Κ.Ι. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 126/2019, 25/2/2021

ECLI:CY:AD:2021:B60

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 126/2019)

 

25 Φεβρουαρίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Κ.Ι.,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Κυθραιώτου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΟΙΝΗ

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης (κατηγορίες 1, 2, 3 επί του κατηγορητηρίου) και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (κατηγορίες 7, 8, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24 επί του κατηγορητηρίου), κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 (ο Νόμος). Κρίθηκε επίσης ένοχος σε κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 (κατηγορίες 13 και 14 επί του κατηγορητηρίου). Αριθμός άλλων κατηγοριών τις οποίες αντιμετώπιζε, ανεστάλη από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού κατέληξε στην επιβολή ποινών άμεσης φυλάκισης πέντε ετών στις κατηγορίες 1, 2, 20 και 21, τριών ετών στις κατηγορίες 3, 22, 23 και 24 και ενός έτους στις κατηγορίες 7, 8, 15-19.  Έχοντας δε υπόψη  τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της διαδοχικότητας και της συνολικότητας των ποινών, έκρινε ορθό και διέταξε όπως οι ποινές για τις κατηγορίες που αφορούσαν παρόμοιο τρόπο δράσης του Εφεσείοντα συντρέχουν μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, συντρέχουν μεταξύ τους οι ποινές των πέντε ετών φυλάκισης των κατηγοριών 1, 2, 20 και 21, των τριών ετών φυλάκισης των κατηγοριών 3, 22, 23 και 24, του ενός έτους των κατηγοριών 7 και 8 και οι ποινές φυλάκισης του ενός έτους των κατηγοριών 15-19. Κατά τα λοιπά, το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως οι ποινές είναι διαδοχικές μεταξύ τους, δηλαδή οι ποινές που επιβλήθηκαν σε κάθε ομάδα κατηγοριών. Κατ΄ αυτό τον τρόπο το συνολικό ύψος της ποινής φυλάκισης που καλείται να εκτίσει ο Εφεσείοντας ανέρχεται στα δέκα έτη.

 

Με την ενώπιόν μας έφεση, προσβάλλεται, με τρεις λόγους, ως πλημμελής και/ή εσφαλμένη η επιβληθείσα ποινή. Προβάλλεται η θέση ότι το Κακουργιοδικείο, επιβάλλοντας διαδοχικές ποινές, κατέληξε σε έκδηλα υπέρμετρη ποινή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη, στο βαθμό και/ή στην έκταση που θα έπρεπε τους ελαφρυντικούς παράγοντες που καλύπτουν τον Εφεσείοντα. Προωθείται επίσης η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάσθηκε κατά απαράδεκτο τρόπο από  προηγούμενη καταδίκη του Εφεσείοντα κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Είναι επιβεβλημένη η παράθεση των κρίσιμων γεγονότων που καλύπτουν την ενώπιόν μας περίπτωση:

 

Ο Εφεσείοντας, 40 περίπου ετών, διέπραξε τα επίδικα εγκλήματα, μεταξύ των ετών 2015-2017. Θύματα είναι ανήλικα παιδιά, κατά τον κρίσιμο χρόνο ηλικίας κάτω των 13 ετών. Τα παιδιά αυτά, αδέλφια, δύο κορίτσια, που γεννήθηκαν το 2005 και το 2007 αντίστοιχα και ένα αγόρι, που γεννήθηκε το 2008, είναι τέκνα του αδελφού του Εφεσείοντα και διέμεναν στην ανώγειο κατοικία, στο ισόγειο της οποίας διέμενε ο ίδιος. Είναι ο χώρος όπου διαπράχθηκαν τα υπό αναφορά εγκλήματα, τα οποία συνίστανται σε κατ΄ επανάληψη αυνανισμό του Εφεσείοντα στην παρουσία των παιδιών, επίδειξη του γεννητικού του οργάνου και απεικόνιση, μέσω του κινητού του τηλεφώνου, υλικού, με πρόσωπα να επιδίδονταν σε σεξουαλικές πράξεις. Ητοι, σε μία περίπτωση, ένα άντρα να εισχωρεί το γεννητικό του όργανο στον πρωκτό μιας γυναίκας και σε μια άλλη, φωτογραφία γυμνής γυναίκας, για την οποία ανέφερε στα παιδιά ότι ήταν παντρεμένη και ως προς την οποία, αφού μεγέθυνε στην οθόνη του κινητού, έβγαλε τη γλώσσα του, έγλυψε το σημείο της οθόνης που απεικονιζόταν τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, λέγοντας στις παραπονούμενες «αρέσκουν μου έτσι πράματα».  Επίσης, σε δύο περιπτώσεις, ο Εφεσείοντας άγγιξε στον πισινό τα δύο κορίτσια, αποκαλώντας το ένα «μωρό μου» και αναφέροντάς της ότι θα την παντρευτεί.

 

Ο Εφεσείοντας προέτρεψε τα παιδιά να μην πουν ο,τιδήποτε στην Αστυνομία, γιατί, όπως χαρακτηριστικά τους ανέφερε, «Εννά με κάτσουν μέσα». Τα παιδιά αντιδρούσαν στα όσα συνέβαιναν απομακρυνόμενα από τον Εφεσείοντα και αναζητώντας βοήθεια από τη γιαγιά τους και από μια θεία τους. Παρόλα αυτά, μόλις τον Δεκέμβριο του 2017 το μεγαλύτερο από τα παιδιά εκμυστηρεύθηκε σε λειτουργό των Κοινωνικών Υπηρεσιών τα όσα συνέβαιναν. Ακολούθησε συνάντηση της λειτουργού με τα άλλα παιδιά και καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία. Την 11.12.2017 ο Εφεσείοντας συλλήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος. Αφού του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψής του επέμενε ότι «Εν έκαμα τίποτε». Ακολούθησε ανακριτική κατάθεσή του στην οποία αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Παρόμοια στάση τήρησε και στα αρχικά στάδια της παρουσίας του στο Δικαστήριο. Τελικά, ενώ η ακρόαση της υπόθεσης ήταν έτοιμη να αρχίσει, προέβη σε παραδοχή.

 

Το Κακουργιοδικείο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού ηλικίας κάτω των 13 ετών προβλέπεται από το νόμο ποινή φυλάκισης διά βίου. Τόνισε επίσης τον σκοπό που καλείται να εξυπηρετήσει ο νόμος, ήτοι την προστασία των παιδιών από συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης. Με αναφορά δε σε σχετική επί του θέματος νομολογία, σημείωσε τις ανησυχητικές διαστάσεις που έχει εκλάβει έκνομη συμπεριφορά αυτής της μορφής και την ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, εφόσον, ακριβώς, το προστατευόμενο αγαθό είναι τα παιδιά και όσο μικρότερη είναι η ηλικία αυτών, τόσο πιο έντονη είναι η ανάγκη να προστατευθούν.

 

Εκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η παρούσα υπόθεση, τόσο με βάση τα γεγονότα της, όσο και υπό το φως των πιο πάνω αρχών είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Σημείωσε ότι, χωρίς αμφιβολία, η συμπεριφορά και ο τρόπος δράσης του Εφεσείοντα σε βάρος των ανήλικων, συγγενικών του προσώπων, προκαλούν αισθήματα έντονης αποστροφής και βδελυγμίας. Ελαβε υπόψη, προς όφελος του Εφεσείοντα, την παραδοχή του, έστω και σε τελικό στάδιο. Παραδοχή, που όπως αναγνώρισε το Κακουργιοδικείο, έχει τη σημασία της, αφού δεν κλήθηκαν τα ανήλικα πρόσωπα να δώσουν μαρτυρία στο Δικαστήριο, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό θα ενείχε για τον ψυχικό τους κόσμο.

 

Εχουμε παραθέσει το πλαίσιο των γεγονότων που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση. Προσθέτουμε ακόμη δύο σημαντικά στοιχεία, επίσης καθοριστικά, ως προς την επιμέτρηση της ποινής:

 

Κατά την επιβολή ποινής στον Εφεσείοντα, λήφθηκε υπόψη η υπόθεση 13376/2018, όπου παραπονούμενη είναι και πάλι ανήλικη, γεννήθηκε το 2003, θυγατέρα της αδελφής του Εφεσείοντα. Είναι πρόσωπο το οποίο διαμένει με ανάδοχους γονείς και παρουσιάζει διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας καθώς και μαθησιακές δυσκολίες και είναι ενταγμένη σε πρόγραμμα ειδικής εκπαίδευσης στο σχολείο που φοιτά. Κατά τον επίδικο χρόνο διατηρούσε λογαριασμό σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Τα γεγονότα όπως ακολούθησαν είχαν εκτεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αποτυπώνονται στην απόφαση επί της ποινής.

 

«Ο κατηγορούμενος, μέσω του δικού του λογαριασμού που διατηρούσε στην πιο πάνω ιστοσελίδα, απέστειλε αίτημα φιλίας στην παραπονούμενη το οποίο η τελευταία αποδέχθηκε, μετά από επιμονή του ίδιου του κατηγορούμενου.  Έκτοτε η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος, διατηρούσαν γραπτές και τηλεφωνικές συνομιλίες μέσω της εφαρμογής Messenger της πιο πάνω ιστοσελίδας.  Κατά τη διάρκεια των πιο πάνω συνομιλιών, η παραπονούμενη παρακάλεσε τον κατηγορούμενο όπως διευθετήσει συνάντηση με τη βιολογική της μητέρα και τον ίδιο και τον ρωτούσε κατά πόσο, όταν ήταν μικρή, της έφερνε δώρα. Ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει από την παραπονούμενη να συναντηθούν από κοντά, αλλά η παραπονούμενη είχε αρνηθεί αναφέροντας του «τι θέλεις που μια 15χρονη».  Ο Κατηγορούμενος της έλεγε ότι «την αγαπά» και ότι «θέλει να την παντρευτεί».

 

Μεταξύ των ημερομηνιών 02.06.2018 και 16.07.2018, ο κατηγορούμενος, μέσω του Facebook, προέβηκε στις πιο κάτω πράξεις:

 

-        Απέστειλε στην παραπονούμενη 12 αρχεία εικόνας στα οποία απεικονίζετο γυμνός και παρουσιάζετο το πέος του. Προηγουμένως την είχε ρωτήσει κατά πόσο ήθελε να της στείλει να δει το ακρωτηριασμένο του πόδι και όταν η παραπονούμενη απάντησε καταφατικά, ο κατηγορούμενος, αντί να της στείλει φωτογραφίες με το ακρωτηριασμένο του πόδι, της έστειλε τις πιο πάνω φωτογραφίες, αναφέροντας της ότι έχει μόνο γυμνές φωτογραφίες, γράφοντας της επίσης σε κάποια στιγμή «ides kekinon ton Billo mou», «pos ine» (κατηγορία 1).

 

-        Απέστειλε στην παραπονούμενη 3 βίντεο στα οποία παρουσιάζετο γυμνός και αυνανιζόταν.  Σε ένα από αυτά τα βίντεο επίσης απεικονίζεται ο κατηγορούμενος να ουρεί σε μπουκάλι (κατηγορία 4).

 

Μεταξύ των ημερομηνιών 11.06.2018 και 18.07.2018 ο κατηγορούμενος, μέσω του Facebook, είχε γραπτή συνομιλία με την παραπονούμενη, κατά τη διάρκεια της οποίας προέβηκε στις πιο κάτω πράξεις:

 

-        Την 27.6.18 της απέστειλε ένα βίντεο στο οποίο παρουσιαζόταν ο ίδιος γυμνός και αυνανιζόταν. Κατά τη διάρκεια του εν λόγω βίντεο και ενώ ο κατηγορούμενος προέβαινε στην πιο πάνω πράξη, ανέφερε επτά φορές τη φράση «ΧΧΧ μου».  Το εν λόγω βίντεο είναι διάρκειας 1 λεπτού και 9 δευτερολέπτων (κατηγορία 2).

 

-        Tην 6.7.18 απέστειλε στην παραπονούμενη ένα αρχείο φωτογραφίας στο οποίο απεικονίζετο ο ίδιος γυμνός και να κρατά με το χέρι του  το πέος του (κατηγορία 3).

 

Μεταξύ των μηνών Μαΐου 2018 και Ιουλίου 2018 ο κατηγορούμενος, μέσω του Facebook, προέβηκε στις πιο κάτω πράξεις:

 

-        Ενώ ο κατηγορούμενος μιλούσε με την παραπονούμενη μέσω βιντεοκλήσης της πιο πάνω εφαρμογής, την προσκάλεσε όπως του δείξει το στήθος της. Η παραπονούμενη σήκωσε πάνω τη φανέλα που φορούσε και επειδή ο κατηγορούμενος είδε ότι αυτή φορούσε στηθόδεσμο της ανέφερε: «Ανέβασε και το σουτιέν πριν να έρτω να σε σκοτώσω» και «Εννα έρτω Λευκωσία να σκοτώσω ούλλους τους συγγενείς σου όλο το γραφείο ευημερίας τους μπάτσους». Τότε η παραπονούμενη ανέβασε το στηθόδεσμο της, έμεινε ημίγυμνη και έδειξε το στήθος της στον κατηγορούμενο (κατηγορία 5).

 

-        Πρότεινε στην παραπονούμενη να τον συναντήσει με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή.  Η παραπονούμενη αρνήθηκε και ως εκ τούτου η συνάντηση αυτή ουδέποτε έλαβε χώρα (κατηγορία 6).

 

-        Ενώ ο κατηγορούμενος μιλούσε με την παραπονούμενη μέσω βιντεοκλήσης, την προσκάλεσε να βγάλει τα ρούχα της για να μείνει γυμνή, να τού δείξει τα γεννητικά της όργανα και να κάμει μπάνιο ώστε να μπορεί ο ίδιος να παρακολουθεί όλα τα πιο πάνω ζωντανά. Η παραπονούμενη αρνήθηκε και ως εκ τούτου ο κατηγορούμενος δεν κατόρθωσε να πετύχει τον σκοπό του (κατηγορία 7).

 

Ο κατηγορούμενος ζήτησε από την παραπονούμενη να μην αποκαλύψει τις επαφές που είχαν μεταξύ τους σε οποιοδήποτε και να σβήνει τις φωτογραφίες που της έστελνε, πράγμα που η παραπονούμενη αρνήθηκε να πράξει.

 

Η ανάδοχη μητέρα της παραπονούμενης διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη είχε διαδικτυακή συνομιλία με τον κατηγορούμενο, του οποίου μέχρι τότε δεν γνώριζε την ύπαρξη, ότι σπαταλούσε πολλές ώρες στον υπολογιστή της και η συμπεριφορά της ήταν ανήσυχη και περίεργη.  Τα πιο πάνω οδήγησαν την ανάδοχη της μητέρα, με τη βοήθεια της αδελφότεκνης της, να ερευνήσει τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, όπου διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η παραπονούμενη συνομιλούσε μέσω Messenger/Facebook με κάποιο XXXXX, που τελικά αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο κατηγορούμενος και ότι αυτό το πρόσωπο είχε αποστείλει στην παραπονούμενη γυμνές του φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζονταν τα γεννητικά του όργανα.   Η ανάδοχη μητέρα της κατήγγειλε τα πιο πάνω, μετέβηκε στο Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και παρέδωσε την επόμενη μέρα το φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή της παραπονούμενης για να εξεταστεί δικανικά από την Αστυνομία.

 

Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν από την Αστυνομία, διαπιστώθηκε ότι ο χρήστης της ιστοσελίδας Facebook που ερχόταν σε επικοινωνία με την παραπονούμενη, ήταν ο κατηγορούμενος.  Ως εκ τούτου, η Αστυνομία εξασφάλισε δικαστικά εντάλματα σύλληψης και έρευνας εναντίον του.  Την 31.07.2018, η Αστυνομία συνέλαβε τον κατηγορούμενο στον τόπο διαμονής του δυνάμει του δικαστικού εντάλματος σύλληψης που υπήρχε εναντίον του.  Αφού τον πληροφόρησε για τους λόγους σύλληψης του, τα δικαιώματα του και του επέστησε την προσοχή του στον νόμο, ο κατηγορούμενος απάντησε:  «Εν πάω πούποτε αν δεν έρτει ο δικηγόρος μου»

 

 

 

Πέραν των πιο πάνω, ο Εφεσείοντας βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη, στην υπόθεση 27919/1999, του Κακουργιοδικείου Λεμεσού. Είχε κριθεί ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε τέσσερις κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των 13 ετών, σε τρεις κατηγορίες για απαγωγή με σκοπό τη συνουσία και σε τρεις κατηγορίες για απαγωγή γυναίκας κάτω των 16 ετών. Οι παραπονούμενες ήταν αδελφές, ηλικίας 8, 10 και 12 ετών. Επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 ετών. Για σκοπούς επιβολής ποινής λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων, η παραδοχή του σε υπόθεση με αριθμό Αστυνομικού Φακέλου του ΤΑΕ Λεμεσού, στο αδίκημα της αιμομιξίας με την αδελφή του ηλικίας 16 ετών, με την οποία ήρθε σε συνουσία σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις και στο αδίκημα της παρά φύσιν ασέλγειας με άρρενα κάτω των 13 ετών, όπου παραπονούμενος ήταν εξάδελφος του, ηλικίας 9 ετών.

 

 Παρεμβάλλουμε ότι, παρά την επιβολή 20ετούς ποινής φυλάκισης από το αρμόδιο Δικαστήριο, ο Εφεσείοντας, όπως επιβεβαιώθηκε κατά τη συζήτηση της έφεσης, αποφυλακίσθηκε το 2010, εκτίοντας δηλαδή το εν δεύτερο της ποινής που του επιβλήθηκε. Θεωρούμε ότι επέστη ο χρόνος επανεξέτασης του πλαισίου μείωσης των ποινών και πρόωρης αποφυλάκισης καταδικασθέντων, ιδίως σε περιπτώσεις όπου τα εγκλήματα που διέπραξαν είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, όπως εν προκειμένω. Όπως είχε την ευκαιρία να τονίσει σχετικά το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφεση 176/2018, ημερ. 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4:

 

«Το στοιχείο της πραγματιστικής θεώρησης του ζητήματος, αναφορικά με πρόσωπα για τα οποία τίθεται εξ αρχής ζήτημα μειωμένης ποινής λόγω χαρακτηριστικών όπως είναι η προχωρημένη ηλικία, έχει αποκτήσει υπόσταση και στην Κύπρο μετά την αναγνώριση δικαιώματος κρατουμένων για υποβολή αιτήματος για επ' αδεία αποφυλάκιση (άρθρο 14Α του περί Φυλακών Νόμου, Ν. 62(Ι)/1996, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 37(Ι)/2009). 

 

Ιδιαίτερη μάλιστα σημασία πρέπει να δοθεί στην τροποποίηση του άρθρου 14Α που επήλθε με το Ν. 42(Ι)/2018, διά του οποίου προστέθηκε επιφύλαξη (proviso) στο εδάφιο (5) με τέτοιο τρόπο ώστε, ενώ στο ίδιο το εδάφιο (5) ορίζεται ότι για την υποβολή αιτήματος για αποφυλάκιση, το ήμισυ της ποινής που θα πρέπει ο καταδικασθείς να εκτίσει «είναι το ήμισυ της ποινής που του επέβαλε το Δικαστήριο», με την επιφύλαξη ορίστηκε ότι κατά τον υπολογισμό του ημίσεως της ποινής που επέβαλε το Δικαστήριο λαμβάνεται υπόψιν όχι απλώς η μείωση της ποινής που έχει εξασφαλίσει λόγω επίδειξης καλής διαγωγής και εργατικότητας, με αιτιολογημένη απόφαση του διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Νόμου, αλλά κατά τρόπο πρωθύστερο, λαμβάνεται υπόψιν και η μείωση της ποινής που «αναμένεται» [στο μέλλον] να εξασφαλίσει λόγω καλής διαγωγής και εργατικότητας.  Η μείωση υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πίνακα που εκτίθεται στο Παράρτημα Α του Νόμου.  Για περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μεταξύ 8-12 ετών, για κάθε μήνα φυλάκισης η μείωση ανέρχεται σε 12 ημέρες και εάν η ποινή είναι μεγαλύτερη από 12 χρόνια, η μείωση ανέρχεται σε 14 ημέρες για κάθε μήνα.

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ίδια επιφύλαξη που προστέθηκε με το Ν. 42(Ι)/2018, για τον υπολογισμό του ημίσεως της ποινής λαμβάνεται  πρωθύστερα και πάλιν υπόψιν η μείωση που «διενεργείται» δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, το οποίο αναγνωρίζει προνόμιο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για μείωση ποινής που επιβλήθηκε από Δικαστήριο μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Δεν είναι του παρόντος και δεν θα επεκταθούμε στο ζήτημα της μείωσης ποινών με απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών με βάση το άρθρο 12 του Νόμου, έννοια η οποία διαφέρει από την αποφυλάκιση επ΄ αδεία υπό όρους με βάση το άρθρο 14Α (conditional release, parole) κατά την οποία συνεχίζεται υπό όρους η έκτιση της ποινής φυλάκισης για το εναπομείναν μέρος αυτής εκτός των φυλακών (βλ. άρθρο 14Α(1)).  Παρεμβάλλουμε όμως ότι στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 ΑΑΔ 858 διαπιστώθηκε και στην Pernell ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417 επαναλήφθηκε ότι η διάγνωση της ποινικής ευθύνης και ο καθορισμός της τιμωρίας του παραβάτη, σύμφωνα με την τάξη που καθιδρύει το Σύνταγμα, εκτός όπου γίνεται ειδική πρόβλεψη περί του αντιθέτου από το ίδιο το Σύνταγμα, εμπίπτει αποκλειστικά στη σφαίρα αρμοδιοτήτων της δικαστικής λειτουργίας.  Το Σύνταγμα δε, αναγνωρίζει, ως άνω, αποκλειστικό προνόμιο για μείωση, αναστολή ή μετατροπή οποιασδήποτε ποινής, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατόπιν συμφώνου γνώμης του Γενικού Εισαγγελέως (Άρθρο 53.4 του Συντάγματος).»

 

 

 

Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ismen Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 79/2017, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, με αναφορά στη  Δημοκρατία ν. Niland, Ποιν. Εφ. Αρ. 18/17 κ.α., ημερ. 14.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B79 και στα λεχθέντα στην xxx Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/17 κ.α., ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, υπενθυμίζονται οι αρχές που διέπουν το ζήτημα ενεργοποίησης της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327  και xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»

 

 

 

 

Οι λόγοι έφεσης είναι στην ουσία τους αλληλένδετοι. Οι διαδοχικές ποινές, όπως αυτές επιβλήθηκαν, καθώς επίσης και η σωρευτική ποινή στην οποία απέληξαν, θα πρέπει να αντικρισθούν υπό το πρίσμα των όλων περιστατικών που καλύπτουν την ενώπιόν μας περίπτωση.

 

Η πρωτόδικη απόφαση αποδίδει και περιγράφει με κάθε τεκμηρίωση την ασελγή συμπεριφορά του Εφεσείοντα με θύματα παιδιά και μάλιστα στενά συγγενικά του πρόσωπα. Εκμεταλλευόμενος τη σχέση εμπιστοσύνης που κάλυπτε το πρόσωπό του, επιδιδόταν στις πράξεις που έχουμε περιγράψει, οδηγώντας στη σύνθλιψη του ψυχικού κόσμου των θυμάτων. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο Εφεσείων ενεργούσε μεθοδικά για να ικανοποιήσει τις ανώμαλες σεξουαλικές του ορέξεις. Και με επιμονή, χωρίς να πτοηθεί από το γεγονός ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, η μεγαλύτερη ανηψιά του τον κατήγγειλε σε άλλα μέλη της οικογένειας. Ως αποτέλεσμα της διαστροφικής του συμπεριφοράς, τα θύματά του παρουσίαζαν έντονη συναισθηματική αναστάτωση, με έντονο το συναίσθημα αηδίας και ντροπής, αισθανόντουσαν άγχος, διαταραχή στον ύπνο, φόβο απόρριψης, έλλειψη εμπιστοσύνης και σημαντικές αναστολές. Προσθέτουμε ακόμη ότι το ανήλικο αγόρι είναι ένα παιδί με χαμηλές ψυχικές αντοχές, ψυχικά ευάλωτο και ταλαιπωρημένο, το οποίο χρήζει ψυχολογικής στήριξης και καθοδήγησης.

 

Τα όσα επίσης καλύπτουν την υπόθεση η οποία λήφθηκε υπόψη δεν ήταν δυνατό να παραβλεφθούν κατά την πορεία επιμέτρησης της ποινής. Επιμαρτυρούν τη σταθερή εμμονή του Εφεσείοντα στη διάπραξη εγκλημάτων αυτής της μορφής. Αφορούσαν ακόμη μια ανηψιά του, το ανώριμο της ηλικίας και τον εύθραυστο ψυχικό κόσμο της οποίας εκμεταλλεύθηκε. Η έκνομη αυτή συμπεριφορά του εκδηλώθηκε ενώ είχε ήδη συλληφθεί και είχε καταχωρηθεί η παρούσα υπόθεση και μετά από την επιβολή περιοριστικών όρων σε αυτόν, μεταξύ των οποίων να μην πλησιάζει ανήλικους. Παρά ταύτα, με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο Εφεσείων προχώρησε και πάλι στην ικανοποίηση των διεστραμμένων του ορέξεων, με θύμα άλλη ανηψιά του.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, ότι η ποινή φυλάκισης των πέντε ετών είναι, με βάση τη μορφή των έκνομων πράξεων, έκδηλα υπερβολική. Εισηγήθηκε, περαιτέρω,  ότι, εν πάση περιπτώσει, το ύψος της σωρευτικής ποινής είναι υπέρμετρο.

 

Οι προηγούμενες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση, δεδομένου ότι πολύ σπάνια εντοπίζεται ταυτοσημία στο βαθμό που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς ως προς την επιβολή παρόμοιας ποινής. Τα γεγονότα που καλύπτουν την ενώπιόν μας περίπτωση, και οι επιβαρυντικοί παράγοντες που έχουμε ήδη υποδείξει, μεταξύ των οποίων η ηλικία και το ευάλωτο των θυμάτων, η συγγενική σχέση, το εκτεταμένο χρονικό διάστημα που κάλυπτε η έκνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, τα αποτελέσματα που αυτή επέφερε στον ψυχικό κόσμο των θυμάτων, η προηγούμενη καταδίκη αλλά και η επιμονή του στη διάπραξη εγκλημάτων αυτής της μορφής - όπως αναδύεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο μέσα από την όλη συμπεριφορά του, συμπεριλαμβανομένης της υπόθεσης που λήφθηκε υπόψη - κατατάσσουν την παρούσα περίπτωση ως μία από τις σοβαρότερες που απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια τα δικαστήριά μας. Συνεπώς, η επιβολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης, δεν θα μπορούσε να αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς. Το σύνολο των διαδοχικών ποινών που επιβλήθηκαν βρισκόταν σε αναλογία και εναρμονιζόταν πλήρως με τη σοβαρότητα των επιμέρους κατηγοριών.

 

Όπως η νομολογία υποδεικνύει, Κατσιαρή ν. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφεση 163/2019, ημερ. 20.12.2019:

 

«Όταν αδικήματα του ίδιου ή παρόμοιου χαρακτήρα στρέφονται εναντίον διαφορετικών προσώπων και μάλιστα κατά τρόπο επανειλημμένο, η επιβολή συντρεχουσών ποινών είναι δυνατό να μην αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς (Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 541, ECLI:CY:AD:2014:B496, R .v. Jamienson Jamienson [2008] EWCA Crim 2761, Sentencing CouncilOffences Taken into Consideration and TotalityDefinitive Guideline, 2012, Ορφανίδη ν. xxx Χατζηχριστοδούλου Λτδ κ.α., Ποιν. Εφ. Αρ. 19/18, ημερ. 25.1.2019).

Κατά γενική δε αρχή, το σύνολο των διαδοχικών ποινών θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα των επιμέρους κατηγοριών (Δημητρίου, Παπαγεωργίου (ανωτέρω)).»

 

 

 

Ούτε και το παράπονο της πλευράς του Εφεσείοντα, όπως αναδύεται μέσα από τον τρίτο λόγο έφεσης, περί μεμπτού επηρεασμού του Κακουργιοδικείου από την προηγούμενη καταδίκη, είναι βάσιμο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρισε το ζήτημα της προηγούμενης καταδίκης σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα διαλαμβανόμενα στη νομολογία. Ορθά σημείωσε ότι αποστερούσε από τον Εφεσείοντα τον ελαφρυντικό παράγοντα του λευκού ποινικού μητρώου και μείωνε, σε ανάλογο βαθμό, την επιείκεια που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει. Στα ορθά αυτά πλαίσια, στάθμισε και έλαβε υπόψη του την προηγούμενη καταδίκη του ενάγοντα.

 

Αντικρίζοντας την εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντα ως σύνολο και για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών, αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Η ποινική μεταχείριση του Εφεσείοντα, μέσω της επιβολής διαδοχικών ποινών, δεν ήταν δυσανάλογη με την έκταση και τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς. Το Κακουργιοδικείο, συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιό τους τα ενώπιόν του δεδομένα και, ορθά εφαρμόζοντας τα νομολογιακά καθορισμένα κριτήρια, επέβαλε την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται, η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.

                                                              

 

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                               Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο