ΛΑΚΑΤΑΜΙΤΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 183/2020, 9/6/2021

ECLI:CY:AD:2021:B236

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 183/2020)

 

 

 9 Ιουνίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

χχχ ΛΑΚΑΤΑΜΙΤΗΣ

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Μ. Νεοκλέους, για τον Εφεσείοντα.

 

Ζ. Συμεού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Εναντίον του Εφεσείοντα καταχωρήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού κατηγορητήριο στο οποίο περιλαμβάνονταν 8 συνολικά κατηγορίες. Οι 5 εξ αυτών ανεστάλησαν από το Γενικό Εισαγγελέα, ενώ τις υπόλοιπες 3 κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977), όπως έχει τροποποιηθεί, ο Εφεσείων τις παραδέχτηκε.

 

Σοβαρότερο ήταν το αδίκημα της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α σε άλλο πρόσωπο, ήτοι 1 γραμμάριο μεταμφεταμίνη (MDMA)[Κατηγορία 7], για το οποίο του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο ποινή φυλάκισης 2 ετών. Δεν του επιβλήθηκε ποινή για το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι 3 γραμμαρίων μεταμφεταμίνη (MDMA)[Κατηγορία 6], με τη δικαιολογία ότι του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός χρόνου στο αδίκημα της παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι                                1 γραμμαρίου μεταμφεταμίνη (MDMA)[Κατηγορία 8]. Αμφότερες οι ποινές διατάχθηκαν να συντρέχουν.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως ακριβώς είχαν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, διατυπώθηκαν στην Απόφαση του Κακουργιοδικείου ως ακολούθως:

 

«Στις 18/09/19 ο κατηγορούμενος μετέβηκε στην οικία της παραπονούμενης και την πήρε με το αυτοκίνητο του.

 

Στην συνέχεια ο κατηγορούμενος μετέφερε την παραπονούμενη στο carwash στο καρνάγιο. Σε κάποια στιγμή η παραπονούμενη δεν ένιωθε καλά και κοιμήθηκε στο αυτοκίνητο του κατηγορούμενου.

 

Τότε ο κατηγορούμενος μετέφερε την παραπονούμενη στο σπίτι της φίλης του, Ν.Δ. όπου διέμενε με τον φίλο της και η παραπονούμενη ξάπλωσε σε κρεβάτι σε ένα εκ των δωματίων της οικίας. Ο κατηγορούμενος ξάπλωσε το βράδυ μαζί της. Όταν η παραπονούμενη ξύπνησε την επόμενη μέρα, 19/09/19, ο κατηγορούμενος, ο οποίος καθόταν στο κρεβάτι δίπλα της,  ετοίμασε 3 γραμμές μεθαμφεταμίνης και είπε στην παραπονούμενη να τραβήσει μια. Τόσο η παραπονούμενη όσο και ο κατηγορούμενος έκαναν χρήση μεθαμφεταμίνης, ρουφώντας την από τη μύτη.

 

Τότε ο κατηγορούμενος, αφού έφυγαν με το αυτοκίνητο του από την ως άνω οικία, μετέφερε την παραπονούμενη έξω από το σπίτι της μητέρας του. Η παραπονούμενη παρέμεινε στο αυτοκίνητο του κατηγορούμενου για περίοδο 2 ωρών περίπου και τον περίμενε αφού ο ίδιος μετέβηκε εντός της οικίας της μητέρας του.

 

Στην συνέχεια και περί τις 11:00 π.μ ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε από τρίτο άτομο ότι οι γονείς της παραπονούμενης την έψαχναν, ότι δηλώθηκε ως ελλείπον πρόσωπο και την έψαχνε η αστυνομία. Αφού έλαβε αυτή την πληροφορία ο κατηγορούμενος μετέφερε την παραπονούμενη και την άφησε κάποια απόσταση μακριά από το σπίτι της. Η παραπονούμενη  στη συνέχεια μετέβηκε στην οικία της.

 

Η συνολική ποσότητα μεθαμφεταμίνης που έκανε χρήση ο κατηγορούμενος ήταν 1 γραμμάριο.

 

Η συνολική ποσότητα μεθαμφεταμίνης που έδωσε ο κατηγορούμενος στην παραπονούμενη και έκανε χρήση ήταν 1 γραμμάριο.

 

Η συνολική ποσότητα που είχε στην κατοχή του κατά τον επίδικο χρόνο ήταν 3 γραμμάρια.

 

Κατά τον επίδικο χρόνο η παραπονούμενη ήταν 15 ετών και ο κατηγορούμενος 36 ετών. Η παραπονούμενη ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών από προηγουμένως και είχε ξανακάνει χρήση μεθαμφεταμίνης.

 

Ο κατηγορούμενος βρίσκεται υπό κράτηση από τις 11/04/2020.

 

Ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες στις υποθέσεις:

 

1.  7364/18 Ε/Δ Λεμεσού όπου στις 05/10/18 καταδικάστηκε σε 2 κατηγορίες κλεπταποδοχής και του επιβλήθηκαν ποινές 3 μηνών φυλάκισης με 3ετή αναστολή για αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν από τις 07/04/18 μέχρι και τις 24/04/18.

2.  5239/19 Ε/Δ Λεμεσού όπου στις 05/12/19 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών με τριετή αναστολή για το αδίκημα της κλοπής. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 24/07/18.»

 

Ο Εφεσείων με την υπό κρίση Έφεση θεωρεί ότι η ποινή φυλάκισης                        2 χρόνων στην 7η κατηγορία και ενός χρόνου στην 8η κατηγορία είναι υπερβολικές. Στην αιτιολογία του μοναδικού Λόγου Έφεσης που παρέμεινε προς εξέταση, εφόσον κατά την ακρόαση της Έφεσης αποσύρθηκε ο 2ος Λόγος Έφεσης που είχε αρχικά συμπεριληφθεί στο Εφετήριο και αφορούσε το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν διέταξε την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τη νομολογία και δεν έλαβε υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά που έπρεπε να πιστωθούν στο πρόσωπο του Εφεσείοντα προσδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η προμήθεια έγινε σε ανήλικο πρόσωπο.

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφονται στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Ismen Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, ECLI:CY:AD:2014:B327,                  Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:B779, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779)

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525)

 

 

Εξετάζοντας τον πιο πάνω Λόγο Έφεσης που αφορά την επιμέτρηση της ποινής, θα πρέπει εξ αρχής να υπομνηστεί ότι η νομολογία όντως υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικές ουσίες. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Bora (ανωτέρω):

 

«Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κατοχής τέτοιων ουσιών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα, τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών.

 

     Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κα, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B469).»

 

Δεν παραγνωρίζεται, ταυτόχρονα, ότι το ποινικό μέτρο, σε κάθε υπόθεση, καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο φέρει και την ανάλογη ευθύνη.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων με αναφορά στην ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή της δια βίου φυλάκισης σε σχέση με το αδίκημα της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α σε άλλα πρόσωπα. Η σοβαρότητα των εγκλημάτων αυτών, σε συνδυασμό με τη συχνότητα διάπραξης τους, υπογραμμίστηκε από το Κακουργιοδικείο το οποίο, ορθά, θεώρησε ότι το στοιχείο της αποτροπής για προστασία του κοινωνικού συνόλου υπερτερεί έντονα. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε και σε παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό της ποινής όπως το είδος, η ποσότητα των ναρκωτικών και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται.

 

Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε τον Εφεσείοντα ως χρήστη ναρκωτικών και όχι ως έμπορο, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία που προκρίνει και σε αυτή την κατηγορία παραβατών την επιβολή αποτρεπτικών ποινών  όχι, όμως, της ίδιας έντασης με αυτές που επιβάλλονται στους εμπόρους «που καθιστούν επάγγελμα τους τη διασπορά του θανάτου»[1]  επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία των ναρκωτικών.

 

Αναφέρθηκε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούσαν στην επιβολή ποινής για αδικήματα σε σχέση με τα ναρκωτικά, διευκρινίζοντας ότι αυτές ήταν ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ο καθορισμός αρχών ενέχει, αναγνωρίζοντας ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη. Παρέπεμψε προς τούτο στις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123.

 

Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο στις συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης του αδικήματος της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α σε άλλο πρόσωπο και την έκδηλη σοβαρότητα της υπό κρίση περίπτωσης, ορθά υπογράμμισε το γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε παροτρύνει ένα ανήλικο κορίτσι μόλις 15 ετών να κάνει χρήση σκληρού ναρκωτικού φαρμάκου τάξεως Α, το οποίο και έκανε, επισημαίνοντας ότι αυτό έγινε «αφού πρώτα της το ″ετοίμασε″ και της το προμήθευσε». Συγκεκριμένα, ″ετοίμασε″ τρεις γραμμές μεταμφεταμίνης και είπε στην ανήλικη ″να τραβήξει″ μία. Δεν παρέλειψε ταυτόχρονα να σημειώσει πως η ανήλικη ήταν ήδη χρήστης ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα ότι είχε ξανακάνει χρήση μεταμφεταμίνης.

 

Οι προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντα ορθά λήφθηκαν, επίσης, υπόψη ως στοιχείο που περιόριζε το βαθμό επιείκειας που μπορούσε εν προκειμένω να επιδειχθεί, με την παράλληλη επισήμανση ότι αυτές δεν αφορούσαν σε ομοειδή αδικήματα. Δεν είναι δε άνευ σημασίας ότι τα επίδικα αδικήματα είχαν διαπραχθεί καθ΄ην στιγμή σε βάρος του Εφεσείοντα υπήρχαν σε ισχύ ποινές φυλάκισης, η εκτέλεση των οποίων είχε ανασταλεί στο πλαίσιο των δύο προηγούμενων του καταδικών.

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και καθοδηγούμενο  από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Στο πλαίσιο αυτό στάθμισε προσεκτικά κάθε σχετικό παράγοντα και έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο το οποίο ήταν προς όφελος του Εφεσείοντα, όπως την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και τη μεταμέλεια του, το γεγονός ότι ήταν ο ίδιος ο Εφεσείων ο οποίος είχε αναφέρει στην Αστυνομία την ποσότητα μεταμφεταμίνης που κατείχε και προμήθευσε την ανήλικη, τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, αλλά και το γεγονός ότι θα επιβάλλετο ποινή ένα χρόνο μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, έστω και αν για αυτή την καθυστέρηση δεν ευθύνετο η Κατηγορούσα Αρχή.

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί υπερβολική, ούτε καν αυστηρή. Αντίθετα η διαπίστωση μας είναι ότι το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στην ποινή που επέβαλε αναμφίβολα απέδωσε βαρύνουσα σημασία σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν και επέβαλε ποινή ιδιαίτερα επιεική. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται, οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται.

 

 

 

 

                                                  Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                 Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                 Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                     



[1] Δέστε Afroughi v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 174.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο