ΛΑΠΗΘΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 141/2020., 3/2/2021

ECLI:CY:AD:2021:B29

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 141/2020.

 

3 Φεβρουαρίου, 2021

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΛΑΠΗΘΙΟΥ,

Eφεσείουσα,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

------------------

Διονύσιος Νικολεττόπουλος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε, για την Εφεσείουσα.

Στάλα Χατζηκωνσταντή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

------------------

     ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από την              Π. Παναγή, Π.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Η εφεσείουσα, η οποία είναι αστυνομικός, βρέθηκε ένοχη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε κατηγορία  δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 και καταδικάστηκε σε ποινή προστίμου €100 και στην πληρωμή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας. Με την έφεση προσβάλλεται η καταδίκη της στη βάση τριών λόγων έφεσης.  Δεν αμφισβητείται η ορθότητα της ποινής.

 

Οι λεπτομέρειες του αδικήματος φέρουν την εφεσείουσα να εξύβρισε την Αστ.3xxx, Ανδρέου, στον Αστυνομικό Σταθμό xxx με τη φράση «αυτή η Ειρήνη είναι πολύ μαλακισμένη, έκανε παράπονο στον σταθμάρχη ότι εγώ δεν πήγα τότε στην φρούρηση στο διαμέρισμα αλλά δεν είχε τα αρχίδια να μου το πει κατάμουτρα και πες της το» με τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της εφεσείουσας περί  χαλκευμένης ή ψευδούς καταγγελίας εις βάρος της και αποδεχόμενο τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, προέβη σε ανάλογα ευρήματα.  Σύμφωνα με αυτά, ενώ ο Αστ.3xx2 xxx Κολάς, ο Αστ. 2xx6 xxx Χατζηπαναγή και η εφεσείουσα βρίσκονταν κατά τον επίδικο χρόνο στο γραφείο παραπόνων του Αστυνομικού Σταθμού xxx, ο Aστ. Κολάς άκουσε την εφεσείουσα να μιλά με έντονο ύφος στον Αστ. Χατζηπαναγή και να λέει τη φράση που της αποδόθηκε με την κατηγορία. Ακολούθως, οι Αστ. Κολάς και Αστ. Χατζηπαναγή ενημέρωσαν την παραπονούμενη, Γ/Αστ. 3xxx xxx Ανδρέου, η οποία επίσης υπηρετούσε στον παραπάνω Αστυνομικό Σταθμό, για όσα η εφεσείουσα ανέφερε εναντίον της. Στις 25.4.2016, η παραπονούμενη υπέβαλε επιστολή παραπόνου εναντίον της εφεσείουσας στην οποία ανέφερε ότι στις «08/03/2016 πληροφορήθηκα από δύο συναδέλφους μου, τον Αστ. 2xx6 xxx Χατζηπαναγή και τον Αστ. 3xx2 xxx Κολά, ότι την 07/03/2016 το πρωί η Α/Αστ. 1xx8 xxx Λαπηθίου καθώς βρισκόταν εντός του Αστυνομικού Σταθμού xxx με εξύβρισε με την φράση «αυτή η Ειρήνη είναι πολύ μαλακισμένη» απαιτώντας μάλιστα όπως με πληροφορήσουν για τα όσα είπε εναντίον μου, πράγμα το οποίο οι υπό αναφορά συνάδελφοι μου έπραξαν».

 

Βασική θέση της εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «παρερμήνευσε την έννοια του όρου της δημόσιας εξύβρισης και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένη απόφαση». Συγκεκριμένα, θεώρησε εσφαλμένα ότι το ενδεχόμενο πρόκλησης επίθεσης σε παρευρισκόμενο πρόσωπο εξετάζεται ουσιαστικά in abstracto εξαιτίας της φύσης της πράξης της εξύβρισης και όχι in concreto, ενώ εσφαλμένη ήταν και η προσέγγισή του να θεωρήσει δυνατό να εξυβρισθεί πρόσωπο στην απουσία του. Παραπονείται, επίσης, και για την απόρριψη της εκδοχής της, ότι ουδέποτε διέπραξε το αδίκημα της εξύβρισης με τον τρόπο, τις λέξεις και τη φράση που αποδίδεται στο κατηγορητήριο και περί χαλκευμένης και ψευδούς καταγγελίας, καθώς επίσης για την αποδοχή της εκδοχής των Αστυφυλάκων xxx Κολά και xxx Χατζηπαναγή (ΜΚ3 και ΜΚ6). Σημειώνουμε ότι δεν προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν στην εφεσείουσα είναι υβριστικοί.

 

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απαιτείτο η απόδειξη πραγματικής πρόκλησης σε επίθεση του ακροατή της εξύβρισης, είναι ορθή. Η απουσία μαρτυρίας περί πραγματικής πρόκλησης παρευρισκόμενου να επιτεθεί, είναι αδιάφορη. Είναι αρκετό, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ότι ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο (βλ. Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 98).  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, ήτοι κατά πόσο θα προκληθεί ο μέσος λογικός άνθρωπος. Παρατηρήθηκε συναφώς στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Kozina (1999) 2 ΑΑΔ 503:

 

«Αναφορικά με το δεύτερο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο αναφέρεται στην ενδεχόμενη αντίδραση των αστυνομικών, έχουμε την άποψη πως ο Νόμος δεν προβαίνει σε ταξινόμηση των προσώπων που είναι παρόντα ανάλογα με το επάγγελμα τους. Ο Νόμος ομιλεί για εξύβριση άλλου "με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση" και δεν περιέχει οποιαδήποτε ταξινόμηση. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί. Το κριτήριο αυτό δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το επάγγελμα των προσώπων που είναι παρόντα.

 

Τα αστυνομικά όργανα αναμένεται να έχουν τις αυτές ευαισθησίες και αντιδράσεις όπως όλα τα ανθρώπινα όντα. Η ένταξη τους σε διαφορετική κατηγορία δεν προβλέπεται με οποιοδήποτε τρόπο - ρητό ή εξυπακουόμενο - από το Νόμο. Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.»

 

 

 

Περιγράφοντας τον λογικό άνθρωπο, ο δικαστής Kerr, J στην υπόθεση Ball v McIntyre (1966) 9 FLR 237 (υπόθεση προσβλητικής συμπεριφοράς), ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Conduct which offends against the standards of good taste or good manners, which is a breach of the rules of courtesy or runs contrary to the community accepted social rules, may well not be offensive conduct within the meaning of the section … different minds may well come to different conclusions as to the reaction of the reasonable man in situations involving attitudes and beliefs and values in the community, but for my part I believe that a so – called reasonable man is reasonably tolerant and understanding and reasonably contemporary in his reactions …» 

 

(Η υπογράμμιση στα παραπάνω αποσπάσματα είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Το ενδεχόμενο, ωστόσο, να προκληθεί παρευρισκόμενος σε επίθεση δεν πρέπει να εξετάζεται in abstracto, απομονωμένα από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το ερώτημα δε σε κάθε υπόθεση είναι κατά πόσο υφίστατο  τέτοιο  ενδεχόμενο, ακριβώς μετά την εκστόμιση των λέξεων, με αναφορά στα επικρατούντα κατά το χρόνο εκείνο γεγονότα και περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη δυνητική αντίδραση του μέσου λογικού ανθρώπου. 

 

Προσεγγίζοντας το ζήτημα του ενδεχόμενου πρόκλησης παριστάμενου σε επίθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι «παριστάμενος που θα άκουγε τις ύβρεις μπορούσε να αντιδράσει επιθετικά», περιοριζόμενο, όπως φαίνεται, στους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιήθηκαν, χωρίς οποιαδήποτε ανάλυση ή αναφορά στα γεγονότα και περιστάσεις που τους περιέβαλλαν.  Αυτά, βέβαια, είχαν τη σημασία τους ως δυνάμενα να εξουδετερώσουν το όποιο ενδεχόμενο πρόκλησης σε επίθεση, δεδομένου ιδιαίτερα ότι τα λόγια εκστομίστηκαν στο πλαίσιο συνομιλίας μεταξύ αστυνομικών οργάνων, κατά αστυνομικού οργάνου που δεν ήταν παρών.

 

Η διαπίστωση αυτή δικαιολογεί την παρέμβασή μας προς ανατροπή της πρωτόδικης ετυμηγορίας. Ενόψει της κατάληξής μας, δεν θα εξυπηρετήσει κανένα σκοπό η ενασχόλησή μας με τα άλλα ζητήματα που εγείρονται με την έφεση.

 

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία. Έπεται πως παραμερίζεται και η ποινή και η διαταγή για πληρωμή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας από την εφεσείουσα.

 

 

 

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

 

                                                          Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο