ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΠΕΡΔΙΚΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 98/2020, 140/2020 και 142/2020, 27/5/2021
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΠΕΡΔΙΚΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 98/2020, 140/2020 και 142/2020, 27/5/2021
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2021:B206

ECLI:CY:AD:2021:B206

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 98/2020)

(σχ. με 140/2020 και 142/2020)

 

 

27 Μαΐου 2021

 

 

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείουσας

ΚΑΙ

 

xxx ΠΕΡΔΙΚΗ

Εφεσίβλητου

---------------

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 140/2020)

(σχ. με 98/2020 και 142/2020 )

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείουσας

ΚΑΙ

 

xxx ΠΕΡΔΙΚΗ

Εφεσίβλητου

---------------

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 142/2020

(σχ. με 98/2020 και 140/2020)

 

xxx ΠΕΡΔΙΚΗ

 Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------------

 

 

Θεοδώρα Παπακυριακού (κα) με Ειρήνη Παραδεισιώτη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα στην 98/20 και στην 140/20 και Εφεσίβλητη στην 142/20.

Κωστής Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα στην 142/20 και Εφεσίβλητο στην 98/20 και στην 140/20.

--------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Κατόπιν πληροφορίας σε σχέση με διακίνηση ναρκωτικών, την 1.4.2019, η Αστυνομία ανέκοψε και ερεύνησε όχημα ενοικίασης που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος.  Ανευρέθηκε στο ντουλαπάκι της θέσης του συνοδηγού κοκαΐνη βάρους 99,99 γρ. και κάτω από τη θέση του συνοδηγού χειροποίητο τσιγάρο που περιείχε βιομηχανοποιημένο καπνό αναμεμειγμένο με κάνναβη βάρους 0,05 γρ.  Ο Εφεσίβλητος είχε στην τσέπη του το ποσό των €600 σε χαρτονομίσματα των €50.   Ακολούθησε την ίδια ημέρα έρευνα σε διαμέρισμα ενοικίασης μικρής διάρκειας όπου διέμενε ο Εφεσίβλητος και ανευρέθηκαν σε κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο τρία νάυλον σακούλια που περιείχαν κοκαΐνη συνολικού βάρους 210,38 γρ.,  μεθαμφεταμίνη βάρους 0,29 γρ. σε τεμάχιο νάυλον σακουλιού, μια ζυγαριά ακριβείας, ένα ρολό νάυλον σακούλια και το χρηματικό ποσό των €117.000 σε χαρτονομίσματα των €50 μέχρι και €500.  Σε χαρτομάντηλο που βρισκόταν πάνω σε σιφονιέρα ανευρέθηκαν ίχνη κοκαΐνης.  Ακόμα, εντοπίστηκε ένας φάκελος με πληθώρα δελτίων στοιχημάτων και αποδείξεις πληρωμής κερδών από στοιχήματα, στη σχετικότητα των οποίων θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

 

Ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε την κατοχή όλων των ναρκωτικών ουσιών (Κατηγορίες 1, 3, 4, 6 και 7) και μετά από ακρόαση καταδικάστηκε, ομόφωνα από το Κακουργιοδικείο, ότι κατείχε τις δύο ποσότητες κοκαΐνης, των 99,99 και 210,38 γρ., με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλο πρόσωπο (Κατηγορίες 2 και 5).  Δεν έχει προσβάλει τις καταδίκες του.

 

Σε σχέση με τα δύο χρηματικά ποσά που ανευρέθηκαν στην τσέπη του και στο χρηματοκιβώτιο του διαμερίσματος, ο Εφεσίβλητος αντιμετώπισε δύο κατηγορίες για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση του άρθρου 4(1) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(Ι)/2007) όπως τροποποιήθηκε.[1]  Του καταλογιζόταν ότι απέκτησε και κατείχε το χρηματικό ποσό των €600 και το ποσό των €117.000 ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το κάθε ένα αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργών αδικημάτων (Κατηγορίες 8 και 9). 

Με απόφαση πλειοψηφίας, διαφωνούντος του Προέδρου του, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσίβλητο από τις κατηγορίες αυτές.  Η απόφαση αυτή προσβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα με την έφεση αρ.98/2020.

 

Προτού το Κακουργιοδικείο επιβάλει ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες, κλήθηκε, στη βάση αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, να διατάξει τη δήμευση του συνολικού ποσού των €117.600 που ανευρέθηκε στην κατοχή του Εφεσίβλητου, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν.188(Ι)/2007.  Το Κακουργιοδικείο ομόφωνα, τη φορά αυτή, κατέληξε στην έκδοση διατάγματος δήμευσης ποσού €43.600.  Η απόφαση αυτή προσβάλλεται από τον Εφεσίβλητο ως αδικαιολόγητη, άδικη και τιμωρητική με την έφεση αρ.142/2020.  Η κατάληξη να μη δημευτεί το υπόλοιπο ποσό των €74.000 προσβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα ως εσφαλμένη με την έφεση αρ.140/2020. 

 

Η έφεση του Εφεσίβλητου είχε καταχωριστεί από τον ίδιο προσωπικά και πέραν του ζητήματος της δήμευσης γινόταν αναφορά και σε «υπερβολική ποινή».  Όταν στη συνέχεια οι δικηγόροι του καταχώρισαν «συμπληρωματικούς» λόγους έφεσης, περιορίστηκαν στην προσβολή της απόφασης για τη δήμευση.  Σε αυτή την πτυχή της ποινής περιορίστηκε και η επιχειρηματολογία κατά την αγόρευση τους, χωρίς αναφορά στο εύρος των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν.

 

Η αθώωση και απαλλαγή του Εφεσίβλητου στις κατηγορίες της νομιμοποίησης εσόδων προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης.  Ο πρώτος λόγος έφεσης, ότι: «Ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων», στη βάση ότι η πλειοψηφία εσφαλμένα αποφάσισε ότι έπρεπε να αποδειχτεί με άμεση μαρτυρία ότι τα δύο χρηματικά ποσά αποτελούσαν έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, εδράζεται σε παρερμηνεία της απόφασης της πλειοψηφίας.  Η πλειοψηφία δεν αποφάνθηκε έτσι.  Διαπίστωσε ότι δεν είχε παρουσιαστεί άμεση μαρτυρία και αμέσως μετά σημείωσε ότι η κατηγορούσα αρχή είχε στηριχτεί εξολοκλήρου σε περιστατική μαρτυρία για να αποδείξει τις κατηγορίες αυτές, εννοώντας στην έκταση της απόδειξης της απαραίτητης ένοχης διάνοιας για το αδίκημα.  Η ουσία της έφεσης εμπεριέχεται στην πτυχή του λόγου που αφορά στην εσφαλμένη εκτίμηση της περιστατικής μαρτυρίας, στη βάση ότι είχε παρατεθεί σωρεία τέτοιας, ικανή να αποδείξει τις συγκεκριμένες κατηγορίες.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά σε τρία στοιχεία μαρτυρίας που, κατά τον Εφεσίβλητο, αποδείκνυαν την κερδοφόρα στοιχηματική του δραστηριότητα, που είχε προβάλει για να δικαιολογήσει την κατοχή των δύο ποσών.  Αποδίδεται στην πλειοψηφία ότι αντινομικά βασίστηκε σε αυτά για να καταλήξει ότι η περιστατική μαρτυρία δεν οδηγούσε απαρέγκλιτα στο μόνο και μοναδικό συμπέρασμα ότι αυτά αποτελούσαν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες, αφού το ένα στοιχείο δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία, ενώ σε σχέση με τα άλλα δύο η  μαρτυρία στην οποία θεμελιώνονταν, αυτή του Εφεσίβλητου, είχε απορριφθεί και από την πλειοψηφία στην ολότητα της.

 

Οι λόγοι έφεσης συμπλέκονται και θα πρέπει να εξεταστούν μαζί. 

 

Στην περίπτωση που το Κακουργιοδικείο είχε κρίνει τον Εφεσίβλητο αξιόπιστο και αποδεχόταν την εκδοχή του ως προς την προέλευση των χρημάτων, το ζήτημα τελείωνε και η αθώωση και απαλλαγή του στις επίδικες κατηγορίες θα έπρεπε να ακολουθήσει χωρίς άλλο.  Εφόσον όμως η πλειοψηφία, όπως και ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, είχαν κρίνει τον Εφεσίβλητο αναξιόπιστο και απορρίψει τη μαρτυρία του στην ολότητα της, άνοιγε ο δρόμος για την εκτίμηση της περιστατικής μαρτυρίας με αναφορά στο επίδικο ζήτημα, κατά πόσο δηλαδή τα επιμέρους στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που προέκυπταν, ήταν επαρκή για τη στοιχειοθέτηση της απαραίτητης γνώσης του Εφεσίβλητου ότι τα χρήματα που κατείχε αποτελούσαν έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργών αδικημάτων ή ότι όφειλε να το γνωρίζει.

 

Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα ενοχής όταν δεν συμβιβάζεται με οτιδήποτε άλλο παρά με συμπέρασμα ενοχής του κατηγορούμενου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χάρπα, Ποιν. Έφ. Αρ.71/2012, ημερ.21.2.2014).  Αυτό συμβαίνει όταν δεν επιδέχεται άλλη λογική ερμηνεία ή εξήγηση, συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, έτσι ώστε η ενοχή του κατηγορούμενου να προκύπτει από τη σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687, 696 και Farooq κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ.165, 166, 169 και 170/2018, ημερ.7.9.2020).

 

Θα αναφερθούμε στα γεγονότα της υπόθεσης εστιάζοντας στα ανευρεθέντα χρηματικά ποσά, καταγράφοντας τα σχετικά στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που αναδύονται αναφορικά με το επίδικο ζήτημα.  Θα αναφερθούμε και στη μαρτυρία που δυνατόν να μπορούσε να ανατρέψει ή έστω εγείρει αμφιβολίες ως προς τα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να εξαχθούν, πάντα υπό το φως της κρίσης του Κακουργιοδικείου ως προς το αξιόπιστο της, αφού απορριφθείσα μαρτυρία δεν μπορεί να έχει καμιά αποδειχτική αξία.

 

Ο Εφεσίβλητος, ελλαδίτης, αφίχθηκε στην Κύπρο ως ταξιδιώτης.  Μαρτύρησε ότι ασχολείται επαγγελματικά με το στοίχημα και πως έτσι βιοπορίζεται.  Είχε επισκεφθεί,  ανάφερε, και άλλες φορές την Κύπρο λόγω της ιδιομορφίας του στοιχήματος εδώ και των προοπτικών που υπάρχουν για στοιχηματική δραστηριότητα.  Σε σχέση με τα χρήματα που βρέθηκαν στην κατοχή του, η εκδοχή του ήταν ότι ερχόμενος στην Κύπρο μετέφερε μαζί του €20.000, χωρίς να τα δηλώσει στο τελωνείο.  Μετά την άφιξη του κέρδισε σε στοιχήματα €200.000 και λίγες μέρες πριν τη σύλληψη του χρησιμοποίησε €20.000 για την αγορά 315 γρ. κοκαΐνης για δική του χρήση.  Είναι, ανάφερε, εθισμένος στην κοκαΐνη.  Πέραν της στοιχηματικής του δραστηριότητας, ο Εφεσίβλητος διοργάνωνε, όπως είπε, πάρτι, επιδιδόμενος σε σεξουαλικές συνευρέσεις και χρήση ναρκωτικών, κατασπαταλώντας χρήματα, σε διάφορα μέρη της Κύπρου και είχε ενοικιασμένους πέραν του ενός, έτυχε ταυτόχρονα και τρείς, χώρους διαμονής σε διάφορες επαρχίες.  Διακινείτο με αυτοκίνητα ενοικίασης και όπως διαπιστώθηκε πλήρωνε πάντοτε με μετρητά και δεν είχε και δεν διατηρούσε ποτέ τραπεζικό λογαριασμό στην Κύπρο.

 

Σε σχέση με το ποσό €600, όταν κατά την έρευνα στο αυτοκίνητο του του αναφέρθηκε ότι θα κατασχόταν γιατί υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι προερχόταν από παράνομες δραστηριότητες και του επιστήθηκε η προσοχή στο νόμο απάντησε «εντάξει».  Όταν στη συνέχεια στο διαμέρισμα η Αστυνομία εντόπισε το ποσό των €117.000 και επιστήθηκε και πάλι η προσοχή του στο νόμο, ο Εφεσίβλητος απάντησε ότι τα χρήματα τα είχε κερδίσει στο στοίχημα.   

 

Όπως προειπώθηκε, κατά την έρευνα στο διαμέρισμα όπου διέμενε εντοπίστηκε ένας φάκελος με πληθώρα δελτίων στοιχημάτων και αποδείξεις πληρωμής κερδών από στοιχήματα.  Τα κέρδη σύμφωνα με τα δελτία και τις αποδείξεις ήταν €67.000. 

 

Κατά τις έρευνες είχε εντοπιστεί και κατασχεθεί από την Αστυνομία και ένα «tablet» του Εφεσίβλητου.  Κατά την παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα ο Εφεσίβλητος είχε αναφερθεί σε αυτό, και κατά την επανεξέταση του, όπως αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας, «άνοιξε το viber, υπέδειξε και επεξήγησε κάποια γραπτά και φωνητικά μηνύματα σε σχέση με το στοίχημα που ανάφερε των €20.000 του Πανιωνίου».

 

Προκύπτει ακόμα ότι μετά τη σύλληψη του Εφεσίβλητου, κάποιο πρόσωπο, ο Σ.Γ., παρουσιάστηκε στην Αστυνομία και παράδωσε κάποια περαιτέρω δελτία στοιχημάτων που είχαν κερδίσει ποσά €6.000 - €7.000.  Τα στοιχήματα αυτά είχαν καταχωριστεί στο ίδιο πρακτορείο όπου είχαν καταχωριστεί πλείστα από εκείνα που είχαν εντοπιστεί στο διαμέρισμα όπου διέμενε ο Εφεσίβλητος.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου από το Κακουργιοδικείο ορθά έγινε στη βάση του συνόλου της, για όλα τα επίδικα στην υπόθεση ζητήματα.  Η πλειοψηφία έκρινε ότι η εκδοχή του ότι ήταν μόνο χρήστης της ανευρεθείσας ποσότητας ναρκωτικών ήταν κατασκευασμένη και την απόρριψε.  Διαπίστωσε ότι η θέση του ότι μετέφερε τα 99,99 γρ. κοκαΐνης για ιδία χρήση δεν δικαιολογείτο στη βάση των περιστάσεων της υπόθεσης.  Περαιτέρω, ότι η ποσότητα των 210,38 γρ., που βρισκόταν εντός του χρηματοκιβωτίου, ήταν διαχωρισμένη σε τρία σακουλάκια και εντός του ιδίου χρηματοκιβωτίου υπήρχε ρολό από νάυλον σακούλια και ζυγαριά ακριβείας, βρήκε ότι ήταν στοιχεία που παρέπεμπαν σε πρόθεση διανομής της κοκαΐνης και όχι σε κατοχή της για ιδία χρήση.  Διαπίστωσε ακόμα η πλειοψηφία ότι κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του ο Εφεσίβλητος είχε διαφοροποιήσει την εκδοχή του σε σχέση με την κατάθεση του στην Αστυνομία αναφορικά με την ημερήσια χρήση κοκαΐνης που έκανε, για να πείσει ότι η μεγάλη ποσότητα που ανευρέθηκε στην κατοχή του μπορούσε να ήταν για ιδία χρήση.

 

Στην κατάληξη, δεν ήταν μόνο η ποσότητα της κοκαΐνης που παρέπεμπε σε προμήθεια στη βάση του τεκμηρίου της σχετικής νομοθεσίας (άρθρο 30Α του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977), όπως έχει τροποποιηθεί), αλλά και οι πραγματικές περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Σε σχέση με το πολύ μεγάλο ποσό χρημάτων που ανευρέθηκε στην κατοχή του Εφεσίβλητου, το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιον του μια μαρτυρούμενη εκδοχή για τον τρόπο που αυτός το απέκτησε.  Αυτή προερχόταν από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο που υποστήριξε ότι  αφορούσε κέρδη από στοιχήματα.  Κρατούσε ανάφερε τα κερδισμένα, εξαργυρωμένα δελτία, που είχαν περισυλλεγεί από το διαμέρισμα όπου διέμενε, για να μπορεί στο αεροδρόμιο να αποδείξει τη νόμιμη προέλευση των χρημάτων του.  Κατά την εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής ο Εφεσίβλητος είχε αποκομίσει τα χρήματα εμπορευόμενος ναρκωτικά και προμηθεύτηκε, πιθανόν αγοράζοντας τα, τα κερδισμένα δελτία στοιχημάτων για τον σκοπό που ανάφερε.  Η πλειοψηφία είχε αποφανθεί ότι:

 

«Παρά το ότι με την ανεύρεση 78 δελτίων στοιχημάτων (Τεκμήριο 17]) στην κατοχή του κατηγορούμενου, τα οποία νόμιμα καταχωρήθηκαν, σε αδειοδοτημένο πρακτορείο και κάποια από αυτά νόμιμα κερδήθηκαν, καθώς και την ύπαρξη κάποιων δελτίων στοιχημάτων, που νόμιμα καταχωρήθηκαν και κερδήθηκαν στο πρακτορείο του ΜΚ5, αλλά και στις αναφορές του στο τάμπλετ του, δεν μπορεί μεν να αποκλειστεί ότι ο κατηγορούμενος ασχολείτο με στοιχηματική δραστηριότητα, τα όσα ανέφερε όμως γι΄αυτή την πτυχή της υπόθεσης δεν ήταν πειστικά.  Θέση του κατηγορουμένου ήταν ότι κρατούσε πάντα τόσα δελτία όσα ήταν αρκετά για να καλύπτει το ποσό που κρατούσε από τα κέρδη των στοιχημάτων του για να μπορεί ανά πάσα στιγμή να τα παρουσιάζει στο αεροδρόμιο.  Ως προκύπτει όμως από την προσαχθείσα μαρτυρία τα δελτία που βρέθηκαν στην κατοχή του, καλύπτουν περίοδο από μέσα Ιανουαρίου μέχρι τέλη Φεβρουαρίου του 2019, και τα κέρδη τους, μαζί με τα άλλα που δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, δεν ξεπερνούσαν τις €75.000, ποσό πολύ λιγότερο από το ανευρεθέν ποσό των €117.600.  Ως εκ των ανωτέρω δεν μπορούμε να δεχθούμε ούτε αυτό το μέρος της μαρτυρίας του.

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη τα πιο πάνω τα οποία ενδεικτικά αναφέρονται επί ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας του, κρίνουμε ότι δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτήν και την απορρίπτουμε στην ολότητα της.»

Συνοψίζοντας, η εκδοχή του Εφεσίβλητου για την προέλευση των χρημάτων δεν ήταν πειστική και η πλειοψηφία δεν μπορούσε να την δεχτεί ούτε αυτή, καταλήγοντας στην απόρριψη της μαρτυρίας του στην ολότητα της.  Παρεμβάλλουμε ότι και η κατάληξη του Προέδρου του Κακουργιοδικείου ήταν να απορρίψει ως αναξιόπιστη  τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου στο σύνολο της.  Δοθείσης της κατάληξης αυτής, όλων των Δικαστών του Κακουργιοδικείου, ό,τι παρέμενε ήταν το γεγονός της ανεύρεσης των δύο ποσών στην κατοχή του Εφεσίβλητου, υπό τις περιστάσεις που ανευρέθηκαν, περιλαμβανομένου και του εντοπισμού στο διαμέρισμα των δελτίων στοιχημάτων και αποδείξεων είσπραξης και η απουσία πειστικής εξήγησης για τη νόμιμη προέλευση τους.

 

Ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, μειοψηφώντας, έκρινε ότι, με δεδομένο ότι η εκδοχή του Εφεσίβλητου ως προς την προέλευση των χρημάτων δεν είχε γίνει αποδεχτή, με την περιστατική μαρτυρία αποδεικνύονταν οι κατηγορίες για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων, στη βάση ότι η περιστατική μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί δεν οδηγούσε σε οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά μόνο στο ότι τα χρήματα ήταν προϊόν παράνομων εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργών αδικημάτων που σχετίζονταν με την προμήθεια ναρκωτικών. 

 

Όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της μειοψηφίας με αναφορά στην Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 40/2015, ημερ. 25.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B534 και Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διακρίνεται νομοθετικά από τη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος[2] και σύμφωνα με το άρθρο 4(2)(δ) του Νόμου, δεν απαιτείται προηγούμενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκημα από το οποίο προήλθαν έσοδα, στην προκειμένη περίπτωση αυτό της εμπορίας ναρκωτικών.  Το δε συστατικό στοιχείο της γνώσης, μπορεί να αποδειχτεί σύμφωνα με το άρθρο 4(2)(γ) από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις, δηλαδή με περιστατική μαρτυρία,[3] με το βάρος απόδειξης να παραμένει πάντα στους ώμους της κατηγορούσας αρχής.

 

Η πλειοψηφία δεν προσέγγισε έτσι την υπόθεση.  Στο ουσιώδες μέρος της απόφασης της, που μεταφέρεται αυτούσιο στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, είχε αναφέρει:

 

 

«Στην παρούσα υπόθεση έχοντας υπόψη ότι στο δωμάτιο του κατηγορουμένου ανευρέθηκαν στοιχηματικά δελτία τα οποία καταχωρήθηκαν νόμιμα και απέφεραν κέρδη ύψους €67.000 (μέρος του Τεκμηρίου 17), αλλά και το ότι παρουσιάστηκαν στην αστυνομία άλλα κερδισμένα στοιχηματικά δελτία, γι΄αυτή την υπόθεση, τα οποία είχε στην κατοχή του κάποιο πρόσωπο, ονόματι [Σ.Γ.], τα οποία επίσης είχαν καταχωρηθεί νόμιμα, αλλά και κάποιες οδηγίες που φαίνεται να δόθηκαν μέσω του τάμπλετ του κατηγορουμένου για στοιχήματα, η περιστατική μαρτυρία που παρουσιάστηκε γι΄αυτές τις κατηγορίες, δηλαδή η ανεύρεση της κοκαΐνης στην κατοχή του ενώ οδηγούσε το όχημα του και στο διαμέρισμα του, ασύνδετη με την πώληση αυτής ή άλλης ποσότητας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στο μόνο και μοναδικό συμπέρασμα ότι αυτά τα ποσά αποτελούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες.»

 

 

Μεταφέρουμε και το καταληκτικό μέρος της απόφασης της πλειοψηφίας:

 

 

«Τα κενά που υπάρχουν στη μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή προσκόμισε στο Δικαστήριο, ως προς τα στοιχηματικά δελτία που βρέθηκαν στην κατοχή του κατηγορουμένου, και έχοντας υπόψη ότι κάποια ποσά ενδεχομένως να κερδήθηκαν μέσω των δελτίων στοιχημάτων που ανευρέθηκαν στην κατοχή του και κάποια άλλα στα οποία έγινε αναφορά από το ΜΚ5, καθώς και κάποια ποσά τα οποία παίχτηκαν μέσω του τάμπλετ του, δημιουργείται υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς το εάν, τα εν λόγω ανευρεθέντα ποσά ύψους €117.600 είναι προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων.  Από την προσαχθείσα μαρτυρία δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, τα εν λόγω ποσά να ήταν προϊόν στοιχηματικής δραστηριότητας.»

 

 

Τα χρήματα που ανευρέθηκαν στην κατοχή του, ο Εφεσίβλητος τα απέκτησε στην Κύπρο, όπου ήταν κοινό έδαφος ότι δεν είχε ασχοληθεί με κάποια νόμιμη προσοδοφόρα εργασία.  Οι περιστάσεις της υπόθεσης άφηναν ανοιχτά τα εξής ενδεχόμενα.  Να ήταν τα χρήματα αυτά κέρδη από στοιχηματική δραστηριότητα ή εισπράξεις σχετιζόμενες με την προμήθεια ναρκωτικών ή και τα δύο, δηλαδή κάποιο μέρος να αφορούσε κέρδη από στοιχηματική δραστηριότητα και κάποιο άλλο εισπράξεις σχετιζόμενες με την προμήθεια ναρκωτικών.  Οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν άφηναν περιθώριο για άλλα ενδεχόμενα.

 

Στην περίπτωση κατά την οποία η πλειοψηφία κατέληγε ότι η εκδοχή του Εφεσίβλητου ότι τα χρήματα ήταν κέρδη από στοιχηματική δραστηριότητα ήταν ψευδής, θα ήταν πλέον βέβαιο ότι επρόκειτο για εισπράξεις σχετιζόμενες με την προμήθεια ναρκωτικών.  Και εφόσον ο Εφεσίβλητος είχε προσωπική εμπλοκή, ασφαλώς και θα είχε και την απαραίτητη γνώση για τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών. 

 

Όμως δεν ήταν αυτή η κατάληξη της πλειοψηφίας.  Δεν κατέληξε κατά τρόπο θετικό ότι η επιμέρους εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν ψευδής.  Εκεί όπου κατέληξε ήταν ότι αυτή δεν ήταν πειστική.  Ο Εφεσίβλητος δεν είχε πείσει ότι τα χρήματα ήταν κέρδη από στοιχηματική δραστηριότητα, που, όπως προειπώθηκε, εφόσον συνέβαινε θα ήταν και το τέλος του ζητήματος.  Ούτε όμως και αποφάνθηκε η πλειοψηφία ότι έλεγε ψέματα.  Αντίθετα, διατύπωσε την επιφύλαξη, ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι ο Εφεσίβλητος ασχολείτο με στοιχηματική δραστηριότητα.  Αυτή η επιφύλαξη εδραζόταν στα τρία στοιχεία μαρτυρίας που αναφέρονται στο τελευταίο πιο πάνω απόσπασμα και κυρίως, θα λέγαμε, στο γεγονός του εντοπισμού των κερδισμένων δελτίων στοιχημάτων και αποδείξεων είσπραξης στο διαμέρισμα όπου διέμενε ο Εφεσίβλητος, που ήταν μια αδιαμφισβήτητη περίσταση της υπόθεσης.

 

Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνθέτει βαραίνει εξολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή (Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, 365-6).  Στην Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 25 και 29/2014, ημερ.20.9.2018, αναφέρεται (από την απόφαση του αδελφού Τ. Θ. Οικονόμου, Δ. στην 29/2014) ότι:

 

«Η υπεράσπιση αρκεί να δώσει εξήγηση που να εισηγείται μια διαζευκτική θεωρία η οποία να είναι πιθανή και να συνάδει με τη μαρτυρία (Ayres v. The Republic (1971) 2 CLR 40) ή, με άλλα λόγια, μια εξήγηση ικανή να προκαλέσει εύλογη, έστω υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt), χωρίς να είναι ανάγκη η εξήγηση αυτή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή (Woolmington [v D.P.P. 25 Cr. App. R. 72] (ανωτ.), Αttorney General v. Hassan (1971) 2 CLR 316, R. V Murtagh and Kennedy, 39, Cr. App. R. 72, 83, Koutras v The Republic (1976) 2 CLR 13, Fournaris v. The Republic (1978) 2 CLR 20). Η αποτυχία της υπεράσπισης είναι μοιραία μόνο στο βαθμό που η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ακλόνητη και επαρκώς ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη (Kafalos v. The Queen 19 CLR 121).»

 

 

Μεταξύ της αποδοχής της θέσης του κατηγορούμενου, που προϋποθέτει, κατά κανόνα, κρίση ότι αυτός είναι αξιόπιστος και της κατάληξης ότι η θέση του είναι ψευδής, που προϋποθέτει κρίση ότι αυτός είναι αναξιόπιστος και επιπλέον άλλη αξιόπιστη μαρτυρία που αποδεικνύει ότι η εκδοχή του είναι ψευδής, υπάρχει και ενδιάμεση κατάληξη, όταν ο κατηγορούμενος δεν κρίνεται αξιόπιστος ώστε η θέση του να γίνει αποδεχτή, αλλά δεν αποκλείεται να είναι και αληθινή.  Τέτοια είναι η περίπτωση όταν η  θέση δεν είναι πειστική, αλλά δεν αποκλείεται να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αφού δεν υπάρχει και άλλη αξιόπιστη μαρτυρία που να την καταρρίπτει.  Το τελευταίο υποδεικνύεται εμμέσως στην απόφαση της πλειοψηφίας με την αναφορά σε «κενά που υπάρχουν στη μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή προσκόμισε στο Δικαστήριο, ως προς τα στοιχηματικά δελτία που βρέθηκαν στην κατοχή του κατηγορουμένου».  Τα κενά αυτά δεν επέτρεπαν τη θετική διάψευση της εκδοχής του Εφεσίβλητου.  Σε τέτοιες περιπτώσεις η εκδοχή της υπεράσπισης δεν γίνεται αποδεχτή και απορρίπτεται, πλην όμως δικαιολογείται το Δικαστήριο να μην αποκλείει να είναι αληθής και επομένως να διατηρεί αμφιβολίες σε σχέση με αυτό που, αν η εκδοχή διαφαινόταν ψευδής, θα αποδεικνυόταν.  Επομένως, η απόρριψη της εκδοχής του Εφεσίβλητου ως προς την προέλευση των χρημάτων, δεν επέβαλε το συμπέρασμα ότι αυτά δεν ήταν εισπράξεις από στοιχήματα και ούτε βέβαια ότι ήταν εισπράξεις σχετιζόμενες με την προμήθεια ναρκωτικών.  

 

Η κατάληξη της πλειοψηφίας να απορρίψει την εκδοχή του Εφεσίβλητου σε σχέση με την προέλευση των χρημάτων που βρέθηκαν στην κατοχή του, δεν απέκλειε την πλειοψηφία από του να μην αισθάνεται βεβαιότητα ότι αυτά προέρχονταν από προμήθεια ναρκωτικών και κατ’ ακολουθία να διατηρεί υποβόσκουσες αμφιβολίες για την εκ μέρους του διάπραξη των αδικημάτων των Κατηγοριών 8 και 9.  Η κατάληξη της πλειοψηφίας δεν ήταν αντινομική με αναφορά στην κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσίβλητου και δεν μπορούμε να επέμβουμε σε αυτή.

 

Η έφεση αρ. 98/2020 απορρίπτεται.

Προχωρούμε στην εξέταση των δύο εφέσεων που αφορούν στην δήμευση.

 

Η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 6 του Ν.188(Ι)/2007 για την έκδοση διατάγματος δήμευσης δεν αποτελεί κατηγορία για την οποία ο κατηγορούμενος εκδικάζεται αλλά θεωρείται μέρος της διαδικασίας επιβολής ποινής (Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 600, με αναφορά στις R. v. Benjafield [2002] UKHL 2 και Phillips v. The United Kingdom [2000] 30 EHRR C.D. 170).  Η διαδικασία αφορά σε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο καταδικασθέντας για καθορισμένο αδίκημα[4] αποκόμισε οποιαδήποτε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες[5] και στην έκδοση σχετικού διατάγματος δήμευσης.[6] Προνοείται στο άρθρο 7(1) τί λογίζεται ως έσοδα του καταδικασθέντα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,[7] ενώ το εδάφιο (2) παρ.(α) παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να υποθέσει ότι οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο καταδικασθέντας τα τελευταία έξι χρόνια πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του, αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.[8]  Σε τέτοια περίπτωση, και για να μην δύναται το Δικαστήριο να υποθέσει ως ανωτέρω, πρέπει να αποδειχτεί ότι η πρόνοια του εδαφίου 2 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του καταδικασθέντα, με αποτέλεσμα, στην πράξη, το βάρος να μετατίθεται στους ώμους του τελευταίου, να πείσει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η υπόψη περιουσία δεν αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή να κριθεί ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να προκαλείτο αδικία σε αυτόν αν εφαρμοζόταν το τεκμήριο.[9] 

 

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου εμπεριέχεται στο απόσπασμα που ακολουθεί:

 

            «Με δεδομένο ότι βρέθηκαν στην κατοχή του κατηγορούμενου 78 κουπόνια (Τεκμήριο 17) τα οποία νόμιμα παίχτηκαν αλλά και κουπόνια που δόθηκαν από τρίτο πρόσωπο στην Αστυνομία ότι παίχτηκαν προς όφελος του και ήταν δικά του, εκ των οποίων υπήρχαν κερδισμένα συνολικού ποσού 74.000 ευρώ περίπου, κρίνουμε ότι αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να αγνοηθούν, ούτε αφήνουν περιθώριο στο Δικαστήριο να προβεί σε υποθέσεις ότι αυτά τα ποσά δεν αφορούν τα κερδισμένα κουπόνια που είχε ο κατηγορούμενος στην κατοχή του.  Ως εκ των ανωτέρω ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό ότι το εν λόγω ποσό αποτελεί έσοδο από παράνομες πράξεις και δεν είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος δήμευσης για αυτό το ποσό.»

 

 

Κατέληξε το Κακουργιοδικείο στη δήμευση του υπολοίπου ποσού των €43.600 στη βάση ότι δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η νόμιμη κατοχή τους από τα όσα είχε αναφέρει ο Εφεσίβλητος.

Η απόφαση αυτή ήταν ομόφωνη.  Ο μειοψηφών Πρόεδρος, ενδεχομένως θεωρώντας ότι δεσμευόταν από την απόφαση της πλειοψηφίας (Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, 522-3 και Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, 583) και ότι η κατάληξη σε εκείνη υπαγόρευε συγκεκριμένη προσέγγιση στην αίτηση για τη δήμευση, αποφάσισε σε πλήρη αντίθεση με την δική του κατάληξη σε σχέση με τις κατηγορίες της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εδράζεται στη θέση ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε στην πραγματικότητα το τεκμήριο του Ν.188(Ι)/2007 και δεν διάταξε την κατάσχεση και των υπολοίπων €74.000, παρά το ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε αποδείξει την νόμιμη προέλευση του ποσού αυτού. 

 

Από την άλλη, ο Εφεσίβλητος με τον πρώτο λόγο της έφεσης του επικαλείται πλημμελή εφαρμογή του Νόμου από το Κακουργιοδικείο, που στη βάση της μαρτυρίας τον αδίκησε.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλει ότι με τη δήμευση που διατάχτηκε δεν εφαρμόστηκε η αρχή της αναλογικότητας και η ποινή του κατέστη δυσανάλογη.

Ο πρώτος λόγος της έφεσης του Εφεσίβλητου δεν ευσταθεί.  Εδράζεται στην εσφαλμένη αντίληψη της πλευράς του ως προς τη σημασία των προνοιών του άρθρου 7(2)(α) του Ν.188(Ι)/2007.  Δεδομένου ότι τα ποσά που ανευρέθηκαν στην κατοχή του Εφεσίβλητου περιέπεσαν στην κατοχή του στο χρονικό διάστημα αφότου αφίχθηκε στην Κύπρο, το τεκμήριο εγειρόταν και το βάρος που είχε η Κατηγορούσα Αρχή το είχε, με αυτό τον τρόπο, αποσείσει.  Εσφαλμένη εκτίμηση της σημασίας της σχετικής πρόνοιας είχε και το Κακουργιοδικείο.  Εφόσον το τεκμήριο εγειρόταν έπρεπε να αποδειχτεί ότι δεν ίσχυε στην περίπτωση του Εφεσίβλητου.[10]  Κάτι τέτοιο δεν είχε ούτε κατ’ ελάχιστο αποδειχτεί.  Το Κακουργιοδικείο αγνόησε τις πρόνοιες του άρθρου 7(2)(α) αναφέροντας: «κρίνουμε ότι αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να αγνοηθούν, ούτε αφήνουν περιθώριο στο Δικαστήριο να προβεί σε υποθέσεις ότι αυτά τα ποσά δεν αφορούν τα κερδισμένα κουπόνια που είχε ο κατηγορούμενος στην κατοχή του». Η χρήση από το Κακουργιοδικείο της λέξης «υποθέσεις» δεν πρέπει να προκαλέσει σύγχυση.  Το Κακουργιοδικείο δεν χρειαζόταν να προβεί σε εύρημα στη βάση μαρτυρίας ότι τα χρήματα ήταν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως θα ήταν υποχρεωμένο να ενεργήσει εάν δεν εφαρμοζόταν το τεκμήριο του νόμου.  Στην προκείμενη περίπτωση, ότι τα χρήματα ήταν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εγειρόταν νομοθετικά στα γεγονότα της υπόθεσης.  Εσφαλμένη ήταν και η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι: «ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό ότι το εν λόγω ποσό αποτελεί έσοδο από παράνομες πράξεις».  Ακριβώς αυτό τεκμαίρετο με την εφαρμογή του άρθρου 7(2)(α) και στην περίπτωση που το Κακουργιοδικείο δεν θα το εφάρμοζε όφειλε να εξηγήσει γιατί.[11]

 

Η απόφαση για δήμευση μέρους του ποσού δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό τις περιστάσεις.  Η εκδοχή του Εφεσίβλητου ως προς την προέλευση του αφορούσε το σύνολο του.  Εφόσον το τεκμήριο του νόμου εφαρμοζόταν εκ πρώτης όψεως στα γεγονότα της υπόθεσης, το ζήτημα ήταν κατά πόσο είχε αποδειχτεί ότι οι πρόνοιες του δεν ίσχυαν στην περίπτωση του Εφεσίβλητου.  Το Κακουργιοδικείο δεν είχε πιστέψει την εκδοχή του Εφεσίβλητου για την προέλευση των χρημάτων και συνεπώς δεν υφίστατο δικαιολογία γιατί να μην εφαρμοστούν πλήρως οι πρόνοιες του άρθρου 7(2).

 

Το τεκμήριο υλοποιεί μια θεμελιακή νομοθετική προσέγγιση που συνιστά μια βασική φιλοσοφία του νομοθέτη για την καταπολέμηση του εγκλήματος.  Μια πτυχή αφορά σε περιπτώσεις όπου χρήματα που εντοπίζονται στα χέρια εγκληματικών στοιχείων δεν μπορούν να τεκμηριώσουν σχετικές κατηγορίες.  Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως, μπορεί με τη συνδρομή του τεκμηρίου του νόμου να δικαιολογηθεί η δήμευση τους και αποστέρηση των εγκληματικών στοιχείων από αυτά (R. v. Benjafield (2000) 10 BHRC 19, παρ.43).

 

Γι’ αυτό και η αθώωση και απαλλαγή του Εφεσίβλητου στις κατηγορίες 8 και 9, που αφορούσαν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν δημιουργούσε κώλυμα στην έκδοση διατάγματος δήμευσης.  Το τεκμήριο που δημιουργείται από το άρθρο 7(2) έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια και στοχεύει στη δήμευση χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του καταδικασθέντα ανεξάρτητα από τη διασύνδεση του αδικήματος για το οποίο κρίθηκε ένοχος με την προέλευση της πηγής των χρημάτων (Pal). 

 

Στην περίπτωση των κατηγοριών της νομιμοποίησης, η Κατηγορούσα αρχή είχε το βάρος να αποδείξει πέραν από κάθε λογική αμφιβολία ότι ο Εφεσίβλητος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα χρήματα που κατείχε ήταν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και οι αμφιβολίες που η πλειοψηφία είχε ήταν αρκετές για να αθωωθεί και απαλλαγεί από αυτές.  Αντίθετα, στη διαδικασία της αίτησης για δήμευση, με την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 7(2)(α), εναπόκειτο στον Εφεσίβλητο να αποδείξει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ουσιαστικά πείθοντας το Κακουργιοδικείο για τη νόμιμη προέλευση των χρημάτων του.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης του Εφεσίβλητου εμπλέκει τις πρόνοιες του άρθρου 7(3)(β) του Ν.188(Ι)/2007.  Κρίνουμε πως με κανένα τρόπο δεν προκαλείτο αδικία στον Εφεσίβλητο με τη δήμευση του ποσού των €43.600, όπως ορθά έκρινε επί του προκειμένου το Κακουργιοδικείο και ούτε θα προκληθεί τέτοια σε αυτόν με τη δήμευση και των υπολοίπων €74.000 των χρημάτων που ανευρέθηκαν στην κατοχή του.  Καμιά παράμετρος της υπόθεσης δεν υποστηρίζει τέτοια κατάληξη.

Η έφεση αρ.142/2020 απορρίπτεται.

 

Η έφεση αρ.140/2020 επιτυγχάνει και η Απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ.3.8.2020, στην έκταση που δεν διάτασσε τη δήμευση του ποσού των €74.000 ακυρώνεται και αντικαθίσταται με διάταγμα δήμευσης και του ποσού αυτού δυνάμει των προνοιών του άρθρου 6(2) του Ν.188(Ι)/2007.

 

 

 

Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.



[1] 4. (1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής   περιουσία αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, προβαίνει σε οποιασδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες:

(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία˙

διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500000) ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (α) πιο πάνω, και με φυλάκιση πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50000) ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (β) πιο πάνω.

 

[2] 4. (2) Για σκοπούς του εδαφίου (1):

(α) Δεν έχει καμιά σημασία κατά πόσο το γενεσιουργό αδίκημα υπόκειται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων·

(β) τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δύνανται να διαπραχθούν και από τους δράστες γενεσιουργών αδικημάτων·

(γ) ….·

(δ) δεν απαιτείται προηγούμενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκημα, από το οποίο προήλθαν έσοδα·

(ε) δεν απαιτείται να αποδειχθεί η ταυτότητα του προσώπου που διέπραξε  το γενεσιουργό αδίκημα από το οποίο προήλθαν τα έσοδα.

[3]  4. (2) Για σκοπούς του εδαφίου (1):

(γ) η γνώση, πρόθεση ή σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία αδικημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να συναχθούν από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις·

 

[4] 3. Ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται σε σχέση με αδικήματα που αναφέρονται πιο κάτω και τα οποία για σκοπούς του Νόμου αυτού θα καλούνται καθορισμένα αδικήματα:(α) Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙(β) γενεσιουργά αδικήματα.

  5. Γενεσιουργό αδίκημα είναι οποιοδήποτε αδίκημα καθορίζεται ως ποινικό αδίκημα από νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας.

[5] 6. (1) Δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για καθορισμένο αδίκημα προτού επιβάλει ποινή προβαίνει σε έρευνα για να διαπιστώσει αν o κατηγορούμενος απεκόμισε οποιαδήποτε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ακολουθώντας τη διαδικασία που καθορίζει το παρόν Μέρος του Νόμου ή τη διαδικασία που αναφέρεται στο Μέρος VI.

[6] 6. (2) Για να ακολουθηθεί η διαδικασία που καθορίζει το Μέρος αυτό αποφασίζει ο Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος και υποβάλλει σχετική αίτηση στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης αν ακολουθηθεί η διαδικασία δυνάμει του Μέρους αυτού ή να επιβάλει ανάλογη χρηματική ποινή αν ακολουθηθεί η διαδικασία δυνάμει του Μέρους VΙ.

[7] 7. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-

(α) Λογίζονται ως έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όλες οι πληρωμές οι οποίες καταβλήθηκαν σ’ αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είτε πριν είτε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες ή με αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτό έχει διαπραχθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο πρόσωπο˙

(β) τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι το σύνολο των πληρωμών ή αμοιβών οι οποίες έχουν καταβληθεί σ’ αυτόν ή το προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή έσοδα όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου.

[8]   7. (2) Το Δικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι—

(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος μετά τη διάπραξη της εν λόγω παράνομης δραστηριότητας ή του εν λόγω αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή απέκτησε ή μεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωμή ή αμοιβή από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙

[9]  7. (3) Οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται αν-

(α) Αποδειχθεί ότι δεν ισχύουν στην περίπτωση του κατηγορουμένου ή

(β) το δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορουμένου αν εφαρμόζονταν.

[10]   Όμοιο 9.

[11] 7. (4) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τις πρόνοιες του εδαφίου (2), εκθέτει τους λόγους του για την απόφασή του αυτή.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο