ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 185/2020, 25/11/2020

ECLI:CY:AD:2020:B405

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 185/2020)

 

25 Νοεμβρίου, 2020

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

xxx ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

________________________

 

Νίκος Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα.

Μαρίνα Μασούρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Την ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων κατηγορείται, με πέντε άλλα πρόσωπα, για τη διάπραξη τριών διαφορετικών αδικημάτων, κατά παράβαση συγκεκριμένων προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν. 29/1977), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί).  Πρόκειται για τα αδικήματα της κατοχής, της κατοχής με σκοπό την προμήθεια και της εισαγωγής, αντίστοιχα, 72 κιλών ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας.  Με άλλες τρεις κατηγορίες, τούς καταλογίζεται ότι αυτοί συνωμότησαν μεταξύ τους για τη διάπραξη των προαναφερθέντων αδικημάτων.

 

Στις 20.10.2020, σε διαδικασία η οποία διεξήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη από το Κακουργοδικείο, το οποίο θα συνεδριάσει στις 26.11.2020.  Στο στάδιο εκείνο, η συνήγορος η οποία εμφανίστηκε εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής ζήτησε την κράτηση όλων των κατηγορουμένων, πλην της κατηγορουμένης 4[1], μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία, προς το σκοπό διασφάλισης της παρουσίας τους στη δίκη.  Επικαλέστηκε, προς τούτο, τις εγγενείς ενδείξεις της υπόθεσης που αυτοί αντιμετωπίζουν, θέτοντας έμφαση στην ύπαρξη, όπως εισηγήθηκε, πιθανότητας καταδίκης τους.  

Στο πιο πάνω αίτημα κράτησης, έφερε ένσταση ο κατηγορούμενος 2.  Αμφισβήτησε την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης του.  Παρέπεμψε, προς τούτο, στην ανυπαρξία, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορός του, μαρτυρίας σε βάρος του, από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, το οποίο η κατηγορούσα αρχή έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου για το συγκεκριμένο σκοπό.  Επιπρόσθετα, παρέπεμψε στο γεγονός της οικειοθελούς παραμονής του στο Δικαστήριο κατά τα χρονικά διαστήματα που, διαδοχικά, μεσολάβησαν από την αναστολή προηγούμενης υπόθεσης εναντίον του μέχρι την καταχώριση νέας, με τις ίδιες κατηγορίες, και, εν τέλει, μέχρι την καταχώριση της υπόθεσης την οποία αυτός, τώρα, αντιμετωπίζει.  Τέλος, παρέπεμψε στις προσωπικές περιστάσεις του, που τον φέρουν να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μόνιμος κάτοικος Κύπρου.  Ανέφερε δε πως ήταν έτοιμος να ικανοποιήσει συγκεκριμένους όρους εγγύησης, τους οποίους ο συνήγορός του εισηγήθηκε στο Δικαστήριο, προς διασφάλιση της προσέλευσής του στο Κακουργοδικείο στις 26.11.2020.  Το Δικαστήριο απέρριψε την ένστασή του και εξέδωσε διάταγμα κράτησής του μέχρι την πιο πάνω, ημερομηνία.

Ο κατηγορούμενος, εφεσείων, πλέον, καταχώρισε την παρούσα έφεση, με την οποία προσβάλλει, ως λανθασμένη, την απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση και με τα δύο θέματα, στα οποία αυτός είχε βασίσει την ένστασή του στο πιο πάνω αίτημα της κατηγορούσας αρχής.  Διά του συνηγόρου του, εισηγείται ότι το Δικαστήριο, στην απόφασή του, δεν αναφέρθηκε στο σύνολο της μαρτυρίας, που είχε τεθεί ενώπιόν του κατά την εξέταση της ένδειξης περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης του στις κατηγορίες που ο ίδιος αντιμετωπίζει.  Επιπρόσθετα, εισηγείται πως το Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τις προσωπικές του περιστάσεις, καθώς, επίσης, το γεγονός ότι αυτός δεν προσπάθησε να διαφύγει, ενώ είχε την ευκαιρία προς τούτο, κατά τα χρονικά διαστήματα που έχουν προαναφερθεί.

 

Εκδικάζον δικαστήριο, σε περιπτώσεις όπως είναι η παρούσα, έχει να σταθμίσει μεταξύ του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας και του συμφέροντος της κοινωνίας να διασφαλιστεί ότι πρόσωπο, κατηγορούμενο για τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων, θα προσαχθεί σε δίκη.  Το συμφέρον αυτό τίθεται σε κίνδυνο, αν το κατηγορούμενο πρόσωπο παραλείψει να εμφανιστεί στο δικαστήριο και η προσαγωγή του σε αυτό, κατά την ημερομηνία που έχει οριστεί για τον πιο πάνω σκοπό, δεν είναι εφικτή.  Το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πιο πάνω παραμέτρους, οφείλει να δώσει προτεραιότητα στο ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας, εκτός εάν, στη βάση συγκεκριμένης μαρτυρίας, διαπιστώσει ότι ο κατηγορούμενος πιθανόν να μην προσέλθει στη δίκη κατά την ημερομηνία που έχει οριστεί προς τούτο.  Αν δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία, από την οποία να προκύπτει, ξεκάθαρα, η τάση του κατηγορουμένου να φυγοδικήσει, το δικαστήριο καταφεύγει στις εγγενείς ενδείξεις της υπόθεσης, προκειμένου να πιθανολογήσει περί της ύπαρξης ή όχι του παράγοντα αυτού.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ιδιαίτερη σημασία τέθηκε, όπως αναφέρθηκε ήδη, στην ένδειξη της ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης του εφεσείοντος.  Το Δικαστήριο ανέφερε, στην απόφασή του, ότι, αφού μελέτησε τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιόν του από την κατηγορούσα αρχή, η πιο πάνω ένδειξη ικανοποιείτο, για τους λόγους που φαίνονται στο απόσπασμα που ακολουθεί:-

 

«... σε κάθε περίπτωση σημειώνω πως σύμφωνα με τη μαρτυρία που έχει στην κατοχή της η κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος 2[2] φέρεται να ήταν ο οδηγός του οχήματος όπου εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά, ενώ επίσης υπάρχει μαρτυρία ως προς τις κινήσεις του οχήματος που φέρεται να οδηγούσε ο κατηγορούμενος 2 και στο οποίο επέβαινε ο κατηγορούμενος 1 και το οποίο φέρεται να είχε συνάντηση με το όχημα (μονοκάμπινο) στο οποίο επέβαιναν οι κατηγορούμενοι 3 και 5 κατά την επίδικη ημερομηνία, ενώ σύμφωνα πάντα με τη θέση της κατηγορούσας αρχής ο κατηγορούμενος 1 όταν του υποδείχθηκαν τα κιβώτια με τα ναρκωτικά ανέφερε ότι θα τα έδιδαν σε δύο άτομα με μονοκάμπινο.»

 

 

 

Το συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται σε ένα μόνο γεγονός, αυτό της ανεύρεσης των κιβωτίων με τα ναρκωτικά εντός του αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων.  Τα πιο πάνω ανέφερε στην κατάθεσή του προς την Αστυνομία ο ίδιος ο εφεσείων, προσθέτοντας ότι αυτός δε γνώριζε για το περιεχόμενο των κιβωτίων.  Εξήγησε δε τον τρόπο της εμπλοκής του στην παραλαβή και μεταφορά τους, σκοπός της οποίας ήταν, κατά τον ισχυρισμό του, να διευκολύνει, με το αυτοκίνητό του, τύπου van, τον κατηγορούμενο 1, ο οποίος είναι φίλος του.  ΄Οσον αφορά τη μαρτυρία των αστυνομικών που παρακολούθησαν το αυτοκίνητο του εφεσείοντος, ο τρόπος που αυτοί ανέφεραν ότι τούτο κινήθηκε και η πορεία που ακολούθησε συμπίπτουν με ό,τι ο εφεσείων ανέφερε, σχετικά, στη δική του κατάθεση στην Αστυνομία.

 

Με την εν λόγω μαρτυρία υπόψη, ως αυτή, βέβαια, έχει στην όψη της, στην οποία το Δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί κατά τη σύνοψη από αυτό της μαρτυρίας στην απόφασή του, δίδεται μια πληρέστερη εικόνα, αναφορικά με την, κατ’ ισχυρισμό, εμπλοκή του εφεσείοντος στα υπό αναφορά αδικήματα.  Η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, προσφέρεται ως παράδειγμα, (βλ. σελίδα 378), για την ανάγκη παράθεσης όλων των σημαντικών στοιχείων της μαρτυρίας, σε διαδικασία όπως η παρούσα.  Τούτο είναι απαραίτητο και για τη διατύπωση πλήρους και αντικειμενικής αιτιολογίας, αναφορικά με την εκτίμηση του δικαστηρίου για την ύπαρξη ή όχι πιθανότητας καταδίκης, (βλ. Καραγιώργης και άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92).  Αξιολογείται δε, σε συνδυασμό με τις άλλες δύο εγγενείς ενδείξεις του υπό αναφορά παράγοντα, ήτοι της σοβαρότητας της κατηγορίας που αντιμετωπίζει το κατηγορούμενο πρόσωπο και της πιθανότητας επιβολής σε αυτό αυστηρής ποινής. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκτίμηση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, όσον αφορά την πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντος, έγινε με αναφορά σε μέρος μόνο της μαρτυρίας που είχε θέσει ενώπιόν του η κατηγορούσα αρχή.  Επί αυτής δε της ελλιπούς εικόνας είναι που το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία, με αποτέλεσμα η απόφασή του να είναι προϊόν ελλιπούς αιτιολογίας.  Επομένως, διαπιστώνεται σφάλμα, ως προς την πτυχή αυτή, στην υπό έφεση απόφασή του.  Η πιο πάνω διαπίστωση εξουδετερώνει και την παρατήρησή του σε σχέση με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, λόγω της μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, στην οποία αφορούν οι κατηγορίες.  Τούτο δε, ως εκ της αλληλοεπίδρασης και μόνο μεταξύ των τριών εγγενών ενδείξεων, σύμφωνα με τη νομολογία, (βλ. Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45).     

 

Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο εκτίμησε επί ανύπαρκτης, ουσιαστικά, πραγματικής βάσης, τη δυνατότητα που ο εφεσείων είχε να φύγει από το χώρο του Δικαστηρίου, όταν δύο προηγούμενες ποινικές υποθέσεις, με τις ίδιες κατηγορίες, που είχαν καταχωριστεί εναντίον του, είχαν ανασταλεί.  ΄Οπως προκύπτει από την υπό εξέταση απόφαση, τούτο προέβη σε σειρά υποθέσεων ως προς την εν λόγω πτυχή.  Εξέλαβε ως δεδομένο ότι ο εφεσείων, κάθε φορά, γνώριζε ότι θα καταχωρείτο νέα υπόθεση εναντίον του, και, πλέον σοβαρό, ότι αυτός είχε πραγματική πρόθεση να εγκαταλείψει το χώρο του Δικαστηρίου, εμποδιζόταν, όμως, να το πράξει, ένεκα της παρουσίας αστυνομικών στη σκηνή.

 

Το Δικαστήριο, ως εκ των άτοπων υποθέσεών του, παρέλειψε να εκτιμήσει, δεόντως, το γεγονός ότι ο εφεσείων, για κάποιο χρονικό διάστημα, το οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν προσδιορίστηκε, δεν τελούσε υπό κράτηση.  Μπορούσε, επομένως, κατ’ εκείνο το, έστω, μικρό χρονικό διάστημα, να εγκατέλειπε το χώρο του Δικαστηρίου ανεμπόδιστος, ή και να επιχειρούσε κάτι τέτοιο, ειδικά, αν η πραγματική επιθυμία του ήταν να διαφύγει της δικαιοσύνης.  Τούτο δεν είναι άσχετο και με το γεγονός, όπως αναφέρθηκε, ότι ο εφεσείων είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας και μόνιμος κάτοικος Κύπρου.  Ο δεσμός αυτός έχει τη σημασία του.  Λογικά, επενεργεί ενάντια   στην τυχόν επιθυμία του εφεσείοντος να φυγοδικήσει.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει.  Ο εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος.  Προς το σκοπό διασφάλισης της παρουσίας του στο Κακουργοδικείο, θα τεθούν όροι, αφού ακουστούν οι συνήγοροι των δύο πλευρών.

                                                    

 

 

                                                     Π. Παναγή, Π.

    

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

                                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.

/ΜΠ



[1] Αυτή αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση.

[2] (ο εφεσείων)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο