ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ v. ΠΑΤΟΥΡΗ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 51/2020, 3/12/2020

ECLI:CY:AD:2020:D413

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 51/2020)

 

3 Δεκεμβρίου, 2020

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

xxx ΠΑΤΟΥΡΗ,

Εφεσίβλητου.

________________________

 

Γιάννος Α. Αργυρού, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου, μαζί με Θεοδώρα Ν. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 51 ετών σήμερα, κατηγορήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για τη διάπραξη δύο όμοιων μεταξύ τους αδικημάτων.  Αυτά αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, κατά παράβαση των εδαφίων (3) και 4(α), αντίστοιχα, του άρθρου 6 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, (Ν. 91(Ι)/2014), (ο «Νόμος»).

 

Ο εφεσίβλητος, κατηγορηθείς για τα εν λόγω αδικήματα ενώπιον του Δικαστηρίου, δήλωσε, όπως είχε δηλώσει και ενώπιον της αστυνομικής ανακριτικής αρχής, παραδοχή.  Ακολούθως, το Δικαστήριο έλαβε, γραπτώς, από την κατηγορούσα αρχή, τα γεγονότα αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και άκουσε τα όσα ο συνήγορος του εφεσίβλητου ανέφερε προς μετριασμό της ποινής.  Αφού τα συνεκτίμησε, επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης δέκα μηνών σε κάθε κατηγορία.  Διέταξε δε όπως οι ποινές συντρέχουν. 

 

Ο συνήγορος ο οποίος εκπροσωπούσε την κατηγορούσα αρχή θεώρησε ότι η επιβληθείσα, ως άνω, ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής.  Ως εκ τούτου, καταχώρισε την παρούσα έφεση, με την οποία επιδιώκει την αύξησή της.  Βάσισε τη θέση του, συναφώς, στη σοβαρότητα των υπό αναφορά αδικημάτων και στη σχετική νομολογία.  Κατά την ακρόαση η οποία διεξήχθη, παρέπεμψε σε νομολογία, θα γίνει σχετική αναφορά στο κατάλληλο σημείο, από την οποία αυτός θεωρεί ότι μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση προς υποστήριξη της θέσης του, ανωτέρω.  Κατά το ίδιο στάδιο, ο συνήγορος του εφεσίβλητου επεσήμανε, ιδιαίτερα, τις προσωπικές του περιστάσεις και εισηγήθηκε ότι, στη βάση τούτων, το Δικαστήριο ορθώς επέλεξε την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή. 

 

Το Δικαστήριο, από τα παρατεθέντα ενώπιόν του γεγονότα, διαπίστωσε ότι οι προαναφερθείσες κατηγορίες που ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε αφορούσαν σε δύο διαφορετικά, πλην, όμως, παρόμοια περιστατικά, τα οποία συνέβησαν σε διαδοχικές ημερομηνίες μέσα στον Αύγουστο του 2018.  Τις χειρίστηκε δε, ως εάν αυτές να αφορούσαν πανομοιότυπα αδικήματα και δεν προέβη σε διάκριση μεταξύ του αδικήματος του εδαφίου (3) και του πιο σοβαρού αδικήματος του εδαφίου 4(α) του άρθρου 6 του Νόμου.

 

Η διαφορά μεταξύ των εν λόγω αδικημάτων έγκειται στα εξής:  Σύμφωνα με το εδάφιο (3) του υπό αναφορά άρθρου, διαπράττει κακούργημα:  «΄Οποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης»[1].  Το προαπαιτούμενο της συμμετοχής σε σεξουαλική πράξη με παιδί προβλέπεται και για τα αδικήματα του εδαφίου (4) του άρθρου 6.  Ωστόσο, με βάση την παράγραφο (α) αυτού, το συγκεκριμένο αδίκημα συντελείται, όταν «γίνεται κατάχρηση της θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί».  Στην πρόνοια αυτή, βασίζεται η δεύτερη κατηγορία.  Θεωρείται ως πιο σοβαρή περίπτωση παραβατικότητας στο συγκεκριμένο τομέα, εξ ου και ένα τέτοιο αδίκημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου.  Τονίζεται, έτσι, η σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος, συγκριτικά προς το αδίκημα του εδαφίου (3), το οποίο τιμωρείται με την, εξίσου, αυστηρή ποινή φυλάκισης των είκοσι (20) ετών, κατά ανώτατο όριο.  Σε σχέση με την πιο πάνω αβλεψία του Δικαστηρίου, αν και αυτή είναι αξιοπρόσεκτη, δεν έχει εγερθεί οποιοδήποτε θέμα.  Δεν προκύπτει δε, εξ αυτής, οποιαδήποτε δυσχέρεια, ειδικά, ως προς το χειρισμό της υπόθεσης από το Εφετείο.

 

Τα σχετικά γεγονότα, τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου εκ συμφώνου, έχουν ως εξής:  Τον Αύγουστο του 2018, η παραπονουμένη μετέβη στο σπίτι της διαζευγμένης μητέρας της, προκειμένου να παραμείνει κάποιες ημέρες εκεί.  ΄Ενα βράδυ, στην απουσία της τελευταίας, την πλησίασε ο εφεσίβλητος, σύντροφος της μητέρας της, εμφανώς, με άσεμνες προθέσεις.  Την αποκάλεσε «μωρό μου» και της τράβηξε τη φανέλα που φορούσε προς τα πάνω.  Στη συνέχεια, την έπιασε από το στήθος, σφίγγοντάς την συγχρόνως.  Αυτή του ζήτησε να σταματήσει, αλλά εκείνος συνέχισε.  Το ίδιο περιστατικό συνέβη και την επομένη ημέρα, μόνο που, τούτην τη φορά, ο εφεσίβλητος «έγλειψε», επίσης, την παραπονουμένη στο στήθος και την «φίλησε» στο στόμα.  Η παραπονουμένη ήταν, τότε, δεκατριάμισι χρονών και διέμενε με τον πατέρα της σε άλλη διεύθυνση.

 

Κατά τον ίδιο, ως άνω, ουσιώδη χρόνο, ο εφεσίβλητος συζούσε με τη μητέρα της παραπονουμένης.  Από τη σχέση τους δε, αυτοί,  σήμερα, έχουν ένα παιδί.  Ως εκ τούτου, ο εφεσίβλητος υπέχει «θέση εμπιστοσύνης» προς την παραπονουμένη, ως ο Νόμος την ορίζει στο άρθρο 2· περί τούτου δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση.  Στην εν λόγω σχέση, βασίστηκε, προφανώς, η δεύτερη κατηγορία, δεδομένου ότι αυτή εδράζεται στο εδάφιο (4)(α) του άρθρου 6 του Νόμου.  Γενικά, με βάση τα πιο πάνω γεγονότα, η παρούσα περίπτωση, όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω, εμπίπτει στην κατηγορία των υποθέσεων, στις οποίες η σεξουαλική κακοποίηση παιδιού συνίσταται στην επαφή διά του αγγίγματος στο σώμα του, με διάφορους τρόπους.

 

Ο Νόμος 91(Ι)/2014 θεσπίστηκε με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή του νομικού γίγνεσθαι αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, η οποία καθιερώθηκε με πράξεις Διεθνών Οργανισμών.  Προπαντός, όμως, έγινε προς εναρμόνιση της ημεδαπής νομοθεσίας με πράξεις της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης στο συγκεκριμένο τομέα του δικαίου.  Από αυτές, ξεχωρίζει, ιδιαίτερα, η Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου, 2011, (η «Οδηγία»), την οποία ο εν λόγω Νόμος έχει, εν πολλοίς, ως πρότυπο.  Στο Προοίμιό της, εκτιμάται, διά της αιτιολογικής σκέψεως 1, ότι:-

 

«Η σεξουαλική κακοποίηση και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας, συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, ειδικότερα των δικαιωμάτων των παιδιών στην προστασία και τη φροντίδα που είναι αναγκαίες για την ευημερία τους, όπως προβλέπονται στη σύμβαση του 1989 των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.»

 

 

 

Ακολούθως, στην αιτιολογική σκέψη 2, εκτιμάται, σύμφωνα με ό,τι διαλαμβάνει το πρόγραμμα της Στοκχόλμης[2], πως:-

 

«Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες παρέχει σαφή προτεραιότητα στην καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας.»

 

 

 

Εμφανώς, η προστασία του παιδιού αναγνωρίζεται από το διεθνές και ημεδαπό δίκαιο ως κοινωνική ανάγκη, πηγάζουσα εκ της εγγενούς φύσεώς του.  Στο προοίμιο της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού, κυρωθείσας με τον ομώνυμο Νόμο του 1990, (Ν. 243/1990), αναφέρεται, συναφώς ότι:  «..., όπως υποδεικνύεται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, ‘το παιδί, λόγω της σωματικής και διανοητικής του ανωριμότητας, χρειάζεται ειδική προστασία και φροντίδα, συμπεριλαμβανομένης και της κατάλληλης νομικής προστασίας, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννησή του’».  Στο επίπεδο, ειδικά, της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, εκτιμάται, στην αιτιολογική σκέψη 12 της Οδηγίας, πως:-

«Για τις σοβαρές μορφές σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές.»

 

 

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχοντας ως πρότυπο τις πιο πάνω αρχές, διαμόρφωσε, ανάλογα, τις ποινές οι οποίες επιβάλλονται για αδικήματα που εμπίπτουν στον υπό αναφορά τομέα του δικαίου.  Ενίοτε, ως αφετηρία για τον καθορισμό της επιβληθησομένης ποινής θεωρείται η προβλεπόμενη από το νόμο ανώτατη ποινή, (βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, σελίδα 637).  Για το αδίκημα το οποίο προνοείται, ειδικά, στο άρθρο 6(4)(α), αυτή είναι η φυλάκιση διά βίου.  Η νομολογία, όμως, του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εμφανώς, έχει, στη βάση προτύπων που προκύπτουν μέσα από την Οδηγία και την ανάλογη νομολογία του Ηνωμένου Βασιλείου, ακολουθήσει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση.  Επομένως, σχετικές, ως προς την εν λόγω πτυχή, είναι, κατ’ αρχάς, οι πρόνοιες της Οδηγίας.  Συγκεκριμένα, στις παραγράφους 4[3] και 5[4] του ΄Αρθρου 3 αυτής, οι οποίες αποτελούν τη βάση για τα εδάφια (3) και (4), αντίστοιχα, του άρθρου 6 του Νόμου, προβλέπονται ποινές φυλάκισης, το ανώτατο όριο των οποίων δεν πρέπει να είναι κατώτερο των πέντε και των οκτώ ετών, αντιστοίχως.

 

Σε σχέση με τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια ποινές στις διάφορες υποθέσεις, καθοδήγηση αντλήθηκε από τη μη δεσμευτική, βέβαια, πρακτική που ακολουθείται στο Ηνωμένο Βασίλειο στο συγκεκριμένο τομέα, όπως αυτή παρατίθεται στο Εγχειρίδιο Sexual Offences Definitive Guidelineτου Sentencing Council, (Definitive Guideline), το οποίο εφαρμόζεται από την 1.4.2014.  Στην υπόθεση Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 135/2014 και 138/2014, 22.11.2016, γίνεται εκτενής αναφορά σε αυτό, καταδεικνύουσα τη χρησιμότητά του ως οδηγού για την επιλογή της κατάλληλης ποινής, αναφορικά με αδικήματα σεξουαλικής φύσεως.  Στο προαναφερθέν δικαϊκό σύστημα, οι προβλεπόμενες από το νόμο ανώτατες ποινές φυλάκισης για τα αντίστοιχα των υπό αναφορά αδικημάτων καθορίζονται σε πιο χαμηλό επίπεδο, ήτοι στα δεκατέσσερα έτη.  Σε υποθέσεις δε με περιστατικά παρόμοια με αυτά της παρούσας έχουν επιβληθεί ποινές φυλάκισης μεταξύ δύο και έξι ετών, (βλ. Definitive Guideline, σελίδες 45 έως 47).  Στην Κύπρο, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, σε παρόμοιες περιπτώσεις, έχουν επιβληθεί αναλόγου ύψους ποινές.  Επισημαίνεται δε πως εκείνες οι υποθέσεις, όπως και η παρούσα, εμπίπτουν στην προαναφερθείσα κατηγορία της επαφής διά του αγγίγματος στο σώμα του θύματος, η οποία καθορίζεται ως μία από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο Definitive Guideline.  Κατά την επιμέτρηση δε της ποινής, εκτιμούνται, αναλόγως, και οι λοιποί σχετικοί παράγοντες.    

 

Στο εν λόγω πλαίσιο, με δεδομένη τη διαπιστωνόμενη ανάγκη για «ειδική προστασία και φροντίδα» των παιδιών, ως εκ της εγγενούς φύσεώς τους, σημειώνεται, εξαρχής, ότι ο παράγοντας που αφορά στις προσωπικές περιστάσεις του θύτη, εμφανώς, υποχωρεί αισθητά, κατά τη διεργασία της επιλογής της επιβληθησομένης ποινής, (βλ. Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 178/2017, 24.10.2018).  Με αναφορά στις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης, βαρύνουσα σημασία δίδεται στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δε σεβάστηκε την παραπονουμένη, ούτε έλεγξε τις γενετήσιες επιθυμίες του, αλλά, όπως έχει ήδη αναφερθεί στα γεγονότα, την κακοποίησε σεξουαλικά, σε δύο διαδοχικές ημερομηνίες.  Εκ των υστέρων και προς μετριασμό της ποινής, επικαλέστηκε τη στήριξη που αυτός προσφέρει στη μητέρα της και στο νεογέννητο παιδί τους, χωρίς, εντούτοις, να αναφέρει σε τι αυτή συνίστατο.  Οι εν λόγω πράξεις του, πασιφανώς, αντιστρατεύονται τον πιο πάνω ισχυρισμό του και δείχνουν αδιαφορία για τη στήριξη, ψυχική και συναισθηματική, την οποία ο ίδιος οφείλει να προσφέρει και στα τρία αυτά πρόσωπα, ως εκ της προαναφερθείσας σχέσης του μαζί τους.  Επίσης, είναι αυτονόητο ότι η σημασία του παράγοντα τούτου ελαττώνεται, έτι περαιτέρω, όταν, η αναφορά σε τέτοιες περιστάσεις γίνεται με γενικότητα, όπως εν προκειμένω, χωρίς συσχετισμό τους με κάποιες πραγματικά επιβαρυντικές συνέπειες για το πρόσωπο του θύτη ή και για τους οικείους του, αναλόγως της περίπτωσης.

 

Επιπρόσθετα, ο εφεσίβλητος επικαλέστηκε τη βοήθεια, που ο ίδιος προσφέρει στο σοβαρά ασθενούντα πατέρα του, καθώς, επίσης, τα δικά του προβλήματα υγείας.  Επισημαίνεται, όμως, σε σχέση και με την εν λόγω εισήγηση, πως ούτε στον παράγοντα αυτό μπορεί να δοθεί ιδιαίτερη σημασία, δεδομένων της φύσεως και των περιστάσεων της υπόθεσης τούτης, πόσο μάλλον όταν η προσφερόμενη βοήθεια δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί.  ΄Οσον αφορά τον ίδιο τον εφεσίβλητο, δεν έχει, και πάλι, καταδειχθεί πραγματική αδυναμία εξασφάλισης βοήθειας, σχετικά, από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του κράτους, εν όσω αυτός θα βρίσκεται έγκλειστος, εκτίνοντας την τιμωρία του. 

 

Παρά τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, τονίζεται πως, ανάλογα με την περίπτωση, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίδεται στη μεταμέλεια του θύτη, εφόσον διαπιστώνεται ότι αυτή έχει πραγματικό αντίκρισμα.  Τέτοια περίπτωση, ασφαλώς, είναι η παραδοχή του, η οποία οδηγεί, όπως έχει συμβεί στην παρούσα, στη μη διεξαγωγή δίκης.  Τούτο έχει ως συνέπεια το θύμα να μην υποβάλλεται στη θέση να βιώσει εκ νέου, μέσα από τη δίκη, τη σεξουαλική κακομεταχείριση που το ίδιο έχει υποστεί, (βλ. Σ. Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 Α.Α.Δ. 304).  Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη του τον εν λόγω παράγοντα, όπως και το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου.

 

Στην παρούσα υπόθεση, ουδόλως, δικαιολογείτο, στη βάση μόνο των πιο πάνω παραγόντων, η επιβληθείσα στον εφεσίβλητο ποινή των δέκα μηνών.  Ο κατ’ επανάληψη εκφρασθείς αποτροπιασμός του Δικαστηρίου, δεδομένης της σοβαρότητας, όπως, ορθώς, το ίδιο  διαπίστωσε, των αδικημάτων που αυτός διέπραξε και των περιστάσεών τους, σαφώς, δεν επέτρεπε την επιβολή της, ως άνω, ποινής.  Αυτή, αντικειμενικά κρινόμενη, υπό το φως και της σχετικής νομολογίας, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, αναμφίβολα, είναι ανεπαρκής, μη δυναμένη να επιτελέσει το σκοπό που επιτάσσουν οι προαναφερθείσες αρχές, και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.

 

Σε σχέση με την επιβληθησομένη, εν προκειμένω, ποινή, καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί, επίσης, από τις υποθέσεις Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 59/2016, 23.3.2017 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ν.Ν., Ποινική ΄Εφεση Αρ. 69/2017, 5.12.2017.  Αφορούσαν και οι δύο παραδοχή.  Στην πρώτη, ο εφεσείων ήταν είκοσι τεσσάρων ετών και το θύμα δεκατριών και διαγνώστηκε ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη, εμπίπτουσα σε πιο σοβαρή κατηγορία σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού.  Δεν τέθηκε, όμως, σε αυτή, θέμα παραβίασης σχέσης εμπιστοσύνης.  Επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης δυόμισι χρόνων.  Στη δεύτερη υπόθεση, η οποία αφορούσε άγγιγμα στο σώμα του θύματος, η έφεση υποβλήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος προσέβαλε, ως έκδηλα ανεπαρκή, την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των δεκαοχτώ μηνών.  Ο εφεσίβλητος ήταν τριάντα έξι ετών και το θύμα εξίμισι ετών, στοιχείο που απέδιδε σοβαρότητα στο αδίκημα, αφού αυτό τιμωρείτο με φυλάκιση διά βίου.  Το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση και αύξησε την ποινή φυλάκισης σε τρία χρόνια.

 

Με δεδομένη, λοιπόν, την καθοδήγηση από τις προαναφερθείσες πηγές δικαίου για τον καθορισμό της ποινής, λαμβάνονται, επίσης, υπόψη, πέραν των γεγονότων που καθορίζουν τις περιστάσεις του κάθε αδικήματος, και διάφοροι άλλοι συναφείς παράγοντες.  Στην παρούσα υπόθεση, στους επιβαρυντικούς, συγκαταλέγονται η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του εφεσίβλητου και της παραπονουμένης, το γεγονός ότι ο πρώτος ενήργησε κατά παράβαση «σχέσης εμπιστοσύνης» προς την τελευταία και το ότι οι επιλήψιμες πράξεις έλαβαν χώρα στο σπίτι της μητέρας της παραπονουμένης.  Ως ελαφρυντικοί παράγοντες, εκτιμώνται η παραδοχή του εφεσίβλητου, με τη σημασία που της έχει ήδη αποδοθεί, και το λευκό ποινικό του μητρώο.  Οι προσωπικές του περιστάσεις, για τους λόγους που έχουν αναφερθεί και δεδομένου ότι δεν έχουν καταδειχθεί η σοβαρότητα και οι πραγματικές συνέπειές τους, ειδικά, σε ό,τι αφορά τον ίδιο, θεωρούνται ουδέτερης σημασίας.

 

Καταλήγοντας, κρίνεται ότι οι επιβληθείσες στον εφεσίβλητο ποινές φυλάκισης των δέκα μηνών, με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, είναι ανεπαρκείς και αυξάνονται σε τρία χρόνια σε κάθε κατηγορία. Διατάσσεται δε αυτές να συντρέχουν.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και επιβάλλεται στον εφεσίβλητο, σε κάθε κατηγορία, η ποινή φυλάκισης που έχει αναφερθεί.

            

 

 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Π.

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

                                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

/ΜΠ



[1] Η ηλικία αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, είναι η «ηλικία κάτω της οποίας, απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί και ... ορίζεται ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών·».

[2] «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης - Μια Ανοικτή και Ασφαλής Ευρώπη που Εξυπηρετεί και Προστατεύει τους Πολίτες» (2010/C 115), Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης 4.5.2010

 

[3] «4.  Η σεξουαλική πράξη με παιδί που δεν έχει φθάσει την ηλικία σεξουαλικής συναίνεσης τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή το ανώτατο όριο της οποίας ανέρχεται σε τουλάχιστον πέντε έτη.»

 

[4] «5.  Η σεξουαλική πράξη με παιδί, όταν:

 

   i)  γίνεται κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή το ανώτατο όριο της οποίας ανέρχεται σε τουλάχιστον οκτώ έτη, εάν το παιδί δεν έχει φθάσει την ηλικία της σεξουαλικής συναίνεσης, και σε τουλάχιστον τρία έτη, εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία αυτή·»       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο