ΚΟΝΝΑΡΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 184/2019, 1/3/2021

ECLI:CY:AD:2021:B73

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 184/2019)

 

1 Μαρτίου 2021

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

XXX ΚΟΝΝΑΡΗ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------------

 

Γ. Λουϊζίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ματθαίου (Κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

--------------

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 18.6.2019 ο Εφεσείοντας καταδικάστηκε, μετά από ακρόαση, στο αδίκημα της πρόκλησης άλλου να ψευδορκήσει και στο αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία (Κατηγορίες 6 και 11 αντίστοιχα).

 

Η καταδικαστική απόφαση προσβάλλεται με εννέα λόγους έφεσης που, με εξαίρεση το λόγο έφεσης 8 που αφορά στη μαρτυρία για την τεκμηρίωση του αδικήματος της πρόκλησης ψευδορκίας, έχουν ως υπόβαθρο την κατ’ ισχυρισμό έλλειψη δικαιοδοσίας του  πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση.

 

Η πρόκληση άλλου να ψευδορκήσει ποινικοποιείται με το άρθρο 110 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154,[1] και τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα επτά χρόνια.[2]  Η παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία ποινικοποιείται με το άρθρο 122 του Κεφ.154 και τιμωρείται με φυλάκιση τριών χρόνων.[3]

 

Η ποινική δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου καθορίζεται με το άρθρο 24(2) των περί Δικαστηρίων Νόμων.[4]  Επαρχιακός Δικαστής, οιασδήποτε βαθμίδας, έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει συνοπτικά ποινικό αδίκημα για το οποίο η προβλεπόμενη ποινή δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια, ενώ, με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα μπορεί να εκδικάσει οιονδήποτε αδίκημα, εφόσον και ο ίδιος το κρίνει σκόπιμο.

 

Επομένως, ενώ Επαρχιακός Δικαστής μπορεί να εκδικάσει συνοπτικά αδίκημα παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, απαιτείται η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για να εκδικάσει συνοπτικά αδίκημα ψευδορκίας.

Η ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την 30.10.2012, το οποίο, μετά από ακροαματική διαδικασία, εξέδωσε τη 17.4.2015 απόφαση αθωώνοντας τον.  Εναντίον της αθωωτικής απόφασης καταχωρίστηκε έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα, η οποία έγινε αποδεκτή και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Αστυνομία ν. ΧΧΧ Κονναρή, Ποιν. Έφ. Αρ.116/2015, ημερ.4.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B430).  Η επανεκδίκαση άρχισε την 19.11.2018 και την 18.6.2019 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία ο Εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος στις Κατηγορίες 6 και 11, όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω.

 

Το ζήτημα της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση, εγέρθηκε για πρώτη φορά την 26.8.2019 και αναπτύχθηκε την 30.8.2019, μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης και προτού επιβληθεί η ποινή.  Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα είχε διαπιστώσει ότι στο έγγραφο συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική εκδίκαση, που είχε καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν περιλαμβανόταν το αδίκημα της ψευδορκίας κατά παράβαση του  άρθρου 110 του Κεφ.154.  Δεν περιλαμβάνονταν ούτε τα αδικήματα των Κατηγοριών 4, 5 και 15 για τα οποία χρειαζόταν συγκατάθεση.  Στις τελευταίες αυτές κατηγορίες ο Εφεσείοντας αθωώθηκε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα ως εξής:

 

«Το Δικαστήριο, το ίδιο, είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να ελέγξει την ίδια του την απόφαση, είμαι απόλυτη σε αυτό και αν το ζητήσετε από εμένα σας λέω ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορεί να κάνει το παρόν Δικαστήριο στο στάδιο αυτό είναι να σας καλέσει να αγορεύσετε για μετριασμό της ποινής και ακολούθως να επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο

 

 

Στη συνέχεια με απόφαση του ημερ.5.9.2019 απέρριψε αίτημα της υπεράσπισης για παραπομπή συναφούς νομικού ερωτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο και την 18.9.2019 προχώρησε στην επιβολή ποινής στον Εφεσείοντα, αφού προηγουμένως ο δικηγόρος του αγόρευσε για μετριασμό της ποινής.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι λόγοι έφεσης 1-7 και 9 αφορούν στο ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό έλλειψης δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση.  Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ταυτόσημοι και αναφέρουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο και στερείτο δικαιοδοσίας.  Ωστόσο, έχουν διαφορετική αιτιολογία.  Στο πρώτο αναφέρεται ότι ενώ το Κατηγορητήριο περιλάμβανε κατηγορίες (1, 2, 4, 5, 6 και 15) για αδικήματα για τα οποία απαιτείτο η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική εκδίκαση, τέτοια δεν είχε καταχωριστεί με την καταχώρηση του την 30.10.2012.  Ως αποτέλεσμα η διαδικασία ήταν εξ’ υπαρχής άκυρη, όπως υποστηρίζεται με τον ένατο λόγο έφεσης.  Στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης αναφέρεται ότι στο έγγραφο συγκατάθεσης, που εκ των υστέρων, την 19.12.2012, καταχωρίστηκε δεν περιλαμβανόταν το αδίκημα της ψευδορκίας κατά παράβαση του  άρθρου 110 του Κεφ.154.  Δεν περιλαμβάνονταν ούτε τα αδικήματα των Κατηγοριών 4, 5 και 15.  Ο τρίτος λόγος έφεσης επικεντρώνεται στο αδίκημα της πρόκλησης ψευδορκίας και στην ίδια βάση προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, παράνομα και καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του εκδίκασε την Κατηγορία 6 και καταδίκασε τον Εφεσείοντα σε αυτή.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την Κατηγορία 11 και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, αντινομικά και χωρίς την ύπαρξη νομικά αποδεχτής μαρτυρίας καταδίκασε τον Εφεσείοντα σε αυτή.  Ο λόγος εδράζεται στην ίδια βάση και έτσι περιορίζεται.  Ότι η καταδίκη στηρίχτηκε στα ευρήματα σε σχέση με την Κατηγορία 6 και την παράνομη και καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας διαδικασία, από την οποία δεν μπορούσε να προκύψει νόμιμο αποτέλεσμα.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η «άρνηση» του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας του «που ήγειρε ενώπιον του η υπεράσπιση στις 30.8.2018» και με τον έκτο ότι εσφαλμένα συνέχισε να επιλαμβάνεται της Κατηγορίας 6 και επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή σε αυτή.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης, ο Εφεσείοντας διατείνεται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης γιατί, στην απουσία δικαιοδοσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να τον δικάσει και έτσι παραβιάστηκε το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δίκης ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου.

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, ο Εφεσείοντας δεν ζήτησε την ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ζήτημα το οποίο ναι μεν ήγειρε, στη συνέχεια όμως αρκέστηκε στο να εισηγηθεί ή έστω ζητήσει την παραπομπή συναφούς νομικού ερωτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, αίτημα που απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση ημερ.5.9.2019.  Επομένως, το παράπονο του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να αποφασίσει επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας του είναι ανεδαφικό και ο συναφής πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Το ζήτημα τίθεται επιτακτικά προς επίλυση για πρώτη φορά ενώπιον μας, με προκαταρτικό το ερώτημα κατά πόσο το ζήτημα μπορεί να εγερθεί στο στάδιο αυτό, δεδομένου ότι δεν είχε εγερθεί κατά την πρώτη εκδίκαση της υπόθεσης, στην έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης, αλλά ούτε και κατά την επανεκδίκαση.

 

Στη Mouyios and Others v. The Police (1974) 2 C.L.R. 23, στην οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, επιτράπηκε να εγερθεί στην έφεση ζήτημα κατά τόπο αρμοδιότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση που κατέληξε στην καταδίκη των εφεσείοντων, παρά το ότι τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί στην πρωτόδικη διαδικασία.  Αποφασίστηκε ότι η πρόνοια του άρθρου 69(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ότι ο κατηγορούμενος μπορεί πριν απαντήσει στο κατηγορητήριο να εγείρει ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να δικάσει τον ίδιο ή το αδίκημα με το οποίο κατηγορείται, δεν απέκλειε κατ’ ανάγκη την έγερση του ζητήματος για πρώτη φορά κατά την έφεση.  Επισημαίνοντας ότι η ποινική δικονομία στην Αγγλία είναι πολύ όμοια με τη δική μας, το Εφετείο παράπεμψε σε απόσπασμα από την απόφαση του αγγλικού εφετείου στη The King v. Dennis [1924] 1 K.B. 867, 868, όπου είχε αναφερθεί ότι: «We cannot accede to the suggestion made …, that because this is a test case we should overlook a manifest want of jurisdiction in the Court of trialIt is always the duty of this Court, even although objection is not put forward by counsel, or in the notice of appeal, to take note of a point which goes to the jurisdiction of the Court of trial».

 

Στην Ioannou and Another v. The Police, 23 C.L.R. 266, τα υπό εκδίκαση αδικήματα ήταν η κλοπή και η κατοχή κλοπιμαίας περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(α) και (β) του The Property of Her Majesty (Theft and Possession) Law, Cap.28, για τα οποία το εδάφιο (3) προνοούσε ότι ποινική δίωξη για αδίκημα δυνάμει του άρθρου 3 δεν μπορούσε να εκκινήσει παρά μόνο με τη συγκατάθεση «Αξιωματούχου του Νόμου» («Law Officer»).  Η εκδίκαση της υπόθεσης άρχισε και συνεχιζόταν χωρίς καμιά ένσταση μέχρι το στάδιο που το Δικαστήριο ετοιμαζόταν για να εκδώσει την απόφαση του, οπόταν η κατηγορούσα αρχή επιχείρησε να παρουσιάσει τη συγκατάθεση.   Το Δικαστήριο απόρριψε την ένσταση της υπεράσπισης ότι ήταν πλέον πολύ αργά και η συγκατάθεση παρουσιάστηκε.

 

Το Εφετείο κατευθυνόμενο από την αγγλική απόφαση στη Price v. Humphries (1958)2 All E.R.725 αποφάσισε ότι στην περίπτωση που η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή έχει κλείσει χωρίς να έχει υποβληθεί οιαδήποτε ένσταση αναφορικά με τη συγκατάθεση, τεκμαίρεται ότι η διαδικασία είχε εγερθεί κανονικά.  Σύμφωνα με την Price η ποινική διαδικασία εκκινεί («is instituted») με την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, όμως το ζήτημα είναι διαδικαστικό.  Επομένως, δεν εγειρόταν καν ζήτημα απόδειξης της συγκατάθεσης στο στάδιο εκείνο.  Αναφέρθηκε ότι οιαδήποτε αμφισβήτηση από την υπεράσπιση αναφορικά με το κατά πόσο είχε δοθεί η συγκατάθεση, πρέπει να εγείρεται προτού κλείσει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.  Εφόσον τέτοιο ζήτημα εγερθεί ως ανωτέρω, το βάρος μετατίθεται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία για να καταδείξει ότι η διαδικασία εξουσιοδοτήθηκε δεόντως.

 

Σημειώνεται στην Price ότι, εκεί όπου η συγκατάθεση οιουδήποτε απαιτείται για την έγερση της διαδικασίας, είναι καθήκον των προσώπων που έχουν την ευθύνη για την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και την έκδοση του κλητηρίου εντάλματος, να διαπιστώνουν ότι η συγκατάθεση δόθηκε, διαφορετικά το κλητήριο ένταλμα δεν θα είναι καλό. 

Σε αυτή τη βάση κρίθηκε και η Κακαράντζα, Ποιν. Αίτ. Αρ.12/2018, ημερ.19.10.2018, στην οποία μας παρέπεμψε ο Εφεσείων, όπου κρίθηκε ως ορθή η απόφαση Επαρχιακού Δικαστή να μην επιτρέψει την καταχώριση κατηγορητηρίου που περιλάμβανε κατηγορίες για αδικήματα που τιμωρούνταν με φυλάκιση που υπερέβαινε τα πέντε χρόνια, στην απουσία συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα. Το κατηγορητήριο είχε παρουσιαστεί από ιδιώτη κατήγορο.  Επισημαίνεται από το δικηγόρο του Εφεσείοντα ότι το κατηγορητήριο περιλάμβανε και κατηγορίες για αδικήματα που θα μπορούσαν να εκδικαστούν συνοπτικά και εντούτοις, το Κατηγορητήριο δεν επιτράπηκε να καταχωριστεί στην ολότητα του.

 

Τόσο στην Ioannou όσο και στην Price, το ζήτημα αφορούσε στην έναρξη της διαδικασίας (institution of the proceedings).  Στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα αφορά στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει συγκεκριμένη κατηγορία, όπως αυτή καθορίζεται στο Νόμο που αφορά στην εγκαθίδρυση και δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστηρίων[5] και δεν νομίζουμε ότι αυτή μπορεί να τεκμαίρεται, επειδή το ζήτημα δεν είχε εγερθεί παρά μόνο μετά την καταδικαστική απόφαση κατά την επανεκδίκαση της υπόθεσης.  Δεν παραβλέπουμε αναφορές στη νομολογία ότι το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει υπόθεση που δεν έχει νομότυπα καταχωριστεί, όμως εδώ το ζήτημα έχει άλλη διάσταση. 

 

Επομένως, το ζήτημα κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την Κατηγορία 6 ή όλη την υπόθεση, όπως το θέτει ο Εφεσείων, θα πρέπει να αποφασιστεί στη βάση των πραγματικών γεγονότων.  Άλλωστε γι’ αυτό και επιτράπηκε η προσκόμιση σχετικής μαρτυρίας κατ’ έφεση (ΧΧΧ Κονναρής ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.184/2019, ημερ.16.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B248). 

 

Στην KGWEFANE v. The State, 2007 (2) BLR 681 (CA) του Εφετείου της Lobatse της Μποτσουάνας, ο εφεσείοντας είχε καταδικαστεί για αδίκημα για το οποίο δεν μπορούσε να εκκινήσει ποινική διαδικασία εκτός με τη γραπτή συγκατάθεση του Εισαγγελέα Δημοσίων Διώξεων («Director of Public Prosecutions»).  Αποφασίστηκε ότι όταν η προηγούμενη συγκατάθεση του Εισαγγελέα Δημοσίων Διώξεων απαιτείται, η αποτυχία εξασφάλισης τέτοιας συγκατάθεσης έχει ως αποτέλεσμα ότι το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση και η ποινική δίωξη είναι άκυρη.  Στην περίπτωση εκείνη η συγκατάθεση είχε υπογραφτεί πριν την έναρξη της δίκης, αλλά είχε παραδοθεί στο δικαστήριο κατά την διάρκεια της δίκης.  Κρίθηκε ότι, εφόσον το σχετικό άρθρο δεν προνοούσε ότι η συγκατάθεση έπρεπε να παραδοθεί στο δικαστήριο πριν την έναρξη της δίκης, παρά μόνο ότι η γραπτή συγκατάθεση έπρεπε να εξασφαλιστεί πριν την έναρξη της διαδικασίας, η σχετική πρόνοια είχε ικανοποιηθεί.

 

Το άρθρο 24(2) των περί Δικαστηρίων Νόμων αναφέρεται σε συγκατάθεση.  Πρέπει συνεπώς να υπάρχει συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα.  Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.  Ο Νόμος δεν απαιτεί η συγκατάθεση να είναι γραπτή, ούτε να καταχωρείται στο δικαστήριο μαζί με την υπόθεση που αφορά, αν και η καταχώριση γραπτής συγκατάθεσης διευκολύνει τις διεργασίες, αφού έτσι επιμαρτυρείται το ουσιώδες γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει συγκατατεθεί στη συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Αναμφίβολα η ορθή πρακτική είναι, πριν την έναρξη της εκδίκασης συνοπτικά αδικήματος για το οποίο απαιτείται η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, ο Δικαστής να βεβαιώνεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας την έχει δώσει.  Εάν δεν ελεγχθεί εκ προοιμίου, τότε οποτεδήποτε εγερθεί ερώτημα ή αμφιβολία ως προς το κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δώσει τη συγκατάθεση του, το ζήτημα μπορεί να επιμαρτυρηθεί για να διαπιστωθεί η πραγματικότητα.

 

Προς διαπίστωση της πραγματικότητας έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Εφετείου απόσπασμα του σχετικού με την υπόθεση Ημερολογίου Ενεργείας της Αστυνομίας, όπου στην ημερομηνία 25.1.2012 υπάρχει χειρόγραφη σημείωση, που υπογράφεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, όπου αναφέρεται ότι: «Δίδεται συγκατάθεση για συνοπτική δίκη του 1ου κατ/νου για τα αδικήματα κατά παράβαση των άρθρων 116, 339 και 371 του Κεφ. 154.  Επιπρόσθετα ο 1ος κατ/νος να διωχθεί ποινικά και για τα αδικήματα κατά παράβαση των άρθρων 110(2), 121, 122 και 372 του Κεφ. 154.  Αναφορικά με τους κατ/νους 2 και 3 δίδονται οδηγίες για μη ποινική δίωξη τους και ταξινόμηση της υπόθεσης ως “Άλλως Διατεθείσα” μέχρις ότου εντοπιστούν».  Ο αναφερόμενος ως κατηγορούμενος 1 ήταν ο Εφεσείων, όπως προκύπτει από τη σημείωση ημερ.18.1.2012 εκ μέρους του Αρχηγού της Αστυνομίας που προηγείται στο ημερολόγιο και με την οποία ζητείτο η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Καταλήγουμε ότι από 25.1.2012 είχε δοθεί η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για την συνοπτική εκδίκαση κατηγοριών για αδικήματα κατά παράβαση του άρθρου 110(2) (Κατηγορία 6), του άρθρου 372 (Κατηγορίες 4 και 5) και του άρθρου 116 του Κεφ.154 (Κατηγορία 15) εναντίον του Εφεσείοντα.  Επομένως, κατά την καταχώρηση της υπόθεσης 27214/2012 εναντίον του Εφεσείοντα την 30.10.2012 και φυσικά και κατά την εκδίκαση της υπήρχε η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική εκδίκαση όλων των αδικημάτων που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο.

 

Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1-4, 6, 7 και 9 κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

Παραμένει ο όγδοος λόγος έφεσης που αφορά στην ουσία της κατηγορίας της πρόκλησης σε ψευδορκία.

 

Με την Κατηγορία 6 καταλογιζόταν στον Εφεσείοντα ότι «σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ των ημερομηνιών 9.3.09 και 3.7.09» προκάλεσε τον G.V. από τη Σερβία να διαπράξει ψευδορκία, την οποία πράγματι διέπραξε κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης.  Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην Κατηγορία, ότι προκάλεσε τον G.V. να καταθέσει ψευδώς κατά την ακροαματική διαδικασία της ποινικής υπόθεσης 10140/2008 αναφορικά με ουσιώδη ζητήματα που εκκρεμούσαν στην εν λόγω ακροαματική διαδικασία.

 

Η υπόθεση 10140/2008 αφορούσε θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα με κατηγορούμενη νεαρή κοπέλα, για την υπεράσπιση της οποίας δικηγόρος ήταν ο Εφεσείων.

 

Η 3.7.2009 ήταν η ημερομηνία κατά την οποία ο G.V. μαρτύρησε στην υπόθεση του θανατηφόρου δυστυχήματος και η καταδίκη του Εφεσείοντα στην παρούσα θεμελιώθηκε στη βάση των ερωτήσεων που αυτός, υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρου υπεράσπισης, υπέβαλε στον G.V. κατά την εξέταση του ως μάρτυρα στο Δικαστήριο.  Κρίθηκε ότι με τις ερωτήσεις του προκάλεσε τον G.V. να μαρτυρήσει ψευδώς.  Σημειώνουμε ότι η αναφορά στις Λεπτομέρειες Αδικήματος της Κατηγορίας «σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ των ημερομηνιών 9.3.09 και 3.7.09» μάλλον παρέπεμπε σε ενέργειες που είχαν προηγηθεί της μαρτυρίας του G.V. στο Δικαστήριο.

 

Από τα γεγονότα που αφορούν την εκδίκαση της υπόθεσης του θανατηφόρου δυστυχήματος μπορούμε να απομονώσουμε τα απολύτως απαραίτητα που αφορούν την παρούσα υπόθεση.  Ήταν σημαντικό στην υπόθεση εκείνη κατά πόσο το σύστημα καταγραφής του χρόνου προσέλευσης και αναχώρησης των υπαλλήλων συγκεκριμένου ξενοδοχείου επιδεχόταν παρεμβάσεις.  Η μαρτυρία από τον αρμόδιο υπάλληλο του ξενοδοχείου ήταν ότι επιδεχόταν.  Για λόγους που δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε, η μαρτυρία αυτή δεν ήταν ευνοϊκή για την υπεράσπιση.  Έτσι ο αρμόδιος υπάλληλος, παρά το ότι είχε κλητευθεί από την υπεράσπιση, δεν χρησιμοποιήθηκε.  Η υπεράσπιση κάλεσε ως μάρτυρα τον G.V. που, χωρίς να έχει την όποια σχέση, ψευδώς μαρτύρησε ότι ήταν ο υπεύθυνος της εγκατάστασης του συστήματος στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο και ότι αυτό δεν επιδεχόταν παρεμβάσεις, θέση που ευνοούσε την υπεράσπιση.

 

Αναφέρεται στον έκτο λόγο έφεσης ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα ήταν εσφαλμένη και αυθαίρετη γιατί δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου νομικά αποδεχτή μαρτυρία που να δικαιολογεί εύρημα ενοχής.  Κατά την εισήγηση του, η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους σχέσης και ταύτισης της πρόκλησης για ψευδορκία και της ψευδορκίας αυτής καθ΄ εαυτής.  Δηλαδή, ότι ο G.V. έδωσε ψευδή μαρτυρία ως αποτέλεσμα της πρόκλησης από τον Εφεσείοντα.  Ο G.V. δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας στην δίκη του Εφεσείοντα και επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του τη μαρτυρία του, ώστε να κρίνει κατά πόσο αυτός προκλήθηκε και με ποιο τρόπο από τον Εφεσείοντα για να καταθέσει ψευδώς.  Επικαλέστηκε ο Εφεσείων την Λοΐζου ν. της Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, 365-6, και τη μνημειώδη αναφορά ότι:  «Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή.  Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι’ αν είναι.  Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.»

 

Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε αριθμό επιμέρους σχετικών με την Κατηγορία ευρημάτων που δεν προσβάλλονται με την έφεση, όπως η έκταση του όγδοου λόγου έφεσης διέρχεται και διαπιστώνεται μέσα από την αιτιολόγηση του.  (Τύμβιος & Άλλοι ν. Λιβέρα (1991) 1 Α.Α.Δ. 615, 617, «Αλήθεια» ν. Κύρρη (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 130, 133-4, M/Yaucht XXX v. Μπίλλι (1994) 1 Α.Α.Δ. 162, 165-6 και Κρομμύδα ν. Γιάγκου (1994) 1 Α.Α.Δ. 665, 667-8).

 

 

Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του G.V. στην δίκη για το θανατηφόρο ήταν ψευδής και ουσιώδης στην υπόθεση δεν προσβάλλεται.  Ούτε η κατάληξη του ότι ο Εφεσείων γνώριζε από προηγουμένως ότι η μαρτυρία που θα έδιδε ο G.V. ήταν ψευδής.  Αυτό προέκυπτε, όπως είχε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, από το γεγονός ότι, ενώ ο Εφεσείων είχε κλητεύσει ως μάρτυρα τον αρμόδιο υπάλληλο του ξενοδοχείου, μετά που είχε τηλεφωνική συνομιλία μαζί του, με τον τελευταίο να του αναφέρει ευθέως ότι το σύστημα επιδεχόταν παρεμβάσεις, του είπε να μην παρουσιαστεί στο Δικαστήριο εκτός αν ο ίδιος τον ενημέρωνε περί του αντιθέτου, προσθέτοντας ότι προτίθετο να καλέσει «πιο ειδικούς».  Ο Εφεσείων απέστειλε επιστολή προς τον Γενικό Εισαγγελέα καταγγέλλοντας, ψευδώς όπως επίσης διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσπάθεια επηρεασμού μάρτυρα υπεράσπισης σε σχέση με τον πιο πάνω αρμόδιο υπάλληλο του ξενοδοχείου.

 

Αποδέχθηκε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων είχε συνάντηση στο γραφείο του με τον G.V. τον οποίο συνόδευε ο πατέρας της κατηγορούμενης. Όταν ο Εφεσείων ανακρίθηκε από την Αστυνομία αρνήθηκε ότι είχε τέτοια συνάντηση, υποστηρίζοντας ότι τον G.V. είδε για πρώτη φορά στο χώρο του Δικαστηρίου λίγο πριν ο τελευταίος καταθέσει ως μάρτυρας.  Στο αδιαμφισβήτητο ψεύδος του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε κίνητρο την αποποίηση «των δικών του ευθυνών για την ψευδομαρτυρία του G.V.».  Ούτε αυτό το επιμέρους εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με την έφεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι για να τεκμηριωνόταν  το αδίκημα, η ψευδορκία του G.V. έπρεπε «να είναι το αποτέλεσμα της πρόκλησης» από τον Εφεσείοντα.  Θα ήταν χρήσιμο να αναλυθεί περαιτέρω ποιο ήταν το νόημα της διατύπωσης: «να είναι το αποτέλεσμα της πρόκλησης».  Στο πλαίσια του αδικήματος του άρθρου 110(2) του Κεφ.154, δεν σημαίνει απλά κατ’ ακολουθία.  Αν ήταν έτσι, η κάθε απάντηση θα ήταν το αποτέλεσμα της ερώτησης που προηγήθηκε.  Η έννοια της φράσης «κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης» στο άρθρο 110(2) του Κεφ.154 είναι ότι το ψεύδος υποκινήθηκε από την πράξη που συνιστά τη βάση της καταδίκης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του το πιο κάτω απόσπασμα από την Attorney-General’s Reference  (No. 1 of 1975) ημερ. 25.4.1975, από το οποίο έλαβε καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία της πρόκλησης:

 

«To procure means to produce by endeavor.  You procure a thing by setting out to see that it happens and taking the appropriate steps to produce that happening.  We think that there are plenty of instances in which a person may be said to procure the commission of a crime by another even though there is no sort of conspiracy between the two, even though there is no attempt at agreement or discussion as to the form which the offence should take.  In our judgment the offence described in this reference is such a case».

 

Ενδεχομένως να έχει παρερμηνεύσει την αυθεντία. Ασφαλώς δεν είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο κάποιας μορφής συνωμοσία ή  συμφωνία και συνεννόηση με το πρόσωπο που θα ψευδομαρτυρήσει.  Πρέπει όμως οι ενέργειες του κατηγορούμενου να έχουν επιδράσει στο μυαλό του μάρτυρα έτσι ώστε να αποφασίσει συνεπεία αυτών να μαρτυρήσει ψευδώς.

 

Με δεδομένη τη καταδίκη του Εφεσείοντα στη βάση των ερωτήσεων που έθεσε στον G.V. κατά την εξέταση του ως μάρτυρα στη δίκη, η πρόκληση ήταν οι ερωτήσεις που τέθηκαν και έπρεπε να αποδειχτεί ότι ο G.V. μαρτύρησε ψευδώς, γιατί υποβλήθηκαν οι σχετικές ερωτήσεις.  Όμως, είναι πρόδηλο ότι κάτι άλλο ήταν στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αναφερόμενο στην συνάντηση του Εφεσείοντα με τον G.V. στο γραφείο του, που ακολούθησε την συνάντηση που ο Εφεσείων είχε με άλλο πρόσωπο που τελικά μαρτύρησε ως Μ.Κ.6 αναφέρει: «Το γεγονός ότι ο [Εφεσείων] κατά τη συνάντηση του με τον ΜΚ.6 περιορίστηκε σε όσα ο μάρτυρας ανέφερε, δηλαδή να του εξηγήσει τη διαδικασία χωρίς να του επιβάλει τι να πει, δεν σημαίνει ότι και η συνάντηση του [Εφεσείοντα] με τον [G.V.] κινήθηκε γύρω από τα ίδια πλαίσια.  Τούτο γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά για σκοπούς υπεράσπισης της αξίας, σημασίας και κρισιμότητας της μαρτυρίας του [G.V.] σε σχέση με τη μαρτυρία του ΜΚ.6 η οποία αφορούσε μόνο την κατάθεση πλάνων από το δυστύχημα».  Όπως όμως προκύπτει από την κατάληξη του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εντοπίσει μαρτυρία που θα το οδηγούσε σε ασφαλές εύρημα ότι στη συνάντηση εκείνη ο Εφεσείων προκάλεσε τον G.V. να ψευδορκήσει.  Δεν υπήρχε μαρτυρία για το τί ειπώθηκε κατά τη συνεύρεση.

 

Στην κατάθεση του στην Αστυνομία, ο Εφεσείων είχε αναφέρει ότι για τον G.V. είχε ειδοποιηθεί από τους γονείς της κατηγορούμενης ότι υπήρχε κάποιος Γιουγκοσλάβος που εργαζόταν σε εταιρεία που έκανε την εγκατάσταση του συγκεκριμένου συστήματος στο υπόψη ξενοδοχείο και γνώριζε πολύ καλά το σύστημα και μπορούσε να μαρτυρήσει.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε εύρημα για το ποιος βρήκε τον G.V., αφού δεν είχε προς τούτο αξιόπιστη μαρτυρία. 

 

Στην κατάληξη και επί του ουσιώδους σημείου του όγδοου λόγου έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε εύρημα.  Προσέγγισε το ζήτημα από την πλευρά του Εφεσείοντα.  Η περιστατική μαρτυρία, που περιλαμβάνει και τα ψεύδη του Εφεσείοντα, καταδείκνυε την ένοχη του σκέψη σε σχέση με τη ψευδορκία, ίσως κάποια άλλη εμπλοκή του και όχι την διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 110(2) του Κεφ.154.  Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε κατά πόσο ο G.V. μαρτύρησε ψευδώς γιατί ο Εφεσείων του υπόβαλε τις ερωτήσεις που φαίνονται στα πρακτικά της δίκης ή γιατί κατά την συνάντηση στο γραφείο του Εφεσείοντα του υποβλήθηκε τι να μαρτυρήσει ή γιατί από πιο πριν ο πατέρας της κατηγορούμενης είχε συνεννοηθεί μαζί του για να μαρτυρήσει ψέματα.  Εντούτοις, καταδίκασε τον Εφεσείοντα ότι με τις ερωτήσεις του κατά τη δίκη προκάλεσε τη ψευδορκία του G.V.

 

Όταν ο πελάτης έχει πείσει ένα πρόσωπο να παρουσιαστεί στη δίκη του και ψευδώς να μαρτυρήσει υπέρ του, ο δικηγόρος, που γνωρίζοντας ότι το πρόσωπο θα μαρτυρήσει ψευδώς, τον καλεί ως μάρτυρα και του υποβάλλει τις σχετικές ερωτήσεις δεν διαπράττει, χωρίς άλλο, το αδίκημα της πρόκλησης ψευδορκίας, αλλά ίσως κάποιο άλλο αδίκημα ή άλλα αδικήματα.

 

Ο όγδοος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η καταδίκη του Εφεσείοντα στην Κατηγορία 6 ακυρώνεται.  Παραμένει η καταδίκη του στη Κατηγορία 11 και η ποινή που εκεί επιβλήθηκε.

 

 

 

                                                          Π. Παναγή, Π.

 

                                                          Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] 110 (2).  Όποιος προκαλεί άλλο να διαπράξει ψευδορκία, την οποία αυτός που έχει προκληθεί πράγματι τη διαπράττει, κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται πρόκληση σε ψευδορκία.

 

[2] 111.  Όποιος διαπράττει το ποινικό αδίκημα της ψευδορκίας ή της πρόκλησης σε ψευδορκία, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα επτά χρόνια.

[3] 122.  Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη … (β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.

[4] 24(1).  Έκαστoς Πρόεδρoς Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, έκαστoς Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής και έκαστoς Επαρχιακός Δικαστής θα έχωσιv αρμoδιότητα vα εκδικάζωσι συvoπτικώς πάvτα τα αδικήματα τα τιμωρoύμεvα με φυλάκισιv διά περίoδov μη υπερβαίvoυσαv τα πέντε έτη ή με πρόστιμov μη υπερβαίvov τας πεvήvτα χιλιάδες λίρες ή με αμφoτέρας τας πoιvάς και δύvαvται επιπρoσθέτως ή εv υπoκαταστάσει oιασδήπoτε τoιαύτης τιμωρίας, vα διατάξωσιv oιovδήπoτε πρόσωπov καταδικασθέv υπ' αυτώv όπως πληρώση πρoς oιovδήπoτε πρόσωπov βλαβέv υπό τoυ αδικήματoς αυτoύ, απoζημίωσιv μη υπερβαίvoυσαv τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000,00).

(2).  Παρά πάσαv διάταξιv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, Πρόεδρoς Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής, τη συγκαταθέσει τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέως της Δημoκρατίας, θα έχη αρμoδιότητα vα εκδικάζη συvoπτικώς oιovδήπoτε αδίκημα, εάv είvαι ικαvoπoιημέvoς ότι τo τoιoύτov είvαι σκόπιμov, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv όλωv τωv περιστατικώv της υπoθέσεως περιλαμβαvoμέvης και της επαρκείας της τιμωρίας ή της απoζημιώσεως τηv oπoίαv o Πρόεδρoς τoυ Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ, Αvώτερoς Επαρχιακός Δικαστής ή o Επαρχιακός Δικαστής έχει εξoυσίαv δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ vα επιβάλη ή επιδικάση:

Νoείται ότι oιαδήπoτε επιβληθείσα τιμωρία ή oιαδήπoτε επιδικασθείσα απoζημίωσις δεv θα υπερβαίvη τηv τιμωρίαv ή τηv απoζημίωσιv τηv oπoίαv Πρόεδρoς Επαρχιακoύ Δικαστηρίoυ,  Αvώτερoς Επαρχιακός  Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής, ως είvαι η περίπτωσις, έχει εξoυσίαv vα επιβάλη ή επιδικάση δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1).

[5] Οι περί Δικαστηρίων Νόμοι, άρθρο 3(1). Καθιδρύovται δυvάμει τoυ παρόvτoς vόμoυ τα ακόλoυθα δικαστήρια, ίvα ασκώσι τoιαύτηv δικαιoδoσίαv και εξoυσίας, oίαι αvατίθεvται εις αυτά υπό τoυ  παρόvτoς vόμoυ ή oιoυδήπoτε άλλoυ εκάστoτε εv ισχύϊ vόμoυ-(α) επαρχιακά Δικαστήρια (β) κακουργιοδικεία:       

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο