ΑΝΔΡΕΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 209/2020, 20/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:B344

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 209/2020)

 

20 Ιουλίου 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

xxx ΑΝΔΡΕΟΥ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------------

 

Ηρακλής Αγαθοκλέους για Αγαθοκλέους-Νεοφύτου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Ξένια Ξενοφώντος (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α’, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

--------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του για αμελή οδήγηση, κατά παράβαση του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν.86/1972, όπως έχει τροποποιηθεί, αναφορικά με τροχαίο δυστύχημα που επεσυνέβηκε την 28.4.2017 στη λεωφόρο Αποστόλου Λουκά, στο Κολόσσι της επαρχίας Λεμεσού.

 

Ο Εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του στην πιο πάνω λεωφόρο με ανατολική κατεύθυνση και συγκρούστηκε βίαια με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο παραπονούμενος με αντίθετη κατεύθυνση.  Αυτό που καταλογιζόταν στον Εφεσείοντα, στοιχειοθετούσε την αμέλεια του και διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και προκάλεσε έτσι τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του παραπονούμενου.

 

Κατά τη δίκη, έδωσαν μαρτυρία πέντε πρόσωπα.  Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τον αστυνομικό εξεταστή του δυστυχήματος (Μ.Κ.2), τον αστυνομικό φωτογράφο της σκηνής (Μ.Κ.1), τον παραπονούμενο οδηγό του άλλου αυτοκινήτου (Μ.Κ.4) και τον ιδιοκτήτη παρακείμενου υποστατικού (Μ.Κ.3), που έφτασε στη σκηνή σύντομα μετά τη σύγκρουση.  Το πέμπτο πρόσωπο ήταν ο Εφεσείων που, κληθείς να προβάλει την υπεράσπιση του, έδωσε ένορκη μαρτυρία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και έκρινε αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα, απορρίπτοντας την εκδοχή του ότι η σύγκρουση επεσυνέβηκε στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας.  Ως προς το ακριβές σημείο της σύγκρουσης αποδέχτηκε τη θέση του αστυνομικού εξεταστή, που εδραζόταν στα ευρήματα του επί της ασφάλτου.

 

Η καταδικαστική απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης, που όλοι αφορούν σε ζητήματα αξιοπιστίας, μαρτύρων κατηγορίας και του Εφεσείοντα. 

 

Με τον λόγο έφεσης 1 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα καταδίκασε τον Εφεσείοντα αφού από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του θα έπρεπε να τον αθωώσει και ότι κατά τρόπο λανθασμένο αποδέχτηκε στο σύνολο της την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.   Με την αιτιολογία υποστηρίζεται μέρος του δεύτερου μόνο σκέλους του λόγου.  Ουσιαστικά προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης, όπως το υπέδειξε ο εξεταστής.  Και τούτο γιατί, κατά τον Εφεσείοντα,  τα σημάδια που διέκρινε ο εξεταστής επί της ασφάλτου δεν αποδεικνυόταν, στην απουσία μετρήσεων, ότι είχαν προκληθεί μόνο από το αυτοκίνητο του και γιατί δεν υπήρχε επιστημονική μαρτυρία ικανή να πείσει «για τα ευρήματα» των δύο αστυνομικών.  Περαιτέρω, γιατί τόσο ο Εφεσείων, όσο και ο παραπονούμενος οδηγός, που ήταν οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες, υπέδειξαν διαφορετικό σημείο σύγκρουσης από αυτό στο οποίο κατέληξε ο εξεταστής.  Διασυνδέεται ο λόγος έφεσης 1 με τους λόγους έφεσης 3, 2 και 5.

 

Με τον λόγο έφεσης 3 υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία και τα ευρήματα του εξεταστή.  Αυτός, αναφέρεται, δεν ήταν εμπειρογνώμονας στις συγκρούσεις οχημάτων και τα ευρήματα του ήταν αστήρικτα, αφού δεν είχε προβεί στις απαραίτητες μετρήσεις.  Ο λόγος έφεσης 2, αφορά στην αποδοχή της μαρτυρίας του αστυνομικού φωτογράφου.  Αυτός είχε επισκεφτεί τη σκηνή για να λάβει φωτογραφίες και όχι για να διερευνήσει τις συνθήκες του δυστυχήματος.  Εντούτοις, προσπάθησε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως εμπειρογνώμονα και απέφευγε να απαντήσει σε ερωτήσεις που του τέθηκαν, εμμένοντας στις ατεκμηρίωτες θέσεις του.  Τα όσα ανάφεραν και οι δύο στη δια ζώσης μαρτυρία τους, πέραν των όσων είχαν αναφέρει στις καταθέσεις τους, δεν θα έπρεπε, υποστηρίζεται, να γίνονταν αποδεχτά. 

Με το λόγο έφεσης 5  αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε σοβαρά υπόψη ότι ο παραπονούμενος είχε υποδείξει σημείο σύγκρουσης που απείχε μεγάλη απόσταση από αυτό στο οποίο κατέληξε ο εξεταστής.

 

Ο λόγος έφεσης 4 αφορά στη αποδοχή της μαρτυρίας του ιδιοκτήτη του παρακείμενου υποστατικού, ενώ ο  λόγος έφεσης 6 αφορά στην εσφαλμένη, κατά τον Εφεσείοντα, απόρριψη της μαρτυρίας του, στη βάση αντιφάσεων που αφορούσαν επουσιώδης λεπτομέρειες.

 

Σε σχέση με το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων αναφέρεται στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, 320-1, ότι:

 

«Στο δικό µας σύστηµα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των µαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους µάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συµπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός µάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισµό ευρηµάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται µόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).

 

Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασµα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραµµίζεται ότι το πλεονέκτηµα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο µε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους µάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.

 

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αµφισβητεί τα ευρήµατα του δικαστηρίου που σχετίζονται µε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλµένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».

 

 

 

Στη μεταγενέστερη Baloise Ins. Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, επεξηγήθηκε ότι:

 

«με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705)

 

 

Τόσο η Σολωμού, όσο και η Baloise, αναφέρονται με επιδοκιμασία σε πληθώρα μεταγενέστερων εφετειακών αποφάσεων.

 

Ο εξεταστής διέκρινε στο οδόστρωμα δύο «εκδορές» και όταν φορτώθηκε το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου σε πλατφόρμα για να μετακινηθεί, διαπίστωσε ότι στο κάτω μέρος του υπήρχαν δύο μεταλλικοί «τραβηκτήρες».  Εξέφρασε βεβαιότητα ότι ήταν αυτοί οι «τραβηκτήρες» που είχαν προκαλέσει τις «εκδορές», γιατί ήταν στραβωμένοι και φρεσκοκτυπημένοι.  Στους «τραβηκτήρες» εντόπισε και υπολείμματα από το κτύπημα.  Οι «εκδορές» δεν θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί από τον άξονα του αυτοκινήτου του παραπονούμενου, όπως του είχε εισηγηθεί η υπεράσπιση του Εφεσείοντα.  Και τούτο λόγω της θέσης που βρέθηκαν τα ενεχόμενα αυτοκίνητα μετά το δυστύχημα.  Ο εξεταστής εντόπισε και άλλα ευρήματα στο οδόστρωμα, όπως θραύσματα από γυαλιά, που απέκλειαν η σύγκρουση να είχε γίνει στο σημείο όπου υπέδειξε ο κατηγορούμενος.

 

Ο φωτογράφος φωτογράφισε τις δύο «εκδορές» στο οδόστρωμα, όπως και τους στραβωμένους «τραβηκτήρες» στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου του κατηγορούμενου.  Ήταν και αυτού η θέση ότι οι δύο «εκδορές» είχαν προκληθεί από τους «τραβηκτήρες».

 

Οι «εκδορές» βρίσκονταν στη λωρίδα κυκλοφορίας του παραπονούμενου, 1,30μ. από την άσπρη διαχωριστική γραμμή του κέντρου του δρόμου και καταδείκνυαν, όπως ο εξεταστής και ο φωτογράφος υποστήριξαν, ότι το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου είχε εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία του. 

 

Τόσο ο εξεταστής όσο και ο φωτογράφος είχαν κάμει θετική εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο που, σημειώνοντας ότι τα προσόντα και η εμπειρία τους δεν αμφισβητήθηκαν, αποδέχτηκε τη θέση τους ότι οι «εκδορές» στο οδόστρωμα είχαν προκληθεί από το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου και τεκμηρίωναν ότι το σωστό σημείο σύγκρουσης ήταν αυτό που οι δύο αστυνομικοί διαπίστωσαν και που βρισκόταν στη λωρίδα κυκλοφορίας του παραπονούμενου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε τους δύο αστυνομικούς ως πραγματογνώμονες.  Η βασική τους διαπίστωση σε σχέση με τις δύο «εκδορές» στο οδόστρωμα, ήταν το αποτέλεσμα των παρατηρήσεων τους στην σκηνή, που αξιολογήθηκαν από τους ίδιους με υπόβαθρο την εμπειρία τους στην εξέταση τροχαίων συγκρούσεων. 

 

Η εμπειρία ή εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από το αντικείμενο της εξέτασης.  Και ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποδεχτεί ότι δύο έμπειροι στη διερεύνηση τροχαίων συγκρούσεων αστυνομικοί μπορούσαν, έχοντας διαπιστώσει «εκδορές» στο οδόστρωμα και χαρακτηριστικές ζημιές σε ένα αυτοκίνητο, να καταλήξουν ότι συνδέονταν και ότι οι «εκδορές» είχαν προκληθεί από την επαφή του αυτοκινήτου, με τα σημεία όπου ήταν οι ζημιές, με το οδόστρωμα. 

 

Ως προς το λόγο έφεσης 5, σημειώνουμε ότι ο παραπονούμενος είχε, κατόπιν ερωτήσεων, υποδείξει το σημείο σύγκρουσης σε δύο φωτογραφίες που του παρουσιάστηκαν, διευκρινίζοντας πως δεν ήξερε με ακρίβεια.  Είχε προηγηθεί ερώτηση σε ποιο σημείο είχε γίνει η σύγκρουση, στην οποία απάντησε πως είχε δει το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα αστραπιαία να πηγαίνει πάνω του.  Η σταθερή του θέση ήταν ότι οδηγούσε στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας, αρνούμενος κατηγορηματικά ότι εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.  Αυτό ήταν το ουσιώδες, ότι η σύγκρουση έγινε στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας.  Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και είχε ως αποτέλεσμα να ανατραπεί το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο παραπονούμενος και ο ίδιος να απωλέσει τις αισθήσεις του και να τις επαναφέρει στο νοσοκομείο.  Ότι κάτω από τέτοιες περιστάσεις υπέδειξε άλλο σημείο κατά μήκος του δρόμου από αυτό στο οποίο κατέληξε ο εξεταστής, δικαιολογημένα δεν μπορούσε να ανατρέψει την θέση του εξεταστή που εδραζόταν σε πραγματικά ευρήματα επί της ασφάλτου.

Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εξεταστή και του φωτογράφου.  Οι λόγοι έφεσης 1, 3, 2 και 5 απορρίπτονται.

 

Απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε βρει ότι ήταν γεμάτη με αναληθείς ισχυρισμούς.  Σημείωσε ακόμα πως πολλές από τις θέσεις του δεν είχαν τεθεί υπόψη των μαρτύρων κατηγορίας.  Όπως η θέση ότι ο εξεταστής τον ξεγέλασε ώστε να υπογράψει ένα λευκό χαρτί, στο οποίο στη συνέχεια σχεδίασε το πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος.  Διαπίστωσε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων έδωσε τρεις διαφορετικές εκδοχές αναφορικά με τα θραύσματα από γυαλιά που εντοπίστηκαν στο σημείο σύγκρουσης όπως το διαπίστωσαν ο εξεταστής και ο φωτογράφος.  Με βάση τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα ήταν «κατασκευασμένη» και ότι αυτός αυτοσχεδίαζε στις απαντήσεις του ανάλογα με το τι τον σύμφερε. 

 

Η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε μέσα στα ορθά πλαίσια.  Εντοπίστηκε αναληθής αναφορά σε σχέση με ουσιώδη παράμετρο της υπόθεσης και δικαιολογημένα κρίθηκε ότι η προβολή εκδοχών που δεν είχαν τεθεί υπόψη των μαρτύρων κατηγορίας και η απουσία σταθερής θέσης αναφορικά με ουσιώδη επιμέρους περίσταση, καταδείκνυε αυτοσχεδιασμό και διαμόρφωση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. 

Ο λόγος έφεσης 6 επίσης απορρίπτεται.

 

Ο ιδιοκτήτης του παρακείμενου υποστατικού έφτασε στη σκηνή όταν ο Εφεσείων, τραυματισμένος, ήταν ακόμα εγκλωβισμένος στο αυτοκίνητο του και σπάραζε από το πόνο.  Μαρτύρησε ότι τον άκουσε να λέει: «Καταραμένη η ώρα που έσκυψα να σάσω το ράδιο».  Έδωσε την εξήγηση πως στην κατάθεση του στην αστυνομία δεν το ανάφερε γιατί δεν ρωτήθηκε για κάτι τέτοιο.  Όσον δε αφορά το πότε πληροφόρησε τον παραπονούμενο, τον οποίο γνώριζε εξ όψεως, για το τί είχε ακούσει τον Εφεσείοντα να λέει, είπε ότι ήταν περίπου ενάμισι χρόνο μετά το δυστύχημα, ενώ ο παραπονούμενος μαρτύρησε ότι αυτό έγινε 6-7 μήνες μετά το δυστύχημα.  Αυτά είναι τα δύο σημεία που αναπτύσσονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 4, που, κατά τον Εφεσείοντα, έπρεπε να είχαν οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας του ιδιοκτήτη του υποστατικού.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσει το μάρτυρα απεκόμισε, όπως σημείωσε, πολύ καλή εντύπωση και έκρινε ότι απαντούσε με ειλικρίνεια.  Θεώρησε την εξήγηση του για το λόγο που δεν ανάφερε στην κατάθεση του για το τί άκουσε τον Εφεσείοντα να λέει λογική, όσον δε αφορά τη διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας του και του παραπονούμενου ως προς το πότε του μετέφερε την πληροφορία, έκρινε πως ήταν επουσιώδης και ότι δεν μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία του.  Δεν βρίσκουμε κανένα υπόβαθρο που θα μας επέτρεπε να επέμβουμε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην πολύ καλή εντύπωση που απεκόμισε για το μάρτυρα και αιτιολόγησε επαρκώς γιατί τα δύο σημεία που εγείρει ο Εφεσείων δεν είχαν κλονίσει την εντύπωση του ως προς την ειλικρίνεια του.   Ο λόγος έφεσης 4 επίσης απορρίπτεται.

 

Τελειώνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε και τα ακόλουθα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του παραπονούμενου ως αξιόπιστη και ότι μπορούσε να βασιστεί σε αυτή.  Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με την έφεση.  Ο λόγος έφεσης 1, με τον οποίο εγειρόταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, δεν αιτιολογήθηκε σε σχέση με τον παραπονούμενο και δεν προωθήθηκε θέση ότι η μαρτυρία του δεν έπρεπε να γίνει αποδεχτή.  Δεδομένης δε της σαφούς θέσης του παραπονούμενου ότι η σύγκρουση έγινε στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας, η όποια προοπτική επιτυχίας κάποιων από τους λόγους έφεσης δεν θα μπορούσε να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο