AΣΤΥΝΟΜΙΑ v. ΒΑΚΑΝΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 173/20, 20/5/2021

ECLI:CY:AD:2021:B200

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 173/20)

 

20 Μαΐου, 2021

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑ

Εφεσείουσα

 

ΚΑΙ

 

XXX ΒΑΚΑΝΑ

Εφεσίβλητος

-----

 

Γ. Αργυρού για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσείουσα.

Μ. Γαβριηλίδης, για τον εφεσίβλητο.

 

---------

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος κατόρθωσε, διαπράττοντας πλαστοπροσωπία και πλαστογραφίες δημοσίου εγγράφου και πληρεξουσίων, να εξασφαλίσει στις 16.12.2013 πλαστό δελτίο ταυτότητας στο οποίο εμφανιζόταν ότι ήταν ο αδελφός του, δηλαδή ταυτότητα που έφερε το όνομα και τα στοιχεία του αδελφού του, αλλά τη φωτογραφία του εφεσίβλητου.  Επίσης κατάρτισε πλαστά πληρεξούσια έγγραφα με τα οποία υποτίθεται ότι ο εν λόγω αδελφός του τον διόριζε ως γενικό πληρεξούσιο του.  Χρησιμοποιώντας τα παραπάνω πλαστά έγγραφα κατόρθωσε να προβεί σε ψευδείς παραστάσεις και δόλιες συναλλαγές, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση μεγάλων χρηματικών ποσών σε βάρος του αδελφού του.

 

Ειδικότερα, παρουσιαζόμενος στις 16.6.2014 στο Κτηματολόγιο με την πλαστή ταυτότητα ως ο αδελφός του, αντάλλαξε ένα κτήμα του τελευταίου με άλλο κτήμα και στη συνέχεια, στις 13.8.2014, πώλησε άλλο κτήμα σε μια εταιρεία, εισπράττοντας για τον εαυτό του το ποσό των €280.000. 

 

Επιπρόσθετα στις 29.10.2014 αποδέχθηκε, παρουσιαζόμενος με βάση τα πλαστά πληρεξούσια, ως πληρεξούσιος δήθεν αντιπρόσωπος του αδελφού του, αποζημίωση εκ €103.304,49 που είχε προσφερθεί στον τελευταίο ως αποζημίωση από απαλλοτρίωση.  Η αποζημίωση εμβάστηκε στις 30.4.2015 κατ’  εντολή του εφεσείοντα σε υποτιθέμενο λογαριασμό του παραπονουμένου, τον οποίο όμως είχε ο ίδιος ανοίξει στις 11.7.2014, χρησιμοποιώντας την πλαστή ταυτότητα.

 

Ως αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε 14 κατηγορίες οι οποίες αφορούν αντιστοίχως στις δύο παραπάνω πτυχές της παράνομης δραστηριότητας του (πλαστοπροσωπία, πλαστογραφία και κυκλοφορία επισήμου πλαστού εγγράφου, πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού πληρεξουσίου εγγράφου, εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, δόλιες συναλλαγές).  Επιπλέον αντιμετώπισε μια γενική κατηγορία περί  νομιμοποίησης εσόδων από τις παραπάνω παράνομες δραστηριότητες αναφορικά με το συνολικό ποσό που απέσπασε €383.304,49.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε την ίδια ποινή σε όλες τις κατηγορίες, ήτοι ποινή φυλάκισης δύο χρόνων, ορίζοντας όπως οι ποινές να συντρέχουν.  Στη συνέχεια ανέστειλε την εκτέλεση των ποινών. 

Με την υπό εξέταση έφεση προβάλλεται ότι η ποινή ήταν εκδήλως ανεπαρκής αλλά και ότι η αναστολή εκτέλεσης της ήταν νομικά εσφαλμένη. 

 

Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της εφεσείουσας αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων με αναφορά στις προβλεπόμενες ποινές αλλά και στην δικαστηριακή πρακτική επιμέτρησης και επιβολής ποινών (sentencing)  αναφορικά με τέτοιας φύσεως αδικήματα που χαρακτηρίζονται από τη δόλια απόσπαση χρημάτων από παράνομες δραστηριότητες.  Η δικαστηριακή αυτή πρακτική, εισηγήθηκε, καταδεικνύει ότι το πλαίσιο ποινών σε τέτοιες περιπτώσεις ορίζεται από πολυετείς ποινές φυλάκισης (Μαύρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 67/20, ημερ. 23.11.2020, ECLI:CY:AD:2020:B397, Κουμπαρή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 215/18, ημερ. 11.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:B151, Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 298/18, ημερ. 27.6.2019, Davidescou v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 197/18, ημερ. 8.7.2020, Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 40/15, 25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534, Αδάμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 199/11, ημερ. 9.8.2012). 

 

Παράλληλα, ήταν η εισήγηση της εφεσείουσας, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επέδειξε υπέρμετρη επιείκεια με αναφορά στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου με τέτοιο τρόπο ώστε να προσδώσει ανεξήγητα βαρύνουσα σημασία στους μετριαστικούς παράγοντες και να εξουδετερώσει πλήρως τη σοβαρότητα των αδικημάτων επιβάλλοντας ποινή η οποία βρίσκεται εντελώς εκτός του πλαισίου που έχει μέσα από τις αποφάσεις των δικαστηρίων διαμορφωθεί. 

 

Σε ότι αφορά την αναστολή εκτέλεσης της ποινής η εφεσείουσα εισηγείται ότι οι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψιν από το δικαστήριο δεν αιτιολογούσαν τέτοια αναστολή η οποία εν τέλει καθιστά την ποινική του μεταχείριση τέτοια ώστε να δελεάζεται ο ίδιος σε επανάληψη της παράνομης του δραστηριότητας, αλλά και να μην αποθαρρύνονται επίδοξοι παραβάτες.   

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου τόνισε ιδιαίτερα το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την τέλεση των αδικημάτων μέχρι σήμερα που επιζητείται η ανατροπή της ποινής και η επιβολή άμεσης φυλάκισης.  Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι η υπόθεση δεν έχει τη σοβαρότητα που επικαλέστηκε η άλλη πλευρά, εφόσον αν έτσι είχαν τα πράγματα θα κατεχωρείτο ενώπιον Κακουργιοδικείου και όχι Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Σε ότι αφορά στις αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας, ο κ. Γαβριηλίδης παρέπεμψε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία οι προηγούμενες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση εφόσον κάθε υπόθεση εμφανίζει τις δικές της ιδιαιτερότητες και ότι η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123).   Ανεξάρτητα δε από τη σοβαρότητα, υπέδειξε την αρχή ότι το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Αναφέρθηκε στην παραδοχή του εφεσίβλητου, στο λευκό του ποινικό μητρώο και στην απολογία του, χαρακτηρίζοντας την έμπρακτη, ως εκ της έκφρασης γραπτώς της επιθυμίας του να αποζημιώσει τον παραπονούμενο αδελφό του.  Αναφέρθηκε επίσης στις προσωπικές του περιστάσεις λέγοντας ότι είναι πατέρας ενός παιδιού τελειόφοιτου και ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας.  Υποστήριξε εν τέλει την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολο της.

 

Αρχίζοντας με την εισήγηση της εφεσείουσας ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε τη δέουσα σοβαρότητα στην υπόθεση, σημειώνουμε ότι παρά τις λεκτικές αναφορές περί του ότι «τα αδικήματα είναι σοβαρά και αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα από τις προβλεπόμενες ποινές», δεν φάνηκε να έχει πράγματι μεταφέρει τέτοια αντίληψη ως έμπρακτη έκφραση στην δικαστική του κρίση.  Σημειώνουμε ότι για το αδίκημα της πλαστογραφίας επισήμου εγγράφου προβλέπεται ποινή φυλάκισης 10 χρόνων (άρθρο 337 ΠΚ), για το αδίκημα της πλαστογραφίας πληρεξουσίου εγγράφου 14 χρόνων (άρθρο 336 ΠΚ), για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας 2 χρόνων (άρθρο 360 και 35 ΠΚ), για το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις 5 χρόνων (άρθρο 298 ΠΚ), για το αδίκημα των δόλιων συναλλαγών 7 χρόνων (άρθρο 303Α ΠΚ) και για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ποινή φυλάκισης 14 χρόνων (άρθρο 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (Ν. 188(I)/2007).

 

Σε ότι αφορά τις προβλεπόμενες ποινές θα πρέπει να εκφράσουμε την απαρέσκεια μας για το γεγονός ότι ενώ στο κατηγορητήριο οι κατηγορίες για πλαστοπροσωπία (κατηγορίες 5, 6 και 7) ταξινομούνται ως πλημμελήματα εφόσον στην έκθεση αδικήματος περιγράφονται ως «πλαστοπροσωπία κατά παράβαση των άρθρων 360[1] και 35[2] του Ποινικού Κώδικα», στο διάγραμμα αγόρευσης για την εφεσείουσα παραπεμφθήκαμε στην επιβαρυντική δεύτερη παράγραφο του άρθρου 360 για την οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης 7 χρόνων. 

 

Έχοντας αναφερθεί ανωτέρω στις προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές, θα πρέπει παράλληλα να σημειώσουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα μπορούσε να επιβάλει ποινές πέραν των 5 ετών που είναι το όριο της ποινικής δικαιοδοσίας του (άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου) όμως, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στη νομολογία μας, το δικαστήριο μπορεί να λάβει κατά την επιμέτρηση της ποινής υπόψιν την ποινή που προβλέπεται από το Νόμο, παρά το γεγονός ότι η υπόθεση έχει παραπεμφθεί για συνοπτική εκδίκαση (Rock v. Αστυνομίας (1991) 2 AAΔ 251, Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 442).  Είναι στοιχείο επί του οποίου καθοδηγείται για τη σοβαρότητα του κάθε αδικήματος το οποίο καλείται να τιμωρήσει στο όριο της δικής του πλέον δικαιοδοσίας. 

 

Έχει περαιτέρω διευκρινιστεί από τη νομολογία ότι η επιλογή να παραπεμφθεί η υπόθεση για συνοπτική εκδίκαση αντί της δίκης από το Κακουργιοδικείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικός παράγοντας που προσμετρά στην επιμέτρηση της ποινής, όπως ήταν η εισήγηση εν προκειμένω του δικηγόρου του εφεσίβλητου (Kolev v. Αστυνομίας (2003) 2 AAΔ 197, 206 και Kyrill v. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 479).  Σχετικά στην Kolev λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Δεν βλέπουμε ακόμα γιατί η συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης αντί της δίκης από το Κακουργιοδικείο να πρέπει να ληφθεί υπ’  όψιν υπέρ του εφεσείοντα.  Η επιλογή αυτή της κατηγορούσας αρχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικός παράγοντας που προσμετρά στην επιμέτρηση της ποινής.»

 

Αυτά υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να προσδοθεί μειωμένη βαρύτητα εκ του γεγονότος και μόνο ότι η υπόθεση παραπέμφθηκε για συνοπτική εκδίκαση, όπως ήταν η εισήγηση εν προκειμένω της υπεράσπισης, τηρουμένου βεβαίως του δικαιοδοτικού ορίου ποινής που τίθεται από το άρθρο 24(1).

Αντιθέτως, λόγω της παραπομπής, ήδη ο κατηγορούμενος τυγχάνει επιεικούς μεταχείρισης ώστε να μην δικαιολογείται να επικαλείται την παραπομπή ως μετριαστικό παράγοντα, όπως εν προκειμένω.  Παραπέμπουμε σχετικά στην Rock (ανωτέρω) όπου ελέχθη, επαναλαμβανόμενο στην Ghafari (ανωτέρω), ότι με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης «ο εφεσείοντας ετύγχανε αμέσως μιας επιεικούς μεταχείρισης με τη βεβαιότητα ότι η οποιαδήποτε ποινή που θα επιβαλλόταν σε αυτόν δεν θα υπερέβαινε τα τρία χρόνια φυλάκισης [σημ.: όπως ήταν τότε το όριο].» 

 

Δεν διαφεύγει βέβαια της προσοχής μας η διαφορετική προσέγγιση που διατυπώθηκε στην υπόθεση Μ.Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 174, ότι η παραπομπή της υπόθεσης για συνοπτική εκδίκαση δεν συνιστούσε επίδειξη επιείκειας από την Πολιτεία προς τον κατηγορούμενο εφόσον περιοριζόταν έτσι το όριο ποινής στα 5 χρόνια.  Όμως αυτά λέχθηκαν χωρίς αναφορά στις προαναφερθείσες υποθέσεις και ειδικά στην Rock.  Περαιτέρω θα μπορούσε να λεχθεί ότι παραδοσιακά η εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο γινόταν αλλά και γίνεται αντιληπτή ως μια δοκιμασία (ordeal) τέτοια που καθιστούσε μάλιστα κάποτε αναγκαία τη διενέργεια προανάκρισης προκειμένου να παραπεμφθεί ένας άνθρωπος στο Κακουργιοδικείο (In Re Ellinas (1988) 1 CLR 57).  Η κατάργηση της αναγκαιότητας προανάκρισης με τον περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμο του 1974  (Ν. 42/74) και τελικά η πλήρης κατάργηση της διαδικασίας προανάκρισης (άρθρα 92-106 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155), δεν αλλοιώνει τον αντίκτυπο και τις συνέπειες που επιφέρει η παραπομπή και η δίκη στο Κακουργιοδικείο ως δοκιμασία, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα.  Τούτο ιδιαίτερα εάν στη διαδικασία σημειωθεί και καθυστέρηση.  Είναι και αυτή μια πτυχή που ενισχύει τα όσα λέχθηκαν, ως άνω, στην Rock και επαναλήφθηκαν στην Ghafari περί επιεικούς μεταχείρισης που ήδη συνεπάγεται η παραπομπή αντί σε Κακουργιοδικείο, σε συνοπτική εκδίκαση.

 

Συνεπώς για τους παραπάνω λόγους δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η παραπομπή σε συνοπτική εκδίκαση θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν προς όφελος του εφεσίβλητου ως υποδηλώνουσα μειωμένη σοβαρότητα της υπόθεσης.  Η σοβαρότητα μιας υπόθεσης διαφαίνεται από την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή όπως και τα γεγονότα τα οποία την συνθέτουν.  Το δε εκδικάσαν δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγήσαμε, μπορούσε να επιβάλει ποινή στο μέγιστο του δικαιοδοτικού του ορίου.

 

Η αναφορά του ευπαίδευτου δικηγόρου της εφεσείουσας σε προηγούμενες αποφάσεις έχει τη σημασία της.  Μπορεί μεν οι προηγούμενες αποφάσεις σε αυτό το πεδίο να μην είναι δεσμευτικές και να έχουν περισσότερο την έννοια που εξηγήθηκε, ως άνω, στην Μιχαήλ, όμως, στο βαθμό που στοιχειοθετούν μια σταθερή πρακτική, δεν παύουν να είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων (Δημοκρατία ν. Ιωάννου (1999) 2 ΑΑΔ 603).  Όντως δε, οι αποφάσεις στις οποίες παραπεμφθήκαμε αποκαλύπτουν μια σταθερή κοινή προσέγγιση ότι εγκλήματα αυτής της φύσεως αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα επισύροντας σοβαρές ποινές φυλάκισης.  Αναμφίβολα δε, θα πρέπει να υπάρχει αναλογία μεταξύ του ποσού που αποσπάστηκε και της ποινής (Ευσταθίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 178/2012, ημερ. 3.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:B496).

 

Το ποσό εν προκειμένω ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, εφόσον η συνολική εγκληματική δράση του εφεσίβλητου του απέφερε €383.304,49.  Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι υπήρξε πλημμελής παρουσίαση των γεγονότων από τον δικηγόρο της εφεσείουσας ενώπιον μας, εφόσον σε ρητή ερώτηση του δικαστηρίου κατά πόσον το αναφερόμενο στην 1η κατηγορία €383.304,49 ήταν επιπρόσθετο του ποσού των €280.000 που αναφέρεται στη 2η κατηγορία, απάντησε καταφατικά.  Η μελέτη όμως της υπόθεσης κατέδειξε ότι το ποσό της 1ης κατηγορίας περιλαμβάνει και τα δύο σκέλη της παράνομης δραστηριότητας του εφεσίβλητου, δηλαδή συμπεριλαμβάνεται το ποσό των €280.000.

 

Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο παρά τις προβλεπόμενες ποινές, παρά το ύψος του ποσού, παρά τις ιδιαίτερα δόλιες περιστάσεις υπό τις οποίες έδρασε ο εφεσίβλητος και παρά τις κατευθυντήριες αρχές, επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών και μάλιστα αδιακρίτως για όλα τα αδικήματα, είτε το μέγιστο της προβλεπόμενης ποινής ήταν 14 χρόνια, είτε 2 χρόνια.  Τούτο είναι ενδεικτικό ότι δεν έστρεψε δεόντως την προσοχή του στο ύψος των προβλεπόμενων ποινών, ήτοι στη διαφορετική ταξινόμηση των αδικημάτων από το νομοθέτη στην αντίστοιχη κλίμακα σοβαρότητας. 

 

Αλλά και σε ότι αφορά στα γεγονότα, το πρωτόδικο δικαστήριο αστόχησε.  Χαρακτηρίζοντας τα ως «εξαιρετικά απλά», στην προσπάθεια του να τα παραθέσει απλοποιώντας τα, τα έθεσε με τόσο μεγάλη γενικότητα και αοριστία ώστε παρέλειψε καν να αναφερθεί σε αυτό τούτο το δεύτερο σκέλος του κατηγορητηρίου, ήτοι στην απόσπαση της αποζημίωσης πέραν των €100.000 για την απαλλοτρίωση των κτημάτων του αδελφού του με την χρήση πλαστών πληρεξουσίων εγγράφων. 

 

Ενθαρρύνουμε το σύντομο δικαστικό λόγο, χωρίς όμως ποτέ τούτο να οδηγεί σε ελλιπείς και πλημμελείς δικαστικές αποφάσεις. Λυπούμαστε να διαπιστώσουμε ότι τέτοια ήταν εν προκειμένω η περίπτωση. 

 

Χωρίς να παραθέσει με σαφήνεια και πληρότητα την πολυσύνθετα εγκληματική δράση του εφεσίβλητου, χωρίς να καταγράψει ή να αξιολογήσει τα στοιχεία εκείνα από τα «εξαιρετικά απλά» γεγονότα που προσέδιδαν στην υπόθεση ιδιαίτερη σοβαρότητα, χωρίς αναφορά στο πολύ σημαντικό ποσό που κατόρθωσε ο εφεσίβλητος να αποσπάσει με σειρά παράνομων πράξεων, χωρίς αναφορά στο περίτεχνο και επίμονο σύστημα και στον προσχεδιασμό και στην επί μακρόν συνεχιζόμενη πρόθεση καταδολίευσης, χωρίς αναφορά στη σωρευτική εξαπάτηση των αρχών, χωρίς αναφορά ή δέουσα σημασία στο γεγονός ότι επρόκειτο για πλαστογραφία επισήμων εγγράφων,  δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε τη δέουσα σημασία στην πραγματική και συνολική διάσταση της εγκληματικής δράσης του εφεσίβλητου. 

 

Αντίθετα, προσέδωσε υπέρμετρη σημασία στις προσωπικές του περιστάσεις τις οποίες χαρακτήρισε ως ιδιόμορφες, που, όπως θα εξηγήσουμε κατωτέρω, δεν ήταν.

 

Επίσης θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος επέδειξε έμπρακτη μεταμέλεια διότι με γραπτή δήλωση του προς το δικαστήριο εξέφρασε την επιθυμία να αποζημιώσει τον παραπονούμενο αδελφό του με ακίνητη περιουσία που υπερκαλύπτει το αποσπασθέν ποσό, ο οποίος όμως για δικούς του λόγους δεν αποδέχθηκε. 

 

Αυτά σε συνδυασμό και με το λευκό ποινικό μητρώο οδήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο και σε αναστολή τελικά των ποινών. 

 

Όπως υποδείχθηκε ήδη πριν χρόνια στην Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 210:

 

«Τo οικονομικό έγκλημα βρίσκεται τον τελευταίο καιρό σε έξαρση και δραττόμαστε της ευκαιρίας να δηλώσουμε την αποφασιστικότητα των δικαστηρίων να συμβάλουν με αυστηρές ποινές στην πάταξη του.»

 

Το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην έξαρση με την οποία διαπράττονται εγκλήματα αυτής της φύσης και στην συνεπακόλουθη ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής.  Παρέβλεψε όμως πλήρως ότι όταν υπάρχει τέτοια ανάγκη, η εξατομίκευση της ποινής δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει το στοιχείο της αποτροπής.  Η διαδικασία εξατομίκευσης δεν συνεπάγεται την εξουδετέρωση της σοβαρότητας του εγκλήματος ή του στοιχείου της αποτροπής όταν διαπιστώνεται η ανάγκη να αποδοθεί αποτρεπτικός χαρακτήρας στην ποινή (Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 ΑΑΔ 132).  Όπως υποδείχθηκε στην Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 135:

 

«Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο τον συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη∙ όχι όμως την αποκλειστική συνάρτηση της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη (βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 CLR 194).»  

 

Συνεπώς, ναι μεν όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή δεν ατονεί η υποχρέωση για εξατομίκευση, όμως η σημασία των προσωπικών περιστάσεων ελαχιστοποιείται.  Καθοριστικός είναι ο παράγοντας της επιβαλλόμενης αποτροπής ακόμα και σε περιπτώσεις όπου οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις είναι ιδιαίτερες (Memic v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 197/2011, ημερ. 16.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:B271).

 

Εν προκειμένω, ούτως ή άλλως, οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου δεν ήταν τέτοιες ώστε να χαρακτηριστούν ιδιόμορφες και να τους δοθεί η ιδιαίτερη βαρύτητα που τους δόθηκε.  Ανέτρεξε το δικαστήριο στο μακρινό παρελθόν του εφεσίβλητου, ο οποίος αναφέρεται στο κατηγορητήριο ως 54 ετών, όταν ήταν το ένατο παιδί από τα δέκα της οικογένειας του το οποίο για να βοηθήσει την οικογένεια του δεν ολοκλήρωσε το σχολείο και ότι ήταν το μόνο άτομο που φρόντιζε στο τέλος της ζωής τους, τους γονείς του.  Ανέφερε επίσης ότι λαμβάνει υπόψιν το πρόβλημα υγείας που έχει, το οποίο δεν είναι άλλο από το ότι λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ως «ινσουλινοεξαρτώμενος».  Σε ότι αφορά τις οικογενειακές του περιστάσεις το δικαστήριο έλαβε υπόψιν ότι είναι πατέρας ενός παιδιού το οποίο τότε ήταν τελειόφοιτο και είχε την επίβλεψη του, με παρούσα όμως τη μητέρα του.  Αυτά δεν αποτελούν ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις. 

 

Σε ότι αφορά την εκδηλωθείσα πρόθεση για αποζημίωση, επίσης δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα η οποία εξέτρεψε τη δικαστική κρίση από τα ορθά πλαίσια.  Δεν αρκεί η έκφραση πρόθεσης (Ανδρονίκου ν. Suphire (2008) 2 AAΔ 486.  Ειδικά υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δεν μπορούσε να εκληφθεί ως έμπρακτη μεταμέλεια η γραπτή έκφραση πρόθεσης ή επιθυμίας.  Όταν ο εφεσίβλητος συνελήφθη στις 28.5.2015, ανακρινόμενος προέβη σε θεληματική κατάθεση στην οποία παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων.  Αργότερα, στις 5.6.2015, όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, απάντησε ότι δεν παραδέχεται.  Στο δικαστήριο παραδέχθηκε καθυστερημένα μετά από μερική ακρόαση, στα πλαίσια της οποίας ο παραπονούμενος αδελφός του υπέστη έντονη αντεξέταση κατά την οποία του υπεβλήθη ότι λέει ψέματα, ότι είχε προσωπικές διαφορές και ότι ήθελε να εκδικηθεί τον εφεσίβλητο, ο οποίος όχι μόνο δεν διέπραξε τα αδικήματα αλλά αντιθέτως προστάτεψε και αύξησε την περιουσία του. 

 

Είχε κάθε δικαίωμα να μην παραδεχθεί ποτέ.  Είχε όμως δικαίωμα και υποχρέωση το δικαστήριο να μην αποδώσει τόση σημασία στην εκφρασθείσα πρόθεση του, όση θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει μια εξαρχής έκφραση μεταμέλειας, έμπρακτη, ειλικρινής και χωρίς παλινδρομήσεις, μια ανθρώπινη συγγνώμη προς τον ίδιο του τον αδελφό.  Εκφρασθείσα στο τελικό πλέον στάδιο, ελάμβανε άλλο χαρακτήρα.  Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα, Α. Καπαρδής και Ηλ. Α. Στεφάνου, σελ.274:

 

«Το εφετείο στην Αγγλία έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η καταβολή αποζημίωσης από τον δράστη στο θύμα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ώστε να εξαγοράζει την τιμωρία του (π.χ. φυλάκιση) ο δράστης.

 

(Inwood (1974) 60 Cr.App.R. 73, Copley (1979) Cr.App.R. (S) 55, Barney [1990] Crim.L.R. 209, Tyce [1994] Crim.L.R. 71.»

 

 

Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να παρέμβει σε επιβληθείσα ποινή είναι περιορισμένη εφόσον τούτο αποτελεί κατ’  εξοχήν αρμοδιότητα του επιβάλλοντος την ποινή δικαστηρίου.  Όπως αναφέρθηκε στην Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342:

 

«Οι λόγοι, για τους οποίους το εφετείο μπορεί να επέμβει στην ποινή η οποία έχει επιβληθεί, όπως διαγράφονται από τη νομολογία και προσδιορίζονται στη Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, είναι οι ακόλουθοι:-

(α)   Εσφαλμένη καθοδήγηση του δικαστηρίου, αναφορικά με τα γεγονότα, ή το νόμο, ή/και τα δύο.

(β)   Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής· και

(γ)   Όπου είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής.

Το στοιχείο της υπερβολής ή ανεπάρκειας, ως η περίπτωση, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα - (βλ., επίσης, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525

 

Όχι μόνο τα περιθώρια επέμβασης του Εφετείου περιορίζονται ως άνω αλλά δεδομένη είναι και η αρχή ότι σε περίπτωση καθυστέρησης η φυλάκιση πρέπει να αποφεύγεται εκτός αν αυτό είναι αναπόφευκτο (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355). 

 

Έχοντας υπόψιν τους παραπάνω περιορισμούς και αρχές δεν έχουμε καμιά αμφιβολία, για τους λόγους στους οποίους έχουμε αναφερθεί, ότι εξ αντικειμένου η ποινή ήταν έκδηλα ανεπαρκής ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.  Θα παραμερίσουμε τις επιβληθείσες ποινές στο σύνολο τους, εκτός από τις κατηγορίες της πλαστοπροσωπίας (κατηγορίες 5, 6 και 7) στις οποίες, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, επιβλήθηκε η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή των 2 χρόνων.  Εν όψει τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η έφεση στρέφεται και εναντίον της επιβολής των ποινών αυτών, η δε πλευρά του εφεσίβλητου δεν ήγειρε το ζήτημα ως επίδικο που θα μπορούσε να ακουστεί στα πλαίσια της έφεσης, εφόσον σε ποινικές υποθέσεις δεν προβλέπεται αντέφεση, με βάση τα κριτήρια που καθορίστηκαν στην Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 186.

 

Η καθυστέρηση, θα ληφθεί υπόψιν, όχι στον καθορισμό του ύψους της ποινής, αλλά σε ότι αφορά στη διάρκεια.  Προς τούτο λαμβάνουμε υπόψιν ότι η σχετική πληροφορία που οδήγησε στη διερεύνηση τους έφθασε στην αστυνομία το Μάιο 2015.  Ο εφεσίβλητος συνελήφθη τότε και κατηγορήθηκε, με τον κρίσιμο χρόνο να προσμετρά έκτοτε (Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 330).  Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε τον Απρίλιο 2017.  Όμως για τη διερεύνηση της υπόθεσης υπήρξε ανάγκη να υποβληθεί αίτημα για Δικαστική Συνδρομή στις αρχές της Γαλλίας όπου ο παραπονούμενος είναι μόνιμα εγκατεστημένος από το 1974.  Εντοπίστηκε από τις γαλλικές αρχές ένα χρόνο μετά για να δοθεί συνέχεια στις εξετάσεις.  Γενικά η καθυστέρηση δεν ήταν τέτοια ώστε να επιβάλλεται η διαφοροποίηση του είδους της ποινής.  Αντίθετα, όσο κι αν το στοιχείο της ειδικής αποτροπής ατονεί με την πάροδο του χρόνου, έντονη παραμένει υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης η ανάγκη για γενική αποτροπή, εφόσον είναι απαραίτητο να μην αφεθεί η εντύπωση ότι το οικονομικό έγκλημα συμφέρει και αποδίδει.

 

Μειωμένη ήταν και η αξία της παραδοχής εν όψει της καταπελτικής μαρτυρίας που υπήρχε εναντίον του εφεσίβλητου (βλ. Ghafari (ανωτέρω)) όπως αυτή μάλιστα παρουσιάστηκε επ’  ακροατηρίω μέχρι που ο εφεσίβλητος να αλλάξει απάντηση και αφού υπέβαλε, ως άνω, σε έντονη και μειωτική αντεξέταση τον παραπονούμενο. 

 

Λαμβάνοντας όμως υπόψιν την καθυστέρηση θα επιβάλουμε ποινές μειωμένες από ό,τι κανονικά θα άρμοζε, που θα μπορούσε να είναι, υπό τις περιστάσεις, ακόμα και το όριο της ποινικής δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος δικαστηρίου (βλ. Ghafari (ανωτέρω)). 

 

Δεν θα επιβληθούν ποινές στις κατηγορίες που αφορούν στην κυκλοφορία των πλαστών εγγράφων, εφόσον θα επιβληθεί ποινή για τις αντίστοιχες πλαστογραφίες.  Επίσης δεν θα επιβληθεί ποινή στην κατηγορία της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, εφόσον θα επιβληθεί ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω επιβάλλονται οι ακόλουθες ποινές:

1η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 4 χρόνων

2η κατηγορία, ουδεμία ποινή

3η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 3 χρόνων

4η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 3 χρόνων

5η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 2 χρόνων

6η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 2 χρόνων

7η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 2 χρόνων

8η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 4 χρόνων

9η κατηγορία, ουδεμία ποινή

10η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 4 χρόνων

11η κατηγορία, ουδεμία ποινή

12η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 4 χρόνων

13η κατηγορία, ουδεμία ποινή

14η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 4 χρόνων

15η κατηγορία, ουδεμία ποινή

 

 

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Οι ποινές που επιβλήθηκαν πρωτόδικα παραμερίζονται.  Οι ποινές ως άνω να συντρέχουν.                                                               

Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

 

 

 

/φκ



[1] 360. Όποιος, με σκοπό καταδολίευσης οποιουδήποτε προσώπου, παριστάνει τον εαυτό του ψευδώς ότι είναι άλλο πρόσωπο, ζωντανό ή πεθαμένο, είναι ένοχος πλημμελήματος.

Αν η παράσταση συνίσταται στο ότι ο υπαίτιος είναι πρόσωπο που δικαιούται από διαθήκη ή από το νόμο συγκεκριμένη περιουσία και αυτός διαπράττει το ποινικό αδίκημα για εξασφάλιση τέτοιας περιουσίας ή κατοχής της, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.

 

[2] 35. Όταν στον Κώδικα αυτό δεν προβλέπεται ειδικά ποινή για οποιοδήποτε πλημμέλημα, τα πλημμελήματα τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες, ή και με τις δύο αυτές ποινές.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο