ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 138/2020, 27/4/2021

ECLI:CY:AD:2021:B176

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 138/2020)

 

27 Απριλίου 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΧΧΧ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

 

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης

---------------

 

Α. Χρίστου με Δ. Τσολακίδη, για τον Εφεσείοντα.

Π. Βαρνάβα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

--------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων παραδέχτηκε πέντε κατηγορίες για αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977) όπως έχει τροποποιηθεί.  Σοβαρότερο ήταν το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, δηλαδή 53 γρ. κοκαΐνης, με σκοπό την προμήθεια (Κατηγορία 3), για το οποίο του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων.  Δεν του επιβλήθηκε ποινή για την κατοχή της κοκαΐνης (Κατηγορία 2), ούτε για την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’, δηλαδή 100 γρ. κάνναβης (Κατηγορία 4), αφού του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων για την κατοχή της με σκοπό την προμήθεια (Κατηγορία 5).  Τέλος, ποινή φυλάκισης ενός μηνός του επιβλήθηκε για την κατοχή άλλων 3 γρ. κάνναβης (Κατηγορία 6). 

 

Όλες οι ποινές διατάχτηκε να συντρέχουν, με αποτέλεσμα η έφεση να εστιάζεται στην ποινή φυλάκισης για τέσσερα χρόνια που επιβλήθηκε στη Κατηγορία 3.  Αυτή, ουσιαστικά, προσβάλλει με το λόγο έφεσης 1 ως έκδηλα υπερβολική, με την αιτιολογία ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης, οι προσωπικές του περιστάσεις και οι μετριαστικοί παράγοντες που υφίσταντο δεν δικαιολογούσαν την έκταση της ποινής.

 

Σημασία αποκτά και η μεταχείριση του πρώην συγκατηγορούμενου του, που είχε παραδεχτεί τις ίδιες με τον Εφεσείοντα κατηγορίες, αφού, με το λόγο έφεσης 2, ο Εφεσείων προβάλλει ότι η διαφοροποίηση στην ποινή που επιβλήθηκε στον ίδιο οδηγεί σε αδικαιολόγητη ανισότητα σε βάρος του.  Στον πρώην συγκατηγορούμενο του επιβλήθηκε στη Κατηγορία 3 ποινή φυλάκισης τριών χρόνων και στη Κατηγορία 5 ποινή φυλάκισης 18 μηνών.

 

Τα αδικήματα διαπιστώθηκαν όταν κατόπιν πληροφορίας, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας, η Αστυνομία ερεύνησε την 11.10.2019 διαμέρισμα το οποίο χρησιμοποιούσαν ο Εφεσείων και ο πρώην συγκατηγορούμενος του, όπου και ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά που αναφέρονται στις κατηγορίες, χωρισμένα σε διάφορες συσκευασίες.  Εντοπίστηκε και μια ζυγαριά ακριβείας, όπως και ίχνη ναρκωτικών ουσιών σε διάφορα σκεύη.  Ο Εφεσείων και ο πρώην συγκατηγορούμενος του ήταν παρόντες κατά την έρευνα. Η συμπεριφορά τους ήταν η ίδια.  Δεν έδιναν καμιά απάντηση όταν γινόταν επίστηση της προσοχή τους στο νόμο και ανακρινόμενοι στη συνέχεια ανάφεραν πως ό,τι είχαν να πουν, θα το έλεγαν στο Δικαστήριο.  Προβάλλοντας στη συνέχεια ότι διέπραξαν τα αδικήματα των κατηγοριών προσπαθώντας ως χρήστες να εξασφαλίσουν τη δόση τους, θέσεις που έγιναν αποδεχτές από το Κακουργιοδικείο ώστε να θεωρηθούν διακινητές και όχι ιδιοκτήτες των ναρκωτικών, αμφότεροι επικαλέστηκαν φόβο και αρνήθηκαν να κατονομάσουν τον προμηθευτή τους.  Και οι δύο παραδέχτηκαν τις εναντίον τους κατηγορίες στον ίδιο χρόνο, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, γεγονός που λογίστηκε από το Κακουργιοδικείο ως άμεση παραδοχή και προσμέτρησε για μετριασμό της ποινής τους.

 

Τόσο ο Εφεσείων, όσο και ο πρώην συγκατηγορούμενος του ακολούθησαν, εκκρεμούσας της δίωξης τους, προσπάθεια απεξάρτησης και έχουν ενταχτεί στο σχετικό πρόγραμμα των φυλακών «Δανάη», γεγονός που, όπως αναφέρθηκε, επίσης προσμέτρησε προς όφελος αμφοτέρων (Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148, 152-3).

 

Κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε που να διαφοροποιεί την εμπλοκή του ενός έναντι του άλλου στη διάπραξη των αδικημάτων, με το Κακουργιοδικείο να σημειώνει ότι ο ρόλος του πρώην συγκατηγορούμενου «ταυτίζεται επακριβώς» με αυτόν του Εφεσείοντα.  Ταυτόσημη, όπως διαπιστώσαμε πιο πάνω, ήταν και η συμπεριφορά τους στα πλαίσια της διερεύνησης της υπόθεσης.

Ο Εφεσείων είχε μια προηγούμενη καταδίκη.  Την 7.8.2015 του είχαν επιβληθεί συντρέχουσες ποινές φυλάκισης για κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α’ και Β’, με μεγαλύτερη αυτή των 18 μηνών, που αποκαθίστατο την επομένη της επιβολής της ποινής στην παρούσα.[1]  Οι συνέπειες της αποκατάστασης είναι να θεωρείται ότι ο αποκατασταθείς ουδέποτε διέπραξε ή καταδικάστηκε για τα ποινικά αδικήματα αντικείμενο της καταδίκης του.[2]

 

Προηγούμενη καταδίκη είχε και ο πρώην συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα.  Καταδικάστηκε την 26.7.2019 σε ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών για αδικήματα που περιλάμβαναν και την απλή κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ και Β’ και είχε αποφυλακιστεί περί τον ένα μήνα πριν την διάπραξη των αδικημάτων στη παρούσα υπόθεση.

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής ο Εφεσείων ζήτησε και λήφθηκαν υπόψη τρείς άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του.  Οι δύο αφορούσαν αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά. Η πρώτη προέκυψε μετά από έρευνα της Αστυνομίας στην κατοικία του την 29.7.2018.  Ανευρέθηκε μικρή ποσότητα κοκαΐνης και μια ζυγαριά ακριβείας.  Είχε ήδη καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον του για χρήση κοκαΐνης.  Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε στη κατοχή 14,01 γρ. κάνναβης που ανευρέθηκαν και πάλι κατόπιν έρευνας της Αστυνομίας στην κατοικία του την 9.2.2019.  Γι’ αυτή την περίπτωση δεν είχε ακόμα καταχωριστεί εναντίον του ποινική υπόθεση.

 

Ορθή καθοδήγηση για τον τρόπο αντιμετώπισης του Εφεσείοντα και του συγκατηγορούμενου του έλαβε το Κακουργιοδικείο από την ΧΧΧ Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ.13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, μνημονεύοντας το απόσπασμα που ακολουθεί:

 

 

«Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κατοχής τέτοιων ουσιών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα, τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών.

 

Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια  εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κ.ά, ημερ.5.10.2016).»

 

 

 

Αναφέρθηκε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο σε αριθμό εφέσεων που αφορούσαν στην επιβολή ποινής για αδικήματα σε σχέση με τα ναρκωτικά, διευκρινίζοντας ότι αυτές ήταν ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς να αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού ποινής, αναγνωρίζοντας ότι η κάθε περίπτωση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη.  Παρέπεμψε προς τούτο στις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, 6, Σαμπή ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100, 109 και Μαυρολούκα ν. της Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 212/2013, ημερ. 5.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:B73

 

Επομένως, το επιμέρους παράπονο του Εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο «χρησιμοποίησε» υποθέσεις με τελείως διαφορετικά γεγονότα και όπου δεν είχε γίνει παραδοχή, είναι ατελέσφορο.  Οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο περιλάμβαναν και υποθέσεις με σοβαρότερες περιστάσεις, αλλά και λιγότερο σοβαρές όπου επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και με την ορθή νομική προσέγγιση στο ζήτημα της ποινής σε τέτοιου είδους αδικήματα, το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Εφεσείοντα.  Μέσα από την έκθεση κοινωνικής έρευνας που είχε ετοιμαστεί για τον  Εφεσείοντα και την αγόρευση του δικηγόρου του για μετριασμό της ποινής, φαίνεται να άντλησε όλες τις σχετικές με το πρόσωπο του και τις οικογενειακές του περιστάσεις πληροφορίες, που μπορούσαν να έχουν σημασία για την επιμέτρηση της ποινής του.  Τις κατέγραψε με λεπτομέρεια και κατευθύνθηκε ορθά από τη νομολογία σε σχέση με το βαθμό που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τέτοια αδικήματα.  Σημείωσε με αναφορά στην Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211, 223 και Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221, 261-2, ότι το στοιχείο της εξατομίκευσης προσλαμβάνει δευτερεύοντα ρόλο, χωρίς ωστόσο να χάνει εντελώς τη σημασία του.  Είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του 45χρονου Εφεσείοντα, περιλαμβανομένων και των επιπτώσεων που θα είχε η φυλάκιση του στην οικογένεια και εξαρτώμενους του, στη βάση ότι ήταν νυμφευμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών, δύο από τα οποία δεν είχαν ακόμη ενηλικιωθεί. 

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι παρά τη λεκτική αναφορά ότι λαμβάνονταν υπόψη, το Κακουργιοδικείο δεν τους προσέδωσε καμιά ή ιδιαίτερη σημασία, θέση που θα μπορούσε να τεκμηριωθεί μόνο εφόσον διαφαινόταν ότι η ποινή που του επιβλήθηκε δεν ήταν η αρμόζουσα και κατέληξε υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

Είναι η κρίση μας ότι η ποινή της φυλάκισης για τέσσερα χρόνια για το αδίκημα της κατοχής της συγκεκριμένης ποσότητας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ με σκοπό την προμήθεια, δεν μπορεί, κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική, ούτε καν αυστηρή.  Βρισκόταν εντός του μέτρου και στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία.  Ιδιαίτερα, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Εφεσείων βαρύνετο με προηγούμενη καταδίκη για αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά, παρά το ότι αυτή θα παραγραφόταν την επομένη και ότι άλλες τρείς υποθέσεις, δύο παρόμοιας φύσης, είχαν ληφθεί υπόψη.  Είναι δε βέβαιο ότι για να καταλήξει σε αυτή την ποινή, για αδίκημα για το οποίο προβλέπεται η δια βίου φυλάκιση,[3] το Κακουργιοδικείο έλαβε κατά τρόπο ουσιαστικό υπόψη όλους του μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν.  Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η αδικαιολόγητη διαφοροποίηση της ποινής, που ο Εφεσείων επικαλείται με το δεύτερο λόγο έφεσης, είναι νομολογιακά αναγνωρισμένος ως ξεχωριστός λόγος για τη μείωση της ποινής (Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120 ,122-3 και Azinas and Others v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9, 140-1).  Ανεξάρτητα δηλαδή ότι η ποινή, από μόνη της κρινόμενη, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική.  Πρέπει, ωστόσο, η ανισότητα μεταχείρισης να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι είναι υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου (Βασιλείου κ.ά. ν. της Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, 593 και Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ.273, 280).

 

Στη Σιδερένου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 190, 197-8, αναφέρθηκε ότι:

 

«Σε ό,τι αφορά την επιβολή ποινής, η υποχρέωση του δικαστηρίου συνίσταται στην υποχρέωση να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251). Η σημασία της ανισότητας στη μεταχείριση παραβατών που είναι στην ίδια θέση, έγκειται στο ότι δημιουργεί αίσθημα αδικίας και τείνει να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στον ίδιο το θεσμό της δικαιοσύνης.  Ωστόσο ο όρος «ίσοι ενώπιον του νόμου .. και της δικαιοσύνης» στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν σημαίνει και την ακριβή αριθμητική εξίσωση της ποινής δύο παραβατών, αλλά διασφαλίζει μόνο την ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων και καθόλου δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις (βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593, Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125 και Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546).

Πότε όμως μια ποινή μπορεί να θεωρηθεί άνιση κατ' έφεση;  Όπως αναφέρθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην Koukos v. Police  C.L.R. 1 «για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική» και τέτοια που να προκαλεί λόγω της μεγάλης ομοιότητας της θέσης των κατηγορουμένων, αισθήματα αδικίας και να δίδει την αίσθηση ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη. Στην Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, αναφέρθηκε πως η ανισότητα μεταχείρισης του λόγου έφεσης σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα. Τόσο στην πιο πάνω υπόθεση όσο και στην Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, υιοθετήθηκε το απόσπασμα από το σύγγραμμα Principles of Sentencing του D.A. Thomas, 2η Έκδοση, σελ. 71, όπου αναφέρεται σε ελεύθερη μετάφραση ότι:-

«Η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης.»

Όπως τονίζεται σε άλλο σημείο του ίδιου συγγράμματος, στη σελ. 45, δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών και στην ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων που συνηγορούν υπέρ της διαφοροποίησης

 

Το Κακουργιοδικείο διέκρινε και κατέγραψε δύο παράγοντες που έκρινε ότι επέβαλλαν διαφοροποίηση της ποινής στην οποία θα καταδίκαζε στον Εφεσείοντα σε σχέση με τον πρώην συγκατηγορούμενο του.  Εναντίον του Εφεσείοντα λαμβάνονταν υπόψη άλλες τρεις υποθέσεις, με τις δύο να αφορούν παρόμοια αδικήματα.  Περαιτέρω, ο πρώην συγκατηγορούμενος ήταν 23 χρόνων, ενώ ο Εφεσείων ήταν ώριμος άντρας 45 χρόνων.

 

Ήταν η εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντα ότι οι υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη δεν ήταν της βαρύτητας εκείνης που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην επιβολή αυστηρότερης ποινής σε αυτόν.  Εάν εκδικάζονταν μόνες τους, ανάφερε, ίσως να μην επιβαλλόταν στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης.

 

Είναι αναγνωρισμένο ότι όταν άλλα αδικήματα λαμβάνονται υπόψη η επιβληθείσα ποινή δεν πρέπει να διαφοροποιείται δραματικά.  Ωστόσο, δικαιολογημένα σε τέτοιες περιπτώσεις ο καταδικασθέντας αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη αυστηρότητα, γιατί έστω και αν η ποινή δεν επιβάλλεται για το αδίκημα ή τα αδικήματα που λαμβάνονται υπόψη, η γενικότερη συμπεριφορά του είναι ενδεικτική της αντιμετώπισης του προς το νόμο και οι υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη διαφοροποιούν την εικόνα του προσώπου που το Δικαστήριο έχει μπροστά του για να του επιβάλει ποινή.  Η αγγλική πρακτική[4] υποστηρίζει πως όταν άλλα αδικήματα λαμβάνονται υπόψη, αυτό θεωρείται ως επιβαρυντικός παράγοντας (aggravating factor) με αποτέλεσμα συνήθως την αύξηση της ποινής που το δικαστήριο είχε αρχικά υπόψη του να επιβάλει.  Η  πρακτική αυτή ακολουθείται και στην Κύπρο.

 

Περαιτέρω, το νεαρό της ηλικίας καταδικασθέντα, εφόσον αναγνωρίζεται ως ισχυρός μετριαστικός παράγοντας (Γ. Μ. Πικής, «Sentencing in Cyprus», 2η έκδ., 2007, 88-90) και ειδικά αναφορικά με αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά από τον ίδιο το Νόμο,[5] ασφαλώς και μπορούσε να προσμετρήσει ως λόγος για διαφοροποίηση της ποινής του νεαρού συγκατηγορούμενου σε σχέση με τον μεγαλύτερης ηλικίας Εφεσείοντα.  Διαφορετικά, δικαιολογημένα ο πρώτος πλέον θα μπορούσε να αισθάνεται ότι το νεαρό της ηλικίας του δεν είχε προσμετρήσει προς όφελος του, όπως έπρεπε.

 

Και δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου του ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και η εξωδικαστική του τιμωρία αντιστάθμιζαν τον παράγοντα διαφορά ηλικίας που είχε με τον πρώην συγκατηγορούμενο του.  Όσα αναφέρθηκαν περί εξωδικαστικής τιμωρίας, γιατί με τον εγκλεισμό του έκλεισε και την επιχείρηση νυχτερινού κέντρου που διατηρούσε, δεν θα μπορούσαν να είχαν ουσιαστική σημασία έχοντας υπόψη τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε, οι δε αυθεντίες που επικαλέστηκε (Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 243, 247-8 και Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575, 582) δεν εφαρμόζονταν στην περίπτωση του.  Περαιτέρω, είχε και ο πρώην συγκατηγορούμενος ανάλογης σημασίας προσωπικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν και στη δική του περίπτωση τη συμπάθεια του Κακουργιοδικείου και που έπρεπε ανάλογα να προσμετρήσουν και προσμέτρησαν κατά την επιμέτρηση της δικής του ποινής.

 

Δικαιολογημένη και μέσα στα όρια της άσκησης της ευχέρειας του στον καθορισμό της ποινής, κρίνουμε την απόφαση του Κακουργιοδικείου να επιβάλει ελαφρότερη ποινή στον πρώην συγκατηγορούμενο του Εφεσείοντα, ώστε να μην δικαιολογείται το όποιο παράπονο του τελευταίου λόγω της διάστασης σε σχέση με την ποινή που επιβλήθηκε στον ίδιο.  Συνεπώς, απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

                                                                                           

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 



[1] Ο περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν.70/1981) όπως τροποποιήθηκε, άρθρο 5.-(2)(α) και Πίνακας.

[2] Ο περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν.70/1981) όπως τροποποιήθηκε,, άρθρο 4.-(1): «Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τωv άρθρωv 7 και 8, πας όστις απoκαθίσταται διά τoυς σκoπoύς τoυ παρόvτoς Νόμoυ εv σχέσει πρoς oιαvδήπoτε καταδίκηv θεωρείται έvαvτι τoυ Νόμoυ ως μηδέπoτε διαπράξας, κατηγoρηθείς, διωχθείς ή καταδικασθείς διά τo πoιvικόv αδίκημα, τo αvτικείμεvov της καταδίκης͘  αvεξαρτήτως δε τωv διατάξεωv oιoυδήπoτε Νόμoυ ή voμικoύ καvόvoς, …».

[3]  Άρθρα 5, 6(3), 30(1)  και Τρίτος Πίνακας του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977) όπως έχει τροποποιηθεί. 

[4] «Offences Taken Into Consideration and Totality – definitive Guideline»,  του Sentencing Council, που ισχύει και ακολουθείται στην Αγγλία από το 2012.

[5]  Άρθρο 30(4)(β(i) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977) όπως έχει τροποποιηθεί. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο