Μ.Σ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 48/2020, 29/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:B367

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 48/2020)

 

 

29 Ιουλίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

Μ.Σ.

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:Ο Εφεσείων, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε 61 συνολικά Κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, του βιασμού, της διαφθοράς νεαρής γυναίκας και της κοινής επίθεσης. Θύμα των αδικημάτων ήταν η ανήλικη Ν. Δ., της οποίας η μητέρα ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, συμβία του Εφεσείοντα.

 

Με την Έφεση προσβαλλόταν τόσο η καταδίκη (Λόγοι Έφεσης 1-12), όσο και η ποινή (Λόγος Έφεσης 13). Κατά τη συζήτηση της Έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα απέσυρε όλους τους Λόγους Έφεσης που αφορούσαν την καταδίκη και προώθησε μόνο το Λόγο Έφεσης 13 που αφορούσε την ποινή.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο Εφεσείων σε διάφορες ημερομηνίες, από τον Οκτώβριο του 2014 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2018 κακοποιούσε σεξουαλικά την πιο πάνω ανήλικη, εξαναγκάζοντας την με τη χρήση απειλής να συμμετέχει σε σεξουαλικές πράξεις μαζί του, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(4)(γ)(7) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014. Συγκεκριμένα, κατά την πιο πάνω περίοδο, με τη χρήση απειλών έβαζε το πέος του στον κόλπο και στον πρωκτό της, όπως επίσης και στο στόμα της. Πρόκειται για 27 συνολικά Κατηγορίες (Κατηγορίες 1, 2, 5, 6, 9, 10, 13, 14, 17, 18, 21, 22, 25, 26, 29, 30, 33, 34, 53-61).

 

Για τις ίδιες πράξεις ο Εφεσείων βρέθηκε επίσης ένοχος σε εννέα Κατηγορίες βιασμού κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα,Κεφ. 154 (Κατηγορίες 3, 7, 11, 15, 19, 23, 27, 31 και 35), όπως και σε εννέα Κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας κατά παράβαση του Άρθρου 153(1) του Κεφ. 154 (Κατηγορίες 4, 8, 12, 16, 20, 24, 28, 32 και 36). Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, κατά την πιο πάνω περίοδο ο Εφεσείων παράνομα ήλθε σε συνουσία με την πιο πάνω ανήλικη.

 

Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε ακόμη οκτώ Κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(1) και (7) του Νόμου 91(Ι)/2014 (Κατηγορίες 37-44). Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, σε διάφορες περιπτώσεις κατά την επίδικη περίοδο ο Εφεσείων προκάλεσε ώστε η ανήλικη να γίνει μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, αναγκάζοντας την να παρακολουθεί ταινίες ερωτικού περιεχομένου.

 

Επιπλέον ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε οκτώ Κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση των Άρθρων 2, 4(1)(2)(φ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 και του Άρθρου 242 του Κεφ. 154(Κατηγορίες 45-52). Με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε οκτώ διαφορετικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου ο Εφεσείων επιτέθηκε στην ανήλικη κτυπώντας την με τα χέρια και σε κάποιες περιπτώσεις την έπιανε από τα πόδια και την γύριζε ανάποδα.

 

Οι πιο πάνω άνομες πράξεις του Εφεσείοντα γίνονταν συστηματικά και συγκεκριμένα κάθε Σαββατοκυρίακο, καθόλο το διάστημα των τεσσάρων ετών που αυτός διέμενε με την ανήλικη και τη μητέρα της. Όλα τα αδικήματα διαπράχθηκαν στην οικία όπου διέμενε η Παραπονούμενη και συγκεκριμένα στο υπνοδωμάτιο της. Όταν άρχισε η πιο πάνω σεξουαλική κακοποίηση, κατά τον Οκτώβριο του 2014, η ανήλικη ήταν μόλις 6½ ετών, ενώ όταν τερματίστηκε η εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντα κατά τον Οκτώβριο του 2018 ήταν 10½ ετών.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση της Ιατροδικαστού, κατά την κολπική εξέταση, εμφανίζονται υπολείμματα παρθενικού υμένα κάτι που δηλώνει ότι κατ’ εξακολούθηση έγινε εισδοχή στον κόλπο του παιδιού με κάποιο αντικείμενο. Κατά την πρωκτική εξέταση, διαπιστώθηκε ότι ο πρωκτός χαίνει ως καθ’ έξην και κατ’ εξακολούθηση, κάτι που δηλώνει ότι η παραβίαση του πρωκτού με κάποιο αντικείμενο, δοκιμάστηκε επανειλημμένα.

 

Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιούργησε η πιο πάνω συμπεριφορά του Εφεσείοντα στην Παραπονούμενη είναι τεράστια. Η Παραπονούμενη που εξακολουθεί να διαμένει στην Παιδική Στέγη, έχει διαγνωστεί με διαταραχή μετατραυματικού στρες, το οποίο οφείλεται στη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη. Λόγω δε της σοβαρότητας του τραύματος με το οποίο διαγνώστηκε παραπέμφθηκε για θεραπεία όχι στο Σπίτι του Παιδιού, όπως άλλα παιδιά, αλλά στο Κέντρο Ψυχοθεραπείας των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, εφόσον κρίθηκε σκόπιμο να δεσμευτεί σε μακροχρόνιο θεραπευτικό πλαίσιο.

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 27 χρόνων στις Κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού (Κατηγορίες 1, 2, 5, 6, 9, 10, 13, 14, 17, 18, 21, 22, 25, 26, 29, 30, 33, 34, 53-61) και στις Κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα του βιασμού (Κατηγορίες 3, 7, 11, 15, 19, 23, 27, 31 και 35). Στις Κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(1), 8(7) του Νόμου 91(Ι)/2014 (Κατηγορίες 37-44), επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, ενώ στις Κατηγορίες που αφορούσαν στο αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των13 ετών (Κατηγορίες 4, 8, 12, 16, 20, 24, 28, 32 και 36) δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή στη βάση του ότι τα γεγονότα ήταν τα ίδια με εκείνα των βιασμών.

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι η ποινή των 27 ετών είναι έκδηλα υπερβολική, χαρακτηρίζοντας την ως «εξουθενωτική», λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Επιπλέον, προέβαλε ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα.

 

Εξετάσαμε το Λόγο Έφεσης και τα όσα ανέφερε τόσο ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, όσο και η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη, ως προς το ύψος της ποινής έχοντας υπόψη ότι το δύσκολο έργο της επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η Έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της.

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερ. 5/10/2016-και επαναλήφθηκαν στη συνέχεια και στις υποθέσεις xxx Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020- όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, ECLI:CY:AD:2014:B327, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:B779, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779)

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525)

 

 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως αυτή προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές, αλλά και από την ίδια τη φύση τους η οποία, ως ορθώς επεσήμανε, επιτάσσει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.

 

Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης τόνισε ότι, επρόκειτο για «σοβαρότατη περίπτωση εκδήλωσης με προγραμματισμένο και συστηματικό τρόπο μιας κτηνώδους και ανώμαλα αρρωστημένης σεξουαλικής συμπεριφοράς που αδυνατεί να φανταστεί ο υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος». Στο πλαίσιο αυτό τόνισε ότι ο Εφεσείων, ενεργώντας προγραμματισμένα και με σχέδιο, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη της Παραπονούμενης, ενός παραμελημένου και ταλαιπωρημένου παιδιού, και εκμεταλλευόμενος τη στερημένη πατρικής στοργής ανήλικη, προχώρησε στην ικανοποίηση των ανώμαλων σεξουαλικών του ορέξεων αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες των άνομων πράξεων του, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο, και, επιπλέον, χωρίς καμία ένδειξη μεταμέλειας για την τεράστια ψυχολογική ζημιά που προκάλεσε στην ανήλικη Παραπονούμενη. Αφού τόνισε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που την καθιστούν από τις σοβαρότερες του είδους, το Κακουργιοδικείο συμπύκνωσε τα επιβαρυντικά στοιχεία των αδικημάτων ως εξής:

 

«1. Στον συντονισμένο και προσχεδιασμένο τρόπο που λειτούργησε ο κατηγορούμενος με την απόκτηση της εμπιστοσύνης της ανήλικης που είχε ανάγκη πατρικής στοργής και της πλήρους εξάρτησης από αυτόν αλλά και την απομόνωση στην συνέχεια της ίδιας και της μητέρας της από το φιλικό και οικογενειακό τους περιβάλλον ώστε να είναι σε θέση ανενόχλητος να προβαίνει στα ανοσιουργήματα του εις βάρος της.

 

 2.     Στο γεγονός ότι η σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης παραπονούμενης ήταν συνεχής και σε συστηματική βάση, και διήρκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήτοι για 4 συνολικά χρόνια, κατά τα οποία η ανήλικη ήταν στην τρυφερή ηλικία από 6½ έως 10½ ετών χωρίς ο κατηγορούμενος να επιδείξει οιονδήποτε ενδιαφέρον ή οιανδήποτε μεταμέλεια για τα ψυχικά και σωματικά τραύματα που της προξένησε.

 

3.      Το ότι οι βιασμοί της ανήλικης τόσο κολπικοί όσον και πρωκτικοί συνοδεύτηκαν και από άλλες διεστραμμένες σεξουαλικές πράξεις, όπως εξαναγκασμός της σε πεολειξία και τακτική επίδειξη πορνογραφικού υλικού.

4.      Το ότι η πιο πάνω σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης συνοδεύτηκε με απειλές ότι αν αναφέρει οτιδήποτε θα κάνει κακό στην ίδια και την μητέρα της.

 

5.      Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ασκούσε την ίδια περίοδο ταυτόχρονα με την πιο πάνω σεξουαλική κακοποίηση της παραπονούμενης και σωματική βία στην ίδια και στην μητέρα της, στοιχείο που δημιουργούσε εύλογο φόβο στην ανήλικη ότι θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τις πιο πάνω απειλές του.

 

6.      Το γεγονός ότι η πιο πάνω σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη η ανήλικη, της δημιούργησε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και μετατραυματικό στρες, με αποτέλεσμα να κριθεί αναγκαία η παραπομπή της στο κέντρο ψυχοθεραπείας των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, εφόσον κρίθηκε σκόπιμο να δεσμευτεί σε μακροχρόνιο θεραπευτικό πλαίσιο.»

 

 

Από την άλλη, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του προς όφελος του Εφεσείοντα και στο πλαίσιο της εξατομίκευσης της ποινής, το λευκό ποινικό του μητρώο και όλα τα ελαφρυντικά τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του και τα οποία, όπως διαπιστώνεται, δεν παρουσίαζαν οτιδήποτε το εξαιρετικό για σκοπούς μετριασμού της ποινής, όπως οι προσωπικές του συνθήκες, όπως αυτές παρατίθεντο στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, αλλά και στην αγόρευση του συνηγόρου Υπεράσπισης.

 

Επιπλέον το Κακουργιοδικείο ορθά επεσήμανε ότι η παραδοχή, ιδιαίτερα σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, δικαιολογεί έκπτωση στην ποινή αφού με αυτό τον τρόπο δεν υποχρεώνονται τα θύματα να βιώσουν ξανά τις τραυματικές εμπειρίες τους. (Hamiehv. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, Γ.Χ. v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 140/2010, ημερ. 14/9/2015, Γενικός Εισαγγελέας v. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 658 και Σ.Κ. v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 Α.Α.Δ. 304). Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, δεν υπήρχε παραδοχή για να μπορεί να αποδοθεί στην ποινή η ανάλογη έκπτωση.

Από τη θεώρηση της πρωτόδικης Απόφασης διαπιστώνεται ότι το Κακουργιοδικείο, πριν να επιβάλει τη σχετική ποινή, έχει ενδιατρίψει σε όλους τους σχετικούς παράγοντες με κάθε δυνατή περίσκεψη, δίδοντας τη δέουσα σημασία τόσο στους επιβαρυντικούς παράγοντες, όσο και στους ελαφρυντικούς και έχοντας ταυτόχρονα κατά νου τις σχετικές νομολογιακές κατευθύνσεις. Προσέγγισε δε ορθά την επιμέτρηση της με αναφορά στην αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα.

 

Κρίνουμε στο σημείο αυτό σκόπιμο να επαναλάβουμε τα όσα σχετικά ειπώθηκαν στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ.178/2017, ημερ.24/10/2018:

 

«Η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας».

 

Επιβαλλόταν συνεπώς η ποινή, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του Εφεσείοντα, να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες (Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση                    αρ.59/2016, ημερ.23/3/2017).

 

Σε ό,τι αφορά την παραπομπή του Κακουργιοδικείου σε προηγούμενες υποθέσεις, όπως ορθά επισημάνθηκε, έγινε προκειμένου να καταδειχθεί η σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζονται τα συγκεκριμένα αδικήματα από τη νομολογία. Τέτοιες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση, δεδομένου ότι πολύ σπάνια εντοπίζεται ταυτοσημία στο βαθμό που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς ως προς την επιβολή παρόμοιας ποινής(Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123).

 

Οι αποφάσεις στις οποίες το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε είναι ενδεικτικές. Αναφέρουμε τρεις.

 

Στην υπόθεση Ν. Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 662επικυρώθηκαν οι διαδοχικές ποινές φυλάκισης συνολικού ύψους 25 ετών, που επιβλήθηκαν πρωτόδικα για το αδίκημα του βιασμού που διαπράχθηκε εναντίον δύο κοριτσιών ηλικίας 6 και 8 ετών, αντίστοιχα, καθώς και για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον άλλων έξι κοριτσιών.

 

Στην υπόθεση Γ. Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 140/2010, ημερ. 14/9/2015 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 20 ετών για σεξουαλικά αδικήματα, που περιλάμβαναν βιασμούς και άσεμνες επιθέσεις που ο Εφεσείων είχε διαπράξει εναντίον των δύο ανήλικων θυγατέρων του.

 

Στην πιο πρόσφατη υπόθεση A.F.K. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 44/2018, ημερ. 6/12/2019 επικυρώθηκε από το Εφετείο συνολική ποινή φυλάκισης 20 ετών για σεξουαλικά αδικήματα εναντίον ανήλικης, που αφορούσαν κατηγορίες βιασμού και άσεμνης επίθεσης. Τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί σε τακτική βάση μεταξύ Αυγούστου 2013 έως και τις 30/1/2015. Κατά τη διάπραξη των αδικημάτων η Παραπονούμενη ήταν ηλικίας 7½ με 9 χρόνων, ο δε Κατηγορούμενος ήταν συμβίος της μητέρας της.

 

Τα γεγονότα της παρούσα υπόθεσης και οι επιβαρυντικοί παράγοντες όπως αναδείχθηκαν από το Κακουργιοδικείο, μεταξύ των οποίων η ηλικία και το ευάλωτο του θύματος, το εκτεταμένο χρονικό διάστημα που κάλυπτε η έκνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, τα αποτελέσματα που αυτή επέφερε στον ψυχικό κόσμο του θύματος, καθιστούσαν την υπό κρίση περίπτωση άκρως ειδεχθή και, όπως πολύ ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, μια από τις σοβαρότερες του είδους. Ο Εφεσείων εκμεταλλευόμενος πλήρως τη σχέση εμπιστοσύνης και οικειότητα που είχε με την ανήλικη Παραπονούμενη, ενόψει του ότι ήταν ο συμβίος της μητέρας της και διέμενε στο σπίτι της, καθώς και την τρυφερή ηλικία αυτής, αλλά και την ανάγκη της να αναπληρώσει, μέσω εκείνου, τη στέρηση της πατρικής φιγούρας, διέπραξε σε βάρος της για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και επί συστηματικής βάσεως βιασμούς και σεξουαλική εκμετάλλευση, καθώς και άλλες διεστραμμένες σεξουαλικές πράξεις, προκαλώντας της με αυτό τον τρόπο τεράστια προβλήματα τόσο για τη σωματική, όσο και για την ψυχική της υγεία.

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν θεωρούμε, σε καμία περίπτωση, ότι η συνολική ποινή φυλάκισης των 27 ετών που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική. Kρίνουμε ότι πολυετής ποινή φυλάκισης άρμοζε πλήρως στην παρούσα περίπτωση και η ποινή που επιβλήθηκε συνιστούσε μια δίκαιη τιμωρία για την αποτρόπαια συμπεριφορά που ο Εφεσείων επέδειξε αντικατοπτρίζοντας την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων και αποστέλλοντας, παράλληλα, ένα ηχηρό μήνυμα ότι εγκλήματα αυτού του είδους θα αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια με την επιβολή αυστηρότατων και αποτρεπτικών ποινών.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι η Έφεση πρέπει να αποτύχει.

 

 

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο