ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2019, 27/4/2021

ECLI:CY:AD:2021:B173

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 79/2019)

 

27 Απριλίου, 2021

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

 

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Δ. Τσολακίδης, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α, εκ μέρους του Γενικού

 Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσείων - κατηγορούμενος 1, ο οποίος αντιμετώπισε κατηγορητήριο με τρία άλλα πρόσωπα, κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στην κατηγορία της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι 1.988,8 γρ. κάνναβης, προμήθεια της ίδιας ποσότητας στον κατηγορούμενο 4 και στην κατηγορία της αλόγιστης και επικίνδυνης οδήγησης. Επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 ετών και 6 μηνών αντίστοιχα, στις κατηγορίες της προμήθειας ναρκωτικών ουσιών και αλόγιστης οδήγησης, ενώ δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή στην κατηγορία της παράνομης κατοχής.

 

Ο συγκατηγορούμενός του (κατηγορούμενος 2) κρίθηκε επίσης ένοχος στις πρώτες δύο κατηγορίες, καθώς και σε κατηγορία επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης, ενώ έτερος συγκατηγορούμενος (κατηγορούμενος 4) στην κατηγορία κατοχής της ίδιας ποσότητας κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, καθώς και ότι προμηθεύτηκε τις εν λόγω ναρκωτικές ουσίες, ενώ είχε εξ αρχής παραδεχθεί την κατοχή των εν λόγω ναρκωτικών ουσιών. Στον κατηγορούμενο 2 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 ετών για το αδίκημα της προμήθειας και 6 μηνών στην κατηγορία της επίθεσης, ενώ στον κατηγορούμενο 4 ποινή φυλάκισης 4½ ετών στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια και 3 ετών στην κατηγορία ότι προμηθεύτηκε από τον εφεσείοντα και τον κατηγορούμενο 2 την ίδια ποσότητα ναρκωτικών.

 

Η μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη του εφεσείοντα, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ήταν κυρίως περιστατική. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Η περιστατική μαρτυρία αναφορικά με τον κατηγορούμενο 1, σύμφωνα με τα ευρήματα μας είναι η ακόλουθη:

 

1.           Την 19.2.16 ο κατηγορούμενος 1 οδηγώντας το αυτοκίνητο μάρκας Tuareg χρώματος μαύρου, εξήλθε του αδιεξόδου της οδού Μόρφου που βρίσκεται η οικία του και κατευθύνθηκε προς το αλτ της συμβολής των οδών Κυρηνείας και Δημοκρατίας, παρά τα σουβλάκια Κονναρή.

 

2.           Σταμάτησε στο αλτ και στη συνέχεια τον προσέγγισε σκούτερ χρώματος μαύρου με οδηγό τον κατηγορούμενο 2. Ο κατηγορούμενος 1 έδειξε του κατηγορούμενου 2, απέναντι μέσα σε χωματόδρομο, όπου εκεί ήταν σταθμευμένος ο κατηγορούμενος 4 με το αυτοκίνητο μάρκας Skoda.

 

3.           Ο κατηγορούμενος 2 εισήλθε εντός του χωματόδρομου και έδωσε στον κατηγορούμενο 4 ένα γαλάζιο νάιλον σακούλι. Καθ΄ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου αυτού, ο κατηγορούμενος 1 παρέμεινε σταματημένος στο πιο πάνω αλτ.

 

4.           Ο κατηγορούμενος 2, στη συνέχεια, μετά την παράδοση της σακούλας με τα ναρκωτικά στον κατηγορούμενο 4, αποχώρησε και κατευθύνθηκε προς το αδιέξοδο που βρίσκεται η οικία του κατηγορούμενου 1.

 

5.           Την ίδια ώρα ο κατηγορούμενος 1 έκαμε επί τόπου επαναστροφή και κατευθύνθηκε προς την οικία του.

 

6.           Ακολούθως, ο κατηγορούμενος 1 εξήλθε του αδιεξόδου της οικίας του και εισήλθε εντός της Λεωφόρου Δημοκρατίας και κατευθύνθηκε στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Λευκωσίας, ακολουθούμενος από το αυτοκίνητο Skoda, οδηγούμενο από τον κατηγορούμενο 4 και υπηρεσιακών αυτοκινήτων της αστυνομίας που παρακολουθούσαν διακριτικά την πορεία των δυο αυτοκινήτων.

 

7.           Σε σημείο επί του αυτοκινητόδρομου, εξήλθαν από την έξοδο της Χοιροκοιτίας, και κατευθύνθηκαν προς το χωρίο Σκαρίνου από τον παλαιό δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας. Σε κάποιο σημείο του δρόμου παρά την έξοδα Σκαρίνου τα δυο οχήματα εισήλθαν εντός χωματόδρομου.

 

8.           Εντός του χωματόδρομου το προπορευόμενο όχημα του κατηγορούμενου 1 προχώρησε περί τα 100 μέτρα, ενώ το Skoda που ακολουθούσε σταμάτησε ακριβώς μπροστά από μια τερατσιά. Ο κατηγορούμενος 4 κατέβηκε από το αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα πίσω από τον οδηγό και πήρε από μέσα το γαλάζιο σακούλι σκουπιδιών, που περιείχε ναρκωτικά, τα οποίο μετέφερε και τοποθέτησε κάτω από την τερατσιά. Στο σημείο εκείνο συνελήφθη ο κατηγορούμενος 4.

 

9.           Την ίδια ώρα το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 1 επέστρεψε στο σημείο, ενώ εισήλθαν εντός του χωματόδρομου τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα της αστυνομίας με τους φάρους αναμμένους. Μόλις ο κατηγορούμενος 1 αντιλήφθηκε την παρουσία της αστυνομίας έκαμε επαναστροφή και τράπηκε σε φυγή προς την κατεύθυνση που πήρε όταν είχε εισέλθει αρχικά στον χωματόδρομο. Τον ακολούθησαν υπηρεσιακά οχήματα εντός του χωματόδρομου όπου ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και οδηγούσε ζιγκ-ζαγκ. Σε κάποιο σημείο του δρόμου αντιλήφθηκε την παρουσία αστυνομίας, έκαμε ξανά επαναστροφή και στη προσπάθεια του να διαφύγει χτύπησε το μπροστινό μέρος του υπηρεσιακού οχήματος που οδηγούσε ο ΜΚ6 με συνοδηγό την ΜΚ5. Στην συνέχεια, οδηγώντας με την όπισθεν προσέγγισε το σημείο στο οποίο βρισκόταν σταματημένο το Skoda με αποτέλεσμα να χτυπήσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου αυτού.

 

10.        Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 1 ακινητοποιήθηκε από τον ΜΚ4. Αντέδρασε και κουνούσε τα χέρια και τα πόδια του κατά τρόπο επικίνδυνο και στην προσπάθεια του αυτή έπεσαν στο έδαφος. Τελικά με την βοήθεια άλλων συναδέλφων του έγινε κατορθωτή η πλήρης ακινητοποίηση και τελικά η σύλληψη του.»

 

 

Στη βάση των πιο πάνω στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν ο απόλυτος αρχηγός της όλης επιχείρησης και «είχε τον αποκλειστικό πρώτο και τελευταίο λόγο, όπως και τον απόλυτο έλεγχο των ναρκωτικών». Η εν λόγω διαπίστωση προσμέτρησε ως επιβαρυντικό στοιχείο στην ποινή που του επιβλήθηκε. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν, επίσης, υπόψη και δύο άλλες υποθέσεις: (α) η υπόθεση 797/2016 η οποία αφορούσε την κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 59,6189 γρ. συνθετικής κάνναβης και την κατοχή 2,6231 γρ. της ίδιας ναρκωτικής ουσίας, αδικήματα που διεπράχθησαν ενώ βρισκόταν στην ανοιχτή φυλακή και (β) η υπόθεση 8946/2016 που αφορούσε αδικήματα που διεπράχθησαν σε λιγότερο από ένα μήνα μετά, όπου οι αρχές των φυλακών διαπίστωσαν ότι κατείχε 3,2701 γρ. συνθετικής ουσίας τάξεως Β. Περαιτέρω, ο εφεσείων βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση 2793/14 του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, ημερομηνίας 9.5.2014, σε κατηγορίες κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Α και κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών, όπου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Αποφυλακίστηκε στις 17.3.2015, μετά από προεδρική χάρη, με αναστολή εκτέλεσης της ποινής για 3 έτη.

 

Αναφορικά με τους άλλους δύο συγκατηγορούμενούς του ο μεν κατηγορούμενος 4 ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ενώ ο κατηγορούμενος 2 βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση 33128/2014 στις 20.5.2016, στην οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 30 ημερών και στέρηση άδειας οδηγού για περίοδο 6 μηνών, για το αδίκημα της εγκατάλειψης σκηνής ατυχήματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που κρίθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, διευκρινίζοντας ότι τα ναρκωτικά που διακίνησαν ήταν τάξεως Β, όμως η ποσότητα δεν ήταν αμελητέα. Με βάση τα ευρήματα, επρόκειτο για ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, όπου οι κατηγορούμενοι έδρασαν με συντονισμό και προγραμματισμό, με τον εφεσείοντα να είναι ο διοργανωτής, επόπτης και αρχηγός της όλης επιχείρησης. Ως εκ τούτου, η  περίπτωση, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, εμπίπτει σε αυτό που το άρθρο 30(4)(α)(ι) του Ν.29/77, χαρακτηρίζει οργανωμένη ομάδα και συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι για τον εφεσείοντα και τον κατηγορούμενο 2 συνέτρεχε ο επιβαρυντικός παράγοντας που προνοείται από το άρθρο 30(4)(α)(ιν) του Ν.29/77, καθότι η συμπεριφορά τους κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων εμπεριείχε στοιχεία βίας. Ο εφεσείων οδήγησε επικίνδυνα και ο κατηγορούμενος 2 επιτέθηκε κατά του οργάνου τήρησης της τάξης.

 

Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη, τόσο για τον εφεσείοντα, όσο και για τους συγκατηγορούμενούς του, τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση των αναγκών που εξυπηρετεί η επιβολή ποινής.

 

Για τον εφεσείοντα λήφθηκε υπόψη ότι, κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ήταν μόλις 25 ετών, ανύπανδρος, ενώ, σύμφωνα με το πιστοποιητικό γάμου που προσκομίστηκε, νυμφεύθηκε στις 18.6.2018 και στις 17.4.2019 γεννήθηκε η θυγατέρα του. Από την ηλικία των 16 ετών ενεπλάκη με κακές παρέες που τον παρέσυραν στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, γεγονός που συνιστά μετριαστικό στοιχείο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30(4)(β)(iv) του Ν.29/1977. Η εξάρτησή του από ναρκωτικές ουσίες αναγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως παράμετρος που αποτιμάται μετριαστικά. Επιπρόσθετα, λήφθηκε υπόψη η αναφορά του συνηγόρου του ότι ο εφεσείων, μετά το γάμο του και εν αναμονή της γέννησης της θυγατέρας του, έχει διακόψει την κακή και άνομη συνήθεια της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Περαιτέρω, τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου Έκθεση Ολοκληρωμένου Πορίσματος Αξιολόγησης Αναπηρίας, ημερομηνίας 8.11.2017, η οποία πιστοποιεί ότι ο εφεσείων πάσχει από αναπηρία. Όπως δε επεξηγήθηκε η αναπηρία αυτή είναι ψυχική. Δόθηκε, επίσης, ιατρική βεβαίωση, ημερομηνίας 27.3.2019, όπου αναφέρεται πως ο εφεσείων πάσχει από χρόνια κατάθλιψη με αγχώδεις εκδηλώσεις. Λόγω της ψυχικής αναπηρίας του αδυνατεί να εργαστεί και λαμβάνει επίδομα ύψους περίπου €850.

 

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε επίσης σε αποφάσεις ως προς τις ποινές που επιβλήθηκαν σε ανάλογες περιπτώσεις, προτού καταλήξει στην επιβολή των πιο πάνω ποινών[1].

 

Ο εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν ο απόλυτος αρχηγός και είχε τον πλήρη έλεγχο της διαχείρισης των επίδικων ναρκωτικών, με αποτέλεσμα η ποινή που του επιβλήθηκε να είναι έκδηλα υπερβολική (1ος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης των αδικημάτων και της καταδίκης του εφεσείοντα και της μεταβολής των προσωπικών του περιστάσεων στο μεσοδιάστημα (2ος λόγος έφεσης), καθώς και το ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν σχεδόν διπλάσια από την ποινή που επιβλήθηκε στους πρώην συγκατηγορούμενούς του, χωρίς να δικαιολογείται διαφοροποίηση τέτοιας έκτασης μεταξύ των ποινών των συγκατηγορουμένων του (3ος λόγος έφεσης).

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα πως παρόλο που τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο, στοιχειοθετούσαν την εμπλοκή και συμμετοχή του στην υπόθεση, εν τούτοις, το εύρημα ότι ο αυτός ήταν ο απόλυτος αρχηγός, δεν υποστηρίζεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ως προς την περιστατική μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη του εφεσείοντα, την έχουμε παραθέσει πιο πάνω. Στη βάση των πιο πάνω στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως «αυτός ήταν ο απόλυτος αρχηγός, έχων το γενικό πρόσταγμα από την αρχή μέχρι το τέλος και καθόλη τη διάρκεια της διακίνησης των ναρκωτικών. Το κάθε μέρος της περιστατικής μαρτυρίας δημιουργεί μια αδιάσπαστη ενότητα αλυσίδας γεγονότων, εναρμονισμένα πλήρως μεταξύ τους, που συμπληρώνουν χωρίς κανένα απολύτως κενό, το κάδρο του πλήρους ελέγχου της διακίνησης των ναρκωτικών από τον κατηγορούμενο 1.».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και ανάλυσε το σκεπτικό του, υποδεικνύοντας πως η αναμονή του εφεσείοντα στο αλτ, μέχρι να φύγει ο πρώην κατηγορούμενος 2 με κατεύθυνση προς την οικία του και τότε αυτός να προβεί σε επαναστροφή και να κατευθυνθεί προς την οικία του, αναδεικνύει τον αρχηγικό του ρόλο, αλλά και τον πλήρη έλεγχο του, τόσο στο σχέδιο δράσης, όσο και επί των ναρκωτικών. Επίσης, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 4 ανέμενε εντός του χωματόδρομου μέχρις ότου ο εφεσείων παραλάβει τον  κατηγορούμενο 2, ώστε μαζί να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο του σχεδίου, αλλά και στη συνέχεια το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 4 ακολουθούσε τον εφεσείοντα καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής εντός του αυτοκινητόδρομου και, στη συνέχεια, επί της εξόδου της Χοιροκοιτίας, εισερχόμενος τελικά εντός του χωματόδρομου της Σκαρίνου, και, επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ο εφεσείων προχώρησε εντός του χωματόδρομου, ενώ ο  κατηγορούμενος 4 σταμάτησε στο σημείο όπου τελικά απόθεσε τη σακούλα με τα ναρκωτικά, αναδεικνύει ότι ο εφεσείων είχε καθόλη τη διάρκεια της διακίνησης των ναρκωτικών τον πλήρη και απόλυτο έλεγχο των ναρκωτικών.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του εφεσείοντα, καθώς και το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση του οποίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν ο απόλυτος αρχηγός. Με όλο το σεβασμό προς την πρωτόδικη απόφαση, θεωρούμε πως η περιστατική μαρτυρία δεν μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιο εύρημα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και να είναι δεν είναι αρκετές. Επισημαίνεται ότι, πέραν των συστατικών στοιχείων και οι επιβαρυντικοί παράγοντες του εγκλήματος πρέπει να αποδεικνύονται από την Κατηγορούσα Αρχή, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία (βλ. κατ΄ αναλογία τη διαδικασία του «Newton Trial», όπου υπάρχει παραδοχή του εγκλήματος και αμφισβητούνται οι συνθήκες διάπραξής του).

 

 Εν προκειμένω, δεν μπορεί η περιστατική μαρτυρία να αποκλείσει το ενδεχόμενο ο κάθε ένας από τα τρία άτομα που εμπλέκοντο στην επιχείρηση να διαδραμάτισε ένα ξεχωριστό ρόλο, ο οποίος φαίνεται να ήταν εκ των προτέρων καθορισμένος. Δεν αποκλείει, επίσης, την πιθανότητα ο εφεσείων να εκτελούσε χρέη παρατηρητή και δεν θεωρούμε ότι υπάρχει μαρτυρία που να καταδεικνύει με βεβαιότητα ότι αυτός είχε τον απόλυτο έλεγχο των ναρκωτικών, σε αντιδιαστολή με τους άλλους δύο συγκατηγορούμενούς του. Η πιθανολόγηση δεν είναι αρκετή. Απαιτείται εύρημα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσείων ήταν ο απόλυτος αρχηγός και η περιστατική μαρτυρία που υπήρχε δεν μπορούσε απαρέγκλιτα να οδηγήσει σε κάτι τέτοιο. 

 

Το λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον ηγετικό ρόλο του εφεσείοντα αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή. Αποτελεί έναν από τους παράγοντες που, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, οδήγησε σε διαφοροποίηση κατά το ευνοϊκότερο της ποινής που επιβλήθηκε στους άλλους δύο συγκατηγορούμενούς του.

 

Ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας παρέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, επαναλήφθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).»

 

 

(Βλ. επίσης τις πρόσφατες αποφάσεις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 127/2019 και 130/2019, ημερομηνίας 10.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:B88, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 110/2019, ημερομηνίας 29.9.2019 και Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερομηνίας 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, στις οποίες υιοθετήθηκε το πιο πάνω απόσπασμα.)

 

 

 

Σε υποθέσεις κατοχής ναρκωτικών ουσιών και, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις προμήθειάς τους σε άλλα πρόσωπα, προκύπτει ανάγκη, σύμφωνα με τη νομολογία, επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Η συχνότητα με την οποία διαπράττονται αδικήματα τέτοιας μορφής και οι ολέθριες συνέπειες που προκύπτουν από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών αποτελούν, χωρίς υπερβολή, μάστιγα στην κοινωνία και καθιστούν αναγκαία την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών οδηγεί όλο και περισσότερους συνανθρώπους μας, κυρίως νέους, στην εξαθλίωση και στην απώλεια ζωών.

 

Ο νομοθέτης προνόησε έτσι ώστε σε υποθέσεις κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια ή την προμήθεια ναρκωτικών η μέγιστη ποινή να είναι αυτή της φυλάκισης δια βίου, κάτι που αντανακλά στη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών και στην ανάγκη για αποτροπή τους. Οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών, λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του ύψους της ποινής. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα όπου επρόκειτο για ένα καλά οργανωμένο σχέδιο όπου οι εμπλεκόμενοι έδρασαν με συντονισμό, αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο κατά την επιμέτρηση της ποινής. Ακόμα και όπου υπάρχει ανάγκη η ποινή να είναι αποτρεπτική, το καθήκον για εξατομίκευση δεν ατονεί. Όμως, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου, Πολ. Έφ. Αρ. 137/2015, ημερομηνίας 28.6.2016, σ΄ αυτά τα πλαίσια, «οι προσωπικές και οι οικογενειακές περιστάσεις δεν είναι βαρύνουσας σημασίας, εφόσον πρωταρχική σημασία έχει η ανάγκη αντιμετώπισης των σοβαρότατων συνεπειών που προκύπτουν, για τα άτομα και την κοινωνία, από την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών.  Η εξατομίκευση της ποινής έχει το ρόλο της, δεν μπορεί όμως να οδηγεί σε εξουδετέρωση των αναγκών που εξυπηρετεί η επιβολή της ποινής (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 577.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση εγείρεται και ένα ακόμη θέμα, λόγω του ότι ο εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορητήριο με άλλα πρόσωπα και η όλη επιχείρηση περιελάμβανε την εμπλοκή τριών ουσιαστικά προσώπων. Σε τέτοιες περιπτώσεις το Δικαστήριο οφείλει να εξισορροπήσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις του κάθε κατηγορούμενου και το ρόλο που ο κάθε ένας εξ αυτών διαδραμάτισε και να επιβάλει την ποινή που αρμόζει στον κάθε κατηγορούμενο χωριστά, εφόσον οι περιστάσεις δικαιολογούν διάκριση μεταξύ τους. 

 

Η αρχή της ισότητας διασφαλίζεται από το Άρθρο  28.1 του Συντάγματος. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου κατά την επιβολή  ποινής είναι να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση, έτσι ώστε να μην προκαλείται, δικαιολογημένα, αίσθημα αδικίας. Η ισότητα, όμως, ενώπιον του Νόμου δε σημαίνει αριθμητική εξίσωση, αλλά ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων, μη αποκλείοντας εύλογες διακρίσεις, εάν αυτό δικαιολογείται από τις περιστάσεις (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 354 και Γερμανός ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 525).

 

Στην υπόθεση Σιδερένου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 190, που μας παρέπεμψε ο κ. Τσολακίδης, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε συνάρτηση με το πότε μία ποινή μπορεί να θεωρηθεί άνιση κατ΄ έφεση:

 

«Πότε όμως μια ποινή μπορεί να θεωρηθεί άνιση κατ' έφεση;  Όπως αναφέρθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1 «για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική» και τέτοια που να προκαλεί λόγω της μεγάλης ομοιότητας της θέσης των κατηγορουμένων, αισθήματα αδικίας και να δίδει την αίσθηση ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη. Στην Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, αναφέρθηκε πως η ανισότητα μεταχείρισης του λόγου έφεσης σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα. Τόσο στην πιο πάνω υπόθεση όσο και στην Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, υιοθετήθηκε το απόσπασμα από το σύγγραμμα Principles of Sentencing του D.A. Thomas, 2η Έκδοση, σελ. 71, όπου αναφέρεται σε ελεύθερη μετάφραση ότι:-

 

«Η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης.»

 

Όπως τονίζεται σε άλλο σημείο του ίδιου συγγράμματος, στη σελ. 45, δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών και στην ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων που συνηγορούν υπέρ της διαφοροποίησης.»

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι ο εφεσείων είχε ηγετικό ρόλο στην όλη επιχείρηση χαρακτηρίζοντας τον ως αρχηγό. Αυτό αποτελούσε έναν από τους λόγους για τον οποίο υπήρξε διαφοροποίηση στην ποινή από τους άλλους συγκατηγορούμενούς του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη ότι ο εφεσείων και ο κατηγορούμενος 2, κατά τη διάπραξη των αδικημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, διέπραξαν ο κάθε ένας και αδίκημα που εμπεριέχει το στοιχείο της βίας, κάτι για το οποίο δεν υπήρξε ανάλογη συμπεριφορά από τον κατηγορούμενο 4. Υπήρξε, επίσης, μια προηγούμενη καταδίκη για τον εφεσείοντα και τον κατηγορούμενο 2, ενώ ο κατηγορούμενος 4 ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Οι προηγούμενες καταδίκες, όπως ορθά αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, περιορίζει την ευχέρεια επίδειξης επιείκειας. Βεβαίως η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών δεν πρέπει να δίδει την εντύπωση ότι οδηγεί στην εκ νέου τιμωρία ενός κατηγορούμενου, όμως, από την άλλη, ένα πρόσωπο που βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες φανερώνει τον τρόπο που αυτός αντικρίζει το νόμο και δεν μπορεί να αναμένει την επιείκεια του Δικαστηρίου.  

 

Ένα άλλο στοιχείο διαφοροποίησης για τον εφεσείοντα ήταν οι δύο υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη, όπως ορθά ανέφερε το Δικαστήριο. Το γεγονός ότι ο εφεσείων διέπραξε τα υπό κρίση αδικήματα κατά τη διάρκεια της τριετούς αναστολής της ποινής σήμαινε αυτόματη ενεργοποίηση φυλάκισης 41 ημερών, η οποία θα εκτελεστεί διαδοχικά με τις επιβληθείσες ποινές, στοιχείο που  συνυπολογίστηκε σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση.

 

Η εξάρτηση του εφεσείοντα από τα ναρκωτικά από ηλικίας 16 ετών, συνιστά μετριαστικό παράγοντα, σύμφωνα με το άρθρο 30(4)(β)(ιν) του Ν.29/77 και, ως τέτοιος, αναφέρθηκε από το Δικαστήριο ότι λήφθηκε υπόψη. Η ψυχική του κατάσταση και οι αλλαγές στις προσωπικές του συνθήκες με τη σύναψη γάμου και απόκτηση της θυγατέρας του μετά την διάπραξη των αδικημάτων, επίσης αποτέλεσαν παράγοντες που προσμέτρησαν προς μετριασμό της ποινής σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση. Σημειώνεται ότι και ο κατηγορούμενος 2 πάσχει από κλονισμένη ψυχική υγεία, έχοντας τρεις απόπειρες αυτοκτονίας στο ιστορικό του.

 

Ενώ, λοιπόν, δικαιολογείτο αυστηρότερη αντιμετώπιση του εφεσείοντα, λόγω των υποθέσεων που λήφθηκαν υπόψη, η θέση του εσφαλμένα επιδεινώθηκε περαιτέρω, λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κακουργιοδικείου σε σχέση με το ρόλο του στην υπόθεση. Με αυτά τα δεδομένα, ενώ δικαιολογείται η επιβολή μεγαλύτερης ποινής σ΄ αυτόν, αυτή δεν θα έπρεπε να είχε τόσο μεγάλη διαφοροποίηση από αυτήν που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο  2.

 

Ενόψει των ανωτέρω, θα πρέπει να αναθεωρηθεί η επιβληθείσα ποινή, έτσι ώστε να αντανακλάται σ΄ αυτήν ο ρόλος που διαδραμάτισε στην όλη επιχείρηση, ο οποίος δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς από το ρόλο των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του. Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να προσμετρήσουν και όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες που τέθηκαν, στους οποίους αναφέρθηκε ρητά το Κακουργιοδικείο εντός του ορθού πλαισίου και των νομολογιακών παραμέτρων. Η αλλαγή στις προσωπικές του συνθήκες, με τον γάμο του και την απόκτηση μίας θυγατέρας, έχουν αναφερθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο και λαμβάνονται υπόψη, χωρίς βεβαίως να μπορούν να εξουδετερώσουν την ανάγκη που εξυπηρετεί η επιβολή της ποινής. Ακόμα και η αναφορά ότι έχει διακόψει τη συνήθεια χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών αποτέλεσε ένα στοιχείο που πιστώθηκε στον εφεσείοντα, στη βάση νομολογίας που αναγνωρίζει πως ακόμα και προσπάθεια απεξάρτησης, ασχέτως αποτελέσματος, αποτιμάται θετικά (Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 148).

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η επιβληθείσα ποινή των 8 ετών φυλάκισης για την κατηγορία της προμήθειας των επίδικων ναρκωτικών που επιβλήθηκε στην 9η κατηγορία μειώνεται σε 6 έτη και θα συντρέχει με την ποινή των 6 μηνών που επιβλήθηκε στην 14η κατηγορία.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                                                       ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

/ΧΤΘ



[1] Πόλεος ν. Δημοκρατίας, Π.Ε.141/2016, ημερομηνίας 2.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B210, Ευριπίδου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 392, ECLI:CY:AD:2014:B343, Bora v. Δημοκρατίας, Π.Ε. 79/2017, ημερομηνίας 13.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, Κατσαπάου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 318, Κλεομένης ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 350, Προεστού ν. Δημοκρατίας, Π.Ε.17/2016, ημερομηνίας 22.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:D183, Soleimani v. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 476, Ahmed ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 801 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 466.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο