IULIAN COTORCEANU κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020, 17/2/2021

ECLI:CY:AD:2021:B48

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

           (Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/2020 και 87/2020)

 

  17 Φεβρουαρίου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.Δ.]

(Ποινική Έφεση αρ. 84/2020)

ΜΕΤΑΞΥ:

XXX IULIAN COTORCEANU,

                                                                                      Εφεσείοντα

KAI

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

                                                                                      Εφεσίβλητης

___________________

(Ποινική Έφεση αρ. 87/2020)

ΜΕΤΑΞΥ:

XXX ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

                                                                                      Εφεσείοντα

KAI

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

                                                                                      Εφεσίβλητης

 

 

Ρ. Μίσιης για Α. Γεωργίου & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα στην 84/20.

Α. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα στην 87/20.

Μ. Χαραλάμπους (κα.) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

________________

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:     Οι Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις αρ. 84/20 και 87/20 (Εφεσείων 1 και 2, αντίστοιχα)  αντιμετώπισαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας,  τρεις κατηγορίες, στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν δικής τους παραδοχής.    Να σημειώσουμε πως στο Κατηγορητήριο υπήρχε και τρίτος κατηγορούμενος, όμως η ποινική δίωξη εναντίον του διεκόπη αφού δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί για του επιδοθεί το Κατηγορητήριο.

 

Η πρώτη κατηγορία αφορούσε σε συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 4, 29 και 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, η δεύτερη σε ληστεία κατά παράβαση των άρθρων 4, 20, 282 και 283 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η τρίτη σε κακόβουλη ζημιά κατά παράβαση των άρθρων 4, 20 και 324(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.   

 

Όλα τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 20.10.2016 στην Επαρχία Λευκωσίας.   Τα γεγονότα που αφορούν στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων,  εκτίθενται στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν αμφισβητούνται με τις υπό εκδίκαση εφέσεις.  Τα παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«Το περιστατικό που αφορά το κατηγορητήριο των κατηγορουμένων, έλαβε χώρα στις 20/10/2016 στις 03:30. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, ενεργώντας ομαδικά (μαζί και με ένα άλλο πρόσωπο), ανέκοψαν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Παραπονούμενος, του επιτέθηκαν, και αφού του προκάλεσαν χτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματος του, του έκλεψαν ένα χρυσό σταυρό με καδένα αγνωστής αξίας, το πορτοφόλι του αξίας €25 (το οποίο περιείχε €50 και σε αυτό βρισκόταν και το δελτίο ταυτότητας του), το κινητό του τηλέφωνο αξίας €200 και δύο μεγάφωνα αυτοκινήτου αξίας €50.  Κατά την διάρκεια του περιστατικού, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και ο συνεργός τους, φορούσαν κουκούλες (ο ένας εκ αυτών και γυαλιά ηλίου) και για την επίθεση τους εναντίον του Παραπονουμένου, χρησιμοποιήθηκε, από έναν από αυτούς, αδιευκρίνιστο ποιος, και σιδερολοστός.   Περαιτέρω, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, με τον συνεργό τους, προκάλεσαν κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητο του Παραπονουμένου, ήτοι, στην πόρτα του οδηγού και στον  μπροστινό του προφυλακτήρα, που δεν εκτιμήθηκε και η αξία αποκατάστασης της  παρέμεινε άγνωστη.   Συνεπεία της επίθεσης, ο Παραπονούμενος υπέστη την σωματική βλάβη που καταγράφει το πιστοποιητικό του ιατροδικαστή που τον εξέτασε, Τεκμήριο 1.   Παραπονούμενος και Κατηγορούμενοι 1 και 2 και ο συνωμότης τους, γνωρίζονταν, και ως εκ τούτου, ο Παραπονούμενος τελικώς τους αναγνώρισε  και τους κατήγγειλε στην Αστυνομία.»      

 

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έθεσε ενώπιον του όχι μόνο τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων αλλά και όλους τους άλλους μετριαστικούς παράγοντες, στους οποίους έκαναν αναφορά οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων, επέβαλε την 1.6.2020 στον 1ον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 17 μηνών στη δεύτερη κατηγορία και ποινή φυλάκισης 6 μηνών στην τρίτη κατηγορία, και στον 2ον  Εφεσείοντα  ποινή φυλάκισης 4 ετών στη δεύτερη κατηγορία και ποινή φυλάκισης 17 μηνών στην τρίτη κατηγορία.   Ορθά δεν επέβαλε ποινή στην πρώτη κατηγορία.  Περαιτέρω διέταξε όπως οι επιβληθείσες ποινές συντρέχουν και για τους δύο Εφεσείοντες. 

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πριν αποφασίσει για το είδος και το ύψος των ποινών, έλαβε υπόψη του και το γεγονός ότι ο 1ος  Εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου, εν αντιθέσει με τον  2ον Εφεσείοντα, ο οποίος είχε δύο προηγούμενες καταδίκες.   Συγκεκριμένα, αυτός καταδικάστηκε  στις 18.3.2016 στην Ποινική Υπόθεση αρ. 19937/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για αδικήματα που αφορούσαν σε προμήθεια σε άλλα πρόσωπα ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β, σε παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και σε κάπνισμα κάνναβης.   Του επιβλήθηκαν τότε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη εκ των οποίων ήταν 2 έτη (επαναλαμβάνεται ότι τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης διαπράχθηκαν στις 20.10.2016).   Μάλιστα, τότε είχε ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με τις  πρόνοιες του Νόμου, και άλλη υπόθεση που αφορούσε και πάλι σε αδικήματα που είχαν να κάνουν με ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α και Β.   Οι ποινές φυλάκισης που του είχαν επιβληθεί αναστάληκαν για περίοδο 3 ετών σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Η δεύτερη καταδίκη του αφορούσε σε αδίκημα παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών, όπου δεσμεύθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με προσωπική εγγύηση ύψους €1.000 για να τηρεί τους Νόμους και την Τάξη για περίοδο 6 μηνών.  

 

Ο 2ος Εφεσείων, ζήτησε, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, να ληφθούν υπόψη, και λήφθηκαν, άλλες  δύο ποινικές υποθέσεις που αντιμετώπιζε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για σοβαρά αδικήματα που επίσης διέπραξε.   Πρόκειται για τις Ποινικές Υποθέσεις αρ. 24608/19 και 24609/19,  τα γεγονότα των οποίων είχαν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, ουσιαστικά ως μια υπόθεση, αφού συνδέονταν μεταξύ τους.   Συγκεκριμένα, ο 2ος Εφεσείων, σε δημόσιο χώρο (στην οδό Νίκης) κτύπησε με μαχαίρι (το οποίο είχε λεπίδα μήκους 10 εκ. περίπου) τρίτο πρόσωπο με αποτέλεσμα να του προκαλέσει τραύμα στη νεφρική χώρα βάθους 8-10 εκ. και πλάτους 3-4 εκ..  Ακόμη, προσπάθησε, δύο φορές, να μαχαιρώσει και άλλο πρόσωπο, το οποίο βρισκόταν στη σκηνή, χωρίς όμως να τα καταφέρει, αφού αυτό κατάφερε να διαφύγει.   Προηγουμένως είχε απειλήσει το εν λόγω πρόσωπο ότι θα το σκότωνε και ότι θα έκανε το ίδιο που έκανε και στον φίλο του (δηλαδή στο άλλο πρόσωπο που μαχαίρωσε).  Στο ίδιο περιστατικό, ο 2ος Εφεσείων κατείχε παράνομα 34,76 γρ. κοκαϊνης με σκοπό την προμήθεια του εν λόγω ναρκωτικού σε τρίτα πρόσωπα.

 

Και οι δύο Εφεσείοντες, με τις υπό εκδίκαση εφέσεις, θεωρούν ότι οι ποινές φυλάκισης που τους επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι έκδηλα υπερβολικές. Υποστηρίζουν και οι δύο πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τη φραστική αναφορά σε ελαφρυντικά, ουσιαστικά δεν έδωσε καμία βαρύτητα και/ή δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε όλα τα ελαφρυντικά που είχαν τεθεί ενώπιον του.    Ο 1ος  Εφεσείων εγείρει και θέμα  εσφαλμένης άσκησης και/ή πλημμελούς άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ενδεχόμενου αναστολής των ποινών φυλάκισης που του επέβαλε.   Αναφέρει, ακόμη, πως λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε  το ενδεχόμενο αναστολής των επιβληθεισών ποινών και για τον 2ον   Εφεσείοντα αφού  σ΄ αυτόν επέβαλε ποινή φυλάκισης πέραν των 3 ετών.

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που τα Δικαστήρια μας έχουν σημειώσει πως οι κλοπές, οι διαρρήξεις, οι επιθέσεις και οι ληστείες, είναι αδικήματα που βρίσκονται, εδώ και χρόνια, στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας.  Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει αναφορά στην έξαρση του αδικήματος της ληστείας και άλλων ομοειδών αδικημάτων, και ορθά ο 1ος  Εφεσείων απέσυρε τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης.   Αναφέρουμε από τώρα το αυτονόητο, πως εκεί  όπου συγκεκριμένα αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση τότε δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών προς αποτροπή (Abunazha ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ, 551 και xxx Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/13 και 236/13, απόφαση ημερ. 5.10.2016).   Τα Δικαστήρια έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλλουν στην εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας και στην προστασία των δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας.

          

Έχουμε ήδη κάνει αναφορά στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, και βρίσκουμε πως αυτές ήταν άκρως επιβαρυντικές και για τους δύο Εφεσείοντες.   Οι ενέργειες των Εφεσειόντων πριν και κατά τη διάπραξη της ληστείας, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε (σιδερολοστός), τα μέτρα που έλαβαν για να μην αναγνωριστούν (κουκούλες, γυαλιά ηλίου) αποκαλύπτουν πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια στιγμιαία παράνομη συμπεριφορά.   Τουναντίον, η εν γένει συμπεριφορά τους αποκαλύπτει προσχεδιασμό και εκτέλεση εν ψυχρώ του σχεδίου της ληστείας με τη χρήση ωμής βίας, επειδή αυτοί απλώς υποψιάζονταν ότι ο παραπονούμενος έκλεψε προηγουμένως, στην Πύλα, το πορτοφόλι του 2ου Εφεσείοντα εντός του οποίου υπήρχε το χρηματικό ποσό των €120.    Έτσι, αποφασίζουν να πάρουν το Νόμο στα χέρια τους και επιδιώκουν να εντοπίσουν τον παραπονούμενο για να τον τιμωρήσουν οι ίδιοι με τη δύναμη της βίας.  Τον εντοπίζουν στη Λευκωσία, όπου και υλοποιούν το σχέδιο που είχαν προηγουμένως καταστρώσει.        Αν σε όλα τα πιο πάνω, προστεθεί και το γεγονός ότι αυτοί, με άλλο πρόσωπο, έδρασαν ως οργανωμένη ομάδα, αποκόπτοντας την πορεία του αυτοκινήτου του παραπονούμενου, ο οποίος προσπάθησε να διαφύγει, χωρίς όμως να τα καταφέρει, τότε δεν μπορεί παρά το έγκλημα της ληστείας που αυτοί διέπραξαν, να κατατάσσεται στα σοβαρότερα του είδους.  Ούτε βεβαίως μπορεί να αγνοηθεί ότι μετά τη διάπραξη των εγκλημάτων, αυτοί μαζί με τα κλοπιμαία (χρυσός σταυρός με καδένα, πορτοφόλι με προσωπικά αντικείμενα και χρήματα, κινητό τηλέφωνο και μεγάφωνα αυτοκινήτου) εγκατέλειψαν τη σκηνή, αδιαφορώντας πλήρως για την κατάσταση της υγείας του θύματος, το οποίο είχαν προηγουμένως κτυπήσει και  τραυματίσει.   Ευτυχώς που ο παραπονούμενος κατονόμασε σε συμπληρωματική κατάθεση του στην Αστυνομία τους Εφεσείοντες, ως τα πρόσωπα που διέπραξαν τα εις βάρος του σοβαρά αδικήματα, και έτσι οι ανακρίσεις στράφηκαν σε συγκεκριμένη κατεύθυνση.      

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ πολύ ορθά κάνει αναφορά στις ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, ως αυτές παρατίθενται στη σελ. 8 της απόφασης του, και ενώ δικαιολογημένα βρίσκει αρκετά επιβαρυντικά στοιχεία, εντούτοις,  ατυχώς,  χαρακτηρίζει τα αδικήματα που οι Εφεσείοντες διέπραξαν, ως λιγότερο σοβαρά επειδή η αξία της  περιουσίας που κλάπηκε, και η ζημιά στο αυτοκίνητο που παραπονούμενου δεν ήταν μεγάλη, και επειδή «οι σωματικές βλάβες που υπέστη ο παραπονούμενος λόγω της επίθεσης που δέχθηκε από τους κατηγορούμενους και τον συνωμότη τους, αν και είναι σοβαρές, περιορίστηκαν σ΄  αυτές που καταγράφει το τεκμήριο 1».   Δεν συμφωνούμε  με αυτόν το χαρακτηρισμό.  Το γεγονός ότι εν τέλει, και ίσως από ευτυχείς συγκυρίες, οι σωματικές βλάβες ήταν αυτές που καταγράφονται στο τεκμήριο 1 (που δεν ήταν και ευκαταφρόνητες), δεν μπορεί να κατατάξει τη συγκεκριμένη οργανωμένη ληστεία «ως λιγότερο σοβαρό αδίκημα», και προς τούτο παραπέμπουμε στα όσα ήδη έχουμε αναφέρει προηγουμένως σε σχέση με τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων.    Να σημειώσουμε ακόμη πως εάν οι σωματικές βλάβες ήταν σοβαρότερες, αυτό θα συνιστούσε ένα πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα και για τους δύο Εφεσείοντες.  Το ίδιο ισχύει για την αξία της κλαπείσας περιουσίας και τη ζημιά στο αυτοκίνητο του παραπονουμένου.     Εν κατακλείδι, αυτό που βρίσκουμε είναι ότι το αδίκημα της ληστείας που οι Εφεσείοντες διέπραξαν, ήταν  σοβαρό όχι μόνο από απόψεως προβλεπόμενης από το Νόμο ανώτατης ποινής αλλά και από απόψεως περιστάσεων διάπραξης του (Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ, 391).

 

Δεν συμφωνούμε με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των Εφεσειόντων ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του μόνο φραστικά τους ελαφρυντικούς παράγοντες που είχαν τεθεί ενώπιον του.  Τουναντίον, τους παραθέτει με λεπτομέρεια στην απόφαση του παραπέμποντας και στη Νομολογία που αναφέρεται σε κάθε έναν από αυτούς.   Συγκεκριμένα, ορθά έλαβε υπόψη του το νεαρό της ηλικίας και των δύο Εφεσειόντων, ειδικότερα του 1ου Εφεσείοντα, αφού αυτός κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν ηλικίας 21  ετών και μάλιστα λευκού ποινικού μητρώου.     Ιδιαίτερη βαρύτητα, και ορθά, έδωσε στην παραδοχή και των δύο Εφεσειόντων ενώπιον του Δικαστηρίου (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 28, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/14, απόφαση ημερ. 15.6.2015 και Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 137/18 (σχ. με 50/18), απόφαση ημερ. 8.4.2020)  και στην κάποια συνεργασία τους με την Αστυνομία, στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είπαν όλη την αλήθεια.    Έλαβε ακόμη υπόψη του και το γεγονός ότι ο 2ος  Εφεσείων ήταν, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων,  χρήστης ναρκωτικών και ότι καταβάλλει προσπάθειες για απεξάρτηση του από αυτά.   Ο ευπαίδευτος συνήγορος του 2ου Εφεσείοντα ανέφερε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι ο πελάτης του, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, τελούσε υπό την επήρεια κοκαϊνης «η οποία επηρέαζε το μυαλό του και ενεργούσε παρορμητικά».  Μας κάλεσε να εφαρμόσουμε, κατ΄ αναλογία, τα όσα ισχύουν για τη μέθη.  Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιολή (1991) 2 ΑΑΔ, 194, λέχθηκε πως η μέθη μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγων, αφού εκτιμηθεί μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.   Στην εν λόγω υπόθεση ο Εφεσίβλητος ενώ βρισκόταν κάτω από την επίδραση οινοπνεύματος άρχισε να συμπεριφέρεται με τρόπο που διασάλευε τη δημόσια τάξη.  Στη Φανάρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 50, η οποία επίσης αφορούσε σε ληστεία, το Εφετείο σχολιάζοντας την εισήγηση των Εφεσειόντων ότι αυτοί ήταν σε κατάσταση μέθης, σημείωσε πως αυτοί ήλεγχαν τη συμπεριφορά τους για τους λόγους που καταγράφει.  Τα ίδια ισχύουν και εδώ.  Η εν γένει συμπεριφορά του 2ου Εφεσείοντα, πριν, κατά  και μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, αποκαλύπτουν ότι αυτός ήλεγχε πλήρως τη συμπεριφορά του.  Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στον ισχυρισμό ότι αυτός τελούσε υπό την επήρεια κοκαΐνης.         

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε ούτε την καθυστέρηση στην καταχώριση της ποινικής υπόθεσης την οποία έλαβε υπόψη προς όφελος των Εφεσειόντων.    Τέλος, έλαβε υπόψη του όλες τις προσωπικές- οικογενειακές περιστάσεις των Εφεσειόντων, τις οποίες καταγράφει στην απόφαση του,  για να καταλήξει, και ορθά, ότι η εξατομίκευση της ποινής έχει πάντα τη θέση της ακόμη και στις περιπτώσεις όπου τα αδικήματα που έχουν διαπραχθεί είναι σοβαρά και βρίσκονται σε έξαρση.    Βρίσκουμε πως αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδιδε μεγαλύτερη βαρύτητα στις οικογενειακές-προσωπικές περιστάσεις των Εφεσειόντων και στους άλλους ελαφρυντικούς παράγοντες, τότε θα εξουδετέρωνε το στοιχείο της αποτροπής που προέχει σε τέτοια σοβαρά αδικήματα, που διαπράττονται κάτω από τέτοιες ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις, και τα οποία, δυστυχώς, βρίσκονται σε έξαρση.    Έχει θέση εδώ το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Abed v. Δημοκρατίας (2007 2 ΑΑΔ, 127:

 

«Σε  εγκλήματα προσχεδιασμένα και όπου ο σκοπός είναι η  παράνομη απόσπαση οικονομικού οφέλους χωρίς σεβασμό στην προσωπικότητα και ακεραιότητα των θυμάτων μόνο η παραδοχή και απολογία αποτελούν σοβαρό παράγοντα που λαμβάνεται ευνοϊκά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής.   Οι υπόλοιποι παράγοντες είναι πράγματι περιθωριακοί.»

Ο 2ος  Εφεσείων με συγκεκριμένο λόγο έφεσης αναφέρει ότι στην Υπόθεση αρ. 24608/19, που λήφθηκε υπόψη κατόπιν αιτήματος του, και η οποία αφορούσε σε αδικήματα ναρκωτικών που κατείχε στις 5.12.2019 με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλο πρόσωπο, διεκόπη η ποινική δίωξη εναντίον συγκατηγορουμένων του, με αποτέλεσμα να προκαλείται στον ίδιο έντονο αίσθημα αδικίας, αφού συνεπεία της εν λόγω υπόθεσης διαφοροποιήθηκε σε «τεράστιο βαθμό» η  ποινή του σε σχέση με τον συγκατηγορούμενο του.   Πρόκειται περί αβάσιμου λόγου έφεσης.    Να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης ότι η αυστηρότερη ποινή που επιβλήθηκε στον 2ον   Εφεσείοντα, έναντι της ποινής που επιβλήθηκε στον 1ον  Εφεσείοντα, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.  Ούτε  είχε επιβληθεί ποινή στον 2ο  Εφεσείοντα για τα αδικήματα της υπόθεσης που λήφθηκε υπόψη.  Δεν βρίσκουμε ότι τίθεται θέμα αδικίας, όπως την αντιλαμβάνεται ο 2ος  Εφεσείων.   Όπως ρητά καταγράφεται στο πρακτικό ημερ. 29.5.2020, που τηρήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η ποινική δίωξη διεκόπη γιατί δεν κετέστη δυνατό να εντοπιστούν οι συγκατηγορούμενοι του 2ου Εφεσείοντα.  Μάλιστα η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως τα τεκμήρια παραμείνουν στην κατοχή της, αφού υπήρχε το ενδεχόμενο επανακαταχώρισης υπόθεσης εναντίον τους, μόλις αυτοί εντοπιστούν.      Τέλος, να επαναλάβουμε πως η διακοπή της ποινικής δίωξης εναντίον του 3ου κατηγορούμενου στην παρούσα υπόθεση, έλαβε χώρα γιατί ούτε και αυτός κατέστη δυνατό να εντοπιστεί, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ως ελέχθη, ο 2ος  Εφεσείων βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες για σοβαρά αδικήματα, ενώ στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης ζήτησε να ληφθούν και λήφθηκαν υπόψη και άλλες υποθέσεις, επίσης για σοβαρά αδικήματα που αυτός διέπραξε.   Είναι γνωστό ότι ουδείς τιμωρείται εκ νέου για αδικήματα για τα οποία έχει ήδη τιμωρηθεί.   Η ύπαρξη όμως προηγούμενων καταδικών τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με τον αριθμό, το χρόνο και τη φύση των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί.  Και τούτο, κυρίως γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης ενός κατηγορουμένου προς την τήρηση  των Νόμων.  Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα με αναφορά και στην υπόθεση Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 787.    Υπάρχει όμως εδώ και ένα άλλο στοιχείο που δείχνει τη στάση του 2ου  Εφεσείοντα στο σεβασμό που αυτός επιδεικνύει στους Νόμους της Πολιτείας.    Ενώ του είχε δοθεί μια δεύτερη  ευκαιρία όταν το Δικαστήριο ανέστελλε, στις 18.3.2016, τις ποινές φυλάκισης που του είχε επιβάλει για σοβαρά αδικήματα, (Ποινική Υπόθεση αρ. 19937/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας), αυτός λίγους μήνες μετά (20.10.2016) διέπραξε τα σοβαρά αδικήματα της παρούσας υπόθεσης και ουσιαστικά δεν τίμησε την εμπιστοσύνη που του έδειξε το Δικαστήριο την προηγούμενη φορά.   Τα Δικαστήρια μας έχουν χαρακτηρίσει παρόμοια συμπεριφορά ως «απαξιωτική και αλαζονική στάση των κατηγορουμένων έναντι της Πολιτείας» (Χριστοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 210/14 και 211/14, απόφαση ημερ. 19.7.2017).    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημειώνει ότι ο 2ος  Εφεσείων δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του είχε δοθεί.  Δεν φαίνεται όμως να εξέτασε κατά πόσο θα έπρεπε να ενεργοποιήσει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη εκ των οποίων ήταν 2 έτη, αφού τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης διαπράχθηκαν εντός της περιόδου της τριετούς αναστολής.  Σ΄ αυτό φαίνεται να συνέβαλε και η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η τριετής αναστολή έληξε. Απλώς είναι προηγούμενο λόγω της ποινής των 2 χρόνων».    Το ουσιώδες όμως, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, είναι η διάπραξη άλλου αδικήματος διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος αναστολής («Οσάκις, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, πρόσωπο διέπραξε αδίκημα τιμωρούμενον δια φυλακίσεως και είτε κατεδικάσθη υπό Δικαστηρίου όπερ δυνάμει του εδαφίου (4) κέκτηται αρμοδιότητα να λάβη μέτρα εν σχέσει προς την ανασταλείσαν ποινή είτε μεταγενεστέρως εμφανίζεται ή προσάγεται ενώπιον τοιούτου Δικαστηρίου, τότε, εκτός εάν εν τω μεταξύ η ποινή έχει εκτελεσθή, το Δικαστήριον εξετάζει την υπόθεσιν του και λαμβάνει εν των ακολούθων μέτρων …», άρθρο 4 (1) του Ν 95/72, ως αυτός τροποποιήθηκε). Κατά την ακρόαση των εφέσεων όλοι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι παραδέχθηκαν, και ορθά, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εξετάσει το πιο πάνω ενδεχόμενο.   Τέτοιο θέμα δεν έχει εγερθεί μέσω της ορθής δικονομικής οδού,  και ως εκ τούτου σημειώνουμε απλώς την  παράλειψη, η οποία σε κάθε περίπτωση λειτούργησε προς όφελος του 2ου Εφεσείοντα.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων παρέπεμψαν σε αποφάσεις του Εφετείου σε σχέση με την επιβολή ποινών για όμοια ή παρόμοια αδικήματα με αυτά της παρούσας υπόθεσης, σε μια προσπάθεια τους να μας πείσουν ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι αυστηρές.     Είναι γνωστό ότι οι  προηγούμενες αποφάσεις αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για συγκεκριμένα αδικήματα και δεν έχουν το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, αφού η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε κατηγορούμενο είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του κάθε παραβάτη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 1, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ, 123, Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 100 και Fowokan v. Δημοκρατίας (2014) 2(Α) ΑΑΔ, 36).  Ως εκ τούτου, η όποια αναφορά γίνεται σε παρόμοιες υποθέσεις, γίνεται για να υπάρχει, όσο είναι δυνατόν, κοινή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των παραβατών.  

 

Έχουμε θέσει ενώπιον μας τις αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψαν.  Από την άλλη έχουμε θέσει ενώπιον μας και πολλές άλλες αποφάσεις στις οποίες είχαν επιβληθεί και επικυρωθεί πολυετείς  ποινές φυλάκισης, τις οποίες δεν χρειάζεται να παραθέσουμε.   Θεωρούμε όμως σκόπιμο να  παραπέμψουμε σε τρεις αποφάσεις στις οποίες οι κατηγορούμενοι ήταν νεαρά πρόσωπα.  

 

Στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ, 83, ο Εφεσείων κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος,  ήταν σχεδόν 16 ετών και λευκού ποινικού μητρώου.  Πρωτόδικα του επιβλήθηκε για το αδίκημα της ληστείας ποινή φυλάκισης 2 ετών.  Ο Εφεσείων καταχώρισε έφεση τόσο κατά της ποινής όσο και για τη μη αναστολή αυτής.  Ενώπιον του Εφετείου η έφεση κατά της ποινής απεσύρθη και περιορίστηκε μόνο στη μη αναστολή της επιβληθείσας ποινής.  Το Εφετείο σημείωσε πως επρόκειτο για σοβαρή μορφή ληστείας, καλά προγραμματισμένη, που διενεργήθηκε με τη χρήση μαχαιριού προς εκπλήρωση των άνομων σκοπών των ληστών, έγκλημα που τιμωρείται με φυλάκιση δια βίου.   Απορρίπτοντας την έφεση σημείωσε και τα ακόλουθα ενδιαφέροντα: 

«Δεν μας αφήνει αδιάφορους το πολύ νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντος.  Λήφθηκε όμως υπόψη αυτό το γεγονός τόσο στην επιλογή της ποινής όσο και στον καθορισμό του ύψους της.   Ούτε σχετίζεται το διαπραχθέν έγκλημα με την εκδήλωση νεανικής έξαρσης ώστε να διαχωρίζει τα κίνητρα από εκείνα που κατά κανόνα επιδρούν στην διάπραξη αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων.  Το έγκλημα σχεδιάστηκε εν ψυχρώ και εκτελέστηκε με την ίδια αποφασιστικότητα.  Το νεαρό της ηλικίας του παραβάτη δεν προσδίδει στη διάπραξη του εγκλήματος ιδιάζοντα χαρακτήρα.»          

 

Στην Ποράς κ.α. ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ, 452, οι κατηγορούμενοι, ηλικίας 20 και 19 ετών αντίστοιχα,  παραδέχθηκαν ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου το αδίκημα της ένοπλης ληστείας.    Πρωτόδικα τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 4 και 3 ½ ετών.  Το Εφετείο σημείωσε ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν εμπεριείχε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, αφού σ΄  αυτή ορθά τονίστηκε η σοβαρότητα και έξαρση του αδικήματος της ληστείας, με την επισήμανση πως για την ένοπλη ληστεία ο Νόμος προβλέπει ισόβια φυλάκιση.   Για να καταλήξει, ότι τα πιο πάνω ήταν στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών.   Εντούτοις,    αφού έλαβε υπόψη του τον πρόχειρο σχεδιασμό του εγκλήματος (κάτι που στη δική μας περίπτωση δεν υπάρχει),  τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν (ομοιώματα όπλων), την εξέλιξη (ουδείς τραυματίστηκε),  το πολύ νεαρό της ηλικίας τους και τα ιδιαίτερα προβλήματα που αυτοί αντιμετώπιζαν, έκρινε ότι αισθητά μικρότερης έκτασης ποινή θα εξυπηρετούσε όλους τους σκοπούς.  Κατ΄ επέκταση μείωσε τις ποινές σε 3 και 2 ½  έτη αντίστοιχα.   Να σημειωθεί ότι ο Ποράς είχε μια προηγούμενη καταδίκη για επίθεση όπου του είχε επιβληθεί πρόστιμο ενώ ο άλλος Εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου.    Εδώ, ως ελέχθη στον 21χρονο Εφεσείοντα στην Έφεση 84/20, το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην κατηγορία της ληστείας ποινή φυλάκισης 17 μηνών.

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.α. (2000) 2 ΑΑΔ, 304, το Εφετείο  παραμερίζοντας τις πρωτόδικες επιεικείς ποινές που είχαν επιβληθεί στους Εφεσίβλητους, οι οποίοι ήταν ηλικίας περίπου 20 ετών, με προηγούμενες καταδίκες, βρήκε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο υποβάθμισε τη σοβαρότητα του αδικήματος της ληστείας σε βαθμό που οι επιβληθείσες ποινές να ήταν καταφανώς ανεπαρκείς.  Το Εφετείο έκρινε ως αρμόζουσες τις ποινές φυλάκισης των 4 ετών, τις οποίες και επέβαλε στους Εφεσίβλητους.   

 

Είναι γνωστό ότι το είδος και η επιμέτρηση της ποινής είναι έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει και την πρωταρχική ευθύνη.  Το Εφετείο όταν εξετάζει εφέσεις κατά επιβληθεισών ποινών, δεν καλείται να επανακαθορίσει αυτές.   Εκείνο που εξετάζει είναι κατά πόσο οι επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές ή έκδηλα ανεπαρκείς ή κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας τις ποινές στηρίχθηκε σε λανθασμένη νομική αρχή.   Βρίσκουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν παρέβλεψε ή υποβάθμισε οποιοδήποτε στοιχείο εξατομίκευσης της ποινής αλλά ατυχώς χαρακτήρισε τα αδικήματα ως λιγότερο σοβαρά, και τελικά επέβαλε στους Εφεσείοντες επιεικείς, θα λέγαμε, ποινές. Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας.  

 

Ο 1ος Εφεσείων, με συγκεκριμένους λόγους έφεσης, αναφέρει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια με αποτέλεσμα να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης που επέβαλε σ΄  αυτόν.  Πρόκειται για τον δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης.     Είναι γνωστό ότι μετά την τροποποίηση του περί της Υφ΄  Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν. 95/72, ως αυτός έχει τροποποιηθεί με το Ν. 186(Ι)/2003), η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή των ποινών φυλάκισης, έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή να παρέχεται εάν δικαιολογείται στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου.   

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως καταγράφεται στην απόφαση του, εξέτασε κατά πόσο θα έπρεπε να είχαν ανασταλεί οι ποινές φυλάκισης που είχαν επιβληθεί και στους δύο Εφεσείοντες.  Αναφέρουμε από τώρα πως δεν θα έπρεπε να είχε εξετάσει τέτοιο θέμα όσον αφορά στον 2ον  Εφεσείοντα, αφού σ΄  αυτόν είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 4 ετών για το αδίκημα της ληστείας («… οσάκις Δικαστήριον επιβάλλη ποινήν φυλακίσεως μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, τούτο δύναται να διατάξη όπως η ποινή μη εκτελεσθή εκτός εάν …», άρθρο 3 του Ν. 95/72, ως αυτός έχει τροποποιηθεί).   Ως εκ τούτου, επικεντρωνόμαστε στο κατά πόσο θα έπρεπε να είχαν ανασταλεί οι ποινές φυλάκισης που είχαν επιβληθεί στον 1ον  Εφεσείοντα.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας κατά νου τη σχετική Νομολογία σε σχέση με το πιο πάνω θέμα αποφάσισε, αφού έλαβε υπόψη του τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει την «αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν»), τις προσωπικές περιστάσεις του συγκεκριμένου Εφεσείοντα και την έξαρση των αδικημάτων που παρουσιάζουν οι  ληστείες, κατέληξε ότι τυχόν αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του 1ου Εφεσείοντα μας παρέπεμψε σε αποφάσεις του Εφετείου υποστηρίζοντας πως η διακριτική ευχέρεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου  ασκήθηκε λανθασμένα.   Μας παρέπεμψε στην υπόθεση Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ, 449, όπου εκεί πράγματι το Εφετείο, για τους λόγους  που παραθέτει, ανέστειλε τις  επιβληθείσες ποινές φυλάκισης.  Ωστόσο, θα  πρέπει να σημειωθεί πως εκεί το Εφετείο βρήκε πως τα διαπραχθέντα από τους Εφεσείοντες αδικήματα,  «διέπονταν από μεγάλη επιπολαιότητα και ότι δεν ήταν οργανωμένα».     Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη δική μας περίπτωση.  Μας παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση Γεωργίου  κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφέσεις 27/16 κ.α., απόφαση ημερ. 19.7.2016, όπου το Εφετείο ανέστειλε τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης.  Βεβαίως εκεί οι Εφεσείοντες διέπραξαν, από απόψεως προβλεπόμενης από το Νόμο ανώτατης ποινής, λιγότερο σοβαρά αδικήματα, αφού αυτά αφορούσαν σε κλοπές και διαρρήξεις καταστημάτων.    Το κυριότερο όμως ήταν πως και εκεί τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί, όπως καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου, «με μεγάλη επιπολαιότητα».              

 

Δεν  βρίσκουμε ότι εδώ υπάρχει πεδίο για επέμβαση μας στον τρόπο που ασκήθηκε η δικαστική διακριτική ευχέρεια.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.  Συμφωνούμε πως τυχόν αναστολή των ποινών φυλάκισης με τις ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος της ληστείας, για το οποίο ο Νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης δια βίου, θα έδιδε λανθασμένα μηνύματα για τέτοιες απαράδεκτες και κατακριτέες συμπεριφορές   (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 930, Walter v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ, 438 και ΣΠΕ Λακατάμιας-Δευτεράς Λτδ ν. Δράκου, Ποινική Έφεση αρ. 129/15, απόφαση ημερ. 15.11.2017).

Εν κατακλείδι, βρίσκουμε πως όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.     

                                                  

Και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο