ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 127/2019, 130/2019, 10/3/2021

ECLI:CY:AD:2021:B88

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

        10 Μαρτίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 127/2019)

    (σχ. με 130/2019)

 

 

XXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

 

  Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Eφεσίβλητης.

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 130/2019)

(σχ. με 127/2019)

 

 

XXX ΛΕΩΝΙΔΟΥ

 

  Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Eφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

 

Α. Χρίστου με Ν. Ζένιο, για τον Εφεσείοντα στην 127/2019.

 

Γ. Εμπεδοκλής, για τον Εφεσείοντα στην 130/2019.

 

Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη   Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες αντιμετώπιζαν από κοινού αριθμό κατηγοριών που αφορούσαν τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, ήτοι ποσότητας 4 κιλών και 785,7 γρ. κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

 

Σε κάποιο στάδιο που η ακροαματική διαδικασία ευρίσκετο σε εξέλιξη, ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση 127/2019 (Κατηγορούμενος 1) άλλαξε απάντηση και παραδέχτηκε τις κατηγορίες της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β και της κατοχής της ίδιας ποσότητας, ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε ανεστάλησαν. Τα γεγονότα που περιέβαλλαν τη διάπραξη των αδικημάτων που ο Εφεσείων παραδέχτηκε δεν εκτέθηκαν σε εκείνο το στάδιο, αλλά θα ήταν αυτά στα οποία το Δικαστήριο θα κατέληγε μετά το τέλος της ακρόασης που συνεχίστηκε για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 130/2019 (Κατηγορούμενο 2).

 

Το Κακουργιοδικείο Λεμεσού με Απόφαση του, ημερ. 21/6/2019, έκρινε τελικά ένοχο τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 130/2019, σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

Αμφότεροι οι Εφεσείοντες προσβάλλουν τις ποινές που τους επιβλήθηκαν ως έκδηλα υπερβολικές.

 

Στην Απόφαση του επί της Ποινής το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 127/2019 ποινή φυλάκισης 9 έτη στο αδίκημα της εισαγωγής και 3 έτη στο αδίκημα της κατοχής. Όσον δε αφορά τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 130/2019 το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή φυλάκισης 10 έτη στο αδίκημα της εισαγωγής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια και 4 έτη στα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, καθώς και στο αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων συνοψίστηκαν στην Απόφαση του Κακουργιοδικείου ως ακολούθως:

 

«Ο κατηγορούμενος 2 και ο κατηγορούμενος 1 ήταν φίλοι. Δεκαπέντε περίπου μέρες πριν τη σύλληψη του κατηγορουμένου 1, ο κατηγορούμενος 2 ζήτησε από το Μ.Κ.5, που ήταν φίλος του, να τον πληροφορήσει τον αριθμό του ταχυδρομικού τομέα της περιοχής Επισκοπής και τη διεύθυνση του. ………..

 

Τη 13.11.2017 και περί ώρα 15:07, δύο άνδρες, που αργότερα διαφάνηκε ότι ο ένας εκ των δύο ήταν ο κατηγορούμενος 1, εισήλθαν στο υποκατάστημα της εταιρείας DHL στον Πειραιά Αθήνας, έχοντας στην κατοχή τους τρεις σακούλες του καταστήματος JUMBO οι οποίες περιείχαν τρία χάρτινα κιβώτια με παιδικά παιχνίδια και μια μικρή τσάντα του καταστήματος JUMBO, χρώματος άσπρου, εντός της οποίας υπήρχαν δύο γυάλινες πιατέλες τυλιγμένες μέσα σε χαρτί. Τοποθέτησαν το περιεχόμενο των τριών σακουλιών σε μία σακούλα, η οποία περιτυλίχθηκε με κολλητική ταινία, δημιουργώντας έτσι ένα δέμα……..

 

Ο αριθμός τηλεφώνου του φερόμενου ως παραλήπτη του δέματος, ήτοι ο αριθμός [………], ήταν αριθμός τηλεφώνου της ΜΤΝ, επρόκειτο για αριθμό τύπου «pay as you go», για τον οποίο η πιο πάνω εταιρεία δεν είχε οποιαδήποτε στοιχεία του κατόχου. Κάτοχος του πιο πάνω αριθμού τηλεφώνου ήταν κατά τους επιδίκους χρόνους, ο κατηγορούμενος 2.

 

Η διεύθυνση του φερόμενου ως παραλήπτη ήταν η οικία δίπλα από την οικία του Μ.Κ.5. Στην πιο πάνω οικία [……..], διέμενε, με βάση τα παραδεκτά γεγονότα μια ηλικιωμένη, η [Μ. Χ.], που καμιά σχέση είχε με την υπό κρίση παράνομη επιχείρηση. Ο «[Π. Κ.]» το πρόσωπο που φέρεται ως παραλήπτης του δέματος, είναι άγνωστος στην Επισκοπή. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι τα στοιχεία του παραλήπτη, που είχαν δοθεί σε σχέση με το επίδικο δέμα, ήταν ψεύτικα. Ψεύτικα ήταν και τα στοιχεία του φερόμενου ως αποστολέα του επιδίκου δέματος.

 

Το δέμα μεταφέρθηκε στην αποθήκη της DHL, στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αθήνα και εκεί πέρασε από ακτινοσκοπικό έλεγχο (X-RAY). Κατά τον ακτινοσκοπικό έλεγχο του δέματος, διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω δέμα περιείχε οργανική ύλη και η αρμόδια υπάλληλος αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για ναρκωτικά. Κατά την έρευνα που ακολούθησε υπήρξε ένδειξη από σκύλο ανιχνευτή, ότι επρόκειτο για ναρκωτικά.

 

Στη Γενική Διεύθυνση Γενικού Χημείου του Ελληνικού Κράτους χημικός αναλυτής έκανε δειγματοληπτική ανάλυση, σύμφωνα με την οποία επρόκειτο για φυτικά αποσπάσματα κάνναβης με θετική ένδειξη της ανίχνευσης κανναβινοειδών.

 

Τη 15.11.2017 έγινε κλήση από τον αριθμό […………], στο τηλεφωνικό κέντρο της DHL, στην Ελλάδα, του μεταφορέα που είχε αναλάβει την αποστολή του επιδίκου δέματος στην Κύπρο. Ο καλών είχε δηλώσει ότι το όνομα του ήταν «[Π.]» και η απάντηση που έλαβε από τον υπάλληλο του τηλεφωνικού κέντρου ήταν ότι «η επίδικη αποστολή είχε σταματήσει από το τελωνείο στον τόπο της αποστολής της», ήτοι στην Αθήνα. Αποτελεί εύρημα μας ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν το πρόσωπο που κάλεσε το συγκεκριμένο κέντρο την 15.11.2017, συστήθηκε ως «[Π.]» και έδωσε τον αριθμό φορτωτικής του δέματος. ……………….

 

Ο κατηγορούμενος 2 ήταν το πρόσωπο που κάλεσε το τηλεφωνικό κέντρο της DHL και σε ακόμη δύο περιπτώσεις και την DHL Κύπρου σε ακόμη δύο περιπτώσεις, σύνολο πέντε κλήσεις. Όλες οι κλήσεις έγιναν την ιδίαν ημέρα, ήτοι τη 15.11.2017 μεταξύ των ωρών 11:00 π.μ. και 2:00 μ.μ., περίπου. ………………….

 

Την 20.11.2017, ενημερώθηκαν για τα πιο πάνω οι Κυπριακές Αρχές και διευθετήθηκε μεταξύ των δύο κρατών η διενέργεια ελεγχόμενης παράδοσης, η οποία εγκρίθηκε σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

 

Την ίδια ημέρα, 20.11.2017, ο διευθυντής ασφαλείας της εταιρείας ταχυμεταφορών DHL, Παγκύπρια, ενημερώθηκε από την ΥΚΑΝ ότι οι τελωνειακές αρχές στην Αθήνα εντόπισαν και κατάσχεσαν το επίδικο δέμα εντός του οποίου υπήρχε, μεταξύ άλλων, ποσότητα κάνναβης.                   Ο Σ. Ν., υπάλληλος της εταιρείας DHL, τηλεφώνησε στον αριθμό τηλεφώνου του παραλήπτη, δηλαδή στο τηλέφωνο [……….], δύο φορές, χωρίς να υπάρξει ανταπόκριση. Και στις δύο περιπτώσεις το συγκεκριμένο τηλέφωνο ήταν κλειστό.

 

Στα πλαίσια δικαστικής συνδρομής εξασφαλίστηκε μαρτυρικό υλικό από την Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και DVD από τις κάμερες του κλειστού κυκλώματος ασφαλείας από το κατάστημα της DHL, τα οποία δείχνουν διάφορα πλάνα μεταξύ των οποίων και της σκηνής παράδοσης του επιδίκου δέματος με τις ναρκωτικές ουσίες. Ο κατηγορούμενος 1 αναγνωρίστηκε ως το ένα από τα δύο πρόσωπα που παρέδωσε το επίδικο δέμα για να αποσταλεί στην Κύπρο.. ……………………

 

Αποτελεί εύρημα μας ότι ο κατηγορούμενος 2 γνώριζε ότι ο αριθμός τηλεφώνου του είχε δοθεί ως ο αριθμός τηλεφώνου του παραλήπτη του δέματος και με δική του βούληση θα ήταν αυτός που θα παραλάμβανε το επίδικο δέμα. Γνώριζε επίσης ότι το δέμα, αντικείμενο της αποστολής που διευθέτησε ο κατηγορούμενος 1 να σταλεί στην Κύπρο μέσω της DHL, περιείχε ναρκωτικές ουσίες.»

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφονται στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009)       2 ΑΑΔ 686, XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»

 

 

Ακολουθεί η εξέταση των Εφέσεων με πρώτη την υπ’. αρ. 130/2019, όπου τα γεγονότα αναδείχθηκαν μέσα από την ακροαματική διαδικασία και τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αποτελούν την ορθή βάση επιμέτρησης της ποινής.

 

Έφεση αρ. 130/2019

 

Η Έφεση 130/2019 προωθείται και αυτή στη βάση δύο Λόγων Έφεσης.

 

Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στους μετριαστικούς παράγοντες που εκτέθησαν από την Υπεράσπιση και αφορούσαν στο λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 2 και στο γεγονός ότι οι πράξεις του ανάγονταν σε ένα μεμονωμένο περιστατικό, ενώ ούτε και οι προσωπικές του περιστάσεις λήφθησαν υπόψη, στο βαθμό που θα έπρεπε, στο πλαίσιο της ανάγκης για εξατομίκευση της ποινής.

 

Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λαμβάνοντας υπόψη το είδος και κυρίως την ποσότητα των ναρκωτικών, η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.

 

Εξετάζοντας τους πιο πάνω Λόγους Έφεσης που αφορούν την επιμέτρηση της ποινής, θα πρέπει να υπομνηστεί εξ’ αρχής ότι η νομολογία όντως υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικές ουσίες. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ναρζίπ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 6/2014, ημερ. 21/11/2014, η ενασχόληση με τα ναρκωτικά, είτε για ιδία χρήση ή κατά μείζονα λόγο με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτους, αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Bora, «μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών».

 

Δεν παραγνωρίζεται, ταυτόχρονα, ότι το ποινικό μέτρο, σε κάθε υπόθεση, καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο φέρει και την ανάλογη ευθύνη. Ήδη έχουμε αναφερθεί πιο πάνω στις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επιβάλλονται από τα πρωτόδικα Δικαστήρια.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων με αναφορά στην ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή της δια βίου φυλάκισης, σε σχέση με το αδίκημα της εισαγωγής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο. Η σοβαρότητα των εγκλημάτων αυτών, σε συνδυασμό με τη συχνότητα διάπραξης τους, υπογραμμίστηκε από το Κακουργιοδικείο το οποίο, ορθά, θεώρησε ότι η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών και η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίστατο επιτακτική. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα επιβολής ιδιαίτερα σοβαρών ποινών σε περιπτώσεις όπου η ποσότητα των ναρκωτικών είναι μεγάλη και η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας των ναρκωτικών. Ακολούθως, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής,                έλαβε υπόψη του το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που τέθηκαν ενώπιον του, συμπεριλαμβανομένου του λευκού ποινικού μητρώου                    του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 2, καθώς και τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις.

 

Θεωρούμε ότι, μέσα από το ύψος των επιβληθεισών ποινών, έχοντας υπόψη τις προβλεπόμενες ανώτατες ποινές και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, που κατέδειξαν και σχεδιασμό και οργάνωση εκ μέρους                 του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 2, οι προσωπικές συνθήκες και οι ελαφρυντικοί παράγοντες έχουν ληφθεί επαρκώς υπόψη από το Κακουργιοδικείο.

 

Ο συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στην προκείμενη περίπτωση παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση από τις ποινές που επιβλήθηκαν σε παρόμοιες υποθέσεις.

 

Οι αποφάσεις και οι ποινές που επιβάλλονται σε παρόμοιας φύσεως υποθέσεις, λαμβάνονται βέβαια υπόψη, επειδή δεν είναι επιθυμητή η ανομοιομορφία στη μεταχείριση αδικοπραγούντων. Όπως, όμως, τονίστηκε στην υπόθεση Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160, με τις ποινές που επιβάλλονται δεν καθορίζεται, με οποιοδήποτε τρόπο, μια στατική διατίμηση. Οι προηγούμενες ποινές και η προσέγγιση των Δικαστηρίων στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν είναι ενδεικτικές του τρόπου αντιμετώπισης των υποθέσεων κατά το χρόνο διάπραξης τους.

 

Όπως χαρακτηριστικά επισημάνθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1:

 

«Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν όμως το δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αυτός δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη

 

Όπως δε επαναλήφθηκε στην υπόθεση Valdez κ.ά v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 144/2016, σχετ. με Ποιν. Έφ. αρ. 145/2016, ημερ. 21/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:B57, προηγούμενες αποφάσεις για θέμα ποινής δεν ενέχουν δεσμευτικό χαρακτήρα προηγούμενου αλλά παρέχουν, απλώς, ένδειξη της ποινικής αντιμετώπισης, εφόσον καμία υπόθεση δεν μπορεί να είναι ακριβώς όπως μια άλλη.

 

Οι αποφάσεις στις οποίες το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε είναι, συνεπώς, ενδεικτικές. Αναφέρουμε δύο:

 

Στην υπόθεση Πισσάς v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 229/2016, ημερ. 14/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B114, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 9 ετών που επιβλήθηκε μετά από ακρόαση για το αδίκημα της κατοχής 3 κιλών και 902 γραμμαρίων κάνναβης με σκοπό την προμήθεια.

 

Στην υπόθεση Αγαθοκλέους κ.ά v. Δημοκρατία (2014) 2(Α) Α.Α.Δ 44, ECLI:CY:AD:2014:D66 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 7 ετών μετά από παραδοχή για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια κάνναβης ποσότητας 5 κιλών και 217,66 γραμμαρίων.

 

Θα προσθέταμε και την υπόθεση Κλεομένης ν. Δημοκρατίας (2013)              2 Α.Α.Δ. 350, όπου υπήρχε το ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο της εισαγωγής και στην οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση η πρωτόδικα επιβληθείσα, κατόπιν ακρόασης, ποινή των 7 ετών για το αδίκημα της εισαγωγής κάνναβης βάρους περίπου 2.3 κιλά.

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με τις ποινές που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 2, ούτε και υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του Εφετείου.

 

Το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιο τους τα ενώπιον του δεδομένα και απέδωσε στα ελαφρυντικά του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 2 τη δέουσα σημασία εφαρμόζοντας προς τούτο τα νομολογιακά καθορισμένα κριτήρια. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των Κατηγοριών, αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν, ιδίως δε και της σημαντικής ποσότητας που αυτές αφορούν.

 

Στη βάση των πιο πάνω η Έφεση αρ. 130/2019 αποτυγχάνει και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Έφεση αρ. 127/2019

 

Η Έφεση αρ. 127/2019 προωθείται στη βάση δύο Λόγων Έφεσης.

 

Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε δεόντως υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες, όπως αυτοί εκτέθησαν από την Υπεράσπιση και αφορούσαν στο λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντος, την παραδοχή του, έστω και σε προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, το μεμονωμένο περιστατικό και την εξωδικαστηριακή τιμωρία που εκ των πραγμάτων θα υπόκειτο ο Εφεσείων επί τη βάσει της αναμενόμενης απόλυσης του από την εργασία του.

 

Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείων συμμετείχε από κοινού σε μια άρτια οργανωμένη εγκληματική επιχείρηση με τον τότε Κατηγορούμενο 2 και ότι αμφότεροι έδρασαν με βάση συγκεκριμένο και καλά μελετημένο σχέδιο, εισάγοντας ναρκωτικές ουσίες στην Κύπρο αποστέλλοντας τις με εταιρεία ταχυμεταφορέα, τις οποίες έκρυψαν προηγουμένως μέσα σε παιχνίδια, αντιβαίνοντας στη δίκαιη δίκη με βάση τις κατηγορίες που ο Εφεσείων αντιμετώπιζε.

 

Σε σχέση με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβλήθηκε ότι, ενώ η δράση του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1 περιορίστηκε στο να μεταβεί στην Αθήνα για να αποστείλει τις ναρκωτικές ουσίες στην Κύπρο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στη διατύπωση και στην εκτίμηση δυσμενών και ενοχοποιητικών για τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 ευρημάτων, άμεσα συνυφασμένων με τις κατηγορίες που είχαν ανασταλεί, έτσι ώστε να διαμορφώνεται γι’ αυτόν μια εικόνα βαρύτερης σοβαρότητας. Για το σκοπό αυτό έγινε παραπομπή σε συγκεκριμένες αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Συγκεκριμένα, στη σελ. 6 της Απόφασης του το Κακουργιοδικείο ανέφερε:

 

«Καταλήξαμε ότι ο κατηγορούμενος 2 συνωμότησε με τον κατηγορούμενο 1 για να εισαγάγουν τις ναρκωτικές ουσίες στη Δημοκρατία, ότι τις εισήγαγαν, ότι τις κατείχαν από κοινού και ότι τις κατείχαν από κοινού με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο.»

 

 

Επίσης, στη σελ. 9 το Κακουργιοδικείο ανέφερε:

 

«Άκρως δε επιβαρυντικό στοιχείο, ως και η σχετική νομοθεσία καθορίζει (βλ. άρθρο 30.4(α)(ii) του Ν. 29/1977) και για τους δύο κατηγορουμένους, είναι το γεγονός πως από κοινού συμμετείχαν σε μία άρτια οργανωμένη εγκληματική επιχείρηση, έδρασαν με βάση συγκεκριμένο και καλά μελετημένο σχέδιο, εισήγαγαν ναρκωτικά στην Κύπρο, αποστέλλοντας τα με εταιρεία ταχυμεταφορέα, τα οποία έκρυψαν προηγουμένως μέσα σε παιχνίδια.»

 

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω αποσπάσματα από την Απόφαση του ότι το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, εφόσον αναφέρθηκε σε γεγονότα που αφορούσαν κατηγορίες που είχαν ανασταλεί και δεν αντιμετώπιζε πλέον ο Εφεσείων 1, προσμετρώντας με αυτό τον τρόπο γεγονότα επιβαρυντικά και άσχετα               προς τις κατηγορίες τις οποίες ο Εφεσείων 1 είχε δηλώσει παραδοχή.                Είναι ορθή η επισήμανση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 ότι το Κακουργιοδικείο στην Απόφαση του επί της Ποινής προσμέτρησε κατά τρόπο λανθασμένο και ανεδαφικό ως άκρως επιβαρυντικό στοιχείο τη συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, καθώς και την κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, αδικήματα για τα οποία ο Εφεσείων/Κατηγορούμενος 1 δεν είχε δηλώσει παραδοχή. Οι πιο πάνω αναφορές αναπόφευκτα διαμόρφωσαν για τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1, στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής, μια εικόνα υπόθεσης μεγαλύτερης σοβαρότητας. Προς τούτο συνέδραμε η διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Κακουργιοδικείο, εφόσον τα γεγονότα που αφορούσαν τις Κατηγορίες που ο Εφεσείων παραδέχτηκε δεν είχαν αποκρυσταλλωθεί μετά την παραδοχή του με την απαγγελία τους, αλλά αφέθησαν να προκύψουν στη βάση των ευρημάτων στα οποία το Κακουργιοδικείο θα κατέληγε μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας σε σχέση με τον άλλο Κατηγορούμενο (Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 130/2019), ο οποίος αντιμετώπιζε επιπλέον κατηγορίες.

 

Η αναφορά του Δικαστηρίου σε γεγονότα επιβαρυντικά, παρά την αναστολή των ανάλογων κατηγοριών, αποτελεί σφάλμα αρχής που επιτρέπει την επέμβαση του Εφετείου (δέστε Γιαννακάκη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 177/2015, ημερ. 21/4/2016).

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Sofrone κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013)                    2 Α.Α.Δ. 102, 109:

 

«Η επιβολή ποινών στους εφεσείοντες σε κατηγορίες στις οποίες είχαν προηγουμένως απαλλαγεί συνιστά σοβαρό σφάλμα. Σφάλμα επίσης αποτελεί και το γεγονός ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη κατά τρόπο επιβαρυντικό γεγονότα άσχετα προς τις κατηγορίες στις οποίες οι εφεσείοντες δήλωσαν παραδοχή (χρήση βίας και πρόκληση σωματικής βλάβης). Αισθανόμαστε την ανάγκη να υπενθυμίσουμε το καθήκον που σε κάθε περίπτωση βαρύνει τους δικαστές να παρακολουθούν και ελέγχουν σχολαστικά και με κάθε δυνατή προσοχή τη διαδικασία. Σοβαρά λάθη όπως αυτά που έχουν γίνει στην υπό κρίση υπόθεση δεν επιτρέπονται. Περιοριζόμαστε εδώ χωρίς να χρειάζεται να πούμε ο,τιδήποτε άλλο για πράγματα ευχερώς αυτονόητα. Αναμφίβολα οι ποινές που έχουν επιβληθεί στους εφεσείοντες είναι μολυσμένες με τα σφάλματα που έχουν ήδη επισημανθεί και που είναι κυρίως σφάλματα αρχής.»

 

 

Όπως αναφέρεται και στο Σύγγραμμα Blackstone, Criminal Practice, 2020, στη σελ. 2019:

 

«It is a basic principle of sentencing that the offender should be sentenced only for those crimes of which he has been convicted and not for anything else which the court may consider him to have done[1]

 

 

Στην υπόθεση R. ν. Kevin John Stubbs (1989) 88 Cr. App. R. 53 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

“This court (and so should the court below) always loyally abides by the plea which has been tendered. Time and again where a sentence has been passed on the wrong basis this court interferes”.

 

Στην υπόθεση  R. v. Gary Andrew Booker (1982) 4 Cr. App. R. (S.) 53 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

“But it is a basic principle of sentencing that a man is entitled to be dealt with upon the basis of the plea that he has tendered and which has been accepted”.

 

 

Ο Εφεσείων/Κατηγορούμενος  1 θεωρεί, επίσης, ότι δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο σειρά μετριαστικών παραγόντων που εκτέθηκαν από την Υπεράσπιση και συγκεκριμένα, το λευκό ποινικό μητρώο του, η παραδοχή του έστω σε προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, η εξωδικαστηριακή τιμωρία στην οποία θα υπόκειτο ένεκα της αναμενόμενης απόλυσης του από την εργασία, καθώς και ότι η διάπραξη των επίδικων αδικημάτων συνιστούσε μεμονωμένο περιστατικό.

 

Σε σχέση με την παραδοχή ενοχής το Κακουργιοδικείο, αφού αρχικά αναφέρει ότι λαμβάνει υπόψη την παραδοχή του Εφεσείοντα, έστω και στο καθυστερημένο στάδιο που αυτή έλαβε χώρα, στη συνέχεια επισημαίνει ότι, «η παραδοχή του κατηγορουμένου 1 στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι βαρύνουσας σημασίας καθότι ως αναφέρουμε και αμέσως πιο πάνω, ο συσχετισμός του με τα υπό κρίση αδικήματα δεν θα ήταν έργο ιδιαίτερα δύσκολο για τις ανακριτικές αρχές ….».

 

Από τα πιο πάνω και σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η ποινή που επεβλήθη για το αδίκημα της εισαγωγής στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 είναι             9 έτη, ενώ για τον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 2 είναι 10 έτη, δεν φαίνεται η παραδοχή του Εφεσείοντα/Κατηγορούμενου 1 να λήφθηκε δεόντως υπόψη, υπό την έννοια της απόδοσης της ανάλογης έκπτωσης στην                     ποινή που του επεβλήθη. Το μικρό εύρος της διαφοράς που διαπιστώνεται στις ποινές που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1 και                 στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 2, ακριβώς αποδεικνύει ότι το Κακουργιοδικείο, παρά τη σωστή καθοδήγηση που έδωσε στον εαυτό του σε σχέση με τις αρχές που εφαρμόζονται σε τέτοια περίπτωση αναφορικά με τη σημασία της παραδοχής, στο τέλος δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στον πιο πάνω μετριαστικό παράγοντα.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002)  2 Α.Α.Δ. 28, «Η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της Δικαιοσύνης».

 

Η παραδοχή ενός κατηγορουμένου, ακόμη και σε περιπτώσεις αυτόφωρου αδικήματος, είναι πάντα καλοδεχούμενη και προσμετρά ως απτό στοιχείο μεταμέλειας, όπως έχει υπογραμμιστεί και στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 110/2014, ημερ. 15/6/2015, ECLI:CY:AD:2015:B428. Στην XXX Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 163/2015, ημερ. 11/7/2016, τονίστηκε ότι, «Η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να μεταφερθεί στο δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και αυτό έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής».

 

Στην υπόθεση Ανδρέου κ.ά ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. αρ. 34/2017 και 75/2017, ημερ. 18/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B377, τονίσθηκε ότι το γεγονός ότι ο πρώην κατηγορούμενος 1 είχε συλληφθεί επ’ αυτοφόρω, έχοντας στην κατοχή του τα πέντε κιβώτια, εντός των οποίων βρίσκονταν οι ναρκωτικές ουσίες, δεν μπορούσε να εξουδετερώσει εντελώς την παραδοχή του.

 

Οι διαπιστώσεις μας αναφορικά και με τους δύο Λόγους Έφεσης καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση των ποινών που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα/Κατηγορούμενο 1, ούτως ώστε να αντανακλώνται σε αυτές ο ρόλος που διαδραμάτισε στην υπόθεση, στη βάση των κατηγοριών που παραδέχθηκε. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνονται βεβαίως υπόψη και οι άλλοι μετριαστικοί παράγοντες, στους οποίους αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, ήτοι το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα και οι επιπτώσεις που η καταδίκη του πιθανό να έχει στην επαγγελματική του σταδιοδρομία.

 

Στη βάση των πιο πάνω η Έφεση αρ. 127/2019 επιτυγχάνει. Η επιβληθείσα ποινή των 9 ετών φυλάκισης στην Κατηγορία της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β  (Κατηγορία 2) μειώνεται σε 7 έτη, ενώ η επιβληθείσα στην Κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (Κατηγορία 4), φυλάκιση 3 ετών, παραμένει ως έχει. Οι ποινές θα συντρέχουν μεταξύ τους.

 

 

                                     Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                            

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                     

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1]Δέστε, μεταξύ άλλων και την Αγγλική απόφαση R. v. David Newland Lawrence (1981)                 3 Cr. App. R. (S.) 49. Δέστε, επίσης, R. v. David Peter Hazelwood (1984) 6 Cr. App. R. (S.) 52.  

Στην υπόθεση R. v. John Warren O' Prey [1999] 2 Cr. App. R. (S.) 83 λέχθηκαν τα εξής: “What, however, was not permissible was for the judge to sentence this appellant for the criminality not reflected in the indictment, and to which the appellant had therefore not pleaded”.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο