Σ.Α.Χ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 71/2020, 28/1/2021

ECLI:CY:AD:2021:B23

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 71/2020)

 

28 Ιανουαρίου 2021

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

Σ.Α.Χ.

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------------

 

Μ. Σωφρονίου, για τον Εφεσείοντα.

Ξ. Ξενοφώντος (Κα), για την Εφεσίβλητη.

--------------

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείοντας αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου 32 κατηγορίες, μεταξύ των οποίων και έξι κατηγορίες βιασμού, έξι κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των 13 χρόνων, έξι κατηγορίες συνουσίας δια βίας, επτά κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, μία κατηγορία άσεμνης επίθεσης και δύο κατηγορίες απειλής βιαιοπραγίας.  Σε όλα τα αδικήματα προσδιοριζόταν ως ο χρόνος διάπραξης τους η περίοδος Σεπτεμβρίου 2010 – Νοεμβρίου 2011.  Παραπονούμενη σε όλες τις περιπτώσεις ήταν η Α.Σ. που γεννήθηκε το Μάιο του 2004 και η οποία κατά τους ουσιώδης χρόνους ήταν στην ηλικία των έξι με επτά χρόνων.

 

Η υπόθεση καταγγέλθηκε αρκετά χρόνια μετά, την 28.2.2018, όταν η παραπονούμενη φοιτούσε πλέον στο γυμνάσιο.  Είχε, την ημέρα εκείνη, προηγηθεί επεισόδιο κακοποίησης της από συμμαθητές της οι οποίοι είχαν γράψει με μαρκαδόρο στα χέρια και την κοιλιά της και είχαν κάμει άσεμνες χειρονομίες προς το πρόσωπο της.  Καταγγέλλοντας το περιστατικό στη Βοηθό Διευθύντρια του σχολείου της, στην παρουσία και της καθηγήτριας συμβουλευτικής και επαγγελματικής αγωγής, ζήτησε να μιλήσει ιδιαιτέρως στην τελευταία, στην οποία και αποκάλυψε τη σεξουαλική της κακοποίηση από τον Εφεσείοντα.  Ειδοποιήθηκε η μητέρα της και το Γραφείο Ευημερίας και η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία ακολουθώντας το δρόμο της δικαιοσύνης.

 

Δεκαπέντε κατηγορίες διακόπηκαν μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή. Σε αυτές περιλαμβάνονταν οι πέντε από τις έξι κατηγορίες βιασμού.  Με την ολοκλήρωση της δίκης, το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον Εφεσείοντα σε άλλες 12 κατηγορίες και τον καταδίκασε σε τρεις κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού (Κατηγορίες 19, 25 και 26) κατά παράβαση των άρθρων 2, 10 και 12(β) και (γ) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007 (Ν. 87(Ι)/2007), αναφορικά με τρία ξεχωριστά περιστατικά κατά τα οποία έβαλε το πέος του στον πρωκτό της παραπονούμενης, άγγιξε με το δάκτυλο του το γεννητικό της όργανο και προσπάθησε να το βάλει μέσα και έβαλε το γεννητικό του όργανο μπροστά στο πρόσωπο της, αντίστοιχα. Περαιτέρω, τον καταδίκασε σε μια κατηγορία άσεμνης επίθεσης (Κατηγορία 29) κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και μια κατηγορία απειλής βιαιοπραγίας (Κατηγορία 31) κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Κεφ. 154, επί το ότι απείλησε την παραπονούμενη με τη φράση «αν το πεις της μάμας σου έννα την σκοτώσω τζήνη τζιαι μετά εσένα», προκαλώντας της τρόμο ή ανησυχία.

 

Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των 8 χρόνων στις Κατηγορίες 19, 25 και 26.  Με την έφεση, προσβάλλεται τόσο η καταδίκη (λόγοι έφεσης 1-6) όσο και η ποινή (λόγος έφεσης 7).

Η καταδίκη θεμελιώθηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία κρίθηκε ως μάρτυρας που έχρηζε βοήθειας και η οπτικογραφημένη κατάθεση της έγινε αποδεχτή από το Κακουργιοδικείο ως μέρος της κύριας εξέτασης της.  Ο λόγος έφεσης 3 στρέφεται κατά της αποδοχής της κατάθεσης της ως ανωτέρω, ενώ με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας της και ουσιαστικά η αποδοχή της ως αξιόπιστης.

 

Το άρθρο 9(1) του περί Προστασίας των Μαρτύρων Νόμου του 2001 (Ν.95(Ι)/2001) προνοεί ότι: «Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται να κάνει δεκτή ως κυρίως εξέταση την οπτικογραφημένη κατάθεση μάρτυρα ο οποίος χρήζει βοηθείας».  Δεν αμφισβητείται ότι η παραπονούμενη ήταν μάρτυρας η οποία έχρηζε βοήθειας, εφόσον κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ήταν ακόμα ανήλικη.[1]  Το εδάφιο (2) του άρθρου 9 προνοεί ότι: «Το Δικαστήριο δε θα αποδέχεται την οπτικογραφημένη κατάθεση ή μέρος της αν, κατά τη γνώμη του, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, η αποδοχή της δε θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης», ενώ με το εδάφιο (3) τίθενται τέσσερεις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, διαφορετικά το Δικαστήριο δε μπορεί να αποδεχτεί την οπτικογραφημένη κατάθεση: (α) Η οπτικογράφηση πρέπει να αφορά την υπό εκδίκαση υπόθεση, (β) ο μάρτυρας του οποίου η οπτικογραφημένη κατάθεση έγινε αποδεκτή να είναι δυνατό να εμφανιστεί στο Δικαστήριο για αντεξέταση, αν τούτο ζητηθεί, (γ) να τηρήθηκαν οι κανόνες λήψης οπτικογραφημένης κατάθεσης που αναφέρονται στο άρθρο 10 και (δ) να παρουσιάζεται μαζί με την οπτικογραφημένη κατάθεση απομαγνητοφωνημένη και ηχητική ζώνη της οπτικογράφησης.

 

Ο Εφεσείοντας εγείρει δύο ζητήματα:  Ότι κατά την κατάθεση της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονούμενης και της απομαγνητοφωνημένης και ηχητικής ζώνης της οπτικογράφησης, δεν έγινε επίκληση του άρθρου 9 του Ν.95(Ι)/2001 και επομένως δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ότι αποτελούσε μέρος της κύριας εξέτασης της παραπονούμενης.  Και ότι η παραδοχή από τον Εφεσείοντα ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 10, δεν αποτελούσε αποδοχή και των προϋποθέσεων του άρθρου 9.

 

Κατά την πρώτη μέρα της ακροαματικής διαδικασίας ο αστυνομικός εξεταστής της υπόθεσης παρουσίασε τρείς ψηφιακούς δίσκους στους οποίους ήταν καταγραμμένη η κατάθεση της παραπονούμενης, που έγιναν τεκμήριο,  με την υπεράσπιση να περιορίζεται σε επιφύλαξη ως προς το περιεχόμενο της κατάθεσης, δηλαδή την αλήθεια του περιεχομένου της.  Ο μάρτυρας που, χρησιμοποιώντας τον ένα από τους δίσκους, είχε προβεί στην απομαγνητοφώνηση της κατάθεσης παρουσίασε και το απομαγνητοφωνημένο κείμενο που επίσης έγινε τεκμήριο, με την υπεράσπιση του Εφεσείοντα να περιορίζεται στην ίδια επιφύλαξη.  Ακολούθησε η μαρτυρία του λοχία της Αστυνομίας που είχε χειριστεί τα μηχανήματα λήψης της οπτικογραφημένης κατάθεσης που αναγνώρισε τους ψηφιακούς δίσκους ως εκείνους στους οποίους είχε καταγραφτεί η κατάθεση της παραπονούμενης.  Στη συνέχεια η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα δήλωσε, αναφερόμενη στο ζήτημα της αποδοχής της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονούμενης ως η κύρια εξέταση της, ότι αυτή θα παρουσιαζόταν στο Δικαστήριο ως μάρτυρας. Περαιτέρω, σε ερώτηση του Κακουργιοδικείου, απάντησε ότι η παραπονούμενη ήταν πρόσωπο που έχρηζε βοήθειας, με αναφορά στο ότι ήταν ανήλικη, αλλά και στη φύση των υπό εκδίκαση αδικημάτων.  Ακολούθησε η εξής δήλωση από τον δικηγόρο του Εφεσείοντα: «Δηλώνω ότι συμφωνώ ότι έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 10 του Νόμου 95(Ι)/2001.  Επιφυλάσσω το δικαίωμα μου για αντεξέταση».  Αμέσως μετά το Κακουργιοδικείο ανάφερε: «Εν όψει της δήλωσης του [δικηγόρου υπεράσπισης] ότι συμφωνεί, αλλά περαιτέρω και για το γεγονός ότι το Δικαστήριο εξετάζοντας τις προϋποθέσεις αυτές κρίνει ότι έχουν τηρηθεί, με δεδομένη επίσης τη θέση της [εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής] ότι θα είναι παρούσα η μάρτυρας στο Δικαστήριο για να αντεξεταστεί, αλλά επίσης και με δεδομένη τη θέση της για την ηλικία της παραπονούμενης, κρίνουμε ότι η παραπονούμενη είναι μάρτυρας που χρήζει βοηθείας και χαρακτηρίζεται ως τέτοια μάρτυρας και ως αποτέλεσμα αυτού, η κατάθεση, η οπτικογραφημένη κατάθεση, την οποία ζητά η [εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής] να προβληθεί στο Δικαστήριο, θα αποτελέσει την κύρια εξέταση της μάρτυρος».  Ακολούθησε η προβολή του βίντεο.

 

Η παραπονούμενη μαρτύρησε σε άλλη δικάσιμο και αφού μεσολάβησε η μαρτυρία αρκετών άλλων μαρτύρων.  Ήταν ο δικηγόρος του Εφεσείοντα που υπενθύμισε ότι η οπτικογραφημένη κατάθεση της είχε γίνει αποδεχτή δυνάμει του Ν.95(Ι)/2001, γι’ αυτό και  διευκρινίστηκε ότι η κύρια της εξέταση θα ήταν περιορισμένη.[2]

 

Βρίσκουμε ότι ο λόγος έφεσης 3 είναι ανεδαφικός και τα επιμέρους παράπονα του Εφεσείοντα αδικαιολόγητα.  Ότι δεν έγινε ρητή αναφορά από το Κακουργιοδικείο στο άρθρο 9 του Ν.95(Ι)/2001 που παρέχει τη σχετική εξουσία στο δικαστήριο δεν έχει καμιά σημασία.  Είναι πρόδηλο ότι είναι τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού που είχε υπόψη του και αυτές διαπίστωσε ότι πληρούνταν προτού καταλήξει στην αποδοχή της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονούμενης ως μέρος της κύριας εξέτασης της.  Η παραδοχή εκ μέρους του Εφεσείοντα ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 10, ασφαλώς και δεν απάλλασσε το Κακουργιοδικείο του καθήκοντος να διαπιστώσει το ίδιο ότι πληρούνταν και οι υπόλοιπες τρείς προϋποθέσεις του άρθρου 9(3), όμως, το Κακουργιοδικείο δεν ενήργησε όπως με το λόγο έφεσης 3 του αποδίδεται.  Εξέτασε, όπως ρητά ανάφερε, τις προϋποθέσεις και έκρινε ότι τηρούνταν.  Δεν έχει υποδειχτεί από τον Εφεσείοντα, ούτε καν εγερθεί, ότι δεν ικανοποιείτο οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις.  Ακολουθεί ότι ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 2 που αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης εδράζεται σε δύο παραμέτρους.  Αντιφάσεις στην ίδια τη μαρτυρία της και ασυμφωνίες με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας. 

 

Στην αιτιολογία του λόγου, που τιτλοφορείται «Λεπτομέρειες λόγου έφεσης» καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι προέβηκε σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας και ειδικά της μαρτυρίας της μητέρας της παραπονούμενης.  Το ζήτημα της αξιολόγησης οιουδήποτε άλλου μάρτυρα δεν εγείρεται με τον λόγο έφεσης και δεν μπορεί να διευρυνθεί με την αιτιολογία του.  Η υποχρέωση για καθορισμό της βάσης της έφεσης έχει σκοπό την εξάλειψη από τα επίδικα θέματα εκείνου του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που δεν είναι υπό αμφισβήτηση και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο περιορισμός των επιδίκων θεμάτων της έφεσης στα αμφισβητούμενα ζητήματα (Κρομμύδα ν. Γιάγκου (1994) 1 Α.Α.Δ. 665, 667-8).  Στην προκειμένη περίπτωση η αμφισβήτηση προσδιορίστηκε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και σε αυτή θα περιοριστούμε.

 

Σε σχέση με το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων, αναφέρεται στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, 320-1, ότι:

 

«Στο δικό µας σύστηµα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των µαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους µάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συµπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός µάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισµό ευρηµάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται µόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).

 

Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασµα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραµµίζεται ότι το πλεονέκτηµα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο µε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους µάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.

 

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αµφισβητεί τα ευρήµατα του δικαστηρίου που σχετίζονται µε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλµένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208) ».

 

 

 

Στη μεταγενέστερη Baloise Ins.Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, επεξηγήθηκε ότι: 

 

«με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

 

Τόσο η Σολωμού, όσο και η Baloise , αναφέρονται με επιδοκιμασία στις πολύ πρόσφατες Τοφαρίδου ν. E & K Elian Developers Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση 14/2013, ημερ. 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:D267 και Ιωάννου ν. Δημοκρατία, Ποινική Έφεση 44/2019, ημερ. 18.9.2020.

 

Στη Λ.Λ. ν. Δημοκρατία, Ποινική Έφεση 27/2017, ημερ. 21.11.2017, αναφέρθηκε ότι το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ αρχής, υπό το πρίσμα  των προβαλλομένων λαθών ή σημείων που προτείνονται.

 

Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη δεν είχε αντεξεταστεί σε ουσιαστικά σημεία της μαρτυρίας της και ότι δεν της υποβλήθηκε οιαδήποτε θέση του Εφεσείοντα και σημείωσε με αναφορά στη Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. v. Acuac Inc. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1527, 1540-1, ότι παράλειψη αντεξέτασης, θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής του μάρτυρα.  Μνημονεύουμε και τη Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547, 554, όπου αναφέρθηκε ότι είχε μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ο εφεσείων κατά την πρωτόδικη διαδικασία είχε παραλείψει να αντεξετάσει την παραπονούμενη ως προς τα συμβάντα στα οποία βασιζόταν η καταγγελία της, σημειώνοντας εμφαντικά ότι στις περιπτώσεις όπου είναι η θέση του αντίδικου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί η έλλειψη υπόβαθρου στην καταγγελία, αν επισημανθούν αντιφάσεις και ανακρίβειες. 

 

Τα σημεία που υποδείχτηκε ότι έπλητταν την αξιοπιστία της παραπονούμενης, εξέτασε με μεγάλη λεπτομέρεια το Κακουργιοδικείο.   Διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη δεν είχε υποπέσει σε αντιφάσεις που να δημιουργούν ρήγμα στη μαρτυρία της.  Αντίθετα ο αυθορμητισμός της και οι λεπτομέρειες που είχε δώσει, έπεισαν το Κακουργιοδικείο ότι με τη μαρτυρία της μετέφερε πραγματικά βιώματα.

 

Καταλήγουμε πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία της παραπονούμενης.  Ο λόγος έφεσης 2 επίσης απορρίπτεται.

 

Με δεδομένη πλέον την αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης, όπως προέκυπτε μέσα από την οπτικογραφημένη της κατάθεση και τη παρουσία της στο εδώλιο του μάρτυρα και τη μη αμφισβήτηση της κατάληξης του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία των υπολοίπων μαρτύρων στην υπόθεση, τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης παραμένουν άτρωτα.  Ότι στη βάση τους ορθά καταδικάστηκε  ο Εφεσείοντας δεν προσβάλλεται με την έφεση.

 

Σε σχέση με την καταδίκη, παραμένουν προς εξέταση οι λόγοι έφεσης 1, 4, 5 και 6 που προσβλέπουν στην ανατροπή της καταδίκης στη βάση ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του Εφεσείοντα σε δίκαια δίκη.  Κατά τις εισηγήσεις του, δεν είχε δίκαια δίκη γιατί το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη ότι η διερεύνηση της υπόθεσης από τις αστυνομικές αρχές ήταν ελλιπής σε σχέση με τους δικούς του ισχυρισμούς (λόγος έφεσης 1), γιατί απέρριψε το αίτημα του για εξέταση της παραπονούμενης από ιατροδικαστή, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας των όπλων (λόγος έφεσης 4), γιατί δεν επέτρεψε την παρουσίαση δημοσιευμάτων σε σχέση με το περιστατικό σχολικού εκφοβισμού εναντίον της παραπονούμενης, στερώντας του το δικαίωμα να αντεξετάσει ως προς τα κίνητρα της να τον καταγγείλει (λόγος έφεσης 5) και γιατί υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας από την Κατηγορούσα Αρχή (λόγος έφεσης 6).

 

Τα σημεία για τα οποία παραπονείται ο Εφεσείων ότι δεν διερευνήθηκαν, είχαν τεθεί υπόψη του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης κατά την αντεξέταση του και δόθηκαν κάποιες εξηγήσεις.

Οι θέσεις του ότι δεν παραλάμβανε ο ίδιος την παραπονούμενη από το σχολείο και ότι για κάποιο χρόνο τα απογεύματα η ανήλικη απασχολείτο σε κάποιο παιδικό σταθμό, επιβεβαιώθηκαν από τη μητέρα της ανήλικης, επομένως, ακόμα και αν οι εξετάσεις στο σχολείο της παραπονούμενης και στην εργασία της μητέρας της ήταν ελλιπείς αυτό καμιά επίπτωση δεν είχε στην υπόθεση που θα ήθελε να προωθήσει ο Εφεσείοντας ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

Σε σχέση με τους γείτονες της παραπονούμενης και της μητέρας της στο διαμέρισμα όπου τότε διέμεναν, κρίθηκε πως δεν θα εξυπηρετούσε να ερωτηθούν, εφόσον είχαν παρέλθει επτά χρόνια από τους ουσιώδης χρόνους.  Τα ίδια ισχύουν σχετικά με την παράλειψη που αποδίδει στην Αστυνομία να ρωτήσει τη μητέρα της κατά πόσο είχε διακρίνει οτιδήποτε στο σώμα της παραπονούμενης, δεδομένου μάλιστα ότι αυτή δεν είχε υποψιαστεί οτιδήποτε.  Σε κάθε περίπτωση η μητέρα της παραπονούμενης ήταν μάρτυρας στη δίκη και ο Εφεσείοντας μπορούσε να την ρωτήσει για ό,τι πίστευε πως μπορούσε να εξυπηρετήσει την υπεράσπιση του.

 

Δεν διαπιστώνουμε παραλήψεις των ανακριτικών αρχών κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας της παραπονούμενης, που θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε δίκαια δίκη.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι απορρίπτοντας το αίτημα του για εξέταση της παραπονούμενης από ιατροδικαστή, το Κακουργιοδικείο του στέρησε το δικαίωμα να προβεί σε ουσιαστική αντεξέταση της μάρτυρος ιατροδικαστού που την εξέτασε για λογαριασμό της Κατηγορούσας Αρχής και περαιτέρω να εκθέσει τις δικές του θέσεις.

 

Η νομική προσέγγιση καταγράφεται στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, 406 και στη μεταγενέστερη Α.Α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, 146-7, με αναφορά στην πρώτη.  Στη Νικολάου επισημάνθηκε ότι η παραπονούμενη δεν είναι τεκμήριο στην υπόθεση για να παραδοθεί για εξέταση ή επισκόπηση από την υπεράσπιση και πως ούτε το δικαστήριο, ούτε η κατηγορούσα αρχή έχουν εξουσία ή δικαίωμα, το πρώτο να διατάξει και η δεύτερη να συναινέσει ώστε μάρτυρας σε δίκη να υποβληθεί σε οποιοδήποτε είδος σωματικής ή ψυχολογικής εξέτασης, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που προστατεύεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος.  Στην Α.Α. επιβεβαιώνοντας τα πιο πάνω, σημειώθηκε πως ωστόσο η άρνηση αυτή δυνατόν να επηρεάσει τα δικαιώματα του κατηγορούμενου τα οποία, επίσης, θα πρέπει να τυγχάνουν προστασίας.  Η μη παροχή αυτής της δυνατότητας μπορεί να του στερήσει της ευκαιρίας όχι μόνο να δώσει την εκδοχή του δικού του πραγματογνώμονα, αλλά, κυρίως, να αντεξετάσει, αποτελεσματικά μέσω του δικηγόρου του, τον ιατροδικαστή ο οποίος εξέτασε το παραπονούμενο πρόσωπο για λογαριασμό της κατηγορούσας αρχής.

 

Εφόσον το δικαστήριο δεν έχει εξουσία ή δικαίωμα να διατάξει την υποβολή του παραπονούμενου προσώπου σε τέτοια εξέταση, δεν εξυπηρετεί η υποβολή προς τούτο αιτήματος στο δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση.  Το ζήτημα αφορά αποκλειστικά το παραπονούμενο πρόσωπο ή τον κηδεμόνα του στην περίπτωση ανηλίκου και σχετικό αίτημα μπορεί να διαβιβάζεται σε αυτόν μέσω της Κατηγορούσας  Αρχής και να πληροφορείται το δικαστήριο ανάλογα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία να εγκρίνει το αίτημα του Εφεσείοντα και αυτό που ανάφερε απορρίπτοντας το ήταν ότι: «δεν αφορά το Δικαστήριο αλλά είναι θέμα που θα αφορούσε ίσως άδεια από τον Γενικό Εισαγγελέα».  Παραμένει το παραδεχτό γεγονός της άρνησης της Κατηγορούσας Αρχής εκ μέρους της μητέρας της παραπονούμενης να επιτρέψει την εξέταση της.  Η άρνηση δεν προέκυψε σε αίτημα που υποβλήθηκε εκτός δικαστηρίου.  Η περί ου ο λόγος άρνηση αφορά στην στάση που έλαβε η Κατηγορούσα Αρχή κατά τη διατύπωση του αιτήματος του Εφεσείοντα κατά τη δίκη.  Το περιεχόμενο του αιτήματος αναδύεται από το σχετικό πρακτικό.

 

Το ζήτημα εγέρθηκε προτού κληθεί στο εδώλιο του μάρτυρα η ιατροδικαστής που είχε εξετάσει την παραπονούμενη για λογαριασμό της Κατηγορούσας Αρχής.  Αυτό που είχε ζητηθεί ήταν «όπως δοθούν οι κατάλληλες διευθετήσεις και ευκολίες» σε ιατροδικαστή που κατονομάστηκε για να πάρει συνέντευξη από την παραπονούμενη, τη μητέρα της και τον πατριό της.  Και οι τρείς είχαν ήδη μαρτυρήσει στη δίκη.  Το Κακουργιοδικείο περιορίστηκε εκφράζοντας την απορία κατά πόσο η λήψη συνεντεύξεων ενέπιπτε στην ειδικότητα του ιατροδικαστή, οπόταν η θέση διαφοροποιήθηκε με το δικηγόρο του Εφεσείοντα να αναφέρει: «Απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, επειδή έχουν περάσει αρκετά χρόνια, θέλει περισσότερο να δει τον σωματότυπο της ανήλικης, ίσως θα τον βοηθήσει στην εξέταση που θα κάμει».  Όμως, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει σε τι θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ο σωματότυπος της παραπονούμενης τόσα χρόνια μετά.  Ανάφερε στη συνέχεια ότι ο ιατροδικαστής επιθυμούσε τη συνέντευξη για να δεί φωτογραφίες της ανήλικης κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς να προσδιοριστεί κατά πόσο επρόκειτο για συγκεκριμένες υπαρκτές φωτογραφίες.

 

Διερχόμενοι το σχετικό πρακτικό διαπιστώνουμε ότι δεν επρόκειτο για το συνηθισμένο αίτημα για ιατροδικαστική εξέταση της παραπονούμενης, αλλά ένα ιδιότυπο αίτημα για συνέντευξη, που θα ήταν ότι πιο παράτυπο να επιτραπεί και εξέταση φωτογραφιών που δεν διευκρινίστηκε ότι υπήρχαν καθώς και θέαση της παραπονούμενης από τον ιατροδικαστή, που θα μπορούσε να είχε γίνει κατά την παρουσία της παραπονούμενης στο Δικαστήριο, αν ο ιατροδικαστής το επιθυμούσε.  Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με το λόγο έφεσης 5, είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι τα δημοσιεύματα που επιθυμούσε να παρουσιάσει αφορούσαν το περιστατικό που είχε την ίδια ημέρα προηγηθεί της καταγγελίας της παραπονούμενης.  Τα δημοσιεύματα περιέγραφαν το περιστατικό ως σεξουαλική παρενόχληση.  Με τον αποκλεισμό τους από το μαρτυρικό υλικό, στερήθηκε, όπως διατείνεται, του δικαιώματος να αντεξετάσει την παραπονούμενη και τους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας για τα τυχόν κίνητρα της παραπονούμενης να τον καταγγείλει ψευδώς.

 

Το ζήτημα εγέρθηκε κατά το στάδιο της αντεξέτασης της καθηγήτριας συμβουλευτικής και επαγγελματικής αγωγής του σχολείου της παραπονούμενης, προς την οποία πρώτα αποκάλυψε η παραπονούμενη για την κακοποίηση της από τον Εφεσείοντα.  Διερχόμενοι τα πρακτικά διαπιστώνουμε ότι δεν είχε υποβληθεί αίτημα για να παρουσιαστούν ως τεκμήρια ή προς αναγνώριση.  Σημειώνουμε ωστόσο ότι το Κακουργιοδικείο ανεπίτρεπτα προκατάβαλε τη θέση του ότι δεν θα αποδεχόταν «τέτοια δημοσιεύματα» αν ο δικηγόρος του Εφεσείοντα ζητούσε να τα καταθέσει, αποθαρρύνοντας τον ίσως από του να επιχειρήσει την παρουσίαση τους.

 

Σε κάθε όμως περίπτωση, το παράπονο του Εφεσείοντα δεν ευσταθεί εφόσον αυτός, γνωρίζοντας το περιεχόμενο των όποιων δημοσιευμάτων, θα μπορούσε απρόσκοπτα να αντεξετάσει σχετικά, τόσο την παραπονούμενη, όσο και όποιο άλλο μάρτυρα κατηγορίας επιθυμούσε.  Και αντεξετάστηκε επί του προκειμένου σε έκταση η παραπονούμενη με την υποβολή πολλών διευκρινιστικών ερωτήσεων, όπως και η καθηγήτρια.  Δεν διαβλέπουμε την όποια σημασία στη παρουσίαση των δημοσιευμάτων στη δίκη.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Τέλος, με το λόγο έφεσης 6, ο Εφεσείοντας διατείνεται ότι δεν είχε δίκαια δίκη γιατί υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας από την Κατηγορούσα Αρχή, που καταχώρησε κατηγορητήριο με 32 κατηγορίες και διέκοψε τις 15, περιλαμβανομένων κατηγοριών βιασμού κατ’ επανάληψη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί επιζήμια εικόνα για το πρόσωπο του Εφεσείοντα.

 

Οι 15 κατηγορίες διακόπηκαν μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, με την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα να αποδέχεται ότι από τη μαρτυρία που είχε δοθεί δεν τεκμηριώνονταν εξ αντικειμένου. Σε αυτές περιλαμβάνονταν οι πέντε από τις έξι κατηγορίες για βιασμό.  Διακόπηκαν και οι πέντε από τις έξι κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των 13 χρόνων, ως επίσης οι πέντε από τις έξι κατηγορίες συνουσίας δια βίας.

 

Ο Εφεσείοντας επικαλείται τη Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, 516, όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«Η διακοπή μέρους της ποινικής δίωξης, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, έχει ορατές δυσμενείς συνέπειες για τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και ενέχει προβλεπτούς κινδύνους για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος που του εξασφαλίζει το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος. Οι συνέπειες εκτείνονται και στο πλαίσιο της δίκης, στις κατηγορίες που εναπομένουν. Ένα από τα βασικά κριτήρια για την αποδοχή μαρτυρίας είναι η σχετικότητά της προς τις κατηγορίες, για τις οποίες δικάζεται ο κατηγορούμενος. Γίνεται, επομένως, δεκτή και μαρτυρία, που δε θα ήταν αποδεκτή στις κατηγορίες που παραμένουν, με ορατούς κινδύνους για τη δίκαιη δίκη του κατηγορουμένου και την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης.»

 

 

Επικαλέστηκε ακόμα τη ΧΧ ΧΧ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ.294/2018, ημερ.19.11.2019, όπου υιοθετήθηκε η Σάκκος οδηγώντας στην ανατροπή της καταδίκης του εφεσείοντα.

 

Η νομολογιακή αρχή που αναδύεται είναι ότι δημιουργούνται ορατοί κίνδυνοι για τη δίκαια δίκη του κατηγορούμενου όταν παρουσιάζεται μαρτυρία εναντίον του, που γίνεται αποδεχτή στη βάση συγκεκριμένων κατηγοριών και μόνο, που στη συνέχεια διακόπτονται ή αναστέλλονται.  Θα προσθέταμε ότι η κατάληξη θα μπορούσε να ήταν η ίδια ακόμα και αν η κατηγορούσα αρχή επέλεγε να διατηρήσει τις σχετικές κατηγορίες στο κατηγορητήριο για να απορριφθούν από το δικαστήριο.  Ασφαλώς όμως και το ζήτημα δεν εγείρεται οποτεδήποτε μια κατηγορία δεν οδηγεί σε καταδίκη και δεν θα πρέπει να επιχειρηθεί να τεθούν όρια ή προϋποθέσεις, εφόσον η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών.  Οι περιστάσεις στη ΧΧ ΧΧ αναδεικνύουν μία έκφανση του ζητήματος, όλως ιδιαίτερη.  Μεταφέρουμε κατατοπιστικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπόθεση αφορούσε κατηγορίες σεξουαλικής υφής και την περιέβαλλαν γεγονότα ουσιαστικώς ταυτόσημα με αυτά των κατηγοριών οι οποίες είχαν αποσυρθεί. Ήταν αναμενόμενο, όπως και τελικά έγινε, να κριθεί στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ιδιαιτέρως της παραπονούμενης ανήλικης και του κατηγορούμενου - Εφεσείοντα. Ενώπιον όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε εκτεταμένη μαρτυρία, υπό τη μορφή οπτικογραφημένων καταθέσεων ανηλίκων, η οποία είχε άμεση σχέση με αποδιδόμενη, παρόμοιας μορφής, έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ήτοι σεξουαλικής κακοποίησης και άσεμνων επιθέσεων εις βάρος άλλων μαθητριών. Όπως παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, ο κατηγορούμενος στιγματιζόταν μέσω του συγκεκριμένου οπτικογραφημένου υλικού ως «ανώμαλος», «σεξομανής» και πρόσωπο που κατά συρροή προέβηκε σε παρόμοιας φύσης αδικήματα με τα εκδικαζόμενα, εις βάρος ανήλικων κοριτσιών, στον ίδιο χώρο και κατά τον ίδιο περίπου χρόνο. Τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου υπό μορφή οπτικογραφημένων καταθέσεων, έγιναν αντικείμενο εκτεταμένης παρακολούθησης, σε τρεις δικασίμους. Όπως είναι αδιαμφισβήτητο, οι οπτικογραφήσεις αυτές κατατέθηκαν ως τεκμήρια και οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί παρέμειναν αιωρούμενοι, αφού, υπό τις συνθήκες που έχουν ήδη εξηγηθεί, η πλευρά της Υπεράσπισης δεν είχε την ευκαιρία να τους αντικρούσει, μέσω σχετικής αντεξέτασης.   … υπό τα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, προκύπτει αβίαστα ότι πλανάται το σπέρμα της αμφιβολίας ως προς την, αντικειμενικά κρινόμενη, άμεμπτη κρίση του πρωτόδικου Δικαστή σε αναφορά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη στάθμιση της αξιοπιστίας του κατηγορούμενου.»

 

 

Οι πιο πάνω αρχές δεν έχουν εφαρμογή στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Καμιά μαρτυρία με την οποία να καταλογίζονται στον Εφεσείοντα άλλες αξιόποινες πράξεις και ειδικά βιασμός δεν παρουσιάστηκε και είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που διακόπηκαν οι κατηγορίες βιασμού.  Όλη η μαρτυρία που παρουσιάστηκε κατά την δίκη ήταν και παρέμεινε σχετική, προερχόμενη αποκλειστικά από την παραπονούμενη.  Δεν είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, η συμπερίληψη σοβαρών κατηγοριών στο κατηγορητήριο που μπορεί να επηρεάσει, στη έκταση που συζητείται, τα δικαιώματα του κατηγορούμενου, αλλά η παρουσίαση μαρτυρίας που το Δικαστήριο δεν θα είχε διαφορετικά ακούσει.  Κάτι τέτοιο δεν συνέβη κατά τη δίκη του Εφεσείοντα.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.

 

Προχωρούμε στο λόγο έφεσης 7 που αφορά στην επιβληθείσα ποινή. Παραπονείται ο Εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη τις προσωπικές του συνθήκες και ότι, σε κάθε περίπτωση, η ποινή των οκτώ χρόνων είναι έκδηλα υπερβολική λαμβανομένης υπόψη της μέγιστης προβλεπόμενης για τα αδικήματα που είναι 20 χρόνια και τις ενδείξεις της νομολογίας σε ίδια ή παρόμοια αδικήματα, που τιμωρούνται με δια βίου φυλάκιση.

 

Οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου για την ποινή και λήφθηκαν υπόψη.  Ιδιαίτερα το γεγονός ότι είναι πατέρας δύο ανηλίκων παιδιών, που έχουν επηρεαστεί ψυχολογικά και οικονομικά από τον εγκλεισμό του πατέρα τους στη φυλακή.  Σημειώνεται ωστόσο στην απόφαση, και ορθά, ότι στις περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων, όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων προέχει η στιβαρή αντιμετώπιση του εγκλήματος και η προσπάθεια καταστολής τους μέσω αποτρεπτικών ποινών (Ρ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.253/2017, ημερ.28.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:B66).  Στη Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.178/2017, ημερ.24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457 αναφέρθηκε ότι: «η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας».  Επιβαλλόταν συνεπώς η ποινή, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του Εφεσείοντα, να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες (Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.59/2016, ημερ.23.3.2017).  Ορθά λοιπόν αποδόθηκε καταλυτική σημασία στη φύση του εγκλήματος, τις περιστάσεις διάπραξης του και τις επιπτώσεις στο ανήλικο θύμα.

 

Εκθέτουμε συνοπτικά τα γεγονότα όπως προκύπτουν μέσα από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, επικεντρώνοντας τη προσοχή μας στις παραμέτρους που άπτονται του ζητήματος της ποινής.

 

Κατά τους ουσιώδης χρόνους η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 6 χρόνων και ήταν μαθήτρια της Α΄ Δημοτικού.  Διέμενε μόνο με τη μητέρα της, που ήταν σε διάσταση με τον πατέρα της.  Ο Εφεσείων, έχοντας δημιουργήσει σχέση με την μητέρα και έχοντας προφανώς κερδίσει την εμπιστοσύνη της, προθυμοποιήθηκε κάποια απογεύματα να προσέχει την παραπονούμενη μέχρι να σχολάσει η μητέρα της από την εργασία της.  Τα περιστατικά από τα οποία προέκυψαν οι καταδίκες του διαπράχθηκαν προς το τέλος του σχολικού έτους 2010-2011.

 

Στη μια περίπτωση (Κατηγορία 19) τράβηξε την παραπονούμενη στο κρεββάτι και αφού της αφαίρεσε τα ρούχα και ξεντύθηκε και ο ίδιος προσπάθησε να διεισδύσει το πέος του στον πρωκτό της προκαλώντας της πόνο.  Η παραπονούμενη προσπάθησε να του ξεφύγει αλλά την κρατούσε σφικτά από τα χέρια.  Όταν του είπε ότι θα το έλεγε στη μητέρα της, την απείλησε ότι αν έκανε κάτι τέτοιο θα σκότωνε και την ίδια και τη μητέρα της (Κατηγορία 31).  Σε άλλη περίπτωση (Κατηγορία 25) άγγιξε το αιδοίο της και προσπάθησε να εισχωρήσει το δάκτυλο του σε αυτό.  Στο τρίτο περιστατικό για το οποίο καταδικάστηκε (Κατηγορία 26) όρθιος μπροστά από την παραπονούμενη, εξέθεσε το πέος του και με το χέρι του έσπρωχνε το πρόσωπο της προς αυτό.  Η παραπονούμενη κουνούσε το κεφάλι της αριστερά-δεξιά για να το αποφύγει και κλαίγοντας του ζητούσε να σταματήσει, αλλά ο Εφεσείων επέμενε.

 

Στις περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, είναι επιβαρυντικό στοιχείο η επίδειξη του ανδρικού γεννητικού οργάνου του δράστη και η υπό διέγερση χρησιμοποίηση του προσεγγίζοντας το ή, χειρότερα, αγγίζοντας το στο σώμα του παιδιού.  Όπως δηλαδή έκαμε ο Εφεσείων προσπαθώντας στη μια περίπτωση να επιτύχει τη διείσδυση του στον πρωκτό της παραπονούμενης προκαλώντας της πόνο και αφού με βία την είχε ακινητοποιήσει και γυμνώσει και σε άλλη περίπτωση σπρώχνοντας το πρόσωπο της προς αυτό.

 

Η χρήση βίας κατά τη διάπραξη του αδικήματος είναι παράγοντας επιβαρυντικός[3]  όπως και η απειλή χρήσης βίας προς το σκοπό συγκάλυψης του εγκλήματος.  Ο Εφεσείοντας είχε χρησιμοποιήσει σωματική βία στη προσπάθεια του να ικανοποιήσει τη διαστροφή του και στη συνέχεια με απειλές προκάλεσε ψυχολογική πίεση στην παραπονούμενη για να επιτύχει τη συγκάλυψη του αποτρόπαιου εγκλήματος του.

 

Επίσης επιβαρυντικό στοιχείο ήταν στην προκειμένη περίπτωση, κατά κύριο λόγο, το πολύ νεαρό της παραπονούμενης,[4] αλλά και σε συνδυασμό με την  ηλικία του Εφεσείοντα που ήταν τότε 38 χρόνων.  Η πολύ μικρή ηλικία του θύματος προσδίδει στο αδίκημα τέτοια απαξία ώστε θα πρέπει αυτό να αντανακλάται και στο ύψος της ποινής (Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.184/2015, ημερ. 13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72).

 

Αυτής της μορφής τα αδικήματα όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά προσβάλλουν και ενίοτε συνθλίβουν την προσωπικότητα και το ψυχισμό του θύματος και επομένως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα, δεδομένης και της διαπίστωσης της αυξητικής τάσης ως προς τη διάπραξη τους (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ν.Ν., Ποιν. Έφ. Αρ.69/2017, ημερ.5.12.2017).  Η παραπονούμενη έτυχε ψυχολογικής εξέτασης στα πλαίσια της διερεύνησης της υπόθεσης και διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε διαταραχή μετατραυματικού στρες το οποίο συνδεόταν με τα επίδικα γεγονότα.  Μέχρι και τη περάτωση της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, παρακολουθείτο από κλινικό ψυχολόγο.

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα έκαμε αναφορά σε αριθμό υποθέσεων στις οποίες επιβλήθηκαν ελαφρότερες ποινές.  Η αναφορά σε ποινές που έχουν επιβληθεί σε άλλες περιπτώσεις για το ίδιο ή συναφές αδίκημα μπορεί να είναι χρήσιμη, εφόσον τα γεγονότα που έχουν σημασία προσομοιάζουν (Μιχαήλ  ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, 130-1).  Στην προκειμένη περίπτωση, οι περιστάσεις των υποθέσεων που ο Εφεσείοντας επικαλέστηκε προς υποστήριξη της έφεσης του κατά της ποινής είτε παρουσιάζουν καταλυτικές διαφορές (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.27/2017, ημερ.21.11.2017) ή και αφορούσαν λιγότερο σοβαρά  περιστατικά (Ρ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.253/2017, ημερ.28.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:B66 και Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.178/2017, ημερ.24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457) όπου ο δράστης δεν είχε γυμνωθεί, ούτε και είχε εκθέσει το γεννητικό του όργανο σε θέα του ανήλικου.  Αν ήταν να αναζητήσουμε κάποια υπόθεση που να προσομοιάζει περισσότερο στη παρούσα, θα υποδεικνύαμε την Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις 50/2018 και 137/2018, ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B120, όπου ποινή φυλάκισης 7 χρόνων αυξήθηκε από το Εφετείο σε 10 χρόνια.  Ότι η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή στις υποθέσεις που αναφέρθηκαν, όπως και στη Η.Ε., ήταν η δια βίου φυλάκιση οφειλόταν στην αλλαγή στη νομοθεσία και όχι γιατί τα αδικήματα κατατάσσονταν ως πιο σοβαρά.[5]

 

Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, 937 και Ελ Χαπίρ Ναζίπ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 6/2014, ημερ.21.11.2014), η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.  Επέμβαση του εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική.  Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551, 556, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691, Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47, Mixaylov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175, 182 και Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, 791-2).

 

Στον καθορισμό της ποινής το Κακουργιοδικείο ορθά καθοδηγήθηκε ότι αυτή θα έπρεπε να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίσει το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα και τις προσωπικές του περιστάσεις.  Για να καταλήξει στη φυλάκιση των οκτώ χρόνων, στην απουσία του καταλυτικού σε τέτοιες περιπτώσεις μετριαστικού παράγοντα της παραδοχής (Η.Ε.), είναι βέβαιο ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε κατά τρόπο ουσιαστικό υπόψη όλους του μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν.  Είναι η κατάληξη μας ότι η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική.  Βρισκόταν εντός του μέτρου και στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και αντικατοπτρίζει την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων.  Επομένως και ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

Η έφεση, τόσο σε σχέση με τη καταδίκη όσο και σχέση με την ποινή, απορρίπτεται.

 

 

                                                          Π. Παναγή, Π.

                                                          Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] 3 (1) Μάρτυρας σε ποινική διαδικασία χρήζει βοηθείας δυνάμει του παρόντος εδαφίου-                    (α) Αν κατά το χρόνο της ακρόασης δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του·

[2] 11. Όταν γίνεται αποδεκτή δυνάμει του παρόντος Νόμου η οπτικογραφημένη κατάθεση-         (α) Ο μάρτυρας δε θα υπόκειται σε κυρίως εξέταση αναφορικά προς οποιοδήποτε θέμα το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, καλύπτεται από την οπτικογραφημένη κατάθεση.

 

[3] Άρθρο12(γ) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμο του 2007 (Ν. 87(Ι)/2007).

[4] Άρθρο12(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμο του 2007 (Ν. 87(Ι)/2007).

[5] Ο περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμο του 2007 (Ν.87(Ι)/2007) καταργήθηκε από το άρθρο 58 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014) με τα αντίστοιχα αδικήματα του άρθρου 12 να ποινικοποιούνται δυνάμει του άρθρου 6 και να επισύρουν τη δια βίου φυλάκιση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο