ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. HUNGANU, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2020, 20/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:B348

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 130/2020)

 

 

20 Ιουλίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

XXX HUNGANU,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

 

 

Ε. Σάββα (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.

 

Κ. Παπαντωνίου για Γ. Παπαντωνίου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, ως αποτέλεσμα δικής του παραδοχής, καταδικάστηκε σε επτά κατηγορίες. Η πρώτη Κατηγορία αφορούσε το αδίκημα του βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144, 145 του Ποινικού Κώδικα και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών. Η δεύτερη Κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, κατά παράβαση των Άρθρων 291 και 292Α του Κεφ. 154 και η τρίτη Κατηγορία το αδίκημα της κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Κεφ. 154. Δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή στις εν λόγω Κατηγορίες, στη βάση του ότι τα γεγονότα τους είχαν ληφθεί υπόψη στην πρώτη Κατηγορία. Η τέταρτη Κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύχτας και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών. Η πέμπτη Κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Η έκτη Κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της παράνομης εισόδου κατά παράβαση του Άρθρου 280 του Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών. Η έβδομη Κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της κοινής επίθεσης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών.

 

Όλες οι ποινές διατάχθηκε να συντρέχουν με αποτέλεσμα η Έφεση να επικεντρώνεται στην ποινή φυλάκισης για 8 έτη που επιβλήθηκε στην πρώτη Κατηγορία. Αυτήν ουσιαστικά προσβάλλει η Εφεσείουσα με την υπό κρίση Έφεση ως έκδηλα ανεπαρκή.

 

Τα γεγονότα που πλαισίωναν τις επίδικες Κατηγορίες, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αφορούσαν σε τρία ξεχωριστά περιστατικά που έλαβαν χώρα σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες που είχαν, ωστόσο, χρονική εγγύτητα.

 

Τα γεγονότα που αφορούσαν τις Κατηγορίες 1, 2 και 3 έλαβαν χώρα στις 4/6/2020 και είχαν ως θύμα οικιακή βοηθό με καταγωγή από την Ινδία, ηλικίας 41 ετών. Ο Εφεσίβλητος είχε διαρρήξει την ισόγειο κατοικία όπου διέμενε η εν λόγω οικιακή βοηθός. Συγκεκριμένα είχε στραβώσει με φυσική βία την προστατευτική αλουμινένια ράβδο του κλειστού και ασφαλισμένου παραθύρου που βρισκόταν στο πλάι της κύριας εισόδου, το οποίο, επίσης, παραβίασε με φυσική βία και εισήλθε γύρω στις 3.30 το πρωΐ στο υπνοδωμάτιο όπου αυτή κοιμόταν. Το τι ακολούθησε στη συνέχεια προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα, που αποτελεί μέρος των γεγονότων που είχαν εκτεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου:

 

«…Στις 04/06/20 και μεταξύ των ωρών 1520 και 1710 με τη βοήθεια διερμηνέα λήφθηκε γραπτή κατάθεση από την παραπονούμενη στην οποία ανέφερε ότι στις 04/06/20 και περί ώρα 0330 ενώ κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο της, ένοιωσε ότι κάποιος της τράβηξε και της έβγαλε το παντελόνι με αποτέλεσμα να ξυπνήσει και να αντιληφθεί ότι ένας άγνωστος άντρας στεκόταν από πάνω της και όταν τον ρώτησε ποιος είναι αυτός αρχικά της έγνεψε με το δείκτη του δεξιού του χεριού να σιωπήσει και στη συνέχεια της έκλεισε το στόμα με το χέρι του. Στη συνέχεια και αφού της αφαίρεσε και το εσώρουχο τη βίασε. Το θύμα σε κάποια στιγμή κατά την ώρα του βιασμού προσπάθησε να φωνάξει και ο δράστης της έσφιξε πιο δυνατά το στόμα. Ο δράστης καθ’ όλη την ώρα που την βίαζε της κρατούσε το στόμα κλειστό και ερχόταν σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς τη θέληση της. Μετά από πάροδο 5-10 λεπτών και αφού ο δράστης εκσπερμάτωσε στον κόλπο του θύματος απομακρύνθηκε από αυτήν με σκοπό να εξέλθει από την κατοικία και όταν η παραπονούμενη προσπάθησε να ανάψει τα φώτα του δωματίου για να τον δει καλύτερα αυτός την έσπρωξε και κατευθύνθηκε προς το αλουμινένιο παράθυρο που βρίσκεται στο πλάι της κύριας εισόδου και διέφυγε από την κατοικία…..»

 

 

Τα γεγονότα που αφορούσαν τις Κατηγορίες 4 και 5 έλαβαν χώρα στις 5/6/2020 και είχαν ως θύμα γυναίκα με καταγωγή από την Ελλάδα. Ο Εφεσίβλητος είχε εισέλθει στην κατοικία της από παράθυρο το οποίο η Παραπονούμενη είχε αφήσει ανοικτό γύρω στα 20 εκ. για να μπαίνει αέρας και στην εξωτερική του πλευρά του οποίου υπήρχε τοποθετημένη κουνουπιέρα την οποία μετακίνησε για να γίνει κατορθωτή η είσοδος του στην οικία. Παραθέτουμε πιο κάτω απόσπασμα των γεγονότων που είχαν εκτεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου:

 

«… περί ώρα 02:20 ενώ κοιμόταν στην κατοικία της στην πιο πάνω διεύθυνση ξύπνησε και αμέσως αντιλήφθηκε ότι ένας άγνωστος άντρας στεκόταν πάνω από το κρεβάτι της και αμέσως της έκλεισε το στόμα με το δεξί του χέρι. Η παραπονούμενη άρχισε αμέσως να αντιδρά και να κτυπιέται και αυτός με το ελεύθερο του χέρι προσπαθούσε να πιάσει τα χέρια της παραπονούμενης για να σταματήσει να κτυπά.

 

Ο άντρας αυτός της κρατούσε το στόμα κλειστό καθ’ όλη την παραμονή του στην κατοικία της και το μόνο που της είπε ήταν επιτακτικά “Σσσσς”. Όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την καθηλώσει απομακρύνθηκε από αυτήν και εξήλθε από την κατοικία από το παράθυρο……………………………………

 

…………………………………………………………………………………………….

 

Την ίδια μέρα και ώρα 07:30, η παραπονούμενη εξετάστηκε από την ιατρό Δρ. Μαρία Βασιλειάδου, η οποία διαπίστωσε ότι αυτή φέρει εκδορές στα χέρια και στη μύτη.»

 

 

Οι Κατηγορίες 6 και 7 αφορούσαν γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 17/4/2020 με θύμα ηλικιωμένη γυναίκα. Παραθέτουμε και εδώ το ουσιαστικό μέρος των γεγονότων, όπως αυτά είχαν εκτεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου:

 

«Στις 17/04/20 και γύρω στις 10:00 η παραπονούμενη πήγε στην μάντρα της για να ταίσει τα ζώα της. Καθώς έπιασε την τροφή ένιωσε ένα χέρι να της κλείνει το στόμα και να προσπαθεί να της βάλει ένα ρούχο μέσα στο στόμα. Η παραπονούμενη άρχισε να καλεί σε βοήθεια και τότε άκουσε μιαν ανδρική φωνή να της λέει «Ού φωνάζεις». Τις φωνές της άκουσε ο γιος της παραπονούμενης, ο οποίος την ώρα εκείνη καθόταν σε τραπέζι έξω από την οικία της. Αμέσως έτρεξε προς το μέρος της και άρχισε να καταδιώκει τον άγνωστο αυτόν άνδρα χωρίς ωστόσο να δει το πρόσωπο του…»

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού, με αναφορά στην ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή της δια βίου φυλάκισης. Η σοβαρότητα τέτοιου είδους αδικήματος, σε συνδυασμό με την έξαρση, όπως το Κακουργιοδικείο επεσήμανε, που παρουσιάζεται στη διάπραξη στον τόπο μας αδικημάτων σεξουαλικής φύσεως, ορθά θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι οδηγεί στο να υπερτερεί έντονα το στοιχείο της αποτροπής για προστασία του κοινωνικού συνόλου.

 

Αναφέρθηκε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούσαν στην επιβολή ποινής, αναφορικά με το αδίκημα του βιασμού, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι αυτές δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ο καθορισμός αρχών δικαίου ενέχει και αυτό γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τα γεγονότα που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες του παραβάτη. Παρέπεμψε προς τούτο στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003)      2 Α.Α.Δ. 123.

 

Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο στις συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης των επίδικων αδικημάτων, επεσήμανε ότι τόσο στην περίπτωση της πρώτης Παραπονούμενης, όσο και εκείνη της δεύτερης Παραπονούμενης, ο Εφεσίβλητος είχε εισέλθει στην οικία τους με σκοπό τη διάπραξη συγκεκριμένου κακουργήματος, ήτοι αυτό του βιασμού.

 

Όπως δε εύστοχα τόνισε σε σχέση με τις κατηγορίες που αφορούσαν την πρώτη Παραπονούμενη (Κατηγορίες 1, 2 και 3), η Παραπονούμενη έζησε τον εφιάλτη του βιασμού μέσα στο σπίτι της και σε ένα χρόνο που ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα και πρέπει να αισθάνεται ασφαλής. Σε ό,τι δε αφορά τις κατηγορίες που αφορούσαν τη δεύτερη Παραπονούμενη (Κατηγορίες 4 και 5), επεσήμανε ότι ανάλογο εφιάλτη είχε ζήσει και εκείνη χωρίς, ευτυχώς, ο Εφεσίβλητος να μπορέσει να εκπληρώσει το σκοπό του.

 

Δεν διέφυγε δε της προσοχής του Κακουργιοδικείου ότι, αν και δεν αντιμετώπιζε ο Εφεσίβλητος κατηγορίες βιασμού ή άσεμνης πράξης               κατά συρροή, ο χαρακτήρας της επαναλαμβανόμενης παράνομης συμπεριφοράς που αυτός είχε επιδείξει, δεν μπορούσε να μην ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και καθοδηγούμενο  από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του στα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε προς όφελος του Εφεσίβλητου την παραδοχή του η οποία, πέραν της εξοικονόμησης δικαστικού χρόνου στην εκδίκαση των υποθέσεων, είχε ως συνέπεια να μην υποβληθούν τα θύματα σε περαιτέρω ταλαιπωρία.

 

Παρά το γεγονός ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στον Εφεσίβλητο από το Κακουργιοδικείο Πάφου προσβάλλονται ως έκδηλα ανεπαρκείς, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, η Έφεση εστιάζεται στην ποινή που επεβλήθη στο αδίκημα του βιασμού (Κατηγορία 1).

 

Στο πλαίσιο αιτιολογίας του μοναδικού Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού, όπως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή, καθώς και από τις συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων. Προβάλλεται, επίσης, ότι δεν απεδόθη η δέουσα βαρύτητα στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής σε τέτοια αδικήματα και ειδικότερα εκείνο του βιασμού, για σκοπούς προστασίας του κοινωνικού συνόλου και καταστολής τέτοιων αδικημάτων, ενόψει της ανησυχητικής έξαρσης που παρατηρείται. Υποστηρίχτηκε, ακόμη, ότι το Κακουργιοδικείο δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα, παρά μόνο λεκτικά, στους επιβαρυντικούς παράγοντες, που υφίσταντο περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε ενεργήσει με τρόπο ερασιτεχνικό και στιγμιαίο, αλλά κατόπιν προγραμματισμού έχοντας συγκεκριμένο στόχο, καθώς και το ότι υπήρχε, ακριβώς την επόμενη ημέρα, προσπάθεια επανάληψης του αδικήματος του βιασμού. Στο πλαίσιο αυτό τονίσθηκαν οι συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων και η βία η οποία χρησιμοποιήθηκε σε βάρος των Παραπονούμενων στις πρώτες δύο περιπτώσεις, εφόσον ο Εφεσίβλητος έκλεισε το στόμα τους για να μην μπορούν να φωνάξουν και  να μπορέσει να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, την παράνομη είσοδο στα υποστατικά τους κατά τη διάρκεια της νύχτας ενώ αυτά κοιμόντουσαν ανυποψίαστα, καθώς και την ψυχική δοκιμασία που αυτές υπέστησαν κατά τη διάρκεια διάπραξης των αδικημάτων.

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερ. 5/10/2016 - και επαναλήφθηκαν στη συνέχεια και στις υποθέσεις xxx Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020  - όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, ECLI:CY:AD:2014:B327,                    Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:B779, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779)

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525)

 

 

Καθ’ όσον αφορά την Κατηγορία του βιασμού θα πρέπει εξ' αρχής να υπομνηστεί ότι η φυλάκιση δια βίου που προβλέπεται ως η μέγιστη ποινή αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα που προσδίδεται στο συγκεκριμένο έγκλημα από το Νόμο και αντανακλά τις κοινωνικά ζημιογόνες επιπτώσεις του (xxx xxx Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489, 500). Χωρίς αμφιβολία το αδίκημα αυτό συνιστά μια από τις χειρότερες μορφές καταπάτησης και εξευτελισμού της προσωπικότητας μιας γυναίκας. Και τούτο γιατί παραβιάζει το αναφαίρετο της δικαίωμα να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μόνο εφόσον η ίδια δίδει τη συγκατάθεση και αποδοχή της. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας μεγαλύτερης από εκείνη που είναι συνυφασμένη με την διάπραξη του αδικήματος, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη. Σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για την καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών, αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, Δημοκρατία v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562 και Fowokan v. Δημοκρατίας (2014)               2  Α.Α.Δ. 36, ECLI:CY:AD:2014:B58). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και πολυετής (Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67).

 

Σε σειρά αποφάσεων του, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα (Rana (ανωτέρω) και Σοφοκλέους (ανωτέρω)).

 

Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις βιασμού τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 323, έγινε αναφορά στις κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες έχουν καθιερωθεί στην αγγλική υπόθεση R. v. Billam (1986)                         8 Cr. App. R.(s) 48 σε περιπτώσεις βιασμού, στην οποία αναφέρθηκε και το Κακουργιοδικείο, οι οποίες - όπως τονίσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο - αν και δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, μπορεί να χρησιμοποιηθούν καθοδηγητικά από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Παρόμοιες κατευθυντήριες οδηγίες περιλαμβάνονται στο Sexual Offences Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών του Ηνωμένου Βασιλείου (Sentencing Council) του 2014, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου του 2014 και στο οποίο έκανε αναφορά η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πιο πάνω αγγλικής απόφασης, η εγκληματική συμπεριφορά που καλύπτει κατηγορία βιασμού προσλαμβάνει ακόμη σοβαρότερη μορφή όταν συντρέχουν παράγοντες όπως υπερβολική βία, χρησιμοποίηση όπλου για εκφοβισμό ή βλάβη στο θύμα, προσεκτικού σχεδιασμού προς υλοποίηση του άνομου σκοπού, επαναλαμβανόμενοι βιασμοί, σεξουαλικός εξευτελισμός του θύματος, καθώς επίσης και επιπτώσεις, ψυχικές ή σωματικές στο θύμα. Πέραν τούτων, η ηλικία του θύματος, ήτοι όταν το θύμα είναι είτε πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο, αλλά και τυχόν προηγούμενες καταδίκες του δράστη, είναι στοιχεία που δικαιολογούν επιβολή ακόμα πιο αυστηρών ποινών (xxx Στυλιανού v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 73/2012, ημερ. 13/10/2015, ECLI:CY:AD:2015:D672, xxx Tarita και xxx Viorel v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση                αρ. 106/2014 και 114/2014, ημερ. 8/7/2016 και Selmani v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016).

 

Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, έχοντας υπόψη ότι το δύσκολο έργο επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.

 

Τα περιστατικά διάπραξης των επίδικων αδικημάτων είναι, θεωρούμε, ιδιαίτερα επιβαρυντικά για τον Εφεσίβλητο. Όπως ορθά υπεδείχθη από την ευπαίδευτο συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, υπήρξε προσχεδιασμός στη διάπραξη του βιασμού. Ο Εφεσίβλητος, τόσο στην περίπτωση που αφορούσε την 1η Παραπονούμενη, όσο και στην περίπτωση της                            2ης Παραπονούμενης, χρησιμοποίησε τον ίδιο τρόπο δράσης. Εισέβαλε, κατόπιν διάρρηξης, στα σπίτια τους κατά τις πρωινές ώρες έχοντας σκοπό να έρθει σε συνουσία μαζί με ανυποψίαστα και άγνωστα προς εκείνο θύματα, τις Παραπονούμενες, χωρίς τη θέληση τους και καθ΄ ην στιγμή αυτές κοιμόντουσαν στο κρεβάτι τους. Για να πετύχει δε τον ειδεχθή σκοπό του και να ικανοποιήσει τις άρρωστες ορέξεις του χρησιμοποίησε βία. Τους έκλεισε το στόμα με το χέρι για να μην μπορέσουν να φωνάξουν και με αυτό τον τρόπο να κάμψει την όποια αντίσταση τους. Σε ό,τι δε αφορά την 1η Παραπονούμενη, η βία συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια που την βίαζε μέχρι που αυτός εκσπερμάτωσε στον κόλπο της.

 

 

Οι πιο πάνω επισημάνσεις μας είναι, κατά την άποψη μας, τέτοιες που καθιστούν τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα επίδικα αδικήματα ιδιαίτερα επιβαρυντικές. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι το έγκλημα του βιασμού τιμωρείται από το Νόμο κατ’ ανώτατο όριο με φυλάκιση δια βίου, που είναι η βάση από την οποία το Δικαστήριο ξεκινά για επιμέτρηση της ποινής (Δημοκρατία v. Ομήρου, Ποινική Έφεση αρ. 351/2018, ημερ. 20/1/2020, ECLI:CY:AD:2020:B23), η επιβολή ποινής 8 ετών δεν εδικαιολογείτο παρά τους μετριαστικούς υπέρ του Εφεσίβλητου παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη.

 

Η φύση και η συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα επιβαρυντικά περιστατικά διάπραξης των αδικημάτων που παραδέχθηκε ο Εφεσίβλητος, καθιστούν, επομένως, την επιβληθείσα ποινή έκδηλα ανεπαρκή, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η επέμβαση του Εφετείου. 

Ως εκ τούτου η ποινή θα πρέπει να επανακαθοριστεί για να αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα του αδικήματος του βιασμού και την ανάγκη για αποτροπή. Ενδεδειγμένη δε, υπό τις περιστάσεις, ποινή κρίνουμε ότι είναι αυτή των 11 ετών φυλάκισης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση επιτυγχάνει και η ποινή των 8 ετών στο αδίκημα του βιασμού της 1ης Κατηγορίας αυξάνεται στα 11 έτη.

 

 

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο