ECLI:CY:AD:2021:B221
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 193/19)
2 Ιουνίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΠΑΤΤΙΧΗΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητη
-----
Κ. Ταμπούρλας, για τον εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
---------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας-Αμμοχώστου μετά από παραδοχή για τη διάπραξη κακουργημάτων αναφορικά με ναρκωτικά τάξεως Α, ήτοι για το ότι προμηθεύτηκε 995,9 γρ. κοκαΐνης, από άλλο πρόσωπο (κατηγορία 2), για το ότι κατείχε τα ναρκωτικά αυτά (κατηγορία 3) και για το ότι τα κατείχε με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (κατηγορία 4). Στην κατηγορία 2 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων και στην κατηγορία 4 ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων. Στην κατηγορία 3 δεν επιβλήθηκε ποινή. Διατάχθηκε όπως οι ποινές συντρέχουν.
Η ποινή των οκτώ χρόνων εφεσιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική. Προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του την παραδοχή, το λευκό ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του εφόσον είναι άνω των 50 χρόνων, το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και την εν γένει χαμηλή διανοητική του κατάσταση, ότι παρασύρθηκε από πρόσωπα δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή σε αυτόν, τις προσωπικές του περιστάσεις, την κατάσταση της υγείας του και τις συνέπειες στο επάγγελμα του ως οδηγός ταξί. Ενώ συντρέχουν μετριαστικοί, απουσιάζουν επιβαρυντικοί παράγοντες. Προβλήθηκε επίσης ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε σοβαρά υπόψιν τις περιστάσεις διάπραξης του εγκλήματος που στοιχειοθετούν περιστασιακή εμπλοκή του εφεσείοντα και μη αποκόμιση οικονομικού οφέλους.
Σε ότι αφορά τις συνθήκες διάπραξης του εγκλήματος δεν αμφισβητήθηκαν. Τα γεγονότα όπως εκτέθηκαν από την κατηγορούσα αρχή είναι ο εφεσείων, ιδιοκτήτης γραφείου ταξί στη Λεμεσό, μετέβη από Λεμεσό προς Λάρνακα με ένα αγροτικό ταξί. Μέλη της ΥΚΑΝ έχοντας σχετικές πληροφορίες εντόπισαν το όχημα παρά τον κυκλικό κόμβο Καλού Χωριού στη Λάρνακα όπου και στάθμευσε απέναντι από παρακείμενο περίπτερο. Ο εφεσείων εξήλθε του οχήματος και στεκόταν στην άκρη του δρόμου. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα εισήλθε στο όχημα του και κινήθηκε προς την περιοχή Μενεού-Δρομολαξιάς. Μετέβη σε απομονωμένη οικία της περιοχής όπου κατέβηκε και παρέλαβε μια νάιλον σακούλα η οποία βρισκόταν πάνω από την χτιστή σκυβαλαποθήκη της οικίας. Τη σακούλα αυτή την τοποθέτησε κάτω από τις πισινές θέσεις του οχήματος και αναχώρησε για Λεμεσό. Τότε ανεκόπη από μέλη της ΥΚΑΝ. Του επιστήθηκε η προσοχή του στον νόμο και του αναφέρθηκε ότι προτίθεται η Αστυνομία να ερευνήσει τόσο τον ίδιο όσο και το όχημα του και όταν ρωτήθηκε αν μεταφέρει οτιδήποτε παράνομο απάντησε ότι «έχω μια τσέντα που έπιασα που δαμαί πιο κάτω». Τότε άνοιξε το πίσω μέρος του οχήματος και υπέδειξε στον αστυφύλακα κάτω από τα καθίσματα ένα νάιλον σακούλι όπου μέσα υπήρχε η κοκαΐνη. Πληροφορήθηκε για το αδίκημα που διέπραξε, του επιστήθηκε η προσοχή στο νόμο και απάντησε «έννε δικά μου τα ναρκωτικά έπεψε με να τα πιάσω τούτος ο Μ.Κ.». Τότε ο εφεσείων συνελήφθη και απάντησε «αφού σου είπα εν ο Μ.Κ. που με έστειλε να τα πιάσω».
Ο εφεσείων οδηγήθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λάρνακας. Εκεί δέχθηκε δύο κλήσεις στο κινητό του τηλέφωνο. Παρακινήθηκε από τον υπεύθυνο αξιωματικό να απαντήσει στη δεύτερη κλήση αφού κάνει χρήση της ανοικτής ακρόασης. Ο εφεσείων συνεργάστηκε και ένας άγνωστος άντρας στο τηλέφωνο του ανέφερε «πού είσαι;» Ο εφεσείων απάντησε ότι πήγε να φάει ένα σάντουιτς και ο άγνωστος του είπε «άτε τζιαι αγχώθηκε ο Μ.» Στη συνέχεια ο άγνωστος του έδωσε οδηγίες να κάνει την παράδοση των ναρκωτικών κάτω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό. Όταν συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος απάντησε «ό,τι έκαμα, είπε μου ο Μ. τζιαι έκαμα το».
Ο ισχυρισμός που ο εφεσείων πρόεβαλε με την κατάθεση του στην Αστυνομία ήταν ότι λόγω του γεγονότος ότι αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και ο κύκλος εργασιών των ταξί που εκμεταλλεύεται μειώθηκε, αποδέχθηκε να μεταβεί από τη Λεμεσό στη Λάρνακα για να παραλάβει ένα πακέτο κατόπιν εντολών προσώπου που κατονόμασε. Αυτή η στάση συνάδει με εκτέλεση αποστολής με εξαρχής γνώση και πρόθεση για το αντικείμενο της και με συμφωνία ή προσδοκία για οικονομικά ανταλλάγματα.
Παρά ταύτα η υπεράσπιση προώθησε ενώπιον του Κακουργιοδικείου τη θέση ότι ο εφεσείων δεν είχε εξαρχής γνώση, αλλά αντελήφθη στην πορεία ότι επρόκειτο για μεταφορά ναρκωτικών. Φαίνεται ότι η κατηγορούσα αρχή δεν αμφισβήτησε και το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τέτοιο ισχυρισμό εκ μέρους της υπεράσπισης. Εν όψει τούτου, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, θα έπρεπε να επιβληθεί χαμηλότερη ποινή.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να επιβληθεί χαμηλότερη ποινή είναι, κατά την εισήγηση της υπεράσπισης, η έκφραση ετοιμότητας την οποία επέδειξε αμέσως μετά τη σύλληψη του να συνεργαστεί για σκοπούς ελεγχόμενης παράδοσης, κάτι που δεν αξιοποιήθηκε από πλευράς των διωκτικών αρχών. Αργότερα και παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε κατονομάσει τον ιθύνοντα νου, τέτοια διάθεση συνεργασίας εξέλειπε για λόγους ενδεχομένως, όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο, που αφορούν σε δεύτερες σκέψεις σε σχέση με τους κινδύνους από τέτοια ενέργεια.
Αγορεύοντας ο κ. Ταμπούρλας ενώπιον μας εισηγήθηκε ότι υπό τις ιδιαίτερες, όπως τις χαρακτήρισε, περιστάσεις της υπόθεσης θα έπρεπε η ποινή να ήταν «λίγο χαμηλότερη». Έτσι μας δόθηκε, ήδη από την έδρα, η ευκαιρία να υπενθυμίσουμε ότι το στοιχείο της υπερβολής της ποινής πρέπει να είναι εμφανές ως θέμα αντικειμενικής κρίσης. Ο όρος «έκδηλη» υποδηλώνει ότι η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα, δηλαδή να είναι φανερή σε οποιονδήποτε καλείται να συσχετίσει, με το μέτρο του δικαίου, αφενός τη σοβαρότητα του εγκλήματος και αφετέρου την τιμωρία που επιβάλλεται (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525). Στην ίδια απόφαση τέθηκε η θεμελιακή αρχή η οποία επαναλαμβάνεται έκτοτε συνεχώς ότι παρέμβαση δικαιολογείται όπου το Εφετείο διαπιστώνει:
«(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.[…]»
Αυτά είναι τα περιορισμένα περιθώρια παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείου σε επιβληθείσα από το αρμόδιο δικαστήριο ποινή. Ο ρόλος του Εφετείου δεν είναι να εκφράσει τη δική του υποκειμενική άποψη, ούτε και η έφεση είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιείται ως δεύτερη ευκαιρία επιμέτρησης εξ υπαρχής της ποινής.
Το έγκλημα που διέπραξε ο εφεσείων είναι ιδιαζόντως σοβαρό αφορώντας σε ένα σχεδόν κιλό κοκαΐνης. Το ανώτατο προβλεπόμενο όριο ποινής είναι η ισόβια φυλάκιση. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό που έχει σημασία. Είναι περιττό να αναφερθούμε στις ολέθριες συνέπειες που θα είχε η επιτυχία του εγχειρήματος στο οποίο ο εφεσείων δέχθηκε να αναλάβει ρόλο, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος ή ευεργετήματος, όποιο ή όσο και αν ήταν αυτό.
Τα εγκλήματα αυτής της φύσεως βρίσκονται σε ασυγκράτητη έξαρση. Παρά τις αυστηρές ποινές που επιβάλλονται, η αυξητική τάση δεν έγινε κατορθωτό να αποτραπεί επειδή, όπως διαπιστώθηκε στην Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 124, «αδίστακτοι εγκληματίες με μόνο κίνητρο το οικονομικό όφελος, γίνονται συνεργοί στη διάδοση των ναρκωτικών». Η θλιβερή αυτή διαπίστωση δεν σημαίνει ότι τα δικαστήρια θα πρέπει να εγκαταλείψουν το καθήκον τους για επιβολή των αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών που αρμόζουν. Το αντίθετο είναι που επιβάλλεται.
Η αποτρεπτικότητα των ποινών προς αντιμετώπιση του εγκλήματος αυτής της φύσεως ήταν και παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο, εφόσον πρωταρχική σημασία έχει η ανάγκη αντιμετώπισης των σοβαρών συνεπειών που προκύπτουν για τα άτομα και την κοινωνία, από την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών. Συνεπώς οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δεν μπορούν να είναι βαρύνουσας σημασίας. Η εξατομίκευση της ποινής έχει μεν το ρόλο της, δεν μπορεί όμως να οδηγήσει σε εξουδετέρωση της αποτρεπτικότητας της ποινής αναφορικά με αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 577). Δεν διαπιστώνουμε, εν προκειμένω, ιδιαίτερες προσωπικές ή οικογενειακές περιστάσεις.
Το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν προθυμοποιήθηκε τελικά να καταθέσει εναντίον του συνεργάτη του, δεν είναι στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν εις βάρος του. Θα μπορούσε, όμως, εάν εκδήλωνε μέχρι τέλους και εμπράκτως πρόθεση συνεργασίας, τούτο να λαμβανόταν υπόψιν ως μετριαστικός παράγοντας. Το γεγονός ότι οι διωκτικές αρχές δεν προχώρησαν σε ελεγχόμενη παράδοση, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν ως μετριαστικός παράγοντας. Εναπόκειτο στις ίδιες τις διωκτικές αρχές να εκτιμήσουν τα δεδομένα και τις περιστάσεις και να λάβουν απόφαση για τον τρόπο που θα ενεργούσαν με βάση τον οικείο νόμο. Δεν έχει τεθεί ότι ενήργησαν κακόπιστα ή με αλλότριο σκοπό, ώστε να επωφεληθεί το άλλο πρόσωπο και να τιμωρηθεί μόνο ο εφεσείων.
Γενικά, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν κάθε σχετικό παράγοντα και επιμέτρησε την ποινή στα θεμιτά πλαίσια. Η ποινή δεν είναι έκδηλα, εξ αντικειμένου, υπερβολική ώστε να είναι επιτρεπτή η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο