο Κ2 αντιλαμβανόμενος την αστυνομία ανέβηκε στην δεξιά νησίδα εισήλθε σε αντίθετη πορεία εντός του κυκλικού κόμβου με κατεύθυνση το Τσέρι, ο Αστ. 3xx9 έριξε πυροβολισμό ακινητοποίησης και το όχημα καταδιώχθηκε από μέλη της ΥΚΑΝ. Το όχημα εισήλθε δεξιά στην οδό Σωτηρίου Λόντου και οι Κ εγκατέλειψαν το όχημα εν κινήσει και τράπηκαν σε φυγή. Κατά την έξοδο των Κ τα μέλη της ΥΚΑΝ είδαν να πέφτει από την πλευρά του συνοδηγού ένα πακέτο που περιείχε ένα κιλό κάνναβη, ενώ στη θέση του συνοδηγού εντοπίστηκαν ακόμη δύο πακέτα που περιείχαν κάνναβη, όλα συνολικού βάρους 2 κιλά και 878,20gr.
9. Τα ναρκωτικά μύριζαν έντονα.
10. Ο Κ2 διέφυγε πεζός και ξυπόλητος.
11. Συνελήφθη στις 7.9.2017 στην Πάφο όπου κατά τη σύλληψη του απάντησε «Δεν ξέρω τίποτε».
12. Κατά την ιατροδικαστική εξέταση εντοπίστηκαν κακώσεις τις οποίες υπέστη κατά τη διαφυγή του και την πορεία του, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι οποίες περιγράφονται σ΄ αυτή και εμφαίνονται στις φωτογραφίες Τεκμήριο 44.»
Στη βάση των πιο πάνω, στην απουσία, όπως έχουμε ήδη προαναφέρει, μαρτυρίας προς στοιχειοθέτηση της κατηγορίας της συνομωσίας, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσείοντα από αυτή την κατηγορία. Ως προς το αδίκημα της κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου, το Κακουργιοδικείο, μετά από εκτενή αναφορά στη σχετική επί του θέματος της απαραίτητης γνώσης και του ελέγχου, νομολογία, έστρεψε την προσοχή του στα στοιχεία της μαρτυρίας τα οποία θα μπορούσαν να καταταχθούν ως περιστατική μαρτυρία. Θεώρησε ότι οι κρίκοι περιστατικής μαρτυρίας, στο σύνολό τους, ήταν τέτοιας αποδεικτικής αξίας που οδηγούσαν σε συμπέρασμα ενοχής και μόνο, αναφορικά με τον Εφεσείοντα. Κατέληξε ότι δεν άφηναν καμιά αμφιβολία ότι ο Εφεσείων κατείχε και γνώριζε ότι κατείχε από κοινού με τον Κ.1 τα ανευρεθέντα ναρκωτικά, για τον χειρισμό των οποίων είχε λόγο. Ως αποτέλεσμα, κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, με αναφορά στη μεγάλη ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας και την ενεργοποίηση, ως εκ τούτου, του τεκμηρίου που προβλέπεται στο ΄Αρθρο 30Α του Νόμου.
Η απαλλαγή του Εφεσείοντα από την κατηγορία της συνομωσίας και η αναγραφή, τόσο στις λεπτομέρειές της, όσο και στις λεπτομέρειες των υπολοίπων κατηγοριών, της Λευκωσίας, ως τόπου τέλεσης όλων των αδικημάτων, συζητήθηκαν ενώπιόν μας, με αναφορά στα διαλαμβανόμενα στον δεύτερο λόγο έφεσης.
Σύμφωνα με την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα, η υπεράσπιση γνώριζε καθόλη τη διάρκεια της ακρόασης ότι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν πως και οι δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι ζουν και διαμένουν στην Πάφο, συνωμότησαν την ίδια ημέρα τέλεσης των ουσιαστικών αδικημάτων, ενώ βρίσκονταν στη Λευκωσία και όχι στην Πάφο, δηλαδή αφού είχαν έρθει από την Πάφο στη Λευκωσία για τη διάπραξη των αδικημάτων. Συνεπώς, πάντα κατά την πλευρά του Εφεσείοντα, δεν μπορούσε η όποια ενέργειά του στην Πάφο να αποτελούσε μέρος της περιστατικής μαρτυρίας ενοχής του. Στα πλαίσια αυτά, ήταν η προέκταση της εισήγησης, προβάλλει ως αντιφατικό το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι δεν αποδείχθηκε η συνωμοσία, αλλά αποδείχθηκε κοινή κατοχή και έλεγχος των ναρκωτικών από τους κατηγορούμενους.
Είναι ορθή η θέση του Εφεσείοντα ότι συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου η λεπτομερής πληροφόρηση της φύσης και των λόγων της κατηγορίας που αντιμετωπίζει. Η παροχή όλων των απαραίτητων πληροφοριών εγκαίρως, προκειμένου να προβεί στην προετοιμασία της υπεράσπισής του ένας κατηγορούμενος, συνιστά αναφαίρετο δικαίωμά του, συνταγματικά κατοχυρωμένο (΄Αρθρο 12.5). Κατά πόσο όμως μια κατηγορία είναι αρκετά λεπτομερής, ούτως ώστε να διασφαλίζονται με επάρκεια τα δικαιώματα κατηγορούμενου, συναρτάται άμεσα από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Τελικό ζητούμενο είναι όπως οι λεπτομέρειες ενός αδικήματος, στοιχεία που διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην όλη ποινική διαδικασία, είναι επαρκώς γνωστές στον κατηγορούμενο, σε τέτοιο δηλαδή βαθμό που να μην επηρεάζεται δυσμενώς η υπεράσπισή του.
Επανερχόμενοι στα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσίβλητης, ότι δηλαδή και οι τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων, ήταν διατυπωμένες κατά τρόπο ξεκάθαρο, με τις λεπτομέρειές τους να συγκεκριμενοποιούνται. Ο τόπος τέλεσης δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Ήταν, εν πάση περιπτώσει, γνωστό εξ αρχής στην υπεράσπιση, η οποία είχε στη διάθεσή της και το σχετικό μαρτυρικό υλικό, αλλά και κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός, ότι στις 4.9.2017 η Αστυνομία έλαβε πληροφορία σύμφωνα με την οποία ο Κ.1 θα μετέβαινε την ίδια μέρα από την Πάφο στη Λευκωσία με το υπό αναφορά όχημα ενοικιάσεως «…. προκειμένου να παραλάβει μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών από κάποιο πρόσωπο.». Συνεπώς, ξεκάθαρη ήταν η υπόθεση την οποία θα αντιμετώπιζε ο Εφεσείων, σε αναφορά με τον τόπο τέλεσης των αδικημάτων. Ως εκ τούτου, είχε κάθε ευκαιρία να προετοιμάσει την υπεράσπισή του ανάλογα, χωρίς να επηρεάζονται δυσμενώς τα όποια δικαιώματά του.
Ούτε η αθώωση του Εφεσείοντα στην κατηγορία της συνωμοσίας παρέχει βάθρο στήριξης στη θέση που προβάλλει ότι είναι οξύμωρο να απαλλάσσεται από την εν λόγω κατηγορία και να καταδικάζεται στις υπόλοιπες, με βάση στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας σχετικά με ενέργειες που έλαβαν χώραν στην Πάφο.
Το Κακουργιοδικείο, ορθά αντικρίζοντας τη νομική διάσταση του αδικήματος της συνομωσίας, η ουσία του οποίου συνίσταται στον καταρτισμό συμφωνίας μεταξύ προσώπων προς διάπραξη παράνομης πράξης, σημείωσε ότι η συνομωσία δεν θεωρείται δεδομένη λόγω της τυχόν διάπραξης των γενεσιουργών αδικημάτων. Ούτε βεβαίως και τυχόν καταδίκη επί των γενεσιουργών αδικημάτων οδηγεί, απαρέγκλιτα, σε καταδίκη αναφορικά με το αδίκημα της συνομωσίας. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν καταδείχθηκε με σαφήνεια πώς, πότε και υπό ποίες συνθήκες, ο Εφεσείων συμφώνησε με τον Κ.1 προς διάπραξη των γενεσιουργών αδικημάτων, οδήγησε στην αθώωση και απαλλαγή του από την κατηγορία της συνομωσίας. Η κατάληξη αυτή δεν συνιστούσε τροχοπέδη προς αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας, στην περίπτωσή μας των στοιχείων της περιστατικής, προκειμένου να οδηγηθεί το Κακουργιοδικείο σε συμπέρασμα ενοχής για τις υπόλοιπες κατηγορίες, αυτές της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα.
Ο Εφεσείων, μέσω του τρίτου λόγου έφεσης, προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά έκρινε ότι δεν επηρεάσθηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη. Η εισήγησή του εδράζεται στη θέση ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρουσίασε το σύνολο της μαρτυρίας που ήταν σε γνώση των ανακριτικών αρχών και συμπλέκεται, περαιτέρω, με τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο μετέθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους του Εφεσείοντα σε σχέση με ισχυρισμό περί παγίδευσής του προς διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.
Δεν εντοπίζουμε περιθώρια επιτυχίας των υπό εξέταση ισχυρισμών της πλευράς του Εφεσείοντα. Η Κατηγορούσα Αρχή – Εφεσίβλητη παρουσίασε με ακριβοδίκαιο τρόπο το μαρτυρικό υλικό που είχε στην κατοχή της και το Κακουργιοδικείο αντίκρισε στη σωστή του διάσταση, με αναφορά στα δεδομένα που κάλυπταν την ενώπιόν του περίπτωση, το ζήτημα που ηγέρθηκε από την υπεράσπιση περί παγίδευσης.
Πρωτοδίκως, η υπεράσπιση έθεσε ότι η όλη παράδοση των ναρκωτικών τελούσε υπό τον έλεγχο της ΥΚΑΝ, ότι το τρίτο πρόσωπο, ο προμηθευτής των ναρκωτικών ουσιών, ήταν σε συνεννόηση με τα αστυνομικά όργανα και ότι η όλη επιχείρηση οδηγούσε σε συμπέρασμα πιθανής παγίδευσης του Εφεσίβλητου.
Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία παρέπεμψε και το Κακουργιοδικείο, Σύζινος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 174/2017, ημερ. 19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B330, αναλύεται, με αναφορά στην προηγούμενη επί του θέματος νομολογία, η νομική πτυχή της παγίδευσης. Ως απόσταγμα, μπορεί να λεχθεί ότι παγίδευση, κατά τη νομολογία, ενδέχεται να υπάρχει, όταν υποκινείται άτομο να διαπράξει παράνομη πράξη, στην οποία άλλως δεν θα προέβαινε, ώστε να κατηγορηθεί στη συνέχεια. Υποκίνηση αυτής της μορφής, συνιστά εκτροπή από την ορθή αποστολή των αστυνομικών οργάνων και καταστρατηγεί την έννοια της δικαιοσύνης και εντιμότητας (Texeira de Castro v. Portugal, 44/1997/828/1034 ECHR 533).
Επανερχόμενοι στα δεδομένα της ενώπιόν μας περίπτωσης, είναι ορθή η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με δεδομένη την ξεκάθαρη αναγνώριση από την υπεράσπιση περί ανυπαρξίας μαρτυρίας, η οποία να υποστηρίζει αθέμιτη εμπλοκή της Αστυνομίας, δεν υπήρχε περιθώριο περί «συμπερασματικής» κατάληξης προς την κατεύθυνση της παγίδευσης. Αυτό διότι θα ήταν αδιανόητη η εξαγωγή συμπερασμάτων χωρίς να υπάρχει ίχνος μαρτυρίας προς στήριξή τους. Δεν ενέχει, υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, ο,τιδήποτε το μεμπτό, το γεγονός ότι η ΥΚΑΝ, στηριζόμενη σε πληροφορίες, οργάνωσε επιχείρηση, η οποία οδήγησε στη σύλληψη όλων των εμπλεκομένων στην παράνομη διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών. Ούτε υποκίνησε οποιοδήποτε πρόσωπο στη διάπραξη των υπό αναφορά αδικημάτων, ούτε δημιούργησε την εγκληματική πρόθεση προς έκνομη συμπεριφορά.
Σε ό,τι αφορά τη θέση του Εφεσείοντα ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να παρουσιάσει τη μαρτυρία συγκεκριμένου αξιωματικού, ο οποίος είχε λάβει τις αρχικές πληροφορίες που οδήγησαν στη σύλληψη των εμπλεκομένων στις έκνομες ενέργειες και ήταν αυτός που είχε «την πρωτογενή γνώση» των γεγονότων, η ορθή προσέγγιση επί του θέματος αποτυπώνεται από το Κακουργιοδικείο. Η υπεράσπιση μπορούσε να ζητήσει κλήτευση του συγκεκριμένου μάρτυρα, ο οποίος δεν ήταν μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου, έτσι ώστε η Κατηγορούσα Αρχή να είχε και την υποχρέωση παρουσίασής του. Εν τέλει, οι όποιες πληροφορίες είχε λάβει η ΥΚΑΝ ήταν άνευ σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης και δεν είχαν οποιαδήποτε επίδραση στο δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη. ΄Ο,τι παραμένει ως σημαντικό, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρουσιάστηκε συμπαγής μαρτυρία, μέσω της οποίας παρατέθηκε το πλήρες φάσμα των γεγονότων και περιστάσεων, που κάλυπταν την παρούσα υπόθεση.
Μέσω του τέταρτου λόγου έφεσης, πλήττεται η αξιολόγηση από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, ως κατασκευασμένης. Τίθεται ότι ο Εφεσείων, καθόλη τη διάρκεια της ένορκης κατάθεσής του, ήταν καθόλα ειλικρινής, δεν παρουσίασε ουσιαστικές αντιφάσεις, απαντούσε χωρίς παλινδρομήσεις και χωρίς δισταγμό για τα όσα βίωσε. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι σε κανένα σημείο της αντεξέτασης δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία του, ενώ μεγάλο μέρος αυτής δεν αμφισβητήθηκε.
Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας του Εφετείου προς επέμβαση στην αξιολόγηση μαρτύρων από πρωτόδικο Δικαστήριο. Κωδικοποιούνται στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Έχοντας με προσοχή διεξέλθει τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα παρέθεσαν, προκειμένου να στηρίξουν τον υπό εξέταση λόγο έφεσης, είμαστε της άποψης ότι δεν τέθηκε ο,τιδήποτε ενώπιόν μας ικανό να ενεργοποιήσει τις εξουσίες του Εφετείου, κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, προς παρέμβαση. Το Κακουργιοδικείο, στηριζόμενο στη συνολική και όχι αποσπασματική θεώρηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, έκρινε, στα ορθά πλαίσια, αιτιολογώντας την προσέγγισή του με παραπομπή σε αντιφάσεις που εντόπισε, αλλά και στη γενικότερη εντύπωση που προκάλεσε με τις απαντήσεις του ο Εφεσείοντας, ότι τα όσα ουσιαστικά για την υπόθεση κατέθεσε, στερούντο αξιοπιστίας. Ορθά κατέληξε, στη βάση των πιο πάνω, ότι η μαρτυρία του ήταν κατασκευασμένη, με αποκλειστικό σκοπό την απαλλαγή του από κάθε ευθύνη και ότι, με πλήρη επίγνωση ενοχής, με ασαφείς και αόριστες αναφορές επί ουσιωδών ζητημάτων, προσπάθησε να καλύψει την παρουσία του στο όχημα το οποίο οδηγούσε και εντός του οποίου ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά.
Υπό το φως των πιο πάνω, ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης 1 και 2 συμπλέκονται. Προσβάλλουν ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την κατάταξη επιμέρους στοιχείων ως κρίκων περιστατικής μαρτυρίας και σε σχέση με τη συνύπαρξη και απόδειξη, τελικά, των συστατικών στοιχείων των κατηγοριών της κατοχής των ναρκωτικών και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα.
Μέσα από την ικανή αγόρευσή του, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα επιχείρησε να αποδομήσει την περιστατική μαρτυρία, πλήττοντας συγκεκριμένους κρίκους των στοιχείων της. Έθεσε, σε ό,τι αφορά το σημείο 3, ότι δεν ήταν σε γνώση του Εφεσείοντα πως το τρίτο πρόσωπο, ο προμηθευτής των ναρκωτικών, διέμενε στην περιοχή από όπου αυτά παραλήφθηκαν, ότι, σε σχέση με το σημείο 9 πως δεν είχε σημασία αν «μύριζαν έντονα» τα ναρκωτικά, αλλά αν μπορούσε να αντιληφθεί ο Εφεσείων τη φύση των ουσιών αυτών ως ναρκωτικών και ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έλαβε υπόψη ως κρίκους περιστατικής μαρτυρίας τα σημεία 8, 10 και 12, κρίνοντας ότι το μόνο κίνητρο της προσπάθειας διαφυγής του Εφεσείοντα, ήταν η αποφυγή της ευθύνης από τη συμμετοχή του στις έκνομες πράξεις. Αμφισβητείται επίσης η σημασία της εμπλοκής του Εφεσείοντα στην ενοικίαση του αυτοκινήτου και της μετάβασής του μαζί με τον Κ.1 από την Πάφο στη Λευκωσία.
Κατ΄ αρχάς, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρουσιάστηκε επαρκής μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία η περιοχή στην οποία διέμενε το τρίτο πρόσωπο ήταν η περιοχή όπου παραλήφθηκαν τα ναρκωτικά. Η σημασία, όμως, του σημείου 3, αφορά στο γεγονός ότι ο Κ.1 τηλεφώνησε τουλάχιστον 25 φορές στον προμηθευτή κατά τη διαδρομή από Πάφο στη Λευκωσία, με συνεπιβάτη τον Εφεσείοντα. Σε ό,τι δε αφορά την έντονη μυρωδιά, αλλά και το όλο πλαίσιο των κινήσεων του Εφεσείοντα, από τη στιγμή ενοικίασης του αυτοκινήτου, μέχρι τη διαδρομή του από Πάφο σε Λευκωσία και ακολούθως τις όλες ενέργειές του που καλύπτουν την προσπάθεια διαφυγής του, η σημασία των στοιχείων αυτών δεν έγκειται στην αποσπασματική, αλλά στη σωρευτική αντίκρισή τους, στο πλαίσιο που η νομολογία επιτάσσει. Υπό το πρίσμα αυτό, η απομόνωση κάθε στοιχείου περιστατικής μαρτυρίας θα ήταν λανθασμένη θεώρηση και νομικά εσφαλμένη προσέγγιση.
Όπως η πάγια νομολογιακή γραμμή διαφωτίζει, η περιστατική μαρτυρία πρέπει να αξιολογείται στο σύνολό της, σωρευτικά και όχι αποσπασματικά. Η δε ενοχή του κατηγορούμενου πρέπει να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας και σε επίπεδο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Θα πρέπει, τα σκόρπια μέρη της περιστατικής μαρτυρίας να έχουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώνουν, με αδιαμφισβήτητη πειστικότητα, την καταδίκη. Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο, έχοντας πλήρη επίγνωση της σημασίας και των προεκτάσεων της περιστατικής μαρτυρίας, έπραξε αυτό το οποίο όφειλε, να διαπιστώσει δηλαδή κατά πόσο το σωρευτικό αποτέλεσμά της δεν συμβιβαζόταν με άλλη λογική ερμηνεία, παρά μόνο με την κατάδειξη του Εφεσείοντα ως του δράστη της εγκληματικής συμπεριφοράς, που κάλυπταν οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Η ουσία του δεύτερου λόγου έφεσης, συνίσταται στην προσέγγιση ότι πουθενά στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν φαίνεται πότε, σε επίπεδο actus reus, έγινε η ανάληψη της κατοχής και ο Εφεσείων είχε έλεγχο των ναρκωτικών, όπως επίσης, σε επίπεδο mens rea, πότε δημιουργήθηκε η πρόθεσή του να κατέχει την ναρκωτική ουσία. Είναι η προέκταση της εισήγησης ότι η γνώση δεν μπορεί να ταυτιστεί με κατοχή και το γεγονός και μόνο πως ένας κατηγορούμενος γνωρίζει ότι κάποιο άλλο πρόσωπο κατέχει ναρκωτικά στο υποστατικό όπου διαμένουν μαζί ή στο όχημα όπου διακινούνται, δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετήσει κατοχή από τον ίδιο.
Μας βρίσκει σύμφωνους η θέση ότι η γνώση δεν ταυτίζεται με κατοχή. Το γεγονός και μόνο ότι ένας κατηγορούμενος γνωρίζει ότι στο όχημα, με το οποίο διακινείται, κάποιο άλλο πρόσωπο κατέχει ναρκωτικά, δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετήσει κατοχή από τον ίδιο. Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο, στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει, πέραν της γνώσης, ότι υφίσταται «κοινή κατοχή» (joint possession). Κοινή θεωρείται η κατοχή όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα ασκούν, έκαστος, κάποιο βαθμό ελέγχου επί των ναρκωτικών. Κριτήριο ελέγχου συνιστά το κατά πόσο τα ναρκωτικά αποτελούν μια κοινή παρακαταθήκη (common pool), από την οποία όλοι οι εμπλεκόμενοι είχαν το δικαίωμα να προβούν σε ανάληψη κατά βούληση (R. v. Irala-Prevost [1965] Crim.L.R. 606, R. v. Searle [1971] Crim.L.R. 592, Σίβουνας ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 91, Hiscock v. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφεση 183/2015, ημερ. 19.10.2017), ECLI:CY:AD:2017:B362.
Η κάθε περίπτωση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων. Στην ενώπιόν μας υπόθεση, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί γνώσης και κοινής κατοχής, εδράζεται στη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας – «συντριπτικής», όπως βάσιμα τη χαρακτήρισε - όπως αυτή αποτυπώνεται στα δώδεκα σημεία, τα οποία συνιστούσαν και τους κρίκους αλυσίδας της. Η συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας αυτής, αποδεικνύει τόσο τη γνώση όσο και την κοινή κατοχή των ναρκωτικών και τεκμηριώνει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, συμμετοχή στην ίδια εγκληματική πράξη.
Υπό το φως των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο