ALSATOUF κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 21-24/2020, 20/5/2021

ECLI:CY:AD:2021:B197

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 21-24/2020)

 

20 Μαΐου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

(Ποινική Έφεση αρ. 21/2020)

 

xxx  ALSATOUF,

Εφεσείων

       v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

__________________

 

(Ποινική Έφεση αρ. 22/2020)

 

xxx ALMOUSTAFA,

Εφεσείων

       v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

_________________________

(Ποινική Έφεση αρ. 23/2020)

 

xxx ALALI,

Εφεσείων

       v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

__________________

(Ποινική Έφεση αρ. 24/2020)

 

xxx ALHUUSH,

Εφεσείων

       v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

__________________

 

Ρ. Πεκρή (κα) για Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τους Εφεσείοντες σε όλες τις Εφέσεις.                

Π. Πίτσιλλου (κα) εκ μέρους του  Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,

για την Εφεσίβλητη.

__________________________

              

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..

__________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:   Έκαστος Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου κατηγορία που αφορούσε σε κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.   Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών έκαστος Εφεσείων στις 14.1.2020, στο Παραλίμνι της επαρχίας Αμμοχώστου, εν γνώσει του και δολίως, έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, δηλαδή παρουσίασε στο Λοχία xx6, xxx Σπύρου, πλαστή Συριακή ταυτότητα.   Όλοι οι Εφεσείοντες, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από συνήγορο, παραδέχθηκαν ενοχή.   

 

Τα γεγονότα ως είχαν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν απλά.  Τα παραθέτουμε σε γενικές γραμμές:   Στις 14.1.2020 και ώρα 9.50 εντοπίστηκε, κατόπιν πληροφορίας, σκάφος το οποίο μετέφερε μετανάστες, ανάμεσα σ΄ αυτούς και τους Εφεσείοντες, στη θαλάσσια περιοχή του Κάβο Γκρέκο.  Το σκάφος ελλιμενίστηκε στο αλιευτικό καταφύγιο Παραλιμνίου.  Κατά τον έλεγχο και καταγραφή των στοιχείων των Εφεσειόντων, αυτοί  παρουσίασαν Συριακές ταυτότητες  οι οποίες ήταν πλαστές αφού οι αριθμοί των ταυτοτήτων τους, μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε μέσω της Ιντερπόλ, διαπιστώθηκε ότι ήταν ανύπαρκτοι.   Οι Εφεσείοντες ανακρινόμενοι παραδέχθηκαν ότι γνώριζαν ότι οι ταυτότητες που παρουσίασαν ήταν πλαστές, για να προσθέσουν ότι αναγκάστηκαν να τις εξασφαλίσουν στη χώρα τους για να τις χρησιμοποιήσουν λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί σ΄ αυτή.  

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πριν τους επιβάλει ποινή τους ερώτησε αν επιθυμούσαν να αναφέρουν οτιδήποτε.   Οι Εφεσείοντες ζήτησαν συγγνώμη από το Δικαστήριο ενώ κάποιοι εξ αυτών ανέφεραν ότι θα δέχονταν την όποια ποινή θα τους επέβαλλε αυτό.   Σε γενικές γραμμές επανέλαβαν αυτά που είχαν αναφέρει ανακρινόμενοι από την Αστυνομία.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του και το περιεχόμενο των εκθέσεων του Γραφείου Ευημερίας, επέβαλε σε κάθε Εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης 10 μηνών, ενώ ταυτόχρονα διέταξε όπως η ποινή αυτή μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που αυτοί τελούσαν υπό κράτηση.

 

Έκαστος Εφεσείων καταχώρισε έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής.   Με τέσσερις λόγους έφεσης κατά της καταδίκης, έκαστος αναφέρει, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι ουδέποτε παραιτήθηκε από το δικαίωμα του να έχει συνήγορο και ουδέποτε αντιλήφθηκε τη φύση της κατηγορίας.   Αναφέρουμε ευθύς εξ αρχής πως ουδέποτε οι Εφεσείοντες ζήτησαν να έχουν τις υπηρεσίες συνηγόρου και κατ΄ επέκταση ουδέποτε το πρωτόδικο Δικαστήριο τους αποστέρησε αυτό το δικαίωμα.   Παρόμοιο ισχυρισμοί είχαν προβληθεί και απορριφθεί στην Borisov v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2004) 2 ΑΑΔ, 204, όπου λέχθηκε ότι ο Εφεσείων ουδέποτε υπέβαλε αίτημα είτε για παροχή νομικής εκπροσώπησης είτε για  παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και συνεπώς δεν μπορούσε να επικαλείται παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.     Στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ, 370, με αναφορά σε προηγούμενη Νομολογία, λέχθηκε πως δεν αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να πληροφορήσει ένα κατηγορούμενο για το δικαίωμα του να διορίσει δικηγόρο.   Στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 22, κρίθηκε πως και εκεί που παραβιάζεται αυτό το δικαίωμα, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να δείξει ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς στην Υπεράσπιση του.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία των εφέσεων, προβλήθηκε η θέση εκ μέρους της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, ότι δεν δόθηκε στους τελευταίους έγγραφο με τα δικαιώματα τους. 

 

Επειδή θεωρήσαμε σοβαρό αυτό τον ισχυρισμό, ζητήσαμε από την Εφεσίβλητη να τοποθετηθεί και μάλιστα αναβάλαμε την ακροαματική διαδικασία των εφέσεων σε άλλη  ημερομηνία.    Τότε, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Εφεσίβλητης μας παρουσίασε, χωρίς ένσταση, έντυπα που είχαν δοθεί στους Εφεσείοντες, πριν οδηγηθούν ενώπιον του πρωτόδικου  Δικαστηρίου, σε γλώσσα καταληπτή από αυτούς (Αραβικά), και στα οποία καταγράφονται, ανάμεσα σ΄ άλλα, και τα ακόλουθα, τα οποία και προσυπέγραψαν:  

 

«Εγώ ο ………….. έχω πληροφορηθεί για τα δικαιώματα μου και έχω παραλάβει σε γλώσσα καταληπτή από εμένα τα πιο κάτω:

 

            (α)  Έγγραφο Δικαιωμάτων (Έντ. Αστ. 129 – Παράρτημα Α)

 

            (β)  Δήλωση Κρατουμένου (Έντ. Αστ. 130 – Παράρτημα Α(1))

 

(γ)  Δικαίωμα κρατουμένου σε ιατρική εξέταση (Έντ. Αστ. 131 – Παράρτημα Α(2))

 

(δ)  Κανόνες κρατητηρίου (Έντ. Αστ. 132 – Παράρτημα Α(3))

 

(ε)  Έντυπο για παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής στο ανακριτικό στάδιο (Παράρτημα Α(5))

 

(στ)  Κατάλογο με τα ονόματα και τους αριθμούς τηλεφώνων των δικηγόρων που ενδιαφέρονται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.»                

 

 

Όταν η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων ήλθε αντιμέτωπη με τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα, μας ανέφερε πως επικοινώνησε με αυτούς οι οποίοι της ανέφεραν, αυτή τη φορά, ότι δεν γνωρίζουν να διαβάζουν Αραβικά γιατί δεν «πήγαν σχολείο».  Αν έτσι όμως είχαν τα πράγματα, θα αναμέναμε οι Εφεσείοντες να είχαν αναφέρει κάτι τέτοιο στην Αστυνομία, κατά το χρόνο που παραλάμβαναν και υπέγραφαν τα σχετικά έντυπα.   Και όχι να ισχυρίζονται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν τους δόθηκαν τα έγγραφα, μεταβάλλοντας, όταν αυτά παρουσιάστηκαν με την υπογραφή τους, τη θέση τους.

 

Όσον αφορά στο λόγο έφεσης ότι δεν αντιλήφθηκαν τη φύση της  κατηγορίας, θα παραπέμψουμε στο πρακτικό  που τηρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, από το οποίο προκύπτει ότι όλοι οι Εφεσείοντες αντιλήφθηκαν πλήρως την κατηγορία που αντιμετώπιζαν, και μάλιστα όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο τους ερώτησε εάν επιθυμούσαν να αναφέρουν οτιδήποτε πριν από την επιβολή της ποινής, αυτοί παρέθεσαν τους λόγους που τους ώθησαν να διαπράξουν το αδίκημα που παραδέχθηκαν και ζήτησαν από το Δικαστήριο συγγνώμη.  

 

Έτερος λόγος έφεσης είναι ότι η δικαιοσύνη ασκήθηκε πλημμελώς αφού οι Εφεσείοντες «συνελήφθηκαν, κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν από προσωπικό και από Δικαστή, περιλαμβανομένης της διερμηνέως, που δεν έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα στα δικαιώματα των προσώπων που θεωρούνται ύποπτα ή κατηγορούμενα για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος».    Πρόκειται περί παντελώς ανυπόστατου λόγου έφεσης.   Δικαστές στην Κύπρο διορίζονται πρόσωπα που κατέχουν τόσο τα αναγκαία προσόντα όσο και την απαραίτητη εμπειρία.  Το ίδιο ισχύει και για το προσωπικό των Δικαστηρίων, το οποίο στην πλειονότητα του είναι έμπειρο και προσοντούχο.  Εν πάση περιπτώσει, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης αναφέρεται γενικά και αόριστα, και συνεπώς  κρίση επ΄ αυτού in abstracto δεν προσφέρεται.     Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης, η οποία προέκυψε κατόπιν παραδοχής τους, τους οποίους, αφού μελετήσαμε, θεωρούμε αβάσιμους.

 

Δύο λόγια και για την ποινή που έχει επιβληθεί στους Εφεσείοντες.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του, τους λόγους που ώθησαν τους Εφεσείοντες να διαπράξουν το αδίκημα.  Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην απόφαση του: «Κατανοώ βεβαίως ότι στη χώρα των κατηγορουμένων διεξάγεται πόλεμος, αυτό είναι γνωστό, και συμπονώ βεβαίως τους κατηγορουμένους οι οποίοι έχουν ξενιτευτεί ένεκα του πολέμου για μια καλύτερη ζωή.  Από την άλλη διέπραξαν όλοι ένα πάρα πολύ σοβαρό αδίκημα και γνωρίζοντας ότι είναι πλαστές οι ταυτότητες που  κατέχουν προκύπτει ότι τις παρουσίασαν διαπράττοντας το συγκεκριμένο αδίκημα».   Να σημειώσουμε πως οι Εφεσείοντες παρουσίασαν στην Αστυνομία τις πλαστές Συριακές ταυτότητες τους, χωρίς να αναφέρουν τότε ότι αυτές είναι πλαστές.   Είναι μετά τον έλεγχο που η Αστυνομία διενήργησε μέσω της Ιντερπόλ, που διαπιστώθηκε ότι αυτές ήταν πλαστές. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας κατά νου την προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή φυλάκισης, καθώς και τη σχετική Νομολογία, ως επίσης και την έξαρση του αδικήματος που οι Εφεσείοντες διέπραξαν, και αφού έλαβε υπόψη του όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των  προσωπικών περιστάσεων για τις οποίες είχαν συνταχθεί Εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, επέβαλε σε κάθε  Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 10 μηνών. Δεν έχει φανεί πως υπήρχε κάτι άλλο ουσιώδες που θα μπορούσε να είχε τεθεί ενώπιον του και δεν τέθηκε.  

 

Ο προσδιορισμός της ποινής και η επιμέτρηση του ύψους της, είναι έργο των Πρωτόδικων Δικαστηρίων.   Το Εφετείο παρεμβαίνει μόνο όταν οι επιβληθείσες ποινές κρίνονται έκδηλα υπερβολικές ή έκδηλα ανεπαρκείς ή νομικά εσφαλμένες.  Εδώ, η επιβληθείσα σε κάθε Εφεσείοντα ποινή, είναι δίκαιη και ισορροπημένη, και σε καμιά περίπτωση δεν κρίνεται έκδηλα υπερβολική που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.

 

Οι Εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο